Κεφάλαιο 4
Πήρα βαθιά ανάσα, ίσιωσα την πλάτη μου και άνοιξα την πόρτα μου οδηγούσε στη τραπεζαρία και από εκεί στο σαλόνι. Η κυρία Ελισσάβετ καθόταν σε μία πολυθρόνα με ένα φλυτζάνι τσάι στα χέρια της ακόμα γεμάτο και με βλέμμα απλανές να κοιτάει έξω από το παράθυρο, δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τίποτα γύρω της, μπορεί να μην είχε εύκολο χαρακτήρα αλλά τον αγαπούσε πολύ τον άντρα της, λυπόμουν για εκείνη. Την πλησίασα, γονάτισα μπροστά της και με απαλή φωνή για να μη τη τρομάξω της είπα:
«Καλησπέρα κυρία Αμιρά! Συλληπητήρια, λυμάμαι πολύ για την απώλεια σας! Το ξέρω ότι θα το έχετε ακούσει πολλές φορές και θα το ακούσετε ακόμα περισσότερες αυτές τις ημέρες αλλά ο κύριος Παύλος ήταν ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος.»
Τότε γύρισε με κοίταξε και μου ένευσε με το κεφάλι, ήξερα ότι δεν επρόκειτο να πάρω κάποια άλλη απάντηση δεν ήταν σε θέση να τη δώσει. Έψαξα με το βλέμμα τον Φίλιππο, τον βρήκα όρθιο μπροστά από το τζάκι με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι και το φίλο του τον Πάρη στο πλάι του να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και να με επεξεργάζονται με περιέργεια και οι δύο.
Η καρδία μου χτυπούσε δυνατά νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω αλλά με ψυχραιμία πήρα το βλέμμα μου από πάνω του, σηκώθηκα όρθια, ίσιωσα το φόρεμα μου, τον πλησίασα χωρίς να τον κοιτάω και μόνο όταν βρέθηκα μπροστά του αφήνοντας μία ασφαλή απόσταση μεταξύ μας ύψωσα τα μάτια μου στα δικά του και του έτεινα το χέρι μου.
«Καλησπέρα κύριε Αμιρά! Τα θερμά μου συλληπητήρια!»
Μου ανταπέδωσε τη χειραψία αγγίζοντας απαλά το χέρι μου για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια στέλνοντας ηλεκτρικό φορτίο να διαπεράσει το κορμί μου.
«Καλησπέρα.....»
Αουτς ούτε το όνομα μου δεν ήξερε, αυτό πόνεσε.
«Ελένη, η κόρη του Ανέστη του σοφέρ και της Βασιλικής της μαγείρισσας.»
«Α ναι σωστά σε θυμάμαι έμενες εδώ παλιά.»
Με δουλεύει; Είπαμε με αγνοεί αλλά όχι και έτσι! Το ότι του είμαι αδιάφορη σα γυναίκα το ήξερα και ως ένα βαθμό το καταλαβαίνω, δε μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να σε αγαπήσει αλλά αυτός με αγνοεί και ως άνθρωπο. Θέλω να βάλω τα κλάματα, νιώθω τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου και ξεροκαταπίνω για να τα διώξω και να του απαντήσω χωρίς να σπάσει η φωνή μου.
«Ακόμα εδώ μένω.»
«Αλήθεια;»
Μου απαντάει μονολεκτικά με εκείνο το ύφος που παίρνεις όταν θέλεις να ξεφορτωθείς κάποιον, δε ξέρω αν μ' άκουσε καν αφού ήδη κοιτάει πίσω από την πλάτη μου προς την εξώπορτα που μόλις άνοιξε για να περάσει η οικογένεια Παναγοπούλου με την δίμετρη, ξανθιά κόρη τους που χρόνια τώρα αποτελεί την ας πούμε πιο επίσημη ερωμένη του Φίλιππου.
«Καλύτερα να πηγαίνω να σας αφήσω στην ησυχία σας και παλι λυπάμαι για το χαμό του πατέρα σας.»
«Ναι ναι ευχαριστώ! Μπορείς σε παρακαλώ να πεις στη μητέρα σου να φτιάξει καφέ και τσάι για τους καλεσμένους μας;»
Με αυτό αποχώρησα χωρίς να ειπωθεί τίποτα παραπάνω. Αυτή η πρώτη μας συνομιλία μετά από αιώνες αδημονίας με άφησε με ένα τεράστιο άνοιγμα στην καρδιά που αιμορραγούσε, ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, μετά από αυτή ακολούθησαν και άλλες πολλές.
Εκείνη η μέρα ήταν η αρχή ενός απύθμενου φαύλου κύκλου πόνου και δακρύων, τώρα πια το αντιλαμβάνομαι ότι όταν αργότερα με πλησίασε έπρεπε να καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του, πώς γίνεται να με αγάπησε έτσι ξαφνικά αλλά μία ερωτευμένη δικαιολογεί κάθε πράξη, κάθε κουβέντα και δε μπορεί να δει καθαρά παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. Πλέον μετά από όλα όσα πέρασα εξαιτίας του γυρνάω πίσω στις μνήμες μου και βλέπω ολοκάθαρα ότι τα σημάδια υπήρχαν απλά δεν ήθελα εγώ να τα δω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top