Ταρκύνιος και Λουκρητία
Η τυφλόμυγα, θεωρώ πως συνέβαλε ιδιαίτερα στην κατανόηση και αφομοίωση του χαρίσματος μου. Ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται η Νόνα τα τελευταία χρόνια και εγώ το δέχομαι αμίλητη προσπαθώντας γρήγορα να αλλάξω θέμα.
Κάθε Σάββατο όταν ήμουν μικρή και το παιχνίδι μας με την Σόφη έφτανε σε τέλμα -με άμεσο κίνδυνο την αρχή ενός τσακωμού, η Νόνα έβγαζε από το σκρίνιο του σαλονιού ένα μεταξωτό μαντήλι γεμάτο με ζωγραφισμένες χρυσές μύγες και το κουνούσε πάνω από τα κεφάλια μας λέγοντας τραγουδιστά τα λόγια "Μύγα μύγα σε τύφλωσε η γκρίνια, μύγα μύγα γύρνα να βρεις ποια είναι η ξύπνια" . Ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι. Εκείνο που μας ένωνε ξανά και εκείνο που με βοήθησε να καταλάβω την δύναμη της αφής.
Παίζαμε οι τρεις μας. Στροβιλιζόμασταν στο σαλόνι και τα γέλια και οι τσιρίδες μας ακούγονταν σε όλο το Λιστόν. Η Νόνα πάντα χαμήλωνε στο ύψος μας για να μας μπερδέψει περισσότερο και πάντα μας φορούσε τα δικά της άνετα φορέματα για να μην έχει καμία μας κάποιο πλεονέκτημα.
Δεν με ενδιέφερε να κερδίσω. Όταν έτρεχα μέσα στο σαλόνι και τις κυνηγούσα με τα μάτια μου σφιχτά δεμένα, ένιωθα μια απόλυτη ελευθερία και μια υπέροχη έξαψη για τον κόσμο που δεν μπορούσα να δω. Φανταζόμουν που ήταν οι καναπέδες μας, το σκρίνιο, η τραπεζαρία, φανταζόμουν τον όγκο τους, τα χρώματα τους, την κίνηση των κουρτινών μας καθώς ο αέρας εισέβαλε από το παράθυρο. Και όταν κατάφερνα να πιάσω μια από τις δύο, έκλεινα τα μάτια μου πίσω από το μαντήλι γιατί πραγματικά δεν ήθελα να δω τίποτα. Άγγιζα τα μάγουλα τους, τις πτυχές τους, τις γραμμές των χειλιών τους, τις βλεφαρίδες τους, τις άκρες των αυτιών τους. Η εικόνα ήταν πάντα ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Μετρούσα νοητά τα εκατοστά, υπολόγιζα τα τελειώματα τους, έφερνα ξανά και ξανά στο μυαλό μου την αίσθηση της υφής τους.
Έπειτα ζωγράφιζα ό,τι θυμόμουν από την εμπειρία μου.Συνήθως έκλεινα τα μάτια μου και άφηνα την ανάμνηση να με καθοδηγήσει.
Και τα χρόνια πέρασαν. Και ξαφνικά ήμουν δεκαέξι στα δεκαεφτά. Δευτέρα λυκείου. Δεν ξέρω να πω αν στην εφηβεία ήμουν όμορφη ή όχι, αλλά τουλάχιστον δεν δυσκολεύτηκα και έτσι είχα πειστεί πως ναι, ήμουν όμορφη. Οι όμορφοι δεν δυσκολεύονται ποτέ. Δεν χλευάζονται, ούτε γίνονται εύκολα θύματα. Οι όμορφοι έχουν πάντα ένα επιπλέον πλεονέκτημα. Οι όμορφοι ποτέ δεν βρίσκονται στη θέση της τυφλόμυγας. Οι όμορφοι κερδίζουν εύκολα αυτό που θέλουν, -ή αυτό που νομίζουν ότι θέλουν.
Θυμάμαι πως ήταν άνοιξη. Πλησίαζε το καλοκαίρι. Ήμασταν έξω με την Σόφη, σε μια καφετέρια. Εκείνη έπινε καφέ, εγώ ανάμεικτο χυμό. Συζητούσαμε για τα καινούργια λιπ γκλος και μεικαπ που είχαμε αγοράσει νωρίτερα, όπως επίσης και για ένα βιβλίο που είχε διαβάσει η Σόφη και με έπρηζε να το ξεκινήσω. Το ξεκίνησα, μέρες αργότερα. Αρκετές μέρες αργότερα.
Εκείνο το μεσημέρι τον είδα για πρώτη φορά. Σε εκείνη την καφετέρια που έχω ξεχάσει πως υπάρχει ακόμα. Μου άρεσε να τον κοιτάζω. Για την ακρίβεια, μου άρεσε που εκείνος με κοιτούσε. Η προσοχή του ήταν αναζωογονητική. Δεν ήταν ένα ακόμα βαρετό αγόρι που ήθελε απλά να ικανοποιήσει τις εφηβικές του ορμές. Ήταν κάποιος που πίστευα πως θα με φτάσει στα ύψη! Αυτή ακριβώς ήταν η σκέψη μου εκείνη την πρώτη στιγμή που έπιασα το βλέμμα του να είναι καρφωμένο επάνω μου. Το επίμονο βλέμμα του.
Γοητεύτηκα; Θαμπώθηκα; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως μου άρεσε αυτό που έβλεπα απέναντι μου. Όχι δεν ήταν έρωτας. Απόλαυση ήταν. Της προσοχής και της επιμονής.
Ήταν φυσικά μοναδικά γοητευτικός και αρρενωπός. Είχε καστανόξανθα μαλλιά και γένια, γαλάζια μάτια και δύο βαθιές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια του. Ήταν κομψά ντυμένος και απέπνεε πηγαία δύναμη και σιγουριά. Η Σόφη αμέσως είχε πει πως της θύμιζε τον ηθοποιό Φασμπέντερ. Στην αρχή το θεώρησα ανοησία αλλά όντως του έμοιαζε. Το θεώρησα ανοησία γιατί πίστευα πως αυτός ο άντρας σε εκείνη την καφετέρια, εκείνο το μεσημέρι, ήταν ακόμα πιο όμορφος. Ο πιο όμορφος που είχα δει ποτέ μου.
Κοιταζόμασταν για μια ώρα. Παρακαλούσα την Σόφη να καθίσουμε λίγο παραπάνω αλλά είχαμε υποσχεθεί στους τρεις γονείς μας πως θα επιστρέφαμε νωρίς στο σπίτι. Επουδενί δεν θα διακινδυνεύαμε να μας στερήσουν την βραδινή μας έξοδο.
Όλο απογοήτευση σήκωσα το χέρι μου για να καλέσω τον σερβιτόρο. Μια κίνηση που εκείνος ο όμορφος άντρας παρατήρησε και μου χάρισε το πρώτο του χαμόγελο. Κολακεύτηκα. Κοκκίνησα. Ωστόσο του χαμογέλασα και εγώ πίσω. Αλίμονο, τόσα αγόρια είχα παίξει στα δάχτυλα μου τα τελευταία δύο χρόνια, θα ντρεπόμουν τώρα εκείνον;
Όταν λοιπόν ο σερβιτόρος ήρθε στο τραπέζι μας για να πληρωθεί, μας ενημέρωσε πως ο λογαριασμός είχε ήδη τακτοποιηθεί. Το περίμενα και όλο νάζι έγειρα το κεφάλι μου προς την μεριά του, ευχαριστώντας τον άηχα. Αυτό που δεν περίμενα βέβαια, ήταν η επαγγελματική κάρτα που μου έδωσε ο σερβιτόρος. Μια μαύρη κάρτα, με ένα χρυσό έμβλημα στη μια της μεριά και με το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του στην άλλη.
Κωνσταντίνος Κασίμης.
Έφυγα απρόθυμα από την καφετέρια ακολουθώντας τις συστάσεις της Σοφίας και σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι, σκεφτόμουν πως τουλάχιστον είχα μάθει το όνομα του και είχα στη διάθεση μου το κινητό του. Ήταν αδύνατο να ξεχάσω το βλέμμα του. Την προσοχή του.
Του έστειλα το πρώτο μήνυμα στις έξι το απόγευμα σπάζοντας την υπόσχεση που είχα δώσει στην Σόφη πως δεν θα έκανα καμία κίνηση να μπλέξω με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερο μου Κωνσταντίνο. Δεν της το είπα. Φοβήθηκα να της μιλήσω, ειδικά έπειτα από τα πολλά πολλά μηνύματα που ακολούθησαν και έμαθα πως ο Κωνσταντίνος ήταν στην πραγματικότητα τριανταπέντε χρονών. Δεν με ένοιαζε η ηλικία του και ας έπρεπε να με νοιάζει. Ήμουν πολύ απασχολημένη με το να διαβάζω τα λόγια του, να ονειρεύομαι την συνάντηση μας, να αγγίζομαι όπως μου ζητούσε εκείνος και σε κάθε ολοκλήρωση μου να κρατώ σφιχτά τα μάτια μου κλειστά βλέποντας ολοζώντανο το πρόσωπο του στο ταραγμένο μου μυαλό. Ήμουν απασχολημένη με το να τον προκαλώ σε κάθε νέο μου μήνυμα. Να μιλάω μαζί του αργά τα βράδια, όταν η Νόνα κοιμόταν και να τον ωθώ με την ναζιάρικη φωνή μου σε καθημερινές τηλεφωνικές ολοκληρώσεις. Ήμουν απασχολημένη με το να πηγαίνω στο λύκειο, να κοιτάζω κρυφά τα μηνύματα του κάτω από το θρανίο μου και να ανυπομονώ να χτυπήσει το κουδούνι για να τρέξω ως τις τουαλέτες και να του τηλεφωνήσω, χαρίζοντας και στους δύο μας μια αναγκαία αποσυμφόρηση από την δύσκολη μέρα μας.
Τρεις ολόκληρες εβδομάδες είχαμε καθημερινή επικοινωνία δίχως όμως να έχουμε συναντηθεί κάπου μόνοι μας. Τον πετύχαινα μόνο στην γνωστή καφετέρια όπου απλά κοιταζόμασταν και χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλον. Δεν είχαμε μιλήσει ακόμα από κοντά. Δεν είχαμε αγγιχθεί, δεν με είχε φιλήσει. Δεν ήταν έρωτας. Δεν ξέρω τι ήταν.
Επέμενε να με δει. Σε κάθε καινούργιο μήνυμα της τέταρτης εβδομάδας επικοινωνίας, μου έλεγε συνεχώς πως ήθελε να με συναντήσει. Πως δεν άντεχε άλλο με το να φαντάζεται μόνο τα χείλη μου στα δικά του. Πως του άρεσα. Πως δεν έφευγα από το μυαλό του κάθε στιγμή της ημέρας.
Δέχτηκα να τον συναντήσω. Το ίδιο ανυπόμονη ήμουν και εγώ εδώ που τα λέμε.
Θυμάμαι πως ήταν Σάββατο βράδυ. Είχα πει ψέματα στην Σόφη και στην Νόνα πως θα έβγαινα με μια παρέα παιδιών από την τρίτη λυκείου, και αφού με πίστεψαν εύκολα, είχα βαλθεί να ετοιμάζομαι, προσπαθώντας να δείχνω όσο το δυνατόν ομορφότερη.
Είχα φορέσει ένα καφέ υφασμάτινο σορτσάκι, με ένα λευκό στράπλες μπλουζάκι και στη μέση μου είχα δέσει μια φαρδιά δερμάτινη ζώνη της Νόνας, με μια μεγάλη πολύχρωμη αγκράφα στο κέντρο της. Ένα λευκό ζακετάκι για να μην κρυώνω και στα πόδια μου έδεναν κομψά τα μπρονζέ μου πέδιλα. Είχα βάψει έντονα τα μάτια μου με μαύρη σκιά και μολύβι, είχα περάσει λίγο διάφανο λιπγκλος στα χείλη μου και είχα ρίξει ένα σπρέι με βάση το θαλασσινό νερό στα ξανθά μαλλιά μου επιτυγχάνοντας το στυλ μαλλιών που έχουν τα κορίτσια σέρφερ στο Μαλιμπού. Θυμάμαι πως εκείνο το βράδυ, είχα ερωτευτεί το είδωλο μου με την πρώτη ματιά που του είχα ρίξει στον καθρέπτη μου. Θυμάμαι να με κοιτάζω αποφασισμένη και να σιγοψιθυρίζω από μέσα μου πως μόλις με δει θα σέρνεται στα πόδια μου. Θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι στις δέκα το βράδυ και με γρήγορα βήματα είχα φτάσει στη πιάτσα των ταξί προσευχόμενη να πετύχω κάποιον σχετικά άγνωστο ταξιτζή. Θυμάμαι πως σε όλη την ολιγόλεπτη διαδρομή μέχρι το Κανόνι αισθανόμουν τα μάτια κάθε Κερκυραίου επάνω σε αυτό το ταξί που θα σταματούσε μπροστά από το καινούργιο ξενοδοχείο της γνωστής οικογένειας Κασίμη από την Πάργα.
Θυμάμαι πως θα πίναμε ένα ποτό στο μπαρ του ξενοδοχείου του. Θυμάμαι πως δεν ήταν έτοιμος ακόμα και για να μην περιμένω στο λόμπυ με κίνδυνο κάποιος να με δει, μου ζήτησε να ανέβω στο δωμάτιο του. Θυμάμαι πως δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ μαζί του από εκείνη την πρώτη συνάντηση. Θυμάμαι πως ήμουν διστακτική καθώς έμπαινα στο ασανσέρ για να φτάσω στις σουίτες του τελευταίου ορόφου. Θυμάμαι πως δεν μου άρεσε ο τρόπος που με τράβηξε μέσα στο δωμάτιο κλειδώνοντας την πόρτα πίσω μου. Θυμάμαι πως με φίλησε για πρώτη φορά κολλώντας με παθιασμένα πάνω στην πόρτα. Θυμάμαι πως δεν φορούσε τίποτα άλλο πέρα από μια λευκή πετσέτα που είχε δέσει στους γοφούς του. Θυμάμαι πως τα μαλλιά του ήταν υγρά από το μπάνιο του και θυμάμαι πως του ζήτησα κάτι να πιω. Δεν με είχε ακούσει ή μάλλον νομίζω με είχε αγνοήσει. Συνέχισε να με φιλάει και στην αρχή ανταπέδιδα. Συνέχισε να με αγγίζει και τον άγγιζα και εγώ γιατί το σώμα του ήταν διαφορετικό από εκείνο που είχαν τα προηγούμενα αγόρια μου, και το έβρισκα συναρπαστικά ερεθιστικό.
Θυμάμαι να με οδηγεί ως το κρεβάτι ενώ εγώ χαζογελούσα και του ζητούσα να βγούμε στην βεράντα. Θυμάμαι πως με φιλούσε στον λαιμό και με τον τρόπο του με έκανε να θεωρώ σωστό αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Θυμάμαι να με ρίχνει στο στρώμα και το σκληρό του πέος να πιέζει δυνατά ανάμεσα στα πόδια μου. Δεν ασχολήθηκε με την προετοιμασία μου. Δεν με άκουγε. Δεν με λάμβανε υπόψιν του. Μου έβγαλε την ζώνη μου πετώντας την δίπλα στο κεφάλι μου, το σορτσάκι μου αφήνοντας το να πέσει στο πάτωμα και ύστερα με μια απότομη κίνηση κατέβασε το στράπλες μπλουζάκι μου για να αποκαλυφθεί το στήθος μου.
Ήθελα μόνο να βγω στην βεράντα και το ζητούσα συνεχόμενα. Σε κάθε ανάσα μου ανάμεσα στα βίαια φιλιά του. Ήθελα μόνο να μιλήσω μαζί του. Να φιληθώ. Να με αγγίξει όσο και όπου ήθελα εγώ.
Θυμάμαι πως δεν μπορούσα να το αποφύγω.
Θυμάμαι πως του ζήτησα να φορέσει προφυλακτικό. Θυμάμαι πως συμφώνησε απρόθυμα και όταν το προφυλακτικό έσπασε πριν καν προλάβει να το φορέσει, εκείνος δεν πτοήθηκε. Θυμάμαι πως ήθελα να τον σταματήσω. Θυμάμαι πως του ζήτησα να το αφήσουμε για άλλη φορά. Θυμάμαι την πρώτη άγρια εισβολή που μου έφερε μια βαθιά ανακατωσούρα στο στομάχι. Θυμάμαι να μου λέω πως "λογικό είναι", πως "τι περίμενες να κάνει με τόσες προκλήσεις", πως "τον θέλεις και εσύ όπως και εκείνος", πως "μόνο έτσι δείχνεις πόσο σου αρέσει κάποιος", πως "κάνε υπομονή...", πως "θα τελειώσει σύντομα", πως "είναι μια εμπειρία και αυτό".
Θυμάμαι πως του έλεγα "όχι άλλο" και εκείνος με παρακαλούσε λέγοντας μου "λίγο ακόμη". Θυμάμαι πως τραβήχτηκε έξω από τον καταπονημένο μου κόλπο και κοιτώντας με , με την πιο τρομακτική έκφραση που θα μπορούσε να πάρει ένα πραγματικά όμορφο πρόσωπο, συνέχισε να παίζει το πέος του πάνω στα σφιγμένα μου χείλη καθώς προσπαθούσα να κρύψω τα στήθη μου με τις παλάμες μου. Θυμάμαι ξεκάθαρα την στιγμή της εκσπερμάτωσης. Τα μάτια του και την δική μου αηδία. Θυμάμαι ύστερα να μου χαμογελά ανακουφισμένος και να μου λέει να μην κουνηθώ καθώς έφευγε από κοντά μου για να φέρει μια πετσέτα από το μπάνιο να σκουπίσω τον θώρακα μου. Θυμάμαι πως τα υγρά του είχαν στάξει στα μαλλιά μου, και πάνω στην ζώνη μου.
