κεφάλαιο 5
Ακούω θόρυβο απο ξερά φύλλα . Σπάνε σαν να περπατάει κάποιος πάνω σε αυτά. Κάτι ρυθμικό που ολοένα με πλησιάζει. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή και μπορώ και ακούω το χτύπο του στήθους μου μέσα στα αφτιά μου.
Τα βήματα πλησιάζουν περισσότερο. Δεν είναι μόνο ένας .
Όλες μου αισθήσεις μου φωνάζουν οτι πρέπει να τρέξω. Ξέρω οτι το πιο πιθανό είναι να με πιάσουν αλλά το ένστικτο επιβίωσης και ο φόβος μου είναι μεγαλύτερος. Ξεκινάω να τρέχω , αν και δεν ξέρω που πάω. Δεν υπάρχει κάποιο μονοπάτι. Είναι απλά ένα δάσος και παντού υπάρχουν ίδια ψηλά δέντρα. Είναι σαν να τρέχω προς το πουθενά. Αν ήταν εδώ η Τζο θα ήξερε προς τα που να τρέξουμε για να μην μυρίζουν την οσμή μας, αλλά εγώ ούτε αυτό δεν ξέρω να κάνω.
Αν βγάλω τα βραχιόλια μου όμως..
Πάω να τραβήξω το βραχιόλι μου αλλά την ίδια στιγμή με σταματά ο ίδιος μου εαυτός. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Δεν πρέπει να σκέφτομαι τον εαυτό μου.
Αν τα βγάλω θα μπορώ να έχω τον λύκο μου. Θα έχω μια ελπίδα απέναντι τους.
Αλλά με τι τίμημα?
Τρέχω με όλη μου την δύναμη ενάντια στον αέρα. Ακούω τα βήματα να γίνονται γρήγορα και είμαι σίγουρη πως ακούω τον υπόκωφο θόρυβο απο σπάσιμο οστών. Κάποιος όχι πολύ μακριά απο εμένα, κάνει μετάβαση.
Κάποιος απέκτησε τον λύκο του και τρέχει να με πιάσει. Ακούω τα πέλματα λύκου να θρυμματίζουν ασταμάτητα ξερά φύλλα καθώς τρέχει. Τρέχει να πιάσει εμένα.
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά ακόμη πιο γρήγορα. Ξέρω πως σε λίγο θα είμαι νεκρή και θα έχουν τελειώσει όλα. Παρόλαυτα τρέχω. Τρέχω συνέχεια να ξεφύγω απο αυτό που με μαθηματική ακρίβεια σε λίγα λεπτά της ώρας θα με έχει βρει.
Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει και νιώθω ένα έντονο σφίξιμο στην δεξιά πλευρά των πλευρών μου. Είμαι τελείως αγύμναστη. Στο ιερό η Μάντις μου απαγόρευε να βγαίνω έξω για τρέξιμο. Φοβόταν μην με μυρίσει κάποιος και καταλάβει τι κρύβω. Δεν ξέρω..ήταν πάντα παρανοική στο θέμα της ασφάλειας μου. Ήμουν περιφρουρημένη απο τα πάντα.
Ακόμη και απο την ίδια την ζωή.
Δεν έζησα τίποτα και όμως σε λίγα λεπτά μάλλον θα έχω πεθάνει.
Ένας οξύς πόνος στα πλευρά μου με αναγκάζει να σταματήσω να τρέχω. Είναι δύσκολο και δεν έχω άλλες δυνάμεις. Γονατίζω κάτω στο χώμα ασθμαίνοντας. Αφήνω ένα σφυριχτό ήχο να βγει απο τους πνεύμονες μου επιχειρώντας να πάρω ανάσα. Νιώθω τα μάγουλα μου να καίνε.
Είμαι τελείως αδύναμη. Τελείως μαλθακή.
Αν όμως είχα μια ευκαιρία να έχω τον λύκο μου όλα θα ήταν αλλιώς.
