Κεφάλαιο 3

Θυμάμαι ακόμα την ημέρα που ξεκίνησε η καταστροφή μου σα να ήταν χθες, ήταν αρχές Σεπτέμβρη, συγκεκριμένα 5 Σεπτεμβρίου και σε λίγες ημέρες θα παρουσίαζα τη διπλωματική μου που ήταν το τελευταίο πράγμα που μου απέμενε για να τελειώσω το μεταπτυχιακό, για να την ολοκληρώσω είχα μείνει ολόκληρο το καλοκαίρι στην Αθήνα, είχα περάσει την άδεια μου πάνω από έναν υπολογιστή αγκαλία με τον ανεμιστήρα αλλά τουλάχιστον ήμουν ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα. Τον Αύγουστο είχα απομείνει ολομόναχη στην έπαυλη, οι γονείς μου είχαν πάει όπως κάθε χρόνο στο χωριό της μητέρας μου για να δει την αδερφή της, τη θεία Κατερίνα. Ο κύριος Παύλος που είχε ''συνταξιοδοτηθεί'', όπως τον πειράζανε όλοι, πρόωρα λόγω ενός προβλήματος που διαγνώστηκε στην καρδιά του πριν έξι μήνες είχε πάει μαζί με τη γυναίκα του στο εξοχικό τους στην Ερμιόνη και μετά στη Βαρκελώνη. Ο Φίλιππος έκανε κρουαζιέρα με το σκάφος του στις Κυκλάδες παρέα με τον κολλητό του φίλο Πάρη Μακρή της γνωστής οικογενείας με τη μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία στα Βαλκάνια, τον πιο αντιπαθητικό τύπο που γνώρισα ποτέ μου, μισογύνη και άξεστο, φυσικά τη συντροφιά τους συμπλήρωναν δύο μοντέλα που πρόσφατα είχαν πάρει μέρος στο Greece Next Top Model και έκαναν μέχρι και εμένα να νιώθω γριά. Όσο και αν προσπαθούσα να μη μαθαίνω για τις δραστηριότητες του κάθε φορά που έκανα διάλειμμα από τη συγγραφή της διπλωματικής μου και άνοιγα για λίγο τη τηλεόραση ξεπετάγονταν κουτσομπολίστικες εκπομπές που αναφέρονταν στα ξέφρενα πάρτυ που διοργάνωνε κάθε βράδυ σε διαφορετικό νησί. Το υπόλοιπο προσωπικό που εργαζόταν στην έπαυλη δηλαδή δύο οικιακοί βοηθοί και ένας κηπουρός είχαν πάρει και εκείνοι άδεια για όσο θα έλειπε η οικογένεια Αμιρά. Ακόμα και η Χριστίνα έλειπε αφού είχε πάρει άδεια από το δικηγορικό γραφείο που έκανε την πρακτική της και είχε πάει διακοπές με έναν γκόμενο στην Ίο.

Εκείνη την ημέρα του Σεπτέβρη λοιπόν η ζέστη ήταν ανηπόφορη και από το πρωί έτρεχα με τη δουλειά στη ναυτιλιακή αφού η άδεια μου είχε πλέον τελειώσει, όταν επέστρεψα αργά το απόγευμα στο σπίτι ήμουν κατάκοπη και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο μου να ξεκουραστώ μία – δύο ωρίτσες πριν ετοιμαστώ για το ραντεβού που είχα κανονίσει με τη Χριστίνα για καφέ, είχα να τη δω από πριν τις διακοπές. Ξαφνικά ένιωσα μέσα στον ύπνο μου κάποιον να με σκουντάει και να προσπαθεί να με ξυπνήσει, η μητέρα μου άκουσα να μου λέει:

«Αγάπη μου ξύπνα, πέθανε ο κύριος Παύλος.»,

κατευθείαν πετάχτηκα όρθια προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς μου είπε, λόγω του ύπνου μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβω το νόημα όσων άκουσα, άλλα όταν είδα τα δακρυσμένα μάτια της μαμάς μου επιτέλους συνήλθα, η μαμά συμπαθούσε πολύ τον κύριο Παύλο και πως θα μπορούσε να μη το κάνει; Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που χάθηκε νέος.

«Τί εννοείς μαμά; Πώς;»

«Το πρόβλημα με την καρδιά του Ελένη μου, έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα που έπαιρνε το απογευματινό του καφέ δίπλα στην πισίνα.»

Δεν πίστευα στ' αυτιά μου νόμιζα ότι με ξεκούραση και χωρίς το άγχος της δουλειάς σε συνδυασμό με το χάπια που του είχε γράψει ο γιατρός θα ήταν καλά.

«Ο μπαμπάς;»

Σκέφτηκα τον μπαμπά μου και το πόσο δεμένος ήταν με τον κύριο Παύλο τον παιδικό του φίλο, πολλές φορές τα βράδια προς δυσαρέσκεια της κυρίας Ελισσάβετ καθόντουσαν στη βιβλιοθήκη και παίζανε σκάκι ή τάβλι, μάλιστα ήταν αυτός που τον είχε βρει στο γραφείο του την προηγούμενη φορά που είχε νιώσει αδιαθεσία και τον είχε μεταφέρει εσπευσμένα στο νοσοκομείο σώζωντας τη ζωή του, τότε ήταν που ανακάλυψαν το πρόβλημα με την καρδιά του.