Θυμάμαι άρον άρον να σκουπίζομαι και να φεύγω από εκείνο το δωμάτιο προφασιζόμενη πως δεν αισθανόμουν καλά. Δεν δέχτηκα φυσικά να με επιστρέψει σπίτι. Έφτανε το γεγονός πως ξεκλείδωσε πρόθυμα την πόρτα της σουίτας και με άφησε να φύγω, λέγοντας μου το ανεπανάληπτο "Σε ευχαριστώ για αυτό. Ήτανε ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν. Και συγγνώμη αν σε λέρωσα πολύ. Την επόμενη φορά θα χύσω στην πλάτη σου που μπορεί να καθαριστεί καλύτερα", συνοδευόμενο από ένα φιλί και την υπόσχεση πως θα με έβλεπε ξανά σύντομα.
Θυμάμαι τα πόδια μου να τρέμουν καθώς έμπαινα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά από το ξενοδοχείο του. Θυμάμαι μάλιστα και τα σοκαρισμένα μάτια της Βάσως, της Νατάσας και του Φώτη που ήταν για κακή μου τύχη εκείνο το Σάββατο στο Κανόνι, μέσα στο αμάξι του Γιώργου. Ήξερα πως το να βγαίνεις από ένα ξενοδοχείο, βράδυ, σε αυτή την ηλικία και δεδομένων των μέχρι πρότινος κατακτήσεων μου, δεν θα βοηθούσε αρκετά στο να κρατηθούν κλειστά τα στόματα τους.
Θυμάμαι να περιφέρομαι κοντά στο σπίτι για δύο ώρες γιατί δεν ήθελα να με δει η Νόνα στην κατάσταση που ήμουν. Θυμάμαι πως πλησίαζε δύο το πρωί όταν τελικά κατάφερα να ανέβω στο σπίτι και αμέσως κρύφτηκα στο δωμάτιο μου.
Θυμάμαι πως δεν μπορούσα να κάνω μπάνιο για να μην ξυπνήσω την Νόνα και έτσι χρειάστηκε να μείνω για πέντε ώρες με τα υγρά του κολλημένα επάνω μου. Θυμάμαι πως προσπαθούσα με ένα ποτήρι νερό -που άφηνε η Νόνα πάντα στο κομοδίνο μου, να ξεπλύνω όσο πιο πολύ μπορούσα το εσωτερικό των μηρών μου και τον θώρακα μου. Θυμάμαι επίσης να βγάζω την ζώνη μου που είχε λερώθει και αυτή μαζί με τα μαλλιά μου και να κοιτάζω τους λεκέδες ανίκανη να διαχειριστώ τα συναισθήματα μου.
Θυμάμαι πως εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ντρεπόμουν. Θυμάμαι πως δεν μπορούσα να κλάψω, από άμυνα κυρίως γιατί μπλόκαρα όσο πιο πολύ μπορούσα το συναίσθημα του πλήρους εξευτελισμού. Θυμάμαι πως δεν αισθανόμουν έρωτα για αυτόν τον άντρα ούτε τον σκεφτόμουν γλυκά όταν έκλεινα τα μάτια μου. Θυμάμαι πως ήθελα να ουρλιάξω και να χτυπηθώ πάνω στο κρεβάτι μου και ήθελα περισσότερο από το οτιδήποτε να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να μην ανέβω ποτέ σε εκείνο το δωμάτιο. Θυμάμαι πως φοβόμουν για την ημέρα που θα ξημερώνε και θα με έβρισκε ανήμπορη, καλυμμένη από μια χυδαία απόδειξη ωμής λαγνείας. Θυμάμαι πως ήθελα να ξεχάσω τα πάντα. Θυμάμαι πως αυτό δεν ήταν έρωτας. Αυτό δεν ήταν πάθος. Δεν ήταν καν μια τρέλα της στιγμής. Θυμάμαι πως τότε το ήξερα. Θυμάμαι πως φοβόμουν να το πω με το όνομα του πόσο μάλλον να κάνω κάτι για αυτό.
Θυμάμαι πως όταν ήμουν δεκαεφτά χρόνων, ένας άντρας είχε ασελγήσει στο σώμα μου.
Θυμάμαι και θα θυμάμαι για πάντα.
Θυμάμαι πως απλά κάποιος γάμησε ένα δεκαεφτάχρονο τσουλί. Θυμάμαι πως, όχι βέβαια, αυτό ποτέ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί βιασμός. Θυμάμαι πως το δεκαεφτάχρονο τσουλί έφταιγε. Και να σου οι ευθύνες και οι κατηγορίες και οι πρόστυχες εκφράσεις και σας παρακαλώ...σκάστε όλοι σας!
Βούλωστε το για δύο λεπτά.
Δείτε τι συμβαίνει μπροστά σας. Δείτε αυτό το δεκαεφτάχρονο τσουλί που υποφέρει και τρομάζει να την αγγίξουν. Δείτε πως σηκώνει πυρετό και κρύβεται από όλη την γαμημένη την κοινωνία σας. Δείτε πως οι τριανταπεντάχρονοι άντρες γαμάνε κάποιες έφηβες χωρίς συναίνεση. Τις βιάζουν στεγνά και μάλιστα δεν έχουν καν την ενσυναίσθηση να αντιληφθούν πως εκείνη την στιγμή που εσύ τραβιέσαι και ζητάς να σταματήσει, εκείνη ακριβώς την στιγμή δεν σου κάνει παθιασμένο έρωτα. Σε βιάζει. Σε διαλύει. Σε αρρωσταίνει.
Θυμάμαι πως την επόμενη ημέρα, όλα είχαν φτάσει στα αυτιά της Σόφης. Με μια δική τους εκδοχή. Μιλούσαν για εμένα οι αγαπημένοι μου συμμαθητές, και έλεγαν πως βγήκα φρεσκογαμημένη από το ξενοδοχείο και πως με είδαν να παίρνω πίπα σε έναν τύπο στο μπαλκόνι και κάποιοι άλλοι μιλούσαν για το γεγονός πως μια άλλη φορά με είχαν πάρει μάτι να πηδιέμαι από κώλο σε κάποιο παρκάκι. Και η Σόφη μου τα είπε όλα. Και της τα είπα και εγώ. Και με αγκάλιασε και έκλαψα πολύ μέσα σε αυτήν την ζεστή αγκαλιά της.
Θυμάμαι πως για τις επόμενες μέρες που ακολούθησαν, διάβαζα τα βιβλία που μου έφερνε και κοιμόμασταν μαζί τα βράδια και κάθε στιγμή που η σκέψη μου επέστρεφε σε εκείνο το εφιαλτικό βράδυ, μου έλεγε να ζωγραφίσω. Και ζωγράφιζα...
Οι πίνακες όταν αποτυπώνουν μια τραγωδία, εμείς ως θεατές, τους θαυμάζουμε και αναβαθμίζουμε την τραγωδία σε αριστούργημα. Ωστόσο όταν γινόμαστε πραγματικά πρωταγωνιστές μιας τραγωδίας θα παρακαλούσαμε να σβηστεί κάθε μνήμη μας και κάθε συναίσθημα από την μέρα εκείνη.
Μα ζεις την τραγωδία, την υπομένεις και έτσι ξαφνικά, γίνεσαι και εσύ ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο με λάδι πάνω στον καμβά του μικρού σου θανάτου.
Μπλόκαρα τις σκέψεις μου για καιρό. Δεν επικοινώνησα ποτέ ξανά με εκείνον και το καλοκαίρι που ακολούθησε, ήταν το πιο περίεργα καθοριστικό της ζωής μου.
Προσπάθησα σκληρά να με σηκώσω στα πόδια μου. Είχα πείσμα. Ίσως να ήταν και εμμονή. Κανείς όμως δεν θα με έριχνε ξανά. Κανείς δεν θα ασελγούσε επάνω μου όπως εκείνος. Έμαθα να ξεχωρίζω μέχρι που έφταναν οι δικές μου ανάγκες και που άρχιζαν οι δικές τους. Έμαθα να με βάζω πρώτη. Πάντα πρώτη και αν αυτό δεν τους άρεσε τότε ο δρόμος μου ήταν πάντοτε ανοιχτός και τα σκυλιά μου ταϊσμένα και κοιμισμένα!
Για όσο ζω όμως, θα θυμάμαι πως εκείνο το βράδυ στο Κανόνι, έκλεινα σφιχτά τα μάτια μου όπως τότε που έπαιζα τυφλόμυγα με την Νόνα και την Σόφη, και με την αφή μου αισθανόμουν τις υφές των δικών τους προσώπων. Και ήμουν καλά. Και είμαι καλά.
Μόνο που κάθε φορά που τον συναντώ πλέον, με την όμορφη κομψή γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον βλέπω να κρατά ένα μεταξωτό μαντήλι με χρυσές μύγες προκαλώντας με, με τα μάτια του για ακόμα μια επανάληψη του εξευτελισμού μου.
Μόνο που...δεν θέλησα ποτέ ξανά να παίξω τυφλόμυγα.
—————-
Εκατόν σαράντα επτά κλήσεις! Αυτός ο αριθμός ήταν το μόνο που κατάφερα να δω πριν το κινητό μου πεθάνει από μπαταρία. Εκατόν σαράντα επτά, όσες δηλαδή θα είναι και οι ώρες που μου απομένουν -στην καλύτερη των περιπτώσεων, πριν η Νόνα με σκοτώσει με συνοπτικές διαδικασίες.
Είμαστε στον δρόμο για περίπου πέντε λεπτά και το μόνο που βλέπω έξω από το παράθυρο είναι μια αχανής έκταση δάσους. Τα δέντρα είναι ψηλά και δεν αφήνουν τον ήλιο να τρυπώσει εύκολα ως τις ρίζες τους, ο δρόμος είναι γεμάτος στροφές και φυσικά ο γορίλας αρνείται κατηγορηματικά να μου πει που στο καλό είμαστε!
Καλά, δεν αρνείται κατηγορηματικά. Γιατί το να αρνείσαι κάτι κατηγορηματικά σημαίνει πως θα πρέπει να ανοίξεις το ρημάδι το στόμα σου και να μιλήσεις, ενώ εκείνος οδηγεί δίχως να έχει πει λέξη εδώ και πέντε ολόκληρα λεπτά δίνοντας σου την εντύπωση πως είναι μόνος του μέσα στο αμάξι! Σε αντίθεση με εμένα που μιλάω ακατάπαυστα, παρόλα τα προειδοποιητικά και λοξά του βλέμματα! Τι του λέω; Ένας Θεός ξέρει από που κατεβάζω όλες αυτές τις ασυναρτησίες πρωινιάτικα. Η ενέργεια μου είναι ανεκδιήγητη. Το ίδιο και ο ενθουσιασμός μου!
«Έτσι που λες με την βαλίτσα μου στο Ελ. Βενιζέλος! Ένα λεπτό περισσότερο να αργούσαν να την βρουν, θα την έχανα την πτήση για Κέρκυρα. Και εντάξει δεν θέλω να ακουστώ υπερβολική, αλλά ειλικρινά προτιμώ να αυτοπυρποληθώ από το να μπω σε λεωφορείο των ΚΤΕΛ!», ολοκληρώνω την ιστορία μου γελώντας, και εκείνος ξεφυσάει με έναν αναστεναγμό, ο οποίος μπορεί να μεταφραστεί μόνο ως κούραση ή και αγανάκτηση!
Όχι δηλαδή πως αυτό με πτοεί! Έχω γνωρίσει και άλλους λιγομίλητους άντρες. Βέβαια και επειδή δεν θέλω να είμαι μια αισχρή ψεύτρα, δεν μπορώ να πω πως έχω γνωρίσει κι άλλον σαν αυτόν. Γιατί ο γορίλας όπως φαίνεται, έχει κάνει το, "Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν", κάτι παραπάνω από στάση ζωής!
«Με τι ασχολείσαι;», ρωτάω καθώς ανακάθομαι οκλαδόν στο κάθισμα. Μια κίνηση που πιάνει αμέσως με την λοξή ματιά του και μια κίνηση που κάνει το σαγόνι του πάλι να σφιχτεί.
Δεν απαντάει. Ανοίγει μόνο το στερεοφωνικό, πατώντας τα κουμπιά στο τιμόνι του και ένα ξενόγλωσσο ραπ τραγούδι, ξεκινάει να παίζει δυνατά. Υποθέτω πως είναι γερμανικό. Κρίνοντας δηλαδή από την βαριά προφορά και εκείνες τις δύο τρεις γνωστές σε εμένα γερμανικές λέξεις.
Ποιος ακούει γερμανικό ραπ; σκέφτομαι και προσπαθώ πολύ να καταπνίξω την επιθυμία μου για ένα μικρό πείραγμα! Ωστόσο κρατιέμαι και τεντώνομαι προς το στερεοφωνικό για να χαμηλώσω την ένταση.
«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε αν έχεις τέρμα την μουσική!», εξηγώ και το χέρι μου τινάζεται πάνω στα γυαλιά ηλίου του. «Και βγάλε επιτέλους αυτά τα γυαλιά βρε αγόρι μου. Έχεις υπέροχα μάτια για να τα κρύβεις!»
Με προλαβαίνει πριν καταφέρω να του τα βγάλω και αποτινάσσει το χέρι μου μακριά με την ανάστροφη της παλάμης του. «Θα κάτσεις ήσυχη επιτέλους;»
«Δύσκολο!» Αναφωνώ γυρνώντας όλο μου το σώμα προς την μεριά του.
Παίρνει τα μάτια του από τον δρόμο για ένα δευτερόλεπτο και γυρνά να με κοιτάξει. «Προσπάθησε!» Προστάζει απαιτητικά και τον αγνοώ!
«Με τι ασχολείσαι;» επιμένω και ξεφυσάει αγανακτισμένος.
«Άντε πάλι τα ίδια!»
«Ε τι είπα πάλι; Είναι κακό που θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα;»
«Ναι είναι!» Απαντά απότομα τσαντισμένος.
«Γιατί; Και συγγνώμη κιόλας τόσο δύσκολο σου είναι να μου απαντήσεις με τι ασχολείσαι;»
Γυρνά και πάλι να με κοιτάξει για λίγα δευτερόλεπτα πριν επιστρέψει ξανά την προσοχή του στην άσφαλτο. «Όπως φαίνεται με το να νταντεύω μωρά! Ορίστε με αυτό ασχολούμαι! Είσαι ικανοποιημένη;»
Υψώνω ενθουσιασμένη τα χέρια μου προς τον ουρανό του αυτοκινήτου και μειώνω την ελάχιστη απόσταση που έχουμε ανάμεσα μας. «Και ποιος δεν θα σε ήθελε εσένα για νταντά του γορίλα μου!» Αγκαλιάζω το προσκέφαλο του καθίσματος του με το ένα μου χέρι και τρυπώνω το άλλο γρήγορα στην λαιμόκοψη του tshirt του! «Θα με παίξεις λίγο στα πόδια σου;» ρωτάω ναζιάρικα τραβώντας μαλακά τις τρίχες στο στέρνο του.
«Ρε κάτσε κανονικά στη θέση σου και μάζεψε τα κουλά σου!», φωνάζει εξαγριωμένος αρπάζοντας τον καρπό μου για να τον διώξει μακριά από το σώμα του. «Γιατί πρέπει να με ακουμπάς συνέχεια;» ρωτάει όταν επιστρέφω στο κάθισμα μου και αρχίζω να γελάω με την αντίδραση του.
«Γιατί δεν μπορώ να είσαι κοντά μου και να μην σε αγγίζω!»
«Γιατί;» ρωτάει ξανά. «Ερωτευμένη είσαι;»
«Ναι!» Ανακοινώνω δραματικά πιάνοντας την καρδιά μου και ένα ξαφνικό μικρό φρενάρισμα με κάνει να καταλάβω πως χάνει στιγμιαία την συγκέντρωση του.
Δεν έχω δει άλλο πρόσωπο να ασπρίζει τόσο γρήγορα από τρόμο!
«Όχι με εσένα γορίλα μου, μην τρομάζεις», τον διαβεβαιώνω βοηθώντας το αίμα του να επανέλθει στη φυσιολογική του ροή. «Είμαι ερωτευμένη κυρίως με αυτήν την απότομη έξαρση αδρεναλίνης που μου προκαλείς!»
Ανασαίνει βαθιά και βγάζει τα γυαλιά του πετώντας τα στο ταμπλό. Συνεχίζει να οδηγεί κρατώντας το τιμόνι μόνο με το αριστερό του χέρι ενόσω ξεκουράζει το δεξί πάνω στον μηρό του και στρέφει τα μάτια του για λίγο στα δικά μου. «Εσύ ξέρεις τι μου προκαλείς;»
«Νεύρα; Πονοκέφαλο; Τι από όλα; Ή μήπως όλα μαζί;» κοροϊδεύω και διακρίνω πως σφίγγει τον μηρό του δυνατά, λες και προσπαθεί να συγκρατήσει το χέρι του και συνεπώς ολόκληρο τον εαυτό του.
