Κένταυρος και Νύμφη
Μέχρι τώρα στη ζωή μου, έχω μετανιώσει ειλικρινά, μόνο τέσσερις φορές.
Η πρώτη, γιατί σταμάτησα τα μαθήματα βιολοντσέλο στην μέση τάξη και δεν συνέχισα ποτέ στην ανωτέρα για να πάρω το πτυχίο μου.
Η δεύτερη, γιατί όταν ήμουν στην δευτέρα λυκείου είχα μπει μαζί με παρέα στο αυτοκίνητο ενός -αγνώστου σε εμένα, εικοσάχρονου άντρα που ήταν εμφανώς μεθυσμένος και λίγο έλειψε να σκοτωθούμε στον δρόμο προς Γαστούρι.
Η τρίτη, γιατί ένα από τα πρώτα βράδια μου στο Παρίσι όταν είχα αρχίσει να βγαίνω με μερικούς συμφοιτητές μου από την καλών τεχνών, και ενώ ήξερα πως η Ντορίν είχε ήδη σχέση με τον Οκτάβ, εγώ δεν δίστασα να κάνω σεξ μαζί του, ενώ εκείνη είχε πέσει ξερή από το αλκοόλ στο κρεβάτι δίπλα μας.
Και η τέταρτη, γιατί η πρώτη φορά που έκανα έρωτα ήταν με κάποιον που δεν αισθανόμουν τίποτα για εκείνον. Ούτε καν δηλαδή ένα μικρό ποσοστό έλξης.
Και ευλόγως κάποιος θα αναρωτηθεί, γιατί προχώρησα; Γιατί δεν περίμενα; Γιατί βιάστηκα;
Και η απάντηση μου είναι απλή. Την ήξερα τότε, - δεν ήθελα βεβαίως να την παραδεχτώ, και την ξέρω και τώρα που με τα λίγα χρόνια που πέρασαν προσπάθησα κάπως να αποκωδικοποιήσω το μυαλό και την σκέψη μου και αποδέχτηκα πλήρως το γεγονός πως ογδόντα τις εκατό ζήλευα και είκοσι τις εκατό ήθελα απλά να μεγαλώσω.
Τι ζήλευα;
Ζήλευα τη Στεφάνια. Ένα κορίτσι που γνώρισα στο νήπιο και που ήμασταν μαζί μέχρι και τις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Ένα κορίτσι επίσης που ήταν καλή μου φίλη, που γνώριζε πως ήμουν τρελά ερωτευμένη από την δευτέρα γυμνασίου με τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερο μου Γιώργο, που της είχα εμπιστευτεί όσα είχαν διαδραματιστεί στο πρώτο μου ραντεβού μαζί του, που όταν μετά από μερικές συναντήσεις μαζί του, της είπα πως εκείνος ήθελε να προχωρήσουμε ερωτικά σε κάτι περισσότερο εκείνη με είχε καθησυχάσει λέγοντας μου πως πρέπει να τον αφήσω να περιμένει λιγάκι, και που όταν τέλος πάντων ο Γιώργος τελείωσε ό,τι και αν είχαμε μαζί γιατί δεν μπορούσε να περιμένει, εκείνη ήταν εκεί για να τον παρηγορήσει και φυσικά για να κάνει σεξ μαζί του, καθώς ήταν και εκείνη τρελά ερωτευμένη όπως με ενημέρωσε όταν προσπάθησα να την αντιμετωπίσω.
Τώρα το σκέφτομαι και γελάω είναι η αλήθεια. Άλλωστε οι δυο τους είναι ακόμα μαζί και μάλιστα αρραβωνιάστηκαν το περασμένο καλοκαίρι. Ίσως τελικά να είχαν φτιαχτεί όντως ο ένας για τον άλλον και ίσως να έπρεπε να συμβεί ό,τι συνέβη για να καταλήξουν μαζί στο τέλος.
Ωστόσο τότε, το παραμύθι της Στεφανίας και κυρίως η αυτογνωσία πως εκείνη είχε αυτό που ήθελα εγώ, με έκαναν να αντιδράσω με έναν σπασμωδικό τρόπο που, ο οποίος ακόμα και τώρα όταν τον σκέφτομαι δεν με κάνει να αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανη για τον εαυτό μου.
Γνώρισα τον Ιάκωβο, ο οποίος ήταν στενός φίλος του Γιώργου και άρχισα να βγαίνω μαζί του σε μια προσπάθεια να κάνω τον Γιώργο να ζηλέψει και να παρατήσει την Στεφάνια για τα μάτια μου.
Δυστυχώς όμως για εμένα, τα πράγματα δεν λειτούργησαν έτσι όπως νόμιζα. Και επιπλέον πόσο θλιβερό είναι να προσπαθείς να τραβήξεις την προσοχή ενός αγοριού το οποίο σε έχει παρατήσει για όλους τους λάθους λόγους;
Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ τότε όπως σκέφτομαι τώρα. Μακάρι να μην είχα δεχτεί να πάω σε εκείνη την καβάντζα που είχε ο Γιώργος στο Μαντούκι. Μακάρι να μην είχα ξαπλώσει σε εκείνο το κρεβάτι μαζί του. Μακάρι να μην έπαιζε συνεχόμενα στο Spotify του κινητού του εκείνο το ηλίθιο τραγούδι της Φουρέιρα, γιατί δεν είχε σκεφτεί να απενεργοποιήσει την επανάληψη και μακάρι να μπορούσα να διαγράψω από το μυαλό μου το θέαμα του εσώρουχου μου την επόμενη ημέρα.
Μακάρι να...μακάρι να είχα κάνει έρωτα για πρώτη φορά με κάποιον που ήμουν ερωτευμένη. Που θα τον σκεφτόμουν τώρα, γλυκά, τρυφερά...ίσως να αναπολούσα κιόλας εκείνες τις στιγμές μου μαζί του. Πλέον δεν αναπολώ και πολλά από εκείνη την περίοδο. Σχεδόν τίποτα.
Τι ήθελα να αποδείξω; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω, είναι πως στο τέλος, κατάφερα να πληγώσω εμένα και μόνο. Και για αυτό, δεν με συγχωρώ.
Και ύστερα εμφανίστηκε ο Κωνσταντίνος. Και έπειτα από εκείνο τον εφιάλτη που έζησα μαζί του, πήρα την απόφαση να αλλάξω δραματικά.
Σταμάτησα να ερωτεύομαι. Όχι πως ήξερα δηλαδή και τι είναι ο έρωτας, αλλά σταμάτησα να...πως να το πω...να δίνω στα αγόρια, αξία και πολλή μεγαλύτερη προσοχή από όσο άξιζαν πραγματικά.Έμαθα να τους χρησιμοποιώ προς δικό μου όφελος και μόνο.
Μου αρέσει το καρδιοχτύπι, οι έντονες πρώτες ματιές και ύστερα τα παθιασμένα φιλιά και χάδια, αλλά ως εκεί.
Έμαθα να τους χρησιμοποιώ γιατί φοβάμαι να είμαι αλλιώς.
Ο έρωτας σε κάνει ευάλωτο. Αισχρά απερίσκεπτο και επιρρεπή σε όλη την ηλιθιότητα που μπορεί να κρύβεις στο μυαλό σου. Ο έρωτας σε κάνει να βλέπεις μια εκδοχή σου η οποία αν δεν σου αρέσει τότε τα πράγματα σοβαρεύουν επικίνδυνα.
Άλλαξα λοιπόν, γιατί είδα μια εκδοχή μου και δεν μου άρεσε ιδιαίτερα το θέαμα. Και ενώ εγώ άλλαξα για να με σώσω κατά μια έννοια, ολόκληρος ο κοινωνικός μου περίγυρος, φίλοι μέσα σε τεράστια εισαγωγικά, άρχισαν να με χαρακτηρίζουν για όσα έκανα.
Και αναρωτιόμουν τότε, αναρωτιέμαι και τώρα, γιατί πρέπει να μας χαρακτηρίζουν μόνο για όσα επιλέγουμε να κάνουμε; Γιατί να βγάζουν γρήγορα συμπεράσματα και να στέκονται μόνο σε μια σαθρή επιφάνεια;
Είναι τόσο δύσκολο ώρες-ώρες για εμάς να είμαστε ο εαυτός μας. Και είναι δύσκολο γιατί ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μας καταλαβαίνουμε.
Ποτέ μου άλλωστε δεν κατάλαβα γιατί μου αρέσει να ζωγραφίζω. Ή γιατί μόλις βάζω μια μικρή ποσότητα χρώματος στη παλέτα μου, πρέπει να την ακουμπήσω με την άκρη του δείκτη μου και να λερώσω το πίσω μέρος του καμβά μου. Ή γιατί όταν κάθε φορά που διάβαζα στο λύκειο και προσπαθούσα να αποστηθίσω κάτι, κρατούσα πάντα μια από εκείνες τις γνωστές κίτρινες φαλτσέτες και έκοβα φλούδες από τα νύχια μου. Ούτε γιατί στον δείκτη του αριστερού μου χεριού, κάτω ακριβώς από το νύχι έχω ένα μπλε σημάδι από εκείνη την φορά που συνειδητά με χάραξα με τη φαλτσέτα για να δω την απόχρωση που έχει το δικό μου αίμα. Δεν έχει σημασία αν ήταν λίγες μέρες μετά την βραδιά μου στο Κανόνι. Σημασία έχει πως κατέστρεψα μια μικρή φλεβίτσα εκείνο το μεσημέρι και το δάχτυλο μου δεν την βοήθησε ποτέ να επανέλθει. Εξού και το εμφανές μπλε σημαδάκι, εξού και τα κατεστραμμένα φυσικά μου νύχια.
Τέλος πάντων, οι ψυχικές ατέλειες κάθε ατόμου δεν νομίζω πως αφορούν και κανέναν, ούτε και προτίθεμαι να τις χρησιμοποιήσω ποτέ για να δικαιολογήσω τις ανεξήγητες σκέψεις και πράξεις μου.
Το βάσανο του καθενός άλλωστε, και ο φρικτός πόνος των καρφιών στις παλάμες του, θα παραμένει πάντα προσωπική υπόθεση και ψυχής στοίχημα.
Και το αστείο της υπόθεσης είναι πως, αν δεν με είχα πληγώσει τόσο πολύ, ή αν δεν είχα καταλάβει την στιγμή που άγγιξα προσωπικά τον πάτο του εαυτού μου, τότε δεν θα είχα εισαχθεί στην Καλών Τεχνών. Πιθανότατα θα είχα πάψει να ζωγραφίζω χρόνια τώρα. Δεν θα με είχα εξελίξει. Δεν θα μου είχα επιτρέψει καν να με ακούσω. Θα ζούσα τις μέρες μου απλά, ήρεμα, χωρίς να πεθαίνω κάθε ώρα και στιγμή για την έλευση της μούσας μου. Μπορεί να είχα μια σχέση ή να είχα κάνει έστω μια στη ζωή μου, να κοιμόμουν μια φυσιολογική ώρα το βράδυ, να ξυπνούσα νωρίς το πρωί, να είχα πολλούς φίλους που θα μιλούσαμε συνέχεια στο τηλέφωνο για την καθημερινότητα μας, να σπούδαζα στην Οδοντιατρική σχολή της Αθήνας που κατά πάσα πιθανότητα θα έπιανα -αν τελικά είχα δώσει Πανελλήνιες και να ζούσα...και να ζούσα και να ζούσα...μόνο για να ξυπνώ κάθε επόμενη ημέρα.
Και πάλι μπορεί να είχα το ίδιο ταλέντο, μόνο που θα μου έλειπε η μαγεία η οποία απαιτείται, για να γίνει το ταλέντο, μια σπηλιά στην μέση των πνευμόνων σου. Εκεί που η μούσα πολλές φορές αρνείται να έρθει γιατί άλλοτε είναι πολύ σκοτεινά, άλλοτε η καρδιά πολύ κοντά και την στριμώχνει και άλλοτε γιατί δεν έχεις τίποτα να της προσφέρεις σε αντάλλαγμα της εμφάνισης της. Μια θυσία, φερειπείν!
Δικιά σου, μην ξεχνιόμαστε!
Έχω ζηλέψει το ταλέντο μόνο ενός ζωγράφου δίχως να είναι απαραίτητα μέσα στο πάνθεο των αγαπημένων μου. Για αυτό κιόλας δεν τον κατατάσσω στους αγαπημένους μου. Γιατί μάλλον τον ζηλεύω τόσο πολύ που καταλήγω να γίνομαι εντελώς κομπλεξική και να με αμφισβητώ συνεχώς.
Άρνολντ Μπέκλιν είναι το όνομα του.
Δεν τον διδάχτηκα ποτέ στα τέσσερα χρόνια που φοιτώ στη σχολή, ούτε και άκουσα κάποιον συμφοιτητή ή καθηγητή μου, να μιλάει για αυτόν. Μου αποκαλύφθηκε από μόνος του είναι η αλήθεια. Δύο φορές μάλιστα, πριν αρχίσω σαν τρελή να ψάχνω περισσότερες πληροφορίες για εκείνον.
Η πρώτη φορά ήταν λίγες μέρες αφότου μετακόμισα στο Παρίσι, σε ένα μικρό καφέ κοντά στη πλατεία Βαντόμ, από εκείνα τα παραδοσιακά που ακόμα δουλεύονται από τους ιδιοκτήτες του. Εκεί λοιπόν δίπλα από το μπαρ, υπήρχε ένα σκαλιστό ξύλινο ερμάριο, στο οποίο η ιδιοκτήτρια του καφέ φύλαγε σε μια οβάλ πιατέλα τα φρεσκοψημένα χειροποίητα κρουασάν της και ακριβώς πάνω από την πιατέλα, ήταν στραβά τοποθετημένη μια κίτρινη κορνίζα δίχως τζάμι προστασίας, με ένα εντελώς φτηνό αντίγραφο ενός πίνακα στο εσωτερικό της. Κανείς δεν είχε ιδέα βέβαια για το ποιος ήταν ο καλλιτέχνης και δεν αναγραφόταν πουθενά το όνομα του επάνω στο αντίγραφο.
Τον φωτογράφισα, τον επεξεργάστηκα επιφανειακά για λίγα λεπτά καθώς γυρνούσα σπίτι και μόλις το ίδιο βράδυ όταν δηλαδή τον κοίταξα ξανά, μόνο τότε κατάφερα να δω εκείνο που έπρεπε μόνο εγώ να αντικρίσω. Κάτι, που ο καλλιτέχνης του είχε κρύψει στο καμβά του, για να εμφανιστεί μόνο όταν τα δικά μου μάτια θα έπεφταν επάνω του.
Ο πίνακας ονομάζεται, Το νησί των νεκρών.
Δεν ξέρω άλλοι τι μπορούν να δουν. Σε κάθε πίνακα, διαφορετικά ζευγάρια μάτια, θα δουν το καθένα ξεχωριστές αναπαραστάσεις και σίγουρα θα εστιάσουν σε διαφορετικά σημεία του καμβά. Επίσης πιστεύω, πως υπάρχουν μερικά έργα τέχνης, τα οποία σου φανερώνονται έτσι στα ξαφνικά και τη στιγμή που νομίζεις πως είσαι πιο συνειδητοποιημένος από ποτέ, με μοναδικό σκοπό να σου δείξουν ένα κομμάτι από το παρελθόν σου και να ξεκινήσουν έναν ακόμα πόλεμο.
Δεν ζηλεύω το ταλέντο του Άρνολντ Μπέκλιν. Τον μισώ για αυτό που έκρυψε για εμένα στο έργο του, Το νησί των νεκρών.
Γιατί εγώ εκείνο το βράδυ που κοιτούσα την φωτογραφία του αντιγράφου στο κινητό μου, δεν έβλεπα τον ποταμό Αχέροντα, τον Χάροντα, την ψυχή ενός νεκρού ή τα δύο νησάκια -εμπνευσμένα πιθανότατα από τους βράχους Φαραλιόνι στο Κάπρι.
Είδα δύο μηρούς ανοιχτούς. Μια νεανική ήβη να υψώνεται ανάμεσα τους. Μια στενή, σκοτεινή είσοδο. Μια εισβολή. Λίγο αίμα. Και ύστερα γκρίζο πάνω στο λευκό. Το μόνιμο γκρίζο πάνω σε εκείνο το λευκό, το οποίο παλεύει να διατηρήσει την απόχρωση του.
Και έτσι διέγραψα την φωτογραφία του αντιγράφου, αποφάσισα να τον ξεχάσω και συνέχισα να μαθαίνω για τα έργα και τη ζωή άλλων σπουδαίων ζωγράφων που δεν ήταν εκείνος. Επέμενε όμως να τον ανακαλύψω.
