49
Eλίζα
Ανοίγω την πελώρια γυάλινη ντουλάπα που μου υπέδειξε ο Λουσιέν οτι θα βρω ρούχα για να φορέσω και απλά..μένω με το στόμα ανοιχτό. Δεν νομίζω να έχω αντικρίσει στη ζωή μου τόσα γυναικεία ρούχα. Βασικά δεν είναι καν ντουλάπα..το δωμάτιο μου στο Κόκκινο Φεγγάρι ήταν σαφέστατα μικρότερο απο αυτό το χώρο που είναι γεμάτο απο ρούχα, αξεσουάρ και παπούτσια.
Ανοίγω τα συρτάρια απο μια συρταριέρα γεμάτη απο ξυλόγλυπτα διάκοσμα και το χέρι μου αγγίζει απαλά τα εσώρουχα. Το κλείνω και κάνω μια μικρή βόλτα ανάμεσα στις κρεμάστρες με τα ρούχα. Είναι..παράξενα..δηλαδή..είναι όλο φορέματα και τουαλέτες και ρούχα που δεν ήξερα οτι μια γυναίκα φοράει. Φαίνονται όλα ανάρμοστα για την προσωπικότητα μου..αν και δεν έχω πειραματιστεί πως θα ήμουν με ένα τέτοιο ρούχο.
Διαλέγω απο τα ρούχα ένα κόκκινο βελούδινο φόρεμα που μου αρέσει να χαιδεύω το ύφασμα και επιλέγω τα πιο αξιοπρεπή εσώρουχα..στο κάτω συρτάρι υπάρχουν εσώρουχα..πολύ περίεργα. Είναι όμορφα όμως..δεν ξέρω πως θα έμοιαζα με όλα αυτά και ..υποθέτω πως για να είναι εδώ ..αγορασμένα για εμένα..θα είναι εσώρουχα που ίσως θα ήθελε το ταίρι μου να χρησιμοποιώ.
Κοιτιέμαι στο καθρέπτη . Φαίνομαι παράξενα όμορφη με το φόρεμα.
Όλα μυρίζουν παράξενα.
Φοράω ασορτί γόβες αλλά δεν μπορώ να περπατήσω άνετα και έτσι αποφασίζω να τις βγάλω και να μείνω ξυπόλητη. Έτσι κι αλλιώς το φόρεμα είναι τόσο μακρύ που δεν φαίνεται αν φοράω παπούτσια.
Κοιτάω το είδωλο μου. Αφήνω τα μαλλιά μου λυτά .
Όλα νιώθω πως τρέχουν σαν νερό σε ποτάμι.
Βγαίνω απο το δωμάτιο της ντουλάπας και επιλέγω να κάτσω σε ένα απο τα δυο ανάκλιντρα δίπλα απο το τζάκι. Στο βάθος είναι το κρεβάτι μου , μια μεγάλη βιβλιοθήκη , μια συρταριέρα..ένας μεγάλος καθρέπτης που πιάνει όλο τον τοίχο απο πέρα ως πέρα ..τα πάντα φαίνονται ακριβά ..και ..σκοτεινά. Δεν υπάρχει πουθενά σε όλο αυτό το οίκημα ούτε ένα παράθυρο.
Αν σβήσουν ξαφνικά τα φώτα θα βυθιστώ στο απόλυτο σκοτάδι ..νομίζω πως δεν θα μπορώ να ξεχωρίσω που σταματούν τα όρια του σώματος μου και που θ'αρχίζει η νύχτα.
Κοιτάω επίμονα την κλειστή πόρτα.
Ο Λουσιέν μου είπε πως το βράδυ θα έρθει το ταίρι μου για να με γνωρίσει. Δεν έχω ρολόι..έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου εδώ κάτω..αλλά είμαι σίγουρη πως τώρα πια θα είναι βράδυ..αν και πάντα είναι νύχτα εδώ..είναι ..περίεργη η αίσθηση..δεν γίνεται να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα εδώ κάτω με όσα ήξερα οτι ίσχυαν στον πάνω κόσμο.
Ο Λουσιέν μου είπε επίσης πως θέλει χρόνο να συνηθίσω την υποχθόνια Γη και πως αφού ο χρόνος είναι ανθρώπινη επινόηση , στην ουσία έχω συνηθίσει ήδη απο πάντα να ζω εδώ κάτω απλά δεν έχω αναγνωρίσει το αίσθημα. Μιλάει περίεργα ..και τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι μου λέει γι αυτό σιωπώ .