Και έπειτα, ακολουθεί η ίδια σιωπή με νωρίτερα. Αναρωτιέμαι αν γελάει ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Κανονικό γέλιο εννοώ, όχι εκείνα τα ψαρωτικά, ειρωνικά του χαμόγελα!
«Πάλι δεν μιλάς;» σπάω την σιωπή και με τόλμη απλώνω το χέρι μου στο δικό του, δημιουργώντας ακανόνιστους κύκλους με την άκρη του μέσου μου. «Ε καλά τώρα...νόμιζα πως η σχέση μας είχε περάσει ήδη στο επόμενο επίπεδο!»
«Σταμάτα...» ψιθυρίζει σφίγγοντας ξανά το σαγόνι του και τραβάω πειραχτικά λίγες τρίχες του.
«Γιατί έχεις τόσα νεύρα;»
Εκπνέει δυνατά ενώ εγώ συνεχίζω να τσιμπάω μαλακά το δέρμα και τις τρίχες του. «Τοσοδούλα, άφησε με...» προειδοποιεί.
«Μήπως θα έπρεπε να απευθυνθείς σε κάποιον ειδικό για τα νεύρα σου; Προφανώς και έχεις κάποια αδυναμία διαχείρισης θυμού και ίσως σου έκανε πραγματικά καλό αν μιλούσες σε κάποιον ψυχολόγο», δίνω την συμβουλή μου με απόλυτα σοβαρό ύφος και εκείνος αυξάνει την ταχύτητα του αμαξιού, εστιάζοντας μόνο στον δρόμο μπροστά μας.
«Μην τρέχεις», συνιστώ σφίγγοντας τον καρπό του. «Είναι επικίνδυνο και φυσικά ανώφελο!»
Όπως το ίδιο ανώφελο και το ίδιο επικίνδυνο, είναι που τον προκαλώ; Ίσως...
Το αμάξι γλιστράει με μεγάλη ταχύτητα σε μια απότομη στροφή κάνοντας με να κολλήσω στην πόρτα του συνοδηγού και με έναν επιδέξιο χειρισμό στρέφει το τιμόνι , σηκώνει το χειρόφρενο για να ντριφτάρει τρομακτικά το αμάξι, και να μας βγάλει εκτός της κανονικής μας πορείας. Σταματάει στην άκρη του δρόμου, απελευθερώνεται απότομα από την ζώνη του και έρχεται με φόρα στη μεριά μου. Πατάει τον μοχλό που ρίχνει το κάθισμα και ξαφνικά οριζοντιώνομαι!
«Γιατί δεν το βουλώνεις;» ρωτάει μέσα από τα δόντια του φέρνοντας με ένα άτσαλο σάλτο το σώμα του πάνω στο δικό μου.
Η καρδιά μου χτυπάει εκκωφαντικά από την έξαψη. Η αδρεναλίνη στο αίμα μου σπάει κάθε κοντέρ και διώχνει κάθε αίσθηση φόβου και ζαλάδας. Νιώθω το κορμί μου να βράζει από την ζέστη που παράγει το δικό του. Νιώθω πως πρέπει να σταματήσω, να κάνω πίσω, να...να φύγω μακριά. Νιώθω να καίω. Να λυσσάω για λίγο ακόμα. Νιώθω πως δεν μπορώ να κάνω πίσω.
«Θα το βουλώσω», ψιθυρίζω κοιτώντας τα μάτια του και ας πνίγομαι από το βάρος του. «Μόνο με μια προϋπόθεση...»
Δεν ξέρω αν είμαι στην πλέον κατάλληλη θέση για διαπραγματεύσεις αλλά για κάποιον λόγο, το ρισκάρω αψήφιστα.
«Τι προϋπόθεση;» ρωτάει.
Αγκαλιάζω την μέση του απαιτώντας να μην τραβηχτεί ακόμα μακριά μου και η μικρή αντλία ινσουλίνης πιέζει δυνατά στο μπούτι μου. «Πες μου πως με θέλεις...» ζητάω και πριν προλάβω να ολοκληρώσω, αρχίζει να κουνάει ελαφρά το κεφάλι του, δείχνοντας την ξεκάθαρη άρνηση του.
«Αν σε ήθελα, θα σε είχα ήδη! Για αυτό σταμάτα να πιέζεις μια κατάσταση που δεν πρόκειται να συμβεί και φρόντισε να ξεκολλήσεις γρήγορα το μυαλό σου από 'μένα», απαντά και το βλέμμα που ρίχνει στα χείλη μου, δεν βοηθά να πιστέψω τα ηλίθια λόγια του.
«Αλλιώς τι; Τι θα συμβεί αν συνεχίσω να επιμένω μαζί σου;»
«Τίποτα δεν θα συμβεί. Θα χάσεις μόνο τον χρόνο σου», λέει λιγάκι πιο ήρεμος και τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου.
Τα σώματα μας ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους και το βλέπω καθαρά. Δεν μπορεί να κρυφτεί αυτό... Δεν μπορεί να μου κρύψει τα μάτια του. Μιλάνε άλλωστε τόσο γρήγορα, τόσο εκκωφαντικά. Μιλάνε και λένε στα δικά μου πως αναιρούν κάθε λέξη που άκουσαν τα αυτιά μου.
Τυλίγω τα χέρια μου στον λαιμό του και κρύβομαι στο στήθος του ακουμπώντας το αυτί μου στην καρδιά του. «Είσαι τόσο ζεστός...», σιγολέω τρίβοντας το μάγουλο μου πάνω στους δυνατούς του χτύπους. «Έλα...αγκάλιασε με και εσύ...»
«Γιατί δεν καταλαβαίνεις ρε κοριτσάκι μου πως δεν αστειεύομαι;» ψιθυρίζει στο αυτί μου και ένα απότομο ρίγος διαπερνά ξεχωριστά κάθε έναν από τους σπονδύλους μου.
«Ξέρω πως δεν αστειεύεσαι...»
«Τότε;»
«Φταίει που ούτε εγώ αστειεύομαι γορίλα μου...» σηκώνω το κεφάλι μου και βρίσκω τα μάτια του. «Σε θέλω...και με θέλεις και εσύ...για αυτό άσε όλες τις χαζές λεπτομέρειες στην άκρη και έλα απλά να το ζήσουμε για λίγο...»
Αισθάνομαι τους μύες του να χαλαρώνουν. Την ματιά του να ζεσταίνει. Το μυαλό του να μη μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται και το σώμα του να μην αντέχει άλλο να μας κοντράρει. Όλα αυτά συμβαίνουν τα πρώτα πέντε σιωπηλά δευτερόλεπτα που ακολουθούν την πρόσκληση μου. Γιατί στο έκτο δευτερόλεπτο, σαν να συνέρχεται ξαφνικά από κάποια επήρεια, καθαρίζει τον λαιμό του και πιέζει τα μπράτσα μου στο κάθισμα για να μην τον ακουμπάω άλλο.
«Δεν μπλέκω. Ούτε για πολύ, ούτε για λίγο. Δεν είναι του στυλ μου. Δεν είναι κάτι που θέλω. Που επιδιώκω! Τι πρέπει δηλαδή να κάνω για να στο δώσω να το καταλάβεις μια και καλή;»
«Κάτι μου λέει πως φοβάσαι...» τον αντικρούω με το πρώτο πράγμα που μου φωνάζει το ένστικτο μου.
«Ποιον να φοβάμαι; Εσένα;»
«Ναι, εμένα!»
Ρουθουνίζει επικριτικά σηκώνοντας τον δείκτη του προς τον ουρανό. «Μόνο τον Θεό φοβάμαι, τοσοδούλα. Κανέναν άνθρωπο!»
«Μπα, είσαι και θρήσκος; Δεν σου φαίνεται είναι η αλήθεια. Που ξέρεις λοιπόν; Μπορεί εκείνος να με έστειλε σε εσένα...»
«Αποκλείεται».
«Ποιος με έχει στείλει τότε; Μήπως ο διάβολος για να σε παρασύρω;» προσπαθώ να ακουστώ σαρκαστική και συνάμα προκλητική.
Χαμογελάει. «Ο διάβολος πιτσιρίκα, κάθετε στα πίσω καθίσματα και γελάει μαζί σου αυτή τη στιγμή...», χαμηλώνει το πρόσωπο του και σέρνει την μύτη του από την αρχή του λαιμού μου μέχρι το σαγόνι μου. «Μην τον προκαλείς όμως άλλο, γιατί θα σου ξεσπάσει!»
«Με ποιον τρόπο;» ρωτάω γρήγορα και η ματιά του αστράφτει.
«Με τον χειρότερο!»
Πρέπει να μείνω μακριά του σωστά; Πρέπει να ακούσω όλα όσα μου λέει σωστά; Όλες τις προειδοποιήσεις και τις κόκκινες σημαίες του, σωστά; Είναι περίεργος, οξύθυμος, αντιδρά με τρομακτικές διαθέσεις, με έχει απειλείσει, είναι αγενής και τραμπούκος, θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις επικίνδυνο -από την συμπεριφορά που έχει επιδείξει μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κι όμως...ποτέ δεν με σταμάτησαν μερικά "πρέπει". Ποτέ δεν με απέτρεψαν. Ποτέ δεν με τρόμαξαν...
«Δεν σε φοβάμαι γορίλα...» ψιθυρίζω εισπνέοντας μια μεγάλη δόση από το αφρόλουτρο του και κουνά το κεφάλι του.
«Μπράβο. Δεν με ενδιαφέρει άλλωστε να με φοβάσαι. Δεν με εξυπηρετεί κάπου ο δικός σου φόβος».
«Τότε γιατί με απειλείς συνέχεια;»
«Αυτός είναι ο τρόπος μου» απαντά και το βάρος του επάνω στο σώμα του αρχίζει πραγματικά να μου κόβει την ανάσα.
«Ωραία, και ο δικός μου τρόπος λοιπόν, είναι να σου λέω πως σε θέλω!»
«Εγώ όμως δεν...» κάνει να μιλήσει για να μου πει για ακόμα μια φορά το ίδιο ψέμα, μα τον σταματάω.
«Αν δεν με ήθελες, θα ήσουν στην θέση σου και θα οδηγούσες! Θα σου περνούσα εντελώς αδιάφορη. Δεν θα σου έσπαγα δήθεν τα νευρά, δεν θα με στρίμωχνες σε κάθε ευκαιρία και το σημαντικότερο όλων δεν θα μου έδινες καν το δικαίωμα να συνεχίζω να σε πολιορκώ!»
«Πως σου έχω δώσει το δικαίωμα;» ρωτάει μα είναι ξεκάθαρο πως δεν διερωτάται. Δεν θέλει να μάθει την απάντηση σε αυτό που ήδη ξέρουμε και οι δύο. Θέλει μόνο να προκαλέσει περισσότερο. Τον Θεό, τον διάβολο, τις νεράιδες μου, το μαγικό πράσινο υγρό που διοχετεύεται αντί αίματος στις φλέβες μου...
Σηκώνω το χέρι μου στο αξύριστο μάγουλο του. Χαϊδεύω τις σκληρές τρίχες των γενιών του, νιώθοντας μια περίεργη ανάγκη να τον αγγίζω συνεχώς. Να τον κοιτάζω συνεχώς. Να μη σταματήσω να τον πολιορκώ συνεχώς μέχρι....
«Με κοιτάζεις γορίλα...», ψιθυρίζω, κοιτώντας τον με την πιο σοβαρή και ειλικρινή μου ματιά. «Με τον ίδιο τρόπο που σε κοιτάζω και εγώ. Το θέλεις εξίσου, αλλά μάλλον κάτι σε κρατάει και δεν αφήνεσαι. Μπορεί να είναι κι η ηλικία μου, δεν ξέρω...»
Και να που τώρα όντως μου λέει μια αλήθεια. Όχι με λόγια προφανώς. Με ένα και μοναδικό βλέμμα. Με εκείνο το...θεέ μου τι βλέμμα...Και μιαν ανάσα. Θεέ μου...τι ανάσα. Κοφτή. Ξαφνική. Και έπειτα γρήγορη που δίνει την θέση της στην επόμενη. Και μετά στην μεθεπόμενη. Και μετά; Μετά από αυτές τις ανάσες και μετά από αυτό το βλέμμα πάντα ακολουθεί ένα φιλί. Ένα ξεχωριστό φιλί. Σαν επισφράγιση. Σαν τα δύο μυαλά να σταματούν μονομιάς να δουλεύουν, γιατί επιτέλους έχουν χτυπηθεί από κάτι περίεργες μολότοφ οι οποίες έχουν κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από μαύρη πυρίτιδα. Μαύρη όπως τα μάτια του. Και είναι περίεργες αυτές οι μολότοφ ρε παιδιά! Είναι τόσο περίεργες γιατί θα λειτουργήσουν σωστά, μόνο αν χρησιμοποιηθούν με ένα συγκεκριμένο είδος φυτιλιού. Δεν είναι νήμα. Δεν μπορεί καμία τεχνητή φωτιά να τα ανάψει. Είναι μια τούφα από ξανθά μαλλιά. Ξανθά σαν τα δικά μου, που αυταναφλέγονται
Το φιλί μας όμως, δεν έρχεται ποτέ. Και μπορεί να είναι καλύτερα έτσι. Όταν φιλιέσαι ξοδεύεις κι από λίγο περίσσευμα πάθους. Ενώ τώρα...το αφήνει να βράζει ανάμεσα μας. Που θα πάει όμως...θα σκάσει κάποια στιγμή κι αυτή η μολότοφ. Αναπόφευκτα.
«Τίποτα δεν θα με κρατούσε αν ήθελα να αφεθώ...», σπάει την σιωπή μας με μια φωνή βραχνή από χειροπιαστό αισθησιασμό. «Και όχι δεν φταίει η ηλικία σου αλλά...»
«Αλλά πριν λίγη ώρα στο κρεβάτι σου, παρακαλούσες να σε βάλω μέσα μου!», ανταπαντώ πριν κυριολεκτικά και μεταφορικά, ολοκληρώσει!
«Δεν θυμάμαι να σε παρακάλεσα», λέει γρήγορα βαραίνοντας περισσότερο επάνω στο σώμα μου και κυρίως ανάμεσα στα πόδια μου.
Υπομειδιώ προς απάντηση. «Εντάξει αγόρι μου, ό,τι πεις!»
«Με ειρωνεύεσαι;» ρωτάει κοιτώντας επίμονα τα χείλη μου.
«Λιγάκι! Έτσι για να συντηρώ τα νεύρα σου τσιτωμένα!»
«Πίστεψε με, δεν θες να με δεις πραγματικά νευριασμένο!»
Στριφογυρίζω το βλέμμα μου και γελάω. «Πάντως ειλικρινά και μεταξύ μας τώρα, αν δεν σε είχα ήδη αισθανθεί, θα πίστευα πως απλά τον έχεις μικρό και προσπαθείς να επιδεικνύεις την αρρενωπότητα σου με όλους τους λάθους τρόπους!»
Εντάξει, τώρα νομίζω πως όντως απλά προκαλώ την τύχη μου! Ή έστω τον χαζοδιάβολο που κάθεται στα πίσω καθίσματα!
Ωστόσο ο γορίλας δεν αντιδρά με τον τρόπο που περιμένω να το κάνει. Μου χαμογελάει και φιλάει την κορυφή της μύτης μου. «Όταν μάθεις, πότε πρέπει πραγματικά να το βουλώνεις, τότε ίσως και να έχεις μια ευκαιρία μαζί μου. Διαφορετικά, απλά θα προσπαθείς μάταια», λέει ήρεμος και ανασηκώνει το σώμα του από το δικό μου για να επιστρέψει στην θέση του και να θέσει το αμάξι σε λειτουργία.
Επαναφέρω γρήγορα στην κανονική του θέση το κάθισμα μου και σηκώνω το τσαντάκι μου που έχει καταλήξει στο πατάκι, αισθανόμενη όχι ακριβώς ικανοποίηση αλλά ένα αίσθημα αλαζονικής κυριαρχίας. Εντελώς ηλίθιο συναίσθημα αν θέλετε την άποψη μου μια και ο γορίλας δεν φαίνεται ο τύπος που θα του κυριαρχηθείς, αλαζονικά ή μη!
«Μη το παίρνεις σαν προσβολή πάντως αυτό που σου είπα!», λέω μόλις ξεκινάει το αμάξι και ανοίγω το τσαντάκι μου για να βγάλω τις καραμέλες μου. «Και αν όντως προσβλήθηκες τότε ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσεις λιγάκι την συμπεριφορά σου και συγκεκριμένα την ενέργεια που βγάζεις στους άλλους. Θέλεις καραμελίτσα πορτοκάλι Tic Tac; Είναι τέλειες, τις αγοράζω από μικρή!»
«Όχι!» Απαντά κοφτά κοιτώντας σοβαρός τον δρόμο.
«Έλα τώρα, είναι τέλειες σου λέω!» Επιμένω και τραβάω το χέρι του από τον μοχλό των ταχυτήτων για να του ρίξω τρεις μικρές καραμέλες στην χούφτα του.
Τις κοιτάζει για μια στιγμή και έπειτα ανοίγει το παράθυρο του πετώντας τες έξω.
«Έι! Όχι τις καραμέλες Tic Tac ρε νεάντερταλ!» Διαμαρτύρομαι καθώς γυρνάει αγριεμένος να με κοιτάξει.
«Σου είπα πως δεν θέλω!»