Λίγους μήνες μετά, ένα μεσημέρι του Ιουνίου, μου αποκαλύφθηκε για δεύτερη φορά μέσα στο σπίτι μου στην Κέρκυρα, όταν ψαχούλευα στο σκρίνιο για να βρω ένα από εκείνα τα μακριά τσιγάρα που κάπνιζε η Νόνα μια φορά στο τόσο και τα οποία έκρυβε για να μην με βάλει σε πειρασμό και ξεκινήσω συστηματικά το κάπνισμα.
Ψαχούλευα, και κάπου ανάμεσα σε διάφορες παλιές φωτογραφίες από τα χρόνια της ως πρίμα μπαλαρίνα, και κάπου ανάμεσα στα λευκώματα της από το σχολείο, και κάπου ανάμεσα σε δυο περίτεχνα διακοσμημένα κουτιά, και κάπου ανάμεσα σε δυο ανέγγιχτες συσκευασίες πούρων κάτω από τη στοίβα με τα λευκά σεμεδάκια, να σου λοιπόν και μια τσαλακωμένη καρτ ποστάλ με λίγο από το ταλέντο του Μπέκλιν αποτυπωμένο στην μια της όψη.
Η χαρά και ο ενθουσιασμός μου ήταν απερίγραπτα. Ξέχασα και το τσιγάρο που έψαχνα, ξέχασα και τον χαμό που είχα δημιουργήσει γύρω μου βγάζοντας όλα τα πράγματα της Νόνας από το σκρίνιο. Είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από τον πίνακα που έβλεπα στην μπροστινή όψη της καρτ ποστάλ, που τα λόγια που υπήρχαν από πίσω της μου πέρασαν παντελώς αδιάφορα.
Ο πίνακας ονομάζεται, Κένταυρος και Νύμφη. Είδα το όνομα του Μπέκλιν και ενώ αρχικά τον ζήλεψα ξανά για το ταλέντο του, -ευχόμενη σιωπηρά να είχα λίγο από αυτό, στη συνέχεια και έτσι όπως καθόμουν οκλαδόν στο πάτωμα, πνιγμένη από τα πράγματα που έκρυβε το σκρίνιο μας, τον μίσησα για αυτό που για ακόμα μια φορά μου αποκάλυπτε.
Μπορεί μέχρι εκείνη τη στιγμή να είχα ζήσει στιγμές έντονου πάθους -ή και λαγνείας, μπορεί να είχα βιώσει υπέροχες βραδιές με άντρες που ξεχνούσα την επόμενη μέρα πως υπήρχαν, μπορεί να είχα κυλιστεί σε στρώματα παρακαλώντας για λίγη ακόμα υποτυπώδη έκσταση...ποτέ όμως...ποτέ, ακόμα και μέχρι τώρα, δεν έχω καταφέρει να αγγίξω την στάση του σώματος της Νύμφης έτσι όπως παρουσιάζεται σε εκείνον τον πίνακα. Ποτέ δεν έχω αφεθεί στα χέρια ενός Κένταυρου, γιατί ποτέ δεν γνώρισα έναν...
Για αυτό άλλωστε μου αρέσει να με βλέπω. Για αυτό αδιαφορώ για εκείνους. Για αυτό κυλιέμαι σε στρώματα και κάθε φορά φαντασιώνομαι την παρουσία ενός Κένταυρου για να ολοκληρώσω με αξιοπρέπεια μια ακόμα συναλλαγή μετριότητας.
Μισώ τον Άρνολντ Μπέκλιν και τον αγαπώ σαν να είναι κάτι περισσότερο από αίμα μου.
Και τον μισώ, και τον αγαπώ, γιατί υπάρχει αυτό το έργο του, το οποίο εκτίθεται στη Παλαιά Εθνική Πινακοθήκη της Γερμανίας, στο Βερολίνο, και το οποίο μου δείχνει ένα κομμάτι από ένα μακρινό...άπιαστο μέλλον. Εκείνο το μέλλον που με πνίγει με αψέντι και που κάνει τις νεράιδες μου να φωσφορίζουν σε κάθε σκοτάδι. Με πνίγει σε ένα ατελείωτο απόθεμα από αψέντι.
Είδα μια σκηνή του. Θέλω να την ζήσω. Μακάρι να την ζήσω.
Και ίσως εκείνα τα λόγια που είχα δει στην πίσω όψη της καρτ ποστάλ, ναι εκείνα που μου είχαν περάσει παντελώς αδιάφορα, να είναι εκείνα που μου λέει ο Μπέκλιν κάθε φορά που ξαπλώνω σε ένα τετριμμένο στρώμα.
Λόγια γραμμένα με περίεργα γράμματα. Σαν εκείνα που κάνει ένα παιδί το οποίο μόλις ξεκίνησε να μαθαίνει γραφή. Γράμματα που δεν αναρωτήθηκα ποτέ σε ποιον ανήκουν.
"Δε θα με ξεχάσεις".
Μα πως γίνεται μια Νύμφη να ξεχάσει τον Κένταυρο της; Πως γίνεται να μην τον προσδοκεί ανάμεσα σε όλους εκείνος τους Σάτυρους που την πλησιάζουν με τις γνωστές τους προθέσεις;
Μέχρι τώρα στη ζωή μου, έχω μετανιώσει ειλικρινά, μόνο τέσσερις φορές.
Υποθέτω πως θα ακολουθήσει και μια πέμπτη φορά. Το πότε, δεν μπορώ να το προβλέψω ούτε και να το καθορίσω. Στο μόνο όμως που μπορώ να ελπίζω και να προσεύχομαι, είναι πως όταν έρθει εκείνη η πέμπτη φορά που θα μετανιώσω για κάτι, να μην έχω παράλληλα πληγώσει ανεπανόρθωτα τον εαυτό μου.
Γιατί αν συμβεί αυτό, τότε δεν θα επιτραπεί στον Κένταυρο να φτάσει ως Το νησί των νεκρών μου. Και το γκρίζο θα καταβροχθίσει κάθε απόχρωση λευκού. Και οι μηροί, σαν εκείνα τα δύο βράχια στο έργο του Μπέκλιν, θα ανοίγουν ασκόπως. Και η φωνή του Κένταυρου θα μου υπενθυμίζει σε κάθε μου φαντασίωση, το μέλλον που ποτέ δεν θα αγγίξω.
Και η φωνή του...βραχνή...δικιά του...θα αντιλαλεί μέσω και έξω από τον πίνακα μου.
"Δε θα με ξεχάσεις"
—————-
Χαμογέλασε Βικτώρια. Χαμογέλασε σε παρακαλώ. Χαμογέλασε. Δεν έγινε τίποτα που δεν μπορείς εύκολα να ξεπεράσεις. Τίποτα που αξίζει να βγαίνει στην επιφάνεια το σταχτί σου. Χαμογέλασε. Εσύ δεν είσαι έτσι. Δεν σκυθρωπιάζεις. Ποτέ. Δεν σκέφτεσαι τόσο πολύ. Οι σκέψεις σου είναι πάντα ανάλαφρες. Το χαμόγελο μόνιμα τοποθετημένο στα χείλη σου. Εσύ δεν είσαι έτσι. Μην σε κάνει κανένας τους έτσι. Δεν αξίζει. Τους έχεις δει πως είναι. Τους ξέρεις καλά. Είναι βλάκες. Ανίδεοι. Τους αφήνουμε να πιστεύουν πως είναι το ισχυρό φύλλο γιατί διαφορετικά από την μανία τους και μόνο να αποδείξουν το αντίθετο θα είχαν ξεκληρίσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Είναι βλάκες, Βικτώρια. Είναι μόνο κορμιά. Κατώτερο είδος...κατώτεροι σου. Χαμογέλασε, σε παρακαλώ...Χαμογέλασε του για να πειστεί πως δεν νοιάζεσαι για την σωτηρία του. Πως ήταν αχρείαστη. Χαμογέλασε του...Μίλα. Γιατί δεν του μιλάς; Γιατί ρε γαμώτο δεν αρχίζεις να λες ξανά όλες τις ανοησίες σου; Γιατί δεν τον πικάρεις; Μίλα του. Χαμογέλασε του. Μην γίνεσαι τόσο αξιοθρήνητη.
Δεν μιλάω όμως. Ούτε και του χαμογελάω. Σωπαίνω και με αυτή την σιωπή που με ακολουθεί εδώ και ένα τέταρτο από την στιγμή που μπήκα δηλαδή στο αυτοκίνητο του, μάλλον του δίνω μια βαθιά ικανοποίηση. Και με εκνευρίζει να ξέρω πως έχω ξαφνικά υπακούσει σε όλες εκείνες τις εντολές που μου είχε δώσει πριν τόσες μέρες.
Οι προθέσεις του είναι ανεξιχνίαστες. Τόσο και οι δικές μου.
Αυτό που έψαχνα εδώ και μια εβδομάδα, όλη εκείνη η εμμονή που κόντευε να με αποτρελάνει τώρα...Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.
Ξαφνικά πιάνω τον εαυτό μου να του λείπει το Παρίσι, ο Τιμπό, τα βράδια μου εκεί, οι σαμπάνιες και οι γρήγορες βόλτες μας με το αυτοκίνητο του. Μου λείπει το κενό μου. Το αδειασμένο από σκέψεις μυαλό μου. Μου λείπει να ξέρω τόσο τις δικές μου προθέσεις όσο και εκείνου που έχω επιλέξει...
Έτρεμα για την μέρα που αυτό θα συνέβαινε. Ήταν διαφορετικό να τον κοιτάζω τόσα χρόνια από μακριά. Δεν με επηρέαζε. Ή και αν το έκανε, ήταν σε ένα ελάχιστο ποσοστό που αμέσως προσπαθούσα να του επιβληθώ. Και κάθε φορά τα κατάφερνα. Ενώ σήμερα...το να ακούω πάλι την φωνή του τόσο κοντά στο αυτί μου, να νιώθω το άγγιγμα του, να βλέπω τον όμοιο τρόπο που με κοιτούσε όπως εκείνο το βράδυ...
Τι κάνω; Γιατί δεν επιστρέφω σπίτι μου; Γιατί τον ακολουθώ; Και αν...αν ζήσω κάτι παρόμοιο; Τόσες φορές τον έχω προκαλέσει. Τόσες ακόμα του έχω δείξει πως είμαι διαθέσιμη για εκείνον...
Γυρνώ όλο μου το πρόσωπο προς το παράθυρο και κοιτάζω το σκοτάδι. Από το ηχοσύστημα ακούγεται ένα ελληνικό χιπ χοπ τραγούδι το οποίο μέσα από τους πρώτους λίγους στοίχους, μου αποσπά αμέσως την προσοχή. Ίσως και να μπορεί να θολώσει κάπως τις σκέψεις μου.
"Ποτέ μη λυπάσαι γι' αυτό που διάλεξες να 'σαι, δε χρωστάς σε κανένα γι' αυτό κανένα μη φοβάσαι"
Στρέφω ελάχιστα το κεφάλι μου και κοιτάζω το φωτισμένο γαλάζιο ταμπλό που δείχνει τις πληροφορίες για το κομμάτι. Terror X Crew - Μη φοβάσαι. Δεν το έχω ακούσει ξανά. Δεν ξέρω καν πως υπάρχει.
Ύστερα κοιτάζω εκείνον. Αμίλητος, κρατάει το τιμόνι μόνο με το αριστερό του χέρι ενώ ο δεξιός του αγκώνας ακουμπά στη κονσόλα του χειροφρένου, καθώς ξεκουράζει τον δείκτη του πάνω στα χείλη.
Τι κάνω; Γιατί δεν επιστρέφω σπίτι μου;
«Θα μπορέσεις να με γυρίσεις αργότερα στο σπίτι μου;», αποφασίζω να μιλήσω και η φωνή μου μοιάζει σαν να τον ξυπνάει από έναν εσωτερικό λήθαργο. «Δεν θα ήθελα να τηλεφωνήσω σε ταξί. Το νησί δεν είναι τόσο μεγάλο όσο μας φαίνεται. Όχι πως με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα κουτσομπολιά τους, αλλά καταλαβαίνεις...»
Γνέφει κοιτώντας ευθεία την άσφαλτο. «Θα το κανονίσω», απαντά κοφτά δίχως υποψία χαμόγελου ή τρυφερότητας και το τραγούδι συνεχίζει να παίζει καθώς εκείνος ρυθμικά χτυπάει το τιμόνι με τα ακροδάχτυλα του.
Και οι στίχοι μου αποκαλύπτονται ολοένα και περισσότερο, γιατί πάντα έτσι μου συμβαίνει. Τις λίγες φορές που είμαι προσεχτική. Που παρατηρώ. Που ακούω.
"Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να σωθείς. Πήδα έξω...»
Δεν καταλαβαίνω όμως τίποτα. Ειδικά εκείνον.
«Γιατί πάμε σπίτι σου;» πετάω απροσδόκητα προσπαθώντας να έστω να μονομαχήσω στα ίσα με την νευρικότητα μου.
«Θέλεις μήπως να σε πάω κάπου αλλού;» ρωτάει με εκείνον τον έμφυτο ειρωνικό τόνο στη φωνή του ενώ το τραγούδι συνεχίζει να παίζει και οι στίχοι με κάνουν να σωπάσω ξανά.
"Ο μόνος φόβος είναι ο φόβος".
Αυτή την ώρα με σιχαίνομαι. Όχι γιατί ακολουθώ τον γορίλα, ούτε γιατί ηθελημένα προκαλώ μια ακόμα καταστροφή. Με σιχαίνομαι γιατί επιτρέπω σε μια παρελθοντική στιγμή να επεμβαίνει στο παρόν μου.
Απλώνει το χέρι του στον μηρό μου και ξεκινά άγαρμπα να με χαϊδεύει, πριν με χτυπήσει μαλακά δυο τρεις φορές και το αποσύρει ξανά πίσω στα χείλη του.
«Πολύ ήσυχη είσαι σήμερα» παρατηρεί εύστοχα ενώ το γαμημένο τραγούδι δεν λέει να τελειώσει.
"Μη φοβάσαι τους φόβους σου, τις αλυσίδες σπάσε"
Και δεν ξέρω αν φταίει το τραγούδι, η εμμονή, η επιθυμία που με περιβάλλει και με επιτάσσει να μην ξεκουρδίζω τον εαυτό μου για κανέναν τους, ή έστω το πείσμα μου, το οποίο με κάνει να μη θέλω να χρωστάω τίποτα σε κανένα, αλλά ό,τι και αν φταίει, όπου και αν το αποδώσω, δεν αλλάζει το γεγονός πως ξαφνικά...χαμογελάω και πάλι. Με βρίσκω ξανά. Παλεύω να με βρω.
Σταυρώνω γρήγορα τα πόδια μου, γυρνάω ολόκληρη προς την μεριά του και ξεκινώ να παίζω με την άκρη της κοτσίδας μου. «Όταν δεν είμαι ήσυχη γκρινιάζεις. Τώρα που είμαι επιτέλους ήσυχη πάλι γκρινιάζεις;» ρωτάω με νάζι και με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του.
«Δεν γκρίνιαξα. Μια παρατήρηση έκανα», δικαιολογείται και του γελάω με μια κοροϊδευτική γκριμάτσα στο πρόσωπο μου.
«Το μόνο δίκαιο τότε είναι να κάνω και εγώ μια! Σαν πολύ ομιλητικός δεν μας βγήκες σήμερα;», πλησιάζω την άκρη της κοτσίδας μου στην μύτη του κουνώντας την πειραχτικά επάνω της δυο φορές πριν την τραβήξω σβέλτα πίσω σε περίπτωση που αποπειραθεί ο τραμπούκος να μου τα τραβήξει. «Πως και έτσι;»
Δεν αντιδρά όμως στο πείραγμα μου. Ούτε και αποσύρει το χέρι από τα χείλη του για να γραπώσει -όπως υπέθετα, την κοτσίδα μου.
«Δεν έχουμε ανταλλάξει κουβέντα από την ώρα που ξεκίνησα» δηλώνει και με πιάνουν τα γέλια.
«Ναι ενώ πριν γλωσσοδιάροια μας είχε πιάσει!» Ειρωνεύομαι μέσα στα γέλια μου και αμέσως γυρνά για δύο δευτερόλεπτα να με κοιτάξει σοβαρός.
«Πριν ήσουν απασχολημένη» λέει και αντιλαμβάνομαι το αχρείαστο υπονοούμενο στον τόνο του.
Το γέλιο μου κόβεται μονομιάς. «Δεν ήμουν απασχολημένη».
Ανασηκώνει φρύδια και ώμους, επιταχύνοντας το αμάξι. «Δεν ήσουν μόνη».
