Κεφάλαιο 7

Το πρωί πετάχτηκα από το κρεβάτι μου αμέσως μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι ήμουν ακόμα νυσταγμένη, κουρασμένη, πιθανότατα με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια αλλά τρισευτυχισμένη, πετούσα στα σύννεφα. Ξεκίνησα αμέσως να ετοιμάζομαι όλο κέφι, ανυπομονούσα να πω σε κάποιον τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ και ποιός ήταν καταλληλότερος από την κολλητή μου;

Ντύθηκα απλά με ένα μαύρο, ψηλόμεσο τζην, μία λεπτή, λευκή, μακρυμάνικη μπλούζα που έπεφτε ο ένας ώμος κάτω, ένα κολιέ με το χεράκι της φατιμά, δώρο της Χριστίνας στα τελευταία μου γενέθλια, τα μαύρα αθλητικά μου, το δερμάτινο μπουφάν μου σε περίπτωση που έχει κρύο γιατί μη ξεχνάμε είναι και Νοέμβριος πια, το μαύρο μου backpack και ήμουν έτοιμη. Δε βάφτηκα σχεδόν καθόλου έβαλα μόνο λίγο liposan με χρώμα για να μη ξεραίνονται τα χείλη μου, δε μου άρεσε ιδιαίτερα να βάφομαι αν δεν υπήρχε ανάγκη, κάθε μέρα στη ναυτιλιακή αναγκαζόμουν να βάφομαι έστω και διακριτικά και να ντύνομαι με ένα συγκεκριμένο dress code, που περιείχε υφασμάτινα παντελόνια και πολλά πουκάμισα, για να είμαι ευπαρουσίαστη και να συμβαδίζω με τις απαιτήσεις μίας τέτοιας πολυεθνικής αλλά στην καθημερινότητα μου προσπαθούσα να είμαι ο εαυτός μου με τα τζηνάκια και τα απλά μπλουζάκια μου.

Πριν βγω από το δωμάτιο μου κοίταξα τον εαυτό μου μία τελευταία φορά στον ολόσωμο καθρέφτη που είχα κολλημένο πίσω από την πόρτα του δωματίου μου και για πρώτη φορά μετά από καιρό δεν ένιωθα άσχημη. Δε μπορώ να πω ότι ήμουν ποτέ άσχημη αλλά η χαμηλή μου αυτοπεποίθηση έτσι με έκανε να νιώθω, είχα καστανά, μακριά μαλλιά λίγο σπαστά, καστανά μάτια, ύψος 1,65 δηλαδή ούτε ψηλή ούτε κοντή, το βάρος μου ήταν φυσιολογικό στα 55 κιλά, τα χαρακτηριστικά μου ήταν συμμετρικά χωρίς να ξεχωρίζει κάτι και η έντονη ακμή που είχα στην εφηβεία στο πρόσωπο και την πλάτη δε μου είχε αφήσει κάποια ουλή χάρις τα χάπια ισοτρετινοΐνης που πήρα για οχτώ μήνες στα δεκαεπτά μου. Η ακμή είναι ότι χειρότερο για την αυτοπεποίθηση μίας έφηβης γι' αυτό όταν την εκδήλωσα επέμενα να επισκεφτούμε έναν δερματολόγο, στην αρχή προσπαθήσαμε να την αντιμετωπίσουμε με κρέμες και αλοιφές αλλά δεν έλεγε να υποχωρήσει ώσπου ο γιατρός πρότεινε τη θεραπεία με χάπια ισοτρετινοΐνης, μία πολύ ισχυρή αγωγή που μπορούσε να επηρεάσει τους δείκτες του συκωτιού μου και ανέβαζε τη χοληστερίνη γι' αυτό και έπρεπε να κάνω διατροφή καθώς και εξετάσεις αίματος κάθε μήνα, στην αρχή οι γονείς μου ήταν κάθετα αντίθετοι με μία τέτοια αγωγή αλλά με πολλά παρακάλια, τσακωμούς και τη διαβεβαίωση από το γιατρό ότι θα παρακολουθούμε την πορεία μου και με την παραμικρή ένδειξη ότι επηρεάζουν αρνητικά τα χάπια τον οργανισμό μου θα μου τα έκοβε, τελικά δέχτηκαν και ευτυχώς γιατί πλέον δεν αντιμετώπιζα κανένα πρόβλημα, υπάρχουν άνθρωποι που ταλαιπωρούνται με την ακμή ακόμα και μέχρι τα τριάντα. Βλέποντας τον εαυτό μου στα είκοσι τρία μισό δε μπορούσα να βρω κάτι αρνητικό πάνω μου, το σώμα μου ήταν όσο γυμνασμένο έπρεπε λόγω του χορού και της κολύμβησης, κυτταρίτιδα δεν είχα, το στήθος μου ήταν λίγο μεγαλύτερο από ότι έπρεπε για τα κιλά μου αλλά άλλες έκαναν πλαστικές για να το πετύχουν και ο κώλος μου τόσο όσο έπρεπε, άρα δε μπορούσα να με πω άσχημη αλλά ήταν η πρώτη φορά που το παραδεχόμουν αυτό, συνήθως έβρισκα ανύπαρκτα ψεγάδια πάνω μου και στεναχωριόμουν γι' αυτά, δεν ήμουν όμορφη, αδύνατη και λαμπερή όπως τα μοντέλα, οι ηθοποιοί και οι παρουσιάστριες που βλέπεις στη τηλεόραση αλλά δεν ήμουν και άσχημη.

