Ο Περσέας απελευθερώνει την Ανδρομέδα
Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, πάντα στα έργα του παρουσίαζε με ρεαλισμό τις γυναίκες, αφήνοντας τον θεατή να θαμπωθεί από τις τέλειες ατέλειες τους, και να του μεταδώσει αρμονικά και ταυτόχρονα καταλυτικά το αίσθημα της λατρείας.
Πάντα στους πίνακες του, οι φιγούρες των γυναικών είναι φωτεινές και έρχονται σε απόλυτη σύγκρουση με τις σκοτεινές φιγούρες των πολεμοχαρών αντρών.
Τα δέρματα τους είναι λευκά, τα μάγουλά και τα χείλη τους ροζ και οι κινήσεις των δαχτύλων τους -ακόμα και σε εκείνα τα έργα που αποτυπώνει γλαφυρά μια απότομη τραγωδία για την εκάστοτε γυναίκα, γεμάτες αβίαστη χάρη.
Γιατί μέχρι και στην τραγωδία μας, πρέπει να είμαστε ολότελα χαριτωμένες!
Αλλά είπαμε, "έτσι έχουν τα πράγματα".
Κάθε φορά που κοιτάζω την φωτογραφία που έχει η Νόνα πάνω στο κομοδίνο της, σκέφτομαι πως τόσο εγώ όσο και εκείνη μοιάζουμε σαν φιγούρες από κάποιο έργο του Ρούμπενς.
Έχει τραβηχτεί στην παραλία Ροβινιά. Η Νόνα είναι ντυμένη με το ροζ μπικίνι της που αναδεικνύει τις καμπύλες της, στο κεφάλι της φορά ένα πραγματικά τεράστιο ψάθινο καπέλο και τα ξανθά της μαλλιά πέφτουν σαν καταρράκτης στο στήθος της. Κάθετε οκλαδόν στην αμμουδιά και στα χέρια της, τα οποία είναι υψωμένα προς τον ήλιο βαστά εμένα. Θα 'μουν δε θα 'μουν έξι μηνών. Ένα κοντόχοντρο, στρουμπουλό πλάσμα από εκείνα που εμφανίζονται δίχως καμία προειδοποίηση στους πίνακες του Ρούμπενς.
Η Νόνα είναι όμορφη και οι κινήσεις της γεμάτες χάρη. Και όμως, μόλις πριν τέσσερις μήνες από την λήψη εκείνης της φωτογραφίας, είχε έρθει αντιμέτωπη με μια μεγάλη τραγωδία. Και δεν εννοώ την τραγωδία που αφορούσε τον ακαριαίο θάνατο του αδερφού και της νύφης της, όταν το αυτοκίνητο τους είχε βουτήξει στον γκρεμό έπειτα από μια τρελή πορεία, αλλά εκείνη που όπως υποθέτω της στοίχισε τα όμορφα ξανθά μαλλιά της.
Δίπλα από εκείνη την ομολογουμένως αγαπημένη μου φωτογραφία, υπάρχει μια ακόμα που πάντα θα μου μαρτυρά, με πόση ανιδιοτέλεια με αγαπάει η Νόνα.
Η φιγούρα της είναι μαγευτική. Η κίνηση στις ωμοπλάτες της, σου δίνει την εντύπωση πως έχει καρφωμένα φτερά και ετοιμάζεται να πετάξει. Τα ακροδάχτυλα της μοιάζουν να είναι ζωγραφισμένα με ένα πολύ λεπτό μολύβι και το θεϊκό της μπούστο θυμίζει μάρμαρο. Φορά ένα στέμμα με κόκκινους λίθους που λαμπυρίζουν και η τουτού από το μαύρο της κοστούμι σκηνής, αγκαλιάζει το σώμα της και σε κάνει να νομίζεις πως είναι πραγματικά προέκτασή του. Τα χείλη της είναι βαμμένα κόκκινα. Τα μάτια της, τονισμένα με μαύρη σκιά και eyeliner, κάνοντας το βλέμμα της, ίδιο με μιας σειρήνας. Σε ακολουθεί, σε μαγεύει. Ξέρεις πως μπορεί να σε ξεγελάσει όπως προσπάθησε και η Οντίλ να ξεγελάσει κάποτε τον πρίγκιπα Ζίγκφριντ.
Ο Μαύρος Κύκνος της, σε ένα κομμάτι χαρτί.
Η Νόνα υπήρξε παιδί θαύμα στο μπαλέτο. Στα εικοσιδύο της έγινε η πρώτη πρίμα μπαλαρίνα στο Εθνικό μπαλέτο και μάλιστα διακρίθηκε για την ερμηνεία της στο ρόλο της Ζιζέλ αφού κατάφερε να περιστραφεί συνεχόμενα εικοσιέξι φορές. Πέντε παραπάνω φορές από όσες απαιτούσε η χορογραφία.
Και όμως, η Νόνα επέλεξε να αφήσει το μπαλέτο και την ευκαιρία να αναγνωριστεί παγκοσμίως όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού την ζήτησε στον θίασό του. Επέλεξε να αφήσει το μπαλέτο για να γίνει...η μαμά μου.
Και ύστερα ακολούθησαν πολλά. Λόγια και μπηχτές και μικροπρέπειες από μια κοινωνία που μάλλον δεν ήταν έτοιμη να αποδεχτεί μια νεαρή γυναίκα, πρώην μπαλαρίνα, μόνη με ένα μωρό.
"Πάχυνες, Νόνα" και "Αφράτεψες, Νόνα" και "Πήγαινε στο κομμωτήριο Νόνα, όλο και κάποιο μαντζούνι θα ξέρει η Τασία να σου δώσει" και "Κρίμα μωρέ να χάνεις τα νιάτα και τα μαλλιά σου για ένα μωρό που δεν είναι δικό σου" και "Άγια είσαι κοπέλα μου με το καλό που έκανες και το έσωσες το ορφανό από τα ιδρύματα" και "Πόσο άδικο να παρατήσεις όλη σου τη ζωή για αυτό το κοριτσάκι. Τώρα θα ήσουν στα Μπολσόι!" και η Νόνα πάντα τους χαμογελούσε με το χαμόγελο του Μαύρου Κύκνου της, ισιώνε το αφράτο της κορμί, τους έστελνε στον διάολο με έναν πράο τρόπο που δεν έρχονταν αντίθετος με την θρησκεία που είχε ασπαστεί και συνέχιζε να μαθαίνει μπαλέτο στις κόρες όλων εκείνων των γυναικών που δεν θα καταλάβαιναν ποτέ τι σημαίνει να στέκεσαι στη ζωή όρθια και ας πονάς, όπως ακριβώς στέκονταν πάνω στις πουέντ της.
Με έμαθε να μην ακούω και αυτό ήταν το καλύτερο εφόδιο που μπορούσε να μου προσφέρει.
«Το σώμα και το πνεύμα σου, να τα διαχειρίζεσαι όπως θέλεις εσύ και όχι όπως διατάζουν όλοι εκείνοι εκεί έξω. Μην επιτρέψεις σε κανέναν να σε κάνει αυτό που δεν οφείλεις σε κανέναν τους να γίνεις! Να τους τρομάζεις με τον τρόπο που ζεις την ζωή σου! Να τους φέρνεις σε αμηχανία! Τόση αμηχανία που να ντρέπονται να σε κοιτάξουν στα μάτια για να μην δουν κατάματα όλη τους την ψευτιά!»
Αυτές ήταν οι συμβουλές της ή καλύτερα, οι απαιτήσεις της, όταν είχα τολμήσει να τις μεταφέρω μερικούς προβληματισμούς μου πάνω σε εκείνα τα θέματα που απασχολούν συνήθως τους εφήβους. Πάνω σε όλα εκείνα που άκουγα να ψιθυρίζουν κάθε φορά που γυρνούσα την πλάτη μου.
Ανακρίβειες και υπερβολές. Όλα τους έφταιγαν. Τα ρούχα μου, το γέλιο μου, οι εύκολες φιλίες μου με τα αγόρια, οι άριστοι βαθμοί μου, το ταλέντο μου στη ζωγραφική,-γιατί προφανώς δεν μπορείς να τα έχεις και τα δύο, και φυσικά το γεγονός πως μου άρεσε να βγαίνω με πολλούς, να παρατάω ακόμα περισσότερους και στο τέλος να επιλέγω την συντροφιά της Νόνας και της Σόφης και την ψυχική απελευθέρωση μέσω της τέχνης μου.
«Τι φοβάσαι περισσότερο;» Με είχε ρωτήσει η Νόνα, ένα καλοκαιρινό βράδυ πριν δύο χρόνια καθώς χαζεύαμε την πανσέληνο από το μπαλκόνι μας στο Λιστόν.
«Τίποτα», της είχα απαντήσει με εκείνον τον αυθορμητισμό και την άγνοια κινδύνου που έχουμε όλοι στα είκοσι μας.
Φάνηκε να την ικανοποιεί η απάντηση μου και για λίγα δευτερόλεπτα μείναμε σιωπηλές.
«Τι αποζητάς περισσότερο;», επαναπροσδιόρισε την ερώτηση της έπειτα από λίγο και μόνο τότε κατάλαβα.
«Υποθέτω, να βρίσκω πάντα μπογιές και λευκούς καμβάδες!» Είχα απαντήσει με τον ίδιο αυθορμητισμό μόνο που εκείνη την στιγμή αντιλαμβανόμουν πόσο φριχτά θα υπέφερα αν δεν υπήρχαν στον κόσμο μου μπογιές και καμβάδες.