Τι κάνει; Γίνεται να είναι τόσο περίεργος και τόσο...τόσο αναίσθητος; Γίνεται να μην καταλαβαίνει πως μια νύξη σαν αυτή που μόλις έκανε θα με ενοχλήσει;
«Μόνη μου ήμουν!», λέω υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου και κατόπιν τον δείκτη μου εναντίον του. «Μόνη μου ήρθα στο Azur, το κατάλαβες;»
Πιάνει τον δείκτη μου και τον απομακρύνει. «Ήρεμα!» προειδοποιεί και τόσο ο οριακά χλευαστικός του τόνος, όσο και η αναισθησία που επιδεικνύει με κάνουν πραγματικά να θέλω να τον χτυπήσω!
«Σταμάτα να μου λες ήρεμα! Με εκνευρίζει! Με εκνευρίζεις!» Του αγριεύω και με ένα ειρωνικό ψευτογελάκι, χαλαρώνει τον αυχένα του στο κάθισμα.
«Ποιος ήταν ο τύπος;», ρωτάει αδιάφορα καθώς ελαττώνει ταχύτητα και στρίβει αριστερά βγάζοντας μας από την επαρχιακή οδό Παλαιοκαστρίτσας.
Ναι, είναι ιδιαίτερα ομιλητικός σήμερα! Και με πολλές ερωτήσεις μάλιστα! Ωστόσο άλλες τόσες ερωτήσεις έχω και εγώ. Ερωτήσεις που μου έχουν κάνει εντύπωση και ερωτήσεις που ξέρω ήδη πως δεν θα απαντηθούν.
«Τι εννοούσες όταν του είπες να ρωτήσει τον ιδιοκτήτη για το ποιος είσαι; Τι είδους απειλή ήταν αυτή;»
«Σε ρώτησα κάτι», επιμένει στρίβοντας απότομα σε μια περιορισμένης ορατότητας στροφή και καθώς κρατιέμαι από το κάθισμα για να μην εκτοξευτώ επάνω του, γελάω από τα νεύρα που μου προκαλούν οι απαιτήσεις του και κυρίως ο τρόπος του!
«Το ίδιο και εγώ!»
«Στον πούτσο μου τι με ρώτησες εσύ!», λέει απαθέστατος. «Απάντησε μου για να τελειώνουμε, γιατί τα πολλά πολλά τα βαριέμαι»
«Σοβαρά τώρα; Σοβαρά είσαι τόσα ελεεινά χοντροκομμένος; Ειλικρινά με κάνεις να αναρωτιέμαι τι στο διάολο σου βρίσκω!» Ξεσπάω τσατισμένη και κάπως απογοητευμένη με την εξέλιξη της σημερινής βραδιάς.
«Αυτό είναι δικό σου θέμα», απαντά κοφτά.
«Προφανώς και είναι αλλά στη προκειμένη φάση και δεδομένου πως εσύ μου ζήτησες να έρθω στο σπίτι σου, νόμιζα πως...»
«Νόμιζες πως τι;», με διακόπτει ψυχρά πριν καταφέρω να ολοκληρώσω. «Πως αστειευόμουν όταν σου είπα τις προάλλες πως την επόμενη φορά που θα με πετύχεις, θα σε πετύχω εγώ πρώτος;»
«Για να μου γυρίσεις μπούμερανγκ το παιχνίδι μου;», προσθέτω τα ίδια δικά του λόγια που χρησιμοποίησε πριν λίγες μέρες και αστραπιαία στρέφεται να με κοιτάξει.
«Δεν υπάρχει παιχνίδι "σου", τοσοδούλα! Μέχρι και ένα πιτσιρίκι σαν εσένα θα το είχε ήδη καταλάβει», αντικρούει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, τον οποίο αυτή τη στιγμή πραγματικά σιχαίνομαι!
«Ρε αγόρι μου ειλικρινά όμως έχεις αρχίσει να με κουράζεις με το στυλάκι σου! Μπράβο που είσαι μεγαλύτερος μου και τόσο γάτα που τα πιάνεις όλα αμέσως και μπράβο που είσαι και τόσο μάτσο άντρας, αλλά τα θεωρείς όλα αυτά που κάνεις σκόπιμα; Σε εξυπηρετούν δηλαδή κάπου πέραν του να ξενερώνεις μια γκόμενα με τον χειρότερο τρόπο;» ρωτάω αφήνοντας να φανεί έντονα στον τόνο και στο πρόσωπο μου, η δυσαρέσκεια και η αμέριστη αγανάκτηση μου.
Χαμογελάει σκοτεινά και τρίβει δυο δάχτυλα στα χείλη του πριν απλώσει το χέρι του ψηλά στον μηρό μου. «Θες να μου πεις πως έχεις ξενερώσει τώρα δηλαδή;»
Οι στροφές με ζαλίζουν. Εκείνος περισσότερο. Σιχαίνομαι το στυλ του ναι...μα φαντάζει τόσο δύσκολο να αντισταθώ στη φωνή του. Στο άγγιγμα του που με κάνει να ανατριχιάζω. Στο άρωμα που αναδύει το σώμα του. Καπνός, αφρόλουτρο, θάλασσα...
Κρατάω τον καρπό του και αποσύρω μακριά το χέρι του. «Δεν είμαι τόσο απελπισμένη να πηδηχτώ μαζί σου!»
Τι ψέμα ξεστομίζω Άγιε μου Σπυρίδωνα!
Γελάει σαν να καταλαβαίνει. Γελάει και ελαττώνει ακόμα περισσότερο ταχύτητα καθώς στο βάθος του δρόμου, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ξεπροβάλουν τα φώτα του σπιτιού του. Γελάει και προσεγγίζει την πύλη αρπάζοντας το μικρό κοντρόλ που έχει παραπεταμένο στο τασάκι του αμαξιού για να πατήσει το κουμπί και να ανοίξει η σιδερένια πόρτα. Γελάει και μόλις ακινητοποιεί το αμάξι στο πάρκινγκ δίπλα από δύο μαύρες μηχανές μεγάλου κυβισμού, με απελευθερώνει από την ζώνη μου φροντίζοντας να φέρει τον λαιμό του κοντά στη μύτη μου κάνοντας με να εισπνεύσω μια μεθυστική δόση από εκείνον. Και έπειτα...βρίσκει τα μάτια μου.
«Το πόσο απελπισμένη είσαι, μπορώ να το διαπιστώσω και μόνος μου», ανακοινώνει χαμογελώντας λοξά και σηκώνει τον δείκτη και τον μέσο του ανάμεσα μας. «Αλλά μάλλον δεν είσαι έτοιμη ακόμα».
Κοιτάζω τα δάχτυλα του. Εστιάζω στον τρόπο που με προκαλεί, νιώθοντας να χάνω παντελώς την κυριαρχία μου, πράγμα που με κάνει ταυτοχρόνως έξαλλη με τον εαυτό μου και άλλο τόσο ισόποσα ερεθισμένη για εκείνον.
«Πάντα είμαι έτοιμη!» Απαντώ με πείσμα κάνοντας να πιάσω τον αυχένα του για να του κλείσω το στόμα με ένα βίαιο, αναγκαίο φιλί, μα αμέσως αποτραβιέται μακριά και βγαίνει από το αμάξι.
«Κατέβα!» Διατάζει ακουμπώντας τις παλάμες του στη λαμαρίνα της οροφής.
Τα μπράτσα του υπό την γωνία που τα κοιτάζω μοιάζουν δίχως υπερβολές σαν να έχουν το μέγεθος του κεφαλιού μου! Το καθένα ξεχωριστά!
Φυσικά και δεν περιμένω να μου ανοίξει την πόρτα. Δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ιππότης για να το κάνει αυτό. Τι είναι τότε; Α, ναι βέβαια, μόνο ένας χοντροκομμένος, άξεστος γορίλας που το ηλίθιο κεφάλι μου θεωρεί άκρως γοητευτικό.
Ισιώνω το φόρεμα στους μηρούς μου, βγαίνω από το αμάξι, τον προσπερνάω με ένα ρουθούνισμα και με στητό κορμί ξεκινάω να περπατώ προς την πόρτα της εισόδου.
«Από 'δω!» Τον ακούω να φωνάζει και πριν ακόμα φτάσω στην είσοδο γυρνώ για να βεβαιωθώ πως δεν είναι πίσω μου.
Ε τώρα απλά με δουλεύει! Ή μπορεί και να απολαμβάνει το πόσο ικανός είναι να με μπερδεύει κάθε ώρα και στιγμή!
Καταλήγω να τον ακολουθώ σαν κουτάβι καθώς διασχίζει το γρασίδι που ενώνει το γκαράζ με το κύριο μέρος του σπιτιού, προσπαθώντας άτσαλα να ισορροπήσω στα πέδιλα μου.
Η βραδιά είναι ζεστή και η θέα προς το πέλαγος που προσφέρει αυτό εδώ το μικρό ύψωμα είναι ιδιαίτερα μαγευτική. Περισσότερο και από το πρωί. Μάλλον φταίει το σκοτάδι. Ίσως και το μισογεμάτο φεγγάρι που διακρίνεται στον ορίζοντα μαζί με τα φώτα από τα λίγα καραβάκια που πλέουν στη θάλασσα.
Μα μένω μόνη μου για λίγο να τα χαζεύω όλα αυτά, μια και εκείνος προσπερνάει γρήγορα το αίθριο και κατευθύνεται προς την μεγάλη τζαμαρία που οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού, και η οποία παραδόξως είναι ορθάνοιχτη.
«Συγγνώμη εσύ έτσι αφήνεις το σπίτι σου ανοιχτό; Τέντα ρέντα; Δεν φοβάσαι μη σε κλέψουν;» ρωτάω μόλις τον ακολουθώ μέσα στο σπίτι και επιτέλους γυρνά να με κοιτάξει πετώντας τα κλειδιά του -με απίστευτη ευστοχία και δίχως να κοιτάζει, μέσα σε ένα γυάλινο διακοσμητικό στα δεξιά του.
«Δεν πατάει κανείς εδώ πέρα» λέει ενόσω περπατά ως το χώρο της κουζίνας για να σκύψει μπροστά από το ψυγείο και να χώσει όλο του το κεφάλι στο βρυσάκι της πόρτας αφήνοντας λίγο νερό να τρέξει στο στόμα του. Έπειτα σηκώνεται, αδιαφορεί επιδεικτικά για τον μορφασμό μου -αποτέλεσμα της πρωτόγονης κίνησης του, και σκουπίζει τα χείλη του με την ανάστροφη της παλάμης του.
Ωστόσο αποφασίζω να αδιαφορήσω και εγώ. Όχι πως δεν πεθαίνω να γλύψω το νερό από τα χείλη του, αλλά δεν θέλω να του δώσω μια ακόμα ικανοποίηση και έτσι του γυρνάω την πλάτη και ξεκινάω να επεξεργάζομαι τον ενιαίο χώρο γύρω μου.
Είναι περίεργα διακοσμημένος. Οι τοίχοι ως επί των πλείστον είναι βαμμένοι μαύροι -ακόμα και εκείνοι της κουζίνας, ενώ δύο εξ αυτών -ο ένας στον χώρο του σαλονιού και ο άλλος κάτω από την σκάλα που οδηγεί στον δεύτερο όροφο, είναι επενδυμένοι με σκούρο ξύλο. Διακρίνω πολλά ρετρό στοιχεία και μια κακή προσπάθεια αντιγραφής της διακόσμησης των 70s. Λίγο τα πορτοκαλί στρογγυλά φωτιστικά που κρέμονται από το ταβάνι και χαρίζουν έναν γλυκό κίτρινο φωτισμό, λίγο ο βελούδινος καμπυλωτός καναπές σε κυπαρισσί απόχρωση ο οποίος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο χώρο του σαλονιού, λίγο το ακανόνιστου σχήματος γυάλινο τραπεζάκι, λίγο τα δύο ψηλά φυτά τοποθετημένα σε ψάθινες γλάστρες, ε δεν βοηθούν ιδιαίτερα να μη σκεφτώ πως είτε ο γορίλας είτε έστω ο διακοσμητής του, κάπου χάθηκαν και άγγιξαν περίτρανα τα όρια του κιτς. Βέβαια και για να είμαι ειλικρινής πρέπει να παραδεχτώ πως υπάρχουν και μερικά ωραία στοιχεία. Το φωτιζόμενο τζουκ μποξ στη μια γωνία του σαλονιού για παράδειγμα, και ένας πίνακας του κινήματος του πριμιτιβισμού, τοποθετημένος στην ξύλινη επένδυση πάνω από τον καναπέ -ο οποίος μου θυμίζει έντονα εκείνους που ζωγράφιζε ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά.
Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω αν είναι ζεστός και φιλόξενος χώρος. Σίγουρα είναι τεράστιος και έξω από τα γούστα μου, αλλά παράλληλα είναι και περίεργα γοητευτικός. Όπως μάλλον είναι και εκείνος. Ναι, σίγουρα όπως είναι και εκείνος.
«Είμαστε μόνοι μας;», ρωτάω μόλις με προσπερνάει και για να καθίσει στην μια άκρη του καναπέ απλώνοντας το ένα του μπράτσο στο μαξιλάρι και σηκώνοντας τη γάμπα του στον μηρό του.
Πλησιάζω δυο βήματα. «Ο Νίκος;»
Η έκφραση του αμέσως αγριεύει. «Γιατί δείχνεις τόσο ενδιαφέρον για τον Νίκο; Είναι από λύπηση, από τι;»
«Πας καλά; Ποια λύπηση;», ξεσπάω δίχως να το σκεφτώ δευτερόλεπτο. «Δείχνω ενδιαφέρον, γιατί το ίδιο κάνει και εκείνος σε εμένα. Και επίσης, γιατί τις λίγες φορές που τον έχω συναντήσει είναι ο μοναδικός που μου έχει χαμογελάσει τόσο ειλικρινά. Σε αντίθεση με κάποιους άλλους!».
Παραμένει αμίλητος να με κοιτάζει διατηρώντας την αγριεμένη του έκφραση. Με επεξεργάζεται. Ίσως και να προσπαθεί να καταλάβει αν εννοώ κάθε τι που του είπα. Είναι πολύ προστατευτικός με τον Νίκο και αυτό ουρλιάζει από χιλιόμετρα μακριά. Αλλά γιατί θεωρεί εμένα απειλή; Γιατί για ακόμα μια φορά μου πετάει χοντροκομμένες μαλακίες; Τι προσπαθεί να καταφέρει;
Ξέρω...
Ανασηκώνω τους ώμους μου και κάθομαι στην μια πολυθρόνα που υπάρχει στα αριστερά μου. «Δεν καταλαβαίνω...» μονολογώ επιστρέφοντας το σκληρό βλέμμα του.
«Τι πράγμα;» ρωτάει αμέσως.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί με έφερες ως εδώ αν δεν είσαι διατεθειμένος να μιλήσεις σαν φυσιολογικός άνθρωπος! Είναι κουραστικό να είσαι τόσο καχύποπτος με ότι λέω και κυρίως τόσο κλειστός!»
Για να μην μιλήσω φυσικά για το γεγονός πως δεν δείχνει να έχει καμία διάθεση προς σωματική επαφή. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στο σεξ! Κάθεται εκεί απέναντι μου με μισό μέτρο περίπου να μας χωρίζει, και είναι ίσως η πρώτη φορά που βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με έναν άντρα που γουστάρω και εκείνος δείχνει να είναι τόσο απόμακρος και άλλο τόσο απρόθυμος έστω να με φιλήσει!
«Ωραία...», αναστενάζει με μια έντονη εκπνοή και οι μύες του προσώπου του μοιάζουν να χαλαρώνουν. «Σαν τι θέλεις δηλαδή να πούμε;»
Σηκώνω το βλέμμα μου στιγμιαία στο ταβάνι και ύστερα πίσω σε εκείνον. «Τα κάλαντα!», ειρωνεύομαι αγανακτισμένη και τον βλέπω που χαμογελάει. «Σαν τι να πούμε ρε άνθρωπε μου, ρωτάς κιόλας; Κάτι να πούμε! Κάτι που δεν θα είναι ούτε απειλή ούτε προειδοποίηση. Για παράδειγμα μένεις εδώ μόνιμα ή είναι το εξοχικό σου;»
«Έρχομαι για λίγους μήνες κάθε χρόνο», απαντά ανέλπιστα γρήγορα.
«Και που μένεις τότε τον υπόλοιπο χρόνο;»
«Κυρίως στο Ντουμπάϊ. Λίγο στο Βελιγράδι και το καλοκαίρι τον περισσότερο καιρό εδώ στη Κέρκυρα».