Επιτέλους ένιωθα καλά με την Ελένη πήρα μία βαθιά ανάσα και βγήκα από το δωμάτιο χαμογελαστή και γεμάτη αυτοπεποίθηση, στο σαλόνι βρισκόταν ο μπαμπάς μου σκυμμένος πάνω από μία κούτα και κάτι έψαχνε μόλις με αντιλήφθηκε σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε.

«Καλημέρα αγάπη μου! Για που το έβαλες εσύ έτσι πρωινή πρωινή;»

Πήγα κοντά του και τον φίλησα.

«Καλημέρα μπαμπά! Για καφέ με τη Χριστίνα θα πάω.»

«Πάλι; Χθες το βράδυ δεν ήσασταν μαζί; Μήπως μας κρύβεις κάτι μικρή;»

Στριφογύρισα τα μάτια μου.

«Όχι ρε μπαμπα! Απλά χθες είχα το μάθημα χορού και δε μπορέσαμε να τα πούμε αρκετά έτσι είπαμε να βγούμε για καφέ και σήμερα, με τη δουλειά δε συναντιόμαστε συχνά πλέον.»

«Καλά αγάπη μου να προσέχεις. Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα.»

Αφού τον χαιρέτησα βγήκα έξω από το σπίτι, ο γλυκός μου και με πιτζάμες να με δει πάλι στις ομορφιές μου με βρίσκει, κυριολεκτικά το λέω μία φορά με είχε δει με φόρμες, αθλητικά, το μαλλί μπιφτέκι και πάλι με είχε βρει στις ομορφιές μου. Γονείς τί να πεις;

Ξεκίνησα να περπατάω στον κήπο με σκοπό να φτάσω στην έξοδο και το απέναντι πεζοδρόμιο που είχα παρκαρισμένο το μικρό μου smart, στη διαδρομή από τον κήπο ένιωθα μάτια καρφωμένα στην πλάτη μου, όταν γύρισα να εντοπίσω από που προέρχεται αυτή η αίσθηση είδα το Φίλιππο και τη μητέρα του να παίρνουν το πρωινό τους στη βεράντα και να με παρακολουθούν μιλώντας ψιθυριστά, όπως καταλάβαινα από την κοντινή τους απόσταση, μεταξύ τους. Μόλις συνειδηποίσαν ότι τους έχω πάρει είδηση γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους αλλού συνεχίζοντας τη συζήτηση τους χαμηλόφωνα, ξεκίνησα και πάλι να περπατάω ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος τους, κάθε φορά τους έπιανα να με παρατηρούν και κάθε φορά γύριζαν απότομα τα κεφάλια τους αλλού παριστάνοντας ότι δε με έβλεπαν. Αν και το θεώρησα πολύ περίεργο δεν έδωσα περαιτέρω σημασία ή ίσως θεώρησα ότι ήταν επακόλουθο του χθεσινού περιστατικού και ίσως ο Φίλιππος προσπαθούσε να μάθει πληροφορίες για εμένα, σε κάθε περίπτωση ήταν άλλο ένα ολέθριο λάθος μου που δεν έγινα καχυπόπτη ύστερα από αυτή τους τη συμπεριφορά.