Κοιτάω πάλι την κλειστή πόρτα. Δεν ακούγεται τίποτα όμως. Ποτέ δεν ακούγεται τίποτα εδώ μέσα.
Πόσο καιρό είμαι εδώ?
Κοιτάω την φωτιά που καίει στο μεγάλο μαρμάρινο τζάκι.
..
Αλεξάντερ..
..
Το βλέμμα μου στέκεται μετέωρο στις φλόγες καθώς τα λόγια του Λουσιέν ακούγονται καθαρά μέσα στο νου μου.
Ο Λουσιέν ήταν ο μόνος που με σεβάστηκε και μου είπε την αλήθεια.
Αν την αποδέχτηκα?
Αν νιώθω προδομένη απο όλους?
Ναι..
Αν έκλαψα?
Όχι..
Ένιωσα ..πολύ σοκαρισμένη ..κι έπειτα ένιωσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο μέσα μου..σαν κάτι να σπάει.
Ο Λουσιέν μου εξήγησε οτι συνωμότησε εναντίον μου η Μάντις.
Εκείνη που με μεγάλωσε ως άλλη μητέρα.
Εκείνη που απο φόβο για να μην πεθάνει, έπεισε τους γονείς μου να με δώσουν σε εκείνη, με το αζημίωτο ..έδωσε μεγάλη ισχύ στον πατέρα μου..γι αυτό και δεν μπορούσε ο Αλεξάντερ αν και έχει δυνατό λύκο να τον νικήσει..τους επεισε να με παρατήσουν μέσα σε ένα ιερό..να με κρύψουν..και να μου αρνηθούν να κάνω μετάβαση λέγοντας μου οτι ο λύκος μου ειναι επικίνδυνος, και πως για να διαχειριστώ μια τόση μεγάλη δύναμη θα έπρεπε να περάσουν χρόνια. Μου φόρεσε δυο βραχιόλια στα χέρια.
Για χρόνια.
Ποτέ δεν θα μου επέτρεπε να βγάλω τα βραχιόλια.
Υπέφερα..πολλές φορές ασφυκτιούσα και ήθελα να τα πετάξω απο πάνω μου..αλλά όλο έλεγε πως δεν ήρθε η κατάλληλη στιγμή.
Τα βραχιόλια με πονούσαν στην πανσέληνο. Και το ήξερε. Όλα τα ήξερε.
Ποτέ δεν θα μου επέτρεπε να κάνω μετάβαση . Τώρα πια το ξέρω. Εκείνη φοβόταν για την ζωή της.
Και αφού μου στέρησε το δικαίωμα στο λύκο μου, με παγίδευσε χρησιμοποιώντας την Τζο και με πήγε στην φυλή του Αλεξάντερ..κι εκεί το σχέδιο τους έγινε τόσο βρώμικο που συχαίνομαι να τους σκέφτομαι.
Ενώ ήξεραν πως είμαι προορισμένη να έχω ταίρι τον διάδοχο της υποχθόνιας Γης ..μου είπαν ψέμματα..και πρωτος εκείνος ο μισητός ..ο χειρότερος όλων ..ο Άλφα του Κόκκινου Φεγγαριού.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε οτι το ταίρι μου είναι νεκρό..και δεν φτάνει που συνεργάστηκε με την Μάντις για να με κοροιδέψουν , δεν δίστασαν να με εξευτελίσουν ως γυναίκα.
Μου έκανε έρωτα.
Με άγγιξε.
Μου είπε πως είναι ερωτευμένος και με αγαπάει.
Ο ελεεινός με παγίδευσε μόνο για να μην αναζητήσω το πραγματικό μου ταίρι. Μόνο για να μην πεθάνει η Μάντις που του έταξε πως θα γίνει ακόμη πιο δυνατός..μόνο για να μην ζευγαρώσω με το διάδοχο της υποχθόνιας Γης και του προσφέρω τη δύναμη μου.
Αν νιώθω αηδία με όλο αυτό το ψέμα?
Τον θυμάμαι..να μου λέει πως σκότωσε το πρώτο ταίρι του ..δεν ξέρω που σταματά το ψέμα και που η αλήθεια..αν και πιστεύω πια πως όλα ..καθετί που είπε το στόμα του..αυτό που λάτρεψα και άφησα να με γνωρίσει όπως μόνο ένα ταίρι επιτρέπεται..όλα ήταν ψέμματα.