«Τέλεια! Και με τι ασχολείσαι;» ρωτάω βολεύοντας τα πόδια μου σε ένα κομψό σταυροπόδι.
«Με διάφορα», λέει χαμηλώνοντας την φωνή του και τα μάτια του καρφώνονται επιδεικτικά στα σταυρωμένα μου πόδια. «Μεσιτικά, εστίαση, κλαμπ»
«Στο Ντουμπάϊ;»
Σηκώνει τα μάτια του στα δικά μου και τρίβει ξανά τα χείλη του με δύο του δάχτυλα. «Κάποια στο Ντουμπάϊ, κάποια στο Βελιγράδι».
Ξεκάθαρα δεν ακούω τι λέει. Η προσοχή μου έχει αιχμαλωτιστεί τόσο από το παρουσιαστικό του, όσο και από τις κινήσεις του, οι οποίες προς μεγάλη μου υπεράσπιση μπορεί να φαίνονται καθημερινές και αδιάφορες, αλλά ο γορίλας έχει έναν μαγικό τρόπο να μετατρέπει αυτές τις καθημερινές και αδιάφορες κινήσεις σε πραγματική πρόκληση!
Μα δεν πρέπει να τα αφήνω όλα αυτά να με παρασύρουν. Ο τύπος επιτέλους μιλάει πράγμα που σημαίνει πως αύριο ολόκληρη η Κέρκυρα -μη πω και η Ηγουμενίτσα, θα ψάχνουν να βρουν ψωμιά μια και όλοι οι φούρνοι στα περίχωρα θα πρέπει μέχρι τώρα να έχουν ήδη γκρεμιστεί!
«Είπες πως είσαι τριαντα οκτώ χρονών; Είναι αλήθεια ή...» ξεκινάω να λέω μα με διακόπτει πριν ολοκληρώσω.
«Δεν σου φαίνομαι;» ρωτά σμίγοντας τα φρύδια του.
«Ναι μου φαίνεσαι αλλά εντάξει, δεν ξέρω μάλλον υπέθετα πως μπορεί να το είπες για να με απομακρύνεις!»
«Την αλήθεια σου είπα», λέει και σηκώνεται από τον καναπέ για να τεντώσει τον αγκώνα πίσω από το κεφάλι του. Μια κίνηση που αναγκάζει το tshirt του να ανασηκωθεί ελάχιστα στην κοιλιά και να μου αποκαλύψει το ηλιοκαμένο γυμνό του δέρμα. «Και έχεις δίκιο», συνεχίζει πιάνοντας το βλέμμα μου το οποίο έχει αγκιστρωθεί στην κοιλιά του. «Όντως πίστευα πως θα σε απομάκρυνε η ηλικία μου».
«Γιατί έχεις κόλλημα με την ηλικία; Δεν σου έχει τύχει άλλη εικοσιδυάχρονη;» ρωτάω και με δυο μεγάλα βήματα βρίσκεται να στέκεται ακριβώς από πάνω μου, δημιουργώντας μου μια ξαφνική και άνευ προηγουμένου επιθυμία να χώσω τα χέρια μου μέσα από το μπλουζάκι του και να αισθανθώ το κορμί του. Δεν το κάνω όμως...Στέκομαι ακίνητη καθώς πιάνει τα μπράτσα της πολυθρόνας αιχμαλωτίζοντας με ανάμεσα στα χέρια του και χαμηλώνει για να φτάσει στο ύψος μου.
«Δεν μου έχει τύχει άλλη τόσο ομιλητική...» λέει χαμηλόφωνα με εκείνη την βραχνάδα στη φωνή του που μπορεί να με αποτελειώσει από στιγμή σε στιγμή. «Συνήθως τις προτιμώ αμίλητες. Εικοσιδιάχρονες ή μη!»
Χαμογελάω άκρως προκλητικά ενώ σέρνω τα χέρια μου από τις παλάμες του ως τα μπράτσα. «Τότε μάλλον και συγγνώμη που θα στο πω έτσι ωμά, αλλά το γούστο σου στις γυναίκες πρέπει είναι αξιολύπητο. Που σου χρησιμεύει μια γυναίκα αμίλητη;»
«Στην διατήρηση της ηρεμίας μου». Απαντά και τραβάει τα χέρια του μακριά καθώς ανασηκώνεται κανονικά στο ύψος του.
Πριν προλάβω και πάλι να του κλέψω εκείνο το φιλί...
«Άρα αυτό φταίει!», αναφωνώ ενθουσιασμένη με το νόημα που βγάζουν τα λόγια του. «Για αυτό προσπαθούσες τόσο επίμονα να με απομακρύνεις! Για αυτό αντιστέκεσαι ακόμα και τώρα. Πιστεύεις πως είμαι μπελάς!»
Σηκώνει τους ώμους του αδιάφορα και περπατά ως το μικρό ψυγείο που υπάρχει δίπλα από το τζουκ μποξ για να τραβήξει από μέσα του ένα μπουκάλι μπύρα. «Πιστεύω μόνο πως ορισμένες γυναίκες έχετε την τάση να κολλάτε επάνω μας σαν στρείδια».Χτυπάει το μπουκάλι με την παλάμη του στην γωνία του τζουκ μποξ και το πώμα αμέσως πέφτει στο πάτωμα.
«Τα στρείδια γορίλα μου, έτσι για να είσαι και εσύ καλά ενημερωμένος, θεωρούνται αφροδισιακά!», λέω κοιτώντας τον να κατεβάζει μια μεγάλη δόση μπύρας κατευθείαν από το μπουκάλι. «Αν και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, με σοκάρει που σου έχω δώσει αυτή την εντύπωση, μια και δεν έχω κολλήσει ποτέ σε κανέναν. Εκτός δηλαδή αν το εγώ σου είναι τόσο μεγάλο που θεωρείς πως όσες σε προσεγγίζουν αναπόφευκτα θα καταλήξουν να γίνουν τα στρείδια σου!»
Τα μάτια του παίρνουν μια αλλόκοτη έκφραση καθώς πλησιάζει νωχελικά τον καναπέ και κάθεται ξανά στην γωνία του. «Όλη αυτή η προσπάθεια που κάνεις για να φανείς δήθεν έξυπνη και ετοιμόλογη, μου σπάει εντελώς τα αρχίδια!»
Φέρνω θεατρικά το χέρι στο στόμα μου και προσποιητά σοκαρισμένη τον κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια. «Ω όχι μωρό μου! Όχι τα αρχίδια σου! Τα νεύρα σου ναι βεβαίως και το δέχομαι, αλλά τα αρχίδια σου...όχι, ποτέ δεν θα τολμήσω να σου τα σπάσω!» Γελάω σουφρώνοντας την μύτη και μισοκλείνοντας τα μάτια μου, αλλά δεν μοιάζει να εκτιμάει ιδιαίτερα την προσπάθεια μου προς λίγο ακόμα πείραγμα. Πίνει λίγη μπύρα κοιτώντας με πραγματικά ξενερωμένος και πλέον αρχίζω να πείθομαι πως το πολυπόθητο βράδυ μας, μάλλον θα καταλήξει στο μεγαλύτερο φιάσκο της ζωής μου!
«Πριν στο αυτοκίνητο, όταν ερχόμασταν ήσουν πολλή ήσυχη. Τι σε έχει πιάσει τώρα πάλι και δεν λες να το κλείσεις;» ρωτάει στερεώνοντας αθώα το μπουκάλι ανάμεσα στα πόδια του, μάλλον για να μου επιβεβαιώσει πως μπορεί να κολάσει μέχρι και τον ίδιο τον διάβολο.
«Μάλλον εσύ μου το προκαλείς! Με κάνεις να αισθάνομαι άνετα, για αυτό μιλάω πολύ!», ειρωνεύομαι και σφίγγει το σαγόνι του.
«Ώστε άνετα ε;» αναρωτιέται και του γνέφω χαμογελαστή. «Οκ, αφού αισθάνεσαι τόσο άνετα λέγε τότε».
«Τι θέλει να ακούσει το αγόρι μου, να του το πω αμέσως!» Λέω όλο νάζι το οποίο διαρκεί ελάχιστα.
«Ποιος ήταν ο τύπος;» ζητά να μάθει κατεβάζοντας απότομα μια γουλιά μπύρα και αυτό του το ερώτημα είναι ικανό να μου διαλύσει κάθε ίχνος διάθεσης. Ναι...εκείνης της διάθεσης που από την ώρα που φύγαμε από το Azur, προσπάθησα πολύ σκληρά να ανακτήσω πίσω.
«Κανένας!» Απαντώ αδιάφορα κουνώντας νευρικά το χέρι του.
«Τοσοδούλα, εκνευρίζομαι με τα ψέματα».
«Και όχι μόνο με τα ψέματα», κοροϊδεύω προσπαθώντας να αποφύγω την συνέχεια αυτής της κουβέντας. Μάταια.
Κρατάει το στόμιο του μπουκαλιού ανάμεσα σε δύο του δάχτυλα και σηκώνεται. «Σε κοιτούσα από απέναντι και είδα πως αισθανόσουν άβολα. Σήκωσε το χέρι του τρεις φορές συνολικά επάνω σου και προσπάθησες και τις τρεις να τον απομακρύνεις. Είναι έτσι ή δεν είναι;»
Η αναφορά και μόνο στα αγγίγματα του Κωνσταντίνου, χαρίζει μια δυνατή μαχαιριά στο κέντρο του στομάχου μου. Δεν θέλω να μιλάω για αυτόν. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι πως τον είδα σήμερα το βράδυ ούτε και πως χρειάστηκα την βοήθεια του γορίλα για να ξεφύγω.
«Κοίταξε, όπως εμένα δεν με αφορούν πολλά που έχουν να κάνουν με εσένα, έτσι δεν αφορά και εσένα όσα...»
«Είναι έτσι ή δεν είναι;» επιμένει μειώνοντας με ένα βήμα την απόσταση μας.
«Δεν σε αφορά», πετάω κοφτά. «Και μη περιμένεις να ακούσεις ευχαριστώ επειδή μπήκες στη μέση και σταμάτησες μια κατάσταση που είχα ήδη υπό έλεγχο!»
«Ήδη υπό έλεγχο; Εσύ έτρεμες σαν το ψάρι» με αντικρούει αμέσως με τίποτα παραπάνω από την ωμή αλήθεια.
«Δεν έτρεμα σαν το ψάρι!»
«Τι έκανες τότε;» ρωτάει με μια έκφραση απόλυτης κοροϊδίας στο πρόσωπο του και κάνει ένα ακόμα βήμα προς την πολυθρόνα μου. «Επίσης αυτό που είδα σήμερα το βράδυ σου συμβαίνει συχνά; Το έχεις συνήθειο να αφήνεις διάφορους τύπους να σε ακουμπάνε έτσι και να δείχνουν μπροστά σε ένα ολόκληρο μαγαζί πόσο πολύ θέλουν να σε γαμήσουν;»
Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά άλλες λέξεις να αρθρώνονται τόσο καθαρά. Όπως επίσης δεν έχω ακούσει και ποτέ ξανά λόγια που είναι ικανά να ραγίσουν τον έμφυτο τσαμπουκά μου. Λόγια σαν αυτά που μόλις μου χάρισε και που με κάνουν να τιναχτώ όρθια, να σφίξω τις γροθιές μου και να σταθώ απέναντι του έτοιμη να αντιμετωπίσω όσα ακριβώς σιχαίνομαι σε αυτό το νησί.
«Είσαι τόσο...»
«Τι;» με διακόπτει με ένα χαμόγελο σαν να διασκεδάζει πραγματικά με την αντίδραση μου.
«Μαλάκας!» Τον βρίζω με μανία, μαχόμενη σθεναρά την επιθυμία να τινάξω τη μπουνιά μου στην χοντρή του μύτη!
Και εκείνος γελάει προς απάντηση στην βρισιά μου. Γελάει λες και δεν ενδιαφέρεται. Γελάει και χάνω κάθε ισορροπία. Κάθε δύναμη.
«Ναι πιθανότατα να είμαι μαλάκας. Σίγουρα δηλαδή είμαι, αλλά τουλάχιστον δεν την πέφτω σαν ξελιγωμένος στις γκόμενες. Καλύτερα μαλάκας παρά τελειωμένο λιγούρι!» Κλείνει το μάτι του όλο υπονοούμενα και δεν καταλαβαίνω αν ακόμα αναφέρεται στον Κωνσταντίνο. Δεν καταλαβαίνω τίποτα...
Χαλαρώνω τις γροθιές μου και απομένω να τον κοιτάζω στα μάτια, ψάχνοντας να βρω κάτι που μάλλον δεν υπάρχει...«Θέλεις να με κάνεις να αισθανθώ άσχημα; Αυτό είναι;»
Γνέφει αρνητικά. «Όχι. Μια χαρά τα καταφέρνεις και μόνη σου πιστεύω», σκύβει και αφήνει ένα φιλί στην κορυφή της μύτης μου πριν με αφήσει σύξυλη να τον κοιτάζω καθώς περπατά προς το μικρό ψυγείο με τις μπύρες. «Θέλεις κάτι να πιεις;» ρωτάει αδιάφορα.
Τόσο αδιάφορα, τόσο ψυχρά, τόσο απάνθρωπα...
«Γιατί με έφερες ως εδώ;» αναρωτιέμαι μα δεν μπαίνει καν στον κόπο να μου δώσει σημασία πόσο μάλλον να μου απαντήσει.
«Έκτωρ!» Φωνάζω και μόλις τον βλέπω να μου γυρνά την πλάτη και να ανοίγει το ψυγείο χάνω κάθε ίχνος ψυχραιμίας. Ορμάω καταπάνω του, γραπώνω τον αγκώνα του και απαιτητικά προσπαθώ να τον κάνω να στρέψει το θηριώδες σώμα του. «Με γουστάρεις ή όχι;»
«Θέλεις κάτι να πιεις;» ρωτάει ξανά απελευθερώνοντας εύκολα τον αγκώνα του από το αδύναμο κράτημα μου.
«Όχι. Θέλω να μου απαντήσεις!» ξεσπάω και με ένα δυνατό χτύπημα κλείνει την πόρτα του ψυγείου και στρέφεται απειλητικά να με κοιτάξει.
«Αλλιώς τι; Θα αρχίσεις να ουρλιάζεις πάλι;»
Μπορεί να μην καταλαβαίνω τίποτα, αλλά δεν τολμάω να κάνω πίσω. Δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Όχι ακόμα.
«Γιατί με έφερες ως εδώ;»
«Ποιος ήταν ο τύπος στο Azur;» επιμένει να μάθει αρπάζοντας απότομα το σαγόνι του στην χούφτα του.
Και οι γροθιές μου σχηματίζονται ξανά. Και δεν μπορώ να επιβληθώ σε αυτό που μου προκαλεί αυτή τη στιγμή. Και αποκρούω το άγριο άγγιγμα του με την μια μου γροθιά αφήνοντας την άλλη να προσκρούσει με φόρα στο στήθος του. «Για ποιον λόγο μου ζήτησες να έρθω στο γαμώσπιτο σου;» τσιρίζω προσπαθώντας να τον χτυπήσω ξανά, αλλά συγκρατεί τον καρπό μου πριν το καταφέρω.
«Μάλλον ήρθε η ώρα να επιστρέψεις σπιτάκι σου!» Δηλώνει με όλη εκείνη την εκνευριστική αλαζονεία που τον διακατέχει και απότομα με σπρώχνει μερικά βήματα μακριά για να αποτελειώσει απαθέστατος την μπίρα του.
Και ο έλεγχος μου χάνεται. Κάθε στιγμή της σημερινής βραδιάς μπερδεύεται μέσα στο κεφάλι μου και παράγει ένα αλλόκοτο κοκτέιλ συναισθημάτων.
«Να επιστρέψω;», τσιρίζω γελώντας σαν παρανοϊκή! «Με φέρνεις πρώτα καλά καλά εδώ πέρα και τώρα θέλεις να με επιστρέψεις; Γιατί; Επειδή δεν ξέρεις τι να μου απαντήσεις; Να χαρώ μωρέ εγώ έναν αντράκλα που μας το παίζει και πολλά βαρύς ενώ στην πραγματικότητα κατουριέται επάνω του επειδή ένα κοριτσάκι τόλμησε να του την πέσει τόσο στεγνά!»
Περιμένω μια αντίδραση. Μια ορμητική αντίδραση ή έστω μια που θα μου δηλώσει πως μπορώ και εγώ να τον επηρεάσω στο βαθμό που επηρεάζει εκείνος εμένα. Η απάθεια του βέβαια, δύσκολα μπορεί να συνταραχτεί. Αδειάζει μια τελευταία σταγόνα μπίρας στο στόμα του και έπειτα με κοιτάζει χαμογελαστός, προτάσσοντας το μπουκάλι.
