Άρης και Αφροδίτη


🦁

Στο διαμέρισμά μου, στο Παρίσι, πάνω στο περβάζι του παραθύρου μου, ανάμεσα στα πεθαμένα μου φυτά και στα τσίγκινα τενεκεδάκια γεμάτα με νέφτι, υπάρχει ένα ξύλινο μανεκέν.

Το κεφάλι του είναι βαμμένο με κόκκινη καρμίνα, τα πόδια του με πράσινο του καδμίου και το υπόλοιπο σώμα με Πρωσικό μπλε. Στηρίζεται σε ένα λεπτό σίδερο που χώνεται βαθιά στην λεκάνη του και όλα του τα άκρα, μαζί με το κεφάλι και τον κορμό του, είναι φοβερά ευλύγιστα, για να παίρνει την στάση σώματος που απαιτεί η περίσταση.

Έτσι, κάποιες φορές μοιάζει να είναι θυμωμένο, άλλοτε χοροπήδα ενθουσιασμένο στον αέρα και κάποιες φορές, -τις περισσότερες φορές, στέκεται γονατιστό, καλύπτοντας το πρόσωπο του με τα ξύλινα χέρια του για να μην το δει κανείς πως κλαίει.

Το όνομά του είναι Σόνια.

Του λέω καλημέρα κάθε πρωί που ξυπνάω, του μιλάω ακατάπαυστα τις ώρες που ζωγραφίζω στο μικρό μου ατελιέ, το κρύβω όταν χρειάζεται για να μην βλέπει την δική μου ξύλινη συμπεριφορά και φυσικά το κλωτσάω και το πετάω με μανία σε κάθε επιφάνεια του σπιτιού, όταν το πιάνω να με κοιτάζει με απογοήτευση στα ανύπαρκτα μάτια του.

Το κλωτσάω και το πετάω μέχρι να το δω να σπάει.

Έπειτα το μαζεύω στην αγκαλιά μου και προσπαθώ να το συναρμολογήσω ξανά. Δεν είναι εύκολο, αλλά πάντα καταλήγω κάπως να τα καταφέρνω.

Ωστόσο σε κάθε μια τέτοια μου έκρηξη, το ξύλινο μανεκέν καταλήγει πάντα, πάντα, να χάνει και από ένα του μικρό κομμάτι, το οποίο πλέον δεν το κάνει να λειτουργεί σωστά.

Έτσι αυτή τη στιγμή, η Σόνια, στέκεται μονίμως στα γόνατα και μπορεί να κρύψει τα ανύπαρκτα μάτια της μόνο με το αριστερό ξύλινο χέρι της, μιας και το δεξί έχει χάσει την ευλυγισία του.

Πως κατέληξε έτσι; Γιατί;

Εύκολες ερωτήσεις και περισσότερο εύκολο να απαντηθούν, αρκεί να έχω τα άντερα να αναπολήσω λιγάκι το κοντινό παρελθόν μου, ή όπως προτιμώ να το αποκαλώ..."η κορύφωση της περιόδου, του καλλιτεχνικού ρεύματος της συντριβής".

Έχω κάνει κάτι για το οποίο δεν καμαρώνω ιδιαίτερα. Κάτι το οποίο με έκανε έκτοτε να αναλογίζομαι συνεχώς και να αναρωτιέμαι αν τελικά αυτή είναι η πραγματική μου φύση. Αν αυτό που προκαλώ είναι αυτό που μου αξίζει πραγματικά.

Κατά τα τέλη της δεύτερης χρονιάς μου στην σχολή και ενώ βρισκόμασταν ήδη λίγο πριν το τέλος της εξεταστικής, άρχισα πραγματικά να αγχώνομαι για το αν τελικά θα κατάφερνα να μαζέψω τις εξήντα μονάδες που απαιτούνταν για να συνεχίσω στο επόμενο έτος. Μου απέμεναν μόνο δύο εργαστηριακά μαθήματα που έπρεπε πάση θυσία να περάσω και η προφορική μου εξέταση.

Στον τομέα της γλυπτικής ήμουν, είμαι και θα συνεχίσω να είμαι, άχρηστη και εδώ που τα λέμε, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε για ένα ολόκληρο εξάμηνο να διδαχτώ γλυπτική, σε υποχρεωτικό εργαστηριακό μάθημα.

Προσπάθησα πολύ. Σκέφτηκα πως αν εφάρμοζα τα όσα είχα μάθει από το σχέδιο πάνω στο μάρμαρο ή αν έστω το έβλεπα σαν έναν απλό καμβά, τότε ίσως και να είχα ελπίδες. Οι εργασίες μου μέσα στο εξάμηνο ήταν για κλάμματα, -κάτι που ο επίκουρος βέλγος καθηγητής γλυπτικής Ντενί Ρεντόν, φρόντιζε να μου το επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία, οπότε όλες μου οι ελπίδες στηρίζονταν στην εργαστηριακή εξέταση.

Μα δεν κατάφερα τίποτα. Πέντε ή έξι ώρες στεκόταν μπροστά μου το κομμάτι μαρμάρου και δεν ήμουν ικανή να το διαχειριστώ όπως έπρεπε για να δημιουργήσω κάτι. Το οτιδήποτε από το ελεύθερο θέμα που μας είχε δοθεί! Σκάλιζα και ξανά σκάλιζα μήπως και κατάφερνα να φτιάξω εκείνο τον μικρό αμφορέα που είχα στο μυαλό μου, αλλά το μόνο που μου έμεινε στο τέλος, ήταν ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα από τον καθηγητή και μπόλικη λευκή σκόνη στα ρούχα μου.

Ωστόσο δεν απογοητεύτηκα φοβερά όταν κατάλαβα πως αυτό το ηλίθιο εργαστήριο ίσως και να μου στερούσε τις λίγες ακόμα μονάδες που χρειαζόμουν για να συνεχίσω στο επόμενο έτος.

Και δεν απογοητεύτηκα, γιατί πρώτον είχα ήδη απογοητευτεί με την αποτυχία μου στα δύο σοβαρά εργαστηριακά μαθήματα του τομέα της ζωγραφικής, -τα οποία μου στέρησαν και τις περισσότερες μονάδες και δεύτερον γιατί...ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να παζαρέψω την γλυπτική μου ανικανότητα!

«Δεν μπορείς να αλλάξεις τον βαθμό σου, Βικτώρια! Κανείς δεν μπορεί!» Έλεγε και ξανάλεγε η Σεσίλ -κόρη του Ανρί, και ο δίδυμος αδερφός της Νταβίντ, συμφωνούσε ως συνήθως.

«Εγώ θα μπορέσω!» Απαντούσα με πείσμα και η ηλίθια τους γελούσα κατάμουτρα γιατί μάλλον δεν μου έφτανε που μέχρι πριν λίγο καιρό πηδούσα τον πατέρα τους, έπρεπε κιόλας να τους αποδείξω στα φανερά αυτή τη φορά, πως ό,τι και αν έμπαινε στο μυαλό μου, το πείσμα μου θα το κατακτούσε.

Και ναι, η αλήθεια είναι πως πράγματι κατάφερα να αλλάξω την βαθμολογία μου και συνέχισα στο επόμενο έτος με εβδομήντα μονάδες στο σύνολο της βαθμολογίας μου.

Πως το κατάφερα; Σχετικά...απλά.

Σχετικά πάντα...απλούστατα.

Ο σαρανταδυάχρονος Βέλγος Ντενί Ρεντόν, πέρα από ένας σπουδαίος και εξαιρετικός καθηγητής και γλύπτης, θεωρούνταν επίσης και ένας καταπληκτικός ζωγράφος στα στέκια των καλλιτεχνών του Παρισιού. Κάποιος που δούλευε μαγευτικά πάνω στο καλλιτεχνικό ρεύμα του ροκοκό, αδιαφορώντας μάλιστα για το αν το συγκεκριμένο ρεύμα είναι πλέον ξεπερασμένο στους κύκλους μας. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες άλλωστε επιλέγουν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, τον κυβισμό, το Μπάουχαους, το ποπ αρτ και το οπ αρτ και φυσικά τον κονστρουκτιβισμό. Ελάχιστοι από εμάς θα επιλέξουν συνειδητά να υπηρετήσουν το ροκοκό. Ίσως κατά πάσα πιθανότητα από φόβο πως δεν θα φτάσουν ποτέ το υψηλό επίπεδο των πρωτεργατών του.

Ο καθηγητής Ντενί Ρεντόν όμως, δεν φοβόταν τις συγκρίσεις.

Ήταν περίεργος άνθρωπος. Στο στόμα του είχε πάντα ένα στριφτό τσιγάρο, το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό, και πάντα έδινε την εντύπωση ενός βαθιά στοχαζόμενου καλλιτέχνη, ο οποίος στηρίζει κάθε λεπτό της ζωή του με βάση την τέχνη του.

Ήταν γοητευτικός ναι. Παράξενα γοητευτικός για την ακρίβεια. Ήταν ψηλόλιγνος, είχε καστανά ατημέλητα σγουρά μαλλιά, πράσινα μάτια, ένα βαθύ λακκάκι στο πιγούνι του, και όλα του τα ρούχα ήταν πάντα λινά και στις αποχρώσεις του χακί ενώ από το κεφάλι του δεν έλειπε σχεδόν ποτέ το μαύρο φεντόρα καπέλο του.

Ναι, ήταν πράγματι ένας ιδιόμορφος καλλιτέχνης.

Τόσο ιδιόμορφος που είχε ιδρύσει μάλιστα, μια μικρή λέσχη στον πρώτο όροφο του σπιτιού του, όπου παλιοί και νέοι καλλιτέχνες -αποκλειστικά άντρες, μαζεύονταν και είτε αντάλλασαν απόψεις πάνω στα καλλιτεχνικά ρεύματα, είτε έστηναν τους καμβάδες τους και δημιουργούσαν, είτε έπιναν και μαστούρωναν μέχρι πρωίας σε μια σκληρή αναζήτησή της χαμένης τους έμπνευσης.

Από όσα είχαμε ακούσει τότε, ήταν απίστευτα δύσκολο να σε δεχτεί ο Ντενί στην λέσχη του. Οι θέσεις ήταν λίγες και ήδη καπαρωμένες.

Όταν πήρα την απόφαση να του μιλήσω με απώτερο σκοπό την αλλαγή της βαθμολογίας μου στην εξέταση του, θυμάμαι πως δεν με κοίταξε στιγμή στα μάτια καθώς του μετέφερα τα παρακάλια μου. Κοιτούσε τους ώμους μου κάτω από το μπεζ τοπάκι μου, τους γοφούς μου, το στήθος μου, τα δάχτυλα των ποδιών μου...

Φυσικά ήταν ανένδοτος και ιδιαίτερα κατηγορηματικός ως προς την αλλαγή της βαθμολογίας μου, μέχρι την στιγμή που το χέρι μου παρορμητικά έπιασε το δικό του καθώς συνέχιζα να παρακαλώ για την χάρη του.

Κάτι άλλαξε εκείνο το δευτερόλεπτο. Τα μάτια του εστίασαν στα δικά μου και διακόπτοντας τα παρακάλια μου, με προσκάλεσε στην λέσχη του το ίδιο βράδυ.

Είχε πει πως, αν κατάφερνα να εντυπωσιάσω τους ομοτέχνους μας, τότε θα μου έκανε την χάρη και θα μου έδινε τις πολυπόθητες μονάδες που μου έλειπαν.

Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνα. Πίστευα πως θα πήγαινα εκείνο το βράδυ στο διόρωφο σπίτι του, θα έβγαζα τον καμβά μου και θα ζωγράφιζα κάτι που θα ήταν ικανό να εντυπωσιάσει. Έστω και λίγο.

Το θέμα είναι βέβαια, πως ο Ντενί ποτέ δεν μίλησε για καμβά ή για χρώματα λαδιού. Ποτέ δεν μου είπε πως θα έπρεπε να ζωγραφίσω κάτι. Εγώ είχα καταλάβει λανθασμένα.

Επέστρεψα στο σπίτι και για όλες τις υπόλοιπες ώρες, ξεσκόνιζα τα παλιά μου σχέδια και ξεψάχνιζα τα βιβλία μου, προσπαθώντας να αποφασίσω τι θα σχεδίαζα. Ο συμβολισμός ως το καλλιτεχνικό ρεύμα που αγαπούσα, ίσως να μην τους άρεσε αλλά ήθελα να ρισκάρω. Ετοίμασα το βαλιτσάκι μου με τα καλά μου πινέλα και τα χρώματα μου και ντυμένη με ένα λευκό καλοκαιρινό φόρεμα, και με τα μαλλιά μου ελεύθερα στην πλάτη μου, άλλαξα δυο συγκοινωνίες για να φτάσω ως το δέκατο έκτο διαμέρισμα και συγκεκριμένα ως την γειτονιά Λα Μουέτ.

Όλα έδειχναν να είναι φυσιολογικά. Όσο φυσιολογικό δηλαδή μπορεί να είναι το να πηγαίνεις σε ένα σπίτι όπου ο καθηγητής σου στεγάζει μια μικρή λέσχη καλλιτεχνών και εσύ έχεις προσκληθεί για να εντυπωσιάσεις με τα προσόντα σου, μήπως και έτσι προβιβαστείς στο επόμενο έτος της σχολής σου.

Με ποια προσόντα, αλήθεια; Ποτέ δεν αναρωτήθηκα για αυτό, σε όλη την διαδρομή. Ακόμα και αν είχα δει εκείνο το περίεργο βλέμμα του Ντενί. Ακόμα και αν βαθιά μέσα μου, γνώριζα που πήγαινα να μπλέξω.

Ναι, όλα έδειχναν φυσιολογικά και η υποδοχή του Ντενί ήταν εγκάρδια, αλλά την στιγμή που με οδηγούσε ως το ευρύχωρο σαλόνι του, το οποίο είχε μετατραπεί σε ένα κανονικό ατελιέ, το χαμόγελο μου άρχισε κάπως να μουδιάζει στο στόμα μου.

Υπήρχαν καβαλέτα, δερμάτινοι καναπέδες, καπνός από τσιγάρο και χασίς, γύρω στους δέκα καλλιτέχνες -οι οποίοι και αυτοί με υποδέχτηκαν το ίδιο εγκάρδια, όσοι τέλος πάντων είχαν τις αισθήσεις τους, ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι στη μέση του σαλονιού πίσω από το μεγαλύτερο καβαλέτο και βεβαίως γύρω στα δέκα δεκαπέντε νεαρά άτομα, αγόρια και κορίτσια, ντυμένα μόνο με ένα λεπτό διαφανές ύφασμα ή και εντελώς γυμνά, τα οποία πόζαραν σε διάφορες στάσεις μπροστά από τους καλλιτέχνες τους.

Ήταν τόσο υποκριτικά σοφιστικέ το όλο σκηνικό που φανταστείτε ενθουσιάστηκα αμέσως. Ήμουν άλλωστε στο Παρίσι, στη Μέκκα της τέχνης, μέσα σε ένα πανέμορφο διαμέρισμα, περιτριγυρισμένη από ομοτέχνους μου που δίπλα τους θα μπορούσα να κατακτήσω και λίγη γνώση παραπάνω, οπότε ήταν αδύνατο να μην νιώσω πως...μαζί τους σε εκείνη την μικρή λέσχη, ίσως και να γραφόμουν κάποτε στην ιστορία. Όπως έμειναν στην ιστορία και όλοι εκείνοι οι καλλιτέχνες που είχαν κάνει το Καφέ Λα Ροτόντ, σημείο συνάντησης τους.

Ο Ντενί προσπάθησε αμέσως να με κάνει να αισθανθώ άνετα στον χώρο αν και δεν χρειάζονταν. Δεν με κόμπλαραν τα γυμνά σώματα των νεαρών γύρω μου, ούτε τα πιο σκληρά ναρκωτικά και η κατάσταση μέθης των παρευρισκομένων. Είπαμε, ήταν τόσο υποκριτικά σοφιστικέ άλλωστε που μου ταίριαζε αισχρά.

Με γνώρισε σε όλους, με άφησε να επεξεργαστώ μόνη μου για λίγο τους καμβάδες και τα σχέδια τους, και έπειτα, όταν χαμογελαστή και ευδιάθετη, πήρα την θέση μου πίσω από ένα ελεύθερο καβαλέτο και άρχισα να βγάζω τα σύνεργά μου, ο Ντενί ορμητικά άπλωσε το χέρι του στη μέση μου πριν προλάβω να καθίσω στο σκαμπό και με τράβηξε στην αγκαλιά του οδηγώντας με στο δικό του καβαλέτο. Στο μεγαλύτερο καβαλέτο του σαλονιού, μπροστά από το σιδερένιο κρεβάτι.

Ακόμα δεν είχα καταλάβει πως δεν είχα πάει ως εκεί για να δημιουργήσω κάτι που θα τους εντυπωσίαζε.

Ο Ντενί με κοιτούσε βαθιά στα μάτια, με εκείνο το βλέμμα που μαρτυρούσε μια απότομη έξαρση έμπνευσης και ήταν τόσο κλισέ και κινηματογραφικά γοητευτικός, που αισθάνθηκα κατευθείαν σαν...σαν την μικρή μαθήτρια που ήμουν στην πραγματικότητα η οποία αναζητούσε διακαώς τον μέντορά της.

«Θέλω να μου δώσεις την έκσταση. Θέλω να σε αποτυπώσω εδώ, στον καμβά μου και κάθε φορά που θα σε κοιτάζω θέλω να βλέπω, την Φρέγια...Την ξέρεις την Φρέγια; Ήταν η πιο άγρια Θεά των Σκανδιναβών...η Θεά του έρωτα, του σεξ, του οργασμού...αντίστοιχη της δική σας Αφροδίτης. Αυτή θέλω να γίνεις σήμερα για εμένα...Της μοιάζεις τόσο πολύ άλλωστε...Το δέρμα σου, τα μαλλιά σου...το στήθος σου...»

Έτσι είχε πει και δεν είχα προλάβει να αρθρώσω λέξη όταν κατέβασε τις ράντες από το φόρεμά μου και άφησε το στήθος μου να φανεί μπροστά σε όλους. Προσπάθησα φυσικά αυτομάτως να καλυφτώ πίσω μα εκείνος είχε βαστάξει σφιχτά τους καρπούς μου κοιτώντας με διαπεραστικά.

«Είσαι μια ατελής θεά δεν το καταλαβαίνεις; Δεν το νιώθεις; Ντρέπεσαι να αποδεχτείς την φύση σου; Κοίταξε τους όλους και δες πως σε κοιτάζουν...δες πως ενώ είναι μαστουρωμένοι και μεθυσμένοι, το βλέμμα τους είναι επάνω σου. Σε θέλουν...θέλουν να σε κάνουν δική τους αλλά δεν μπορούν. Κανείς άντρας δεν μπορεί να σε φυλακίσει εσένα...Είσαι η Φρέγια...εκείνη που τους επιτρέπετε μόνο να λατρεύουν, να την κοιτάζουν από μακριά και να τους τυφλώνει η λάμψη του οργασμού σου...»

Τα λόγια του με είχαν μαγέψει. Ήταν σαν κάποιος να είχε βάλει μόλις φωτιά στο αψέντι μου. Ή απλά σαν κάποιος να είχε εκτοξεύσει την αυτοπεποίθηση μου στο διάστημα!

Θυμάμαι πως εκείνη την ώρα που τον άκουγα να με εκθειάζει έτσι, ασυναίσθητα αισθάνθηκα την καρδιά μου να χτυπά και το μυαλό μου να γίνεται ένα καθαρό χαρτί χωρίς σκέψεις. Θυμάμαι πως, τον θεώρησα τον πιο σπουδαίο και γοητευτικό άντρα ολόκληρης της γης και για αυτό άλλωστε όρμησα στα χείλη του και ανάγκασα τα χέρια του να κλείσουν γύρω από το στήθος μου, εκεί...μπροστά σε όλους.

Με άφησε να τον φιλήσω για ατελείωτα λεπτά και έπειτα...με οδήγησε ως το σιδερένιο κρεβάτι καταμεσής του σαλονιού. Δεν με ενδιέφερε που με κοιτούσαν όλοι. Δεν υπήρχε κανείς άλλος σε αυτόν τον χώρο πέρα από εκείνον. Τον καθηγητή μου...