Το κεφάλι μου κοντεύει να εκραγεί από την απότομη ένταση που συσσωρεύεται μονομιάς και κάθε νεύρο στον αυχένα μου το νιώθω να μετατρέπεται σε ξύλο. «Λύσσαξες πια! Το ένα σου ξινίζει, το άλλο σου βρωμάει, δεν φιλάς, δεν γλείφεις, δεν μιλάς, δεν μπλέκεις, πετάς τις καραμέλες μου, μου ζητάς να το βουλώσω, με απειλείς, ε εντάξει! Νισάφι πια! Είπαμε είσαι ωραίος γκόμενος αλλά ρε αγόρι μου, αυτή σου η δυστροπία καταντά μίζερη!» Ξεσπάω αγανακτισμένη κουνώντας αλλοπρόσαλλα τα χέρια μου προς πάσα κατεύθυνση και εκείνος με αυτό το εκνευριστικό γελάκι στο πρόσωπο του συνεχίζει αν οδηγεί λες και δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα.
Μπορεί τελικά η αντοχή μου να φτάνει ως εδώ. Το ίδιο και η εμμονή μου. Ίσως δεν αξίζει άλλο τον κόπο να προσπαθώ. Ίσως ο τύπος να είναι μια καμμένη υπόθεση που πρέπει μόνο να το αποδεχτώ. Ή ίσως μπορεί να είμαι κουρασμένη από τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί. Μπορεί να είναι μόνο ένα ξέσπασμα της στιγμής... Σίγουρα είναι της στιγμής.
Δεν μπορώ να αποδεχτώ την ήττα. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
Ηρεμώ στη θέση μου, χαμηλώνω κουρασμένη το κεφάλι μου και στριφογυρίζω στα δάχτυλα μου το πορτοκαλί κουτάκι με τις καραμέλες μου.
Κάθε Παρασκευή, όταν ήμουν μικρή, η Νόνα μου αγόραζε δύο κουτάκια από το σουπερμάρκετ και μου τις άφηνε στο κομοδίνο μου. Το Σάββατο είχαν τελειώσει.
Θα είναι τόσο τρομαγμένη. Θα τρέμει. Το πρόσωπο της θα έχει κοκκινίσει, το σπίτι δεν θα την χωράει και θα έχει επικαλεστεί τον Άγιο Σπυρίδωνα εκατοντάδες φορές μέχρι τώρα. Πρώτη φορά που δεν έχω επιστρέψει το βράδυ στο σπίτι μας. Πρώτη φορά που δεν την έχω ενημερώσει για την σωματική μου ακεραιότητα και καταλαβαίνω πως όποια και αν είναι η αντίδραση της, θα μου αξίζει και με το παραπάνω.
Μια μέρα έχω στο νησί και ήδη έχω αναστατώσει την ζωή της. Ξανά.
«Άνοιξε το ντουλαπάκι!», ακούω την φωνή του γορίλα και σηκώνω αμέσως το κεφάλι μου αφήνοντας τις σκέψεις μου να εξαφανιστούν στο άκουσμα της διαταγής του.
«Τι; Ποιο ντουλαπάκι;» ρωτάω αποπροσανατολισμένη και δείχνει με το βλέμμα του το ντουλαπάκι μπροστά μου.
Τεντώνομαι και πατάω το κουμπί που ανοίγει το ντουλαπάκι ερχόμενη αντιμέτωπη με ένα θέαμα που μέσα από μια ματιά διευρύνει τα όρια της αντοχής και της εμμονής μου. Καλώς ή κακώς δεν ξέρω, αλλά τα τρία μισοάδεια κουτάκια Tic Tac με γεύση μέντας δεν με βοηθούν να αποδεχτώ καμία απολύτως ήττα! Αντιθέτως μάλιστα. Με κάνουν να χαμογελάσω και με κάνουν να ξεχάσω την αναστάτωση που έχω προκαλέσει και με κάνουν να στραφώ ολόκληρη προς την μεριά του για να τον δω να μου κλείνει το μάτι, πριν τεντωθεί για να πιάσει ένα από τα κουτάκια για να αδειάσει μια καραμέλα στο στόμα του.
Ε λοιπόν, αυτή η μικρή κίνηση εκεχειρίας μπορεί και να με πείθει πως κάτω από όλο αυτό το γοριλίσιο περίβλημα υπάρχει και κάτι ακόμα! Κάτι...
«Τις σιχαίνομαι αυτές! Η μέντα είναι αηδία!», αναφωνώ απείρως ευδιάθετη μόλις σταματάει στη διασταύρωση που οδηγεί στην επαρχιακή οδό Παλαιοκαστρίτσας.
«Και εγώ σιχαίνομαι τις δικές σου» Με ενημερώνει ελέγχοντας σβέλτα τον δρόμο.
«Έλα τώρα, πρέπει επιτέλους να παραδεχτείς πως ταιριάζουμε τέλεια οι δυο μας!» Τον πειράζω και πετάει τις καραμέλες πίσω στο ντουλαπάκι πριν το κοπανήσει δυνατά για να κλείσει.
«Δεν ταιριάζουμε», με αποπέρνει αυξάνοντας ταχύτητα για να προσπεράσει ένα αγροτικό αυτοκίνητο που του μπλοκάρει τον ανοιχτό δρόμο.
«Φυσικά και ταιριάζουμε! Σιγά, για τις γεύσεις θα τα χαλάσουμε τώρα;»
Στρέφει το πρόσωπο του για λίγα δευτερόλεπτα και με κοιτάζει. «Είσαι απρόσεχτη. Στο είπα και εχθές το βράδυ».
«Ναι το θυμάμαι, αλλά που κολλάει τώρα αυτό;» ρωτάω χαμογελώντας ακόμα και εκείνος ανασαίνει βαριά τραβώντας το κουτάκι με τις καραμέλες από τα χέρια μου για να τις ανακινήσει δυνατά μπροστά στα μάτια μου.
«Αυτό που είδες νωρίτερα στο πόδι μου, υπάρχει εκεί για κάποιον λόγο», λέει και μου πετάει πίσω τις καραμέλες. «Τρεις από αυτές, θα μπορούσαν να μου δημιουργήσουν μεγάλο θέμα».
Το χαμόγελο μου εξαφανίζεται μόλις αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς εννοεί. Και εδώ που τα λέμε, όσο και να μην θέλω να το παραδεχτώ, ένα κάποιο δίκιο το έχει! Τουλάχιστον βρίσκω παρηγορητικό το γεγονός πως πέταξε τις καραμέλες μου εξαιτίας του διαβήτη του και όχι επειδή είναι ένας άξεστος πρωτόγονος!
«Μαλακία μου. Έπρεπε να το θυμάμαι έχεις δίκιο, αλλά συγγνώμη κιόλας, μόλις τώρα σε είδα που έφαγες μια από αυτές. Τι διαφορά έχουν από τις δικές μου;»
Υψώνει τον δείκτη του. «Μια, όπως είπες, όχι τρεις! Μια κάθε δύο μέρες. Και δεν χρειάζεται να θυμάσαι τίποτα. Δεν σου πέφτει λόγος ούτως ή άλλως. Στο λέω μονάχα επειδή σε είδα να ξενερώνεις».
«Μπα! Σε ενδιαφέρει αν ξενερώνω;» πετάγομαι αμέσως μόλις ολοκληρώνει και χαμογελάει αφοπλιστικά.
Τρίβει το αξύριστο πιγούνι του, κρατάει το τιμόνι μόνο με το αριστερό του χέρι και εναποθέτει το δεξί στον σκληρό μηρό του, γυρνώντας ξανά να με κοιτάξει για μια στιγμή. « Όχι ιδιαίτερα, αλλά επειδή μου αρέσει να κοιτάζω τον λαιμό σου, μου την έσπασες όταν χαμήλωσες το κεφάλι σου».
Χειροκροτάω ενθουσιασμένη και ανακάθομαι οκλαδόν στο κάθισμα. «Θα τρελαθώ! Μόλις μου έκανες το πρώτο σου κομπλιμέντο!» Τεντώνω τον λαιμό μου και περνάω αργά τα δάχτυλα μου επάνω του. «Ώστε σου αρέσει ο λαιμός μου ε; Εντάξει, δεν σε αδικώ, όντως έχω φανταστικό λαιμό και ειδικά όταν σηκώνω τα μαλλιά μου σε κότσο όπως εχθές! Όχι ότι είμαι ψώνιο δηλαδή αλλά οι αλήθειες καλό είναι να λέγονται!», πιάνω τον καρπό του και τραβάω το χέρι του κοντά μου δίχως να το αρνηθεί. «Ορίστε μπορείς να τον χαϊδέψεις αν θέλεις...» τον προτρέπω μόλις ακουμπάω τα δάχτυλα του επάνω μου και εκείνος αμέσως το επαναφέρει στον μηρό του.
«Δεν θέλω να τον χαϊδέψω, τοσοδούλα», λέει δαγκώνοντας μαλακά το κάτω χείλος του και επιδίδετε σε μια ακόμα προσπέραση.
«Γιατί; Αφού είπες πως σου αρέσει να τον κοιτάζεις!»
«Για την ώρα προτιμώ μόνο να τον κοιτάζω. Αν αλλάξω γνώμη, θα το καταλάβεις αμέσως».
Μπερδεύομαι. Με μπερδεύει και αυτή την ώρα δίχως καφέ και γυαλιά ηλίου δεν έχω πολλά περιθώρια για να καταλάβω τι ακριβώς κουβεντιάζουμε.
«Δεν καταλα...» κάνω να διαμαρτυρηθώ αλλά σηκώνει τον δείκτη του στα χείλη, κάνοντας μου νόημα να σιωπήσω. Το μακρόσυρτο, ψιθυριστό σουτ που βγαίνει από τον λαιμό του, είναι τόσο βαθύ που θυμίζει συριγμό ηδονής.
«Ησύχασε για λίγο μικρή. Μάθε να ησυχάζεις όταν χρειάζεται και ειδικά όταν στο ζητάνε», τεντώνει το χέρι του στο γόνατο μου και με σφίγγει δυνατά. «Κράτησε την ενέργεια σου, για όταν χρειαστεί πραγματικά να την σπαταλήσεις».
Είναι περίεργος. Πολύ. Περισσότερο από τους υπόλοιπους. Είναι επίσης και δύσκολος. Πολύ. Σαφέστατα περισσότερο από κάθε άλλον που έχω στοχεύσει, πράγμα που σημαίνει πως η δοκιμασία αρχίζει να γίνεται απαιτητική και το παιχνίδι μας υψηλών προδιαγραφών. Άρα; Αλλαγή τακτικής για ακόμα μια φορά.
Απομένω να τον κοιτάζω και σφραγίζω το στόμα μου, καταπνίγοντας κάθε επιθυμία να τον κοντράρω. Και εκείνος, με μια έκφραση απόλυτης ηρεμίας και ικανοποίησης, συνεχίζει να οδηγεί γρήγορα, δίχως να μου ρίχνει την παραμικρή ματιά. Είναι δύσκολος γαμώτο...σχεδόν απόρθητος.
Μα είναι και όμορφος στα μάτια μου. Ναι, ναι ξέρω, δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό από εκείνα που έχουν συνήθως όλοι οι υπόλοιπου που διαλέγω. Δεν είναι καστανόξανθος, κι αδύνατος, ούτε έχει εκείνη την επιφανειακή φινέτσα. Δεν είναι ευγενικός, ούτε προσιτός και ευδιάθετος. Δεν μοιάζει να υποκύπτει σε καπρίτσια, ούτε και να καθοδηγείται από τα πάθη του. Δεν είναι ο τύπος μου, ούτε και θα γίνει ποτέ.
Μα δεν αντέχω να σταματήσω να τον κοιτάζω. Ίσως φταίνε όλα εκείνα επάνω του, που τον κάνουν να μην είναι ο τύπος μου. Η αύρα που εκπέμπει, αυτές οι σκιές, αυτές οι εκλάμψεις...η επιλογή της τέχνης στην πλάτη του...
Για το επόμενο τέταρτο που ακολουθεί μέχρι να μπούμε στην πόλη της Κέρκυρας, δεν βγάζω μιλιά. Ούτε και εκείνος. Δύο βλέμματα όμως τα ανταλλάσουμε. Και μέσα στην απόλυτη σιωπή, εκείνα τα δύο βλέμματα ακούγονται τόσο δυνατά που κάνουν το σώμα μου να δονηθεί από την παρατεταμένη εκκωφαντική ηχώ που παράγουμε.
Είναι αδύνατον να μη το νιώθει και εκείνος. Αδύνατον!
Μόλις εισέρχεται στην Αγωνιστών Πολυτεχνείου και προσεγγίζει τη Πύλη Ματζιόρε που θα πρέπει να σταματήσει, -όπως δηλαδή του έχω ήδη ζητήσει να κάνει από όταν ξεκινήσαμε, οι παλμοί μου αρχίζουν δραματικά να αυξάνονται. Λίγο η θλίψη επειδή το παιχνίδι μας φτάνει στο τέλος του, λίγο το άγχος για όσα θα πρέπει να αντιμετωπίσω μόλις μπω στο σπίτι, λίγο η αβεβαιότητα για το πότε θα καταφέρω να τον δω ξανά...
«Θα μου δώσεις ένα αποχαιρετιστήριο φιλί;» ρωτάω χαμογελαστή μόλις σηκώνει το χειρόφρενο και ακινητοποιεί το αμάξι στην άκρη του δρόμου.
Χτυπάει τα δάχτυλα του ρυθμικά στο τιμόνι και με αγνοεί. Ξανά.
«Θα μου δώσεις έστω το κινητό σου;» συνεχίζω ακάθεκτη και παίρνει μια βαθιά εισπνοή από την μύτη δίχως να μου απαντήσει.
«Πότε θα σε δω ξανά;» επιμένω και αυτή τη φορά μέχρι και εγώ η ίδια σοκάρομαι από την επιμονή μου.
Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά μαζί μου. Να το αποδώσω στην κούραση, στον περίεργο ύπνο μου, ή μήπως στην απόρριψη του που δεν πρόκειται να την αποδεχτώ τόσο εύκολα όσο πιστεύει;
Πουθενά δεν το αποδίδω. Έτσι είμαι φτιαγμένη να λειτουργώ και αφού το παιχνίδι μου δεν έχει τα αποτελέσματα που θα ήθελα να έχει μέχρι στιγμής, αυτό που μου απομένει είναι ο μονάχα ο αυθορμητισμός μου και το ατρόμητο πνεύμα μου! Ένας ξαφνικός θάνατος, δηλαδή! Όλα για όλα, μια και δεν υπάρχει τίποτα που έχω να χάσω.
Λύνω την ζώνη μου και αιφνιδιαστικά μεταφέρομαι ως το κάθισμα του για να κάτσω στα πόδια του και να τυλίξω τα χέρια μου στον σβέρκο του. «Δώσε μου ένα φιλί...» ζητάω παραπονιάρικα.
Το σώμα του είναι άκαμπτο. Το πρόσωπο του σοβαρό. Τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου και τα χείλη του σφιγμένα σε μια σκληρή γραμμή.
«Κατέβα», προστάζει χαμηλόφωνα.
«Έλα...», επιμένω μπλέκοντας τα δάχτυλα μου στα μαλλιά του. «Φίλησε με...»
Χαμηλώνω το πρόσωπο μου, ακουμπάω την μύτη μου στην δική του και μισανοίγω τα χείλη μου πλησιάζοντας στο στόμα του. Λίγα εκατοστά μόνο...λίγα...
Η παλάμη του έχει ξαφνικά βρεθεί να γραπώνει όλο μου το αριστερό μάγουλο και το στόμα του έχει φτάσει στο δεξί αυτί μου. «Όχι...», ψιθυρίζει πιέζοντας τον καβάλο του ανάμεσα στα πόδια μου. «Όχι έτσι...όχι εδώ...» συνεχίζει και ενστικτωδώς κλείνω τα μάτια μου ακουμπώντας το μέτωπο μου στον ώμο του.
«Τότε που;»
Πιέζει ξανά τον καβάλο του και δαγκώνει τον λοβό μου. «Κατέβα!»
«Θέλω να σε ξαναδώ...» ζητάω και η επόμενη δαγκωματιά που έρχεται προς απάντηση, μου κόβει την ανάσα.
«Κατέβα πριν σε κατεβάσω με το ζόρι».
«Πες μου πότε θα σε ξαναδώ και θα κατέβω!»
«Μικρή...» προειδοποιεί μονολεκτικά με μια υπέροχη απειλητική και ερωτική φωνή...
«Δεν θέλεις και εσύ να με ξαναδείς;»
Αποτραβιέται από το αυτί μου και καθώς χαλαρώνει πίσω στο κάθισμα του, ακινητοποιεί τα χέρια μου για να μην τον ακουμπάω άλλο πια.
Μου χαμογελάει με το δικό του χαμόγελο. Εκείνο το ειρωνικό, το λίγο ψεύτικο, το απείρως εκνευριστικό, αλλά παράλληλα τόσο σέξι...
«Το ξέρεις ήδη πως θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να σε πετύχω πάλι γορίλα μου...», λέω λαχανιασμένη και κουνάει το κεφάλι του.
«Μη το κάνεις. Δεν θα σου βγει σε καλό. Γιατί την επόμενη φορά που θα με πετύχεις, θα σε πετύχω εγώ πρώτος τοσοδούλα. Και όλο αυτό παιχνιδάκι που παίζεις από χθες, θα σου γυρίσει μπούμεραγκ».