«Τι θέλεις κοριτσάρα μου; Να γαμηθείς; Δεν κρατιέσαι να ανοίξεις τα πόδια σου στον οποιοδήποτε για να ηρεμήσεις; Αν είναι έτσι ορίστε...πάρε το μπουκάλι να κάνεις την δουλειά σου μπας και σταματήσεις να παρακαλάς τόσο πολύ για έναν πούτσο!»
Η εμμονή είναι άτιμο πράγμα. Σε συνδυασμό και με το πείσμα...μπορεί να γίνει ολέθριο. Αν προσθέσουμε κιόλας και λίγη παράνοια στο μείγμα, τότε...ποιος θα τολμήσει να σταματήσει την πυρηνική ενέργεια που είναι βέβαιο πως θα προκληθεί;
«Βρε μήπως τελικά περνάς πολύ καλύτερα από όσο θα παραδεχόσουν ποτέ με τους δύο φουσκωτούς σου και όλες αυτές τις δίμετρες γκόμενες τις έχεις από δίπλα σου έτσι για να θολώνεις τα νερά του νησιού;» τον προκαλώ ξεσηκώνοντας κάθε απόθεμα θράσους που έχω μέσα μου και με ένα χαμόγελο στα χείλη που θυμίζει έντονα το δικό του.
Ή έστω εκείνο που είχε μέχρι και πριν από λίγα δευτερόλεπτα.
«Δεν το βουλώνεις σιγά σιγά λέω εγώ;» προειδοποιεί κάνοντας ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος μου, με προτεταμένο ακόμα το μπουκάλι.
«Γιατί; Μήπως επειδή λέω την αλήθεια;», τον αντικρούω δίχως να με πτοεί η τρομακτική έκφραση στο πρόσωπο του, ούτε και τα μάτια του που γυαλίζουν επικίνδυνα. «Έλα τώρα γοριλάκι μου, δεν είναι κακό ούτε κάτι άξιο ντροπής να το παραδεχτείς. Θα ανακουφιστείς και εσύ ο ίδιος δηλαδή. Άσε που θα μπορούσαμε κιόλας να μιλάμε άνετα για τα αγόρια σου. Έχω πολλούς φίλους γκέι πίσω στο Παρίσι! Αλήθεια τι προτιμάς να είσαι; Παθητικός ή ενεργητικός; Ή μήπως...»
Δεν καταφέρνω να ολοκληρώσω.
«Άντε και γαμήσου, τοσοδούλα!» Βρυχάται πετώντας με οργή το μπουκάλι της μπίρας στα πόδια μου και καθώς αναπηδάω προς τα δεξιά για να αποφύγω το χτύπημα και τα γυαλιά που εκτοξεύονται, εκείνος βρίσκει την ευκαιρία και κλείνει το χέρι του γύρω από τον λαιμό μου.
Με κοιτάζει να του γελάω προς απάντηση της έκρηξης του. Με κοιτάζει να μην κάνω πίσω. Μα γιατί να κάνω τώρα πίσω; Δεν αισθάνομαι τρόμο. Μόνο επιθυμία. Μόνο φωτιά. Μόνο...
«Γάμησέ με εσύ ρε δειλέ, αν έχεις τα αρχίδια!» Τον προκαλώ με όλη τη τόλμη ενός τρελού και δεν ξέρω αν φταίει η πρόκληση μου, η χειροπιαστή ένταση που υπάρχει ανάμεσα μας ή η φυσική του επιθυμία προς κυριαρχία, που τον κάνει να σφίξει περισσότερο τον λαιμό μου μέσα στο χέρι του και να ξεκινήσει να με σπρώχνει γρήγορα προς τα πίσω.
«Θα σου κάνω κάτι περισσότερο από αυτό!» Γρυλίζει ρίχνοντας το σώμα μου στην γωνία του καναπέ φέρνοντας το δικό του απειλητικά να σταθεί από πάνω μου.
«Τι; Τι θα κάνεις;» τον τσιγκλάω επιδεικτικά σηκώνοντας το πόδι μου στον γλουτό του και ας πνίγομαι από το κράτημα του. «Τι μπορείς να μου κάνεις;»
Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον αστράγαλο μου και έπειτα χαμογελάει σαδιστικά καθώς χώνει το ελεύθερο χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου για να τραβήξει βίαια στην άκρη το εσώρουχο μου και να εισχωρήσει απροειδοποίητα δύο του δάχτυλα στον κόλπο μου. «Κάτι που θα σε κάνει επιτέλους να βγάλεις τον σκασμό!»
Βέβαια είναι αδύνατον να βγάλω τον σκασμό ακόμα και αν το θέλω! Αδύνατον να μην αφήσω την τόσο δυνατή μου κραυγή να βγει κατευθείαν από τα βάθη της κοιλιάς μου και αντηχεί σε ολόκληρο το σαλόνι! Αδύνατον να μη παρασυρθώ από την απότομη ικανοποίηση που μου χαρίζει αυτή του η εισβολή. Αδύνατον να μην προσπαθήσω να κρατηθώ από τα μπράτσα του αγκομαχώντας και αδύνατον να μην κραυγάσω ξανά την στιγμή που βγάζει τα δάχτυλα του από τον κόλπο μου για να τα χώσει στο στόμα μου και να ορμήσει στο αυτί μου τραβώντας βάναυσα τον λοβό μου ανάμεσα στα δόντια του!
«Έχεις πάρει χαμπάρι πως σήμερα θα σε τερματίσω;» ρωτάει αναπνέοντας βαριά ενώ συνεχίζει να σφίγγει τον λαιμό μου και να στριφογυρίζει τα δάχτυλα του μέσα στο στόμα μου.
Δεν μπορώ να του απαντήσω. Δεν μπορώ να μιλήσω. Μπορώ όμως να στροβιλίσω την γλώσσα μου γύρω από τα δάχτυλα του, να τα ρουφήξω βαθιά ως το λαρύγγι μου και τέλος να τα δαγκώσω με δύναμη, αναγκάζοντας τον να τα τραβήξει απότομα έξω, μόνο και μόνο για να τα επιστρέψει ακόμα πιο άγρια πίσω στον κόλπο μου.
«Αν δεν ηρεμήσεις...το επόμενο που θα μπει στο στόμα σου θα είναι ο πούτσος μου!» Προειδοποιεί με μια ακόμα δαγκωματιά στο αυτί μου και ξεσπάω σε γέλια. Όσο βέβαια αυτό είναι δυνατόν.
Σηκώνω και το άλλο μου πόδι γύρω του, φροντίζοντας να καρφώσω τα τακούνια μου στους γλουτούς του και τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου. «Μάλλον ξέχασες πως δεν γλείφω...» τολμάω να του πω για ακόμα μια φορά το ψέμα μου και ξαφνικά ακινητοποιεί τα δάχτυλα του. Ή αυτό τουλάχιστον με αφήνει να πιστέψω.
«Ποιος μίλησε για γλείψιμο;» ψιθυρίζει αισθησιακά, και απότομα αποτραβιέται μακριά από το αυτί μου, δίνοντας μου την ευκαιρία να τον κοιτάξω ξανά μέσα στα μάτια.
«Τότε;» αναρωτιέμαι και είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που σπρώχνει τα δάχτυλα του βαθύτερα στον κόλπο μου πιέζοντας εν συνεχεία τις άκρες τους, στο πρόσθιο τοίχωμα του.
Μου κόβεται η ανάσα. Τα μάτια μου σφραγίζουν. Τα νύχια μου χώνονται στα μπράτσα του, τα τακούνια μου υψώνονται ως την μέση του και η λεκάνη μου τινάζεται από τον καναπέ σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί την απότομη έξαρση αυτής της περίεργης αίσθησης!
«Τι στο διάολο κάνεις;» καταφέρνω να ρωτήσω μέσα στα αγκομαχητά μου, μόλις επαναλαμβάνει δύο φορές την κίνηση του και με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη, αυξάνει στιγμιαία την πίεση που ασκεί στον λαιμό μου πριν τελικά τον απελευθερώσει και ανασηκώσει το βάρος του από πάνω μου.
«Αυτό που ούτε εσύ η ίδια δεν ξέρεις να κάνεις στον εαυτό σου!» Λέει καθώς αφαιρεί τα δάχτυλα του από μέσα μου για να αρπάξει τους αστραγάλους μου και να με τραβήξει σαν τσουβάλι ως την άκρη του καναπέ.
Θα έπρεπε να είχα λίγη αξιοπρέπεια και να απαντήσω με τον ανάλογο τρόπο στο σχόλιο του. Λίγη, ελάχιστη αξιοπρέπεια! Καθώς όμως τον κοιτάζω να ακουμπάει το γόνατο του στον καναπέ και να πιέζει τους μηρούς μου με τις παλάμες του για να ανοίξει διάπλατα τα πόδια μου μπροστά του, η αξιοπρέπεια μου με χαιρετάει από το κατάστρωμα του πλοίου που έχει ήδη ξεκινήσει να σαλπάρει για Ανκόνα!
Για αυτό κιόλας σηκώνω τολμηρά τα χέρια μου και τα κατευθύνω προς το παντελόνι του.
«Μάζεψε τα!» Με αποπαίρνει μόλις πιάνω την άκρη της ζώνης του μα δεν με ενδιαφέρουν άλλο πια οι ηλίθιες προειδοποιήσεις του!
«Όχι!», αντιγυρίζω με πείσμα γραπώνοντας το λουρί για να με βοηθήσω να ανασηκωθώ και να φτάσω λίγο πιο κοντά στο πρόσωπο του. «Θέλω να σε αισθανθώ! Δεν θα φύγω σήμερα από 'δω, αν δεν σε νιώσω μέσα μου!»
Και δεν ξέρω τι περιμένω ακριβώς να ακούσω ή έστω να λάβω ως απάντηση σε αυτή την τόσο αναμφισβήτητη δήλωση μου. Το να υπακούσει φαντάζει σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Το να μου δώσει αυτό που του ζητάω...σαν όνειρο θερινής νυχτός...Θερινής...όπως η σημερινή...
Το χέρι του επιστρέφει στον λαιμό μου και επιτακτικά με ξαπλώνει πίσω στον καναπέ. «Αυτό θα γίνει σε λίγο τοσοδούλα...», υπόσχεται «Αφού πρώτα βεβαιωθώ πως θα μπορείς να με αντέξεις...»
Γελάω. «Υπό ποια έννοια;»
«Υπό την έννοια πως όσο περισσότερο γελάς τώρα με αυτό το ηλίθιο γελάκι σου, τόσο περισσότερο συνεχίζει να μου σπάει τα νεύρα η φατσούλα σου. Και νομίζω πως θα πρέπει ήδη να έχεις καταλάβει τι συμβαίνει όταν μου σπάνε τα νεύρα...»
Σηκώνω το χέρι μου και μιμούμαι ένα στόμα που ανοιγοκλείνει. «Μπλα...μπλα...μπλα...» κοροϊδεύω αν και ξέρω πως είμαι στην πλέον μειονεκτική θέση! «Τι γίνεται τώρα ρε 'σύ γορίλα; Όσα δεν έχεις πει τόσες μέρες θα τα πεις μαζεμένα τώρα; Μήπως καθυστερείς επίτηδες; Εντάξει δε λέω πως είσαι και είκοσι χρονών για να σου σηκώνεται αμέσως αλλά υποτίθεται πως εσείς οι σαραντάρηδες....»
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω. Δεν με αφήνει. Τα δύο του δάχτυλα βρίσκουν ξανά τον δρόμο τους πίσω στον κόλπο μου και ο χοντρός του αντίχειρας απότομα ξεκινά να τρίβει την κλειτορίδα μου πάνω από το εσώρουχο μου.
«Κανονικά θα έπρεπε να σε αφήσω έτσι και να ασχοληθώ μόνο με την πάρτυ μου αλλά δεν γαμιέται!», λέει χαμηλώνοντας το βλέμμα του ανάμεσα στα πόδια μου. «Όσο πιο πολύ χύσεις τώρα, τόσο πιο άνετα θα μπορώ να σε γαμήσω σε λίγο».
Τα δάχτυλα του δουλεύουν γρήγορα μέσα και έξω από το σώμα μου. Ξέρει να τα κινεί με απίστευτη δεξιότητα και ας φαίνεται κάπως άγαρμπο το θέαμα. Μα αυτό το θέαμα είναι που με εξιτάρει τόσο πολύ. Αυτές οι κινήσεις. Το γόνατο του που ακουμπά στην άκρη του καναπέ. Έτσι όπως είναι ακόμα όρθιος από πάνω μου για να συγκρατεί τον λαιμό μου στην χούφτα του. Τα μάτια του που επικεντρώνονται στην δουλειά των δαχτύλων του. Το σαγόνι του που σφίγγει κάθε φορά που χτυπάει βαθύτερα στον κόλπο μου. Τα χείλη του που συσπώνται από έναν απίστευτα ερεθιστικό θυμό. Και ύστερα το σώμα του...η θέα της πρισμένης του στύσης που κάνει το παντελόνι του να φουσκώνει. Τα διογκωμένα μπράτσα του. Οι έντονες φλέβες που διακρίνονται στα χέρια του...Οι δύο ασημένιες αλυσίδες στον λαιμό του που μπλέκονται μέσα σε ένα χρυσό σταυρό...
Τον κοιτάζω συνεπαρμένη. Χάνομαι στην αίσθηση που μου χαρίζει με τόση αφοσίωση. Δεν θα καταφέρω να αντέξω για πολύ. Το ξέρω, το αποδέχομαι...και δεν με νοιάζει να αποδείξω τίποτα.
Μα μόλις σηκώνει τα μάτια του από τον κόλπο μου για να με κοιτάξει, μόλις ασκεί λίγη ακόμη πίεση στον λαιμό μου την στιγμή που ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου, μόλις χαμηλώνω το βλέμμα μου στα υπέροχα δάχτυλα του...μόλις ακούω τον ήχο που παράγουν τα υγρά μου νιώθοντας τα να με πλημμυρίζουν ολόκληρη, μόλις αναστενάζω βαριά και επιστρέφω την προσοχή μου στο πρόσωπο του...μόνο τότε...μόνο...νιώθω κάτι που δεν έχω αισθανθεί ξανά. Μια ανάγκη πρωτόγνωρη για εμένα. Απολαμβάνω να τον κοιτάζω. Ακόμα και αν είχα έναν καθρέπτη απέναντι μου...πάλι θα κοιτούσα εκείνον. Όχι εμένα. Μόνο εκείνον. Μόνο τα δάχτυλα του. Το πρόσωπο του. Το μεγαλόσωμο παρουσιαστικό του που υπόσχεται μόνο σωματική καταστροφή...
Μπορεί και να το καταλαβαίνει. Μπορεί να αντιλαμβάνεται από τις κοφτές ανάσες μου ή από τα ασυναίσθητα συνεχόμενα νεύματα του κεφαλιού μου -τα οποία τον παρακαλάνε σιωπηλά να συνεχίσει, πως στο σώμα μου αρχίζει να μετρά αντίστροφα σε κάθε νέα του διείσδυση.
«Σε νιώθω...», με επιβεβαιώνει σπρώχνοντας με να ξαπλώσω πίσω στον καναπέ. «Εδώ...», προσθέτει καθώς κρατάει μέσα μου τα δάχτυλα του και ξεκινά να τα κινεί γρήγορα προς τα μπροστά σαν να θέλει να τα βγάλει μέσα από το δέρμα μου.
Η αίσθηση αλλάζει μορφή. Συγκεντρώνεται ολόκληρη στο σημείο που χτυπάει με τις άκρες των δαχτύλων του, κάνοντας το πρόσωπο μου να πάρει μια αξιολύπητη έκφραση. Την νιώθω. Σε κάθε νεύρο στο μέτωπο μου που ζαρώνει, στο στόμα μου που ανοίγει, στα μάτια μου που γουρλώνουν...σε εκείνη την φωνή που παλεύει μάταια να σχηματίσει μια πρόταση...
«Θα...», τραυλίζω μέσα σε μια σειρά αγκομαχητών που δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω.
«Θα τι;» ο αντίχειρας του τρίβει την κλειτορίδα μου σαν να είναι η άκρη μιας σκληρής γλώσσας και οι μύες των μηρών μου αρχίζουν ενστικτωδώς να σφίγγονται.
«Θα με κάνεις να τελειώσω...» παραδέχομαι αρπάζοντας την λαιμόκοψη από το μπλουζάκι του και και εκείνος χαμογελάει.