Η αδρεναλίνη μου ήταν στα ύψη. Το ίδιο και ο ερεθισμός μου. Αδιαφόρησα για τα είκοσι κάτι άτομα που με κοιτούσαν και ειλικρινά ναι, ήμουν κάτι παραπάνω από έτοιμη να πηδηχτώ με τον Ντενί μπροστά τους. Για αυτό τον άφησα να με γδύσει εντελώς καθώς με φιλούσε και για αυτό βόγκηξα όταν η γλώσσα του πέρασε μόνο μια φορά πάνω από την κλειτορίδα μου πριν ανασηκωθεί για να χαϊδέψει τα μάγουλά μου.

«Συνέχισε μόνη σου...» είχε προστάξει φιλώντας με ξανά και ύστερα έφυγε μακριά μου για να πάρει την θέση του πίσω από το καβαλέτο του.

Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με το γυμνό σώμα. Μου άρεσε και μου αρέσει να με κοιτάζω. Απλά εκείνη την ώρα, κατάλαβα πόσο μαγευτικό είναι να σε κοιτάζουν οι άλλοι. Να...να σε αποθεώνουν μόνο με ένα τους βλέμμα.

«Συνέχισε Φρέγια...Χρειάζομαι δύο ώρες για το σχέδιο σου...για αυτό συνέχισε αργά και απόλαυσε κάθε σου λεπτό...» τον άκουσα να με διατάζει ξανά και το κοινό μου ανυπόμονο περίμενε να υπακούσω.

Δεν αισθάνθηκα άβολα ούτε για μια στιγμή. Με το χέρι στην καρδιά, ήταν ίσως μια από τις καλύτερες στιγμές ερωτισμού και καλλιτεχνικής έκφρασης, που είχα μέχρι τότε στην ζωή μου. Ή έστω έτσι αισθανόμουν εκείνη την ώρα.

Ο ναρκισσισμός μου, είχε κατακτήσει απότομα κάθε πτυχή της προσωπικότητας μου.

Συνέχισα όπως μου είχε ζητήσει και όπως ήθελα να κάνω μπροστά σε όλους. Άρχισα να με αγγίζω δίχως ίχνος ντροπής και σε κάθε αργό άγγιγμα, σε κάθε αναστεναγμό, εξοικειωνόμουν όλο και περισσότερο με τον ρόλο μου.

Όλοι άλλωστε με ζωγράφιζαν. Ακόμα και εκείνοι που μέχρι και πριν από λίγη ώρα ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στα μοντέλα τους ή ακόμα και στην μαστούρα τους, τώρα έβρισκαν την έκσταση τους σε εμένα. Στο σώμα μου. Στις κινήσεις μου. Στον λυπηρό ναρκισσισμό μου.

Δύο ώρες στην ίδια θέση, να με εξερευνώ και να με δείχνω. Δύο ώρες που το βλέμμα μου δεν είχε φύγει από εκείνον τον πίνακα που υπήρχε στο εξώφυλλο ενός βιβλίου επάνω στο τραπεζάκι στα αριστερά μου. Δύο ώρες που κοιτούσα την ξανθιά γυναίκα του πίνακα και ευχόμουν και παρακαλούσα και ήλπιζα πως μια μέρα θα πάρω την θέση της.

Και αφού πέρασαν οι δύο ώρες και ο Ντενί αποτύπωσε στον δικό του καμβά τον οργασμό της ξανθιάς γυναίκας που ήμουν, με έντυσε, με φίλησε και με προσκάλεσε ξανά την επόμενη μέρα στην λέσχη του.

Ήμουν τόσο γοητευμένη.

Για όλη την υπόλοιπη ώρα που έμεινα στο σπίτι του, αισθανόμουν σαν να είμαι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους επάνω στην γη και ειλικρινά απολάμβανα την προσοχή όλων εκείνων των αντρών.

Είναι άλλωστε απρόσμενα λυτρωτικό να σε θεοποιούν! Ειδικά όταν ένα ξύλινο μανεκέν πίσω στο σπίτι σου, σε λυπάται οικτρά και στο δείχνει σε κάθε ευκαιρία.

Άλλες εφτά φορές πήγα στην λέσχη του Ντενί. Μόνο την τελευταία με πήδηξε ή μάλλον του ζήτησα να με πηδήξει.

Ήταν η μέρα που μου έδειξε τον ολοκληρωμένο μου πίνακα.

Η βαθμολογία μου φυσικά άλλαξε και συνέχισα στην επόμενη χρονιά. Εκείνος παραιτήθηκε από την σχολή λίγους μήνες αργότερα καθώς τα σούσουρα για τις ερωτικές του επαφές με διάφορες φοιτήτριες, είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται.

Δεν τον έχω δει από τότε, ούτε και έμαθα τι απέγινε η λέσχη του. Κάποιοι λένε πως την λειτουργεί ακόμα. Κάποιοι άλλοι πως την σταμάτησε έπειτα από ένα ντου των μπάτσων οι οποίοι βρήκαν στην κατοχή των παρευρισκομένων μικροποσότητες παράνομων ναρκωτικών και χαπιών.

Όπως και να 'χει η ουσία για εμένα δεν αλλάζει.

Μέσα σε μια σκοτεινή κρεβατοκάμαρα, βαμμένη και επιπλωμένη στις αποχρώσεις του σκούρου καφέ, υπάρχει ένας εμβληματικός πίνακας του κινήματος του ροκοκό, φιλοτεχνημένος από έναν σοβαρό καλλιτέχνη της γενιάς του, στον οποίο είμαι η απόλυτη πρωταγωνίστρια.

Ωστόσο ο οργασμός μου που έχει αποτυπωθεί επάνω του, δεν είναι σαρκικός. Η έκσταση μου, δεν είναι προϊόν μιας ακόμα ναρκισσιστικής καύλας.

Έτσι ήθελα να πιστεύω βέβαια, και μου το επέτρεψα.

Μάλλον γιατί φοβόμουν να παραδεχτώ πως ήθελα, πέθαινα, τρελαινόμουν, να αρρωστήσω όπως εκείνη, η άλλη ξανθιά γυναίκα που υπήρχε επάνω στο εξώφυλλο του βιβλίου. Φρέγια και εκείνη. Αφροδίτη για εμάς.

Ένας πίνακας του Σαρλ Αντρέ βαν Λου με τίτλο Άρης και Αφροδίτη, που ποτέ ξανά δεν είχα δει.

Μα έψαξα να τον βρω έπειτα από εκείνα τα βράδια στην λέσχη του Ντενί. Έψαξα γιατί ζήλεψα. Γιατί ο ναρκισσισμός μου ίσως και να δικαιούταν μια λιγοστή θεραπεία. Έψαξα και έψαξα ξανά και ξανά μα...η Σόνια εξακολουθούσε να με κοιτάζει με τα γεμάτα λύπηση ανύπαρκτα μάτια της.

Και εγώ συνέχιζα να μην θεραπεύω τον ναρκισσισμό μου. Και συνέχιζα να ονειρεύομαι την αρρώστια της Ελληνίδας Φρέγιας.

Γιατί άρρωστη ήταν. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

Ξαπλωμένη, αποκαμωμένη, ζαλισμένη, με κάτασπρο δέρμα και άκρα που μαρτυρούν τον πόνο της αρρώστιας της.

Αργοπεθαίνει. Από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε λεπτό.

Δεν κοιτάζει τίποτα άλλο, πέρα από εκείνον. Τον Άρη. Της.

Μακάρι να ζωγράφιζα όπως ακριβώς σκέφτομαι. Παρορμητικά. Ανόητα.

Μακάρι να ζωγράφιζα όπως ακριβώς πράττω στην ζωή μου. Εμμονικά. Ριψοκίνδυνα.

Μα στέκομαι συνέχεια μπροστά από λευκούς καμβάδες και σκέφτομαι πως έτσι μάλλον πρέπει να γίνει. Ίσως να πρέπει να σταθείς μπροστά από πολλούς λευκούς καμβάδες -κυρίως δικούς σου, να αισθανθείς το απόλυτο ναρκισσιστικό κενό ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι κάποτε να αρρωστήσεις και να αγγίξεις την απόλυτη πληρότητα της αρρώστιας σου.

Για αυτό δείτε με τώρα να κρατάω χρώματα και πινέλα. Δείτε με να σχεδιάζω και να δημιουργώ. Δείτε το ξύλινο μανεκέν μου, επιτέλους να χαμογελάει. Δείτε τα μικρόβια του ναρκισσισμού μου να παλεύουν με τον ιό της πληρότητας μου. Δείτε με να αγγίζω αυτή την πληρότητα και να γίνομαι ευτυχισμένη...

Δείτε με...

Δείτε με...

Δείτε με...

Ο χρόνος είναι λιγοστός μέχρι να την χάσω.

Διαπαντός.



—————



Νομίζω πως θα μπορούσα να συνηθίσω αυτόν τον τρόπο ξυπνήματος.

Αυτές τις μικρές πατούσες που μαλάσσουν απαλά την κοιλιά μου και εκείνο το σιγανό γουργουρητό μαζί με κάνα δυο κοφτά νιαουρίσματα.

Ναι...θα μπορούσα να ξυπνάω με τον ίδιο τρόπο κάθε πρωί. Εξαιρώντας φυσικά τον ήλιο που καίει τραγικά τα μάγουλά μου και το ριχτάρι κάτω από την πλάτη μου που με ζεσταίνει αφόρητα.

Ανοίγω τα μάτια μου και αμέσως απλώνω το χέρι μου στην κοιλιά του Μπαγκίρα για να τον τραβήξω στην αγκαλιά μου. Δεν διαμαρτύρεται καθόλου. Υπομένει σαν κύριος την αγκαλιά μου και τα δύο φιλιά που του δίνω στο κεφάλι του, δίχως καν να σκεφτεί να βγάλει τα νύχια του!

Πραγματικά έχουμε κάνει σπουδαία πρόοδο με το μικρό μαύρο πανθηράκι, όπως θέλω να πιστεύω έχει συμβεί και με το αφεντικό του!

Δεν μου κάνει εντύπωση που ο γορίλας δεν είναι δίπλα μου. Το περίεργο θα ήταν να ήταν ακόμα ξαπλωμένος και να με κρατούσε στην αγκαλιά του όπως δηλαδή έκανε όλο το βράδυ. Καλά...για να είμαι και απόλυτα ειλικρινής, εγώ ήμουν αυτή που είχα κολλήσει επάνω του σαν το στρείδι και εκείνος απλά μου πρόσφερε το στήθος του για μαξιλάρι.

Χωρίς γκρίνιες, χωρίς να προσπαθεί να με απομακρύνει, και κυρίως χωρίς να μου την "λέει" και να του τη "λέω".

Τα μοναδικά που υπήρχαν μεταξύ μας εχθές το βράδυ ήταν τα εκατομμύρια αστέρια του Ιονίου, λίγες σερβικές λέξεις, αγκομαχητά και βαριές ανάσες, ένα λιοντάρι ζωγραφισμένο στην πλάτη του και ένα πρόθυμο αρνί στα χέρια του...

Ανασηκώνομαι από το γρασίδι με τον Μπαγκίρα στην αγκαλιά μου και πριν προλάβω να κοιτάξω προς το αίθριο στα δεξιά μου, ένα χέρι απλώνεται στον ώμο μου στρέφοντας με απότομα προς την αντίθετη πλευρά.

«Κορίτσι, όχι!», στριγκλίζει ο Νίκο στο αυτί μου και με αγκαλιάζει από πίσω σπρώχνοντας με απαιτητικά προς την ανοιχτή τζαμαρία του σπιτιού του.

«Νίκο με τρόμαξες!» διαμαρτύρομαι σταματώντας επιτόπου και γυρνάω να κοιτάξω τα πανικόβλητα μάτια του. «Τι είναι; Τι συμβαίνει;» αναρωτιέμαι και ο Μπαγκίρα με ένα σάλτο πηδάει από την αγκαλιά μου και τρέχει προς το σπίτι.

«Συγνώμη αν φοβήθηκες. Δεν το ήθελα να σε φοβίσω το ορκίζομαι, να κοίτα...», σταυρώνει τα δάχτυλα του και τα φιλάει γρήγορα. «Ήθελα μόνο να μην σε δούνε έτσι οι άντρες, γιατί το πουκάμισο του Ντράγκαν είναι λίγο ανοιχτό και αυτοί κοιτάζουνε τα κορίτσια περίεργα και δεν μου αρέσει όταν κοιτάζουν έτσι», με πληροφορεί με μια ανάσα και μόνο τότε συνειδητοποιώ πως είμαι ντυμένη μόνο με το εσώρουχο μου και με το Versace πουκάμισο του γορίλα, το οποίο είναι ναι μεν κουμπωμένο αλλά τα δύο τελευταία κουμπιά στο ύψος του στήθος μου είναι ανοιχτά πράγμα που σημαίνει πως αν γείρει κάποιος το κεφάλι του, τότε εύκολα βλέπει τα πάντα!

Γιατί δεν θυμάμαι να φοράω το πουκάμισο του;

Άρα, εκείνος μου το φόρεσε και φρόντισε μάλιστα να μου το κουμπώσει, έτσι δεν είναι; Ε, τελικά είχα δίκιο! Ο γορίλας όταν το θέλει μπορεί να γίνει ο πιο μεγάλος αρκουδίνος όλου του κόσμου!

Κλείνω γρήγορα τα δύο κουμπιά με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη και ο Νίκο ανακουφισμένος αφήνει μια ανάσα να βγει από το στήθος του.

«Είσαι επισήμως ο σωτήρας μου, Νίκο!» Τον αγκαλιάζω σφιχτά και το ίδιο κάνει και εκείνος, φιλώντας μάλιστα τρεις φορές τα μαλλιά μου.

«Και φίλος σου είμαι πάλι ε;» ρωτά εναγωνίως όταν χωριζόμαστε και κρατάει σφιχτά τους καρπούς μου.

«Τι πάλι; Μα δεν έπαψες να είσαι φίλος μου!»

Σκυθροπιάζει και χαμηλώνει το βλέμμα του στα χέρια μας. «Εχθές που δεν κάθισες μαζί μας, νόμιζα πως δεν με ήθελες για φίλο σου και μετά ο Ντράγκαν έφυγε και είχε πολλά νεύρα και φοβήθηκα μήπως έφταιξα εγώ που δεν κάθισες μαζί μας, γιατί ξέρεις αυτός σε ήθελε να καθίσεις. Πολύ το ήθελε, το είδα στα μάτια του».

Τα λόγια του σίγουρα με γεμίζουν ικανοποίηση, αλλά το αίσθημα ευθύνης που φαίνεται πως τον βαραίνει, με στεναχωρεί και ίσως και να με τσαντίζει λίγο!

Δεν φταίει ο Νίκο αν ο αδερφός του και εγώ είμαστε το πλέον δυσλειτουργικό ντουέτο που θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ σε αυτόν τον κόσμο!

«Δεν θα ξαναπείς ποτέ ότι δεν σε θέλω για φίλο μου!», τον μαλώνω τρυφερά με ένα χάδι στο μάγουλό του. «Και ορίστε επειδή είσαι φίλος μου, ένας από τους καλύτερους φίλους μου μάλιστα, θα σου πω ένα μυστικό αλλά θα ορκιστείς πως δεν θα το πεις ποτέ σε κανέναν! Κυρίως στον Ντράγκαν!»

Γνέφει και φιλάει ξανά τα δάχτυλα του, σκύβοντας ανυπόμονα προς το πρόσωπο μου.

«Η αλήθεια είναι πως, δεν κάθισα μαζί σας, γιατί πολύ απλά ήθελα να κάνω τον αδερφό σου να ζηλέψει!», εκμυστηρεύομαι χαμηλόφωνα και χαχανίζει συνωμοτικά κουνώντας έντονα το κεφάλι του.

«Ζήλεψε! Πολύ! Έβριζε τον Χριστούλη και την Παναγίτσα και μετά έβριζε και αυτό το αγόρι που ήταν μαζί σου. Τον έλεγε "μαλακισμένο" και "μπασταρδάκι"!»

Μου μαρτυράει και ασυναίσθητα ξεσπάω σε γέλια! Αχ καημένε μου Διονύση, τι μου έφταιξες και εσύ!

«Εντύπωση θα μου έκανε αν δεν έβριζε! Και αμάν πια με αυτόν τον Χριστούλη και την Παναγίτσα, άλλες βρισιές δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος;»

«Ξέρει! Πολλές!», πετάγεται αμέσως ο Νίκο. «Αλλά όλο αυτές χρησιμοποιεί. Και η μαμά τον μαλώνει συνέχεια. Δεν της αρέσει να βρίζουμε τον Χριστούλη. Ούτε και εμένα μου αρέσει».

«Και όπως φαίνεται σας ακούει και τους δύο!», ειρωνεύομαι υψώνοντας τα μάτια μου προς τον ουρανό. «Αλήθεια όμως, που είναι;» στρέφομαι να κοιτάξω προς το αίθριο όπου βρίσκονται μόνο οι δύο φουσκωτοί του.

«Παίζει!» Αναφωνεί ο Νίκο και δίχως σκέψη αρπάζομαι από το μπράτσο του.

Όχι, δεν το δέχομαι αυτό. Δεν τολμάω καν να σκεφτώ το ενδεχόμενο πως έπειτα από το βράδυ που περάσαμε μαζί, αυτός...

«Νίκο μου για να μην πάθω καρδιά, προσδιόρισε μου σε παρακαλώ πολύ το "παίζει"», ζητώ παρακλητικά και μου γελάει γραπώνοντας τον πήχη μου.

«Έλα! Θα δεις!»

Ε θα την πάθω την καρδιά δεν το γλιτώνω. Αλλά πριν την πάθω, αν ο χοντροκομμένος μαλάκας παίζει το ίδιο παιχνίδι που έπαιζε και πριν μερικές μέρες στην κρεβατοκάμαρα του, τότε ορκίζομαι στον Χριστούλη, στην Παναγίτσα, στον Άγιο Σπυρίδωνα και σε κάθε άγιο εκεί πάνω, πως θα του ανοίξω το βρωμόστομά του και θα το γεμίσω με όλες τις τικ τακ μου να πάθει μια ωραιότατη και θανατηφόρα κρίση σακχάρου να ξεραθεί να σκάσει!

Ο Νίκο προπορεύεται κρατώντας με σφιχτά από το χέρι και γρήγορα φτάνουμε ως το τέλος του γρασιδιού όπου και υπάρχει μια κουπαστή και μερικά σκαλιά που οδηγούν στην μικρή ιδιωτική προβλήτα της βίλας από όπου ακούγεται πλέον πολύ δυνατά ο θόρυβος του νερού.

Σταματάω επιτόπου και μαζί σταματάει και ο Νίκο.

Δεν ξέρω τι ώρα είναι. Σίγουρα νωρίς το πρωί αλλά αλήθεια τι σημασία έχει;

Στέκομαι στην άκρη της σκάλας και κάθε σχέδιο εκδίκησης βουλιάζει στα νερά του Ιονίου ενώ κάθε μου πανικόβλητο συμπέρασμα μοιάζει πια να είναι υπερβολικά ηλίθιο και άκρως λανθασμένο.

Νιώθω την καρδιά μου να συστρέφεται συνεχόμενα μέσα στο στήθος μου, και εκείνο το συναίσθημα, εκείνο το ίδιο συναίσθημα που είχα και εχθές το βράδυ, αρχίζει ξανά να με καταπίνει ολόκληρη.

Τελικά ναι, όντως θα μπορούσα εύκολα να συνηθίσω να ξυπνάω έτσι κάθε πρωί. Με τις πατούσες του Μπαγκίρα, με την αγκαλιά του Νίκο, με τα πουκάμισα του γορίλα που μυρίζουν καπνό από πούρο και θάλασσα, και λίγο περισσότερο με την σημερινή μορφή του...

«Πήγαινε. Είναι πολύ ωραία!» Με προτρέπει ο Νίκο σπρώχνοντας μαλακά την μέση μου και με ένα φιλί στο μάγουλό του και υπερβολικό ενθουσιασμό να χορεύει στην κοιλιά μου, κατεβαίνω φουριόζα τα σκαλιά για να φτάσω ως την προβλήτα.