Η Νόνα, σαν να είχε καταλάβει την εσωτερική μου αναταραχή, είχε πιάσει το χέρι μου σφιχτά και είχε γείρει κοντά μου ξεχνώντας το θέαμα του γεμάτου φεγγαριού. «Αυτό τότε, φοβάσαι περισσότερο. Και ξέρεις κάτι; Είναι τόσο ωραίο να αναγνωρίζεις τον φόβο σου. Να τον κάνεις δικό σου. Να του μιλάς. Να μάθεις να πορεύεσαι μαζί του σαν να είναι φίλος σου και όχι εχθρός. Και πρέπει να το κάνεις αυτό, γιατί μόνο εκείνος θα σε φτάσει εκεί που θέλεις. Η δύναμη και η θέληση κατατροπώνονται αν δεν έχεις συμφιλιωθεί με τον φόβο σου. Πρόσεξε με, τον μεγάλο σου φόβο εννοώ! Εκείνον που μόνο εμείς ξέρουμε ποιος είναι και που τις περισσότερες φορές τον καλύπτουμε με κάποιον άλλον. Με έναν πιο εύκολο σε διαχείριση φόβο. Μην απορείς λοιπόν πως ο πλέον αγαπημένος φόβος των ανθρώπων έχει γίνει ο θάνατος. Αυτόν επικαλούνται πάντα και για αυτό εκείνος έχει πάρει αυτή την τόσο άγρια μορφή! Για αυτό σου λέω πως τον φόβο σου, πρέπει να τον τραβάς από το χέρι κοντά σου και αν μπορείς να κάνεις και ένα βήμα πιο μπροστά του. Να τον μάθεις να σε ακολουθεί και να του επιβάλεσαι όταν χρειάζεται. Μόνο τότε θα μπορέσεις να πεις, όχι με σιγουριά, αλλά με ειλικρίνεια πνεύματος, πως δεν φοβάσαι τίποτα. Μόνο όταν τον αφήσεις να έρθει μαζί σου σε αυτήν την αναζήτησή των περισσοτέρων που αποζητάς».
Προσπάθησα να καταλάβω είναι η αλήθεια, αλλά εκείνο το βράδυ, το φεγγάρι ήταν γεμάτο, και μια καινούργια παρέα με περίμενε σε ένα μπιτσόμπαρο για ολονύχτιο πάρτυ υπό το φως της πανσελήνου!
Λίγο πριν την αποχαιρετήσω όμως, εκεί στο κατώφλι που πάντα με ξεπροβόδιζε, την είχα ρωτήσει κάτι που ακόμα δεν ήξερα πως η απάντηση που θα μου έδινε, θα γίνονταν ένας νέος φάρος για το ταξίδι μου. «Και εσύ Νόνα; Τι φοβάσαι περισσότερο;»
Ένα τρυφερό της βλέμμα, ένα πεταχτό φιλί στο στόμα όπως είθισται, και έπειτα λίγα της λόγια.
«Το πόσο γρήγορα και αναντίστρεπτα προκαλώ αλλοιώσεις στο μυαλό μου, με όλα εκείνα τα "Αν"!»
Ακούω τώρα τον ανάλαφρο βηματισμό της και αφήνω την φωτογραφία μας πίσω στο κομοδίνο της. Στρέφομαι αμέσως να την κοιτάξω έτσι όπως μπαίνει στο υπνοδωμάτιο με τα καθαρά μου ρούχα στην λεκάνη και ανακάθομαι στο κρεβάτι.
«Αυτό μη τολμήσεις και το σιδερώσεις, θα σου κολλήσει!» Αναφωνώ αρπάζοντας από τον σωρό των ρούχων το γαλάζιο μίνι Versace φόρεμα.
«Είσαι ηλίθιο παιδί μου; Στο χέρι το έπλυνα μόνο του, υπήρχε περίπτωση να το σιδερώσω τέτοιο ύφασμα; Είπαμε είμαι άχρηστη ως νοικοκυρά αλλά όχι και έτσι!»
«Δεν είσαι άχρηστη απλά εκκεντρική!» Σπεύδω να την καθησυχάσω και γελάει καθώς αδειάζει τα ρούχα δίπλα από την πρέσα της.
«Α μάλιστα, εκκεντρική! Υπέροχα! Επί τη ευκαιρία πάντως εκκεντρικός είναι το ευγενικό επίθετο που χρησιμοποιείς για να μην πεις τον άλλο βλαμμένο κατάμουτρα!»
«Μπορεί! Αλλά στους κύκλους μου Νονίτα το εκκεντρικός σου δίνει ολότελα άφεση αμαρτιών, οπότε για την ώρα το κρατάω και για τον εαυτό μου!»
Γυρνά να με κοιτάξει με μια στραβή γκριμάτσα στο πρόσωπο της και μου κουνά την χούφτα της πριν μου πετάξει το εσώρουχο που κρύβει μέσα της. «Άφεση βλακωδεστάτων και παρορμητικών πράξεων θέλεις να πεις, που οι τάχα μου τάχα μου καλλιτέχνες της φάρας σου τις βαπτίζουν αμαρτίες, για να μας πουλάνε βλαμμένη εκκεντρικότητα! Και αυτό εδώ που το βρήκα μπλεγμένο στα άπλυτα σου τι είναι μου λες;» ρωτά δείχνοντας το καθαρό εσώρουχο που έχει προσγειωθεί πάνω στο φόρεμα μου.
Ανίκητος συνδυασμός, σκέφτομαι και ύστερα την κοιτάζω με το πιο αθώο μου βλέμμα.
«Γαλλικά εσώρουχα Νονίτα, τα έχεις ακουστά;»
Πλησιάζει φουριόζα και τραβάει το εσώρουχο από το κρεβάτι για να το επιθεωρήσει καλύτερα. «Τι ακριβώς προστατεύει αυτό εδώ το πράγμα; Δηλαδή γιατί κάποιος να το φορέσει;», ρωτά κρατώντας τις δύο σειρές από κρυστάλλους που μπορεί να μην παρέχουν καμία απολύτως προστασία -αφού αφήνουν ακάλυπτη όλη την περιοχή, αλλά τουλάχιστον προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα!
«Το φοράς για να εξυψώνεις την αυτοπεποίθηση σου, βρε θειούλα μου!»
«Θειάφι! Άλλα πράγματα θα εξυψωθούν με αυτό εδώ το τρόπο τινά βρακί, κι όχι η αυτοπεποίθηση σου! Και όσο από αυτοπεποίθηση εσύ άλλο τίποτα! Μας φτάνει και μας περισσεύει για δυο ζωές!»
Υψώνω το φρύδι μου και αρπάζω το εσώρουχο από τα χέρια της πριν το πετάξει από το ανοιχτό παράθυρο. «Θα έπρεπε να χαίρεσαι για αυτό!»
«Για ποιο; Για το ανεκδιήγητο γαλλικό βρακί σου;» αντιγυρίζει επιστρέφοντας στην πρέσα της και σηκώνομαι για να φτάσω κοντά της, στερεώνοντας καλύτερα την πετσέτα στο σώμα μου.
«Για την αυτοπεποίθηση μου εννοούσα κυρίως αλλά ναι και για τις επιλογές των βρακιών μου! Άλλωστε εσύ με έμαθες μεταξύ άλλων, να έχω γούστο και στα εκλεκτά υφάσματα!»
«Κυριολεκτικά έχουμε πιάσει συζήτηση του κώλου αυτή τη στιγμή!», μου ανταπαντά ενώ πατάει το κουμπί της πρέσας για να εξαφανίσει το πρόσωπο της μέσα σε ένα σύννεφο ατμού! «Και αυτό το βρακί για να είμαστε και ρεαλιστές δεν έχει ύφασμα. Ένα κορδόνι είναι όλο κι όλο που στέκεται στην κοιλιά και από κάτω κρέμονται δυο αλυσίδες! Αλήθεια όταν το φοράς δεν μπλέκεσαι; Που πάει το ένα πόδι και που το άλλο;»
Ξεφυσάω και τυλίγω τα χέρια μου στην κοιλιά της καθώς γέρνω πάνω στην πλάτη της. «Αν είναι να γκρινιάζεις και να σοκάρεσαι τόσο πολύ από τα ρούχα μου, τότε να τα αφήνεις να τα πλένω μόνη μου!» Λέω ναζιάρικα χουφτώνοντας τις δίπλες στην κοιλιά της πριν αναμενόμενα μου χτυπήσει τα χέρια γελώντας υστερικά.
«Σταμάτα ρε κουνέλι, και γαργαλιέμαι! Και έπρεπε ως τώρα να το ξέρεις πως δεν με σοκάρει τίποτα επάνω σου!»
Είναι μεγάλο προνόμιο τελικά να έχεις μεγαλώσει με έναν τόσο ανοιχτόμυαλο άνθρωπο. Με έναν άνθρωπο που όχι μόνο δεν θα σε επικρίνει όταν θα μοιραστείς μαζί του κάθε σου σκέψη, αλλά θα φροντίσει με τον τρόπο του να σε διαμορφώσει προς την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.
Την αγκαλιάζω ξανά και φιλάω το λείο μέρος του κεφαλιού της. «Θα μου κάνεις κότσο όταν στεγνώσω τα μαλλιά;»
Με κοιτά με την άκρη του ματιού της και πατάει δυνατά την πρέσα να κλείσει πάνω από την φούστα μου. «Με πλεξούδες ή χωρίς;»
«Χωρίς! Και λίγο πιο ψηλό από το κανονικό».
«Θα σου κάνω»., υπόσχεται τεντώνοντας το μάγουλο της για να λάβει ένα ρουφηχτό φιλί. «Που θα πας όμως, δεν μου είπες;»
«Στο 54!» Αναφωνώ ήδη ενθουσιασμένη και τραβάω το σιδερωμένο κι ολόκληρο εσώρουχο που μόλις βγήκε από την πρέσα.
«Μόνη σου;» ρωτά γυρνώντας να με κοιτάξει που ξεμακραίνω με προορισμό το δωμάτιο μου.
«Πάω εγώ πουθενά χωρίς το Σοφάκι;» φωνάζω να με ακούσει αποφεύγοντας για την ώρα να της μιλήσω για τη πρόσκληση που έχω δεχτεί από τον καινούργιο μου φίλο Στεφάν!
«Αλίμονο, λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή!», την ακούω να λέει. «Φροντίστε όμως όπου και αν έχετε να πάτε, να πάτε μετά το φαγητό. Τόσα πράγματα έχει μαγειρέψει αμπονώρα η Δέσποινα!»
Κλείνω την πόρτα του δωματίου μου για να μην ακούω άλλο την πρέσα και ξαπλώνω στο κρεβάτι στρέφοντας τα μάτια μου κατευθείαν στον τοίχο όπου έχω ζωγραφίσει μια μεγάλη εκδοχή της αφίσας, από την ταινία Λολίτα του Στάνλεϊ Κούμπρικ.
Εγκεφαλικό είχε κοντέψει να πάθει τότε η Νόνα, τόσο από το γεγονός πως είχα ζωγραφίσει τον τοίχο, όσο και από την θεματολογία που είχα επιλέξει, και φυσικά είχε φροντίσει να μου κάνει ένα μακροσκελές κήρυγμα για τους λόγους που η Λολίτα του Ναμπόκοφ δεν θα έπρεπε να με γοητεύει.
