Κεφάλαιο 21
<<Έχεις παρατηρήσει ότι ποτέ δε μιλάω για την οικογένεια μου, ότι δεν αναφέρω επισκέψεις στους ή από τους γονείς μου, δε σου έχω εξομολογηθεί καν που βρίσκεται το πατρικό μου σπίτι ή ότι δε σου έχω πει έστω και το παραμικρό για τα παιδικά μου χρόνια; Υπάρχει λόγος που παραμένω βουβή όταν όλοι οι άλλοι συζητάνε για τις ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές τους και ο λόγος είναι ότι εγώ δεν έχω τέτοιες, ότι χαρουμενη ανάμνηση είχα από το παρελθόν μου σβήστηκε όταν με πρόδωσαν τα πιο κοντινά μου πρόσωπα, εκείνα που θα έπρεπε να είναι για πάντα δίπλα μου και να με στηρίζουν σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις που θα συναντήσω στη ζωή μου. Δεν είσαι η μόνη που δεν εμπιστεύεται πια γιατί βρέθηκαν σκάρτοι άνθρωποι στο δρόμο της. Όταν βρεθήκαμε τυχαία εκείνη τη μέρα στο δρόμο πριν από περίπου ενάμιση χρόνο και μετά από τόσο καιρό που είχαμε χαθεί όταν αποφοιτήσαμε απο τη σχολή, σου είπα ότι δεν έκανα παρέα μαζί σου γιατί η Χριστίνα είναι τοξικός άνθρωπος και δεν ήθελα τέτοιους στη ζωή μου, ότι δε την εμπιστευόμουν! Ξέρεις πώς έμαθα να ξεχωρίζω αυτούς τους ανθρώπους; Μέσα από πολύ πόνο, δάκρυα, προδοσία και όλα αυτά τα γνώρισα από την ίδια μου την οικογένεια! Από τώρα και στο εξής Ελένη εμάς τις δύο θα μας δένει κάτι πολύ βαθύ, η ανάγκη μας για δικαίωση. Τα βιώματα μας μοιάζουν αρκετά και διαφέρουν εξίσου πολύ αλλά είχαν τα ίδια αποτελέσματα μέσα μας.>>
Ήμουν τόσο προσηλωμένη στον μικρόκοσμο μου που δεν κατάλαβα πόσο πληγωμένο ήταν αυτό το πλάσμα μπροστά μου;
Πράγματι είχα καταλάβει ότι επίτηδες δεν αναφέρεται στην οικογένεια της αλλά περίμενα να μου ανοιχτεί εκείνη όποτε θα ήταν έτοιμη, που να ήξερα!
<<Είχα καταλάβει ότι υπάρχει κάποιο ζήτημα και απέφευγες να μιλήσεις για οικογενειακά ζητήματα, κάθε φορά άλλαζες συζήτηση και δεν ήθελα να σε πιέσω παραπάνω, είσαι κλειστός άνθρωπος και εξάλλου κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει τα μυστικά του που θα τα εκμυστερευτεί αν και όποτε αισθανθεί έτοιμος.>>
Μου έπιασε τα χέρια μέσα στα δικά της και με κοίταξε ζεστά στα μάτια.
<<Είσαι τόσο καλή και γλυκιά, ακόμα και μετά από όλα αυτά! Μου θυμίζεις τον εαυτό μου παλιά ίσως γι' αυτό σε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, μακάρι να μη χάσεις πότε σου αυτή την αθωότητα, εγώ δε το κατάφερα.>>
Λυπόμουν για ότι της συνέβη, ό,τι και αν ήταν αυτό.
<<Κατερίνα μου συγγνώμη που έπρεπε να γίνουν όλα αυτά για να καταλάβω πόσο υποφέρεις και συ. Τί σου έκαναν κορίτσι μου;>>
Με αγκάλιασε για να μη δω τα δάκρυα που ξέφυγαν από τα μάτια της, μετά σηκώθηκε από τον καναπέ, σκούπισε διακριτικά τα μάτια της και αφού ήπιε μία γερή γουλιά κρασί από το ποτήρι της πήγε και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο. Έπαψε να βρίσκεται σε εκείνο το δωμάτιο μαζί μου, βυθίστηκε στις αναμνήσεις της και ξεκίνησε την αφήγηση της.