«Τότε είσαι μια χαρά έτοιμη!» Ανακοινώνει με έναν σαρκαστικό τόνο στη φωνή του και απότομα σταματά κάθε του κίνηση.
Ο λαιμός μου απελευθερώνεται, ο κόλπος μου αδειάζει, και η κλειτορίδα μου συνεχίζει να πάλλετε μόνη της, αναζητώντας διακαώς την τριβή του.
«Θα αστειεύεσαι!» Τσιρίζω μουδιασμένη σφίγγοντας πιο δυνατά το μπλουζάκι του μόλις εκείνος τολμάει να τραβήξει το γόνατο του από τον καναπέ. «Πας καλά; Βάλε ξανά τα δάχτυλα σου και τελείωσε αυτό που άρχισες!»
Βαστά τον καρπό μου, κατεβάζει το χέρι μου από πάνω του και σηκώνεται. «Αυτό που άρχισα μπορείς να το τελειώσεις και μόνη σου. Μεγάλο κορίτσι είσαι!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση!» Αντιδρώ και όπως όπως μαζεύω τα πόδια μου έτοιμη να σηκωθώ και εγώ για να τον αντιμετωπίσω για ακόμα μια φορά!
Την στιγμή όμως που τα πέδιλα μου ακουμπούν το γκρίζο μάρμαρο, η βάση της κοτσίδας μου βρίσκεται ξαφνικά μέσα στην παλάμη του και με ένα επίπονο τράβηγμα το πρόσωπο μου ανασηκώνεται προς τα πάνω.
«Ναι και όμως υπάρχει...» χαμηλώνει ελάχιστα από πάνω μου και τρίβει τα γένια του καθώς τραβάει ξανά την βάση της κοτσίδας μου...λίγο πιο δυνατά...λίγο πιο ερωτικά...λίγο πιο σαδιστικά...«Γιατί σήμερα τοσοδούλα, θα χύσεις μετά από εμένα και θα το κάνεις μόνο για εμένα! Γύρνα!» Διατάζει απελευθερώνοντας τα μαλλιά μου.
Δεν μπορώ να τον υπακούσω. Κάπου...μέσα σε όλο αυτό που μου συμβαίνει...κάπου μέσα στις κινήσεις του...στο βλέμμα του...κάπου νομίζω πως έχω χαθεί. Φταίνε τα μάτια του. Το μαύρο τους χρώμα. Η γυαλάδα τους. Ο κίνδυνος που εκπέμπουν. Ίσως να φταίει και εκείνες οι ρυτίδες που έχουν σκαφτεί βαθιά στο πρόσωπο του για να χωρίζουν τα μάγουλα του από το στόμα.
Ένα στόμα που δεν έχω αγγίξει ακόμα...Ένα φιλί που δεν μου έχει δώσει. Ως πότε;
«Γύρνα είπα. Βαριέμαι να επαναλαμβάνομαι!», υψώνει την φωνή του καθώς βγάζει το πορτοφόλι του από την μπροστινή τσέπη του παντελονιού του.
Το ανοίγει βιαστικά, τραβάει από μέσα μια χρυσή συσκευασία προφυλακτικού και ύστερα το πετάει αδιάφορα στο γυάλινο τραπεζάκι.
«Δεν θέλω να γυρίσω. Θέλω να σε βλέπω!» Διαμαρτύρομαι ενόσω εκείνος λύνει με το ένα του χέρι την ζώνη και κατόπιν ξεκουμπώνει το κουμπί από το παντελόνι του.
Δεν συνεχίζει με το φερμουάρ. Μόνο με κοιτάζει και με ένα μικρό βήμα ορθώνει απειλητικά το ανάστημα του από πάνω μου. «Συνέχισε τότε...» προστάζει τραβώντας την άκρη της μπλούζας του πίσω από τον αυχένα για να την βγάλει και να την πετάξει στην πολυθρόνα στα αριστερά του.
Να συνεχίσω...Θέλω να συνεχίσω. Πεθαίνω να συνεχίσω, μα όλη μου η προσοχή αποσπάται από τον γυμνό πλέον κορμό του. Είναι φανερά βαρύς και τετράγωνος, το στήθος του απίστευτα μυώδες όπως ακριβώς είναι και τα μπράτσα του, ενώ στην κοιλιά του υπάρχει μια ελαφριά γράμμωση η οποία οφείλεται περισσότερο στον σωματότυπο του παρά σε κάποια άσκηση γυμναστικής. Το σώμα του είναι διαφορετικό από κάθε άλλο σώμα που έχω επιθυμήσει...Είναι τόσο διαφορετικό και τόσο...καθηλωτικά αρρενωπό. Επιβάλλετε δίχως να το προσπαθεί. Σου δημιουργεί μια περίεργη ανάγκη να αφεθείς....
Ανακάθομαι με τα γόνατα στον καναπέ και με τόλμη πιάνω το φερμουάρ ανοίγοντας το ως το τέρμα του. Το θέαμα της στύσης του, με κάνει να δαγκώσω τα χείλη μου και ανυπόμονα να αγκιστρώσω με τον δείκτη μου το κόκκινο λάστιχο από το μαύρο του μποξεράκι για να τον απελευθερώσω.
Και μόλις τον απελευθερώνω, μόλις τον βλέπω για πρώτη φορά, δίχως δεύτερη σκέψη υψώνω το βλέμμα μου για να βρω το αυτάρεσκο δικό του.
«Κατάλαβες τώρα, γιατί έπρεπε πρώτα να βεβαιωθώ πως θα με αντέξεις;» ρωτάει βραχνά κατεβάζοντας περισσότερο το παντελόνι και το μποξεράκι του στους γοφούς του.
Γνέφω. Σιχαίνομαι να το παραδεχτώ, αλλά έχει δίκιο. Και όχι, δεν έχει να κάνει τόσο το μήκος του, το οποίο σαφέστατα είναι κάτι παραπάνω από ιδανικό, αλλά κυρίως η μεγάλη του διάμετρος η οποία κανονικά δεν θα έπρεπε να μου κάνει τόση εντύπωση. Κρίνοντας δηλαδή από τη σωματοδομή του και μόνο, θα έπρεπε να είμαι λίγο πιο υποψιασμένη και να μην τον κοιτάζω λες και δεν έχω ξαναδεί πέος στη ζωή μου!
Φέρνει τη χρυσή συσκευασία στα δόντια του και την σκίζει γρήγορα. «Γύρνα» διατάζει ξανά καθώς φοράει επιδέξια το προφυλακτικό.
«Όχι! Δεν γίνεται να αρχίσουμε έτσι!», αντιδρώ αμέσως. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να...»
Πιάνει τα μάγουλα μου στην χούφτα του και με σταματά. «Μη φοβάσαι...» ψιθυρίζει και ακουμπάει το ένα του γόνατο στον καναπέ. «Ξέρω τι κάνω...»
Το ύφος του είναι θριαμβευτικό. Ο τόνος του αλαζονικός.
Ε όχι! Δεν θα του θρέψω τόσο εύκολα την ικανοποίηση του εγωισμού του!
«Δεν φοβάμαι!», ανταπαντώ αποδιώχνοντας το χέρι του και ελκυστικά του γυρνάω την πλάτη ανασηκώνοντας το φόρεμα μου.
Διακρίνω την σκιά του στον τοίχο να γιγαντώνεται καθώς παίρνει την θέση του πίσω μου και σπρώχνει την πλάτη μου για να με αναγκάσει να σκύψω πάνω στον καναπέ.
Στερεώνει το κορδόνι του στρινγκ μου με μια κίνηση πάνω στον έναν μου γλουτό, αρπάζει τα πλάγια της λεκάνης μου μέσα στα άγαρμπα χέρια του για να με βολέψει πιο κοντά στο σώμα του και γλιστράει αργά το κεφάλι του πέους του πάνω στα υγρά μου χείλη κάνοντας την είσοδο του κόλπου μου αμέσως να διασταλεί.
«Είσαι σίγουρη πως θες να συνεχίσεις;» τον ακούω να ρωτάει περιπαιχτικά και στρέφω το κεφάλι μου για τον κοιτάξω με την ανάλογη δυσαρέσκεια.
«Αρχίζω και βαριέμαι γορίλα!», τον προκαλώ και είναι ίσως το πιο έξυπνο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω. Το πιο έξυπνο και το πιο ηλίθιο ταυτοχρόνως!
Τα δάχτυλα του χώνονται βαθιά στο δέρμα της λεκάνης μου, και με μια απότομη κοφτή κίνηση που με κάνει να χάσω την ισορροπία των χεριών μου και να πέσω με τα μούτρα πάνω στον καναπέ, καρφώνει τους γλουτούς μου επάνω του και με μια ολική διείσδυση θάβεται μέσα μου, μουγκρίζοντας με ανακούφιση. Την ίδια ανακούφιση που αισθάνομαι και εγώ.
Σαφέστατα έχω ήδη ουρλιάξει από τον πόνο της εισβολής του και σαφέστατα έχω χάσει την ανάσα μου, αλλά για κάποιον λόγο, η πληρότητα που βιώνω τώρα, καθώς αρχίζει να μπαινοβγαίνει με έναν γρήγορο ρυθμό χτυπώντας αλλεπάλληλα στα ευαίσθητα τοιχώματα μου, δεν μου επιτρέπει να του ζητήσω να σταματήσει. Και εκείνος το καταλαβαίνει. Άλλωστε τα υγρά μου μπορούν να του επιβεβαιώσουν πως ό,τι και αν κάνει, όσο επίπονο και αν είναι λόγω της διαμέτρου του και των λαβών του στη λεκάνη μου, είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι...
Δεν με νοιάζει που είναι ήδη μέσα μου και ακόμα δεν έχουμε ανταλλάξει ένα πρώτο φιλί. Δεν με νοιάζει που είμαι ακόμα ντυμένη με το φόρεμα μου και εκείνος με το παντελόνι του, ούτε και που έχει επιλέξει την γωνία του καναπέ του και όχι το κρεβάτι του. Δεν με νοιάζει που τα πλάγια της λεκάνης μου σίγουρα θα μελανιάσουν από την δύναμη που ασκεί καθώς με αναγκάζει να χτυπάω γρήγορα επάνω στο πέος του, ούτε και πως οι κραυγές μου μπορούν να ακουστούν σε όλη την έκταση του οικοπέδου του!
Γιατί το μόνο που με νοιάζει...το μόνο που υπάρχει σαν σκέψη μέσα στο διαλυμένο μου μυαλό είναι πως...ό,τι και αν συμβαίνει εδώ πέρα...αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή είναι αυτό ακριβώς που αναζητούσα να συμβεί, από το πρώτο δευτερόλεπτο που αντίκρισα το λιοντάρι στην πλάτη του.
Οι ωθήσεις του συνεχίζουν να είναι το ίδιο βίαιες. Και σε κάθε καινούργιο του χτύπημα, βρυχάται όλο και πιο δυνατά. Και μόλις τολμάω να στρέψω κάπως το κεφάλι μου για να τον ψάξω με την άκρη του ματιού μου, αστραπιαία βγαίνει από τον κόλπο μου αρπάζοντας απότομα τους μηρούς μου για να με γυρίσει ανάσκελα.
Δεν υπάρχουν περιθώρια διαμαρτυρίας. Ακουμπά και το άλλο του γόνατο στην άκρη του καναπέ, κατεβάζει λίγο περισσότερο το παντελόνι μαζί με το μποξεράκι του και εγώ λαχανιασμένη μένω να τον κοιτάζω καθώς τραβάει το φόρεμα μου προς το κέντρο του θώρακα για να αποκαλύψει τα στήθη μου και να τραβήξει ταυτοχρόνως και τις δύο μου ρώγες ανάμεσα στα χοντρά του δάχτυλα.
«Έτσι ήθελες να παίξεις μαζί μου;» ρωτάει με εκείνο το δικό του χαμόγελο ενώ τσιμπάει πιο δυνατά τις ρώγες μου.
Η λεκάνη μου τινάζεται ανυπόμονη προς τα πάνω και ένα βογκητό βγαίνει από τα χείλη μου. «Βασικά, έτσι ήξερα πως θα έπαιζα μαζί σου...συνέχισε...» ζητώ τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τος γοφούς του.
Μια κίνηση που δεν φαίνεται να αποδέχεται μια και με ένα τελευταίο τσίμπημα στις ρώγες μου, σπεύδει να κατεβάσει τα πόδια μου, να μου αφαιρέσει όπως όπως το εσώρουχο και ύστερα να πιέσει τους προσαγωγούς μου να ανοίξουν επώδυνα πάνω στον καναπέ.
«Την τύφλα σου ήξερες!» Απαντάει κοφτά και έτσι όπως κρατάει ακίνητα τα πόδια μου, χαμηλώνει το πρόσωπο του και αφήνει λίγο από το σάλιο του να στάξει κατευθείαν πάνω στη κλειτορίδα μου.
Η αίσθηση είναι υπέροχη. Ειδικά τώρα που γλιστράει το κεφάλι του πέους του ανάμεσα από τα χείλη μου για να φτάσει ως την κλειτορίδα μου και να απλώσει το σάλιο του σε όλη την περιοχή ως την είσοδο του κόλπου μου.
«Συνέχισε...μπες...» τον παρακαλάω εκστασιασμένη και μου κάνει το χατίρι...
Φέρνει τα χέρια του κάτω από την λεκάνη μου σηκώνοντας την στο ύψος που χρειάζεται και επιστρέφει δριμύτερος μέσα μου, με μια βάρβαρη εισχώρηση που με κάνει ξανά να του χαρίσω ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό.
Όχι βέβαια πως αυτό επηρεάζει τον ρυθμό των επόμενων ωθήσεων του. Αντιθέτως μάλιστα. Η κάθε επόμενη είναι ακόμα πιο δυνατή. Η κάθε επόμενη τον φτάνει ως το πιο βαθύ σημείο μου. Η κάθε επόμενη κάνει τα μάτια μου να γουρλώνουν όλο και περισσότερο και το στόμα μου να ανοίγει αφήνοντας ελεύθερα όλα εκείνα τα επιφωνήματα ευχαρίστησης που συγκρατούσα εδώ και μια βδομάδα.
Μα είναι απολύτως φυσιολογικό να συμβαίνει αυτό. Το σώμα του είναι τεράστιο. Το δικό μου μικροκαμωμένο. Είναι πανεύκολο για εκείνον να με πηδάει με τον τρόπο που το κάνει τώρα και πανεύκολο για εμένα να αφήνομαι στην σωματική του δύναμη απολαμβάνοντας κάθε εκατοστό του...
«Τοσοδούλα έτσι και κάνεις το λάθος να χύσεις τώρα...θα σε βάλω στα τέσσερα και θα σε γαμήσω από πίσω» προειδοποιεί μόλις τα νύχια μου χώνονται στα μπράτσα του και ο κόλπος μου σφίγγεται γύρω από την αφύσικη περίμετρο του.
«Αυτό δεν είναι απειλή μωρό μου...» αναστενάζω και ανασηκώνομαι για να κρατηθώ από τον αυχένα του και να πιάσω τις αλυσίδες του ανάμεσα στα δόντια μου τραβώντας τες δυνατά...Τόσο δυνατά που η μια λεπτή χρυσή αλυσίδα με τον σταυρό του κόβεται και προσγειώνεται γρήγορα πάνω στο στήθος μου.
«Τι κάνεις γαμώ την Παν...» γρυλίζει κατευθείαν μα πριν ολοκληρώσει την βρισιά του προς τα θεία -ναι όσο οξύμωρο και αν είναι αυτό, σταματάει και μαζεύει την κομμένη αλυσίδα πετώντας την στο τραπεζάκι.
«Συγγνώμη...» ψελλίζω ναζιάρικα τρίβοντας την μύτη μου στις τρίχες του στήθους του.
«Δεν πειράζει», λέει με μια καθησυχαστική φωνή και πιάνει το πιγούνι μου σφιχτά στη χούφτα του. «Έλα σήκωσε το προσωπάκι σου να σε δώ...Κοίταξε με...» απαιτεί αρχίζοντας ξανά να μπαινοβγαίνει μέσα μου.
Λίγο πιο αργά αυτή τη φορά...
Κρατιέμαι καλύτερα από τον αυχένα του και σηκώνω τολμηρά το πρόσωπο μου για να τον κοιτάξω όπως μου ζητάει. Μα μόλις τα μάτια μου συναντάνε τα άγρια δικά του...τα χέρια μου λύνονται, η πλάτη μου επιστρέφει με σφοδρότητα πίσω στον καναπέ, ένα παράξενο κάψιμο συγκεντρώνεται στο μάγουλο μου και ένα βουητό αντικαθιστά την μέχρι πρότινος κανονική μου ακοή.