Στις έντεκα παρά δέκα ακριβώς βρισκόμουν έξω από την καφετέρια που είχαμε δώσει ραντεβού με τη Χριστίνα, μπήκα μέσα με σκοπό να κάτσω σ' ένα τραπέζι και να την περιμένω αλλά προς έκπληξη μου εκείνη ήταν ήδη εκεί. Δε συνήθιζε να είναι ακριβής στα ραντεβού της πόσο μάλλον να έρχεται νωρίτερα, θεώρησα ότι βιαζόταν να τελειώσουμε για να μην αργήσει στο ραντεβού με τον καθηγητή της. Εκείνη τη μέρα έκανα πολλές λανθασμένες υποθέσεις που τις μετάνιωσα αργότερα, ήθελα να βλέπω πάντα το καλύτερο στους ανθρώπους, δεν ήμουν μαθημένη να σκέφτομαι με δόλο και πίστευα ότι και οι άλλοι κάνουν το ίδιο, ζούσα στο ροζ συννεφάκι μου.

Από την ώρα που αντίκρυσα τη Χριστίνα εκείνο το πρωί να κάθεται στο πιο απομονωμένο τραπέζι του μαγαζιού, μ' έναν καφέ ήδη μπροστά της να χτυπάει τα νύχια της νευρικά στο τραπέζι μου δημιουργήθηκε μία περίεργη νοσηρή αίσθηση, κατά κάποιο τρόπο ήξερα ότι αυτή η συζήτηση δε θα πάει έτσι όπως φανταζόμουν, μ' εμένα να εξιστορώ τα χθεσινοβραδινά γεγονότα στη φίλη μου και εκείνη να χαίρεται για μένα προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε μαζί τη συμπεριφορά του Φίλιππου. 

Περπάτησα προς το τραπέζι που είχε επιλέξει, λίγο πριν φτάσω με κατάλαβε και σήκωσε τα μάτια της να με κοιτάξει, κάτι στο ύφος της με τρόμαξε αφού διέκρινα μέσα τους μία σκληρότητα που δεν είχα αντιμετωπίσει ξανά από τη Χριστίνα αλλά γρήγορα χάθηκε και το μέρος της πήρε η συνήθης εγκαρδιότητα με την οποία με υποδεχόταν, η εναλλαγή ήταν τόσο γρήγορη που νόμιζα ότι φαντάστηκα το προηγούμενο γεγονός.

«Ελενίτσα μου καλημέρα, τί κάνεις;»

Αφού ήξερε ότι με εκνεύριζε να με φωνάζουν Ελενίτσα γιατί το συνέχιζε;

«Καλημέρα Χριστίνα μου, καλά είμαι εσύ; Βλέπω παρήγγειλες ήδη μισό λεπτό να φωνάξω και γω την κοπέλα για την παραγγελία μου.»

Μετά από πέντε λεπτά η σερβιτόρα έφερε αυτά που είχα παραγγείλει, ήμουν από τους λίγους ανθρώπους που σιχαινόμουν τον καφέ, πάντα έπαιρνα χυμό ή σοκολάτα όταν ήμουν έξω και αφού δεν είχα πάρει πρωινό στο σπίτι επειδή βιαζόμουν επέλεξα φυσικό χυμό πορτοκάλι με ένα τοστ γαλοπούλα, τυρί. Ρούφηξα την πρώτη γουλιά από τον χυμό μου ενώ έβλεπα ιδιαιτέρως νευρική τη φίλη μου.

«Άντε επιτέλους θα μου πεις τί έγινε χθες;»

Κωλυσιεργούσα γιατί ξαφνικά δεν ήθελα να της πω τίποτα, δε ξέρω από που προέκυψε αυτή μου η άμυνα απέναντι στην καλύτερη μου φίλη.

«Ναι φυσικά, άκου.....»

Και έτσι της εξιστόρισα όλα όσα έγιναν και ειπώθηκαν με τον Φίλιππο, καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης μου είτε ανακάτευε νευρικά τον καπουτσίνο της είτε έσφιγγε τη γροθιά της, η αύρα της είχε κάτι εχθρικό και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω με κάτι απροσδιόριστο μέσα του. Με το που τελείωσα την αφήγηση μου το ύφος της άλλαξε σε κάτι εύθυμο και ξεκίνησε να γελάει, εγώ την κοιτούσα αποσβολωμένη.

«Αυτό ήταν; Είπα και γω! Αγαμίες είχε τόσο καιρό κλεισμένος στο σπίτι και έψαχνε να πηδήξει, απλά ήσουν η πρώτη που βρέθηκε μπροστά του και στην σαρανταπεντάχρονη υπηρέτρια που έχουν στο σπίτι τα ίδια θα έλεγε αν την έβλεπε χθες.»