Χαμογελάω και τρίβομαι επίτηδες επάνω του.«Και τι; Νομίζεις πως με αυτή την απειλή θα με σταματήσεις;»
«Ναι, αν είσαι λιγάκι έξυπνη τότε θα σταματήσεις. Σου είπα και νωρίτερα πως αν σε ήθελα, θα σε είχα ήδη. Πιθανότατα θα σε είχα στο ντουζ να μου τον παίρνεις στο στόμα και δεν θα σε γύρναγα σπίτι σου».
Η εικόνα αυτή αμέσως κατακλύζει το μυαλό μου, μα γρήγορα προσπαθώ να της επιβληθώ, δίνοντας μια δική του ειπωμένη απάντηση.
«Δεν γλείφω!»
«Το φαντάζεσαι όμως...» ψιθυρίζει και ορμάει πάνω στο στήθος μου δαγκώνοντας βίαια τη ρώγα μου πάνω από το βινύλ φόρεμα.
Στενάζω και γραπώνω τον αυχένα του για να τον κρατήσω επάνω μου μα εκείνος ξεφεύγει.«Ω, θεέ μου γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί με παιδεύεις;» γκρινιάζω και χτυπάει τους γλουτούς μου.
«Γιατί μπορώ! Κατέβα τώρα!» Διατάζει ανοίγοντας την πόρτα του και με ανασηκώνει πανεύκολα από πάνω του για να με κατεβάσει στον δρόμο.
Αρπάζει το τσαντάκι μου από το κάθισμα του συνοδηγού και μου το σπρώχνει στο στήθος, ενώ την επόμενη στιγμή πιάνει το χερούλι για να κλείσει την πόρτα του. Μόνο που πριν το καταφέρει, προλαβαίνω να πιάσω τον καρπό του, να σκύψω από πάνω του και να φέρω τα δάχτυλα του ως τα χείλη μου.
«Νομίζω πως μέχρι να σε ξαναδώ, θα σκέφτομαι μόνο τα δάχτυλα σου μέσα μου....» Μουρμουρίζω καθώς φιλάω τις άκρες τους και δαγκώνω απαλά τον μέσο του, πριν τα τραβήξει μακριά.
«Φρόντισε τότε να μετράς τις φορές σου», λέει και κλείνει την πόρτα ανοίγοντας παράλληλα το παράθυρο και βάζοντας μπρος την μηχανή. «Ίσως με ενδιαφέρει να το μάθω. Αν και όταν με δεις ξανά!» Τονίζει λίγο περισσότερο την τελευταία του πρόταση και πριν προλάβω να του απαντήσω ή και να αντιδράσω κάπως, έχει ήδη ξεκινήσει το αυτοκίνητο.
Στέκομαι για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάζω το αμάξι του καθώς στρίβει στην οδό Δουσμάνη και δεν ξέρω αν πρέπει να χαίρομαι και να αισθάνομαι ικανοποιημένη ή να τσιρίζω από την απόλυτη πανωλεθρία αυτής της πρώτης μας συνάντησης!
Ρουφάω μια γερή δόση πρωινού νησιώτικου αέρα για να συγκεντρωθώ, διώχνω όσο μπορώ από την σκέψη μου τις στιγμές μου μαζί του και αποφασισμένη ξεκινώ να περπατώ προς το σπίτι. Βήμα και καταδίκη. Βήμα και καταδίκη! Βήμα και η μορφή του γορίλα εμφανίζεται σε κάθε δεύτερη τετράγωνη πλάκα του Λιστόν. Ναι, ακριβώς σε εκείνες τις δεύτερες πλάκες που απέφευγα να πατάω όταν ήμουν μικρή καθώς προσποιούμουν πως ήταν τετράγωνα κομμάτια, λάβας.
Λάβα...Πράσινη αυτή τη φορά. Επικίνδυνη. Και όμως...θέλω να πατήσω επάνω της. Θέλω να πέσω με τα μούτρα και ας καώ. Μα θέλω να καώ! Μαζί του...
Φταίει η απόρριψη μάλλον, για όλη αυτή την εμμονή. Αλλά όχι, για ποια απόρριψη μιλάω; Σε καμία του κίνηση δεν φάνηκε να με απορρίπτει. Και εκείνα τα λόγια που είπε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ανόητες προσβολές, και προκλήσεις, για να ικανοποιήσει προφανώς την εμμονή που έχει εκείνος στο δικό του παιχνίδι. Κανείς όμως δεν με έχει παίξει έτσι. Κανείς τους δεν ήταν τόσο δύσκολος. Τόσο...εμμονικός όπως και εγώ...
Και τώρα; Τι κάνω τώρα; Πως θα τον δω ξανά; Πως θα επικοινωνήσω μαζί του, όταν δεν κατάφερα να πάρω ούτε το κινητό του; Πως θα συντηρήσω το απόθεμα του αψέντι μου;
Είναι τόσο περίεργο το κεφάλι μου. Οι σκέψεις μου. Η υποτιθέμενη ενήλικη λογική μου. Είναι τόσο περίεργο και ας μου φαίνεται φυσιολογικό. Δεν είναι. Ποτέ δεν ήταν. Γιατί αν ήταν, δεν θα χαμογελούσα τώρα σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ενώ ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και βρίσκω την Νόνα με το νυχτικό της μισοκαθισμένη στο ανάκλιντρο, αναψοκοκινισμένη και εμφανώς κλαμένη, να κρατάει το σταθερό τηλέφωνο στο ένα της χέρι και το κινητό στο άλλο.
Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή που τα μάτια μας συναντιούνται και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου αντιλαμβάνεται πως είμαι πραγματικά μπροστά της, τα τηλέφωνα εκτοξεύονται από τα χέρια της προς το ταβάνι και ορμάει με γρήγορα βήματα καταπάνω μου για να με κλείσει στην αγκαλιά της και να ανασάνει ξανά φυσιολογικά.
«Χριστέ μου!», αναφωνεί ενώ σφίγγει δυνατά κάθε σημείο της πλάτης μου και συλλογίζομαι πως για να επικαλείται η Νόνα τον Χριστό και όχι τον Βούδα της, τότε πρέπει πραγματικά να έχει χάσει την μισή της ζωή περιμένοντας να φανώ ζωντανή.
«Εντάξει, εντάξει, έχεις δίκιο ό,τι και να μου πεις. Είμαι απαράδεκτη το ξέρω συγγνώμη αλλά...» ξεκινάω να λέω και απότομα με βγάζει από την αγκαλιά της για να μπορέσει να τινάξει ωραιότατα το χέρι της στο μάγουλο μου και να με χαστουκίσει για πρώτη φορά στη ζωή μας.
Παθαίνω σοκ. Νιώθω απότομα το σώμα μου να μουδιάζει και το μυαλό μου να αδειάζει από κάθε σκέψη. Και το χειρότερο όλων -που δεν με βοηθά να αντιδράσω και να αποδεχτώ τι ακριβώς έχει κάνει, είναι πως βλέπω ξεκάθαρα την επιθυμία της να με χαστουκίσει ξανά.
«Που ήσουνα;», ρωτάει ταρακουνώντας με από τα μπράτσα, με μια φωνή που βγαίνει σαν στριγκλιά από τον λαιμό της, μα είμαι ακόμα σε κατάσταση σοκ. Είναι αδύνατον να της απαντήσω. Αδύνατον να την αντιμετωπίσω. Αδύνατον να την αναγνωρίσω....
«Που ήσουνα Βικτώρια; Που στο διάολο ήσουνα μέχρι αυτή την ώρα παιδί μου; Γιατί δεν τηλεφώνησες; Γιατί δεν σήκωνες το τηλέφωνο σου; Γιατί γαμώ το άδειο σου τσερβέλο; Γιατί που να σε πάρει και να σε σηκώσει; Είμαι άυπνη όλο το βράδυ το καταλαβαίνεις; Το καταλαβαίνεις κοπέλα μου τι μου έχεις κάνει;», ξεσπάει οργισμένη χτυπώντας την πόρτα της εισόδου να κλείσει πίσω μου και μόνο αυτό το δυνατό χτύπημα με βοηθά να επανέλθω.
«Νόνα, με χτύπησες», λέω μόνο και με χαστουκίζει ξανά. Τόσο δυνατά που το κεφάλι μου γυρνάει ολόκληρο προς τα αριστερά.
«Εξαφανίσου από μπροστά μου!» Μου ουρλιάζει κατάμουτρα με δάκρυα στα μάτια. «Φύγε αυτή τη στιγμή για το γαμωπαρίσι σου αν θέλεις! Εξαφανίσου να μην σε βλέπουν τα μάτια μου!»
Το μάγουλο μου καίει και πονάει, το σώμα μου ξεκινάει να τρέμει από την απότομη αύξηση αδρεναλίνης στο αίμα και μόλις μου ουρλιάζει ξανά να φύγω από μπροστά της απλώνοντας τα χέρια της για να χτυπήσει τα μπράτσα μου, αρπάζω τους καρπούς της περιορίζοντας το δικό της ξέσπασμα και ξεκινώντας το αμίλητο δικό μου!
«Είσαι με τα καλά σου;», τσιρίζω σπρώχνοντας την μακριά μου, μέχρι που η μέση της κοπανάει στη σκαλιστή της τραπεζαρία. «Είμαι ενήλικη το καταλαβαίνεις; Αν γουστάρω να μείνω εκτός σπιτιού θα μείνω και δεν θα δώσω λόγο σε κανέναν. Τι είσαι για να με χαστουκίζεις; Ποια νομίζεις ότι είσαι για να απλώνεις τα χέρια σου επάνω μου;»
«Ποια νομίζω ότι είμαι;», επαναλαμβάνει σοκαρισμένη. «Η μάνα σου είμαι ρε μαλακισμένο παλιοκόριτσο! Η μάνα σου! Ένα πράγμα μοναχά σου έχω ζητήσει! Μόνο ένα! Να με ενημερώνεις για κάθε σου κίνηση! Να σηκώνεις το γαμημένο το κινητό σου για να ξέρω πως είσαι καλά!».
Κάπου χάνομαι. Κάπου ανάμεσα στα πολλά συναισθήματα της στιγμής, με βλέπω να βουτάω από έναν βράχο μέσα στα παγωμένα νερά του Ιονίου...
«Δεν είσαι η μάνα μου!», ουρλιάζω σαν υστερική φτάνοντας ένα βήμα μακριά της. «Δεν είσαι, με κατάλαβες; Ποτέ δεν σε είπα "μαμά"! Ποτέ γιατί πάντα ήξερα πως δεν ήσουν εσύ αυτή! Αν δεν γουστάρεις να μένω στο σπίτι σου τότε θα φύγω, δεν με ενδιαφέρει! Ούτε και θέλω να μου πληρώνεις τίποτα. Δεν σε έχω ανάγκη! Κανέναν δεν έχω ανάγκη! Αν θέλω να μένω μέχρι τα ξημερώματα έξω τότε θα το κάνω και ας μένεις εσύ άυπνη όλο το βράδυ. Καρφί δεν μου καίγεται για τα ψυχολογικά σου! Λύσε τα θέματα που έχεις μόνη σου, όλες εκείνες τις ανησυχίες και την ηλίθια υπερπροστατευτικότητα σου και μη τολμήσεις να ξεσπάσεις ποτέ με όμοιο τρόπο επάνω μου, γιατί σου ορκίζομαι πως θα φύγω και δεν πρόκειται να επιστρέψω ποτέ στο κωλόσπιτο σου!»
Η καρδιά μου παγώνει. Δεν λειτουργεί. Δεν δέχεται εντολές. Δεν μπορεί να αισθανθεί τίποτα τώρα που βλέπω την Νόνα καταρρακωμένη από την σκληρότητα μου. Κάνω μόνο μεταβολή και με γρήγορα θυμωμένα βήματα φτάνω ως το δωμάτιο μου, κοπανώντας εξοργισμένη την πόρτα πίσω μου.
Δεν έχω μετανιώσει ακόμα για τα λόγια μου. Θα μετανιώσω όμως, εντός λίγων δευτερολέπτων και συγκεκριμένα μόλις θα αντικρίσω το τακτικά στρωμένο κρεβάτι μου και το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο μου.
Μια μέρα έχω στο νησί και έχω καταφέρει να ανάψω όλα του τα κανόνια!
Βγάζω τα πέδιλα, το φόρεμα και το εσώρουχο μου νευρικά και φοράω το κοντό βαμβακερό νυχτικό με την εκτυπωμένη αναπαράσταση της Χάρλεϊ Κουίν στο στήθος. Το χαλασμένο μακιγιάζ, τσούζει τα μάτια μου, αλλά δεν πρόκειται ακόμα να βγω από αυτό το δωμάτιο. Ας μοιάζω το ίδιο τρελή με την Χάρλεϊ. Ποιος ξέρει κιόλας, μπορεί και να είμαι...
Για τα επόμενα δέκα λεπτά δεν ακούγεται τίποτα στο σπίτι. Ούτε και εγώ η ίδια μπορώ να ακούσω την ανάσα μου. Κάθομαι ασάλευτη στην άκρη του κρεβατιού, με τα μάτια μου πότε καρφωμένα στην Λο και πότε στα ξεραμένα πινέλα που είναι σκορπισμένα στο γραφείο μου, δίχως να μου επιτρέπω να σκέφτομαι πόσο φρικτά έχω μετανιώσει.
Και στο ενδέκατο λεπτό, η πόρτα ανοίγει σιγανά και τα βήματα της, ανάλαφρα πλησιάζουν. Δεν γυρνώ να την κοιτάξω. Δεν το αντέχω.
Εκείνη όμως είναι πιο γενναία από εμένα. Κάθετε στο κρεβάτι ακριβώς δίπλα μου και περνάει το χέρι της στους ώμους μου τραβώντας με στην αγκαλιά της. Στην πάντα ζεστή, γεμάτη αποδοχή αγκαλιά της που με κάνει αυτομάτως να δακρύζω ανεξέλεγκτα.
«Εγώ είμαι η μαμά σου...» ψιθυρίζει φιλώντας τα μαλλιά μου και σκουπίζοντας τα μάγουλα μου από τα δάκρυα. «Όπως και αν έχεις επιλέξει να με λες, αυτό δεν αλλάζει. Το ξέρεις και το ξέρω».
Γνέφω και την αγκαλιάζω και εγώ σφίγγοντας δυνατά το σώμα της σαν να προσπαθώ να μπω μέσα της και να κρυφτώ από όλους. Πάντα στην αγκαλιά της Νόνας, μετατρέπομαι σε έναν μικρό στρουθοκάμηλο και εκείνη το χώμα που με κρύβει...
«Το ξέρω, συγγνώμη. Δεν εννοούσα τίποτα από όλα όσα σου είπα. Ήθελα κάπως να σε πονέσω επειδή με χαστούκισες», παραδέχομαι και εκείνη γλυκά τρίβει το μάγουλο μου σαν να θέλει να απαλύνει τον πόνο των χαστουκιών της.
«Καλά έκανες κοκόνα μου. Μου άξιζε. Είμαι απαράδεκτη. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Τρελάθηκα όμως. Κοιτούσα τις ώρες να περνάνε και εσύ να μην επιστρέφεις και προσπαθούσα να σε βρω στο κινητό σου αλλά δεν το σήκωνες και εκεί τα έχασα εντελώς. Τόσα ακούμε κάθε μέρα. Τόσα τέρατα υπάρχουν εκεί έξω και το μυαλό μου άρχισε να κάνει όλα εκείνα τα σενάρια που ποτέ δε θέλω να σκέφτομαι όταν λείπεις γιατί δεν αντέχω καν την σκέψη πως ίσως κάτι να σου συμβαίνει και εγώ δεν είμαι μαζί σου για να σε βοηθήσω. Δεν ήξερα που ήσουνα, η Σοφία μου τα μάσαγε επί μια ώρα πριν μου πει τελικά πως σε άφησε πίσω στο κλαμπ με εκείνους του τύπους, που ούτε καν δηλαδή ήξερε τα ονόματα τους και όταν τηλεφώνησα γύρω στις εφτά στον Γιώργο στο αστυνομικό τμήμα μου είπε να περιμένω μέχρι το μεσημέρι μπας και φανείς και...»
«Συγγνώμη, τηλεφώνησες στους μπάτσους;», την διακόπτω βγαίνοντας από την αγκαλιά της.
«Δεν τηλεφώνησα στους μπάτσους. Τηλεφώνησα στον Γιώργο που είναι φίλος μου», με διορθώνει και αναστενάζω. «Τι άλλο να έκανα δηλαδή;»
«Ρε Νόνα για όνομα του Θεού! Μένω τέσσερα χρόνια στο Παρίσι μόνη μου, γυρνάω ξημερώματα σπίτι και ούτε καν έχεις ιδέα για το που μπορεί να βρίσκομαι...»
«Πάντα όμως σηκώνεις το κινητό σου ό,τι ώρα και αν σε πάρω για να βεβαιωθώ πως είσαι καλά!», με σταματάει με αυστηρό τόνο. «Και πάντα μου λες με ποιον και που είσαι».
Και τώρα τι να της πω που δεν θα την κάνει να τρέξει ως τους μπάτσους για να εξαπολύσει τις καταγγελίες της; Πως να της πω τι ήταν αυτό που με κράτησε εκτός σπιτιού και πως να της αποκαλύψω πως πέρασα το βράδυ μου λιπόθυμη στο σπίτι ενός τριανταοχτάχρονου τραμπούκου;
«Με πήρε ο ύπνος Νόνα για αυτό δεν απάντησα στις κλήσεις. Και μόλις ξύπνησα είδα πως είχε σβήσει από μπαταρία» λέω την ελαφρώς παραποιημένη μου αλήθεια και σφίγγει τα χείλη της εισπνέοντας βαθιά από την μύτη.