Στο τελευταίο σκαλί σταματάω ξανά και τον κοιτάζω καλύτερα. Φοράει μόνο ένα πορτοκαλί μαγιό βερμούδα με διάφορα μοτίβα επάνω του, το νερό γυαλίζει στο ηλιοκαμένο δέρμα του, οι καστανές του μπούκλες πέφτουν στο μέτωπό του, και στα πόδια του έχει δύο μαύρες μπότες οι οποίες είναι συνδεδεμένες σε μια σανίδα με δύο τουρμπίνες που εκτοξεύουν μεγάλη ποσότητα νερού από της φτέρνες, δίνοντας του την δυνατότητα να ανυψώνεται πολλά μέτρα πάνω από την επιφάνεια του Ιονίου. Δίπλα του, υπάρχει ένα μεγάλο jet ski εν λειτουργία απο το οποίο φεύγει μια μακριά σωλήνα που ενώνενται με την σανίδα κάτω απο τις μπότες του.

Και ναι...η θάλασσα βάφεται πράσινη. Τόσο εύκολα, τόσο απλά και τόσο σχεδόν αβίαστα, κάθε σπιθαμή που κοιτάζω μπροστά μου, έχει πάρει την απόχρωση του πολυπόθητου αψέντι μου!

Μα μόνο όταν με αντιλαμβάνεται, μόνο όταν...στα χείλη του σχηματίζεται μια υποψία χαμόγελου, μόνο όταν με δυο μανούβρες του σώματος του χαμηλώνει δεξιοτεχνικά στο ντεκ της προβλήτας και κρατάει ισορροπία από το κάγκελο, αντιλαμβάνομαι πως...έχω κολλημένο επάνω στην καρδιά μου ένα μικρό οβάλ μαραφέτι όμοιο με εκείνο που έχει στον μηρό του.

Σε εκείνον στάζει την τόσο αναγκαία για τον οργανισμό του, ινσουλίνη. Σε εμένα πάλι...στάζει κάτι καινούργιο...Κάτι που ποτέ δεν πίστευα πως θα χρειαζόμουν τόσο πολύ.

«Καλά ξυπνητούρια. Ήπιες καφέ;», ρωτάει με δυνατή φωνή για να ακουστεί πάνω από τις τουρμπίνες του νερού και γνέφω αρνητικά καθώς τον πλησιάζω.

«Όχι ακόμα! Είχα μια ελπίδα πως θα μου τον είχες έτοιμο μόλις ξυπνούσα πάνω στα γρασίδια που με παράτησες, αλλά όπως φαίνεται...»

«Πολύ νωρίς για την γκρίνια σου, τοσοδούλα! Έλα!», με διακόπτει και τεντώνει τα χέρια του προς το μέρος μου. «Αυτό θα σε ξυπνήσει καλύτερα!»

Τον κοιτάζω καλά καλά και ασυναίσθητα οπισθοχωρώ ένα βήμα, ξεκινώντας να γελάω νευρικά. «Δεν θα είσαι με τα καλά σου!»

Κουνιέται επειδικτικά πάνω από την θάλασσα και λίγο νερό εκτοξεύεται στα πόδια μου.

«Θα σ' αρέσει!» Υπόσχεται χαρίζοντας μου ένα από τα δικά του αλαζονικά χαμογελάκια και επίτηδες πετάει λίγο ακόμα νερό επάνω μου.

«Σταμάτα επιτέλους να με βρέχεις και πολύ αμφιβάλλω πως θα μου αρέσει! Για αυτό συνέχισε εσύ ό,τι κάνεις και εγώ θα πάω να πιω καφέ με τον Νίκο, εντάξει;»

Γέρνει απότομα προς την αριστερά του μεριά, ανασηκώνοντας την σανίδα του και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο γίνομαι λούτσα από πάνω μέχρι κάτω!

«Είσαι βλαμμένο παιδάκι μου;», ξεφωνίζω και τινάζω το χέρι μου προς το μπράτσο του για να τον χτυπήσω αλλά φυσικά δεν προλαβαίνω!

Ορμάει αιφνίδια κατά πάνω μου, τα χέρια του γραπώνουν δυνατά τα πλευρά μου για να με τραβήξει επάνω στο σώμα του και έτσι ξαφνικά, με το ένστικτο της επιβίωσης να με κατακλύζει, τυλίγω τα πόδια μου γύρω από την μέση του και τα χέρια μου στον λαιμό του ενώ κλείνω τα μάτια μου σφιχτά και τσιρίζω καθώς μας ανυψώνει με μια απότομη κίνηση και με γρήγορη ταχύτητα ψηλά στον αέρα!

«Σταμάτα να τσιρίζεις και άνοιξε τα μάτια σου!» Φωνάζει στο αυτί μου κάνοντας συνεχόμενους ελιγμούς με τα σώματά μας στον αέρα, μα προφανώς και τον αγνοώ!

«Σε παρακαλώ κατέβασε με! Κατέβασε με, θα πεθάνω! Θα πάθω ανακοπή!» Στριγκλίζω λες και με σφάζουν και τον σφίγγω τόσο δυνατά που όλο μου το σώμα αρχίζει να τρέμει.

Σταματάει απότομα τους ελιγμούς του και μας σταθεροποιεί στον αέρα ενώ εγώ συνεχίζω να ουρλιάζω και να τον σφίγγω και να προσεύχομαι στον Άγιο Σπυρίδωνα να μου χαρίσει την ζωούλα μου που διακυβεύεται πρωινιάτικα από τις μαλακίες του γορίλα!

«Αν δεν το βουλώσεις και δεν ανοίξεις τα μάτια σου, πρώτον θα σε αρχίσω στα καντήλια και μετά θα μας βουτήξω στην θάλασσα και θα βγούμε πιο ψηλά!» απειλεί και γεμάτη άρνηση κουνάω το κεφάλι μου.

«Όχι! Δεν θα τολμήσεις! Σε παρακαλώ!»

Τον ακούω να ξεφυσάει δυνατά στο αυτί μου και νιώθω τα δάχτυλα του πάνω στην σπονδυλική μου στήλη να με χαϊδεύουν τρυφερά. «Άνοιξε τα ματάκια σου μωρό μου και κοίτα με...»

Οι τσιρίδες μου έχουν πλέον σταματήσει και η καρδιά μου χτυπά δυνατά κόντρα στο σώμα του. Ενώνω το μέτωπο μου στο δικό του και ανοίγω διστακτικά τα μάτια μου για να βρω τα δικά του...

«Υποσχέσου πως δεν θα μας κουνήσεις πάλι...» εκλιπαρώ σφίγγοντας τα μαλλιά στον σβέρκο του και εκείνος χαμογελάει κατεβάζοντας τις παλάμες του στους γλουτούς μου.

«Θα ηρεμήσεις αν σε πάρω λίγο εδώ πάνω;» ρωτά τραβώντας το κάτω μου χείλος με τα δόντια του καθώς μας κουνάει μια φορά προς τα δεξιά κάνοντας με να ξεφωνίσω ξανά!

«Σκάσε και πήγαινε πιο χαμηλά σε παρακαλώ!»

Χαμογελάει και τρίβει την χοντρή του μύτη στην άκρη της δικής μου. «Δεν έχει πλάκα πιο χαμηλά!»

«Μα φοβάμαι!» Γκρινιάζω την στιγμή που με μια ελικοειδή κίνηση των σωμάτων μας ανυψωνόμαστε ένα μέτρο ακόμα πιο ψηλά!

«Τι φοβάσαι κοριτσάρα μου;», ρωτά μόλις μας ακινητοποιεί ξανά. «Αφού είμαι εγώ εδώ και σε κρατάω».

Τραβάω τα μαλλιά στον σβέρκο του, δένω καλύτερα τα πόδια μου στην μέση του και πανικόβλητη γνέφω την άρνηση μου. «Δεν σου έχω εμπιστοσύνη...»

Χαμογελάει και χτυπά δυνατά τον γυμνό γλουτό μου κάτω από το πουκάμισο του. «Μη με σφίγγεις τόσο πολύ, σε κρατάω λέμε!»

«Και αν με αφήσεις;» προλαβαίνω να πω πλήρως πια αγχωμένη και εντελώς παραδομένη στην υψοφοβία μου!

«Δεν θα σε αφήσω!» Απαντά με σιγουριά.

«Το υπόσχεσαι;»

Σηκώνει το ένα του χέρι και πιάνει τον σταυρό που έχει κρεμασμένο στον λαιμό του, φέρνοντάς τον ως τα χείλη του. «Στο υπόσχομαι», με διαβεβαιώνει φιλώντας τον σταυρό πριν τον αφήσει να πέσει στο στήθος του και σκύψει για να φιλήσει ένα από τα λιοντάρια που έχω στο τσόκερ του λαιμού μου.

Μήπως ο φόβος μου τον κάνει τόσο τρυφερό μαζί μου; Μήπως με λυπάται; Ε, όχι αυτό δεν το θέλω με τίποτα! Και επιπλέον ναι μπορεί να φοβάμαι τα ύψη και να μην του έχω ακόμα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά εγώ κότα δεν είμαι! Ειδικά μπροστά του!

«Εντάξει!», λέω αποφασιστικά και χαλαρώνω τα κρατήματα μου. «Μόνο μην πας πιο πάνω και ούτε να διανοηθείς να μας βάλεις στην θάλασσα!»

Δύο απαιτήσεις που τις μετανιώνω ακριβώς την στιγμή που βγαίνουν από το στόμα μου! Με μια απότομη κίνηση και ενώ ξεκινάω ξανά να ουρλιάζω, αρχίζει να μας περιστρέφει στον αέρα και έπειτα με μεγάλη ταχύτητα βουτάμε για ελάχιστα δευτερόλεπτα στην παγωμένη θάλασσα πριν μας εκτοξεύσει ξανά ψηλά! Πιο ψηλά από κάθε άλλη φορά!

Και δεν ξέρω τι ακριβώς μου συμβαίνει. Τι φταίει και όταν μας σταθεροποιεί ξανά στον αέρα, ορμάω στα χείλη του πιάνοντας τον απροετοίμαστο και ξεκινάω να τον φιλάω χώνοντας ολόκληρη την γλώσσα μου στο στόμα του! Φταίει ο φόβος ή μήπως η αδρεναλίνη; Φταίει η μυρωδιά του, η εμπιστοσύνη που του έχω και δεν το παραδέχομαι ή μήπως όλα όσα έγιναν εχθές το βράδυ; Τι από όλα αυτά φταίει και τον φιλάω έτσι;

Και γιατί δεν με σταματάει ούτε και κάνει ξανά κάποια κίνηση που με τρομάζει; Γιατί μας αφήνει να αιωρούμαστε ψηλά στον αέρα και με φιλάει και εκείνος;

Ανταποκρίνεται το ίδιο άγρια, γραπώνοντας σφιχτά τους γλουτούς μου για να με τρίψει επάνω στην στύση του, και ειλικρινά αρχίζω να αναρωτιέμαι αν όντως είναι εφικτό να κάνεις σεξ εδώ πάνω! Και αν είναι εφικτό, τότε πως μπορεί να μοιάζει ένας οργασμός του αέρα;

«Φοβάσαι ακόμα;» ρωτά μόλις αποτραβιέται βάζοντας τέλος στο φιλί μας και στην ονειροπόληση μου...

«Τρέμω...» παραδέχομαι μα δεν διστάζω να αφήσω τον σβέρκο του για να φέρω τα χέρια μου ανάμεσα στα σώματα μας και να ανοίξω τα δύο κουμπιά από το βρεγμένο του πουκάμισο που έχει κολλήσει επάνω μου. «Και κρυώνω...».

Το βλέμμα του κατευθείαν χαμηλώνει στις κοιλότητες του στήθους μου που φαίνονται μέσα από το μισάνοιχτο πουκάμισο.

«Ρίξε το σώμα σου πίσω και άνοιξε τα χέρια σου», διατάζει κοφτά και ως συνήθως μέσα από τα δόντια του!

Δεν ξέρω αν τον νευριάζω ακόμα ή αν πολύ απλά προσπαθεί να συγκρατήσει την γνωστή, σκληρή του στάση απέναντι μου.

Ωστόσο, με κρατάει με σιγουριά από την μέση και ξέρουμε και οι δύο πως δεν πρόκειται να με αφήσει. Για αυτό κιόλας τον υπακούω...

Αφήνω το σώμα μου να πέσει προς τα πίσω, επικεντρώνοντας όλη μου την προσοχή στο πρόσωπο του, και τεντώνω τα χέρια μου.

Σκύβει προς το στήθος μου, φιλάει το κέντρο του θώρακος μου και έπειτα σέρνει τα χείλη και την μύτη του προς την δεξιά μου ρώγα. Δεν την γλείφει ούτε και την δαγκώνει. Τρίβει μόνο την μύτη του επάνω της, εισπνέει και μια δόση από το άρωμα του δέρματος μου και έπειτα απότομα αποτραβιέται, ισιώνει τον κορμό του και ξεκινά να μας περιστρέφει στον αέρα γρήγορα και συνεχόμενα μέχρι που το πράσινο του δάσους ενώνεται και μπλέκεται με το μπλε του Ιονίου, δημιουργώντας μου μια καλλιτεχνική σύγχυση!

Μπορεί να φοβάμαι τα ύψη, μπορεί να ενεργώ απερίσκεπτα και ριψοκίνδυνα μόνο πατώντας στο έδαφος, αλλά τώρα εδώ πάνω, αρκετά μέτρα πάνω από την ασφάλειά μου, αστραπιαία αρχίζω να νιώθω κάτι που δεν έχω νιώσει ξανά, όταν εσκεμμένα προκαλούσα τα όριά μου...

«Σήκω και αγκάλιασε με!», φωνάζει ο γορίλας δυνατά, ωθώντας παράλληλα την πλάτη μου να ανασηκωθεί και δίχως δεύτερη σκέψη τον αγκαλιάζω αποπνικτικά από τον λαιμό, δένοντας ακόμα πιο σφιχτά τα πόδια μου γύρω από την μέση του.

Κάτι που δεν έχω νιώσει ξανά...

«Έτοιμη;», ρωτά ψιθυριστά στο αυτί μου.

Έτοιμη για τι πράγμα;

Πριν καν προφτάσω να μιλήσω, χαμηλώνει με γρήγορη ταχύτητα προς στην θάλασσα, λυγίζει τα γόνατα του και με μια απότομη τούμπα τριακοσίων μοιρών εκτοξευόμαστε ξανά ψηλά στον αέρα!

Δεν προφταίνω να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έχει συμβεί, ούτε και να αισθανθώ τον ανάλογο φόβο. Κρύβομαι μόνο στον λαιμό του, κρυφοκοιτάζω το πρόσωπο του και τον αφήνω να το κάνει ξανά άλλες δύο φορές!

Δείχνει ενθουσιασμένος! Πρώτη φορά τον βλέπω να χαμογελάει τόσο αληθινά και σε κάθε μας επόμενη περιστροφή, και ενώ τα χέρια του με σφίγγουν με σιγουριά, τον ακούω να ζητωκραυγάζει στο αυτί μου και να μάρτυς μου ο Άγιος Σπυρίδωνας, σίγουρα νιώθω τα χείλη του τρεις με τέσσερις φορές να ακουμπούν στον αυχένα μου...

Και αυτά τα φιλιά του, με ανατριχιάζουν περισσότερο και από τον φόβο μου...

Όταν μας ακινητοποιεί ξανά στον αέρα και αρχίζει να χαμηλώνει προς την προβλήτα αισθάνομαι την καρδιά του να χτυπά γρήγορα. Όπως ακριβώς χτυπάει και η δική μου.

Ευθυγραμμίζει εύκολα την σανίδα στο ξύλινο ντεκ και χτυπά δυνατά τον γλουτό μου.

«Στο είπα πως θα σου άρεσε! Κατέβα!» Προστάζει και με ξεκολλάει από επάνω του για να με αφήσει να πατήσω σώα και αβλαβής πίσω στην γη!

«Δεν μου άρεσε! Τρόμαξα!», τον αποπαίρνω νιώθοντας τα πόδια μου να τρέμουν!

«Ε τότε, μάλλον με λάθος καταστάσεις τρομάζεις, τοσοδούλα!» Μισογελάει, και τα χαρακτηριστικά του έχουν σκληρύνει ξανά, ενώ ο ενθουσιασμός που είχε μέχρι και πριν από λίγα δευτερόλεπτα έχει πια εξαφανιστεί.

Είναι πολύ νωρίς για να αρχίσουμε ξανά τους τσακωμούς. Παίρνω μια ανάσα και προσπαθώ να φερθώ λογικά. «Έχω υψοφοβία», εξηγώ και αμέσως γελάει κοροϊδευτικά.

«Έπρεπε να μου το έλεγες από την αρχή αυτό! Θα με είχες διευκολύνει πάρα μα πάρα πολύ!» Λέει και ανασηκώνει την σανίδα του για να με μπουγελώσει και με τις δύο του μπότες πριν βουτήξει στην θάλασσα για να φτάσει ως το jet ski.

Δεν δίνει σημασία στις τσιρίδες και τα βρισίδια μου. Κλείνει την μηχανή, σταματώντας επιτέλους την φασαρία του νερού που εκτοξεύεται και αφού βγάζει τις μπότες από τα πόδια του καβαλάει εύκολα το jet ski και έρχεται ξανά κοντά μου.

«Τι εννοούσες θα σε είχα διευκολύνει πάρα μα πάρα πολύ;» ρωτάω μόλις πηδάει πάνω στην προβλήτα και αρπάζει την πράσινη πετσέτα από το κάγκελο.

Σκουπίζει τα μαλλιά του με εκείνον τον αρρενωπό τρόπο των αντρικών αποδυτηρίων και με κοιτάζει, που προσπαθώ σκληρά να αντισταθώ στο ηλίθιο θέαμά του!

«Αυτό που κατάλαβες!» Απαντά κοφτά και πλησιάζει ένα βήμα.

Χαμογελάω πιάνοντας μια τούφα από τα μαλλιά μου. «Οκ, αλλά να..., ξέρεις τώρα, όντας ξανθιά δυσκολεύομαι να καταλαβαίνω. Οπότε θα πρέπει να με βοηθήσεις λιγάκι παραπάνω!»

Άλλα λίγα βήματα και μόλις στέκεται ακριβώς μπροστά μου, σηκώνει την πετσέτα στο κεφάλι μου και ξεκινάει να στεγνώνει άτσαλα τα μαλλιά μου. «Το ξέρεις πως δεν πηγαίνω με ξανθιές;» ρωτάει χαμηλώνοντας στο πρόσωπό μου.

«Πρώτον υπεκφεύγεις και δεύτερον, μάλλον θέλεις να πεις πως, δεν πήγαινες με ξανθιές! Αόριστος χρόνος, γιατί αν θυμάμαι καλά όσα έχουμε κάνει μαζί γορίλα μου τις τελευταίες εβδομάδες, δεν βοηθάνε και πολύ τον ισχυρισμό σου!» Ανταπαντώ όλο πνεύμα και τώρα τρίβει γρήγορα την πετσέτα στο κεφάλι μου λες και είμαι σκυλί!

«Μου σπάει τα νεύρα η φάτσα σου!»

Αρπάζω απότομα την πετσέτα από το χέρι του για να την πετάξω μακριά. «Εσύ, είπες πως την συνήθισες!»

«Την συνήθισα να μου σπάει τα νεύρα!» Διευκρινίζει και τόσο αψήφιστα κρεμιέμαι από τον λαιμό του για να φτάσω ως τα χείλη του.

«Τρελαίνομαι να σου σπάω τα νεύρα...» σιγοψιθυρίζω και προς μεγάλη μου έκπληξη, ανταποκρίνεται.

Προς πάρα πολύ μεγάλη μου έκπληξη, γραπώνει τους γλουτούς μου για να με σηκώσει στην αγκαλιά του.

«Τράβα όπως είσαι πάνω στο δωμάτιο μου και έρχομαι σε πέντε λεπτά!» Προστάζει πιέζοντας με δυνατά στο σώμα του.

Μιλάμε για φοβερή πρόοδο, όχι αστεία!

Τρίβω την μύτη μου στην δική του, αφήνοντας ένα γλυκό φιλί στα χείλη του. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Χρειάζομαι οπωσδήποτε καφέ και πρέπει να γυρίσω για λίγο στο σπίτι, διαφορετικά η θεία μου θα με σκοτώσει!»

«Σοβαρά τώρα;» αποτραβιέται ενοχλημένος από το στόμα μου, σφίγγοντας ωστόσο περισσότερο τους γλουτούς μου.

