Untitled Part 1
Το -όχι και τόσο αντρικό- ουρλιαχτό του Ορέστη καλύφθηκε από τον ήχο των πυροτεχνημάτων στον άδειο σκοτεινό ουρανό. Ευχήθηκε τα γέλια και οι φωνές να καλύψουν τις φωνές του όμως για κακή του τύχη όμως η Αλεξάντρα που καθόταν δίπλα του τον άκουσε δυνατά και καθαρά και ξέσπασε σε γέλια. Το μικρό μεταλλικό βαγόνι συνέχισε να πέφτει με ορμή πάνω στις πολύχρωμες ράγες. Ήταν λάθος. Μέγα λάθος για εκείνον να ακολουθήσει την κοπέλα στο ετήσιο πανηγύρι του μικρού χωριού. Αφού ήξερε ότι φοβάται τα ύψη και οτιδήποτε έκανε την ανδρεναλίνη να ρέει στο κορμί του. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτά τα μεγάλα καστανά μάτια που τον παρακάλεσαν το προηγούμενο πρωινό ενώ γυρνούσαν από το σχολείο να την συνοδεύσουν απόψε. Έτσι ο Ορέστης κατάπιε τον φόβο του και δέχτηκε να ακολουθήσει μαζί με δυο ακόμα φίλους τους στην αποψινή φιέστα. Και άξιζε γιατί παρά την αναγούλα που ένιωσε να τον κυριεύει ενώ έβγαινε από το τρενάκι του υπαίθριου λούνα πάρκ όταν είδε το πρόσωπο της Αλεξάντρα να φωτίζεται από ένα μεγάλο χαμόγελο ευχαρίστησης, τα μάγουλα της αναψοκοκκινισμένα από την ένταση και τα μάτια της να γυαλίζουν από χαρά, τα ξέχασε όλα.
"Λυπάμαι Ορέστη. Έπρεπε να μην σε έχω πιέσει τόσο". Η Αλεξάντρα έπεσε με φόρα δίπλα του στο έδαφος και έβαλε το κεφάλι της στον ώμο του. Η ανάσα του πιάστηκε στον λαιμό του. Η Αλεξάντρα αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου του τα τελευταία 7 χρόνια. Συγκεκριμένα από την πέμπτη δημοτικού. Η ακτινοβολούσα μορφή της, η πρόσχαρη συμπεριφορά της και αυτά τα μακριά ξανθά μαλλιά που αγκάλιαζαν το πρόσωπο του κάθε φορά που περνούσε από δίπλα του τον έκαναν να φλέγεται ζωντανός. Απόψε είχε πάρει την απόφαση να της μιλήσει. Θα περίμενε μέχρι το σόου των πυροτεχνημάτων στο τέλος της βραδιάς ώστε να της εκμυστηρευτεί τα συναισθήματα του για εκείνη. Ο καλύτερος του φίλος, ο Ηρακλής, τον κορόιδευε εδώ και πολύ καιρό για την άρνηση του να της μιλήσει και να περιμένει "την κατάλληλη στιγμή". Δεν ήταν παιδιά πια. Η Αλεξάντρα είχε γίνει μια ολόκληρη γυναίκα. Από καθαρή τύχη δεν είχε επιθυμήσει κάποιο από τα αγόρια που της είχαν κολλήσει τον τελευταίο καιρό. Ο Ηρακλής επέμενε να μην πιέζει την τύχη του αλλά ο Ορέστης είχε άλλα σχέδια.
"Είμαι εντάξει. Απλά μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι λιγότερο... επικίνδυνο;" Η Αλεξάντρα γέλασε και ο Ορέστης μπορούσε να ορκιστεί ότι η καρδιά του έχασε έναν χτύπο.
"Φυσικά. Τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε αυτό;" Το λεπτεπίλεπτο, κατάλευκο δάχτυλο της έδειξε μια σκηνή στην άλλη άκρη. Ο Ορέστης σήκωσε το φρύδι του περιπαικτικά.
"Θες να μας πει μια τσιγγάνα την μοίρα μας; Αλήθεια;" Η Αλεξάντρα σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και τον κοίταξε θιγμένη.
"Αυτές οι γυναίκες έχουν το χάρισμα. Όταν ήμουν μικρή και είχαμε συναντήσει μια με την μητέρα μου είχε βρει ότι..." η πρόταση της έμεινε στην μέση και έστρεψε το πρόσωπο της μακριά αναστενάζοντας. Ο Ορέστης σηκώθηκε και ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο της συμπονετικά.