Δεν ξέρω γιατί αγαπώ τόσο πολύ την Λολίτα, ενώ ξεκάθαρα αισθάνομαι αποστροφή όταν διαβάζω το βιβλίο της ή την χαζεύω στο γυαλί. Μπορεί βέβαια να φταίει που ο Ναμπόκοφ, δημιούργησε ένα πλάσμα το οποίο κανείς δεν προσπαθεί να αναλύσει ή να καταλάβει. Όλοι ασχολούμαστε με την ανάλυση του ψυχικού κόσμου του Χάμπερτ. Το πως εκείνος προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι το πραγματικό θύμα της ιστορίας γιατί προφανώς και η Λο δεν ταιριάζει εύκολα στην κατηγορία του θύματος. Από την δική του οπτική γωνία, εκείνη δηλαδή του αναξιόπιστου αφηγητή, ο Χάμπερτ μεταμορφώνεται από θύτης σε θύμα και η Λο, ένα νυμφίδιο που του καταστρέφει την ζωή.
"Μα στην αγκαλιά μου πάντοτε Λολίτα", αφηγείται ο Χάμπερτ στην πρώτη σελίδα του βιβλίου και αυτή η μικρή πρόταση κάθε φορά που την διαβάζω με κάνει να στριφογυρίζω τα μάτια μου και να χαρίζω ένα μικρό ειρωνικό γελάκι στις μαύρες λέξεις.
Στην αγκαλιά τους...πάντα Λολίτα!
Κάτι με μαθαίνει πάντα η Λο. Κάθε φορά που κοιτάζω τα μάτια της πίσω από εκείνα τα κόκκινα γυαλιά της, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Κάθε φορά και κάθε επόμενη φορά και για πάντα, θα την κοιτάζω και θα πείθομαι ολοένα και περισσότερο πως δεν αξίζουν την λύπηση μου. Ή έστω λίγη από την συμπόνια μου.
Επιπλέον όσο τραγική και αν είναι η ιστορία σου Λο μου, εγώ πάντα θα επιλέγω να σε σκέφτομαι ως μια δεκαοχτάρα τελειόφοιτη λυκείου που βάζει ως σκοπό της ζωής της να ξελογιάσει έναν υποτιθέμενο σαραντάρη Χάμπερτ και αυτό μόνο και μόνο γιατί ποτέ δεν θα του κάνω την χάρη να ασχοληθώ με τον ανούσιο ψυχισμό ενός φρικτού τέρατος!
Κλείνω για λίγο τα μάτια μου και τον βλέπω. Θυμάμαι καθαρά την μορφή του.
Το παρουσιαστικό του είναι ξεκάθαρα άγριο κι απόμακρο. Οι τρόποι του κάπως άξεστοι έως πρωτόγονοι. Είναι πληθωρικός, γεροδεμένος παρότι σωματώδης και αδιαμφισβήτητα αρρενωπός. Φαίνεται από χιλιόμετρα πως ο ρόλος του δεν είναι άλλος από εκείνον του κυρίαρχου αρσενικού. Ο αρχηγός της αγέλης.
Μπορεί η Σόφη να έχει δίκιο και όντως ο τύπος να είναι το λιγότερο νονός της νύχτας ή κάτι τέτοιο παραπλήσιο τέλος πάντων. Τουλάχιστον σε αυτή τη περίπτωση η ύπαρξη "φουσκωτής" προστασίας θα έβγαζε κάποιο νόημα, μια και ο ίδιος είναι ιδιαιτέρως τρομακτικός κι από μόνος του! Ή ίσως να τυχαίνει απλά να είναι λεφτάς, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που επισκέπτονται το νησί μας κάθε καλοκαίρι! Ή ίσως να μην με ενδιαφέρει γενικότερα με τι ασχολείται.
Μου αρέσει αυτή η δοκιμασία. Με εξιτάρει να τον σκέφτομαι ξανά και ξανά να μου λέει πως δεν ενδιαφέρετε. Τρελαίνομαι και μόνο στην ιδέα πως θα τον γονατίσω! Εύκολα, γρήγορα, εύστοχα!
Κοιτάζω την Λο απέναντι μου και χαμογελάω. Κάτι μου λέει πως δεν πρόκειται να τον αφήσω να φύγει από το νησί αν πρώτα δεν μου υποδουλωθεί! Καθολικά...
Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, το κινητό μου χτυπάει από δύο νέα μηνύματα του Τιμπό, τα οποία αφήνω αναπάντητα.
Στο σύντομο όνειρό μου, με βλέπω γυμνή και ξαπλωμένη σε ένα βελούδινο ανάκλιντρο, να πίνω αψέντι κατευθείαν από το μπουκάλι.
Στα πόδια μου, ένα αιλουροειδές γουργουρίζει ικετεύοντας να το χαϊδέψω...
—————-
«Λοιπόν δεν μας είπες όμως Βικάκι, θα επιστρέψεις ποτέ πίσω ή να σου στείλουμε πακέτο το Σοφάκι στο Παρίσι;», με ρωτάει ο θείος Κώστας, την στιγμή που αρπάζω το χέρι της Σόφης για να σηκωθούμε.
Το τραπέζι που έχουν ετοιμάσει οι γονείς της Σόφης διαρκεί περισσότερο από όσο υπολογίζαμε και ο χρόνος για να ετοιμαστούμε λιγοστεύει επικίνδυνα!
«Το Σοφάκι θα έπρεπε ήδη να είναι στο Παρίσι μαζί μου θείε! Ειλικρινά αναρωτιέμαι πως κοιμάστε τα βράδια γνωρίζοντας πως μας έχετε χωρίσει!» Υπεκφεύγω την ερώτηση του όσο καλύτερα μπορώ και σκουντάω την Σοφία που ευτυχώς αντιλαμβάνεται αμέσως το σήμα μου και σηκώνεται.
«Σαν πουλάκια, μην αγχώνεσαι! Αλλά ένα χρόνος έμεινε ακόμα στην Θεσσαλονίκη και μετά ορεβουάρ!» Λέει η Σόφη και κατεβάζει την γουλιά κρασιού που έχει απομείνει στο ποτήρι της.
Όλοι τους γελάνε, θαυμάζοντας όπως υποθέτω τον αυθορμητισμό της νιότης μας και έπειτα επιστρέφουν στην κουβέντα τους, δίνοντας μας την ευκαιρία να ξεγλιστρήσουμε αθόρυβα από την τραπεζαρία και κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο της Σόφης.
«Αυτό θα φορέσω», μου δείχνει την λευκή στράπλες ολόσωμη φόρμα που κρέμεται από την ντουλάπα της και δεν μπορώ να συγκρατηθώ και να μην υψώσω το φρύδι μου.
«Με τα φούξια Jimmy Choo ή τις εσπαντρίγιες;»
Την βλέπω που σιγοπερπατά προς το γραφείο και σπρώχνει διακριτικά το κουτί των Jimmy Choo. «Ε όχι και εσπαντρίγιες ρε Βίκτωρ. Η φόρμα δείχνει καλύτερα με...»
«Που τα πουλάς αυτά μωρή;», την ξεμπροστιάζω πριν ολοκληρώσει και αμέσως γελάει. «Πες πως τα δύο μέτρα πόδια σου δείχνουν καλύτερα με αυτά τα πέδιλα και πως η φόρμα σου κάνει θεϊκό κώλο για να συνεννοηθούμε σαν άνθρωποι!»
«Αφού όλα αυτά τα ξέρεις ήδη τι μου κάνεις την έξυπνη και δεν πηγαίνεις να ετοιμαστείς;»
Την κοροϊδεύω με μια γκριμάτσα και περπατάω προς το μπαλκόνι που επικοινωνεί με το υπνοδωμάτιο μου. «Αλογοουρά να πιάσεις τα μαλλιά σου και μη ξεχάσεις τα μακριά σου σκουλαρίκια!» Την συμβουλεύω και εκείνη όλο νόημα μου δείχνει το κομοδίνο της όπου υπάρχει ήδη το κουτί με τα σκουλαρίκια.
«Μην αργήσεις!», φωνάζει αλλά έχω ήδη μπει στο υπνοδωμάτιο μου.
Οι παλέτες μου είναι ήδη ανοιχτές επάνω στην τουαλέτα και τα πινέλα, βρώμικα και χαοτικά απλωμένα στην καρέκλα.
Πρέπει να θυμάμαι να τα καθαρίζω που και που, σκέφτομαι ενόσω απλώνω το μέικ απ μου, και η σκέψη αυτή αφορά τόσο τα πινέλα του μακιγιάζ μου όσο και της ζωγραφικής.
Ποτέ όμως δεν ήμουν της τάξης. Αγαπώ την ακαταστασία μου και με μισώ αισχρά κάθε φορά που ορκίζομαι στον εαυτό μου πως θα με βάλω στον σωστό δρόμο, ο οποίος δεν διαρκεί περισσότερο από μια ξαφνική αναλαμπή τακτικότητας λίγων ωρών!
Τραβάω εύκολα την μπλε γραμμή του αιλαινερ ως την γωνία του ματιού μου και συμπληρώνω με μπόλικη μάσκαρα και ένα απαλό στρώμα λιπ γκλος στα χείλη συνοδεία λίγου ρουζ. Η Νόνα, έχει ήδη πιάσει τα μαλλιά μου σε έναν όμορφο ψηλό κότσο, αφήνοντας λίγες τούφες μαλλιών να κρέμονται στους κροτάφους μου και το ελαφρύ μαύρισμα στο σώμα μου αναδεικνύεται καλύτερα με το ιριδίζον λάδι που απλώνω τώρα δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην περιοχή του θώρακα.
Όταν κοιτάζομαι για τελευταία φορά στον καθρέπτη, το αποτέλεσμα είναι αυτό ακριβώς που είχα στο μυαλό μου. Ένα κανονικό υβρίδιο γεννημένο από την ένωση μιας Λολίτας και μιας φαμ φατάλ! Το γαλάζιο φόρεμα με όψη λατέξ κολακεύει τον σωματότυπο μου και τα νέον πράσινα πέδιλα στα πόδια μου, μου χαρίζουν μερικούς επιπλέον πόντους αυτοπεποίθησης.Όχι βέβαια τόσους όσους το ανεκδιήγητο -όπως χαρακτηρίστηκε από την Νόνα, εσώρουχο μου αλλά ομολογώ πως ο συνδυασμός τους με κάνει να ψηλώνω ανεξήγητα!