«Σοβαρότατα! Επίσης χρειάζομαι και ένα μαγιό! Για αυτό βάλε βενζίνη στο σκάφος σου εκεί πίσω, και επιστρέφω το πολύ σε δύο ωρίτσες για να με πας βόλτα!» Του ανακοινώνω το σχέδιο της ημέρας μας, και απότομα με αφήνει να πατήσω στα πόδια μου.

«Σε δύο ώρες θα έχω δουλειά».

«Τι δουλειά;»

«Δουλειά!», απαντά εμφανώς νευριασμένος για πολλοστή φορά!

Ανασηκώνω τους ώμους μου και ξεκουμπώνω το πουκάμισο του. «Οκ. Κανένα πρόβλημα! Ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ για την άριστη φιλοξενία σου εχθές το βράδυ, και φυσικά για την αξιομνημόνευτη εμπειρία που μου χάρισες πριν από λίγο, αυτό όπως καταλαβαίνεις δεν το χρειάζομαι άλλο», βγάζω το πουκάμισο μένοντας μόνο με το εσώρουχο μου και του το τείνω. «Και...τα λέμε γορίλα μου!»

Προφανώς και αρπάζει αμέσως το πουκάμισο του και κατόπιν βεβαίως τον καρπό μου, την στιγμή που κάνω αναστροφή για να φύγω από κοντά του. «Γαμώ τον Χρι...» αρχίζει να βρίζει μα αμέσως σταματά και επιτακτικά μου φοράει ξανά το βρεγμένο του πουκάμισο. «Τι μαλακίες κάνεις ρε; Πας καλά;» φωνάζει κουμπώνοντας νευρικά όλα τα κουμπιά μέχρι τον λαιμό μου και ασυναίσθητα χαμογελάω, παρατηρώντας κάθε κίνηση του και κάθε όμορφο χαρακτηριστικό του προσώπου του.

Τρελαίνομαι να του σπάω τα νεύρα. Πεθαίνω να μου δείχνει με αυτόν τον τρόπο πως...ενδιαφέρεται για εμένα πολύ περισσότερο από όσο θα τολμούσε ποτέ να παραδεχτεί.

«Μια χαρά πάω! Και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω την έκρηξή σου! Ποιο είναι το πρόβλημα σου;»

Τα ρουθούνια στην χοντρή του μύτη διογκώνονται και σφίγγει δυνατά και τα δύο μου μπράτσα. «Το πρόβλημά μου είναι πως δεν μπορείς να γυρνάς έτσι εδώ πέρα!»

«Γιατί; Δεν ντρέπομαι άλλωστε για το σώμα μου!»

Κλείνει στιγμιαία τα μάτια και ανασαίνει τον εκνευρισμό του. «Τοσοδούλα...» προειδοποιεί και χαμογελαστή τον αγκαλιάζω από τον λαιμό.

«Εκτός δηλαδή αν...ζηλεύεις και δεν θέλεις να με δει κάποιος άλλος γυμνή...» ψιθυρίζω πάνω στα γεμάτα χείλη του και σηκώνω το γόνατο μου στον καβάλο του.

Χαμογελάει για ένα δευτερόλεπτο και έπειτα σφίγγει τα χείλη του αρπάζοντας το γόνατό μου για να το πιέσει δυνατά πάνω στο ημίσκληρο πέος του. «Παίζεις μαζί μου, κοριτσάρα μου;»

«Μμμ...ναι...παίζω...», συμφωνώ αφήνοντας ένα φιλί στην κορυφή της μύτης του. «Μέχρι να παραδεχτείς πως ζηλεύεις...»

Γραπώνει κατευθείαν τα μάγουλά μου και πιέζει το μέτωπο του στο δικό μου. «Μόνο εγώ σε βλέπω γυμνή εδώ πέρα», λέει με ένα διαπεραστικό γρύλισμα.

«Και έξω από εδώ πέρα; Δεν σε ενδιαφέρει;» τον τσιγκλάω προκλητικά και τόσο μα τόσο ανυπόμονα.

Σμίγει τα μάτια του προειδοποιητικά και η κουτουλιά του τώρα, με πονάει πραγματικά. «Έξω από εδώ, ελπίζω το μαλακιστήρι που έσερνες από τα αρχίδια εχθές το βράδυ, να έχει ήδη αρχίσει να λέει τι του συνέβη επειδή σε έβαλε στο αμάξι του».

Αν δεν πίεζε τόσο δυνατά τα μάγουλά μου, θα μπορούσε να δει πόσο πλατύ είναι το χαμόγελο μου! Και ενώ κανονικά θα έπρεπε να σκέφτομαι και να πανικοβάλλομαι με τα όσα συνέβησαν εχθές με τον Διονυσάκη, αυτή την στιγμή δεν μου καίγεται καρφί!

«Τράβα τώρα να πάρεις το μαγιό σου. Ο Αλντίν θα σε πάει και θα σε φέρει», προσθέτει απελευθερώνοντας με από το κράτημα του. «Και τα παιχνίδια μαζί μου, κοφ' τα. Δεν θα σου βγουν σε καλό!»

«Μια χαρά μου έχουν βγει μέχρι τώρα!» Ανταπαντώ κολλώντας στα χείλη του με αποτέλεσμα να αποτραβηχτεί και να χαστουκίσει δυνατά τον γλουτό μου.

«Έφυγες!»

Υποχωρώ και οπισθοχωρώ ένα βήμα, χαρίζοντας του επιτέλους το πλατύ μου χαμόγελο. Είμαι σαφέστατα ικανοποιημένη από την πρόοδο μας. Για έναν άντρα σαν τον γορίλα, όσα είπε είναι νομίζω υπεραρκετά και εμπειρικά μιλώντας πάντα, αναγνωρίζω πως δεν χρειάζεται να τον τσιγκλήσω περισσότερο. Αρκετά μπούμερανγκ μου έχει πετάξει στο κεφάλι μέχρι στιγμής!

Τον αποχαιρετώ στέλνοντας του ένα φιλί και γρήγορα ανεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά ως την βίλα, προσπαθώντας σκληρά να μην γυρίσω να τον κοιτάξω. Ξεκάθαρα αποτυγχάνω και εκεί κάπου στα τελευταία σκαλιά, σταματώ και χαμηλώνω το βλέμμα μου επάνω του.

Με κοιτάζει και εκείνος.

Με κοιτάζει και ναι διακρίνω το χαμόγελο του, και ναι ίσως η καρδιά του να χτυπά όπως ακριβώς χτυπάει η δική μου και ναι...θέλω να χτυπάει με αυτόν τον τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο...

Ας χτυπάει με τον ίδιο τρόπο. Για μια φορά...για αυτή την φορά, ας μην κάνει λάθος το ένστικτό μου. Ας με ανταμείψει η απερισκεψία μου...

Η ινσουλίνη τρέχει ορμητικά στο αίμα μου, μα δεν νομίζω πως μπορώ πλέον να αποτρέψω τα επαναλαμβανόμενα σοκ της καρδιάς μου.

Τι κάνω; Τι λέω; Τι...τι στον διάολο νιώθω ξαφνικά;

Γυρίζω την πλάτη μου και ξεκινάω να περπατάω με πιο γοργό ρυθμό κατευθυνόμενη προς τον Νίκο. Στέκεται χαμογελαστός μπροστά από την τζαμαρία του μικρού του σπιτιού κρατώντας ανοιχτή μια μεγάλη λευκή πετσέτα.

«Ωραία ήταν ε; Στο είπα πως θα ήταν ωραία!» Λέει μόλις φτάνω κοντά του και με τυλίγει μέσα στην πετσέτα.

«Ναι, ωραία ήταν αλλά τρόμαξα λίγο!»

«Ε, για αυτό ήταν ωραία! Πρέπει να τρομάζεις πρώτα γιατί μετά σου αρέσει ακόμα πιο πολύ!», αναφωνεί καθώς τρίβει τα μπράτσα μου πάνω από την πετσέτα σαν να θέλει να με ζεστάνει.

Αλλά ρε γαμώτο δεν μπορώ να ζεσταθώ. Ούτε από την πετσέτα, ούτε από τα χέρια του Νίκου, ούτε καν και από τον ήλιο που καίει γύρω μου.

Κοιτάζω τον Νίκο μέσα στα μάτια, αισθάνομαι το τρυφερό του άγγιγμα, λαμβάνω την αγνή λατρεία που νιώθει για 'μένα και έτσι ξαφνικά...η πρόταση που υποδηλώνει ξεκάθαρα αυτό που αισθάνομαι, δημιουργείται για πρώτη φορά μέσα στην σκέψη μου.

«Νίκο θέλω να σου πω κάτι!» Λέω δίχως να σκεφτώ και μου γνέφει έντονα.

«Ναι, να μου πεις!»

Ο ρυθμός της αναπνοής μου, εμφανώς επιταχύνεται, και ενώ είμαι κάτι παραπάνω από έτοιμη να ανοίξω το ρημάδι το στόμα μου, κάτι με κρατάει πίσω και σωπαίνω. Σωπαίνω και κουνώ το κεφάλι μου για να συγκεντρωθώ.

Δεν είμαι έτσι εγώ. Δεν είμαι...

«Πες μου, μη φοβάσαι!», με προτρέπει ο Νίκο μα δεν...μα δεν πρέπει να είμαι έτσι. Δεν πρέπει να είναι έτσι.

«Ξέχνα το! Βλακεία ήθελα να πω, ούτως ή άλλως!» Τον διαβεβαιώνω με το πιο παιχνιδιάρικο ύφος μου και ξετυλίγω την πετσέτα από πάνω μου.

«Θέλεις να γίνεις το κορίτσι του Ντράγκαν;» με αιφνιδιάζει με την ερώτηση του και ενστικτωδώς γελάω αμήχανα.

«Τι να γίνω λέει; Όχι! Όχι, ούτε καν! Δεν ήθελα να σου πω αυτό! Ήθελα να...»

Πιάνει σφιχτά και τα δύο μου χέρια και πλησιάζει στο πρόσωπο μου πριν προλάβω να ολοκληρώσω την ανοησία μου. «Είσαι το κορίτσι του!» Λέει κάνοντας με να γελάσω πιο δυνατά και αγανακτισμένη να σηκώσω τα μάτια μου στον ουρανό.

«Νίκο...»

«Είσαι!», επαναλαμβάνει με έναν έντονο τόνο σαν να προσπαθεί να με πείσει πως λέει αλήθεια και το γέλιο μου κόβεται μαχαίρι. «Εσένα σε προσέχει και σε φέρνει εδώ και σε αφήνει να κάθεσαι για ώρες. Και μαζί μου σε αφήνει να κάθεσαι. Και σου λέω αλήθεια, ποτέ δεν έχει αφήσει άλλα κορίτσια να κάτσουν μαζί μου. Αυτά τα έφερνε εδώ και μετά από λίγη ώρα τα έδιωχνε. Και ούτε τα κοίταζε όπως κοιτάζει εσένα. Γιατί εσένα, σε κοιτάζει στα μάτια, όπως πρέπει να κοιτάζουμε τα κορίτσια μας. Όπως κοιτάζει o Σίμπα την Νάλα και ο μπαμπάς την μαμά, και ο Στεφάν την φιλενάδα σου την πολύ όμορφη. Την Σοφία!».

«Δεν με κοιτάζει έτσι, Νίκο...», προφταίνω να διαφωνήσω δίχως να έχω ακόμα συνειδητοποιήσει τα όσα έχω ακούσει και ο Νίκο πεισμώνει τα μάτια του και σφίγγει πιο πολύ τα χέρια μου.

«Έτσι σε κοιτάζει! Γιατί εγώ τον ξέρω καλά και εσύ όχι ακόμα! Αλλά έτσι σε κοιτάζει. Νιώθει έρωτα για εσένα. Και εσύ νιώθεις! Και εσύ τον κοιτάζεις έτσι!»

Μα ακόμα και αν τον κοιτάζω έτσι, εγώ...εγώ...δεν γίνομαι το κορίτσι κανενός. Ποτέ δεν έχω γίνει.

Τραβάω τα χέρια μου από το κράτημα του και χωρίς μιλιά και ανάσα τον προσπερνάω, για να μπω στο μικρό σπιτάκι, όπου έχει ακουμπισμένα το φόρεμα και το τσαντάκι μου πάνω στον καναπέ.

«Κορίτσι!» Με ακολουθεί και αυτή τη φορά διστακτικά ακουμπάει τον ώμο μου για να γυρίσω και να τον κοιτάξω.

Εκπνέω την χαζή ταραχή μου και του χαμογελάω. «Νίκο μου, θα πάω στο μπάνιο να αλλάξω και να ντυθώ με το φόρεμα μου γιατί πρέπει να επιστρέψω για λίγο στο σπίτι μου, εντάξει;»

«Δεν νιώθεις έρωτα, κορίτσι;» ρωτάει αδιαφορώντας πλήρως για τα λόγια μου.

Ντρέπομαι τόσο πολύ τώρα που τον κοιτάζω. Και ντρέπομαι γιατί σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα να τον κοροϊδέψω. Να του πω ψέματα, ή ίσως ακόμα και να γελάσω λέγοντας του πως...πως το μυαλό του δεν κόβει και λέει ασυναρτησίες.

Μα δεν του αξίζει να του το κάνω αυτό. Ο Νίκο μου, είναι φως, είναι ελπίδα, είναι...αιωνιότητα!

Γνέφω γρήγορα την απάντηση μου έχοντας έναν τραχύ κόμπο στο στομάχι μου και κάθε σπιθαμή του δωματίου φωτίζεται από το νέον πράσινο χρώμα του ήλιου!

«Νιώθω Νίκο. Φυσικά και νιώθω αλλά...εκείνος δεν νιώθει και είναι καλύτερα που δεν νιώθει. Το προτιμώ να μην νιώθει έτσι, γιατί όλα θα είναι πιο εύκολα. Γιατί εγώ θα φύγω σε ενάμιση μήνα Νίκο. Θα επιστρέψω στο Παρίσι και στην ζωή μου εκεί και ο αδερφός σου θα είναι κάπου αλλού. Και ναι πίστεψε με είναι καλύτερα να είναι κάπου αλλού, γιατί θα μπορέσω να τον ξεχάσω εύκολα και ανώδυνα. Θα μπορέσω επιτέλους να ξεκολλήσω από την εμμονή που έχω μαζί του, η οποία ναι μεν μου δίνει αυτό που ζητάω, αυτή την έμπνευση που έψαχνα τόσο καιρό, αλλά δεν νομίζω πως θα μπορέσω να την αντέξω για πολύ ακόμα δίχως να χάσω το μυαλό μου! Γιατί το χάνω το μυαλό μου μαζί του Νίκο! Ενεργώ πιο τρελά από ποτέ και...»

«Σταμάτα τα λόγια σου!», διακόπτει τον νευρικό μου μονόλογο υψώνοντας για πρώτη φορά τον τόνο της φωνής του. «Όλο λόγια λέτε όλοι σας και κάνετε φασαρία και δεν καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω μόνο που λες πως θα φύγεις και δεν θέλω να φύγεις. Και ξέρεις και κάτι ακόμα; Αν εσύ κορίτσι αισθανόσουν έρωτα για εμένα, δεν θα σε άφηνα να φύγεις ποτέ. Ποτέ, ποτέ! Ούτε και ο Ντράγκαν θα σε αφήσει να φύγεις, θα το δεις! Γιατί έρωτα νιώθει και αυτός. Όπως εσύ. Το ίδιο! Ολόιδιο έρωτα! Για αυτό δεν έφυγε για την Αραβία σήμερα το πρωί. Για να μην σε αφήσει μόνη σου».

«Τι;», ψελλίζω μπερδεμένη.

«Σήμερα το πρωί όταν εσύ κοιμόσουν, πήρε στο τηλέφωνο και έδιωξε το ελικόπτερο που θα τον πήγαινε στην μεγάλη πόλη της Αθήνας για να πάρει το άλλο αεροπλάνο που τον πάει στα μαγαζιά της Αραβίας», εξηγεί και ασυναίσθητα χαμογελάω ξεχνώντας τον πανικό μου.

«Θα πήγαινε στο Ντουμπάϊ;»

Κουνάει το κεφάλι του. «Ναι! Εκεί θα πήγαινε, αλλά δεν πήγε γιατί θέλει να κάνει παρέα μαζί σου. Και εχθές το βράδυ, όταν έβριζε το αγόρι που ήταν μαζί σου, έκανε ένεση στην κοιλιά του, γιατί η εφαρμογή στο κινητό έβγαζε μεγάλο αριθμό ζαχαρίτσας. Και βγάζει μεγάλο αριθμό όταν στεναχωριέται. Και εχθές στεναχωρήθηκε που ήσουν με το άλλο αγόρι».

Αχ Άγιε μου Σπυρίδωνα, θα τον σκότωνα η κακούργα!

Είναι αλήθεια όμως; Ζήλεψε ναι το καταλαβαίνω, αλλά να στεναχωρήθηκε γιατί; Μήπως τελικά ο Νίκο έχει δίκιο; Μήπως και ο γορίλας αισθάνεται όπως αισθάνομαι και εγώ;

Μα δεν μου κολλάει καθόλου όλο αυτό! Εκείνος δεν είναι έτσι. Δεν μπορεί να γίνει έτσι, τόσο ξαφνικά!

«Για αυτό σου λέω πως εγώ τον ξέρω καλά, και ξέρω πότε νιώθει στεναχώρια. Φωνάζει και έχει νεύρα, αλλά μαζί σου, έχει τα πιο πολλά! Και κανένα άλλο κορίτσι δεν τον έκανε να έχει πολλά νεύρα! Μόνο εσύ!» Συμπληρώνει και εκπνέω το γέλιο μου.

«Και αυτό μου το λες για καλό;»

Τα μάτια του λάμπουν καθώς γνέφει γρήγορα. «Για πολύ καλό!

Μάλιστα! Πολλές πληροφορίες και πολλά συναισθήματα για τόσο πρωί, εν απουσία μάλιστα καφέ!

Παίρνω μια μεγάλη ανάσα και ρίχνω μια ματιά προς τον κήπο μη τυχών και εμφανιστεί ο γορίλας. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσω αν τον δω τώρα μπροστά μου. Δεν έχω ιδέα πως θα μπορέσω να χαλιναγωγήσω την ανυπομονησία στο στήθος μου και τον ανεξήγητο πόνο που νιώθω στο στομάχι μου. Πρέπει να φύγω από 'δω. Έστω για αυτές τις δύο ώρες!

«Θα μου υποσχεθείς πως δεν θα πεις τίποτα από όλα αυτά που συζητήσαμε στον Έκτωρ;» ρωτάω τον Νίκο γνωρίζοντας ήδη πως δεν πρόκειται να το κάνει.

«Δεν θα πω τίποτα!» Αναφωνεί και φιλάει γρήγορα έναν σταυρό που έχει δημιουργήσει με τα δάχτυλα του. «Ντάουν έχω, δεν είμαι χαζός για να του πω τα μυστικά μας!»

«Προφανώς και δεν είσαι χαζός!», λέω με κάθε σοβαρότητα. «Είσαι ο πιο έξυπνος και ο πιο υπέροχος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου!»

Όλο του το πρόσωπο χαμογελάει, ενώ το στήθος του κορδώνεται! «Και εσύ το πιο όμορφο και καλό, κορίτσι λιοντάρι!»

Με αγκαλιάζει σφιχτά, μου φιλάει τα μαλλιά και εγώ τα μάγουλά του, και με αφήνει για να πάω στο μπάνιο και να αλλάξω, πριν πάρω τον δρόμο μου για την πόλη.

Δεν βλέπω καθόλου τον γορίλα, όταν βγαίνω από το σπίτι του Νίκο και κατευθύνομαι προς το πάρκινγκ. Ακούω ωστόσο την μηχανή του τζετ σκι και τον φαντάζομαι να διασκεδάζει μόνος του μέσα στην θάλασσα του.

Και ο πόνος μεγαλώνει. Φεύγει από το στομάχι και φτάνει στην πλάτη μου και έπειτα μεταφέρεται ταυτόχρονα στο κεφάλι και τα κάτω άκρα μου.

Πως έγινα έτσι; Πως μου το επέτρεψα αυτό; Τι έφτιαξε;

Εγώ δεν επιλέγω άντρες σαν τον γορίλα. Εγώ παίζω μαζί τους και περνάω καλά και ύστερα βαριέμαι. Τα στάδια μου είναι πολύ πολύ συγκεκριμένα.