Απλά..μπορώ να βγάλω τα βραχιόλια..έστω για λίγο και να κάνω μετάβαση ..μόνο μια φορά. Ίσα για να υπερασπίσω τον εαυτό μου και πάλι θα γίνω άνθρωπος και ποτέ ξανά δεν θα χρησιμοποιήσω τον λύκο μου..μονάχα μια φορά..
Αλλά..
Αν δεν τα καταφέρω και δούνε ποιός είναι ο λύκος μου.. Αν καταλάβουν ποιά είμαι ..
Η Μάντις είπε πως αν πέσω στα λάθος χέρια η ύπαρξη του λύκου μου θα φέρει καταστροφή. Ποτέ δεν μου διευκρίνιζε πως μόνο ένας λύκος είναι ικανός για τόσο κακό.
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να είναι ο λύκος μου τόσο κακός. Εγώ μόνο αγάπη νιώθω για τον κόσμο και τους ανθρώπους και για τα ζωάκια και γενικά για τα πάντα. Αλήθεια λέω και το ορκίζομαι και στην μητέρα Σελήνη.
Γιατί μου έδωσε έναν λύκο ικανό για κακό?
Κατεβάζω το κεφάλι.
Απλά δεν γίνεται να κάνω μετάβαση. Δεν θα μπορούσα να ρισκάρω κάτι τέτοιο. Αν όντως είμαι φτιαγμένη για καταστροφή ..δεν μπορώ να το επιτρέψω και-
"ΑΔΕΣΠΟΤΗ"
Ακούω καθαρά ξανά μια φωνή απο πίσω μου . Η λέξη είναι σχεδόν σαν να βγήκε με ένα σφύριγμα μαζί.
Αρχίζω να τρέμω και νιώθω δάκρυα να πέφτουν στα αναψοκοκκινισμένα μου μάγουλα. Δεν θα πρέπει να κλαίω. Προφανώς αυτή ήταν η μοίρα που μου δόθηκε απο την μητέρα Σελήνη. Κάποια λουλουδάκια ποτέ δεν ανθίζουν. Δεν σημαίνει όμως οτι δεν υπήρξαν ή οτι δεν ομορφύναν τι ζωή κάποιου.
Σκουπίζω τα δάκρυα μου.
Και σηκώνομαι πάνω. Δεν πρόκειται να βγάλω τα βραχιόλια. Δεν πρόκειται να κάνω κάτι. Και ούτε θα κλάψω άλλο. Έφτασα είκοσι χρονών. Γνώρισα την αγάπη. Θυμάμαι την μαμά μου να με αγκαλιάζει και να μου τραγουδά για να με πάρει ο ύπνος. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να παίζουμε με τις ώρες στο ποτάμι. Ήταν καλός και με φώναζε πριγκίπισσα.
Μακάρι να μην μάθουν ποτέ οτι πέθανα. Δεν θέλω να στεναχωρηθούν.
"Χάθηκες κουταβάκι?"
Γυρίζω και κοιτάω τους δυο άντρες. Είναι ημίγυμνοι και δίπλα τους έχουν ένα καφέ λύκο που μου δείχνει τους κυνόδοντές του.
"Δεν έχεις γλώσσα αδέσποτη?"
"Δεν έχω αγέλη ..απλά γυρνάω" λέω χαμηλόφωνα.
Μόλις υπέγραψα την θανατική μου καταδίκη. Κανένας λυκάνθρωπος δεν θα άφηνε έναν αδέσποτο ζωντανό. Ακόμη και ο μπαμπάς μου που είναι ο πιο καλός λυκάνθρωπος του κόσμου όταν έμπαιναν αδέσποτοι στην περιοχή μας τους έσκιζε το λαιμό . Και ας έκλαιγα και του κρατούσα για μέρες μούτρα.
Ο άντρας με την μεγάλη ούλη στο στήθος έρχεται προς εμένα. Με κοιτά απο πάνω ως κάτω σοβαρός και μετά χαμογελά στον καφέ λύκο.
"Είναι ένα πολύ γλυκό κουταβάκι για να μην παίξουμε μαζί του πριν το σκοτώσουμε"
Ζαρώνω το κορμί μου αλλά δεν με βοηθά να εξαφανιστώ όπως θα ήθελα. Ο τρόπος που είπε την φράση ήταν γλοιώδης και παράξενα ειρωνικός.