«Έτοιμη;», ρωτάει η Νόνα στέκοντας στην πόρτα του δωματίου μου.
Γνέφω καθώς χώνω στο τσαντάκι μου τις Tic Tac καραμέλες πορτοκάλι μαζί με το κινητό και τα κλειδιά του σπιτιού. «Πόσες πιθανότητες έχω να μου δώσεις τον σκαραβαίο σου;»
Πλησιάζει και τραβάει το φερμουάρ του φορέματος να κλείσει καλύτερα στην πλάτη μου. «Ελάχιστες έως καθόλου! Με ταξί θα πάτε και με ταξί θα γυρίσετε», διατάζει και στρέφομαι κατσουφιασμένη να την κοιτάξω.
«Έλα Νονίτα μου, ακόμα και αν σε παρακαλέσω;»
«Ακόμα και αν πέσεις στο πάτωμα και αρχίσεις να κωλοχτυπιέσαι όπως όταν ήσουν μικρή! Σας έχω δει πως πίνετε με την άλλην. Για αυτό προτιμώ να μαζεύω τους εμετούς σας από το σαλόνι παρά τα απομεινάρια σας από την άσφαλτο!»
«Δεν με εμπιστεύεσαι;» προσπαθώ να ακουστώ θιγμένη και η Νόνα γελάει φτιάχνοντας τα τουφάκια στους κροτάφους μου.
«Στο θέμα του πιώματος; Καθόλου! Για αυτό υποσχέσου μου πως ακόμα και αν γίνεις κώλος, θα επιστρέψεις ζωντανή στο σπίτι».
Ξεφυσάω και κουνάω το κεφάλι μου. «Στο υπόσχομαι πως θα επιστρέψω ζωντανή στο σπίτι!»
Ικανοποιείται από την υπόσχεση μου και σουφρώνει τα χείλη της φιλώντας πεταχτά τα δικά μου. «Και τι λέμε όταν κάποιος μας προσφέρει ναρκωτικά;»
Ισιώνω το σώμα μου και την κοιτώ κατάματα όλο σοβαρότητα. «Σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική σας προσφορά, αλλά η θεία μου, μου παρέχει καλύτερης ποιότητας ναρκωτικά!», λέω μηχανικά το αστείο ποιηματάκι που με έχει μάθει από την στιγμή που αντιλήφθηκα τι είναι τα ναρκωτικά!
«Μπράβο κοκόνα μου!», με επαινεί χτυπώντας τον γλουτό μου και έπειτα μου βάζει μέσα στη χούφτα μου την πιστωτική της κάρτα. «Άντε πήγαινε τώρα. Μια κούκλα είσαι!»
Την φιλάω ξανά αγκαλιάζοντας την γρήγορα και έπειτα ξεκινώ να περπατώ ως την είσοδο του σπιτιού όπου η Σόφη με περιμένει ήδη με την ψηλή της αλογοουρά και τα μακριά της σκουλαρίκια.
«Λέγε! Σε πόσα δευτερόλεπτα πιστεύεις πως θα πέσει ο γορίλας;» την ρωτάω χαμηλόφωνα παίζοντας παιχνιδιάρικα τα φρύδια μου.
Η Σόφη χαμογελάει στροβιλίζοντας τα μάτια της και με τραβάει να βγούμε από το σπίτι. «Εύχομαι σε ελάχιστα, γιατί διαφορετικά δεν θα αντέχεσαι! Προχώρα τώρα να βρούμε ταξί και μη με ταράζεις ακόμα δεν αρχίσαμε!»
Βγαίνουμε στην καλοκαιρινή νύχτα και αλαμπρατσέτα προχωράμε ανάμεσα στο πλήθος τουριστών, προς την πιάτσα των ταξί. Βρίζουμε τον οδηγό του τουριστικού τρένου που λίγο έλειψε να μας πατήσει καθώς διασχίζαμε την διάβαση και μπαίνουμε στο πρώτο διαθέσιμο ταξί ενημερώνοντας τον οδηγό για τον προορισμό μας.
Έχουμε υπέροχη διάθεση και οι δύο. Και γιατί να μην έχουμε εδώ που τα λέμε; Γλιτώσαμε το ατύχημα με ένα τουριστικό τρένο -θεέ μου τι ξεφτίλα να πεθάνεις έτσι, η νύχτα είναι υπέροχη, το φεγγάρι γεμάτο, το νησί σφύζει από ζωή, ο οδηγός του ταξί γελάει μαζί μας και ανεβάζει την ένταση του στερεοφωνικού καθώς αρχίζουμε με την Σοφία να τραγουδάμε το τραγούδι που παίζει στο ράδιο και είμαι πεπεισμένη πως αν οι Φαίακες μπορούσαν να μας δουν μέσα από μια πύλη του χρόνου, τότε θα αισθάνονταν περήφανοι που είμαστε απόγονοι τους!
Μόλις το ταξί σταματά μπροστά από την είσοδο του κλαμπ μια γλυκιά ανακατωσούρα χτυπάει το στομάχι μου. Μια φοβερή ανυπομονησία που ευτυχώς ξέρω πως να της επιβληθώ!
Η Σόφη προπορεύεται χαιρετώντας πρώτα ένθερμα τα παιδιά που δουλεύουν στην υποδοχή, και συνεχίζουμε προς το εσωτερικό του κλαμπ όπου η μουσική των δύο dj είναι εκκωφαντική και ο μωβ φωτισμός άκρως ψυχεδελικός.
Τα μάτια μου σκανάρουν διεξοδικά των χώρο λες και έχω εγκαταστήσει στον εγκέφαλο μου το καλύτερο λογισμικό ανίχνευσης.
«Χαμός γίνεται!», φωνάζει η Σόφη στο αυτί μου μόλις διακρίνω στο βάθος του κατάμεστου κλαμπ τους δύο φουσκωτούς τύπους του γορίλα που φυλάσσουν σαν κέρβεροι την είσοδο στο υπερυψωμένο διάζωμα των τραπεζιών.
«Όχι που θα μου γλίτωνες!» Μονολογώ ψιθυριστά και αρπάζω το χέρι της Σόφης ξεκινώντας να περπατώ με γρήγορα βήματα προς τον στόχο μου.
Σπρώχνω κάπως αγενέστατα τους θαμώνες και μερικούς υπαλλήλους που με τους γεμάτους δίσκους τους τολμούν να εμποδίζουν την πορεία μου και φυσικά επιλέγω να αγνοώ τις διαμαρτυρίες της Σόφης, υποκρινόμενη πως δεν μπορώ να την ακούσω λόγω της μουσικής!
Είμαστε μόλις τρία βήματα μακριά από τους φουσκωτούς όταν τους βλέπω να στρέφουν αστραπιαία τα κεφάλια τους προς το βάθος του τραπεζιού σε μια κίνηση που νομίζω πως λειτουργεί εν είδει ενημέρωσης.
«Καλησπέρα αγόρια!» Τους χαιρετάω και τεντώνομαι όσο μπορώ προς την μεριά τους τόσο για να με ακούσουν όσο και για να μπορέσω να κοιτάξω πέρα από τον όγκο τους που ειλικρινά μου μπλοκάρει κάθε θέα προς το τραπέζι!
Εκείνοι όμως δεν αντιδρούν στον χαιρετισμό μου, ούτε καν στο αποφασιστικό μου χαμόγελο. Μόνο με κοιτάζουν με σταυρωμένα χέρια και με ένα βλέμμα που μου ουρλιάζει πως πρέπει να θέσω σε εφαρμογή ένα εναλλακτικό σχέδιο!
Και ενώ είμαι έτοιμη να ανοίξω ξανά το στόμα μου, -μάλλον για να πω κάτι που θα θέσει σε σίγουρο κίνδυνο την σωματική μου ακεραιότητα, το γνώριμο και φιλικό πλέον πρόσωπο του Στεφάν εμφανίζεται ανάμεσα τους κάνοντας μας χώρο για να ανέβουμε το ένα μικρό σκαλάκι που οδηγεί στο τραπέζι τους.
«Έι, ήρθατε!» Αναφωνεί ο Στεφάν και νιώθω το χέρι της Σόφης να σφίγγει δυνατά τον πήχη μου καθώς με ακολουθεί ένα μόλις βήμα πίσω.
Την χαϊδεύω καθησυχαστικά ενώ τεντώνομαι για να φτάσω στο αυτί του Στεφάν. «Πάντα τηρώ τις έξυπνες συμφωνίες μου!»
Ο Στεφάν χαμογελάει και κουνά το κεφάλι του. «Και εγώ, αλλά μάλλον θα σε απογοητεύσω σήμερα!» Με ενημερώνει ρίχνοντας αλλεπάλληλες ματιές στην Σόφη.
Το πρόσωπο μου κατσουφιάζει θεατρικά και φέρνω το ελεύθερο χέρι μου στο ύψος της καρδιάς μου. «Δεν μου τον κάλμαρες δηλαδή;»
«Προσπάθησα αλλά να ξέρεις...» ξεκινάει να λέει και ξεσπάω αμέσως σε γέλια.
«Μην ανησυχείς! Τον προτιμώ τραμπούκο!» Τον διαβεβαιώνω και παραμερίζω για να κάνω χώρο στην Σόφη. «Σοφία ο Στεφάν, Στεφάν η Σοφία!» Τους συστήνω και πρώτος ο Στεφάν τεντώνει το χέρι του για να πιάσει το οριακά τρεμάμενο δικό της.
«Χάρηκα», της λέει γρήγορα. «Στέφανος είναι κανονικά, αλλά μπορείς να με φωνάζεις όπως θες».
Η Σόφη χαμογελάει και ίσα που διακρίνω τον μικρό αναστεναγμό στην ανάσα της πριν γείρει κοντά του για να του μιλήσει. «Νομίζω πως μου αρέσει καλύτερα το Στεφάν. Χάρηκα και εγώ! Πολύ!»