Και όμως συνεχίζω να τον κοιτάζω. Να τον κοιτάζω και να του γελάω ενώ συνεχίζει να με σφυροκοπά σαν να με μισεί πραγματικά.
«Ξανά...» ζητάω μέσα στα γέλια μου και η μεγάλη του παλάμη προσκρούει ξανά στο μάγουλο μου, προκαλώντας μου ένα τεράστιο κι απότομο κύμα έκστασης που με οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στον ξεχωριστό μου οργασμό.
Το απολαμβάνει όμως και εκείνος. Για αυτό δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Για αυτό απότομα αυξάνει περισσότερο τον ρυθμό του και οι φλέβες στον λαιμό του διακρίνονται πιο έντονες από κάθε άλλη φορά.
«Ξανά...», παρακαλάω και αυτή τη φορά, τυλίγει το χέρι του στον λαιμό μου, με σφίγγει δυνατά κρατώντας με ακίνητη να τον κοιτάζω και με χαστουκίζει ξανά πιέζοντας εν συνεχεία το μάγουλο μου με ασύλληπτη δύναμη πάνω στον καναπέ.
Ο πόνος μπερδεύεται με την αίσθηση της απόλυτης απόλαυσης. Η εμμονή μου οργιάζει. Δεν αντέχω άλλο να με συγκρατώ.
«Ξανά...σε παρακαλώ...», ζητάω απελπισμένα μα αυτή τη φορά δεν είναι πρόθυμος να με υπακούσει.
Τραβιέται έξω από τον κόλπο μου για να σηκωθεί στα πόδια του και δίχως να έχει αφήσει τον λαιμό μου, ούτε και να ενδιαφέρεται για τις έντονες παρακλήσεις μου να συνεχίσει, ξεκινά να με σέρνει ως την μέση του καναπέ, όπου κι με αφήνει απότομα για να μπορέσει να αφαιρέσει κάθε ρούχο που φοράει ακόμα απάνω του.
Μένει γυμνός μπροστά μου, έχοντας επάνω στον μηρό του μόνο εκείνη την μικρή οβάλ αυτοκόλλητη συσκευή και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως, δεν έχω δει ξανά άλλο αντρικό σώμα να εκπέμπει τόση τεστοστερόνη.
«Άφησε με να τελειώσω...είμαι τόσο κοντά», γκρινιάζω και φέρνει τον δείκτη του στο στόμα κάνοντας μου ένα επιτακτικό νόημα να σιωπήσω.
«Γόνατα στον καναπέ και γυρίζεις όπως είσαι», διατάζει κλωτσώντας μακριά από τα πόδια του τον σωρό από ρούχα και παπούτσια.
«Σε παρακαλώ θέλω να...», αρχίζω να λέω μα απότομα το βουλώνω.
Γυρίζει ελάχιστα το σώμα του για να μπορέσει να σπρώξει το γυάλινο τραπεζάκι και η κλεφτή, γρήγορη ματιά που ρίχνω στην πλάτη του με κάνει επιτέλους να βγάλω τον σκασμό!
Όση ανάγκη και αν αισθανόμουν για να τελειώσω μέχρι και πριν από ένα δευτερόλεπτο, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που αισθάνομαι τώρα ενώ βλέπω το μελάνι στο δέρμα του και η σκέψη μου γεμίζει με την αναπαράσταση του λιονταριού του...
Σηκώνομαι στα γόνατα και γυρνάω προς την ξύλινη επένδυση του τοίχου τουρλώνοντας όσο πιο πολύ μπορώ τους γλουτούς μου, ενώ εκείνος γονατίζει πίσω μου και ακουμπάει μόνο το ένα του πέλμα στον καναπέ.
«Νομίζω πως ήμουν ξεκάθαρος...» λέει χτυπώντας μια φορά δυνατά το πέος του στην κλειτορίδα μου. «Θα τελειώσεις μετά από μένα...και μόνο για εμένα...», συνεχίζει πλησιάζοντας το στόμα του στο αυτί μου και με μια απότομη εισβολή βρίσκεται και πάλι μέσα μου.
Κρατιέμαι από την πλάτη του καναπέ, πνίγω τα βογκητά μου και απλά γνέφω. «Μόνο για εσένα...», συμφωνώ στρέφοντας το κεφάλι μου.
Είναι τόσο κοντά μου. Τα γένια του γδέρνουν άγρια τον λαιμό μου, η μυρωδιά του τρυπώνει μανιακά στα ρουθούνια μου, το στήθος του πιέζει την πλάτη μου και οι γλουτοί μου χτυπούν αλλεπάλληλα πάνω στο σώμα του παράγοντας έναν υπέροχο συνεχόμενο ήχο.
Είναι τόσο κοντά μου που νιώθω το λαχάνιασμα του.
Είναι τόσο κοντά μου που βλέπω τις γωνίες των χειλιών του.
Τόσο κοντά μου...που τα γένια του τρίβονται στο μάγουλο μου.
Τόσο κοντά μου, που οι παλάμες του σφίγγουν γύρω από τον λαιμό μου, οι ωθήσεις του ξεφεύγουν πια από κάθε όριο και έτσι...μέσα σε όλη αυτή την τρέλα που επικρατεί...έτσι...δίχως να μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια...έτσι όπως στέκεται επιβλητικά από πίσω μου...έτσι όπως γυρνάει τον λαιμό μου και με τα δύο του χέρια...έτσι...έτσι...έτσι βρίσκει το στόμα μου.
Και μόλις βρίσκει το στόμα μου, μόλις εισβάλει την γλώσσα του ανοίγοντας τα χείλη μου με τα σκληρά δικά του, μόλις ρουφάει και δαγκώνει ό,τι δέρμα βρίσκει στο πέρασμα του δίχως να νοιάζεται για τον πόνο που μου χαρίζει μέσα από αυτό το πρώτο μας φιλί...μόνο τότε αρχίζω να συνειδητοποιώ πως δεν θα ήθελα να το είχε κάνει νωρίτερα. Πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή.
Και ρε γαμώτο μπορεί όντως να είμαι ηλίθια που το παραδέχομαι ανοιχτά, αλλά θεέ μου αυτός ο πόνος που έχει προέλθει τόσο από τα χαστούκια και τις βίαιες εισχωρήσεις, όσο και από αυτό το πραγματικά απάνθρωπο φιλί...γίνεται για εμένα το κύριο συστατικό της πυρηνικής μου αντίδρασης.
Το νιώθω ξανά και το νιώθει και εκείνος...
Για αυτό κιόλας σταματάει το φιλί μας και μεταφέρει τις παλάμες του από τον λαιμό μου στο στήθος μου.
«Είσαι απίστευτα σπαστικιά γκόμενα...», γρυλίζει σφίγγοντας δυνατά τις ρώγες μου και την στιγμή που με μια τελευταία βαθιά ώθηση αποτραβιέται ξανά έξω από τον κόλπο μου νομίζω πως θα χάσω τις αισθήσεις μου!
«Τι κάνεις ρε γαμώτο!», κλαψουρίζω χτυπώντας τις γροθιές μου στα μαξιλάρια και εκείνος κατευθείαν τραβάει την κοτσίδα μου για να σταματήσει την έκρηξη μου.
«Κατέβα στο πάτωμα», προστάζει ενώ τον νιώθω πίσω μου να αφαιρεί με μια σβέλτη κίνηση το προφυλακτικό.
«Ε λοιπόν ξέρεις κάτι; Αν εγώ είμαι σπαστικιά γκόμενα τότε και εσύ είσαι ο πιο χοντροκομμένος πιθηκάνθρωπος που έχει υπάρξει ποτέ!», φωνάζω αγανακτισμένη σπρώχνοντας τον μακριά με τους γλουτούς μου για να γυρίσω και να σταθώ απέναντι του.
Χαμογελάει ανεξιχνίαστα δείχνοντας με νόημα το πάτωμα και από την έκφραση του προσώπου του, μπορώ να καταλάβω πως αν δεν τον υπακούσω μέσα στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα, τότε σίγουρα θα βρει κάτι ευφάνταστο να μου κάνει για να με εκδικηθεί! Κάτι που θα παρατείνει ακόμα πιο πολύ τον οργασμό μου!
Θεέ μου, τι κάνει μια γυναίκα για να πετύχει έναν υπέροχο στιγμιαίο θάνατο!
Σηκώνομαι από τον καναπέ με έναν αναστεναγμό και κοιτώντας τον επιθετικά, γονατίζω στο μάρμαρο μπροστά του.
«Άνοιξε περισσότερο τα πόδια σου», απαιτεί φέρνοντας το ένα του πόδι ανάμεσα στα δικά μου.
Η προσοχή μου εστιάζει στο πέος του και συγκεκριμένα στο χοντρό του κεφάλι που στάζει στην άκρη του. Όπως το ίδιο στάζω και εγώ...
Μπορεί να είναι αφόρητα εξοργιστικός, να με παιδεύει, να με αρνείται ακόμα και τώρα, αλλά ρε γαμώτο...ρε νεράιδες μου...γιατί τον ρίξατε στον δρόμο μου; Γιατί νιώθω να κρατώ πινέλα;
Κάνω αυτό που μου ζητάει. Σέρνω τις κνήμες μου πάνω στο μάρμαρο για να ανοίξω περισσότερο τα πόδια μου και και απλώνω τα χέρια μου στους γλουτούς του έτοιμη να του αποκαλύψω το ψέμα μου.
Θέλω να το κάνω. Σε εκείνον.
Το στόμα μου ανοίγει καθώς πλησιάζω στο κεφάλι του πέους του, αλλά πριν καταφέρω να το βάλω στο στόμα μου, εκείνος με σταματάει σηκώνοντας το πιγούνι μου.
«Έχεις ματάρες το ξέρεις;» λέει και προτάσσει την ανοιχτή του παλάμη μπρος στο στόμα μου. «Γλείψε...»
Αυτό ήταν κομπλιμέντο σωστά; Ξεκάθαρο κομπλιμέντο! Αχρείαστο ωστόσο αυτή την ώρα αλλά...ίσως και να λειτουργεί...Ίσως...
Πόσα κομπλιμέντα έχω ακούσει όμως; Πόσοι με έχουν παινέψει για τον κώλο μου και τα στητά στρογγυλά βυζιά μου και για την υπέροχη αποτρίχωση μου και...για την καύλα που τους προκαλώ και...για το πόσο επιθυμούν να με χύσουν και...εγώ πάντα τους προλαβαίνω γιατί δεν με ενδιαφέρει να τους δω. Δεν με ενδιαφέρει πόσο τους καυλώνω. Με ενδιαφέρει πόσο γρήγορα μπορώ εγώ να τελειώσω και ύστερα απλά μένω να τους ανέχομαι...δίχως να σκέφτομαι τα ανούσια κομπλιμέντα τους.
Και εκείνος δεν διαφέρει, σωστά; Σωστά, Βικτώρια. Σωστά...
Γλείφω την παλάμη του αναπνέοντας γρήγορα και ακανόνιστα, νιώθοντας το σώμα μου να αντιδρά σαν να τον έχει ακόμα μέσα του.
«Αρκετά!», διατάζει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα τραβώντας μακριά την παλάμη του από το στόμα μου για να πιάσει σφιχτά το πέος του.
Ανοίγει πιο πολύ τα γυμνασμένα του πόδια και αρχίζει να ανεβοκατεβάζει γρήγορα την παλάμη του σε όλο του το μήκος φροντίζοντας να σφίγγει λίγο περισσότερο το σημείο του κεφαλιού του που ξεκάθαρα ξεχωρίζει.
Και σε κάθε σφίξιμο, ένα βαθύ βογκητό βγαίνει από τον λαιμό του.
Το θέαμα μου προκαλεί κάτι παραπάνω από έναν απλό ερεθισμό. Φταίνε μάλλον τα σκοτεινά του μάτια που δεν έχουν φύγει στιγμή από τα δικά μου. Η διαφορά ύψους μας που με κάνει να μοιάζω σαν κατοικίδιο στα πόδια του...Οι κινήσεις του και οι αναστεναγμοί του...
«Δείξε μου τον λαιμό σου», ζητάει αυξάνοντας αισθητά τον ρυθμό που παίζει το πέος του και σαν υπνωτισμένη τεντώνω το κεφάλι μου προς τα πίσω αφήνοντας τον λαιμό μου να φανεί.
Πιάνει τα δύο σχοινιά που δένουν χιαστί και συγκρατούν ακόμα το φόρεμα μου, και τραβώντας τα δυνατά για να μην ακουμπούν άλλο πια στο δέρμα μου, χαμηλώνει λίγο τα γόνατά του, πλησιάζει το πέος του προς τον λαιμό μου και συνεχίζει να παίζει μαζί του με έναν άγριο πλέον τρόπο.
Οι γλουτοί του πετρώνουν όπως τους αγγίζω. Οι φλέβες στον λαιμό του εμφανίζονται έντονα κάτω από τα γένια του. Το στήθος του φουσκώνει, η κοιλιά του σφίγγεται, τα φρύδια του σμίγουν, οι ρυτίδες γύρω από τα χείλη του σκάβονται βαθύτερα μέσα στο δέρμα του έτσι όπως μορφάζει σαν να πονάει και με έναν αλλόκοτο ήχο που θυμίζει έντονα εκείνον που βγάζει το ζώο που έχει αποτυπώσει στην πλάτη του, αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο...
Κάτι τον ακούω να λέει. Δυο λέξεις που δεν τις καταλαβαίνω. Δυο λέξεις στη γλώσσα του.
Και ύστερα...αισθάνομαι τα ζεστά του υγρά να πιτσιλάνε και να γεμίζουν κάθε εκατοστό του λαιμού μου. Αισθάνομαι τον πόνο που μου προσφέρει όταν αφήνει τα σχοινιά του φορέματος μου για να κρατηθεί από τον λαιμό μου και να συνεχίσει να με λερώνει στις κλείδες, στο πιγούνι, στις πρησμένος μου ρώγες...
Δεν έχω δει άλλον άντρα να αντιδρά έτσι κατά την διάρκεια της ολοκλήρωσης του. Δεν έχω ακούσει κανέναν τους να βρυχάται τόσο εκστατικά. Δεν έχω αντικρίσει άλλο σώμα τόσο μεγαλόσωμο να υψώνεται πάνω από το κεφάλι μου και να κρατά τον λαιμό μου σαν να είναι το μοναδικό πράγμα που τον κρατάει όρθιο. Ναι, αυτός ο τόσο μικρός λαιμός...
Δεν ξέρω και εγώ πόσα δευτερόλεπτα περνάνε μέχρι να ολοκληρωθεί η εκσπερμάτωση του. Ο χρόνος έχει χάσει κάθε έννοια. Απλά έχω απομείνει να τον κοιτάζω, λερωμένη πια από την απόδειξη του πάθους του για εμένα ξεχνώντας εντελώς την πίεση που ασκεί στον λαιμό μου...
Μια πίεση που αυξάνεται υπερβολικά μόλις παίρνει μια βαθιά ανάσα και απελευθερώνει την στύση του.
«Έτοιμη;», ρωτάει και σηκώνει το ένα του πέλμα ρίχνοντας όλο το βάρος στην φτέρνα του για να πλησιάζει το μεγάλο του δάχτυλο στον κόλπο μου.
Η αίσθηση με κάνει να επιστρέψω απότομα στην πραγματικότητα και να γνέψω γρήγορα αφήνοντας τους γλουτούς του για να φέρω τα δάχτυλα μου στην κλειτορίδα μου.
Το δάχτυλο του κινείται κυκλικά στην είσοδο του κόλπου μου, το κεφάλι του πέους του ακουμπά φευγαλέα στα χείλη μου και μόλις η γεύση του φτάνει στην άκρη της γλώσσας μου...τρελαμένη ξεκινάω να παίζω με τον εαυτό μου ψάχνοντας απελπισμένα την ικανοποίηση...
Μόνο που δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν το κάνω αποκλειστικά για εμένα...
Μόνο που τα δάχτυλα μου δουλεύουν γρήγορα γύρω από την κλειτορίδα μου γιατί πεθαίνω να με κοιτάζει...
Μόνο που καθώς το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του χώνεται ελάχιστα στον κόλπο μου και η χούφτα του τυλίγεται στην βάση της κοτσίδας μου ενώ παράλληλα πνίγει τον λαιμό μου...το σώμα μου μουδιάζει. Σταδιακά μα και απότομα ταυτοχρόνως.