Στόχος. Κατάκτηση. Ξενέρωμα! Το τρίπτυχο της επιτυχίας!

Ε και τώρα λοιπόν που είναι το ξενέρωμα; Αφού τον στόχευσα, αφού θεωρητικά τον κατάκτησα, δεν θα έπρεπε ήδη να αρχίσω να ξενερώνω; Να μου φεύγει η καύλα, και να μην νοιάζομαι;

Ο Αλντίν οδηγεί το αμάξι και εγώ στα πίσω καθίσματα, κοιτάζω το νησί μου από τα παράθυρα της λευκής BMW, αποσβολωμένη.

Τόσο από την συνειδητοποίηση των πραγματικών μου συναισθημάτων, όσο και από τον τρόμο της πρώτης φοράς που συμβαίνει αυτό.

Εγώ δεν είμαι έτσι. Γιατί αν γίνω έτσι, αν μου το επιτρέψω, τότε όλα θα πρέπει να αλλάξουν. Η ζωή μου, ο τρόπος που συμπεριφέρομαι, αυτό που είμαι πραγματικά, αυτό που προσπαθώ να κρύβω από εμένα την ίδια, και κυρίως αυτό που αναζητώ κάθε φορά που κρατάω τα πινέλα μου.

Στόχος. Κατάκτηση. Έρωτας! Το τρίπτυχο της ανοησίας και της γαμημένης απερισκεψίας μου!

Και το θέμα είναι πως αυτή τη στιγμή, καθώς το αμάξι περνάει μπροστά από το Αχίλειον, νιώθω ένα ανεκδιήγητο και βαθύ μίσος για εκείνο το άγαλμα στους κήπους του.

Αν μου δινόταν δηλαδή η ευκαιρία θα το διέλυα αμέσως, δίχως δεύτερη σκέψη και ενδοιασμό, μόνο και μόνο για το κακό που έκανε κάποτε σε εκείνον...τον πρίγκιπα της Τροίας.

Και το αστείο της υπόθεσης είναι πως, θα γινόμουν η καλύτερη γλύπτρια του κόσμου αν κάποιος μου ζητούσε να του φιλοτεχνήσω τον Τρώα μου...Θα μεταχειριζόμουν το μάρμαρο σαν επαγγελματίας. Θα έμενα ξάγρυπνη για να διορθώνω κάθε μικρό εξόγκωμα και ατέλεια. Θα ξεχνούσα τους καμβάδες και τα χρώματά μου.

Θα γινόμουν ολότελα ευτυχισμένη όταν, ολοκληρωμένος πια, θα στέκονταν επιβλητικός στο νησί μου.

Στο νησί μου...

Μα επιβλητικός δεν στέκεται και τώρα; Για αυτό νιώθω, ολότελα και ολοκληρωτικά, ευτυχισμένη;



—————



«Καλημέρα, λέμε!», επαναλαμβάνω την καλημέρα μου μόλις μπαίνω στο σπίτι, μα ούτε η Σόφη ούτε η Νόνα μου ανταποδίδουν.

Κάθονται η μια δίπλα στην άλλη στον καναπέ του σαλονιού και με κοιτάζουν με εκείνο το γνωστό βλέμμα που υποδεικνύει πόσο εύκολα θα μπορούσαν να με δολοφονήσουν μέσα στα επόμενα ελάχιστα λεπτάκια!

Και εντάξει, με το δίκιο τους εδώ που τα λέμε μιας και έχουν να με δουν και να μάθουν νέα μου, από εχθές το απόγευμα. Για ακόμα μια φορά είμαι τραγική και αναίσθητη!

Ωστόσο είμαι και πολύ ευδιάθετη για να κομπλάρω από το ύφος τους!

«Καλέ, γιατί δεν μιλάτε; Τι πάθατε;», ρωτάω καθώς τις πλησιάζω και σκύβω να πιάσω τον καφέ της Νόνας από το τραπεζάκι για να ρουφήξω μια μεγάλη γουλιά, πριν η Σόφη απότομα τραβήξει το ποτήρι από το χέρι μου.

Δίχως μιλιά φυσικά και με εκείνο το προειδοποιητικό βλέμμα, που με έχει κουράσει ήδη!

«Εντάξει! Οκ! Κατάλαβα!» Λέω γελώντας με την αντίδραση τους και κάνω μεταβολή. «Όταν αποφασίσετε να ξεμουλαρώσετε, τα λέμε! Πάω να κάνω ένα μπάνιο και...»

«Και ένα βήμα ακόμα αν κάνεις θα μας παίξουν τα κανάλια!», γρυλίζει η Σοφία καθώς πετάγεται όρθια και η Νόνα την μιμείται.

«Βικτώρια τι ώρα είναι;» με ρωτάει η Νόνα πλησιάζοντας με δυο βήματα.

Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι του κούκου στον τοίχο και επιστρέφω την προσοχή μου επάνω της. «Η ώρα είναι έντεκα»

«Έντεκα», επαναλαμβάνει και εκείνη. «Και που ήσουν παιδί μου μέχρι τις έντεκα η ώρα το πρωί και ενώ δεν έχεις επικοινωνήσει με κανέναν μας από εχθές το απόγευμα;»

Όχι! Είναι πολύ πρωί και είμαι πολύ χαρούμενη για να τις αφήσω να μου το χαλάσουν!

«Αχ Νόνα μου, σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ, πέφτω στα πόδια σου, μη μου κάνεις θέμα και σήμερα! Όχι σήμερα! Το ξέρω πως είμαι απαράδεκτη και το ξέρω πως ίσως και να ανησυχήσατε...»

«Τι ίσως μωρή μαλακισμένη; Είκοσι χρόνια από την ζωή μας έχουμε χάσει και οι δύο! Που μου γυρνάς στις έντεκα το πρωί και είσαι λες και δεν συμβαίνει τίποτα! Ηλίθια ε ηλίθια!», ξεσπάει η Σοφία έξαλλη, και η Νόνα σηκώνει το χέρι της ανάμεσά μας, μάλλον για να μην μου επιτεθεί το Σοφάκι!

Μια αντίδραση που με κάνει να γελάσω ξανά! Κάτι που δεν φαίνεται να εκτιμούν, ιδιαιτέρως!

Η Σόφη, εκπνέει δυνατά τον εκνευρισμό της καθώς κουνάει απογοητευμένη το κεφάλι της, ενώ η Νόνα με κοιτάζει ευθεία στα μάτια δίχως καμία απολύτως διάθεση να συμμεριστεί την ευτυχία στο πρόσωπό μου!

«Βικτώρια, που ήσουνα μέχρι αυτή την ώρα;»

Δεν πρόκειται να με αφήσουν να την γλιτώσω τόσο εύκολα. Είμαι σίγουρη πως θα μου σπάσουν τα νεύρα και θα μου χαλάσουν την διάθεση. «Εχθές το βράδυ αποφάσισα να βγω και...»

«Που ήσουνα;», επιμένει ταρακουνώντας τους ώμους μου. «Που κοιμήθηκες;»

Αποτινάσσω αμέσως τα χέρια της και οπισθοχωρώ ένα βήμα. «Μην αρχίζεις ξανά!», προειδοποιώ. «Και όπως άρχισα ήδη να σου λέω, αποφάσισα να βγω εχθές το βράδυ και κάπως τα έφερε έτσι η τύχη και κατέληξα στο σπίτι του Έκτωρ. Εκεί κοιμήθηκα, εντάξει;»

Τα μάτια της Νόνας πέφτουν γρήγορα στο παρκέ και μένουν εκεί.

«Ε, είσαι μαλάκας κοπέλα μου! Και εσύ και αυτός φυσικά, μην ξεχνιόμαστε!», πετάγεται η Σοφία γελώντας κοροϊδευτικά και την κεραυνοβολώ με το βλέμμα μου.

«Ποιο είναι το θέμα σου ρε;»

Σμίγει επιθετικά τα φρύδια της και υψώνει τον δείκτη της. «Το θέμα μου είναι "ρε", πως είσαι γελοία! Και πως δεν έχεις επάνω σου ούτε ένα ελάχιστο δείγμα αξιοπρέπειας για να στείλεις αυτόν τον μαλάκα στον διάολο έπειτα από όλα όσα σου έχει κάνει! Αντ' αυτού βγαίνεις μαζί του, καταλήγεις ξανά στο σπίτι του, ξεχνάς να ενημερώσεις πως ζεις, και επιστρέφεις το επόμενο πρωί και μας πουλάς και πνεύμα! Αλλά αλήθεια σου λέω εγώ δεν πρόκειται να κάτσω να ακούσω τα όσο σου έχει κάνει για ακόμα μια φορά! Γιατί σίγουρα κάτι θα σου έχει κάνει! Σιγουρότατα θα αποδειχθεί ξανά μαλάκας, αλλά...αλλά είσαι τόσο τυφλή, τόσο εμμονική μαζί του που...»

«Ερωτευμένη είμαι!», ουρλιάζω τόσο δυνατά που η Σοφία τινάζεται προς τα πίσω και η Νόνα σηκώνει τρομαγμένη τα μάτια της επάνω μου. «Τρελά ερωτευμένη! Πέφτω από το παράθυρο για πάρτη του ερωτευμένη!», ομολογώ για πρώτη φορά φωναχτά και ναι είναι τόσο ανακουφιστικό. Τόσο απελευθερωτικό!

Δεν με ενδιαφέρει η αποδοκιμασία στα μάτια της Σοφίας, ούτε και η πανικόβλητη έκφραση στο προσώπο της Νόνας. Δεν με ενδιαφέρουν τα λόγια τους, ο θυμός τους, η απογοήτευση τους! Τίποτα δεν με ενδιαφέρει γιατί είμαι ερωτευμένη!

«Το 'ξερα! Το έλεγα! Θυμάσαι; Και εσύ προσπαθούσες να με πείσεις πως δεν ισχύει!», με κατηγορεί αμέσως η Σόφη.

«Ε λοιπόν ισχύει, τι θέλεις να κάνω τώρα;»

«Να συνέλθεις! Αυτό θέλω να κάνεις! Να συνέλθεις, γιατί τα ψυχολογικά μου, είναι οριακά!»

«Τα ψυχολογικά σου πάντα είναι οριακά!», την κοροϊδεύω και υψώνει το μεσαίο της δάχτυλο προς απάντηση.

«Μπορώ τώρα να πάω να κάνω ένα μπάνιο γιατί σε λίγο θα πρέπει να ξαναφύγω;» ρωτάω με τον πιο χλευαστικό γλυκό μου τρόπο και μόνο τότε φαίνεται η Νόνα να συνέρχεται.

Αλήθεια γιατί δείχνει τόσο πανικόβλητη; Βασικά, γιατί νιώθω πως έχει παγώσει ολόκληρη λες και της είπα μόλις πως την αφόρισαν από τον Άγιο Σπυρίδωνα;

«Είσαι ερωτευμένη...», ψιθυρίζει, μα δεν είναι ερώτηση.

«Ναι είμαι ερωτευμένη! Λυσσάξατε πια και οι δυο σας!», υψώνω την φωνή μου γεμάτη αγανάκτηση και κάνω να φύγω προς το δωμάτιο μου αλλά η λαβή της στον καρπό μου με σταματάει.

«Είναι σαράντα χρονών και εσύ μόλις εικοσιτρία»

«Τριανταοχτώ ρε Νόνα, μη μου τον μεγαλώνεις!» Κάνω μια προσπάθεια να αστειευτώ αλλά η Νόνα δεν φαίνεται να έχει όρεξη για αστεϊσμούς.

«Βικτώρια, όχι...» ψελλίζει και ειλικρινά νομίζω πως από στιγμή σε στιγμή θα μου σωριαστεί!

«Τι όχι;»

Κουνάει το κεφάλι της όλο άρνηση και σφίγγει τον καρπό μου. «Δεν μπορείς να τον έχεις ερωτευτεί! Ίσως είναι κάτι άλλο. Ενθουσιασμός ή...»

«Τι ενθουσιασμός χριστιανή μου;», την διακόπτω με ένα δυνατό γέλιο. «Έρωτας είναι! Αν ήταν ενθουσιασμός θα μου είχε ήδη φύγει Νόνα! Και δεν μου έχει φύγει! Ούτε στο ελάχιστο! Τον θέλω ρε κορίτσια μου, πως το λένε; Με ακουμπάει και λιώνω! Με κοιτάζει και νιώθω πως...πως πεθαίνω, πως αλλιώς να σας το πω; Πεθαίνω, πεθαίνω κανονικά, το καταλαβαίνετε; Η καρδιά μου ακούγεται σαν τους μπότιδες όταν σπάνε και το στομάχι μου πονάει λες και έχω φάει δυο κατσαρόλες σοφρίτο μαζί με τρία βαζάκια κουμ-κουάτ! Και ναι, το ξέρω πως κοντεύει στα σαράντα, και πως μου έχει φερθεί μαλακισμένα, όπως επίσης ξέρω ότι σε ενάμιση μήνα θα φύγω για το Παρίσι, αλλά δεν με ενδιαφέρει! Τίποτα δεν με ενδιαφέρει όταν σκέφτομαι και μόνο τα μάτια του, ή όταν θυμάμαι τον τρόπο που με αγκαλιάζει για να κοιμηθώ επάνω του! Γιατί πρέπει να είναι τόσο κακό αυτό; Γιατί δεν χαίρεστε για εμένα; Πρώτη φορά αισθάνομαι έτσι για κάποιον! Πρώτη φορά που σκέφτομαι για έναν άντρα πως θέλω να είμαι δική του! Μόνο δική του, για όσο καιρό και αν είμαστε μαζί! Πως, δεν θα τον βαρεθώ όπως όλους τους άλλους! Πως είμαι ικανή μέχρι και να τον αγαπήσω!»

Οι εξομολογήσεις μου, κάνουν την Νόνα να αποτραβήξει το χέρι της από τον καρπό μου, να κάνει ένα...δύο...τρία βήματα προς τα πίσω και να κοιτάξει αόριστα για λίγα δευτερόλεπτα το σαλόνι μας.

Και καμία μας δεν λέει τίποτα μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα. Η Σοφία με κοιτάζει κάπως πιο γλυκά, ενώ η Νόνα απομακρύνεται ακόμα πιο πολύ από κοντά μας για να πιαστεί από το μπράτσο της πολυθρόνας και να καθίσει.

«Πήγαινε να κάνεις μπάνιο», λέει έπειτα από μερικές στιγμές, δίχως ακόμα να τολμάει να με κοιτάξει και δεν καταλαβαίνω τίποτα!

Ωραία μπορεί να μην χαίρεται που είμαι ερωτευμένη, δεδομένης της ηλικίας του Έκτωρ, μπορεί να μου κρατάει μούτρα που δεν την ενημέρωσα για ακόμα μια φορά, αλλά αυτή η συμπεριφορά είναι επιεικώς ανεξήγητη, προβληματική και υπερβολική!

Περπατάω γρήγορα τα βήματα που μας χωρίζουν και στέκομαι πάνω από την πολυθρόνα της.

«Συγγνώμη να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ δεν ήσουν αυτή που μου έλεγες πως θα έρθει η στιγμή που θα την πατήσω και εγώ και πως όλο και κάποιος θα βρεθεί εκεί έξω που θα με κάνει να τον ερωτευτώ; Ε ορίστε, βρέθηκε! Ποιο είναι το πρόβλημά σου τώρα; Γιατί κάνεις λες και έχει έρθει το τέλος του κόσμου; Επειδή φτάνει τα σαράντα; Αυτό είναι το θέμα σου ρε Νόνα; Δεν περίμενα ποτέ πως θα ήσουν τόσο πουριτανή! Ή μάλλον δεν με έχεις συνηθίσει να είσαι τόσο πουριτανή!»

Τα μάτια της καρφώνονται απότομα στα δικά μου. «Δεν είμαι πουριτανή».

«Τότε τι είσαι;»

Δεν κάνει τον κόπο να μου απαντήσει. Σηκώνεται, με προσπερνάει και κατευθείνεται προς την κουζίνα.

Μοιραζόμαστε ένα γρήγορο βλέμμα με την Σοφία και έπειτα τρέχω ξοπίσω της. «Που στον διάολο πας ρε χριστιανή μου; Τι σου συμβαίνει επιτέλους;»

Δεν απαντά. Ρίχνει μια κάψουλα καφέ στην καφετιέρα και κρατάει σφιχτά το βαζάκι της ζάχαρης προσπαθώντας να το ανοίξει.

«Αν είσαι νευριασμένη που δεν σε ενημέρωσα εχθές τότε εντάξει το καταλαβαίνω και έχεις δίκιο! Συγγνώμη που δεν το έκανα αλλά, ήμουν μαζί του και όταν είμαι μαζί του...»

«Θα πληγωθείς!», ξεσπάει με δυνατή φωνή και το βαζάκι της ζάχαρης πέφτει μέσα από τα χέρια της και σπάει στα πόδια μας.

«Ας πληγωθώ!», της ουρλιάζω και εγώ πατώντας πάνω στις ζάχαρες και τα γυαλιά! «Πιστεύεις πως θα είναι η πρώτη φορά; Πως μπορείς να πληγωθείς μόνο όταν είσαι ερωτευμένος; Μαλακίες! Γιατί εγώ πληγώνομαι αλλεπάληλα, και όχι από κάποιον άλλον! Όχι από κάποιον που έχω ερωτευτεί, αλλά από τον ίδιο μου τον εαυτό! Και ναι, μην σοκάρεσαι τόσο πολύ, γιατί αυτή είναι η αλήθεια! Μπορεί να μην στο δείχνω, να μην αφήνω κανέναν να το καταλάβει, αλλά ισχύει! Και κουράστηκα να με πληγώνω, Νόνα! Βαρέθηκα να επιλέγω γκόμενους που μοιάζουν στον αδερφό σου, μήπως και έτσι καταφέρω να καλύψω την απουσία του! Βαρέθηκα το καταλαβαίνεις; Βαρέθηκα να κοιτάζω εκείνο το μανεκέν που έχω στο ατελιέ πίσω στο Παρίσι και να του μιλάω λες και είναι η Σόνια, γιατί είμαι τόσο βλαμμένη βλέπεις που νομίζω πως η ψυχή της μάνας μου βρίσκεται μέσα σε λίγο ξύλο και πρέπει να της αποδεικνύω καθημερινά ότι η κόρη της δεν είναι για τον πούτσο! Βαρέθηκα, με ακούς; Βαρέθηκα, να προσπαθώ συνέχεια, να με πληγώνω εγώ η ίδια για να μην αφήσω κάποιον άλλον να με πληγώσει! Βαρέθηκα!»

Γυρνάω την πλάτη μου, κοπανάω και μια μπουνιά στην πόρτα του ψυγείου και φουριόζα εξαφανίζομαι από μπροστά της. Δεν με ορίζω αυτή την στιγμή. Δεν μπορώ να το κάνω. Ξεχνάω το μπάνιο και τον καφέ που χρειάζομαι και ορμάω στο δωμάτιο μου, για να βγάλω το φόρεμα και το τσόκερ και να φορέσω το λευκό ολόσωμο μαγιό μου.

«Βίκτωρ;», ακούω την φωνή της Σοφίας καθώς κουμπώνω το τζιν σορτσάκι μου μα δεν γυρνάω να την κοιτάξω.

Βάζω στην τσάντα θαλάσσης την φούξια πετσέτα μου, ένα εσώρουχο και ένα μακό φόρεμα και φτάνω ως την πόρτα του δωματίου μου όπου η Σοφία στέκεται ακίνητη και μου μπλοκάρει την έξοδο μου.

«Μπορώ να περάσω;»

Φυσικά και δεν μετακινείται. Πιάνει τα χέρια μου και με κοιτάζει κάπως μετανιωμένη. «Ρε Βικτωριάκι μου, μην κάνεις έτσι! Απλά ανησυχήσαμε και...»

«Σοφάκι, μπορώ να περάσω, σε παρακαλώ πολύ;» επιμένω αποτραβώντας τα χέρια μου από τα δικά της.

«Όχι δεν μπορείς να περάσεις! Θέλω να κάτσεις εδώ και να το συζητήσουμε».