<<Μεγάλωσα στη Ρόδο, η οικογένεια μου είχε στην κατοχή της ενοικιαζόμενα δωμάτια και διαμερίσματα καθώς και μία ταβέρνα, δεν ήμασταν πλούσιοι αλλά υπήρχε οικονομική άνεση αφού κάθε καλοκαίρι η Ρόδος σφύζει από ζωή, ακόμα και το χειμώνα έχουμε φοιτητές και κόσμο που πηγαινοέρχεται. Μεγαλώνοντας βοηθούσα στην οικογενειακή επιχείρηση ειδικά το καλοκαίρι δεν έπαιρνα ανάσα από την πολύ δουλειά, όλα τα παιδιά εύχονται να κλείσουν τα σχολεία για να ξεκουραστούν από το διάβασμα, να βγουν, να ξενυχτήσουν και να διασκεδάσουν ενώ εγώ έλιωνα στη δουλειά, μπορεί να περνούσε ολόκληρο το καλοκαίρι και να μην είχα καταφέρει να πάω πάνω από τρεις φορές στην παραλία. Δυστυχώς έτσι είναι σε όλες τις τουριστικές επιχειρήσεις τότε περιμένουν να δουλέψουν για να ζήσουν τις οικογένειες τους γι' αυτό δεν παραπονιόμουν και ήμουν πάντα η πρόθυμη, υπάκουη κόρη των γονιών μου, αντίθετα με τη μεγάλη μου αδερφή που πάντοτε κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από τις ήδη ανύπαρκτες υποχρεώσεις της.
Αλλά βλέπεις εκείνη ήταν η αδυναμία των γονιών μου, η όμορφη, δυναμική, απαιτητική Στέλλα το αστέρι τους όπως έλεγε και το όνομα της, ενώ εγώ απλά η άλλη κόρη που αποζητούσε μάταια την εύνοια τους, ήμουν καλή μόνο για να σκουπίζω, να σφουγγαρίζω και να πλένω πιάτα.
Παρόλη την κατάφωρη προτίμηση όλων προς την αδερφή μου δε τη ζήλεψα ποτέ, απεναντίας όταν ήμασταν μικρές λάτρευα το χώμα που πατούσε, την ακολουθούσα παντού σαν πιστό σκυλάκι, την είχα σαν ίνδαλμα και πίστευα ότι με αγαπούσε και εκείνη, η ανάγκη μου για αποδοχή απο τη μεγάλη μου αδερφή με έκανε να μη βλέπω καθαρά τα σημάδια, άλλωστε ήμουν ένα μικρο παιδάκι και μάλιστα υπερβολικά αθώο. Αργότερα έπαψα να προσπαθώ για τη συμπάθεια της και αποδέχτηκα ότι πολλά αδέρφια δε ταιριάζουν σε χαρακτήρα για να είναι φίλοι, έβλεπα την αδικία εις βάρος μου αλλά είχα μάθει να ζω με αυτήν, δε την κατηγορούσα για τίποτα.
Βλέπεις η Στέλλα όταν ήταν έξι ετών έπαθε βαριάς μορφής πνευμονίας, παραλίγο να πεθάνει και έμεινε αρκετό καιρό στο νοσοκομείο με αποτέλεσμα να χάσει όλη τη χρονιά στο σχολείο και το επόμενο έτος να βρεθούμε στη ίδια τάξη αφού ήμουν μόλις ένα χρόνο μικρότερη, δε μπορώ να θυμηθώ αν πριν την αρρώστια της υπήρχε αυτή η μεροληψία υπέρ της ή αν ήταν απόρροια του φόβου τους μη τη χάσουν αλλά σίγουρα μετά από αυτό ερχόμουν δεύτερη και καταϊδρωμένη για την οικογένεια μου. Κατά βάθος με κατηγορούσαν για την κατάσταση της χωρίς να ξέρω ότι η ίδια η Στέλλα είχε πει ψέματα ότι εγώ την είχα αναγκάσει να βγει στο κρύο και έτσι έπαθε την πνευμονία.