«Που σε πήρε ο ύπνος;» κάνει την αναμενόμενη ερώτηση και ενώ έχω την ανάγκη να της τα πω όλα, κάτι με κρατάει πίσω και δεν το κάνω.
«Μη πάει το μυαλό σου στο πονηρό σε παρακαλώ. Απλά να εχθές το βράδυ γνώρισα μια παρέα Ιταλών, στην ηλικία μου περίπου και αγόρια και κορίτσια και να...ξέρεις τώρα πως είναι αυτά, ήπιαμε λιγάκι και χορέψαμε και μετά μεταφέραμε το πάρτι μας στην παραλία και...»
«Σε ποια παραλία;» με διακόπτει.
«Στο Κοντόκαλι», λέω την πρώτη παραλία που μου έρχεται στο μυαλό και που ξέρω πως βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το 54.
Ρίχνει μια ματιά στα παραπεταμένα μου πέδιλα και έπειτα χώνει τα δάχτυλα της στα μαλλιά μου. «Το Κοντόκαλι έχει άμμο», μου υπενθυμίζει ξεμπροστιάζοντας ουσιαστικά το ψέμα μου.
«Έχει επίσης και ξαπλώστρες. Δεν κυλιόμουν στην άμμο ρε Νόνα, για αυτό σταμάτα να ελέγχεις τα μαλλιά μου». Κατεβάζω το χέρι της και κουνά το κεφάλι της.
Φυσικά και δεν την έχω πείσει. Φυσικά και καταλαβαίνει πως της λέω μπούρδες!
«Η Σοφία όμως δεν μίλησε για καμία παρέα Ιταλών. Εκείνη γύρισε στις τέσσερις πίσω και είπε πως έφυγε από το 54 με κάποιον Στέφανο, ενώ σε είχε αφήσει στο κλαμπ με έναν τύπο που τον γνώρισες λέει εχθές το μεσημέρι, στο ξενοδοχείο στο Κομμένο που πήγατε για μπάνιο. Φίλος του Στέφανου λέει, αλλά δεν ήξερε να μου πει το όνομα του».
Στριφογυρίζω τα μάτια μου με αγανάκτηση και κυρίως για να της δείξω πως είναι άτοπα όλα όσα μου λέει. «Μα αυτό έγινε πριν γνωρίσω τους Ιταλούς και ναι, όντως πήγαμε στο 54 επειδή μας είχε προσκαλέσει ο Στέφανος που του άρεσε η Σοφία αλλά μετά...»
«Ποιος ήταν αυτός που γνώρισες εχθές στο Κομμένο;» ρωτάει πριν ολοκληρώσω και η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει υπερβολικά γρήγορα, ενώ το μυαλό μου επεξεργάζεται ήδη το ψέμα που πρέπει να της πω για να γλιτώσω άμεσα από την ανάκριση της.
«Δεν θυμάμαι ρε 'σύ Νόνα. Αλήθεια γνώρισα τόσο κόσμο εχθές το βράδυ που έχω ήδη ξεχάσει τουλάχιστον τους μισούς από αυτούς! Πάντως στην παραλία κατέληξα με κάποιον που λέγεται Μπέρτο, αλλά σου ορκίζομαι πως δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας όσο και αν εκείνος επέμενε!»
«Μπέρτο...», επαναλαμβάνει καχύποπτα και γνέφω ενθουσιωδώς.
«Ναι Μπέρτο! Από το Σαλέρνο αν θυμάμαι καλά. Ωραίος γκόμενος αλλά λίγο χαζός για τα γούστα μου».
Είναι θαύμα που μπορώ να ψεύδομαι τόσο γρήγορα σε αυτή τη κατάσταση και ειδικά κάτω από αυτή την συνεχή πίεση του βλέμματος της Νόνας.
«Εντάξει τότε!», ξεφυσάει και σηκώνεται. «Αφού είσαι ζωντανή και στο σπίτι σου, όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία. Για την ώρα τουλάχιστον μια και είμαι βέβαιη πως κάποια στιγμή θα μου πεις που ήσουν πραγματικά εχθές το βράδυ και θα αφήσεις τις μαλακίες περί Ιταλών και παραλιών και χαζούς γκόμενους από το Σαλέρνο».
«Μα δεν είναι μαλακίες. Αλήθεια σου λέω πως...» ξεκινάω να διαμαρτύρομαι αλλά σηκώνει το χέρι της επιτακτικά για να με σταματήσει.
«Εντάξει, εντάξει! Τράβα να ξεβρωμίσεις τώρα και θα σου ετοιμάσω τον καφέ σου».
«Θέλεις να πάμε για μπάνιο μαζί σήμερα;» την καλοπιάνω πριν βγει από το δωμάτιο και γελάει σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και υψώνοντας το φρύδι που δεν έχει!
«Ναι αμέ! Για που λες; Στο Κοντόκαλι είναι εντάξει;» με ειρωνεύεται και ξινίζω τα μούτρα μου προς απάντηση.
«Είστε υπερβολικά εριστική κυρία Κορνέλη μου!»
«Και εσείς υπερβολικά ψεύτρα, κυρία Κορνέλη μου!» Ανταπαντά με αυτό που μου αξίζει και ύστερα εξαφανίζεται προς την κουζίνα της.
Εντάξει, δεν μπορώ να πω πως την γλύτωσα και εντελώς αναίμακτα αλλά αφού έκανα την Νόνα να παραιτηθεί σχετικά γρήγορα, τότε μια χαρά τα πήγα.
Και αφού η πίεση και η ένταση της στιγμής έχουν πλέον υποχωρήσει, αρχίζω να νιώθω εντελώς εξουθενωμένη. Δεν βρίσκω την δύναμη ούτε μέχρι το μπάνιο να πάω, πόσο μάλλον να ξεβαφτώ και να λούσω τα μαλλιά μου.
«Βικτώρια! Μπάνιο!» Την ακούω να μου φωνάζει από την κουζίνα και βαριεστημένα σηκώνομαι από το κρεβάτι για να της κάνω τουλάχιστον αυτή τη χάρη.
«Σου έχω πάρει το σαμπουάν σου και την κρέμα μαλλιών. Τα έχω στο ράφι», με ενημερώνει όταν περνάω μπροστά από την κουζίνα και την βλέπω να ετοιμάζει το αφρόγαλο για τον καφέ μου.
«Σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμη. Θα τον πιούμε στο μπαλκόνι;», ρωτάω δείχνοντας τους καφέδες μας και μου γνέφει με το γνωστό της πράο χαμόγελο.
Μετανιώνω για τις ηλιθιότητες που της πέταξα νωρίτερα όπως μετανιώνω και για τα ψέματα που έπρεπε να της πως για να καλύψω την μαλακισμένη μου εμμονή. Μα θα φρίκαρε αν της μιλούσα και με το δίκιο της. Μα θα μου έκανε κήρυγμα και με το δίκιο της. Μα θα προσπαθούσε να με πείσει πως κανένας άντρας δεν αξίζει τόση προσοχή και με το δίκιο της.
Μα εκείνος ο άντρας...γιατί δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου ρε γαμώτο; Γιατί μου το κάνει τόσο δύσκολο;
Το νερό που πέφτει στο σώμα μου δεν με βοηθά να καθαρίσω τις σκέψεις μου. Όλες γυρνάνε γύρω από εκείνον. Όλες οι στιγμές από εχθές το βράδυ και από το σημερινό πρωινό διαδέχονται η μια την άλλη κάνοντας με να θέλω να τσιρίξω και στην καλύτερη των περιπτώσεων να ξηλώσω το ράφι με τα σαμπουάν μου!
Γιατί μου το κάνει τόσο δύσκολο;
Μόλις τελειώνω με το μπάνιο και επιστρέφω στο δωμάτιο τυλιγμένη με τις πετσέτες μου, βλέπω την φιγούρα της Σόφης να βγαίνει από την μπαλκονόπορτα μου.
«Εδώ είμαι!», την σταματάω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου και φουριόζα κάνει μεταβολή για να επιστρέψει.
«Παναγία μου, είσαι ηλίθια; Μου έκοψες την ζωή!» Με μαλώνει πιάνοντας την καρδιά της καθώς πλησιάζει κοντά μου.
«Μην αρχίσεις τώρα και εσύ τους μελοδραματισμούς γιατί έχω φτάσει στο όριο μου για σήμερα!»
«Τίποτα δεν θα αρχίσω, αλλά ρε Βίκτωρ είσαι εντελώς χαζή ρε γαμώτο; Που στον διάολο ήσουνα όλο το βράδυ;» με ρωτάω με μια ανησυχία όμοια με της Νόνας.
«Δεν είναι ούτε η ώρα, ούτε το μέρος κατάλληλα για να τα πούμε αυτά», λέω χαμηλόφωνα τραβώντας την πετσέτα από τα μαλλιά μου. «Η Νόνα είναι στην κουζίνα και ετοιμάζει καφέδες. Ό,τι και αν πούμε θα το ακούσει και δεν θέλω. Για αυτό σταμάτα, χαμήλωσε την ένταση στη φωνή σου και θα τα πούμε αργότερα στο μπάνιο».
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνει τα μαλλιά της σε έναν ακατάστατο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της. «Έπρεπε τουλάχιστον να με είχες δασκαλέψει. Δεν ήξερα τι να της πω και ο Στεφάν με διαβεβαίωσε εχθές το βράδυ πως θα σε γυρνούσε σπίτι ο φίλος του. Ο...πως τον λένε επιτέλους;»
Χαμογελάω και σηκώνομαι στις μύτες για να φτάσω ως το αυτί της. «Έκτωρ τον λένε!»
«Ναι αυτός τέλος πάντων», δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μου και συνεχίζει ακάθεκτη. «Αλλά η ώρες περνούσαν, εσύ δεν απαντούσες σε κανένα μου μήνυμα και σε καμία κλήση και όταν προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον Στεφάν εκείνος είπε πως δεν έχει ιδέα που ήσασταν και αχ θεέ μου και άγιε μου Σπυρίδωνα νόμιζα πως απλά θα σε βρίσκαμε σήμερα το πρωί σε καμία ρεματιά. Και στο είπα! Στο είπα ρε πούστη μου πως ο τύπος μοιάζει να είναι τουλάχιστον νονός της νύχτας!»
Της κλείνω γρήγορα το στόμα για να μην μας ακούσει η Νόνα και μόλις αρχίσει να διαμαρτύρεται με ένα εύκολο τάκλιν την ρίχνω στο κρεβάτι πέφτοντας από πάνω της. «Βούλωστ' το μωρή σου λέω και θα μας ακούσει!»
«Πες μου τι σου έκανε ο μαλάκας! Σε άγγιξε; Γιατί αν σε άγγιξε θα του...»
«Του κόψεις τα αρχίδια από την ρίζα!», συμπληρώνω και συμφωνεί με ένα έντονο κούνημα του κεφαλιού της.
Γελάω καθώς ξαπλώνω δίπλα της. «Το ίδιο είπα και εγώ στον Στεφάν σου σήμερα το πρωί που τον είδα. Πως αν σε είχε πειράξει θα του έκοβα τα αρχίδια».
«Που τον είδες;»
«Στο σπίτι του γορίλα, μόλις ξύπνησα».
Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα μάτια της και στηρίζεται στον αγκώνα της για να με κοιτάξει καλύτερα. «Κατέληξες στο σπίτι του; Αυτό δηλαδή σημαίνει πως....»
«Όχι. Και σου είπα πως θα στα πω όλα αργότερα. Το καταλαβαίνω πως σας τρέλανα αλλά αν σου εξηγήσω θα καταλάβεις γιατί δεν μπορούσα να απαντήσω στις κλείσεις».
Πάει κάτι να μου πει αλλά αμέσως την προλαβαίνω. «Και όχι δεν είναι για τον λόγο που φαντάζεσαι».
«Με μπερδεύεις!», γκρινιάζει.
«Το ξέρω, αλλά έλα, πες μου τώρα εσύ για τον Στεφάν και άσε τα δικά μου».
Σε αυτή την προτροπή αναθαρεύει και ξεχνάει κάθε αγωνία που της έχει προκαλέσει η αινιγματική συμπεριφορά μου.
«Είναι τέλειος! Είναι υπέροχος! Μοναδικός! Είναι...αχ και τι δεν είναι ρε 'σύ Βίκτωρ! Τόσο ευγενικός και ήρεμος και όμορφος! Αχ δεν είναι εξωφρενικά όμορφος;» ρωτάει πιάνοντας τα χέρια μου με ανυπομονησία.
«Ό,τι είναι είναι!», παραδέχομαι.
«Είναι ναι! Και ξέρεις τι άλλο είναι; Πολύ τρυφερός. Ο τρόπος που σε αγκαλιάζει και έτσι όπως σε φιλάει. Χριστέ μου δεν έχεις ιδέα πόσο ωραία φιλάει! Φιλάει τουλάχιστον ωραία ο δικός σου ο αγριάνθρωπος η τζάμπα η ανησυχία μου;»
Που να ξέρω βρε Σοφάκι μου, σκέφτομαι αμέσως και πνίγω το γέλιο μου. Δεν ξέρω ακόμα αν φιλάει ωραία ή όχι, αλλά αν δουλεύει τα χείλη του όπως δουλεύει τα δάχτυλα του, τότε ίσως να φιλάει κάτι παραπάνω από ωραία!
«Σήκω», την χτυπάω στο γλουτό καθώς σηκώνομαι. «Πήγαινε να πεις στην Νόνα να σου κάνει καφέ και μέσα στις επόμενες ώρες θα σου λύσω όλες σου τις απορίες».
Προφανώς και δυσανασχετεί αλλά στο τέλος κάνει αυτό που της ζητάω.
Σε όλη την διάρκεια που βρισκόμαστε στο μπαλκόνι με την Νόνα, καμία μας δεν αναφέρεται στο βράδυ που προηγήθηκε. Κουβεντιάζουμε και συνυπάρχουμε αρμονικά σαν να μην έχει συμβεί τίποτα και ειδικά σαν να μην έχει ειπωθεί τίποτα που μπορεί να μας πλήγωσε.
Αργότερα το μεσημέρι και αφού η Νόνα αρνείται κατηγορηματικά να μας ακολουθήσει για μπάνιο στο Κομμένο, βρίσκω επιτέλους την ευκαιρία που χρειάζομαι για να πω με κάθε λεπτομέρεια στη Σοφία τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας. Στην αρχή αντιδρά έντονα. Βρίζει, απειλεί πότε εμένα και πότε τον γορίλα και στο τέλος, όταν δηλαδή αντιλαμβάνεται πως δεν έχω καμία διάθεση να υποχωρήσω και να τον ξεχάσω, ρίχνει τους ώμους της ηττημένη και συμφωνεί στην χάρη που της ζητάω. Ο μόνος συνδετικός κρίκος άλλωστε που έχω μαζί του, είναι ο Στεφάν. Και αφού ο Στεφάν έχει ανοιχτή επικοινωνία με την Σόφη, ε τότε δεν μπορεί, όλο και με κάποιον τρόπο θα μάθουμε που μπορεί να συχνάζει!
Η παρουσία του στα σόσιαλ μίντια ούτως ή άλλως είναι ελάχιστη. Το μόνο που καταφέραμε να εντοπίσουμε με την Σόφη ήταν το προφίλ του στο ίνσταγκραμ, το οποίο είναι ιδιωτικό και φυσικά δεν έχω λάβει ακόμα καμία απάντηση στο αίτημα ακολούθησης που έστειλα πριν αρκετές ώρες.
Και η μέρα περνάει...
Και για τις επόμενες τέσσερις ημέρες που πηγαίνουμε για μπάνιο στο Κομμένο ο γορίλας και η παρέα του δεν εμφανίζεται. Και τα βράδια στην πόλη που βγαίνουμε για ποτό με την Σόφη, ο Στεφάν δεν έρχεται μαζί μας. Περιμένει πάντα την Σοφία με το αμάξι του στη Πύλη Ματζιόρε και κάθε φορά που τον συναντώ και τον ρωτάω για τον γορίλα, αποφεύγει ξεκάθαρα να μου απαντήσει, προσποιούμενος μάλιστα πως δεν έχει μιλήσει μαζί του.
Και για όλες εκείνες τις ημέρες που περνάνε, και δεν τον συναντώ, η εμμονή μου ξεσπάει πάνω στους καμβάδες της σοφίτας μου. Το αποτέλεσμα δεν είναι ωραίο. Τα χρώματα είναι λάθος. Τα σχέδια τσαπατσούλικα.
Και για όλες εκείνες τις νύχτες που ονειρεύομαι ένα μεγαλόσωμο αιλουροειδές να στέκεται πάνω από το κεφάλι μου, άλλα τόσα πινέλα χαλάω από την ορμή μου που έχω στα χέρια μου και από την ανυπομονησία που κλονίζει κάθε σημείο του σώματος μου.
Και το αίτημα ακολούθησης παραμένει αναπάντητο. Και το αιλουροειδές στα όνειρα μου δεν δέχεται πλέον κανένα χάδι μου.
Και η Κέρκυρα στα μάτια μου, αρχίζει να μετατρέπεται σε μια αχανή ζούγκλα...
—————-
«Τάξε μου!» Αναφωνεί η Σόφη την Παρασκευή το απόγευμα μπαίνοντας στη σοφίτα και κατευθείαν παρατάω το πλακέ πινέλο πάνω στο κομμάτι σίδερου που χρησιμοποιώ τελευταία ως παλέτα.
«Ό,τι θέλεις!»