Την κοιτάζω σαν μια περήφανη μαμά, ενώ ο Στεφάν φιλάει ιπποτικά το χέρι της προς απάντηση και έπειτα κρατώντας την ακόμα, της δείχνει τον μικρό καναπέ στα αριστερά μας που είναι άδειος. Τώρα που τους βλέπω μαζί να ξεμακραίνουν, παρατηρώ πως είναι ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Εμφανισιακά τουλάχιστον! Η Σόφη είναι κούκλα με την ψηλή κοτσίδα, τα σκουλαρίκια και την φόρμα της, ενώ εκείνος με τα σκουλαρίκια του και ντυμένος με ένα μαύρο αμάνικο φανελάκι και ένα σκούρο σκισμένο τζιν, μοιάζει να είναι ακριβώς ο τύπος του άντρα που την ελκύει. Εξαιρώντας φυσικά τα δύο του λακκάκια στα μάγουλα, τα οποία δίχως υπερβολές είναι απίστευτα χαριτωμένα και συγχρόνως προκλητικά!
Προκλητικά...
Ναι...ξέρω τι σημαίνει...
Ξέρω τι να περιμένω. Ξέρω πως ποτέ...ποτέ δεν θα βρω την δύναμη να αντισταθώ σε αυτό το συναίσθημα. Ζω για αυτό το συναίσθημα. Για αυτό το...παιχνίδι. Πεθαίνω για αυτή την συναρπαστική ηδονή. Με κάνει να νιώθω...ανίκητη.
Τα μαύρα του μάτια έχουν εστιάσει στα δικά μου με εκείνον ακριβώς τον τρόπο που το έκανε και νωρίτερα. Τον όλο υποσχέσεις τρόπο, τον...προκλητικό, τον...αποφασισμένο, τον...όμοιο με τον δικό μου.
Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί όμορφος ή όχι. Σίγουρα απέχει χιλιόμετρα μακριά από τον τύπο του άντρα που μπορεί να θεωρηθεί αψεγάδιαστα όμορφος. Εξάλλου ούτε τέλεια χαρακτηριστικά έχει, ούτε συμμετρικό πρόσωπο.
Υπάρχει όμως κάτι επάνω του. Κάτι το ρεαλιστικό. Κάτι το αφύσικα ανθρώπινο που με ελκύει. Είναι μάλλον ο τρόπος που υπάρχει στον χώρο. Η μορφή του. Η σκέψη πως αν κάποιος μου ζητούσε να ζωγραφίσω έναν άντρα, τότε το αποτέλεσμα μου θα έμοιαζε ακριβώς με εκείνον. Ναι...αυτό είναι! Είναι ένας άντρας σαν εκείνους του Ρούμπενς.
Σαν τον Ηρακλή, τον Πάνα...τον Σαμψών...
Σκοτεινή φιγούρα. Καθηλωτική...
Γύρω του υπάρχουν άλλοι τέσσερις άντρες που γεμίζουν συνεχώς τα ποτήρια τους με βότκα και στην άκρη των τραπεζιών του διαζώματος, σε έναν μοναχικό καναπέ δίπλα από το τραπέζι του, κάθεται ο Νίκος ο οποίος χτυπά ρυθμικά παλαμάκια ακολουθώντας το τέμπο της μουσικής.
Τραβάω τα μάτια μου από πάνω του και πλησιάζω στον καναπέ όπου ο Στεφάν συνομιλεί χαμογελαστός με την Σόφη.
«Αυτές ποιες είναι;» ρωτάω δείχνοντας νόημα τις δύο ψηλές γυναίκες που προσπαθούν με τις χορευτικές τους κινήσεις να αποσπάσουν την προσοχή του γορίλα.
«Η ψυχαγωγία του για σήμερα το βράδυ!» Απαντάει ο Στεφάν μαγκωμένος.
«Και οι δύο;» ρωτάω εντυπωσιασμένη και ανασηκώνει τους ώμους του κοιτώντας με απολογητικά.
«Ειλικρινά προσπάθησα Βικτώρια» λέει δίνοντας μου ένα ποτήρι με βότκα το οποίο και παίρνω αμέσως για να τσουγκρίσω με τα δικά τους.
«Μην απολογείσαι καλέ μου! Εξάλλου σου είπα, τον προτιμώ τραμπούκο!»
«Βίκη!», μου εφιστά την προσοχή η Σόφη χτυπώντας λίγο πιο δυνατά το ποτήρι της στο δικό μου. «Μπορείς να κάτσεις μαζί μας αν θέλεις. Σε παρακαλώ δηλαδή». Επιμένει έχοντας το πλεονέκτημα να με ξέρει.
Τσουγκρίζω ξανά στέλνοντας της ένα φιλί και κάνω να ανασηκωθώ πριν ο Στεφάν γραπώσει τον καρπό μου και φτάσει το στόμα του ως το αυτί μου.
«Κάνε μου μόνο την χάρη και μην τον νευριάσεις. Σαν φιλική συμβουλή στο λέω!Πήγαινε όσο μπορείς με τα νερά του και απλά σε παρακαλώ πολύ, μην μου τον εξαγριώσεις. Έχει πολλά στο κεφάλι του», ζητά παρακλητικά και πασχίζω να μην γελάσω.
«Εγώ να τον εξαγριώσω; Μα με τι προσόντα άλλωστε;», ειρωνεύομαι ολοφάνερα και ο Στεφάν ξεφυσάει.
Αντιμάχομαι να μην του ζητήσω περισσότερες πληροφορίες για τον γορίλα -φέρ' ειπείν να μου πει το όνομα του, και ισιώνω το σώμα και το φόρεμα μου, καθώς ξεκινώ να περπατάω αυτά τα λίγα βήματα που μας χωρίζουν.
Ο Νίκο με αντιλαμβάνεται την στιγμή που χώνομαι ανάμεσα στους άντρες της παρέας τους και ενθουσιασμένος πετάγεται από τον καναπέ σπρώχνοντας όποιον βρίσκει μπροστά του για να φτάσει γρήγορα κοντά μου, έχοντας στο ξεχωριστό του πρόσωπο το πιο αστραφτερό χαμόγελο.
«Κορίτσι!» αναφωνεί και αμέσως τινάζει το χέρι του για να αγγίξει τις τούφες των μαλλιών που κρέμονται στους κροτάφους μου.
«Γεια σου Νίκο!» Τον χαιρετώ και αυθόρμητα τον κλείνω σε μια αγκαλιά που μου ανταποδίδει δίχως δεύτερη σκέψη και η οποία δεν ξεφεύγει από το σκληρό βλέμμα του γορίλα που αμέσως τραβάει το χέρι του από την μέση της κοκκινομάλας συνοδού του για να χτυπήσει τα δάχτυλα του, κάνοντας -όπως και νωρίτερα το μεσημέρι, νόημα στους φουσκωτούς του.
Μα καλά τι νομίζει ό,τι είμαι πια; Βόμβα που θα σκάσει από ώρα σε ώρα ή μήπως πληρωμένος εκτελεστής που ψάχνει τον καλύτερο τρόπο για να του πάρει το κεφάλι;
Όπως και να 'χει, λατρεύω το γεγονός πως το ενάμιση μέτρο μπόι μου του προκαλεί τόσο μεγάλη ταραχή!
«Περνάς όμορφα;», ρωτάω τον Νίκο βγάζοντας τον από την αγκαλιά μου και εκείνος γνέφει ενώ διαχυτικά αρχίζει να χαϊδεύει το πρόσωπο μου και με τα δύο του χέρια.
«Όμορφα ναι, κορίτσι! Πολύ όμορφα! Μου αρέσει εδώ. Έχει ωραία χρώματα!» Λέει και μου δείχνει τον μωβ προβολέα που έχει εστιάσει στους δύο dj.
«Να με λες Βικτώρια! Ή Βίκη! Έτσι με λένε», τον προτρέπω και μου γελάει ξανά. Και σε κάθε χαμόγελο του Νίκο ορκίζομαι πως διακρίνω το πιο όμορφο λευκό χρώμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου να αντικατοπτρίζεται πάνω σε ένα πρόσωπο! «Και εμένα μου αρέσουν πολύ τα χρώματα. Ξέρεις πως δημιουργείται αυτό το μωβ χρώμα;»
Κουνά γρήγορα το κεφάλι του και δείχνει το φόρεμα μου. «Μπλε!», φωνάζει στο αυτί μου τραβώντας στη συνέχεια το μπλουζάκι του για να μου το δείξει. «Και κόκκινο όπως αυτό!»
«Ναι! Μπράβο!» Αναφωνώ ενθουσιασμένη και εκείνος όλο καμάρι πέφτει ξανά στην αγκαλιά μου, ακουμπώντας το αυτί του κατευθείαν πάνω στην καρδιά μου.
Ο γορίλας τώρα δεν μας κοιτάζει. Έχει γυρισμένη την πλάτη του, τα χέρια του μπλέκονται στα σώματα και των δύο γυναικών και παράλληλα προσπαθεί να παρακολουθήσει την κουβέντα που έχουν ανοίξει οι δύο άντρες δίπλα του.
«Στο σπίτι μου έχω πολλά χρώματα και πολλά πινέλα!» Λέω στον Νίκο όταν αντιλαμβάνομαι τον έναν από τους φουσκωτούς να πλησιάζει κοντά μας. «Θα έρθεις μια μέρα να ζωγραφίσουμε παρέα;»
Αποτραβιέται από την αγκαλιά μου και με κοιτάζει. «Δεν ξέρω πως!»
«Πως ζωγραφίζουν;», ρωτάω και γνέφει. «Θα σε μάθω εγώ τότε!»
Χαμογελάει! Θεέ μου πως χαμογελάει! «Έχεις και χρώμα όπως τα μαλλιά σου;»
«Κίτρινο; Ναι έχω!»
Αρπάζει και τους δύο μου καρπούς στα χέρια του. «Όχι, όχι κίτρινο! Χρυσό! Έχεις χρυσά μαλλιά!»
Χαμογελάει ξανά. Πως χαμογελάει...
«Και εσύ την πιο χρυσή καρδιά!», τον διαβεβαιώνω με την αλήθεια μου.
«Νίκο! Μια ή ώρα!», μας διακόπτει ο φουσκωτός που έχει έρθει να σταθεί δίπλα μου και ο Νίκο ξεφυσάει σκυθρωπός.
«Φάρμακο! Για να παίρνω καλή ανάσα!», μου λέει στο αυτί τρίβωντας τον θώρακα του, πριν ακολουθήσει τον φουσκωτό προς άγνωστη κατεύθυνση.