Δεν νομίζω πως θα ήθελα να παίξω κάτι μαζί του.
"Είμαι ιέρεια της μητέρας Σελήνης , το ιερό μου δέχτηκε επίθεση και _"
Ο δεύτερος άντρας γελάει σαν να άκουσε ένα απρόσμενο αστείο κι έπειτα τρίβει την γούνα του λύκου δίπλα του που με κοιτά ανέκφραστα συνέχεια.
"Ακούς? Παρθένο είναι το κουταβάκι" γυρίζει και κοιτά τον άντρα που στέκεται δίπλα μου" Θ α έχει τόσο πλάκα αυτό"
"Απλά μην πονέσω παρακαλώ " λέω και κλείνω τα μάτια μου έτοιμη να με σκοτώσουν.
Τα κλείνω σφιχτά και προσπαθώ να σκεφτώ κάτι όμορφο και χαρούμενο, ίσως κάτι που με γεμίζει ευτυχία τις τελευταίες στιγμές της ζωής μου. Σκέφτομαι την γλυκιά μου Τζο να με βρίζει, τον μπαμπά και την μαμά μου, τα απογεύματα με την Μάντις αλλά το μυαλό μου ξεπηδά για κάποιο λόγο μονάχα σε μια εικόνα που νικά όλες τις υπόλοιπες.
Σκέφτομαι τον Άλφα Αλεξάντερ.
Για την ακρίβεια σκέφτομαι τους απίστευτα γυμνασμένους κοιλιακούς του ενώ παλεύει και..και σκέφτομαι τα μάτια του όταν με κοιτούσε..με..με κοιτούσε έτσι..τόσο κάπως περίεργα που με έκανε να τα χάνω. Δεν έχω δει πολλούς άντρες στη ζωή μου αλλά σίγουρα απο όσους έχω δει αυτός είναι ο πιο υπέροχα όμορφος και γυμνασμένος και ψηλός και σκληρός και..
Ανοίγω τα μάτια μου ξαφνιασμένα καθώς ο άντρας με την ουλή με τραβά απότομα απο το χέρι και με αναγκάζει να ξαπλώσω στο χώμα.
"ΑΟΥΤΣ!" αναφωνώ και τον κοιτάω θυμωμένα.
"Μπορείτε να με σκοτώσετε πιο ευγενικά " τους μαλώνω διακριτικά και ξανακλείνω τα μάτια μου.
Τι σκεφτόμουν?
Α ναι..
Ο Άλφα μύριζε υπέροχα. Πρώτη φορά νιώθω τόση έντονη επιθυμία να τριφτώ πάνω σε κάποιον. Και να τον χαιδέψω. Ξέρω οτι με ακούει η μητέρα Σελήνη και κανονικά θα πρέπει να ντρέπομαι που σκέφτομαι τέτοια πράγματα αλλά πολύ θα ήθελα ..έτσι να αγγίξω το κορμί του και δεν ξέρω..να τον πάρω μια αγκαλίτσα.
Αν και είναι βλάκας μεγάλος. Δεν ξέρω γιατί σκέφτομαι αυτόν τον απαράδεκτο λίγα λεπτά πριν πεθάνω.
Εν τω μεταξύ πότε θα πεθάνω?
Ανοίγω τα μάτια μου και για κάποιο λόγο βλέπω τους άντρες να είναι ωχροί και να κοιτάνε προς το βάθος του δάσους. Ακόμη και ο λύκος έχει τεντώσει τα αφτιά του και οσμίζεται τον αέρα.
Κάτι συμβαίνει.
"Τι συμβαίνει παιδιά?" ανασηκώνομαι και τινάζω απο το τζην μου τα χώματα. Διορθώνω το κόκκινο μπλουζάκι μου και κοιτάω κι εγώ προς το μέρος που κοιτάνε οι υπόλοιποι.