Ένιωσα σαν κάποιος να μου ρίχνει κρύο νερό στη μούρη, ήθελα να βάλω τα κλάματα γιατί ήταν αυτό ακριβώς που είχα σκεφτεί χθες, ήταν σα να επιβεβαιώνονταν οι χειρότεροι φόβοι μου και όλες οι ανασφάλειες μου επέστρεψαν στο λεπτό, ξαφνικά δε μου άρεσαν τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου, εγώ, τίποτα.

«Εγώ... σκέφτηκα... ότι ίσως....»

Ξαναγέλασε, αυτή τη φορά πιο δυνατά και κάποια άτομα από τα διπλανά τραπέζια γύρισαν και μας κοίταξαν.

«Τί σκέφτηκες ότι ίσως του άρεσες ξαφνικά; Ο έλα τώρα αυτός ο άνδρας χρειάζεται δίπλα του μία αληθινή γυναίκα όχι ένα κοριτσάκι με τα τρία Α.»

«Τί είναι τα τρία Α;»

«Άχρωμη, άοσμη, άγευστη!»

«Τί λες; Νόμιζα ότι είμαστε φίλες.»

Γιατί τόση κακία; Εγώ τη θεωρούσα φίλη μου και εκείνη μου μιλούσε τόσο άθλια, δάκρυα είχαν συσσωρευτεί στα μάτια μου και ήταν έτοιμα να δραπετεύσουν. Εντωμεταξύ εκείνη την ώρα παρατήρησα το ντύσιμο της, πάντα ήταν θηλυκό αλλά σήμερα παραήταν, έφτανε τα όρια του προκλητικού πόσο μάλλον για πρωί και για τη συνάντηση που είχε μετά με τον καθηγητή της. Φορούσε ένα κόκκινο πλεκτό φόρεμα μέχρι το γόνατο που αγκάλιαζε της καμπύλες της και ήταν ανοιχτό στο μπούστο, το είχε συνδυάσει με δωδεκάποντα μαύρα μποτάκια, ενώ είχε κάνει τα μαλλιά της μπούκλες και είχε βαφτεί με κόκκινο κραγιόν. Ήταν σα να προσπαθούσε να μου αποδείξει ότι εκείνη ήταν θηλυκό ενώ εγώ κοριτσάκι.

«Μα είμαστε φίλες γι' αυτό σου λέω την αλήθεια και δεν αφήνω να σε κοροϊδέψει κανείς. Γλυκιά μου κοίτα πως είσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να σε ερωτευτεί ένας άντρας σα τον Φίλιππο, το πολύ πολύ να θελήσει να σε πηδήξει και αυτό επειδή δε θα έχει άλλη επιλογή. Δεν είναι όλες οι γυναίκες φτιαγμένες για αρσενικά σα τον Αμιρά, φαντάζεσαι να σε παρουσίαζε στον κύκλο του θα σε κατασπάραζαν, εσύ είσαι η γλυκιά, αθώα Ελενίτσα όχι μία γυναίκα που ξέρει τι θέλει και πως να το διεκδικήσει. Εγώ επειδή σ' αγαπάω στο λέω και θέλω να σε προστατέψω, μείνε στα βιβλία σου και ψάξε κανέναν στα κυβικά σου γιατί αυτός μόνο αν σε λυπόταν θα ερχόταν μαζί σου. Πρέπει επιτέλους να τον ξεπεράσεις πριν καταλάβει ότι τον θέλεις και το εκμεταλλευτεί για να γελάσει αργότερα με τους φίλους του.»

Δεν άντεξα άλλο σηκώθηκα, πέταξα ένα δεκάευρω στο τραπέζι και χωρίς να περιμένω τα ρέστα μου άρπαξα τη τσάντα μου και έτρεξα έξω από το μαγαζί, Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια μου, γιατί τόση κακία πια, την ώρα που τα έλεγε έβλεπα στο πρόσωπο της μοχθηρία και ευχαρίστηση για τον πόνο που μου δημιουργούσε ή μήπως έκανα λάθος και εκείνη είχε δίκιο; Μήπως απλά αποφάσισε να μου πει τη σκληρή αλήθεια που δεν ήθελα τόσο καιρό να δω; Μ' αυτές τις σκέψεις πήρα το αυτοκίνητο μου και οδηγούσα μέχρι που έφτασα στην παραλιακή, έκατσα για ώρες δίπλα στη θάλασσα κλαίγοντας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top