Από το γυμνάσιο ακόμα η Στέλλα είχε γίνει υπερόπτρια, σνομπ, αφόρητη, η κατάσταση είχε ξεφύγει, ο εγωισμός που τη διακατείχε από παιδί είχε περάσει σε άλλο επίπεδο ζήλευε παθολογικά τους πάντες και τα πάντα, κυρίως εμένα που ενώ δε μου είχε αφήσει τίποτα και πάλι ήθελε τα ψίχουλα που μου είχαν απομείνει. Αν φορούσα ένα ρούχο που της άρεσε χαλούσε τον κόσμο απαιτώντας να της το χαρίσω, αν κάποιος έλεγε ότι ήμουν όμορφη δεν έτρωγε για μέρες μέχρι να της πουν ότι εκείνη είναι ομορφότερη. Η ομορφιά της αδιαμφισβήτητη ψηλή, αδύνατη, ξανθιά αλλά με καφέ μάτια και αυτό το τελευταίο τη σκότωνε, αν μπορούσε θα μου έβγαζε τα μάτια για να πάρει τα δικά μου που είναι γκρίζα, όταν κάποιος σχολίαζε θετικά τα μάτια μου με κοιτούσε με μίσος. Στο σχολείο είχε δημιουργήσει μία παρέα ατόμων που την είχαν ορίσει αρχηγό τους και βασάνιζαν τα υπόλοιπα παιδιά, μαζί και εμένα. Στην οικογένεια μου δε μπορούσα να βρω στήριξη αφού με θεωρούσαν υπερβολική, και το χαϊδεμένο τους ήταν απλά παρεξηγημένο που προσπαθούσε να παιξει μαζί μας.
Στο σχολείο η αδερφή μου δεν ήταν καλή μαθήτρια μετά βίας έβγαζε τη τάξη εν αντιθέσει με εμένα που ήμουν απουσιολόγος, ακόμα και τότε έφταιγα γιατί δε τη βοηθούσα, το έκανα επίτηδες για να τη μειώσω και άλλα τέτοια παρεμφερή.
Το όνειρο μου ήταν να γίνω δικηγόρος αλλά οι γονείς μου ούτε να το ακούσουν αφού ήθελαν να παραμείνω στο νησί για να αναλάβω την οικογενειακή επιχείρηση όσο η αδερφή μου θα έψαχνε το τέλειο γαμπρό, φυσικά η πριγκίπισσα τους δε θα βολευόταν με τίποτα λιγότερο από έναν ευκατάστατο σύζυγο. Μετά από πολλούς καυγάδες μου επέτρεψαν να σπουδάσω παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο της Ρόδου, στις Πανελλήνιες είχα γράψει ένα βαθμό που μου επέτρεπε να περάσω Νομική Αθηνών και αυτό με έτρωγε μέσα μου αλλά δε μπορούσα να το κάνω, δε θα με στήριζαν οικονομικά, αν και υπήρχε άλλος ένας λόγος που δεν έφευγα από το νησί, ο Άγγελος.