«Στην κουζίνα της έπαυλης. Καλύτερα να ντυθείς και να έρθεις να συλληπηθείς και εσύ.»

«Ναι φυσικά, ετοιμάζομαι και έρχομαι. Σε δέκα λεπτά θε είμαι έτοιμη.»

Και μ' αυτό αποχώρησε η μητέρα μου από το δωμάτιο αφήνοντας με να ετοιμαστώ, πριν ακόμα κλείσει η πόρτα είχα αρπάξει το κινητό και έστελνα μήνυμα στη Χριστίνα για να ακυρώσω την έξοδο μας, της είπα ότι συνέβη κάτι σοβαρό άλλα δε της εξήγησα τι ακριβώς αφού είχε μία τάση προς το κουτσομπολιό και δεν ήθελα να αρχίσει να το διαδίδει πριν το ανακοινώσει η οικογένεια.

Σε δέκα λεπτά είχα ντυθεί και περπατούσα ήδη από το σπιτάκι του κήπου προς την έπαυλη, είχα φορέσει ένα μαύρο, κοντομάνικο φόρεμα μέχρι το γόνατο σε γραμμή άλφα και μαύρα σανδάλια, είχα πιάσει τα μακριά, καστανά μαλλιά μου σε μία ψηλή αλογοουρά. Από τη στιγμή που ξύπνησα και άκουσα την είδηση του θανάτου του κύριο Παύλου τριγυρνούσε συνεχώς μία σκέψη στο μυαλό μου, πώς να είναι εκείνος; Πονάει πολύ; Δεν ήθελα να τον σκέφτομαι λυπημένο μάτωνε η καρδιά μου και ήταν και το άλλο, θα έπρεπε να τον συναντήσω, να του μιλήσω μετά από τόσο καιρό για να τον συλληπηθώ και μου κόβονταν τα πόδια και μόνο στην ιδέα, άρχισαν να ιδρώνουν οι παλάμες μου και η καρδιά μου να χτυπάει ανεξέλεγκτα, γενικά δεν ήμουν ακοινώνητη αλλά όταν τον είχα απέναντι μου έχανα κάθε συνοχή στη σκέψη, τραύλιζα σα να μην έχω βγει ποτέ από τη σπηλιά μου, στο τέλος απλά ένιωσα ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο που μία τέτοια στιγμή σκεφτόμουν τον εαυτό μου και αποφάσισα να προσπαθήσω να επικεντρωθώ σ' αυτό που έχει σημασία και αυτό ήταν ότι ο κύριος Παύλος χάθηκε για πάντα.

Φτάνοντας στην έπαυλη το κλίμα ήταν βαρύ επικρατούσε μία εκκωφαντική σιωπή στο χώρο, καθώς έμπαινα από την πίσω είσοδο που οδηγούσε στην κουζίνα είδα κάμποσα αυτοκίνητα σταθευσμένα στο parking αναμέσα τους και μία νεκροφόρα. Στην κουζίνα η μητέρα μου και οι οικιακοί βοηθοί ήδη ντυμένες στα μαύρα πηγαινοέρχονταν με μάτια διακρυσμένα ετοιμάζοντας πυρετωδώς τον καφέ της παρηγοριάς και ότι άλλο ζητούσαν όσοι προσέρχονταν για τα συλληπητήρια. Ο μπαμπάς μου καθόταν σε μία ψηλή καρέκλα έχοντας μπροστά του ακουμπισμένη πάνω στον πάγκο μία φωτογραφία με εκείνον και τον κύριο Παύλο παιδιά, το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο μέσα στις παλάμες του και ακουγόνταν οι λυγμοί του, τον πλησίασα και τον άγγιξα απαλά στον ώμο τότε εκείνος ύψωσε το κεφάλι του, με κοίταξε κλαμένος και με αγκάλιασε.

«Λυπάμαι μπαμπά μου!»

Ήταν το μόνο που μπορούσα να του πω, ήταν ο κολλητός του.

«Έφυγε το φιλαράκι μου και δε τελειώσαμε ποτέ εκείνη την παρτίδα σκάκι, ήταν η πρώτη φορά που τον κέρδιζα έπρεπε να το καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά.»

Τα λόγια του δεν έβγαζαν ιδιαίτερα νόημα και ακούγοντας τον ήθελα να κλάψω και γω. Προτίμησα να μη μιλήσω για να μη σπάσει η φωνή μου, συνέχισα να τον έχω αγκαλιά. Μετά από κάποια ώρα τραβήχτηκε εκείνος, σκούπισε τα μάτια του και μου είπε:

«Άντε πήγαινε και συ μέσα να συλληπηθείς, δεν κάνει να μην πας ο Παύλος σε συμπαθούσε πολύ και μας είχε βοηθήσει όλους, άσε που εργάζεσαι και στη ναυτιλιακή.»

«Φυσικά είχα σκοπό να πάω μπαμπά, απλώς ήθελα πρώτα να δω πως είσαι εσύ.»

«Καλά είμαι, πήγαινε τώρα μην αργείς άλλο!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top