"Αν πιστεύεις, τότε πιστεύω και εγώ. Πάμε". Το κορίτσι χαμογέλασε πλατιά και τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε στην σκηνή. Η Αλεξάντρα είχε χάσει την μητέρα της σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στα εννιά χρόνια πριν. Οδηγούσε ο πατέρας της, ο οποίος μετά τον θάνατο της γυναίκας του έπεσε στο ποτό. Το ατύχημα είχε αφήσει τα σημάδια του και πάνω στην Αλεξάντρα που βρισκόταν και εκείνη στο αμάξι. Το κορίτσι έφερε ράματα σε όλη την αριστερή μεριά του προσώπου της από το σαγόνι εώς τα πλευρά της. Παλιά τα έκρυβε κάτω από τόνους μεικ απ και ρούχα αλλά με την βοήθεια του Ορέστη και των φίλων της είχε καταφέρει να ξεπεράσει αυτή της την δυσμορφία και να αισθάνεται καλά με τον εαυτό της χωρίς να κρύβεται. Και ο Ορέστης το λάτρευε αυτό. Η σκηνή της τσιγγάνας δεν είχε καθόλου κόσμο έτσι τα δυο παιδιά ήταν πρώτα στην ουρά. Ένας άντρας ντυμένος με ένα γελοίο κόκκινο παντελόνι και μια κόκκινη μύτη άνοιξε την πόρτα και επέστρεψε στον Ορέστη να περάσει πρώτος.
"Μονάχα ένας επιτρέπεται". Ο Ορέστης γύρισε να κοιτάξει την κοπέλα. Εκείνη του χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της.
"Θα σε περιμένω έξω μέχρι να τελειώσεις. Μετά είναι η σειρά μου". Το αγόρι της χαμογέλασε δειλά και προχώρησε στο βάθος. Ένα μικρό τραπέζι βρισκόταν μπροστά του στο κέντρο του δωματίου. Πάνω σε αυτό, ήταν ακουμπησμένη μια γυάλινη σφαίρα ενώ η έντονη μυρωδιά από λιβάνι του έφερνε ζαλάδα. Η γυναίκα που καθόταν στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού του έκανε νόημα να καθίσει. Ήταν ντυμένη με έναν μακρύ μωβ μανδύα. Η κουκούλα της έκρυβε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της επιμελώς. Ο Ορέστης ρουθούνισε αλλά κάθισε.
"Δεν πιστεύεις μικρέ;" Ο Ορέστης χαμογέλασε γεμάτος ειρωνία.
"Λυπάμαι αλλά είμαι εδώ..."
"Για το κορίτσι που περιμένει έξω;" Το αγόρι έσμιξε τα φρύδια του και μπόρεσε να διακρίνει μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο της τσιγγάνας. Τα χέρια της χάιδεψαν την σφαίρα και ο Ορέστης μπόρεσε να δει τα περίτεχνα τατουάζ που κάλυπταν τα χέρια της.
"Είναι ρούνοι και σύμβολα μαγείας" του απάντησε με την βαθιά της φωνή βλέποντας τα μάτια του αγοριού να έχουν καρφωθεί στην παλάμη της. "Αυτό συγκεκριμένα είναι ο Ουροβόρος. Συμβολίζει..."
"Την αναγέννηση..." ψιθύρισε το αγόρι και η τσιγγάνα χαμογέλασε πιο πλατιά. Δεν ήταν η πρώτη φορά του Ορέστη που ερχόταν σε επαφή με το φίδι που ελίσσεται γύρω από τον εαυτό του. Ο πατέρας του έφερε ένα τέτοιο τατουάζ στο εσωτερικό του καρπού του ενώ είχε δει και τον πατέρα της Αλεξάντρα να φέρει ένα ίδιο στο μπράτσο του. Τότε του είχε φανεί παράξενο και είχε ρωτήσει τον πατέρα του, ο οποίος του είχε απαντήσει ότι το έφεραν εκείνοι που πίστευαν στην μετενσάρκωση. Ο Ορέστης έστρεψε το βλέμμα του στην γυναίκα. "Πες μου τι έχεις να πεις να τελειώνουμε" είπε ενοχλημένος, νιώθοντας μια ακατανίκητη ανάγκη να φύγει από εκεί αμέσως. Η γυναίκα χάιδεψε μια φορά την σφαίρα της η οποία ανταποκρίθηκε στο άγγιγμα της με μια έκρηξη λάμψης.