«Να κάτσω να συζητήσουμε τι;»

Κάνει ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο και κλείνει την πόρτα πίσω της. «Γιατί της συμπεριφέρεσαι έτσι ρε μαλάκα; Γιατί δεν προσπαθείς να την καταλάβεις και αυτήν λιγάκι; Πως θα αισθανόσουν εσύ δηλαδή αν ήσουν στην θέση της, και σε ψάχναμε όλο το βράδυ;»

«Άρα ποιο είναι το θέμα για να καταλάβω και εγώ; Πως με ψάχνατε όλο το βράδυ ή το γεγονός πως έχω ερωτευτεί έναν σαραντάρη; Γιατί κάπου έχω χαθεί ανάμεσα σε αυτά τα δύο και δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον ακριβώς τον λόγο μου επιτεθήκατε τόσο πολύ!»

«Κυρίως για την εξαφάνιση σου! Το ό,τι είσαι ερωτευμένη με το κινούμενο red flag, εγώ τουλάχιστον το ήξερα!» Ανακοινώνει χαμογελαστή και νιώθω σαν να μου ρίχνει μπουνιά στον θώρακα.

«Έ άντε παράτα με και εσύ ρε Σοφάκι!» Την σπρώχνω απότομα από μπροστά μου και το ίδιο απότομα βγαίνω από το δωμάτιο.

Αρπάζω τα κόκκινα γυαλιά και την κίτρινη μπαντάνα από το έπιπλο της εισόδου και εξαφανίζομαι από το σπίτι δίχως να αποχαιρετήσω καμία τους.

Τέλεια! Υπέροχα! Μοναδικά!

Γιατί έπρεπε να συμβεί όλο αυτό; Γιατί έπρεπε να μου χαλάσουν την διάθεση μου; Εγώ έναν καφέ ήθελα να πιω μαζί τους, να τους πω και όλα μου τα νέα και ύστερα με τις ευχές τους να πήγαινα πίσω στο σπίτι του γορίλα.

Θα μου πεις τώρα, δεν περίμενες την αντίδραση τους και έπεσες από τα σύννεφα; Εντάξει, ναι, μπορεί να περίμενα την αντίδραση τους, αλλά όχι και την υπερβολή τους. Ειδικά την συγκεκριμένη αντίδραση όταν τους ανακοίνωσα τα χαΐρια μου!

Αχ Άγιε μου Σπυρίδωνα, μήπως με τιμωρείς που έπαιξα βρώμικα με τον Διονύση;

Α, καλά Βικτωριάκι μου, αν κάτσεις να σκεφτείς και τον Διονύση μέσα σε όλα αυτά, τότε ζήτω που καήκαμε!

Ο Αλντίν περιμένει υπομονετικά μπροστά από την Πύλη Ματζιόρε και δείχνει να ξαφνιάζεται όταν με βλέπει να επιστρέφω τόσο σύντομα στην BMW. Ωστόσο δεν βγάζει μιλιά ως συνήθως και ξεκινάει το αμάξι μόλις βολεύομαι στα πίσω καθίσματα.

Χαίρομαι που επιστρέφω κοντά του. Σίγουρα θα προτιμούσα να γυρνούσα υπό διαφορετικές συνθήκες και να μην ήμουν καθόλου τσαντισμένη, αλλά εντελώς μεταξύ μας τώρα, νομίζω πως χαίρομαι και λιγάκι που η Νόνα με την Σόφη με τσάτισαν τόσο πολύ και χρειάστηκε να φύγω στο άψε σβήσε!

Χρειάζομαι μια δική του αγκαλιά. Όπως και αν αυτή μου προσφερθεί. Είτε είναι ήρεμη, είτε πλαισιωμένη από λίγα καντήλια, δεν έχει σημασία.

Γιατί σημασία έχει πως μου την προσφέρει. Σημασία έχει πως εχθές το βράδυ ήρθε για εμένα. Σημασία έχει πως, για μερικές στιγμές με κοιτούσε όπως ακριβώς είπε ο Νίκο. Όπως ακριβώς τον κοιτούσα και εγώ.

Σημασία έχει πως, ένα νησί ολόκληρο έχει αλλάξει, καθώς το διασχίζω για να πάω κοντά του.

Ένα άγαλμα εμβληματικό έχει καταστραφεί για να φτιάξω το δικό μου...Το δικό του.

Σημασία έχει, αγαπημένη μου Σόνια, λατρεμένο μου ξύλινο μανεκέν με τα ανύπαρκτα θλιμμένα μάτια σου, πως γύρισα πίσω στην Κέρκυρα και μου είχες βάλει μόνο άδειες σύριγγες στην βαλίτσα μου.

Σου είχα υποσχεθεί πως θα έβρισκα αψέντι...

Συγγνώμη εκ των προτέρων αν πνιγώ μέσα του...

Μάλλον θα το θέλω πολύ...



—————



«Κάτω πας. Στο ντεκ», λέει ο Αλντίν σε σπαστά ελληνικά και μου δείχνει τον δρόμο προς τον κήπο.

Το σπίτι είναι όπως πάντα ήσυχο και ο Νίκο δεν φαίνεται πουθενά. Οι τζαμαρίες του μικρού σπιτιού του είναι κλειστές και στο αίθριο βρίσκεται μόνο ο Κριστόφ, ο οποίος δεν μου δίνει καμία σημασία καθώς περνάω από δίπλα του για να φτάσω ως την σκάλα που οδηγεί στην προβλήτα.

Κατεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά και ακόμα πιο γρήγορα περπατάω τα βήματα που με χωρίζουν από το εντυπωσιακό μαύρο σκάφος με τις καθαρές γραμμές και τα εξάγωνα σχήματα σε όλο του το μήκος. Απευθείας σου δίνει την εντύπωση πως είναι επιθετικό και γρήγορο σαν τα αμάξια της Formula 1. Δεν κυκλοφορούν όμοια του στο νησί και ας είναι η θάλασσά μας γεμάτη από σκάφη.

Το βλέμμα μου πέφτει αμέσως στην αριστερή πλευρά της πρύμνης, όπου πάνω από τις τρεις σχεδιασμένες ασημένιες νυχιές, με μεγάλα κίτρινα γράμματα υπάρχει γραμμένο το όνομα του.

"Pantheras".

Μα, τι ψύχωση είναι και αυτή με τα αιλουροειδή;

Πως όμως και να την αδικήσω;

Τον βλέπω στην πλώρη του σκάφους, να στέκεται με την πλάτη γυρισμένη σε εμένα και να κοιτάζει το Ιόνιο. Φοράει μόνο το μαγιό του, ανάμεσα στα δάχτυλα του έχει ένα χοντρό μισοτελειωμένο πούρο και το λιοντάρι στην πλάτη του μοιάζει να με κοιτάζει απειλητικά. Όπως ακριβώς του αρμόζει.

Δεν νιώθω όμως σαν θήραμα. Δεν με τρομάζει. Ποτέ του δεν με τρόμαξε. Νοιώθω απλά σαν...σαν να βρίσκομαι και εγώ στο δικό μου φυσικό περιβάλλον! Πως ήρθε επιτέλους και η δική μου ώρα να παίξω με τις μεγάλες γάτες!

«Ψιτ-ψιτ, ψιτ-ψιτ!», ακούγομαι σαν να φωνάζω τον Μπαγκίρα και απότομα στρέφεται να με κοιτάξει.

Ξεχνάω τα πάντα. Τον τσακωμό μου με την Νόνα και την Σοφία, τα όσα μου είπε ο Νίκο, τα όσα έχουν γίνει μεταξύ μας όλον αυτόν τον καιρό, τον πανικό μου...τα πάντα!

Φταίει εκείνο το μισό χαμόγελο που δημιουργούν τα χείλη του, καθώς περπατάει για να φτάσει κοντά μου. Φταίνε επίσης και τα σκούρα μάτια του. Οι μπούκλες στα μαλλιά του...Τα μεγάλα μπράτσα του. Ο ήλιος στο δέρμα του και εκείνα τα αποτυπώματα αλατιού στο στήθος του. Φταίει το ανάστημα του που υψώνεται τόσες σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μου, και φταίει επίσης και το μυώδες χέρι του που κρατώντας ακόμα το μισοτελειωμένο πούρο στα δάχτυλα του, το περνάει γύρω από την μέση μου για να με σηκώσει και να με βάλει στο σκάφος του.

«Αν ζαλιστείς και ξεράσεις εδώ μέσα, θα σε πετάξω στην θάλασσα!», απειλεί εν είδει χαιρετισμού και κρατιέμαι από τον λαιμό του πριν με αφήσει να πατήσω στα πόδια μου.

«Με σωσίβιο ή χωρίς;»

Το χέρι του σφίγγει περισσότερο την μέση μου, καθώς χαμηλώνει στο στόμα μου. «Χωρίς...»

«Αφού ρε αγριάνθρωπε το ξέρεις πως αν έπεφτα στην θάλασσα θα έπεφτες και εσύ για να με πιάσεις, γιατί τώρα μου το παίζεις τόσο σκληρός;»

Προτάσσω τα χείλη μου, έτοιμη για ένα του φιλί, αλλά δεν μου το δίνει.

«Για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα!» Απαντά κλείνοντας μου το μάτι και φιλάει την κορυφή της μύτης μου.

«Λίγο αργά για αυτό! Και είδες που έχω δίκιο; Σίγουρα θα έπεφτες να με σώσεις!»

Ή και για να με πνίξεις ο ίδιος και όχι η θάλασσα!

Χουφτώνει δυνατά τον γλουτό μου, κάνοντας με να ξεφωνίσω και μου δίνει και μια απαλή κουτουλιά, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε! «Τράβα να κάτσεις και αν δεν είσαι ήσυχη, θα σε γυρίσω πίσω!»

Φέρνω αμέσως το χέρι στον κρόταφο μου και χαιρετάω στρατιωτικά. «Μάλιστα, καπετάνιε!»

Γελάει με ένα έντονο ρουθούνισμα και μόλις πάω να ενώσω τα χείλη μας, αμέσως τοποθετεί το πούρο στο στόμα του και ένα σύννεφο καπνού με πνίγει καθώς το ρουφάει τρεις συνεχόμενες φορές. Έπειτα με αφήνει να πατήσω στα πόδια μου, μου δείχνει κάπως αδιάφορα τους καναπέδες πίσω από τα άνετα στρώματα που ενδείκνυνται για ηλιοθεραπεία και σκύβει για να λύσει γρήγορα τα σχοινιά από τους κάβους.

Γίνεται να είναι τόσο σέξι θέαμα, το λύσιμο μερικών αθώων σχοινιών ή μήπως είμαι τρομακτικά ερωτευμένη μαζί του;

Που πάω να μπλέξω; Που πήγα και έμπλεξα; Γιατί δεν με σταμάτησα;

Κουνάω το κεφάλι μου να συνέλθω και προχωράω πάνω στο γκρίζο ντεκ για να καθίσω στον ευρύχωρο καναπέ κάτω από το μεγάλο σκίαστρο.

Ο γορίλας πλησιάζει στο πιλοτήριο, πατάει μερικά κουμπιά που κάνουν την αλυσίδα της άγκυρας να ακουστεί δυνατά καθώς μαζεύεται και ύστερα κάθετε στο κάθισμα που θυμίζει έντονα κάθισμα αγωνιστικού αυτοκινήτου ξεκινώντας το σκάφος.

«Που πηγαίνουμε;», ρωτάω μόλις αφήνουμε πίσω μας την προβλήτα της βίλας αλλά είτε δεν με έχει ακούσει, είτε για ακόμα μια φορά αδιαφορεί να μου απαντήσει!

Ποντάρω στο δεύτερο!

Το σκάφος ανοίγεται γρήγορα στην θάλασσα του Ιονίου και σταδιακά η ταχύτητα μας αυξάνεται. Δεν ζαλίζομαι ιδιαίτερα μιας και το συγκεκριμένο σκάφος είναι υπερβολικά σταθερό και αποφασιστικά σηκώνομαι από τον καναπέ για να φτάσω κοντά του κρατώντας ισορροπία από τα κάγκελα του σκίαστρου.

«Τι κάνεις ρε; Πήγαινε στην θέση σου!» Με μαλώνει μόλις με αντιλαμβάνεται δίπλα του, και αμέσως ελαττώνει την ταχύτητα μας.

«Βαριέμαι να κάθομαι μόνη μου στους καναπέδες!» Γκρινιάζω χαϊδεύοντας παιχνιδιάρικα τα μαλλιά στον σβέρκο του μέχρι που αποδιώχνει το χέρι μου με ένα τίναγμα του κεφαλιού του.

«Τοσοδούλα, βόλτα δεν ήθελες;»

«Ναι βόλτα ήθελα, αλλά βαριέμαι σου λέω! Δεν μπορώ να κάνω κάτι και εγώ; Να σε βοηθήσω ας πούμε; Νομίζω πως θα ήμουνα καταπληκτικός μούτσος! Για αυτό λέγε, τι θέλεις να κάνω; Να δέσω κάβο; Να ρίξω άγκυρα; Να σφουγγαρίσω το κατάστρωμα; Τι; Πες το και έγινε!»

Αναστενάζει βαθιά. Πάρα πολύ βαθιά και τον βλέπω που προσπαθεί ξεκάθαρα να συγκρατήσει τον εαυτό του. Σφίγγει τα χείλη του και μου χαμογελάει αηδιασμένος! «Τώρα άμα σου πω πως είσαι εντελώς για τον μούτσο, θα θυμώσεις! Αλλά ρε τοσοδούλα πες μου, θα έχω άδικο;»

Παλεύω για να μην γελάσω! Παίρνω την πιο κατσούφικη μωρουδιακή μου έκφραση και τον χτυπάει απαλά στην γάμπα με το πόδι μου. «Είσαι γελοίος...» ψιθυρίζω και δήθεν λυπημένη κάνω μεταβολή για να φύγω πριν με σταματήσει αγκαλιάζοντας την κοιλιά μου για να με τραβήξει επάνω στα πόδια του.

«Πιάσε καλά το τιμόνι και κοίταζε εδώ», διατάζει βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο τιμόνι και τεντώνει τον δείκτη του για να μου δείξει την οθόνη του gps δίπλα απο το ραντάρ.

Τσιρίζω από ενθουσιασμό, αλλά γρήγορα σοβαρεύω και εστιάζω όλη μου την προσοχή στο gps και στην μικρή διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουμε.

«Ευθεία τα χέρια σου! Μην στρίβεις το τιμόνι!», με μαλώνει διορθώνοντας απότομα την κλίση που έχω πάρει και σπρώχνει τον κρόταφο μου με τον δικό του. «Και μην κοιτάζεις μόνο το gps, ρε! Κοίταζε και μπροστά σου μην μας στουκάρεις πουθενά!»

Λατρεύω όταν είμαι τόσο πολύ κοντά του. Όταν με κάποιος περίεργους τρόπους μου δείχνει την τρυφερότητα του. Τι να πω...μπορεί η γλώσσα αγάπης του γορίλα να είναι τα νεύρα, οι βρισιές και τα αργό σύρσιμο των χειλιών του στα πλάγια του λαιμού μου, όπως ακριβώς κάνει τώρα...

Δεν παίζει να μην ακούει την καρδιά μου πως χτυπάει. Ακούγεται δυνατά, πάνω από τον αέρα της θάλασσας και τους παφλασμούς των κυμάτων της! Ακούγεται σε όλο το νησί!

Ξεχνώντας εντελώς πως εγώ είμαι αυτή που πιλοτάρει το σκάφος, στρέφω το κεφάλι μου προς τα δεξιά και τα χείλη μας ίσα που ακουμπούν.

«Έφυγες!», φωνάζει χτυπώντας τα μπούτια μου, πριν προλάβω η καημένη να τον φιλήσω κανονικά και όπως ακριβώς χρειάζομαι!

«Μα, τι έκανα πάλι;», διαμαρτύρομαι και με αγριοκοιτάζει.

«Δεν σου είπα να κοιτάς μπροστά; Τι γυρνάς ρε το κεφάλι σου και με φιλάς; Με την θάλασσα δεν παίζουμε, δεν το ξέρεις αυτό;»

«Προς υπεράσπιση μου κύριε θαλασσόλυκέ μου, δεν πρόλαβα να σας φιλήσω!» Τολμάω να αστειευτώ και προειδοποιητικά υψώνει τον δείκτη του.

«Πίσω! Τώρα! Και κάτσε ήσυχη!»

«Θα μου δώσεις πρώτα ένα φιλάκι;», σκύβω κατά πάνω του και σουφρώνω τα χείλη μου.

«Από φιλάκια ξέμεινα! Ή χριστοπαναγία ή κουτουλιά έχω τώρα! Τι από τα δύο θες;» ρωτά με εκείνο το τόσο ειρωνικό και απίστευτα σέξι υφάκι του και ενώ από μέσα μου κυριολεκτικά λιώνω αναζητώντας είτε την χριστοπαναγία του είτε ακόμα και την κουτουλιά του, ανασηκώνομαι σαν μια πραγματική κυρία και βγάζω τα κόκκινα γυαλιά μου.

«Πω, πω νεύρα!» Αναφωνώ και του φοράω τα γυαλιά, πριν επιστρέψω με τουπέ στην θέση μου.

Τελικά έχουμε σημειώσει πρόοδο ή όχι; Γιατί από την μια με αγκαλιάζει για να με βάλει στο σκάφος του, ή με τραβάει επάνω στα πόδια του για να το οδηγήσω, ακουμπώντας μάλιστα τα χείλη του στον λαιμό μου και έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα με αρνείται με τόσο χοντροκομμένο τρόπο;

Αχ γιατί με ταλαιπωρεί ακόμα τόσο πολύ; Γιατί από όλους τους άντρες που έχουν πέσει στα πόδια μου, επέλεξα να ερωτευτώ εκείνον που και για να με γλείψει ακόμα, με σήκωσε ως το πρόσωπο του για να μην σκύψει!

Ναι αλλά, έσκυψε για να σου φορέσει το τσόκερ του Βικτωριάκι μου...Σε άφησε να κοιμηθείς στην αγκαλιά του. Σε είπε "ξανθιά μου"... Σε κοιτούσε μέσα στα μάτια, όταν εχθές το ξημέρωμα έμπαινε μέσα σου αργά, σε κάτι που μεταξύ μας, δεν θύμιζε και τόσο το σεξ που είχες συνηθίσει να κάνεις μαζί του. Για αυτό κιόλας σκεφτόσουν συνέχεια πως έτσι θα έπρεπε να ήταν η πρώτη σου φορά...

Κοιτάζω την πλάτη του και αναστενάζω. Μπορεί να μην τον καταλαβαίνω, και μπορεί να μην λειτουργήσει ποτέ αυτό που υπάρχει ανάμεσά μας, αλλά ρε γαμώτο είναι άκρως παρηγορητικό το γεγονός πως ακόμα και τώρα που κόβει εντελώς ταχύτητα και σηκώνεται από το κάθισμα του, φοράει ακόμα τα γυαλιά μου...Τα κόκκινα, κοκάλινα γυναικεία γυαλιά μου που του είναι τόσο μικρά και πιέζουν τους κροτάφους του!

Το σκάφος σταματάει έπειτα από μερικά μέτρα και η άγκυρα πέφτει

«Έχεις ξανάρθει εδώ;», ρωτάει δείχνοντας μου την ακτή και βγάζει τα γυαλιά ακουμπώντας τα ήρεμα πάνω στο τραπεζάκι.

«Στην Ροβινιά;», ρωτάω και εγώ ξεσπώντας σε γέλια. «Αλήθεια με ρωτάς τώρα αν έχω έρθει στην Ροβινιά ενώ έχω μεγαλώσει στην Κέρκυρα;»

«Δεν σου δείχνω την Ροβινιά!» Λέει και δείχνει ξανά προς την ακτή.

Κοιτάζω καλύτερα απέναντι μου μη τυχών και έχω μπερδευτεί αλλά είμαι κάτι παραπάνω από εκατό τα εκατό σίγουρη πως έπειτα από τα τελευταία βράχια στα αριστερά μας βρίσκεται η παραλία της Ροβινιάς.

«Ε δεν θα με τρελάνεις τώρα!» Αναφωνώ αγανακτισμένη καθώς σηκώνομαι όρθια και πιάνομαι από την κουπαστή. «Εκεί πέρα είναι η παραλία της...»

«Ναι εκεί είναι η παραλία της Ροβινιάς, αλλά δε δείχνω εκεί», με διακόπτει καθώς φτάνει πίσω μου και αρπάζει το κεφάλι μου κρατώντας το ευθεία να κοιτάζω τους βράχους. «Εκεί δείχνω γαμώ την στραβομάρα σου!»