Ο Άγγελος ήταν ο αντίστοιχος δικός μου Φίλιππος, συνομήλικος μου που πήγαινε σε διαφορετικό σχολείο από μένα αλλά αυτό δε με εμπόδιζε να είμαι ερωτευμένη μαζί του, την πρώτη φορά που τον αντίκρισα ήμουν δεκατριών και ήταν σα να πάγωσε ο χρόνος, έμεινα να τον κοιτάω αποσβολωμένη. Πάντα ήταν εμφανίσιμος χωρίς να είναι κάτι εξωπραγματικό όμως, υπήρχαν και άλλα ωραία αγόρια στο νησί αυτό που τον ξεχώριζε για όλες τις υπόλοιπες ήταν τα δύο πεντάστερα ξενοδοχεία με εστιατόρια, σε συνδυασμό με το ένα κλαμπ, τα τρία πολυτελή σκάφη για εκδρομές και τα πέντε καταστήματα που διατηρούσαν οι γονείς του στο νησί, για μένα ξεχώριζε γιατί ήταν απλά ο Άγγελος. Από τα δεκατρία μέχρι τα δεκαπέντε έψαχνα ευκαιρίες να τον βλέπω από μακριά αλλά δεν είχα το θάρρος να τον πλησιάσω, σε ένα πάρτυ στην πρώτη λυκείου που ήμασταν και οι δύο καλεσμένοι με πλησίασε εκείνος και από τότε γίναμε ζευγάρι.
Στην αρχή το ήξεραν μόνο οι φίλοι μας αλλά ο τόπος μικρός μαθεύτηκε και έφτασε στα αυτιά της Στέλλας που έσκασε από το κακό της, οι γονείς μου συμφεροντολόγοι καλοκοιτούσαν μια τέτοια συγχώνευση και έτσι συγκρατούσαν προσωρινά τη Στέλλα που προσπαθούσε να δηλητηριάσει τη χαρά μου. Η σχέση μας για τρία χρόνια ήταν ονειρική, εντάσεις και καυγάδες δεν υπήρχαν αφού και οι δύο είχαμε ήρεμο χαρακτήρα, ήταν ο πρώτος μου και ήμουν η πρώτη του όλα κυλούσαν αρμονικά, οι δε γονείς του με λάτρευαν, όλοι πίστευαν ότι θα καταλήγαμε μαζί, το ξέρω ότι ήμασταν πολύ νέοι αλλά στις μικρές κοινωνίες κάπως έτσι γίνεται και δεν ήταν ότι πίστευα ότι θα παντρευόμασταν αμέσως, είχαμε καιρό μπροστά μας να χαρούμε τον έρωτα μας, να τελειώσουμε τις σχολές μας, να πάει στρατό και μετά αν άντεχε η σχέση μας θα την επισημοποιούσαμε.
Σ' αυτό το διάστημα η Στέλλα είχε εξελιχθεί σε μία δημοφιλή, προκλητική, γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα που οι άντρες έπεφταν στα πόδια της ενώ εκείνη έπαιζε μαζί τους μέχρι να αποκτήσει ότι επιθυμούσε και μετά τους παρατούσε, η αναζήτηση του τέλειου άντρα που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σε μία γυναίκα του δικού της βεληνεκούς την οδήγησε δυστυχώς στο συμπέρασμα ότι μόνο ένας πληρούσε τις προϋποθέσεις της και αυτός ήταν ο δικός μου, ο Άγγελος μου που έπρεπε να γίνει δικός της με κάθε τίμημα. Η Χριστίνα μου θυμίζει πολύ τη Στέλλα γι' αυτό την αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή και κατάλαβα το ποιον της.
Στο Πανεπιστήμιο ταυτόχρονα με μένα πέρασε και ο Άγγελος στην ειδικότητα των τουριστικών επιχειρήσεων, η αδερφή μου φυσικά δεν κατάφερε να μπει κάπου και είχε όλον το χρόνο να αφοσιωθεί στο σκοπό της, την αποπλάνηση του αγοριού μου! Νομίζω στο σημείο αυτό έχεις καταλάβει ήδη πως τελειώνει αυτή η ιστορία!>>
Πώς μπόρεσε η ίδια της η αδερφή; Τί ανθρωποί υπάρχουν επιτέλους σ' αυτό τον κόσμο;
Δε την πλησίασα, περίμενα πότε θα ήταν έτοιμη.