Να λοιπόν και κάτι που δεν περίμενα! Μάλλον τον παρεξήγησα τον γορίλα και εκεί που περίμενα ο φουσκωτός να με σύρει σαν τσουβάλι έξω από το κλαμπ, εκείνος ήρθε για να βεβαιωθεί πως ο Νίκο θα πάρει το φάρμακο του.
Είναι αλλόκοτο όλο αυτό το σκηνικό. Αυτή η παρέα.
Εκείνος...
Η μελαχρινή βγαίνει από την αγκαλιά του και προσεγγίζει το τραπέζι για να γεμίσει το ποτήρι της με βότκα, δίνοντας μου την κατάλληλη ευκαιρία που έψαχνα τα τελευταία λίγα λεπτά. Άλλωστε είμαι εμφανώς πιο ψυχαγωγική και σαφέστατα πιο αποφασισμένη!
Χαλαρώνω το πρόσωπο μου με μια βαθιά αναπνοή και φτάνω κοντά της πριν προλάβει να επιστρέψει στην παρέα του γορίλα.
«Γεια σου γλυκιά μου», την χαιρετάω γρήγορα και ακριβώς την στιγμή που ο γορίλας αντιλαμβάνεται την κίνηση μου, καρφώνοντας τα μάτια του επάνω μας.
Δεν με πτοεί τίποτα όμως. Περνάω το χέρι μου στους ώμους της μελαχρινής και φτάνω το στόμα μου στο αυτί της. «Θα ήθελα να σε ενημερώσω πως το αγόρι που αγκαλιάζεις δυστυχώς συνοδεύεται!»
«Ορίστε;», ρωτά εκείνη ολότελα μπερδεμένη διατηρώντας ωστόσο λίγη ειρωνία στην έκφραση της.
Μια κίνηση είναι μόνο. Ένα μικρό θεατρικό που πάντα ανυπομονούσα να παίξω. Μια κίνηση που πρέπει να παιχτεί σωστά και ιδιαιτέρως προσεκτικά!
Παίρνω τη πιο θλιμμένη μου έκφραση. «Γλυκιά μου σε παρακαλώ. Το ξέρω πως σίγουρα σου έδωσε μια άλλη εντύπωση αλλά έτσι κάνει πάντα. Προτιμά να βγαίνει μόνος του με την παρέα του και να ξεχνά πως υπάρχω. Φαντάσου πως με έφερε στην Κέρκυρα με πρόφαση την επέτειο του γάμου μας και εγώ αναγκάζομαι να τον βλέπω καθημερινά περιτρυγιρισμένο από όλες εσάς τις υπέροχες παρουσίες! Πόσο να κρατηθεί και αυτός; Άντρας είναι αλλά σας παρακαλώ, μη μου το κάνετε αυτό. Δεν θέλω να με απατήσει ξανά και να διαλυθεί ο γάμος μας. Τι θα απογίνει το αγέννητο παιδί μου;», λέω δραματικά χαϊδεύοντας την κοιλιά μου και βλέπω την έκφραση της αμέσως να αλλάζει. Τα μάτια της πηγαινοέρχονται από την κοιλιά ως τα ψεύτικα δάκρυα στις γωνίες των ματιών μου και έπειτα στρέφεται να κοιτάξει γρήγορα τον γορίλα πριν επιστρέψει και πάλι το βλέμμα της στο καταρρακωμένο μου πρόσωπο.
«Συγγνώμη αλλά δεν γνώριζα πως...» ψελλίζει μπερδεμένη και κατευθείαν την διακόπτω.
«Πως να το γνωρίζεις γλυκιά μου; Δεν είναι δική σου δουλειά να το γνωρίζεις. Ξέρω πως ξεφτιλίζομαι με το να σέρνομαι πίσω από τον άντρα μου και να παρακαλάω τόσες πανέμορφες κοπέλες όπως είσαι εσύ και η φίλη σου, να τον αφήσουν ήσυχο αλλά καταλαβαίνεις. Τον αγαπώ. Όσο κάθαρμα και αν είναι, εγώ τον αγαπώ!»
Εντάξει σίγουρα η ερμηνεία μου δεν είναι υποψήφια για βραβείο Όσκαρ αλλά τουλάχιστον σε ένα τριτοδεύτερο θεατράκι μπορεί να σταθεί επάξια!
Και διαβεβαιώνομαι όταν σκουπίζω την άκρη του ματιού μου και η μελαχρινή μου γνέφει με συμπόνια και κατανόηση, σφίγγοντας τον ώμο μου σαν να μου δίνει κουράγιο ή κάτι τέτοιο, ενώ παράλληλα κάνει ένα νόημα στην κοκκινομάλλα φίλη της που έχει κολλήσει σαν βδέλλα στον γορίλα!
«Λυπάμαι πολύ. Καμία μας δεν ήξερε την κατάσταση του. Λίγο αφότου φτάσαμε μας πρότειναν εκείνοι εκεί οι δύο, δωρεάν ποτά εδώ στον vip χώρο και είπαμε να το εκμεταλλευτούμε», μου απολογείται η μελαχρινή ενώ έχει ήδη αρπάξει τόσο το δικό της τσαντάκι όσο και της φίλης της.
«Και ποια δεν θα το εκμεταλλευόταν άλλωστε;», την διαβεβαιώνω προσέχοντας να μην ακουστώ ειρωνική. «Σε ευχαριστώ για την κατανόηση γλυκιά μου. Να περάσετε ένα όμορφο βράδυ».
Εκείνη εμφανώς αναστατωμένη γραπώνει το μπράτσο της φίλης της η οποία έχει φτάσει δίπλα μας απαιτώντας να μάθει τι συμβαίνει και δίχως πολλές περιστροφές, μόνο με λίγους ψιθύρους και με κάνα δυο νοήματα σε εμένα και τον γορίλα, σπρώχνει όποιον βρίσκει μπροστά της, για να εξαφανιστούν και οι δύο κακήν κακώς από το διάζωμα.
Αρχίζω πλέον να πείθομαι πως όντως πρέπει να είμαι τόσο αναίσθητη όσο με έχουν κατηγορήσει διάφοροι ανά τακτά χρονικά διαστήματα! Και η αλήθεια είναι πως, δεν ζήλεψα στο ελάχιστο τις ψηλές παρουσίες που είχε επιλέξει ο γορίλας για να του κρατήσουν συντροφιά -ναι, για όποιο είδος συντροφιάς κι αν μιλάμε τέλος πάντων, για σήμερα το βράδυ! Όχι δεν τις ζήλεψα που τον άγγιζαν και τις άγγιζε. Για εμένα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μικρά εμπόδια που θα μου δυσκόλευαν τον σκοπό μου.
Και αφού τώρα όλα τα εμπόδια έχουν εξαφανιστεί και ο δρόμος είναι ανοιχτός, γυρνώ με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο να κοιτάξω τον εξοργισμένο γορίλα ο οποίος έρχεται ορμητικά καταπάνω μου!
«Τι στον πούτσο κάνεις;» γρυλίζει και το πελώριο σώμα του με μαντρώνει απειλητικά ανάμεσα στο τραπέζι και τον καναπέ.
«Τώρα που σε βλέπω καλύτερα!» Του απαντάω εστιάζοντας στα σαρκώδη του χείλη και αδιαφορώ για τον θυμωμένο τρόπο που βγαίνουν από την μύτη του οι κοφτές του ανάσες!
«Τι τους είπες και έφυγαν;»
Μια ερμηνεία ακόμα, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν! Και όπως έχουν πει και κάποιοι άλλοι σοφότεροι από εμένα...ο σκοπός αγιάζει τα μέσα!
«Εγώ; Τίποτα απολύτως σαν τι μπορούσα δηλαδή να τους πω; Απλά έτυχε να την γνωρίζω την κοπέλα. Ντροπή να μην της μιλούσα. Ξέρεις τώρα πως είναι οι μικρές κοινωνίες! Δεν θα ήθελα να σχολιαστώ!» Παίζω το θέατρο μου με άριστη επιτυχία κρίνοντας δηλαδή από το χαμόγελο που μου χαρίζει.
Ή μάλλον αυτό θέλει να με κάνει να πιστέψω. Το χαμόγελο του είναι ψυχρό και εντελώς παροδικό. Την μια στιγμή είναι εκεί απέναντι μου, χαραγμένο στο περίεργο πρόσωπο του και την άλλη στιγμή έχει εξαφανιστεί, όπως και το πάτωμα από τα πόδια μου καθώς άτσαλα με σωριάζει στον καναπέ.
«Μπορείς να μου πεις γιατί πρέπει να είσαι τόσο μαλακισμένη γκόμενα;» ρωτάει έξαλλος ενώ σφίγγει δυνατά τον λαιμό μου για να βυθίσει περισσότερο το σώμα μου στα μαξιλάρια του καναπέ.
Όμως εγώ, σαν ένα σωστό νυμφίδιο που σέβεται τον τίτλο του, σηκώνω το πόδι μου ως την μέση του και μπήγω το τακούνι μου στον σκληρό γλουτό του.
«Για πες το μου ξανά αυτό;» γουργουρίζω με αισθησιασμό γραπώνοντας την λαιμόκομψη από το άσπρο του μπλουζάκι.
Και εκείνος χαμηλώνει. Δεν διώχνει το πόδι μου, ούτε και το χέρι μου που τραβάει τον λαιμό του πιο κοντά στο σώμα μου. Χαμηλώνει...Χαμηλώνει τόσο πολύ που αν βγάλω την γλώσσα μου ελάχιστα έξω, τότε θα μπορέσω επιτέλους να γλείψω τα χείλη του.
«Γιατί είσαι τόσο μαλακισμένη γκόμενα;» επαναλαμβάνει και εγώ κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα για να φουσκώσει επιδεικτικά το στήθος μου.
«Πάλι....» Ψιθυρίζω πιέζοντας το τακούνι μου πιο βαθιά στον γλουτό του.
Με κοιτάζει και τον κοιτάζω. Με σφίγγει και τον σφίγγω. Με αναπνέει και τον αναπνέω. Τον θέλω και με θέλει. Δεν μπορεί να κρυφτεί και δεν μπορώ να του κρυφτώ. Είναι ο στόχος μου. Και θα γίνει δικός μου...