Πλησιάζει και κάθετε στο σκαμνί που έχω δίπλα μου. «Το Dolce Gabbana για σήμερα!»
«Έκλεισε!» Τεντώνω το χέρι μου για να σφραγίσουμε την συμφωνία μας και εκείνη διστακτικά πιάνει μόνο την άκρη του δείκτη μου που δεν είναι λερωμένη με πράσινη μπογιά.
«Λοιπόν, ο αγριάνθρωπος σου το βράδυ, μετά τις δέκα θα βρίσκεται στο Azur για φαγητό. Του ξέφυγε του Στεφάν πριν λίγο που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Μου είπε πως θα περάσει απο εκεί πρώτα για λίγο και μετά θα έρθει να με πάρει για την βόλτα μας», με ενημερώνει γρήγορα, και ενθουσιασμένη με τα καλά της νέα, τινάζομαι όρθια πετώντας το σίδερο στο παρκέ της σοφίτας.
«Είσαι αστέρι στο έχω πει; Χάρισμα σου το Dolce Gabbana για πάντα!» Λέω καθώς κάνω να την αγκαλιάζω μα απομακρύνεται γρήγορα μακριά μου.
«Θα με λερώσεις κοπέλα μου!», δυσανασχετεί αλλά είμαι τόσο χαρούμενη και ευγνώμων που δεν μου πάει η καρδιά να τρίψω τα χέρια μου επάνω στο λευκό της φορεματάκι, έτσι για να την πειράξω λιγάκι!
«Αχ Σοφάκι μου είσαι πραγματικά η καλύτερη κολλητή όλου του κόσμου και μη σου πω ολόκληρου του γαλαξία!»
«Φυσικά και είμαι και να ξέρεις πως φτηνά την βγάζεις με ένα Dolce Gabbana! Αλλά επειδή είμαι η καλύτερη κολλητή που υπάρχει θα αρκεστώ σε αυτό και βεβαίως, βεβαίως, στην υπόσχεση που θα μου δώσεις πως θα σηκώσεις το κινητό σου οποιαδήποτε στιγμή και αν σε πάρω και πως δεν θα πιεις τίποτα που θα σου δώσει αυτός!»
Κάνω μια γκριμάτσα και αμέσως γραπώνει το πιγούνι μου. «Βικτώρια, σοβαρολογώ!»
Η ματιά της είναι απαιτητική. Το ίδιο και ο τόνος της φωνής της. Δεν τον συμπαθεί και το ξέρω. Εδώ που τα λέμε, ίσως ούτε και εγώ να τον συμπαθώ στην πραγματικότητα.
Άλλωστε τι το συμπαθητικό έχει επάνω του; Τίποτα απολύτως.
Δεν είναι ευγενικός, ούτε προσιτός, ούτε τρυφερός όπως είναι ας πούμε ο Στεφάν.
Τότε; Τι είναι; Τι έχει που με κάνει να μετράω τα δευτερόλεπτα ένα ένα μέχρι η ώρα να δείξει δέκα; Τι έχει ρε γαμώτο που δεν το βρήκα σε κανέναν άλλον άντρα τις τελευταίες λίγες ημέρες που είμαι στο νησί;
Τι έχει;
Στρέφομαι και κοιτάζω τον καμβά μου. Όλα είναι εκεί. Όλα όσα έχει. Όλα όσα με κάνει να ζητάω. Είναι στις τσαπατσούλικες γραμμές μου. Στην λάθος επιλογή χρωμάτων. Στον πειραματισμό μου...
Τέσσερα χρόνια είχα να αγγίξω τον καμβά σε αυτή τη σοφίτα. Τέσσερα χρόνια που το νησί μου, δεν μου έδινε τίποτα για να εκραγώ.
«Υπόσχομαι!» Καθησυχάζω την Σόφη και ας μην είμαι σίγουρη ότι μπορώ να κρατήσω αυτή μου την υπόσχεση.
Σίγουρα δεν μπορώ να την κρατήσω...
—————-
Ώρες αργότερα, ντυμένη με ένα φωσφοριζέ πράσινο φόρεμα με λεπτές τιράντες που δένουν χιαστί στο λαιμό μου, και με τα μαλλιά μου πιασμένα σε αλογοουρά, αποχαιρετώ την Νόνα στη πόρτα του σπιτιού αποφεύγοντας φυσικά να της πω πως θα πάω μόνη μου στο Azur. Αντ' αυτού, λέω πως με περιμένει μια παρέα παλιών συμμαθητών που συναντήσαμε το πρωί στο Κομμένο και πως η Σόφη θα έρθει να μας βρει αργότερα μια και έχει φρικτό πονοκέφαλο από το την ώρα που επιστρέψαμε.
Φαίνεται να πείθετε. Όχι πως μου δίνει και ιδιαίτερη σημασία εδώ που τα λέμε, αφού είναι αρκετά απασχολημένη με το να σκέφτεται τι ρούχα να φορέσει και ποια από όλες τις περούκες της να επιλέξει, στην σημερινή της έξοδο στο Cavalieri με τον Άλκη και μερικούς άλλους φίλους της.
Έχει όμορφη βραδιά και ευτυχώς η ζέστη τέτοια ώρα είναι σαφώς πιο υποφερτή. Ξεκινάω να περπατάω μέσα από την Πλατεία Σπιανάδα προς το Azur - το οποίο ευτυχώς απέχει μόνο λίγα λεπτά περπάτημα απο το Λιστόν, και σε κάθε μου βήμα νιώθω να πεισμώνω όλο και πιο πολύ. Πράγμα εντελώς ανεξήγητο αλλά ταυτοχρόνως και απολύτως φυσιολογικό για εμένα.
Δεν έχω ιδέα για την έκβαση της βραδιάς. Θέλω όμως να είμαι αισιόδοξη και...έτοιμη για ό,τι και αν χρειαστεί να αντιμετωπίσω.
Ή σήμερα ή ποτέ! Αυτή είναι η απόφαση μου. Ή σήμερα ή τον ξεχνάω και πηγαίνω παρακάτω. Ή θα μου δώσει κάτι σήμερα το βράδυ ή θα έχω διαγράψει την παρουσία του από το μυαλό μου αύριο το πρωί.
Ή σήμερα ή...
Πρέπει να είναι σήμερα. Θέλω να είναι σήμερα. Δεν γίνεται να μην είναι σήμερα!
Μόλις φτάνω στα σκαλιά της εισόδου του Azur, σταματάω και κοιτάζω την όμορφη θέα του φωτισμένου Παλαιού Φρουρίου που δεσπόζει εκεί στην άκρη του κόλπου της Γαρίτσας. Το κοιτάζω και δεν ξέρω τώρα τι με πιάνει και κρατιέμαι από το κάγκελο της σκάλας. Τόσες φορές το έχω δει. Τόσες πολλές φορές που θα έπρεπε να το έχω ήδη βαρεθεί, αλλά σήμερα...νιώθω κάπως διαφορετικά που το κοιτάζω. Όχι σαν να είναι η πρώτη φορά, αλλά σαν...δεν ξέρω...σαν να είναι μια καθοριστική φορά. Σαν το νησί να μου μιλάει μέσω της Φορτέτσας του. Σαν...σαν...όπως εκείνο στέκεται εκεί αγέρωχο απέναντι μου, έτσι πρέπει να σταθώ και εγώ απέναντι στην πρόκληση μου.
Ή σήμερα ή...πρέπει να είναι σήμερα!
Κατεβαίνω τα σκαλιά γεμάτη αυτοπεποίθηση και κατόπιν υποδείξεως της κοπέλας στην υποδοχή, περπατάω ως το μπαρ που υπάρχει στα αριστερά του εστιατορίου δίχως ακόμα να τον ψάξω με το βλέμμα μου για να σιγουρευτώ πως έχει έρθει.
Η ώρα είναι δέκα και τέταρτο. Πρέπει να είναι εδώ. Πρέπει να έχει έρθει. Πρέπει...
Κάθομαι στο σκαμπό του μπαρ και παραγγέλνω ένα Ντάκιρι στον μπάρμαν, ο οποίος μου ρίχνει μερικές αχρείαστες πονηρές ματιές και άλλα τόσα χαμόγελα, που με κάνουν να γυρίσω την πλάτη μου την στιγμή που αφήνει το κοκτέιλ μπροστά μου.
Μια γουλιά και ξεκινάω.
Μια μεγάλη γουλιά και το βλέμμα μου αρχίζει να σκανάρει κάθε τραπέζι του υπερυψωμένου restaurant.
Μια ακόμα μεγαλύτερη γουλιά και τα πρόσωπα εναλλάσσονται γρήγορα.
Μια ακόμα και κρατάω την ανάσα μου.
Το ψάξιμο σταματά.
Στο τελευταίο τραπέζι, στο αριστερό τμήμα του εστιατορίου, στην άκρη της θάλασσας του νησιού μου.
Είναι εκείνος και είναι εδώ όπως ακριβώς έπρεπε να είναι και αδιαφορώ για τις δύο μελαχρινές που κάθονται στα αριστερά του και που πλαισιώνουν την μεγάλη παρέα από άντρες και χαμογελάω τόσο ειλικρινά και τόσο ανακουφιστικά και δεν με νοιάζει που τις τελευταίες πέντε ημέρες δεν μπορούσα να τον πετύχω πουθενά γιατί σήμερα είναι εδώ, όπως είμαι και εγώ, και σήμερα, εγώ και αυτός...μάρτυς μου ο Θεός θα βάλουμε φωτιά σε ολόκληρη την Φορτέτσα!
Μάρτυς μου ο Θεός...τώρα που τα μάτια του με βρίσκουν γίνομαι ολόκληρη φωτιά και εκείνος το απόρθητο βενετσιάνικο φρούριο που πρέπει να κάψω!
Με κοιτάζει. Καταλαβαίνει πως είμαι εδώ, μόνο λίγα μέτρα μακριά του, και δαγκώνει τα χείλη του, κουνάει το κεφάλι του, κλείνει στιγμιαία τα μάτια του, χαμογελάει με εκείνον τον δικό του τρόπο, και ύστερα χαλαρώνει στην θέση του περνώντας τα χέρια του μέσα από τις μπούκλες των μαλλιών του στρέφοντας το βλέμμα του στον ουρανό. Σαν...σαν να είχε βάλει κάποιο στοίχημα με τον εαυτό του και μόλις συνειδητοποίησε πως το έχασε.
Ή μήπως μόλις μου έδειξε πως έπιασε το μπούμεραγκ μου και το πέταξε με δύναμη προς τα αστέρια;
Είναι όμορφος. Περίεργα όμορφος. Ηλιοκαμμένος, στιβαρός, πελώριος ακόμα και καθιστός, ντυμένος με ένα μαύρο φανελάκι που τονίζει τα μπράτσα του, και με δύο αλυσίδες στον λαιμό του που υπό διαφορετικές συνθήκες ίσως και να με ξενέρωναν, ενώ τώρα τις βρίσκω απόλυτα ταιριαστές στο στυλ του και ίσως και κάπως σέξι. Αδιαμφισβήτητα σέξι...
Και έπειτα το βλέμμα του επιστρέφει για να συναντήσει το αμετακίνητο δικό μου. Γιατί όπως με δίδαξαν τα αγαπημένα μου κορίτσια Μέριλιν Μονρόε και Τζέιν Ράσελ στη ταινία "Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές", δεν είναι προνόμιο μόνο των ανδρών να κοιτάζουν αυτό που θέλουν να κατακτήσουν. Ακόμα και αν η κοινωνία που ζούμε, έχει τόσο σκληρά προσπαθήσει να μας πείσει πως οι γυναίκες είμαστε τα αιώνια θηράματα τους...
Πιάνει το χοντρό πούρο από το τασάκι και το φέρνει ως τα χείλη του. Το ρουφάει δυνατά τρεις φορές μέχρι που η καύτρα του να κοκκινίσει πλήρως και έπειτα αφήνει τον καπνό να βγει σε μια ίσια γραμμή που μοιάζει να στέλνεται κατευθείαν προς την μεριά μου.
Δεν έχω πλάνο. Όλη αυτή η παρέα δίπλα του λειτουργεί αποτρεπτικά μέχρι και για εμένα. Δεν βλέπω ούτε τον Στεφάν, ούτε τον Νίκο, και εκείνος μπορεί ναι μεν να αντικρούει το βλέμμα μου, αλλά είναι ξεκάθαρο πως τα τείχη του είναι απροσπέλαστα.
Και το μόνο που μου έρχεται αυτή τη στιγμή στο μυαλό είναι να υψώσω λιγάκι το ποτήρι μου, να του χαμογελάσω και έπειτα...
«Απίστευτο μου φαίνεται πόσο μεγάλωσες...»
Ακούω μια φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί μου και αισθάνομαι ένα ψηλό σώμα να περικυκλώνει το δικό μου. Πετάγομαι αμέσως τρομαγμένη κάνοντας λίγο από το κοκτέιλ να χυθεί στο φόρεμα μου και βλέπω ένα γνώριμο πρόσωπο να στέκεται λίγα εκατοστά μακριά μου.
Ένα πρόσωπο που έχει αλλάξει ελάχιστα από την τελευταία φορά που το κοίταξα από τόσο κοντά. Δύο μάτια που τα χρόνια δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν τον τρόπο που κοιτάζουν. Ένα σώμα που χρειάστηκε μια στιγμή, ένα βράδυ, για να αλλάξει το δικό μου. Και όλα αυτά, συνθέτουν έναν...άνθρωπο, έναν άντρα, ο οποίος κάποτε μου δημιούργησε την μοναδική μου φοβία. Και μπορεί από τότε να μεγάλωσα, μπορεί να άλλαξα, μπορεί να προσπάθησα σκληρά να ξεχάσω, μπορεί να πάλεψα με εκείνη την φοβία, αλλά υπάρχει κάτι ακόμα μέσα στο μυαλό μου, κάτι μικρό και ίσως ανούσιο που με κάνει να ανασαίνω τώρα νευρικά, και να δένει το στομάχι μου σε έναν κόμπο, και να ξεχνάω κάθε προσπάθεια και να θυμάμαι ξανά και ξανά...και θεέ μου ξανά...εκείνα τα όχι μου...
Μα οπλίζομαι με ό,τι έχω. Με όσα έχω καταφέρει. Μασκαρεύομαι με την καλύτερη μου περσόνα, εκείνη που μπορεί να σπάσει κόκαλα με τα λόγια της και χαμογελάω ψεύτικα συγκαλύπτοντας εξαιρετικά καλά τον τρόμο μου.
«Γεια σου», τον χαιρετάω κοφτά αφήνοντας το κοκτέιλ στην μπάρα για να μην καταλάβει πως το χέρι μου τρέμει.
Μου χαμογελάει και πλησιάζει ξανά προς το πρόσωπο μου, απλώνοντας το χέρι του για να πιάσει το μπράτσο μου. «Κωνσταντίνος, αν δεν το θυμάσαι!» Μου υπενθυμίζει το όνομα του λες και θα μπορούσα ποτέ να το ξεχάσω.
«Το θυμάμαι», τον διαβεβαιώνω με τα μάτια μου καρφωμένα στο απλωμένο του χέρι και τον ακούω που γελάει καθώς ξεκινάει να χαϊδεύει το μπράτσο μου.
«Φυσικά και το θυμάσαι. Τι κάνεις; Πάνε τόσα χρόνια ε; Πόσα είναι, πέντε, έξι;» ρωτάει την στιγμή που ενοχλημένη αποτραβιέμαι ένα βήμα πίσω για να σταματήσει να με ακουμπά.
«Ναι κάπου εκεί».
Μειώνει και πάλι την απόσταση μας. Το χέρι του απλώνεται ξανά στον αγκώνα μου αυτή τη φορά και με τραβά για νέα μου μιλήσει στο αυτί. «Πέντε έξι χρόνια και μου φαίνεται πως ομόρφυνες επικίνδυνα...Όχι δηλαδή πως δεν ήσουν όμορφη αλλά να δεν ξέρω πως να το πω, τώρα φαίνεσαι πιο γυναίκα. Πιο γεμάτη, πιο...έτοιμη...»
Πρέπει να υπερισχύσω του πανικού. Πρέπει να σκεφτώ πως ο Κωνσταντίνος Κασίμης δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα πλούσιο, διεστραμμένο κωλόπαιδο, που πλασάρει τον άχρηστο εαυτό του ως επιτυχημένο επιχειρηματία και καλό οικογενειάρχη.
Απεγκλωβίζομαι από το κράτημα του και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος, κοιτώντας τα γαλάζια του μάτια με μια ψυχρή αυθόρμητη απάθεια. «Έτοιμη για τι πράγμα;»
Σμίγει τα φρύδια του και σκύβει μπροστά χαμηλώνοντας τα μάτια του στο ντεκολτέ μου. «Για πολλά...»
Επεξεργάζομαι αμέσως την απάντηση του και κατευθείαν μόλις επαναφέρει το βλέμμα του στα μάτια μου, μου δημιουργείτε η ανάγκη να ξεράσω. «Δεν νομίζω πως μου αρέσει ιδιαίτερα το υπονοούμενο σου και ειδικά ο τρόπος που με κοιτάζεις».
«Πάντα έτσι σε κοιτούσα», τονίζει με ένα πονηρό χαμόγελο. «Και δεν άφησα κανένα υπονοούμενο. Ένα κομπλιμέντο σου έκανα μόνο».
«Ένα κοπλιμέντο που δεν μου χρειάζεται. Ειδικά από κάποιον σαν εσένα», ακούγομαι ειρωνική και εντελώς ψυχρή μα και όμως δεν μοιάζει αυτό να τον πτοεί.