Σεξουαλική .σκλάβα.
Αυτό συμφώνησαν να καταντήσω.
Θα με έκρυβαν για πάντα στο Κόκκινο Φεγγάρι..γι αυτό δεν ήθελε να γίνω Λούνα..φοβόταν μήπως το ταίρι μου με αναζητούσε..όπως και το έκανε..με βρήκε όμως.
Κοιτάω τις φλόγες..
Αποστρέφω το βλέμμα μου.
Ούτε την φωτιά δεν μπορώ να κοιτάζω..μου θυμίζει τόσο εκείνον..
Ξαφνικά η πελώρια φωτιά σβήνει , κοιτάζω με έκπληξη το τζάκι προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε και αυτόματα ακούω την πόρτα να ανοίγει.
Ανασηκώνομαι απο την θέση μου κατευθείαν.
Μισανοίγω τα χείλη μου να πω κάτι..αλλά δεν βγαίνει φωνή.
Παρακολουθώ τον άντρα να έρχεται προς το μέρος μου χωρίς ίχνος δύναμης να αποστρέψω κάπου το έντονο βλέμμα μου ή τουλάχιστον να μιλήσω.
Τον βλέπω να κοιτά το σβησμένο τζάκι και γρήγορα το βλέμμα του επανέρχεται σε μένα.
Τα μάτια του είναι ελαφρώς σκιστά και μαύρα..αλλά μοιάζουν σαν να λάμπουν ..έχει ένα έξυπνο και γοητευτικό ύφος..χωρίς να το προσπαθεί. Αποπνέει σιγουριά για τον εαυτό του.
"Σε παρακαλώ κάτσε "
Μια αντρική ζεστή φωνή ακούγεται απο τα γεμάτα χείλη του.
Έχει την ηλικία του Αλεξάντερ..είναι το ίδιο ψηλός και γυμνασμένος αλλά..αυτός ο άντρας έχει μια περίεργη κομψότητα που εκείνος δεν είχε. Τα χαρακτηριστικά του είναι πολύ όμορφα..μοιάζει τέλειος..φοράει κουστούμι και απο μέσα πουκάμισο και γιλέκο..τα ρούχα μας ταιριάζουν..είναι λες και πάμε σε γιορτή..
Κάθεται απέναντι μου. Βάζει τα χέρια του στα μπράτσα της πολυθρόνας και με κοιτάζει έντονα.
"Δεν μου αρέσουν οι συγκρίσεις. "
Δαγκώνω το χείλος μου.
Ακούει τις σκέψεις μου.
"Σ'ευχαριστώ που με θεωρείς ωραίο άντρα θα μου επιτρέψεις να σου το ανταποδώσω. Είσαι πολύ όμορφη"
Μου χαμογελά ελαφρά.
Είναι ....πολύ ωραίος άντρας. Έχει γοητευτικό χαμόγελο.
Χαμογελά περισσότερο.
"Και εννοείται πως έχουμε σήμερα γιορτή."
Τον κοιτάω με έκπληξη.
"Τι..τι γιορτάζουμε?"
"Η γυναίκα με την οποία είμαι ερωτευμένος ήρθε στο βασίλειο μου"
Με κοιτάζει σοβαρά.
Έχει..σχέση με άλλη?
Μου χαμογελά ξανά.
Γονατίζει μπροστά μου και μου παίρνει τρυφερά το χέρι στο δικό του.
Αγγίζει τα χείλη του στο χέρι μου σαν φιλί. Αλλά δεν με φιλά.
"Είσαι γλυκιά. Θα είναι ενδιαφέρων"
Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. Δεν ξέρω γιατί.
Συνεχίζει να είναι γονατισμένος και να μου κρατά το χέρι.
Δεν μου μιλάει αλλά με κοιτά έντονα με τα μαύρα σκιστά μάτια του.
"Ελίζα μαζί σου είμαι ερωτευμένος. Απο τα δεκαέξι μου όταν σε πρωτοείδα στο ιερό"
Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα.
"Με ..έχεις ξαναδει?"
Κλείνει τα μάτια και με φιλά στον καρπό. Αυτόματα νιώθω κάτι περίεργο χαμηλά στο στομάχι μου.
τα ανοίγει ξανά και με παρατηρεί.
Τον παρατηρώ κι εγώ μαγνητισμένη. Σαν να κρατά ένα μαγικό αυλό.
"Παρεμπιπτόντως με λένε Σαμαήλ"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top