«Είσαι θεότρελη το ξέρεις;»
Χαμογελάω. «Ίσως! Αλλά βλέπεις...», σταματάω και με μια απότομη κίνηση πιέζω δυνατά τον γλουτό του με αποτέλεσμα ο καβάλος του να κολλήσει ανάμεσα στα ανοιχτά μου πόδια. «Αυτή τη στιγμή επιλέγω να είμαι απλά...καυλωμένη!»
Η λαβή του στον λαιμό μου χαλαρώνει και τώρα μπορώ να πω με κάθε σιγουριά πως το χαμόγελο του είναι ειλικρινές.
«Καυλώνεις όταν σε λένε μαλακισμένη;» ρωτάει βολεύοντας το σώμα του καλύτερα ανάμεσα στα πόδια μου. Ή ίσως το επανατοποθετεί για να με αισθάνεται καλύτερα...
«Όταν το λες εσύ ναι!» Του δίνω την απάντηση μου χαλαρώνοντας και εγώ την λαβή μου στο μπλουζάκι του μόνο και μόνο για να κρατηθώ από τα μπράτσα του και να φτάσω ως το ηλιοκαμένο δέρμα του λαιμού του. «Γιατί το κουράζουμε τόσο πολύ μωρό μου;» ρωτάω με νάζι και σέρνω γρήγορα την γλώσσα μου στην παλλόμενη φλέβα του λαιμού του.
Το σώμα του απαντάει κατευθείαν αυτό που δεν θα μου πει το μυαλό του, και αποτραβιέμαι πίσω στην θέση μου δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου για να πνίξω το γέλιο μου.
«Δεν πρόκειται να σε φιλήσω», λέει γρήγορα και ακόμα πιο γρήγορα απλώνει το χέρι του στον αστράγαλο μου.
«Δεν θέλω να με φιλήσεις!»
Αισθάνομαι τον αντίχειρα του να χαϊδεύει την γάμπα μου για λίγα δευτερόλεπτα πριν αποφασιστικά απομακρύνει το πόδι μου από τον γλουτό του.
«Τότε;» ρωτά καθώς ανασηκώνεται για να κάτσει δίπλα μου στον μικρό καναπέ. Αποπνικτικά κοντά μου...
Το μπράτσο του αγκαλιάζει τα μαξιλάρια πίσω από το κεφάλι μου και το ογκώδες σώμα του είναι όλο στραμμένο προς την μεριά μου.
Ανακάθομαι καλύτερα. «Μπορείς για αρχή, να μου πεις απλά το όνομά σου!»
Τον νιώθω κάπως να χαλαρώνει. Τα δάχτυλα του πιάνουν την τούφα που εξέχει από τον κότσο μου και το βλέμμα του αστραπιαία ταξιδεύει από τα πέδιλα ως το στόμα μου.
«Έκτωρ», λέει το όνομα του εστιάζοντας καλύτερα στα χείλη μου.
Έλα Βικτώρια, λίγο ακόμα και θα σέρνεται στα πόδια σου!
«Σαν όνομα σκύλου ακούγεται αυτό!», τον πειράζω σταυρώνοντας κομψά τα πόδια μου προς την μεριά του και μου γελάει.
«Ναι ε; Δεν το είχα παρατηρήσει...» σταματάει. Η τεράστια παλάμη του χώνεται απότομα στο σημείο που ενώνονται οι μηροί μου και πλησιάζει το πρόσωπο του στο αυτί μου, πιέζοντας την μύτη του στο μάγουλο μου. «Αλλά βέβαια εδώ που τα λέμε, όντως γαμάω καλά στα τέσσερα!»
Ο προβολέας μέσα στο μυαλό μου, διαγράφει το μπλε χρώμα που συνθέτει το μωβ μου, και με αφήνει εκτεθειμένη μπροστά από ένα καθαρό κόκκινο. Εκείνο το χρώμα που με έμαθαν κάποτε στην σχολή, πως είναι το μοναδικό που ελκύει την προσοχή αλλά παράλληλα απαιτεί και την προσοχή. Το χρώμα που διεγείρει όσο κανένα άλλο το νευρικό σύστημα και αυξάνει την αρτηριακή πίεση και τους παλμούς.
Η ανάσα μου βαραίνει όταν αισθάνομαι την δική του να καίει το αυτί και τον λαιμό μου. «Ω είσαι πράγματι στιά και λαμπατίνα!»
«Πράγμα που σημαίνει;», ψιθυρίζει μα τον ακούω καθαρά κοιτώντας τον με την γωνία του ματιού μου.
«Ο Στεφάν είπε πως είσαι μισός Κερκυραίος. Άρα θα έπρεπε να ξέρεις τι σημαίνει».
Η παλάμη του ανεβαίνει επικίνδυνα ανάμεσα στα σταυρωμένα μου πόδια και τα δόντια του γαντζώνουν τον λοβό μου.
«Τι θέλεις;» ρωτάει και τολμηρά τινάζω το χέρι μου στον σβέρκο του για να τον κρατήσω κοντά μου.
«Ένα σου βράδυ...»
«Γιατί;» αναρωτιέται δίχως να σταματά να δαγκώνει και να ρουφά τον λοβό μου.
Το στήθος μου φουσκώνει και έπειτα αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει ξέφρενα από τις γρήγορες ανάσες που μου προκαλούν τα άγγιγμά του. «Γιατί βαριέμαι και φαίνεσαι διασκεδαστικός!»
Γελάει. «Δεν είμαι!»
«Διασκεδαστικός;», ρωτάω και προς απάντηση μουγκρίζει στο αυτί μου ανεβάζοντας λίγο ακόμα το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου. «Μπορώ να σε κάνω εγώ!» Συμπληρώνω.
Τρίβει επίτηδες τα γένια του στον λαιμό μου και δαγκώνει μαλακά τη γωνία της γνάθου μου. «Πως;»
«Θες περιττά λόγια ή πράξεις;»
Το χέρι του ανεβαίνει ξανά. Λίγο ακόμα και θα καταλάβει εμπράκτως πόσο διασκεδαστική μπορώ εγώ να γίνω μαζί του.
«Θέλω...», αρχίζει να λέει και αποτραβιέται από τον λαιμό μου δίνοντας μου την ευκαιρία να δω ξανά το πρόσωπο του. «Να φύγεις. Πριν να είναι πολύ αργά για να το αντιστρέψω όλο αυτό».
Το χέρι του πλησιάζει. Δαγκώνει τα χείλη του σαν να προσπαθεί να συγκρατηθεί και τα μάτια του σκοτεινιάζουν.
Μυρίζει βότκα, θάλασσα και καπνός από πούρο...
«Μην ανέβεις πιο πάνω», διατάζω προσπερνώντας την ακαταλαβίστικη απειλή του.
Δεν με ακούει. Οι άκρες των δαχτύλων του ίσα που ακουμπούν τη μια σειρά από κρυστάλλους και αυτομάτως γραπώνω τον καρπό του για να τον σταματήσω.
Χαμογελάει. Ξέρει τι κάνει. Ξέρω τι κάνει.
Έλα Βικτώρια, αυτήν την διαβεβαίωση θέλουν όλοι τους πρώτα. Στην αγκαλιά τους, πάντα Λολίτα...
Σπρώχνω μακριά το χέρι του και με μια γρήγορη κίνηση περνάω τα πόδια μου γύρω από τα δικά του για να κάτσω επάνω του. Δεν με σταματάει ενώ μπορεί άνετα να το κάνει.
Όχι...δεν με σταματάει. Χαλαρώνει στον καναπέ, ρίχνοντας προς τα πίσω το κεφάλι του και ανοίγει και τα δύο του μπράτσα να αγκαλιάσει το μαξιλάρι της πλάτης.
Σκύβω για να φτάσω κοντά του. Δεν με ενδιαφέρει αν γινόμαστε θέαμα στους υπόλοιπους της παρέας του. «Γιατί προσποιείσαι πως δεν με θέλεις;» τον ρωτάω λικνίζοντας αργά του γοφούς μου επάνω στο ερεθισμένο του σώμα.
«Γιατί προσποιείσαι πως μπορείς να με αντέξεις;» ανταπαντά έξυπνα και γελάω γραπώνοντας τον αυχένα του.
«Όχι μόνο μπορώ να σε αντέξω, αλλά είμαι βέβαιη πως...» φτάνω στα χείλη του. Η κορυφή της μύτης μου τρίβεται στην δική του όπως ακριβώς και ο κόλπος μου πάνω στο φουσκωμένο του παντελόνι. «Θα σε κάψω, γορίλα!»
Συγκρατεί του γοφούς μου με τις παλάμες του, όχι για να με σταματήσει αλλά για να με πιέσει με δύναμη μια φορά πάνω στην στύση του. «Δεν θα προλάβεις...» λέει εστιάζοντας στα στήθη μου που ενώνονται από την πίεση του φορέματος. «Θα καείς πρώτη!»
Ρουθουνίζω. «Αμφίβολο!»
«Μαθηματικά βέβαιο!» Επιμένει με σιγουριά.
«Θες να με τρομάξεις;»
Χαμογελάει αινιγματικά και τεντώνεται προς τα μπροστά. «Δες το σαν μια απλή προειδοποίηση» λέει στο αυτί μου αποσύροντας τα χέρια του από τους γοφούς μου για να πιάσει το μπουκάλι της βότκας που υπάρχει στο τραπεζάκι πίσω μου.
«Ό,τι και αν μου πεις, ειδικά με αυτή την φωνή...δεν πρόκειται να με κάνεις να το βάλω στα πόδια», τον ενημερώνω και επιστρέφει στη θέση του εμφανίζοντας δυο ποτήρια ανάμεσα μας.
«Θα έπρεπε ήδη να τρέχεις τοσοδούλα. Στην υγειά σου!» Μου δίνει το ένα ποτήρι και τσουγκρίζει με το δικό του πριν το υψώσει προς την αριστερή μεριά των τραπεζιών κλείνοντας το μάτι του.
Εγώ όμως δεν αποσύρω το βλέμμα μου από τα σκοτεινά του μάτια. Σηκώνω το ποτήρι ως τα χείλη μου και με μια κοφτή κίνηση κατεβάζω σχεδόν ολόκληρη τη ποσότητα βότκας στο λαρύγγι μου, δίχως να του δείχνω πόσο αφόρητα με καίει!
Εκείνος πίνει μόνο μια μικρή γουλιά και έπειτα πετάει τόσο το δικό μου ποτήρι όσο και το δικό του στο πάτωμα, δείχνοντας παράλληλα προς τα αριστερά μας.