«Είσαι μόνη σου εδώ;», ρωτάει αλλάζοντας θέμα και πλησιάζει ξανά για να ακουστεί πάνω από την μουσική που παίζει λίγο πιο δυνατά. Η παλάμη του αγγίζει απαλά την μέση μου. Το σώμα του με στριμώχνει επιδεικτικά. «Μήπως θα ήθελες να κάτσεις μαζί μας; Είμαι με μερικούς φίλους από την Πάργα».
Κατεβάζω το χέρι του και χαμόγελο σφιγμένα. «Είμαι με παρέα. Σε ευχαριστώ»
«Θα μου δώσεις τότε το κινητό σου;»
Ρουθουνίζω και πιάνω το τσαντάκι μου που είναι ακουμπισμένο πάνω στη μπάρα έτοιμη είτε να βγάλω γρήγορα τα λεφτά μου για να πληρώσω, είτε για να του το φέρω στο κεφάλι πριν τρέξω μακριά του. «Για ποιον λόγο;»
Η στάση του αλλάζει σε αυτή μου την ερώτηση. Φέρνει το σώμα του σε ένα σημείο που μου μπλοκάρει μια γρήγορη διαφυγή και το χέρι του απλώνεται χαμηλά στη μέση μου. «Δεν μπορείς να σκεφτείς κανέναν;» ψιθυρίζει φτάνοντας στο αυτί μου καθώς χαμηλώνει περισσότερο το χέρι του. «Γιατί εγώ μπορώ να σκεφτώ αρκετούς...»
Και τώρα είναι ακριβώς η στιγμή που πανικοβάλομαι. Που όλες οι αναμνήσεις επανέρχονται μια μια στο μυαλό μου και μέσα μόνο σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου αντιλαμβάνομαι πως ποτέ δεν εξαφανίστηκαν από τον εγκέφαλο μου. Ποτέ δεν σβήστηκαν πραγματικά. Και έτσι...το ένστικτο μου αντιδρά αυτόνομα.
Τον σπρώχνω μακριά με τον αγκώνα μου κάνοντας παράλληλα δύο βήματα προς τα πίσω ώσπου αισθάνομαι το πόδι μου να πατάει ένα άλλο πόδι και την πλάτη μου να χτυπάει σε ένα τεράστιο σώμα.
Γυρνώ αστραπιαία για να κοιτάξω τον ευσεβή μου πόθο. Γυρνώ και εκείνος δεν με κοιτάζει αλλά είναι εδώ, κοντά μου και ενώ δεν θέλω κανένας να με σώζει από τις επιλογές μου, και ενώ είναι ο ίδιος στρυφνός και απρόσιτος άντρας, και ενώ με έχει παιδεύσει, με έχει πιθανότατα ναρκώσει και με έχει ήδη απειλήσει πολλάκις...χαίρομαι που είναι εδώ. Χαίρομαι που αισθάνομαι τη ζεστασιά του και που μυρίζω τον καπνό και τον ήλιο στο δέρμα του. Χαίρομαι που περνάει το χέρι του στη μέση μου και με σφίγγει επάνω του για να με τραβήξει κατά κάποιο τρόπο πίσω από την ασφάλεια του στιβαρού κορμιού του.
«Μπορώ να σε βοηθήσω κάπως αγορίνα μου;» ρωτάει με έναν τόνο που κρύβει ισόποση δόση ειρωνίας και τρομακτικής προειδοποίησης.
Ο Κωνσταντίνος χαμογελάει και γέρνει το κεφάλι του για να με βρει υψώνοντας το χέρι του να με δείξει. «Όχι, να εδώ τα έλεγα με την Βικτώρια. Έχουμε να βρεθούμε χρόνια και όπως καταλαβαίνεις...»
«Δεν καταλαβαίνω!» Τον κόβει απότομα ο γορίλας και έτσι όπως με σφίγγει ακόμα επάνω του, η παλάμη του τυλίγεται στον ένα μου καρπό σπρωχνωντάς με για να μετακινηθώ και να κρυφτώ περισσότερο πίσω από την πλάτη του.
«Μην τσαμπουκαλεύεσαι ρε φίλε, όλα καλά», ακούω τον Κωνσταντίνο να λέει και ύστερα στα αυτιά μου φτάνει ο ήρεμος ήχος που παράγει το παράξενο και ιδιαίτερα τρομακτικό γέλιο του γορίλα.
«Αν σου είχα τσαμπουκαλευτεί φίλε, θα μαζεύανε τις πέτσες σου από τα βράχια εδώ από κάτω. Για αυτό πάρε δρόμο όσο είμαι ανεκτικός, πριν ανεβάσω στροφές και αύριο σε ψάχνει όλη η Κέρκυρα». Προειδοποιεί και ω ναι...ο τόνος του δεν χωράει αμφισβήτηση.
Ή ίσως και να χωράει...
«Με απειλείς ρε; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» τον αντιμετωπίζει αμέσως ο Κωνσταντίνος και με την περιφερειακή μου όραση βλέπω τους δύο φουσκωτούς τύπους να έχουν πλησιάσει κοντά μας.
«Πάμε!» Γρυλίζει ο γορίλας και πριν προλάβω να το καταλάβω ξεκινάει να με τραβάει μαζί του προς άγνωστη κατεύθυνση.
Έχουμε κάνει μόλις λίγα βήματα όταν απότομα σταματάει και δίχως να αφήνει τον καρπό μου, με αναγκάζει να επιστρέψουμε πάλι πίσω στον Κωνσταντίνο.
Απλώνει το ελεύθερο χέρι του στον σβέρκο του Κωνσταντίνο και απότομα τον τραβάει για να ενώσει το μέτωπο του στο δικό του. «Κάνε μια ερωτησούλα στον ιδιοκτήτη που κάθεται εκεί πίσω στο πάσο και θα μάθεις ποιος είμαι. Και όταν μάθεις, θα προσπαθήσεις να μην τα ξαναπούμε! Ούτε με εμένα, ούτε με εκείνη το κατάλαβες;»
Δεν περιμένει κάποια απάντηση. Ούτε αντίδραση. Με τραβολογά και πάλι μακριά πετώντας μερικές σερβικές λέξεις μόλις προσπερνάμε στους φουσκωτούς του και με οδηγεί ως την σκάλα εξόδου του μαγαζιού, όπου και αρχίζει να ανεβαίνει με γρήγορα θυμωμένα βήματα δίχως να ακούει τις διαμαρτυρίες μου για να κάνει πιο σιγά.
Μόνο όμως όταν φτάνουμε στην κορυφή της σκάλας, μόνο όταν συνεχίζει να με τραβάει προς το πάρκινγκ, μόνο όταν αισθάνομαι το χέρι του σαν μέγγενη γύρω από τον καρπό μου, μόνο όταν το φρούριο απέναντι μου αρχίζει να θολώνει...μόνο όταν βλέπω το αμάξι του μπροστά μου...μόνο τότε τινάζομαι νευρικά μακριά του νιώθοντας τα πνευμόνια μου να πονούν από την συνεχή εισροή αέρα και τα γόνατά μου αλλεπάλληλα να κλειδώνουν και να ξεκλειδώνουν, από την φοβία που γιγαντώνεται και καλύπτει κάθε ίχνος της μέχρι πρότινος ανέμελης ψυχής μου.
«Άσε με!» Τσιρίζω τραβώντας τα βλέμματα μερικών περαστικών και ο γορίλας στέκεται απέναντι μου με τα κλειδιά του αμαξιού του στη χούφτα, να με κοιτάζει λαχανιασμένος με πεισμωμένα χείλη και φανερά εκνευρισμένος.
«Μπες στο αυτοκίνητο!», διατάζει πατώντας το κλειδί κάνοντας τα φώτα αλάρμ του αμαξιού να ανάψουν δυο φορές συνεχόμενα.
«Δεν μπαίνω πουθενά! Θέλω να πάω σπίτι μου!», κραυγάζω και δίχως να το πολυσκεφτεί, με τραβάει στην αγκαλιά του, κρύβει το πρόσωπο μου πιέζοντας το στο στήθος του και ακουμπά το μάγουλο του στη κορυφή του κεφαλιού μου.
Και είναι τόσο παρηγορητική αυτή η...αγκαλιά. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν. Όχι όμως και τώρα. Μάλλον γιατί ξέχασα να αναφέρω πως εγώ δεν φοβάμαι τον Θεό, αλλά τον άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο με αγγελικά μάτια σαν του Κωνσταντίνου. Τον κάθε άνθρωπο που μπορεί να προκάλεσα κάποτε με την αυθάδη συμπεριφορά μου.
Και δεν ξέρω πως γίνεται αλλά εκείνος ο άνθρωπος που με κρατά τώρα αγκαλιά, εκείνος που έχω προκαλέσει πολλές φορές...χαϊδεύει την πλάτη μου και σκύβει για να βρει το κρυμμένο μου πρόσωπο.
«Θέλω να πάω σπίτι μου...» επαναλαμβάνω μόλις αντικρίζω τα μαύρα του μάτια και μου χαμογελάει. Με ένα διαφορετικό είδος χαμόγελου αυτή τη φορά. Αλαζονικό μεν, θανατηφόρο και αποφασισμένο δε.
«Είσαι σίγουρη;», ρωτάει μόνο με την βραχνή του φωνή και ανασηκώνει το πιγούνι μου.
Μπορεί η εμμονή να υπερισχύσει του φόβου; Μπορούν τα ένστικτα να αλληλοσυγκρουστούν; Μπορεί άραγε να νιώθεις θήραμα και θηρευτής ταυτόχρονα;
«Εσύ;» αναρωτιέμαι με μια ανίκητη θέληση να τσακίσω κάθε μου φόβο και τα χέρια του κλειδώνουν γύρω από τους καρπούς μου καθώς με τραβάει επάνω στο κορμί του.
«Δεν θέλω να πας σπίτι σου ακόμα, τοσοδούλα...», ψιθυρίζει τρίβοντας την άκρη της μύτη του στη δική μου. «Όχι πριν έρθεις πρώτα στο δικό μου...»
Τα ένστικτα μπορούν να αλληλοσυγκρουστούν. Η εμμονή να υπερισχύσει του φόβου. Ακόμα και να αισθάνεσαι θήραμα και θηρευτής την ίδια ακριβώς στιγμή.
Μπορούν να γίνουν όλα αυτά και το ξέρω γιατί εγώ η ίδια κουνάω το κεφάλι μου και συμφωνώ στην πρόταση του μηχανικά, σαν από ένστικτο.
Σαν...σαν επιτέλους να θέλω να πάψω να φοβάμαι τον άνθρωπο.
Μα δεν είμαι σίγουρη για τίποτα αυτή τη στιγμή. Για κανέναν άνθρωπο με αγγελική η κτηνώδης μορφή.
Γιατί μάλλον φταίει που κοιτάζω την βάρβαρη λαβή του στον καρπό μου και σκέφτομαι τον πίνακα "Ταρκύνιος και Λουκρητία" του Τιτσιάνο.
Εκείνη ξανθιά, λευκή, φωτεινή σε κάθε σημείο που έχει αποτυπωθεί. Εκείνος...ο βιαστής της, δυνατός, σκοτεινός, με μικρές λάμψεις πάνω στα ρούχα του.
Η βιαιότητα του, αντανακλάται παντού σε όλο το έργο. Ο τρόμος της Λουκρητίας το ίδιο. Δεν είναι μόνο στο βλέμμα της, αλλά και στα σκεπάσματα του κρεβατιού της, όπως και στον σπασμό του σώματος της και κυρίως στα υπέροχα χέρια και δάχτυλα της.
Προσπαθεί να τον απωθήσει με το ένα της χέρι, ενώ το άλλο υψώνεται προς το σκοτάδι είτε σαν μια αναζήτησή σωτηρίας από κάποιον, είτε σαν μια έκφραση απόλυτης απελπισίας.
Τα δικά του χέρια, το ένα σφίγγει τον πήχη της και το άλλο, το μαχαίρι με το οποίο την απειλεί.
Δεν ξέρω αλήθεια τι είναι πιο τρομακτικό. Το μαχαίρι ή εκείνος; Μάλλον εκείνος. Το μαχαίρι από μόνο του δεν μπορεί να σε κόψει. Το μαχαίρι στα χέρια εκείνου όμως...
Αν ποτέ τύχει να δείτε εκείνον τον πίνακα, παρατηρήστε για λίγο το πρόσωπο της Λουκρητίας και σκεφτείτε με για λίγο αν μπορείτε. Έχω υπάρξει τόσο τρομαγμένη όσο εκείνη. Έχω προσπαθήσει να απωθήσω και εγώ υψώσει το χέρι μου για να σωθώ.
Κοιτάξτε την και θα δείτε πως φορά ένα σκουλαρίκι με ένα πράσινο πετράδι που πάντα πίστευα πως ήταν το λιγοστό απόθεμα αψέντι που θα της είχε μείνει μετά από αυτή την βαρβαρότητα.
Κοιτάξτε την και δείτε τα χέρια της να δημιουργούν ένα σύμβολο που μοιάζει με το αγγλικό γράμμα V. Με το καθιερωμένο σύμβολο της νίκης. Victory. Όπως το όνομά μου.
Κοιτάξτε την όπως την κοιτάζω και εγώ, περιμένοντας υπομονετικά να μάθω, αν ο άντρας που με κρατά σφιχτά από τους καρπούς μου, θα γίνει ένας ακόμα Ταρκύνιος ή αυτός που η Λουκρητία περιμένει να την τραβήξει από το χέρι μακριά...
Προς το σκοτάδι που υπάρχει έξω από τον πίνακα της.
Εκεί όπου η κάθε τυφλή μύγα...πνίγεται στα καζάνια που βράζει το αψέντι μου.
Και τα μαντήλια είναι πλέον όλα λευκά. Αθώα.
Όπως ήμουν κάποτε και εγώ.
⚜️🦁
Κοριτσάρες μου αγαπημένες ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Με υγεία, φως, αγάπη και πάντα ελπίδα!
Ευχομαι να σας βρίσκω όλες καλά και εύχομαι επίσης να περάσατε υπέροχα στις γιορτές!
Ξέρω πως καθυστέρησα λιγάκι με το νέο μας κεφάλαιο αλλά εντάξει δεν πρέπει να έχετε παράπονο, σχεδόν διπλό σας ανέβασα σήμερα!
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΝΗΣΙ;
Κάποιος να βγει υπευθυνα να μας πει!
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ τους αγαπώ και τους δύο και ας έχουν και οι δύο τις πετριές τους!
Επίσης γορίλα μας θα μπορούσες να χώσεις και ένα ωραίο μπουγκετάκι στον κύριο ο θεός να τον κάνει Κωνσταντίνο.
Αλλά βρε γορίλα μας εντάξει, απο εμάς είναι ΝΑΙ σε όλα αγόρι μας.
Σπίτι σου θέλεις να έρθουμε; Ε να έρθουμε ντροπή είναι!
Θέλεις να μας πετάξεις και τις καραμελίτσες μας; ΠΕΤΑ ΤΕΣ ΜΑΝΑΡΙ ΜΟΥ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΆΛΛΕΣ.
Εντάξει ας σοβαρευτώ λιγάκι όμως.
Θα ήθελα να σας πω, πως η εισαγωγή του κεφαλαίου ήταν ίσως η πιο γρήγορη εισαγωγή που έχω γράψει και μια απο τις πιο δύσκολες. Εύχομαι κανένα κορίτσι να μην έχει βρεθεί σε ανάλογη θέση όπως η Βικτώρια και εύχομαι πως αν κάποια το έχει περάσει, να μπορεί πλέον να κοιτάζει τον εαυτό της καθαρά, δίχως καμία ντροπή και κανέναν φόβο.
Εύχομαι όλα αυτά να τα γράφαμε μόνο στα βιβλία. Εύχομαι και θα εύχομαι για πάντα, κανένα κορίτσι να μην χρειαστεί να μισήσει την τυφλόμυγα.
Ωραία άντε ας χαλαρώσω τώρα πάλι γιατί πολύ το βάρυνα το κλίμα!
Εντυπώσεις παρακαλώ εννοείται και αγαπούλες και φιλάκια και αστεράκια!
Επίσης ας συμεριστούμε και λίγο τον ενθουσιασμό της Σόφης με τον Στεφάν γιατί το αγόρι είναι καρακούκλαρος και βεβαίως έχουμε και κάστινγκ έτοιμο!
Δείτε παρακάτω παρακαλώ!
Μέχρι το επόμενο, σας στέλνω αγκαλιές ασφυκτικές!
Σας αγαπώ!
🦁Η Οφηλία σας 🦁
ΥΓ. Το κεφάλαιο ολοκληρώθηκε κατόπιν αφόρητης πίεσης από την κολλητοκουμπάρα μου και σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω την δική μου Σόφη για την πολύτιμη βοήθειά της!
Στεφάν αγόρι μου όλα εντάξει; ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΞΕ ΝΑ ΣΤΕΙΛΩ ΤΗΝ ΣΟΦΗ;
Ένας ένας στο κάστινγκ παιδιά, να έχει και λίγο σασπένς η υπόθεση!
Για την ώρα πάρτε και την βικτώρια έτσι γιατί πολύ την γουστάρω αυτή!
Ρε γορίλα εντάξει, κάτσε στο κορίτσι μη το παίζεις τόσο δύσκολος! Σαν τα κρύα τα νερά είναι το Βικτωριάκι μας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top