«Που; Στα βράχια; Και περιμένεις και απάντηση δηλαδή; Τι να έρθω να κάνω στα βράχια; Να αυτοκτονήσω;», ανταπαντώ γυρνώντας να τον κοιτάξω.

Αχ ο καημένος, παίζει να παθαίνει απανωτά εγκεφαλικά μαζί μου και δη με τις απαντήσεις μου! Κρίνοντας δηλαδή από τον τρόπο που για ακόμα μια φορά, σφραγίζει τα ματάκια του και παίρνει βαθιές αναπνοές από την χοντρή του μυτούλα!

«Κολυμπάς καλά;», ρωτά όταν ανοίγει ξανά τα μάτια του και ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.

«Ναι, ξέρω 'γω. Υποθέτω!»

«Κολυμπάς ή δεν κολυμπάς καλά;» επιμένει και σταυρώνω αμυντικά τα χέρια στο στήθος μου.

«Κολυμπάω! Γιατί;»

«Πόση ώρα μπορείς να κρατήσεις την αναπνοή σου κάτω από την θάλασσα;»

Άγιε μου Σπυρίδωνα θα με πνίξει! Ή μάλλον θέλει να με τεστάρει πριν με πνίξει για να είναι σίγουρος πως θα πνιγώ!

«Δεν με έχω χρονομετρήσει!» Ανταπαντώ και κουνά κοροϊδευτικά το χέρι του.

«Κατάλαβα!», σκύβει στα αριστερά μας και ανοίγει ένα εσωτερικό ντουλάπι βγάζοντας έξω μια μικρή κίτρινη φορητή μπουκάλα οξυγόνου. «Έλα πάρε αυτό, και μόλις βουτήξουμε βάλ' το στο στόμα σου».

«Δεν είσαι με τα καλά σου!», σπρώχνω μακριά το χέρι του που μου τείνει την φιάλη. «Δεν θέλω να κάνω κατάδυση γιατί πρώτον δεν έχω κάνει ποτέ και δεύτερον φοβάμαι!»

«Δεν θα κάνουμε κατάδυση», λέει μέσα από τα δόντια του και σπρώχνει την φιάλη στο στήθος μου.

«Και τότε γιατί μου το δίνεις αυτό;»

Ξεφυσάει υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό! «Γιατί γαμώ την πουτάνα μου, θα χρειαστεί να κάνεις ένα μακροβούτι για λίγα μέτρα και δεν εμπιστεύομαι τις ανάσες σου!» Μου ανακοινώνει και γελάω.

«Ναι, αυτό νομίζω λέγεται κατάδυση!»

«Τι κατάδυση λέγεται ρε, μην μου σπας τα νεύρα! Βούτα και βάλτο στο στόμα σου γιατί θα σε αφήσω εδώ!»

«Ε άσε με εδώ!», του απαντώ γελώντας ακόμα. «Τι; Νομίζεις πως είναι απειλή τώρα αυτό;»

Αρπάζει απότομα τον πήχη μου και με τραβάει να προσκρούω στο σώμα του. «Τοσοδούλα για μια φορά, για μόνο μια γαμημένη φορά ρε κοριτσάρα μου, βούλωσε το και κάνε αυτό που σου λέω! Ένα μακροβούτι είναι! Λίγα μέτρα κολύμπι δηλαδή για να σου δείξω αυτό που στον πούτσο θέλω!».

«Τι θέλεις να μου δείξεις;» ρωτάω αμέσως, με υπερβολικό ενθουσιασμό!

Άρα δεν θέλει ούτε να κολυμπήσουμε στην Ροβινιά ούτε και να με πνίξει! Κάτι είναι και αυτό!

Με απελευθερώνει από την λαβή του και χαμηλώνει τα χέρια του ανάμεσα μας, για να ξεκουμπώσει το σορτσάκι μου βοηθώντας με εν συνεχεία να το βγάλω εντελώς.

«Πήγαινε πίσω και κάθισε στο τελευταίο σκαλί. Είναι πιο εύκολο να βουτήξεις από 'κει», με συμβουλεύει βγάζοντας μου την μπαντάνα και υψώνω το φρύδι μου!

«Ε, τώρα πραγματικά όμως με προσβάλεις!» Του λέω παρατώντας την φιάλη στον καναπέ πίσω μας και τρέχω γρήγορα προς την πλώρη του σκάφους για να βουτήξω θεαματικά και άκρως επαγγελματικά!

Το νερό ωστόσο είναι παγωμένο. Τόσο παγωμένο που σαν την παλαβή κουνάω χέρια και πόδια για να αναδυθώ ξανά στην επιφάνεια!

«Δεν σε χάλασε!», του φωνάζω όλο αυτοπεποίθηση και δεν μπορώ να διακρίνω αν γελάει πραγματικά ή όχι!

Μωρή καημένη, να δω τι θα κάνεις έτσι και βάλει μπροστά και φύγει!

Δεν φεύγει όμως. Πετάει δύο φιάλες οξυγόνου στο νερό και σαν ένας πραγματικός γορίλας που είναι, βουτάει με μια άτσαλη, άγαρμπη, χοντροκομμένη κίνηση μέσα στην θάλασσα σηκώνοντας ένα μικρό κυμματάκι που σκάει απευθείας στο πρόσωπο μου!

Πως γίνεται να έχω ερωτευτεί αυτόν τον πιθηκάνθρωπο; Τι του βρήκα; Τι με κέρδισε;

Πιάνει τις φιάλες και με στυλ πεταλούδας, κολυμπάει γρήγορα κοντά μου. «Στόμα!», διατάζει φέρνοντας το στόμιο της μιας φιάλης κοντά στα χείλη μου.

Τι με κέρδισε και τον επέλεξα;

Ανοίγω το στόμα μου και δαγκώνω το στόμιο της φιάλης, ενώ εκείνος στριφογυρίζει ένα μικρό φυσίγγιο για να απελευθερώσει μάλλον το οξυγόνο.

«Πάρε λίγο αέρα», λέει και εισπνέω το καθαρό οξυγόνο απευθείας μέσα από την φιάλη.

Η αίσθηση είναι πολύ περίεργη. Λες και κάποιος κρατά ανοιχτά τα πνευμόνια μου και φυσάει παγωμένο αέρα για να τα φουσκώσει!

«Είναι εντάξει;», ρωτά με ενδιαφέρον και του γνέφω. «Ωραία. Αυτό θα σου κρατήσει περίπου για δέκα λεπτά. Δεν θα χρειαστείς όμως και τα δέκα λεπτά. Δύο λεπτά μαξ είναι η διαδρομή. Θα βουτήξουμε μαζί αλλά εγώ θα φύγω λίγο πιο μπροστά, για να με ακολουθήσεις. Οκ;»

Συγκατανεύω.

«Φοβάσαι;», ρωτάει και κουνάω το κεφάλι μου δηλώνοντας την θετική μου απάντηση.

Μου χαμογελάει, ξεκολλάει μια τούφα μαλλιών που έχει κολλήσει στο μέτωπο μου και τραβάει το χέρι μου ως το στόμα του για να το φιλήσει. «Όταν θα είσαι μαζί μου, κοριτσάρα μου, δεν θα φοβάσαι τίποτα!»

Το οξυγόνο εισβάλει βίαια στην άμαθη καρδιά μου και μένω χαμένη να τον κοιτάζω, ενώ ξεχνάω προς στιγμήν το που βρίσκομαι και πως εδώ που βρίσκομαι, μαζί του, πρέπει μόνο να συνεχίσω να κολυμπάω!

Βάζει την φιάλη στο στόμα του, με κρατάει ακόμα σφιχτά από το χέρι και βουτάει προς τον βυθό παρασύροντας με να κάνω το ίδιο.

Το τελευταίο που βλέπω πριν καταδυθώ, είναι τα μάτια του λιονταριού στην πλάτη του. Το τελευταίο συναίσθημα, δεν είναι φόβος. Το τελευταίο σφυροκόπημα της καρδιάς μου πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι για εκείνον και συνεχίζει να είναι για εκείνον καθώς τον ακολουθώ στα τυφλά, μέσα στο βαθύ γαλάζιο.

Και το θέμα είναι ρε γαμώτο, πως με κρατάει ακόμα. Επιλέγει να κολυμπάει μόνο με το δεξί του χέρι για να μπορεί να με τραβάει με το αριστερό.

Ο βυθός είναι πραγματικά σκοτεινός, τώρα που πλησιάζουμε κοντά στα βράχια και το νερό υπερβολικά παγωμένο για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον.

Τινάζει τον δείκτη του για να μου δείξει το μικρό άνοιγμα που υπάρχει στα βράχια μπροστά μας και μας βυθίζει περισσότερο προς τον βυθό καθώς το προσεγγίζουμε.

Και έτσι ξαφνικά, όλα είναι σαν ένα ντεζαβού. Νιώθω να έχω ζήσει την ίδια στιγμή ξανά, δίχως όμως να μπορώ να ανακαλέσω στην μνήμη μου το πότε. Προφανώς ποτέ, γιατί ποτέ άλλοτε δεν έχω βουτήξει εδώ πέρα, αλλά η αίσθηση, είναι οικεία. Το νερό είναι παγωμένο ναι, αλλά, δεν με ενδιαφέρει τώρα πια, γιατί νιώθω...νιώθω μια περίεργη έξαψη.

Ο Έκτωρ σταματά μπροστά από το άνοιγμα των βράχων και με τραβάει να περάσω πρώτη, ενώ εκείνος με ακολουθεί και με σπρώχνει μάλιστα από τα πόδια για να με βοηθήσει να πάω πιο γρήγορα.

Ακολουθώ το παράξενο φως που εισβάλει σαν βέλος μέσα στον βυθό, και μόλις περνάμε μαζί το άνοιγμα, και αρχίζει να με σπρώχνει ξανά για να βγω στην επιφάνεια, μόνο τότε καταλαβαίνω πως... η ανάσα, μπορεί να κοπεί ακόμα και αν έχεις στο στόμα σου μια φιάλη με σωτήριο οξυγόνο!

Σκουπίζω τα μάτια μου από τα νερά μόλις αναδύεται και εκείνος, και σχεδόν ταυτόχρονα βγάζουμε τις φιάλες τους οξυγόνου από τα στόματα μας.

«Κάνεις πλάκα;», ρωτάω μουδιασμένη αλλά δεν μου απαντάει. Μόνο χαμογελάει, τινάζει τα νερά από τα μαλλιά του και πιάνει τις δύο φιάλες κολυμπώντας γρήγορα προς τα βράχια της εντυπωσιακής μικρής σπηλιάς.

Είναι πραγματικά ένα ντεζαβού. Πραγματικά! Και μπορεί να μην έχω ζήσει παρόμοια στιγμή, μπορεί να μην έχω έρθει ποτέ ξανά εδώ μέσα, αλλά έχω βιώσει το θέαμα αυτής της σπηλιάς. Τις τεράστιες αντιθέσεις της...

Μισή-Μισή.

Μισή σκοτάδι...μισή φως!

Μισή πνιγμένη στις σκιές. Μισή λουσμένη στις κίτρινες ακτίνες.

Ο φεγγίτης πάνω από το κεφάλι μου, αφήνει το φως του ήλιου να εισβάλει στην σπηλιά και να φωτίσει μόνο ένα μικρό της μέρος, αφήνοντας όλο το υπόλοιπο να πνίγεται στο σκοτάδι. Μόνο ένα μέρος στο οποίο στέκομαι και κολυμπάω τώρα εγώ και που το χρώμα της θάλασσας, παίρνει την πιο φανταχτερή απόχρωση του γαλάζιου που έχω δει ποτέ στην ζωή μου.

Ίσως δεν είναι ντεζαβού. Ίσως είναι ό,τι πιο ξεκάθαρο και αληθινό έχω ζήσει μέχρι τώρα, έξω από τους πίνακες μου!

«Τι είναι εδώ;» ψελλίζω γυρνώντας να τον ψάξω.

Έχει ήδη σκαρφαλώσει σε μια πλατιά επιφάνεια που έχουν δημιουργήσει οι βράχοι και με κοιτάζει κουνώντας τα πόδια του μέσα στο νερό.

«Η τρύπα του Χα, είναι εδώ και απορώ πραγματικά που δεν ήξερες που πηγαίνουμε!», απαντά πετώντας λίγο νερό με το πόδι του προς την μεριά μου.

Κολυμπάω την μικρή απόσταση που μας χωρίζει εγκαταλείποντας το φως, και πιάνομαι από τους μηρούς του -προσέχοντας να μην αγγίξω την οβάλ συσκευή, για να ανασηκώσω τον κορμό μου από το νερό και να φτάσω ως το στόμα του.

«Γιατί με έφερες εδώ;» ρωτάω δίχως να αγγίζω τα χείλη του και ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.

«Γιατί είναι ωραία. Δεν σ' αρέσει;»

«Μου αρέσει. Πολύ. Και αυτό είναι το θέμα μου. Πως ήξερες ότι θα μου αρέσει;»

Κάνει μια γκριμάτσα σαν να μην καταλαβαίνει και ρουθουνίζει! «Το μάντεψα μάλλον!», απαντά ειρωνικά αλλά δεν έχω όρεξη για άλλα παιχνίδια.

Όχι εδώ μέσα.

«Πες μου!», επιμένω.

«Τι να σου πω ρε; Δεν υπάρχει κάτι να σου πω. Γούσταρα να έρθω σήμερα εδώ και απλά έτυχε να είσαι και εσύ μαζί μου».

Λέει ψέματα. Κρύβεται. Για αυτό άλλωστε έχει επιλέξει να κάθεται στους σκοτεινούς βράχους της σπηλιάς και δεν κολυμπάει κάτω από τον φεγγίτη.

«Έχει τύχει ξανά να είναι άλλη μαζί σου;» ρωτάω με την πιο ήρεμη και γαλήνια φωνή μου και το χέρι του απότομα γραπώνει τον αυχένα μου.

«Τοσοδούλα, τι θέλεις τώρα; Να ακούσεις ό,τι εσύ είσαι ξεχωριστή;»

«Όχι, δεν είμαι ξεχωριστή», απαντώ αμέσως με ένα χαμόγελο στα χείλη και πιέζω τους μηρούς του ξανά για να ανασηκώσω περισσότερο τον κορμό μου και να φέρω τα μάτια μου στο ύψος των δικών του. «Η σπηλιά σου όμως είναι...»

Τα χείλη του μισανοίγουν έτοιμος να απαντήσει αλλά το στόμα μου τον φιμώνει. Δεν έχω όρεξη για άλλα παιχνίδια...

Τον φιλάω πλέον κανονικά και εκείνος ανταποκρίνεται. Δεν με σπρώχνει μέσα στο νερό, δεν με σταματά, δεν μου γκρινιάζει. Με αφήνει να εισβάλω την γλώσσα μου στο στόμα του και να την συγχρονίσω με την δική του, ενώ με κρατά σκληρά από τον αυχένα, λες και δεν θέλει να ξεκολλήσω από επάνω του.

Και με ακούει να αγκομαχώ στα χείλη του. Με νιώθει να τον δαγκώνω και να τον ρουφάω και να του παραδίνομαι απόλυτα. Με νιώθει να ζητάω κάτι παραπάνω. Με νιώθει που για εκείνον, είμαι έτοιμη να εγκαταλείψω κάθε μου προνόμιο και ειδικά εκείνη την πολυπόθητη ναρκισσιστική θεοποίηση που μου χάριζαν όλοι...

Γιατί τώρα, αναζητώ κάτι άλλο. Κάτι πιο αναγκαίο. Κάτι ανώτερο της δικής μου ικανοποίησης.

Αποτραβιέμαι ξέπνοη από το στόμα του και δίχως να του αφήσω περιθώριο αντίδρασης, τραβάω το κορδόνι από το μαγιό του και έπειτα τα δύο βέλκρο που ο χαρακτηριστικός τους ήχος αντιλαλεί δυνατά μέσα στη σπηλιά.

«Τι καν...» αρχίζει να λέει σταματώντας το χέρι μου πάνω από το ανοιχτό μαγιό του, αλλά δεν τον αφήνω να ολοκληρώσει.

«Μη με σταματήσεις...σε παρακαλώ...», του ζητάω παρακλητικά και βουτάω τον κορμό μου μέσα στο νερό.

Με κοιτάζει από ψηλά, δείχνοντας μου για ακόμα μια φορά την υπεροχή του και έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα μετακινεί την λεκάνη του πάνω στους βράχους, για να φέρει το σώμα του πιο κοντά μου.

Δεν πρέπει να σταματήσω να κολυμπάω! Δεν πρέπει να ξεχαστώ...

Ανοίγει τους μηρούς του, απελευθερώνει το πέος του μέσα από το μαγιό και αρχίζει να το ανεβοκατεβάζει αργά μέσα στην παλάμη του. «Είχες πει πως δεν γλείφεις!» Λέει βραχνά και απλώνω τα χέρια μου γύρω από την μέση του, πνίγοντας το γελάκι μου.

Τι να του εξηγήσω τώρα; Πως το είχα πει για να τον πικάρω επειδή μου είχε πει και εκείνος το αντίστοιχο; Πως στο παρελθόν το έκανα μόνο και μόνο γιατί με παρακαλούσε ο εκάστοτε σύντροφος μου; Πως...πως δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να το κάνω σε κάποιον, όπως την νιώθω τώρα για εκείνον...

«Μα δεν σκοπεύω να σε γλείψω...», ψιθυρίζω και βγάζω την γλώσσα μου σέρνοντας την αργά πρώτα στα δάχτυλα του που σφίγγουν γύρω από το πέος του και ύστερα στο πρησμένο κεφάλι.

«Και τι σκοπεύεις τότε, να κάνεις;»

Του χαμογελάω αινιγματικά, κρατιέμαι καλύτερα από την μέση του και ανοίγω το στόμα μου ολόγυρα του για να τον ρουφήξω ολόκληρο μέχρι το λαρύγγι μου...

Διακρίνω με την περιφερειακή μου όραση τα μπράτσα του να φουσκώνουν, έτσι όπως πιάνεται από την άκρη των βράχων και γεμάτη αυτοπεποίθηση τον βγάζω έξω από το στόμα μου για να τον βάλω ξανά πιο βαθιά!

Του ξεφεύγει ένας σιγανός βρυχηθμός και η λεκάνη του τινάζεται προς τα πάνω για να το κάνω ξανά, αλλά δεν του κάνω την χάρη.

Υψώνω το βλέμμα μου στα μάτια του, διατηρώντας την οπτική μας επαφή, σκληραίνω την γλώσσα μου και με τα κάτω μου δόντια ρουφάω με υπερβολική πίεση το όριο που χωρίζει το σώμα του πέους από την βάλανο, ενώ η άκρη της γλώσσας μου στριφογυρίζει γρήγορα και δυνατά στο στόμιο της ουρήθρας λες και προσπαθεί να μπει μέσα της..

«Τι κάνεις;», τον ακούω να γρυλίζει την ερώτηση του και το χέρι του αυτόματα μεταφέρετε στα βρεγμένα μου μαλλιά σφίγγοντας τα δυνατά μέσα στην χούφτα του.

Χάνω κάπως την ισορροπία μου, αλλά όχι και την προσοχή μου. Επαναλαμβάνω την ίδια κίνηση, με την διαφορά πως τώρα τον ρουφάω πρώτα δύο φορές ολόκληρο ως την χοντρή του βάση και έπειτα σταματάω ξανά επάνω στην ουρήθρα για να την πιέσω με την άκρη της γλώσσας μου.

«Τοσοδούλα, τι στον πούτσο κάνεις;», ρωτάει ξανά σαν χαμένος, αναπνέοντας βαριά και απότομα σπρώχνει ολόκληρο το κεφάλι μου για να τον ρουφήξω και πάλι!

Είναι τρελό όλο αυτό; Είναι τρελό που βρισκόμαστε ολομόναχοι μέσα σε μια σπηλιά του νησιού και εγώ αισθάνομαι τόσο μεγάλη ανάγκη για εκείνον; Είναι τρελό που νιώθω τόσο καυλωμένη μόνο και μόνο επειδή τον έχω στο στόμα μου; Επειδή ένας τέτοιος άντρας, τόσο μυϊκά δυνατός, και αρρενωπός, αγκομαχά και γρυλίζει και βαστιέται από τα βράχια μόνο για εμένα;

Είδατε τελικά που η σειρήνα δεν σαγήνευε; Είδατε τελικά που...έπεφτε και αυτή σαν θύμα στην γοητεία του ψαρά που στέκονταν στα βράχια της;

Η σκέψη μας, με τρελαίνει. Ο δικός μας πίνακας...μας κάνει να μαστουρώνω από το άρωμα του και από το άρωμα του αψέντι που αναβλύζει ο βυθός του.