"Είμαστε στην περιοχή του?" ο άντρας με την ουλή κοιτά τρομαγμένος τον δεύτερο άντρα.
"Δεν ξέρω πως έγινε αυτό νόμιζα ακόμη κυνηγούσαμε στη δική μας περιοχή"
"Νομίζω οτι είμαστε ακόμη στην περιοχή του Κόκκινου Φεγγαριού " λέω με περισπούδαστο ύφος και γυρίζουν όλοι και με κοιτάνε έντρομοι.
Εν τω μεταξύ ιδέα δεν έχω που είμαστε αλλά κάτι θέλω να πω κι εγώ.
"Την γαμήσαμε" ψιθυρίζει ο άντρας δίπλα μου και ακούω ένα βρυχηθμό λύκο απο το εσωτερικό του δάσους.
"ΜΕΤΑΒΑΣΗ" ουρλιάζει ο άντρας καθώς βλέπω τα ρούχα τους να σκίζονται και τα κόκκαλα τους να σπάνε.
Δεχόμαστε επίθεση? Έρχεται κι άλλος λύκος? Πόσοι θα με σκοτώσουν τέλοσπάντων?
Και μου μυρίζει και κάτι τόοοοοοσο όμορφα και υπερφανταστικά που με κάνει νοερά να κουνάω την ουρίτσα μου χαρούμενα.
Το ουρλιαχτό ακούγεται πιο δυνατό. Πρέπει να είναι πολύ μεγάλος λύκος γιατί η φωνή του τρομοκρατεί μέχρι και τα πουλάκια του δάσους που πετάξαν όλα ψηλά στον ουρανό. Μαζεύομαι λίγο στην θέση μου και παίζω νευρικά τα βραχιόλια μου.
Ώσπου..
Μπροστά μας εμφανίζεται ο πιο τεράστιος λύκος. Ο μπαμπάς μου είχε πολύ μεγάλο λύκο. Είναι ο Άλφα της παλιάς αγέλης μου αλλά αυτός ο λύκος έχει μεγαλύτερο λύκο ακόμη και απο τον μπαμπά μου. Τον έχει τεράστιο. Με πολύ όμορφη γκρίζα γούνα και τα πιο ..εμ..άγρια μπλε μάτια.
Γρυλίζει προς τους λύκους που με έπιασαν και εμφανίζεται μια λευκή οδοντοστοιχία. Ακόμη και οι κυνόδοντες του είναι τεράστιοι.
Φαίνεται πολύ κακός λύκος.
Οι λύκοι δίπλα μου κλαψουρίζουν και κουνάν χαμηλά την ουρά τους σαν να τον ικετεύουν για κάτι.
Εγώ που δεν έχω ουρίτσα έχω χαζέψει να τον κοιτάω. Υποθέτω πρέπει να φοβάμαι γιατι θα μου φάει το λαρύγγι αλλά για κάποιο μυστηριώδη λόγο , αλήθεια έχω χαζέψει να τον κοιτάω.
Σκύβω ελαφρά και προσέχω το φύλο του.
Είναι αρσενικός λύκος!
Ένας πολύ τεράστιος αρσενικός λύκος ..εμ σε όλα του.
Κι ενώ έχω κοκκινίσει-δεν ξέρω γιατί- ο κακός λύκος γυρίζει το βλέμμα του και με κοιτά. Τα μάτια του είναι ψυχρά και κρύα και νιώθω οτι βλέπει μέχρι και την ψυχή μου. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή. Δεν καταλαβαίνω αν είναι απο φόβο ή..
Διορθώνω μηχανικά το μαλλί μου.
"Γεια.." του λέω ευγενικά αν και ακούστηκα πολύ ντροπαλή.
Μου γρυλίζει θυμωμένα και πισωπατώ τρομαγμένη.
Και την ίδια στιγμή αρχίζει να τρέχει με φόρα προς το μέρος μου.
Αυτό ήταν πεθαίνω.
Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι για τελευταία φορά τους υπέροχους κοιλιακούς..εμ-
Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι για τελευταία φορά τα υπέροχα μάτια του Άλφα Αλεξάντερ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top