«Η φίλη σου μάλλον τα κατάφερε!» Λέει μόλις γυρνάω και βλέπω την Σόφη να κρατάει το χέρι του Στεφάν που ανυπόμονος την οδηγεί μακριά από το διάζωμα. «Σε αντίθεση με εσένα...», συμπληρώνει με περιπαικτική διάθεση.
Η Σόφη με διάφορα νοήματα με ενημερώνει πως βγαίνει για λίγο έξω και όταν στρέφομαι και πάλι να κοιτάξω τον γορίλα, εκείνος με κοιτάζει ήδη με έναν τρόπο περίεργο. Ανεξιχνίαστο.
«Μα καλά, ακόμα να καταλάβεις πως δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις;», τον ρωτάω και ξεσπάει σε γέλια.
«Είσαι μια πιτσιρίκα δεκαεννιά είκοσι χρονών και είμαι τριανταοχτώ. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως μπορείς να με ρίξεις όπως ρίχνεις τους πιτσιρικάδες σου;».
Τριανταοχτώ; Θα ορκιζόμουν πως είναι μόλις τριανταπέντε!
«Τι σημασία έχει η ηλικία; Και επιπλέον δεν ρίχνω πιτσιρικάδες, ούτε και είμαι είκοσι χρονών».
«Πόσο είσαι;» ρωτάει γελώντας ακόμα.
«Εικοσιδύο στα είκοσι τρία!», απαντώ κάνοντας τον να γελάσει πιο δυνατά.
«Δεν μπλέκω με μωρά, τοσοδούλα!»
Το γέλιο του τρυπάει σαν ήχος από κομπρεσέρ μέσα στο κεφάλι μου και ο μωβ φωτισμός έχει αρχίσει να με ζαλίζει.
«Δεν μίλησα ποτέ για μπλέξιμο!» Λέω και όλη η ατμόσφαιρα γύρω μου...με πνίγει.
«Τότε για ποιο πράγμα μίλησες; Για ένα βράδυ; Μόνο; Νομίζεις πως θα σου είναι αρκετό;»
Κουνάω το κεφάλι μου αποφασιστικά και κρατιέμαι από τα μπράτσα του καθώς πιέζω τα μάτια μου για να ξεδιαλύνω την όραση μου η οποία διπλασιάζει κάθε μορφή και κάθε κίνηση μπροστά μου! «Ένα βράδυ, ναι...θα μου είναι αρκετό!» Συμφωνώ και εκείνος τραβάει τον αυχένα μου για να με αναγκάσει να γείρω κοντά του.
Η μορφή του θολώνει και διπλασιάζεται ξανά. Οι προβολείς παίζουν εκστατικά τα φώτα τους επάνω μας και η μουσική χτυπάει μέσα στο στήθος μου λες και είμαι κούφια!
Τα βλέφαρα μου βαραίνουν. Βαραίνουν όσο ποτέ άλλοτε.
«Γιατί είσαι τόσο απρόσεκτη και επιρρεπής;» ρωτάει κρατώντας σίγουρα την μέση μου καθώς ανασηκώνεται από τον καναπέ με εμένα στη αγκαλιά του.
Τα βλέφαρα μου πέφτουν...Οι φωτισμοί μοιάζουν να αποτυπώνονται γύρω μου με μια σουρεαλιστική τεχνική και τα μάτια του γορίλα θυμίζουν την τρύπα του λαγού.
Ξεκινά να περπατά και δεν έχω καμία απολύτως δύναμη για να αντισταθώ. Καμία...
Έλα Βικτώρια, απλά παραδέξου πως έκανες λάθος να επιμένεις μαζί του.
«Τι μου έδωσες;» ψελλίζω προσπαθώντας να με κρατήσω λίγο ακόμα σε εγρήγορση.
«Μάλλον σε χτύπησε η βότκα!» Λέει στο αυτί μου με αυτή την απίστευτη βραχνή χροιά που δεν με βοηθά να μετανιώσω.
«Ένα...ποτήρι ήπια μόνο».
Όλα μετατρέπονται σε έναν πίνακα δια χειρός Νταλί! Όλα τα χρώματα της παλέτας μου ανακατεύονται και ξερνάνε ένα σκηνικό που δεν έχω βιώσει ποτέ ξανά.
Θα έπρεπε να φοβάμαι σωστά; Μα φυσικά θα έπρεπε να φοβάμαι αυτόν τον πελώριο απρόσιτο και τρομακτικό τύπο που με βγάζει έξω από το κλαμπ από μια βαριά σιδερένια πόρτα, και δεν ξέρω που με οδηγεί.
Η φασαρία του κλαμπ εξαφανίζεται όταν η πόρτα κλείνει και θαρραλέα κοιτάζω ξανά την τρύπα του λαγού στα μάτια του. Δεν φοβάμαι...
«Ξέρω πως δεν θα με πειράξεις...» ψιθυρίζω με μισόκλειστα βλέφαρα τρίβοντας την μύτη μου στην δική του και ξαφνικά ακινητοποιείται.
Συγκρατεί καλύτερα τους γοφούς μου επάνω του με το ένα του μπράτσο και το ελεύθερο χέρι του ανεβαίνει για να χαϊδέψει απαλά το μάγουλο και να παραμείνει για λίγα δεύτερα τρυφερά επάνω στον λαιμό μου.
«Δεν θα σε πειράξω, τοσοδούλα...»
Δεν ξέρω αν προλαβαίνει να δει το χαμόγελο μου. Εγώ όμως το νιώθω στο πρόσωπο μου. Όπως νιώθω και τα αγγίγματα του που δεν θυμίζουν αγγίγματα από χέρια ενός τέρατος.
Δεν θα με πειράξει. Το ξέρω.
Τα μάτια μου σφραγίζουν και με ταξιδεύουν μέσα σε έναν πίνακα που ξέρω καλά.
Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, με τον θάνατο του άφησε ανολοκλήρωτο το έργο του "Ο Περσέας απελευθερώνει την Ανδρομέδα". Ο πίνακας ολοκληρώθηκε από τον Γιάκομπ Γιόρντενς και εκτίθεται στο Μουσείο ντελ Πράδο. Δεν μου αρέσει αυτός ο πίνακας. Ποτέ δεν μου άρεσε και είχα τολμήσει να εκφέρω ειλικρινώς την άποψη μου στον καθηγητή Ζεβιάν, ο οποίος μάλιστα είχε προσπαθήσει ένθερμα να μου αλλάξει γνώμη. Τον βρίσκω υποκριτικό. Και πως να μην είναι υποκριτικός όταν αναπαριστά τον Περσέα, εκείνον που είχε ήδη σκοτώσει την Μέδουσα, να ελευθερώνει την όμορφη Ανδρομέδα από τα δεσμά της.
Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι, τώρα που τον βλέπω ξανά πιο καθαρά από άλλη φορά, μάλλον τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως μας τα λέει ο τίτλος του έργου και δη ο μύθος.
Ναι, τα δάχτυλα του Περσέα έχουν μια εξαίσια κίνηση καθώς αρπάζουν τα σχοινιά για να ελευθερώσει την Ανδρομέδα αλλά όχι...δεν είναι έτσι. Δεν μπορεί να είναι έτσι.
Ο Περσέας δεν απελευθερώνει την Ανδρομέδα. Ο Περσέας σφίγγει τα σχοινιά της Ανδρομέδας περισσότερο. Ναι...
Δεν την ελευθερώνει. Την δένει εκεί, στον βράχο και εκείνη αφήνεται στον περίεργο έρωτα που της προσφέρει.
Για αυτό μου αρέσει να ζωγραφίζω.
Γιατί στους δικούς μου πίνακες, κανένας Περσέας δεν μπορεί να δέσει ασφυκτικά...την Ανδρομέδα μου.
Ακόμα και αν ο Έρως που πετάει δίπλα τους την στοχεύει με σύριγγες.
Ακόμα και αν την λούσει πρώτα ολόκληρη με καταπράσινο φωσφοριζέ, Αψέντι...
Ακόμα και αν υπόσχεται πως δεν θα την πειράξει...
⚜️🦁
Την πιο μεγαλη μου καλησπέρα σε όλες τις αγαπημένες μου φίλες!
Αχ μωρέ μου λείψατε!
Επέστρεψα με το δεύτερο κεφαλαιάκι μας και ειλικρινά περιμένω πως και πως τα σχολια σας!
Έχω παθιαστεί πολύ με το καινούργιο μας βιβλίο ρε κορίτσια!
Εύχομαι και εσείς να το απολαμβάνετε μαζί μου!
Στο δια ταύτα!
Η ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ ΕΙΔΩΛΑΡΑ!
Ωστόσο δεν πήγε πολύ καλά αυτό είναι η αλήθεια.
Ο γορίλας παιδιά είναι ζόρικο αγόρι όχι αστεία!
Ε και λίγο αλήτης έτσι για να μην αγιάσουμε από όλα αυτά τα ρεντ φλαγκς!
Τον αγαπώ όμως και την αγαπώ και αχ θα τρελαθώ! Ξεκινάμε δυνατά καλέ σας λέω!
Επίσης εντάξει σας απείλησα να μην λυσσάτε για νέο κεφάλαιο αλλά επειδή είμαι και λίγο ανώμαλο πλάσμα, μου έλειψαν οι αφόρητες πιέσεις σας.
ΤΙΣ ΘΕΛΩ!
ΣΟΦΗ ΠΕΣ!
Σας αγαπώ και σας ευχαριστώ που είστε μαζί μου!
Υστερογραφάκι: Ξεκινήσαμε δυνατά την επιμέλεια του ΝΑΝΤΙΓΙΑ μου με την λατρεμένη μου επιμελήτρια και τσιρίζω ουρλιάζω ξερνάω! Έρχεται κοντά σας σε λίγους μήνες. ΛΙΓΟΥΣ!
Αυτά από εμένα, έχετε φυσικά χαιρετίσματα όλες απο τον Σπύρο! 😂
Επίσης σκέφτομαι ένα live στο instagram να τα πούμε!
Μέχρι το επόμενο, σας στέλνω αγκαλιές ασφυκτικές! (να με πρήζετε, μόνο έτσι παίρνω μπρος)
Σας αγαπώ!
🦁Η Οφηλία σας 🦁
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top