Οι γοφοί του ανασηκώνονται συνεχώς σε μια προσπάθεια να μου γαμήσει το στόμα, αλλά οι πιέσεις μου στα κατάλληλα σημεία της βαλάνου και της ουρήθρας, των αναγκάζουν να σταματά και να μου δίνει στιγμιαία τον έλεγχο.

Και ναι μπορεί να είναι τρελό, μπορεί να είναι έως και χυδαίο για μερικούς, όμως εγώ αδιαφορώ. Γιατί, εδώ που βρίσκομαι μαζί του, είμαι μόνο εγώ και αυτός.

Εδώ...είμαι μόνο εγώ για εκείνον...

Ο ρυθμός μου αλλάζει. Το κεφάλι μου ανεβοκατεβαίνει ακόμα πιο γρήγορα δίχως καν να χρειάζομαι την βοήθεια του και η γλώσσα μου δεξιοτεχνικά αγκαλιάζει το κεφάλι του σε κάθε της πέρασμα από πάνω του.

Το σφίξιμο στα μαλλιά μου, με πονάει φοβερά, τα γόνατα μου χτυπούν αλλεπάλληλα στα βράχια έτσι όπως κουνάω τα πόδια μου μέσα στο νερό αλλά όλα αυτά ωχριούν μπροστά στο θέαμα του.

Στα μάτια του...Στα σμιγμένα του φρύδια, στα χείλη του που μισανοίγουν και στα σαγόνια του που πιέζονται σαν να είναι έτοιμα να σπάσουν το κρανίο του.

«Θα σε χύσω...», αγκομαχά και πριν καν προλάβει η φωνή του να φτάσει στα αυτιά μου, το στόμα μου γεμίζει από τα παχύρευστα υγρά του.

Ναι, τόσο γρήγορα και τόσο αποτελεσματικά!

Κάθε νεύρο του κορμιού του δείχνει έτοιμο να σπάσει, και όπως κανείς άλλος δεν έχει κάνει έως τώρα, με κοιτάζει μέσα στα μάτια καθώς τελειώνει κάνοντας με κάτι περισσότερο από πρόθυμη να καταπιώ τα υγρά του ενώ συνεχίζω να τον καθαρίζω με την γλώσσα μου.

Οι κραυγές του αντιλαλούν για λίγα δευτερόλεπτα μέσα στην σπηλιά και έπειτα ακολουθεί η απόλυτη σιωπή καθώς προσπαθεί να βρει την ανάσα του.

Όχι όμως για πολύ.

Απελευθερώνει τα μαλλιά μου, όταν τον βγάζω από το στόμα μου και με σπρώχνει να βουτήξω ολόκληρη μέσα στο νερό πριν βουτήξει και ο ίδιος!

Με αγκαλιάζει από την μέση κολλώντας με επάνω του και εγώ περνάω τα πόδια μου γύρω από τους γοφούς του και τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του, αφήνοντας τον να κολυμπήσει και για τους δυο μας.

«Έμπλεξες με αυτό που έκανες, το ξέρεις;», ρωτάει και ρουφάει λίγο θαλασσινό νερό για να με καταβρέξει στο πρόσωπο.

Δεν του γκρινιάζω. Κάνω και εγώ το ίδιο και βαστιέμαι πιο σφιχτά από το σώμα του. «Τι έκανα για να μπλέξω;», αναρωτιέμαι αθώα και εκείνος χαμογελάει ζουλώντας τον ποπό μου δυνατά!

«Με τέτοια πίπα, σε παντρεύομαι και αύριο!», δηλώνει και τρίβει την χοντρομυτόγκα του στην δική μου.

Γιατί όμως να μου κάνει εντύπωση; Δεν τον ξέρω ήδη, πως συμπεριφέρεται; Πως μιλάει; Πως...πως σε γειώνει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα;

Ναι, τον ξέρω. Και επειδή τον ξέρω πλέον, αντιλαμβάνομαι πως για να αντέξεις να είσαι ερωτευμένη με έναν τέτοιον άντρα, δίχως να χάσεις στο τέλος το μυαλό σου, πρέπει να τον παίζεις στα ίσα!

«Ω, μα με κολακεύεις τώρα, τόσο πολύ που ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω! Ωστόσο όμως ρε 'σύ γορίλα, για λύσε μου μια απορία...Φταίει όντως η πίπα ή μήπως η πίπα και το μέρος;» σταματάω και περνάω την γλώσσα μου κατα μήκος των χειλιών του. «Ή μήπως, η πίπα, το μέρος εγώ, εσύ και το γεγονός πως με γουστάρεις τόσο τρελά;»

Σοβαρεύει μέσα σε μια στιγμή και το βλέμμα του αλλάζει. Γίνεται πάλι απόμακρος και εριστικός και χοντροκομμένος και και και...

«Δεν κάνω σχέσεις, τοσοδούλα», αρχίζει να λέει έπειτα από λίγο και με αφήνει από την αγκαλιά του. «Αν αυτό νομίζεις πως θα συμβεί μεταξ...»

«Όχι!», τον διακόπτω με δυνατή φωνή κολλώντας περισσότερο επάνω του. «Δεν πρόκειται να μου το κάνεις αυτό! Δεν το δέχομαι!»

«Δεν δέχεσαι τι;», αναρωτιέται σαν απόλυτος μαλάκας που είναι και μου έρχεται να του χώσω μπουνιά ανάμεσα στα μάτια!

Δεν το κάνω όμως. Αντ' αυτού πιέζω το μέτωπο μου στο δικό του, σφίγγω σαν μέγγενη τα πόδια μου γύρω από την μέση του και τα χείλη μου μένουν πάνω στα δικά του.

«Για όσο καιρό θα είμαστε στο νησί, θα είσαι δικός μου!» Δηλώνω με πείσμα και ο νεάντρενταλ γελάει!

«Σου είπα να μην κολλήσεις μαζί μου», λέει μέσα στα γέλια του και με τσιμπάει δυνατά στα πλευρά κάτω από το νερό!

«Ε λοιπόν κόλλησα!», κραυγάζω. «Επιλογή μου ήταν και το έκανα! Και δεν με ενδιαφέρει αν δεν κάνεις σχέσεις, ή αν αλλάζεις τις γκόμενες κάθε δεύτερη μέρα! Για όσο διάστημα μου απομένει στο νησί, για αυτόν τον ενάμιση μήνα που θα είμαι εδώ, εσύ θα είσαι δικός μου! Μόνο δικός μου! Θα μου το υποσχεθείς τώρα, εδώ διαφορετικά δεν πρόκειται να με ξαναδείς! Ή μάλλον ναι, μπορεί να με ξαναδείς, αλλά ποτέ άλλοτε δεν θα σε ακολουθήσω όπως έκανα εχθές! Ποτέ των ποτών!»

Δεν μπορεί όλα να είναι μόνο μέσα στο μυαλό μου. Δεν γίνεται να κάνω λάθος...Τα μάτια λένε όλοι πως μιλάνε, και τα δικά του μου ουρλιάζουν.

Επίσης, εχθές είπε πως δεν είμαι προσεκτική. Πως δεν εστιάζω εκεί που πρέπει...

Ε, λοιπόν τώρα το κάνω! Επιλέγω να εστιάσω σε όσα μου έχει προσφέρει από το πρωί και να αγνοήσω τις άμυνες του. Επιλέγω να τα παίξω όλα για όλα μαζί του και ας μείνω στο τέλος μόνο με λίγη έμπνευση στον καμβά μου.

«Τραβά πιάσε το οξυγόνο και γυρνάμε στο σκάφος», λέει αποφεύγοντας να μου απαντήσει και δεν αντέχω άλλο!

«Πες το μου! Πες μου πως θα είσαι δικός μου!» Επιμένω χτυπώντας σαν κακομαθημένο παλιόπαιδο τα πόδια μου μέσα στο νερό και αμέσως με τιθασεύει με μια βίαιη λαβή στον λαιμό μου.

«Δεν καταλαβαίνεις, ε;», βρυχάται τόσο δυνατά που η φωνή του εξοστρακίζεται συνεχόμενα πάνω στα βράχια και επιστρέφει στα αυτιά μου.

Δεν τον φοβάμαι όμως. Μάλλον γιατί είναι μαζί μου και όταν είναι μαζί μου, δεν πρέπει να φοβάμαι τίποτα. Ούτε καν τον ίδιο...

«Όχι, δεν καταλαβαίνω! Δεν θέλω να καταλάβω! Θέλω να μου το πεις! Θέλω να σε ακούσω!» Αφήνω τις γροθιές μου να χτυπήσουν το στήθος του και αν κάποιος μας κοιτούσε από τον φεγγίτη αυτής της σπηλιάς, θα πίστευε πως παλεύω μαζί του για να με αφήσει ήσυχη.

Πως...με βρήκε ολομόναχη μέσα σε αυτά τα θολά νερά και άδραξε την ευκαιρία για να μου κάνει κακό...

«Ηρέμησε!», διατάζει σφίγγοντας περισσότερο τον λαιμό μου και οι γροθιές μου εκτοξεύονται ξανά!

«Γιατί με έφερες ως εδώ αν δεν μπορείς να το πεις; Γιατί με έψαξες εχθές;»

«Ηρέμησε γαμώ τον Χριστό μου και θα πνιγείς έτσι όπως κάνεις!», φωνάζει ταρακουνώντας με δυνατά για να συνέλθω.

Είναι πολύ αργά όμως για να συνέλθω.

«Γιατί δεν τα άφησες όλα να τελειώσουν ανάμεσά μας; Εγώ το είχα κάνει! Σε...σε είχα ξεχάσει! Είχα πει στον εαυτό μου πως...»

«Με είχες ξεχάσει;;», με διακόπτει με μια υποψία χαμόγελου και χαλαρώνει την λαβή του.

«Ναι, το είχα κάνει...Θα το έκανα δηλαδή! Είχα ορκιστεί πως θα σε ξεχνούσα και δεν θα ασχολιόμουν ξανά μαζί σου...»

Πως θα σε κέρδιζα στο παιχνίδι σου...

Όλα μέσα μου λυγίζουν. Θα πληγωθείς, ακούω την Νόνα να φωνάζει μέσα στο μυαλό μου και τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα που προσπαθώ σκληρά να μην τρέξουν στα μάγουλά μου.

Και ίσως τώρα να καταλαβαίνει την αναστάτωση μου. Ίσως ακόμα και να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς μου συμβαίνει και του ξεσπάω σαν τρελή, φορτική γκόμενα!

Δεν είμαι έτσι εγώ, σωστά;

Δεν κολυμπάω ποτέ προς το φως. Δεν βρίσκω σωστές ισορροπίες...Βρίσκω μόνο τον φεγγίτη μιας σπηλιάς και βουτάω με φόρα, με την ελπίδα να χτυπήσω στο πάτο της θάλασσας, μήπως και έτσι αισθανθώ κάτι...

Κάτι που θα σταματάει το μυαλό μου. Κάτι που θα κάνει την ξύλινη Σόνια να εξαφανίζεται από την σκέψη μου.

Απελευθερώνομαι από το κράτημα του στον λαιμό μου και γρήγορα κολυμπάω μακριά του μέχρι να φτάσω στο φως του φεγγίτη.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως λειτουργεί το φως. Την δύναμη του. Τις μεγάλες του αντιθέσεις με το σκοτάδι....

Κρατώ γυρισμένη την πλάτη μου καθώς τον νιώθω να φτάνει πίσω μου, και το ζεστό του χέρι περνιέται γύρω από την κοιλιά μου.

Δεν θέλω να δει τα ηλίθια δάκρυα μου, ούτε και να νομίζει πως κλαίω για εκείνον. Γιατί δεν κλαίω για εκείνον. Δεν κλαίω...

«Τι ζητάς από εμένα, κοριτσάρα μου;» ψιθυρίζει στο αυτί μου κάνοντας με να αναριγήσω και ακόμα περισσότερα δάκρυα στάζουν από τις γωνίες των ματιών μου.

«Να μου πεις απλά πως θα είσαι δικός μου...»

Αφήνει ένα φιλί στον λαιμό μου και τον ακούω που ξεφυσάει. «Δεν μπορώ να στο πω αυτό, κούκλα μου».

«Γιατί;», λέω αμέσως με παράπονο...μα χαλαρώνω στα χέρια του και αφήνομαι στο δικό του κολύμπι.

«Γιατί αν σου το πω αυτό, όταν με το καλό εσύ φύγεις από το νησί, θα συνεχίσεις να είσαι δικιά μου, και δεν το θέλεις αυτό. Δεν θες να κολλήσεις με κάποιον σαν εμένα γιατί δεν θα σε βγάλει πουθενά....»

«Θα σε ξεχάσω όταν φύγω από το νησί...», μουρμουρίζω και γελάει ήρεμα.

«Δεν θα το κάνεις και το ξέρουμε και οι δύο».

«Θα το κάνω!», επιμένω. «Στο υπόσχομαι πως θα το κάνω! Αρκεί να ξέρω πως για την ώρα θα...»

«Είμαι μόνο δικός σου», συμπληρώνει και με σφίγγει επάνω στο στήθος του τρίβοντας την μύτη του στην βάση του λαιμού μου.

Και δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να μετρηθεί ως η ειλικρινής του απάντηση. Οι κινήσεις του αυτό δείχνουν αλλά τα λόγια είναι δικά του ή δικά μου;

«Πες το...πες το και να το εννοείς!» εκλιπαρώ και απότομα με γυρνάει να τον κοιτάξω.

«Δες το!», μου φωνάζει αρπάζοντας το κεφάλι μου μέσα και στα δυο του χέρια. «Δες το γαμώ τον Χριστό μου και ξέχνα τα λόγια για μια φορά! Δες πως σε έχω φέρει εδώ! Δες πως δεν πρόκειται να με ξεχάσεις! Να ξεκολλήσεις από πάνω μου! Δες πως θα γαμηθεί η ζωή σου! Δες τα όλα αυτά και βούλωσ΄το! Βούλωσ' το επιτέλους γιατί ό,τι απάντηση θέλεις να πάρεις τώρα, στην έδωσα εχθές βράδυ!»

Νιώθω να ασπρίζω και να ανεβάζω σαράντα πυρετό.

Νιώθω να αρρωσταίνω. Βαριά.

Τα πνευμόνια μου να καταρρέουν από κάποια λοίμωξη του αναπνευστικού και η καρδιά μου να μπαίνει σιγά σιγά σε καταστολή.

Νιώθω τα βράχια γύρω μου να μετακινούνται με ένα συγκεκριμένο τρόπο ώστε να δημιουργήσουν ένα γνώριμο φόντο.

Νιώθω τα μικρόβια του ναρκισσισμού μου να παλεύουν με τον ιό της πληρότητας μου.

Νιώθω την αρρώστια μου, να καλύπτει κάθε ξεχασμένη πληγή και προσεύχομαι σιωπηλά να μην τις μολύνει περισσότερο.

Νιώθω να γίνομαι κάποια άλλη.

Κάποια που ξέρω. Που έχω δει.

Νιώθω πως και εκείνος αλλάζει μαζί μου. Γίνεται εκείνος που ξέρω. Που κάποτε είχα δει. Που κάποτε μου είχα υποσχεθεί πως θα βρω...

Τότε που τίποτα δεν προμήνυε κάποιο είδος ευτυχίας.

Τότε που ο Σαρλ Αντρέ βαν Λου, με χλεύαζε μέσα από εκείνον τον πίνακα του, με τίτλο Άρης και Αφροδίτη.

Τότε που δεν πίστευα πως θα κοιτούσα έναν Άρη κατάματα.

Και θυμάμαι τώρα αυτόν τον πίνακα, καθώς ο Έκτωρ συνθλίβει τα χείλη μου με τα δικά του. Θυμάμαι κάθε του πινελιά. Κάθε στοιχείο.

Πάντα κοιτούσα την Αφροδίτη και τον Άρη, εστιάζοντας σε αυτό που κρύβονταν μέσα στα λίγα εκατοστά που τους χώριζαν, και ποτέ δεν έδωσα βάση στον θεό Έρωτα που ξαπλωμένος κοντά της, χώνει τα δάχτυλα του μέσα στο σεντόνι της.

Ποτέ δεν αναγνώρισα πλήρως την συμβολή του. Ποτέ...

Μπορεί η Αφροδίτη να κοιτάζει τον Άρη της, μπορεί να είναι βαριά άρρωστη, μπορεί να αργοπεθαίνει, μα δεν φταίει εκείνος.

Γιατί εκείνος κρατάει σφιχτά το σώμα της για να αντέξει το μαρτύριο που της προσφέρει ο μικρός γυμνός Έρωτας.

Για αυτό τώρα βουλώνω και εγώ το στόμα μου και χαμογελάω στον δικό μου Άρη, όταν διακόπτει το φιλί μας και ακουμπάει ξέπνοος στο μέτωπο μου.

Για αυτό τον ακολουθώ πιστά ως τα βράχια έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, για να πάρουμε τις μπουκάλες του οξυγόνου και να επιστρέψουμε πίσω στο σκάφος.

Και ο πίνακας δεν λέει να βγει από την σκέψη μου.

Ξέρω το γιατί. Φοβάμαι όμως να παραδεχτώ πως...

Ο Έρωτας βιάζει. Αλλά επειδή έχει το όνομα που έχει και κυρίως τις ιδιότητες που του έχουν χαριστεί, κανείς δεν τολμάει να τον αποκαλέσει βιαστή.

Μα ο Έρωτας βιάζει. Πνεύμα.

Μα ο Έρωτας βασανίζει. Σώμα.

Μα ο Έρωτας σκοτώνει. Ελπίδες.

Μα ο Έρωτας είναι ίσως η πιο θλιβερή, η πιο αναξιόπιστη, η πιο τρομακτική ύπαρξη σε ολόκληρη την αιωνιότητα.

Για αυτό μάλλον την χαρίζει απλόχερα...

Για αυτό μάλλον μου την χαρίζει...απλόχερα.



⚜️🦁

Μωρά μου αγαπημένα καλησπέρα!

Αχ πόσο μα πόσο μου λείψατε, να ξέρατε!

Μεγάλη η απουσία μου και λυπάμαι για αυτό, αλλά δεν γίνονταν διαφορετικά!

Εύχομαι απο εδώ και πέρα να μπορέσω επιτέλους να μπω σε έναν πιο σταθερό ρυθμό!

Ωστόσο επιστρέψαμε κοντά σας, και θέλω να σας πω πως το συγκεκριμένο κεφάλαιο, κατατάσσεται στα πολύ πολύ αγαπημένα μου. 

Ίσως γιατί αγαπώ τον πίνακα αυτόν υπερβολικά πολύ, ή ίσως γιατί ο Έκτωρ με ρίχνει πατώματα!

ΨΗΦΙΖΩ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ!

Τώρα μεταξύ μας πάντως, εντάξει είναι ρεντ φλάγκ ο τύπος ακραίο μάλιστα αλλά ντάξει μωρε τι να κάνουμε τώρα; Να μην πέσουμε στα πατώματα για πάρτη του; Ε ΝΤΡΟΠΉ!

Εννοείτε περιμένω τις εντυπώσεις σας και αγαπημένη σκηνούλα!

Α και για να μην το ξεχάσω! Με την αγαπημένη μας τεχνολογία ΑΙ, καταφέραμε επιτέλους να δημιουργήσουμε τον γορίλα μας και την κοντή του!

Σας παραθέτω φωτο παρακάτω, οι οποίες έχουν πρώτα πάρει φυσικά έγκριση από το Σοφάκι μου! 

Αυτά από εμένα μωρά μου και εννοείται τα λέμε και εντός του κεφαλαίου στα σχόλια!

Μέχρι το επόμενο, σας στέλνω αγκαλιές ασφυκτικές!

Σας αγαπώ!

🦁Η Οφηλία σας 🦁

ΕΜ....ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΕΧΩ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΤΟΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΑΣΩ ΑΥΤΟ!

Ναι γορίλα, καλησπέρα μανάρι μου και σε εσένα!

Ξανθιά κοντή μου Παναγιά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top