Νιώθω τους μύες στην κοιλιά μου να κόβονται από μια κίτρινη φαλτσέτα. Οι συσπάσεις αρχίζουν να δονούν τον κόλπο μου και μόλις το στόμα μου ανοίγει για να κραυγάσει τον πόνο της απόλαυσης, εκείνος τραβάει τον λαιμό και την κοτσίδα μου, με ανασηκώσει ελάχιστα από το μάρμαρο...και πνίγει τα ουρλιαχτά του οργασμού μου μέσα σε ένα φιλί...
Και δεν μπορώ να βρω τον τρόπο να σταματήσω. Δεν αντέχω να αποσύρω τα δάχτυλα μου ούτε και να δεχτώ πως σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει.
Αφήνομαι στο στόμα του, στην γλώσσα του που εισβάλει βαθιά μέχρι τις αμυγδαλές μου και το ελεύθερο χέρι μου σηκώνεται αδύναμο σαν...σαν να παρακαλά...σαν να ζητά κάτι...σαν να ευχαριστεί...
Σαν...όχι...μη το σκεφτείς Βικτώρια. Δεν είναι αλήθεια. Το σώμα σου δεν θυμίζει εκείνο της νύμφης στον πίνακα του Μπέκλιν. Οι κινήσεις σας δεν είναι οι ίδιες. Μη το δεχτείς. Μην το σκέφτεσαι.
Μα το σκέφτομαι.
Κρεμιέμαι ολόκληρη από τους ώμους του καθώς με τραβάει να σταθώ όρθια και έτσι όπως τρέμω ακόμα και αγκομαχώ μέσα στο στόμα του, το σώμα μου τυλίγεται εύκολα γύρω από το δικό του, τα πόδια μου δένουν στους γοφούς του, το κεφάλι μου πέφτει αβοήθητο προς τα πίσω από το βίαιο τράβηγμα των μαλλιών μου, τα μάτια μου βιδώνουν τα δικά του και ο λαιμός μου τεντώνεται προς τον ουρανό εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια και κάθε δύναμη...
Το φιλί του ημερεύει και οι λαβές του χαλαρώνουν μαζί με την ανάσα του. Όπως το ίδιο συμβαίνει και με εμένα.
«Χριστέ μου, Έκτωρ...», μονολογώ μόλις μου στερεί το στόμα του και με αφήνει να πατήσω στο μάρμαρο, όπου και πέφτω ξανά κουρασμένη στα γόνατα προσπαθώντας να ανακτήσω ένα φυσιολογικό ρυθμό στην αναπνοή μου.
Εκείνος κάθεται στον καναπέ απλώνοντας τα μπράτσα του στα μαξιλάρια της πλάτης και μένει να κοιτάζει λαχανιασμένος το ταβάνι.
Μπουσουλάω κοντά του, φέρνοντας το σώμα μου ανάμεσα στα πόδια του και ακουμπάω το μάγουλο μου στον μηρό του χαϊδεύοντας απαλά την γάμπα του.
«Τι είπες πριν;» ρωτάω και χαμηλώνει το κεφάλι του για να με κοιτάξει.
«Πότε πριν;»
«Όταν τελείωνες κάτι είπες. Στα Σερβικά!», εξηγώ και σηκώνει ξανά το κεφάλι του στο ταβάνι αδιαφορώντας να μου δώσει μια απάντηση.
«Δεν θα μου πεις ;» επιμένω σέρνοντας το χέρι μου από την γάμπα στον μηρό του και με σταματά όταν διστακτικά αγγίζω την μικρή αυτοκόλλητη συσκευή.
«Όχι δεν θα σου πω», απαντά κοφτά συγκρατώντας τον καρπό μου.
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι!»
Γελάω και τρίβω το μάγουλο μου μέσα στις τρίχες του μηρού του. «Κλασική απάντηση γορίλα!» Κοροϊδεύω γλυκά.
Το ήρεμο γέλιο του που έρχεται σαν απάντηση στην κοροϊδία μου, με ανακουφίζει και σίγουρα μου δίνει την αυτοπεποίθηση που χρειάζομαι για να σκαρφαλώσω επάνω του, περνώντας τα πόδια μου δεξιά και αριστερά της κοιλιά του.
«Με χτύπησες...», μουρμουρίζω παραπονιάρικα καθώς κρύβομαι στο στήθος του και αγκαλιάζω τολμηρά τον ζεστό κορμό του.
«Σου άρεσε», απαντά κοφτά.
«Μπορεί. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν με πονάει τώρα το μαγουλάκι μου...»
Ακουμπώ το πιγούνι μου στο στέρνο του και τον κοιτάζω με μια κατσούφικη έκφραση στο πρόσωπο μου.
Τεντώνεται και αφήνει ένα φιλί στην κορυφή της μύτης μου. «Θα περάσει».
«Μα πονάω...», γκρινιάζω εντελώς ψεύτικα και μου χαμογελάει.
Βασικά χαμογελάει ειλικρινά. Πρώτη φορά και για λίγα δευτερόλεπτα μου χαμογελάει και μοιάζει να το εννοεί.
«Τώρα τι θα γίνει ρε τοσοδούλα; Ακόμα δεν τελειώσαμε και θα με αναγκάσεις να σε πηδήξω πάλι μήπως και σταματήσεις να μιλάς;»
«Ναι αμέ! Πλάκα θα είχε!» Τρίβομαι επίτηδες πάνω στο μισοπεσμένο πέος του και απότομα πιάνει τα πλάγια της λεκάνης μου για να με σταματήσει.
«Νόμιζα πως πονούσε το μαγουλάκι σου», ειρωνεύεται.
Και όχι μόνο το μαγουλάκι μου γορίλα μου! Το δέρμα δεξιά και αριστερά της λεκάνης μου πονάει φρικτά από τα κρατήματα του, ο λαιμός μου το ίδιο, για να μην μιλήσω για τις ρίζες των μαλλιών μου και κυρίως για τον οριακά σκισμένο μου κόλπο.
«Θέλω να μείνω...», ψιθυρίζω πλησιάζοντας στο στόμα του. «Θέλω να συνεχίσουμε...»
Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και αγκαλιάζει τους γυμνούς γλουτούς μου. «Ε, μείνε τότε».
«Μακάρι να μπορούσα. Αν δεν επιστρέψω σπίτι, η θεία μου θα φρικάρει εντελώς!»
«Τοσοδούλα είσαι σίγουρα άνω των δεκαοχτώ ε; Μη με πάνε μέσα!»
«Φυσικά και είμαι άνω των δεκαοχτώ!», αποτραβιέμαι από το στόμα του ενοχλημένη και κάπως προβεβλημένη. «Το άλλο Σάββατο μάλιστα γίνομαι εικοσιτρία! Απλά όταν επιστρέφω στην Κέρκυρα μένω στο πατρικό μου με την θεία μου, πράγμα που σημαίνει πως για να περάσω το βράδυ μου κάπου αλλού θα πρέπει πρώτα να την έχω ενημερώσει. Α και έχει υπόψιν σου πως μέσα μπορούν να σε πάνε ακόμα και αν είναι ενήλικη η κοπέλα. Αν δεν υπάρχει συναίνεση εννοώ!»
Με κλείνει γρήγορα μέσα στα μπράτσα του και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στο στόμα πριν με ξαπλώσει πίσω στο στέρνο του. «Τότε είμαι μια χαρά νόμιμος...», μουρμουρίζει στα μαλλιά μου και αρχίζει να σέρνει τα ακροδάχτυλα του στο μάγουλο, που πριν από λίγα λεπτά χαστούκιζε...
Η ανάσα του με ηρεμεί. Η μυρωδιά του με ταξιδεύει.
Δεν με ενοχλεί που δεν τον έχω σκουπίσει από πάνω μου, ούτε και πως το σώμα του είναι ιδρωμένο και τόσο μα τόσο ζεστό...
Κλείνω τα μάτια μου και σωπαίνω. Αγκαλιάζω την ηρεμία που υπάρχει γύρω μου με τον ίδιο τρόπο που εκείνος αγκαλιάζει το μικρό κορμί μου.
Μα η εμμονή...δεν έχει βρει την αγαλλίαση που έψαχνε εδώ και τόσες μέρες. Δεν έχω καταφέρει να την καθησυχάσω ή έστω να την πείσω πως...κερδίσαμε.
«Ενημέρωσε πως δεν θα επιστρέψεις...», τον ακούω να μου ψιθυρίζει με εκείνη την βραχνή φωνή η οποία είναι ικανή να χρωματίζει τον κενό καμβά που είναι τώρα το κενό μυαλό μου.
Σηκώνω το πρόσωπο μου από την ζεστή του κρυψώνα και έτσι όπως τα μάτια του είναι σφραγισμένα και ο αυχένας του ξεκουράζετε στην πλάτη του καναπέ, ακουμπάω αργά στα χείλη του, εξερευνώντας με την γλώσσα μου κάθε όμορφη γραμμή τους.
Δεν αντιστέκεται, ούτε όμως και μου ανταποδίδει. Ανοίγει μόνο τα μάτια του και μένει ακίνητος να αποδέχεται το φιλί μου.
Ξέρω πως πρέπει να τηλεφωνήσω στην Νόνα. Ξέρω πως δεν πρέπει να της κάνω ξανά το ίδιο πράγμα. Ξέρω πως δεν μπορώ να φύγω σήμερα από εδώ ύστερα από όσα με έκανε να αγγίξω...
Μα συνεχίζω να τον φιλάω και να χαϊδεύω το γυμνό του σώμα, ξεχνώντας όσα οφείλω να κάνω. Και αυτό...γιατί από τον λαιμό μου, στάζουν μονάχα σταγόνες πράσινου αψέντι...
Μέχρι τώρα στη ζωή μου, φαίνεται πως έχω μετανιώσει ειλικρινά, μόνο τέσσερις φορές.
Υποθέτω πως θα ακολουθήσει και μια πέμπτη. Το πότε, δεν μπορώ να το προβλέψω ούτε και να το καθορίσω. Άλλωστε δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ακόμα, που δύναται να με υποψιάσει.
Και όμως, μπορεί να κάνω λάθος. Πάντα υπάρχουν σημάδια. Πάντα υπάρχουν μικρές πινελιές...
Κλείνω τα μάτια μου, η άκρη της γλώσσας μου ακουμπάει την δική του και ο πίνακας του Μπέκλιν σχηματίζεται ολόγυρα μου.
Με κάνει τμήμα του.
Μας κάνει τμήμα του.
Βλέπω ολοζώντανα τα χρώματα του. Την τεχνική που έχει ακολουθήσει. Τα αντικείμενα που του υπέδειξε η μούσα του και εκείνος έπρεπε να μάθει να λατρεύει.
Οι κορμοί των δέντρων του, απλώνονται ψηλά πάνω από το κεφάλι μου και διακρίνω τα πολλαπλά σχήματα που δημιουργούν. Είναι ξανά το αγγλικό γράμμα V. Το καθιερωμένο σύμβολο της νίκης. Victory. Βικτώρια. Όπως το όνομά μου.
Ποιος έχει όμως κερδίσει;
Ποιος τα δημιουργεί αυτά τα σύμβολα;
Το μεγαλύτερο ποσοστό του πίνακα, πνίγεται στις σκιές. Μόνο ένα μικρό τμήμα έχει απομείνει να διαχειρίζεται με μέτρο το φως.
Και εκείνη δεν πατάει στο φως άλλο πια. Την τραβάει στην σκιά του...
Και δεν μπορώ να ξέρω τι υπάρχει γύρω τους. Ούτε εκεί πέρα μακριά στο βάθος.
Δεν ξέρω αν κάπου, κρύβεται το Νησί των Νεκρών της, ούτε και αν αυτοί οι δύο πίνακες ενσωματώνονται ο ένας στον άλλον για να δημιουργήσουν κάτι ανώτερο.
Θα μπορούσε να συμβεί και αυτό. Θα μπορούσε η φύση που έχει ζωγραφίσει ο Μπέκλιν στον πίνακα του Κένταυρος και Νύμφη, να είναι ένα μέρος κάπου βαθιά κρυμμένο στον άλλον του πίνακα. Εκεί...μέσα στο Νησί των Νεκρών του.
Ποιος όμως του επέτρεψε την είσοδο; Πως βρήκε την Νύμφη;
Και ύστερα; Όταν θα την πνίξει εντελώς μέσα στις σκιές του, τι θα συμβεί τότε; Θα σηκώνει ακόμα εκστασιασμένη το χέρι της; Θα φοβηθεί; Θα μετανιώσει; Θα μετανιώσει που δεν διδάχθηκε τίποτα από τις τραγωδίες της;
Ε λοιπόν, ευτυχώς που εγώ...δεν φοβάμαι τον Κένταυρο.
Μάλλον γιατί έμαθα με έναν σκληρό τρόπο, να προτιμώ χίλιες φορές τον άνθρωπο με το σώμα ζώου, παρά εκείνον με το ανθρώπινο σώμα και το κρυφό του κτηνώδες μυαλό...
Άλλωστε...καλύτερα να πεταλώνεις τέσσερα πόδια, παρά να σου ανοίγουν τα δικά σου.
Ακόμα και αν αυτά τα πέταλα, καταλήξουν στο τέλος να πατάνε τον λαιμό σου...
Άρνολντ Μπέκλιν - Κένταυρος και Νύμφη
Άρνολντ Μπέκλιν - Το νησί των νεκρών
⚜️🦁
Κοριτσάρες μου αγαπημένες καλησπέρα και....ναι μάλιστα, πολύ χαίρομαι βρε και εγώ που τα λέμε ξανά σε ένα ακόμα κεφαλαιάκι μας!
Και τι κεφαλαιάκι θα μου πείτε τώρα και με το δίκιο σας.
ΓΟΡΙΛΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΜΗΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΝΑ ΚΑΤΙ ΣΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ;
Εμ...λιώνω και σβήνω και χάνομαι και δεν ξέρω τι να πω για να περιγραψω αυτο το αγόρι και αυτό το τοσοδούλικο κορίτσι το οποίο ωστόσο πολύ ωραία πέρασε και μπράβο σου Βικτωρια μας.
Κάνεις περήφανη τη μαμά!
Όχι δηλαδή πως και ο γορίλας δεν πέρασε καλά. ΈΛΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΗΝ ΠΊΣΤΗ ΜΑΣ ΕΒΓΑΛΕΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΕ ΡΙΞΕΙ.
Εννοείται πως περιμένω εντυπώσεις και σε αυτό το σημείο να τονίσω πως ξεκίνησα να γράφω και σταματημό δεν είχα.
Δεν ξέρω πλέον ποιος από όλους είναι χειρότερος.
Όπως επίσης δεν ξέρω γιατί βγαίνουν όλα τα αγόρια μου τόσο διεστραμμένα.
Δεν βαριέστε βρε κορίτσια. Καλά να είμαστε να γράφουμε για αυτά τα πλάσματα.
Επίσης γορίλα μου, συγγνώμη εκ μέρους της κοντής που σου έκοψε το σταυρουδάκι σου και ειλικρινά προτίθεμαι να σου τον φτιάξω εγώ.
ΧΑΣΤΟΥΚΑ ΜΑΣ ΓΟΡΙΛΑ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΣΟΥ.
Πω πω θεε μου σε κάθε βιβλίο ξεφτιλίζομαι και περισσότερο αχαχχαχαχα!
Ευχαριστώ ωστόσο που καταλαβαίνετε και δεν με παρεξηγείτε.
Αντε και για να σοβαρευτώ λιγάκι, θα ήθελα να ξέρετε πως λάτρεψα την εισαγωγη και κυρίως αυτές τις εξομολογήσεις της Βικτώριας.
Την αγαπάω αυτή παιδιά. Δεν μου κρύβεται καθόλου. Ουρλιάζει να ακουστεί και ομολογώ πως μέσα από τα λόγια της βρίσκω και εγώ μια παράξενη αγαλλίαση που δεν ήμουν σίγουρη αν θα άξιζε τον κόπο.
Τελικά τον αξίζει.
Πολλά μπορούν να φύγουν από τους ώμους σου με λίγες λέξεις.
Αυτά από εμένα ομορφιές μου!
Μέχρι το επόμενο, σας στέλνω αγκαλιές ασφυκτικές!
Σας αγαπώ!
🦁Η Οφηλία σας 🦁
ΥΓ. ΚΑΛΕΕΕ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΤΟΣΟΔΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΓΟΡΙΛΑΣ ΜΑΣ!
Να ευχαριστήσω την Σόφη μου εννοείται που στέκεται βράχος δίπλα μου και με ακουει να αλλαζω γνώμες δεκαπεντε χιλιαδες φορες. Και φυσικά την κουμπαροκολλητη μου η οποία έχει βγάλει μαστίγιο και διαταζει να γράφω πιο γρήγορα!
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟ 'ΡΙΞΕ ΑΥΤΟ;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top