"Γεννήθηκες για να χαρίσεις ζωή. Γεννήθηκες ουροβόρε για να πεθάνεις. Μην φοβάσαι τον θάνατο. Ο θάνατος είναι ζωή." Τα λόγια της τσιγγάνας τον έκαναν να ανατριχιάσουν και ένα δυνατό αεράκι που φύσηξε έσβησε τα δυο κεριά που έστεκαν στην άκρη του τραπεζιού και ο Ορέστης έτρεξε έξω από την σκηνή. Η Αλεξάντρα τον κοίταξε τρομαγμένη.
"Τι έγινε; Είσαι καλά;" Ο Ορέστης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
"Ναι, ναι... καλά..." Η κοπέλα έφερε τα δυο της χέρια στο πρόσωπο του και τον ανάγκασε να την κοιτάξει.
"Δεν φαίνεσαι καλά. Μπορείς να μου μιλήσεις. Το ξέρεις έτσι;" Ο Ορέστης κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να συνέλθει όταν είδε με την άκρη του ματιού του μια λάμψη της χρυσής αλυσίδας που φορούσε η Αλεξάντρα.
"Τι είναι αυτό;" ρώτησε και η Αλεξάντρα έπιασε στα χέρια της τον ουροβόρο που κρεμόταν τώρα από τον λαιμό της.
"Αυτό; Ένα παιδί το κέρδισε όση ώρα ήσουν μέσα και μου το χάρισε". Το χέρι του Ορέστη την έπιασε δυνατά από τον καρπό και την τράβηξε κοντά του.
"Πάμε να φύγουμε τώρα". της είπε γρυλίζοντας και την τράβηξε μακριά από την σκηνή.
"Μα... τα πυροτεχνήματα... Ορέστη, τι έχεις πάθει πες μου!" του φώναξε ενώ την έσερνε μακριά. Ο Ορέστης σταμάτησε στην μέση με αποτέλεσμα η Αλεξάντρα να πέσει πάνω του. Τα χέρια του αγκάλιασαν τα παγωμένα από το κρύο μάγουλα της και την χάιδεψε τρυφερά.
"Άκουσε με. Σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Εκεί, στην μέση του προαυλίου που έκλαιγες επειδή είχες μόλις γλιστρήσει σε εκείνα τα λασπόνερα και είχες γδάρει το γόνατο σου, θυμάσαι;" Η Αλεξάντρα τον κοιτούσε μπερδεμένη αλλά ο Ορέστης μπορούσε να δει ότι καταλάβαινε τι της έλεγε. "Θυμάσαι τι έκανα; Σε πήρα στα χέρια μου, πήγαμε στο γραφείο και έμεινα στο πλάι σου. Δεν σε άφησα στιγμή. Ούτε τώρα θα σε αφήσω. Θα είμαι για πάντα δίπλα σου. Ακόμα και όταν δεν θα μπορείς να με δεις. Ακόμα και όταν θα νομίζεις ότι είσαι ολομόναχη, εγώ θα είμαι εκεί".
"Ορέστη με τρομάζεις. Τι έχει συμβεί; Που θα πας; Γιατί να φύγεις;"
"Αλεξάντρα..." η φωνή του ήταν πιο σιγανή και από ψίθυρο. "Ορκίσου μου ότι δεν θα αργήσεις. Θα έρθεις να με βρεις σύντομα.
"Να έρθω που; Ορέστη τι λες; Έχεις χάσει το μυαλό σου;"
"Ορκίσου μου, Αλεξάντρα!" της φώναξε και η κοπέλα ταράχτηκε αλλά δεν μπορούσε να του αρνηθεί. Είχε και εκείνη τα ίδια συναισθήματα για τον καλύτερο της φίλο. Της είχε σταθεί, την είχε προστατέψει και ήταν πάντα δίπλα της σε ότι και να είχε χρειαστεί.
"Στο ορκίζομαι, Ορέστη. Ότι και να γίνει εγώ πάντα θα έρχομαι να σε βρίσκω" Το αγόρι χαμογέλασε και κόλλησε το μέτωπο της στο δικό του. Η Αλεξάντρα έκλεισε τα μάτια της.
"Ωραία..." ψέλισε και το επόμενο πράγμα που ένιωσε η Αλεξάντρα ήταν τα χείλη του να ενώνονται με τα δικά της. Τα πυροτεχνήματα που σκάγανε τώρα με ένταση στον ουρανό, δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τα πυροτεχνήματα μέσα της. Ένιωσε υγρασία να κυλάει στο μάγουλο της και άνοιξε τα μάτια της για να βεβαιωθεί ότι δεν βρέχει. Το παγωμένο ουρλιαχτό της έσκισε την νύχτα ενώ το κεφάλι του Ορέστη κυλούσε τώρα στα πόδια της...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top