<<Οι γονείς σου όταν έμαθαν την προδοσιά της δεν αντέδρασαν; Δε μπορεί και πάλι να πήραν το μέρος της!>>
Σ' αυτό το σημείο γέλασε πολύ αλλά δεν ήταν ένα αληθινό γέλιο που έβγαινε από την καρδιά της, ήταν ειρωνικό σαν εκείνα που βγάζεις όταν θέλεις να κρύψεις μέσα του όλη την πικρία και τον πονο που σου προξένησαν.
<<Δε με ακούς που σου μιλάω τόση ώρα; Εγώ δεν υπήρχα γι' αυτούς, φυσικά και πήραν το μέρος της, για την ακρίβεια μου είπαν ότι αφού είχα το νου μου στα βιβλία και τα Πανεπιστήμια βρέθηκε κάποια πιο έξυπνη να τον διεκδικήσει, ας μην τον παραμελούσα για να μην έβρισκε άλλη και να μη τολμήσω να τους χαλάσω με τις συνηθισμένες υστερίες μου το συμπεθεριό με τους Βαλιανάτους γιατί θα το μετάνιωνα. Αν έπαιρνα παράδειγμα από τη Στέλλα θα έβρισκα και γω κανέναν άλλο στα κυβικά μου.>>
Τους μισώ χωρίς να τους έχω γνωρίσει καν. Οι άνθρωποι που θα έπρεπε να την αγαπούν και να την προστατεύουν χωρίς όρια, χωρίς όρους, χωρίς εγωισμούς την πλήγωσαν χειρότερα από τον καθένα. Σε κάποια άτομα δεν αξίζει η ονομασία άνθρωπος είναι απλά τερατώδη όντα που μολύνουν ότι αγγίζουν.
<<Δε χρειάζεται να συνεχίσεις το ξέρεις έτσι δεν είναι; Δεν είσαι αναγκασμένη να μου τα πάντα απόψε!>>
Για πρώτη φορά μετά από ώρα γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, το βλέμμα της ήταν άδειο από συναισθήματα.
<<Γιατί όχι; Εσύ μου άνοιξες της καρδιά σου έχω ανάγκη να κάνω το ίδιο, δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν για όλα αυτά.>>
<<Τότε πες μου, είμαι εδώ για σένα όπως ήσουν και συ για μένα λίγο νωρίτερα.>>
Ήρθε και έκατσε δίπλα μου, ακούμπησε του αγκώνες της στα γόνατα της και έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλα της όσο συνέχιζε την αφήγηση της.
<<Δεν έμαθα ποτέ πως ξεκίνησε το ειδύλλιο, ποιος έκανε την πρώτη κίνηση, αν και μπορώ να φανταστώ! Ξέρω μόνο ότι το τελευταίο καιρό πριν μαθευτεί η αλήθεια ο Άγγελος είχε γίνει απόμακρος, ακύρωνε τις εξόδους μας τελευταία στιγμή με διάφορες προφάσεις και λίγο μετά έβλεπα τη Στέλλα να βγαίνει από το σπίτι βαμμένη και στολισμένη για κάποια έξοδο με κάποιον μυστηριώδη νέο γκόμενο. Μία μέρα που πήγα σπίτι του βρήκα ένα σκουλαρίκι πεσμένο στο δωμάτιο του που έμοιαζε εξωφρενικά πολύ με αυτά που είχα πάρει δώρο στην αδερφή μου για τα τελευταία της γενέθλια και συνέχεια τα αποκαλούσε κακόγουστα, αλλά το δικαιολόγησε λέγοντας μου ότι είχε τα ίδια η αδερφή του. Η Βάσω η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του Άγγελου ήταν αρκετά ευκολόπιστη, χαζοβιόλα και με χαμηλή αυτοπεποίθηση έτσι όταν την πλησίασε η Στέλλα με δόλιους σκοπούς δεν αντιλήφθηκε ότι την εκμεταλλευόταν, τους τελευταίους μήνες είχε καταντήσει το μέσο της για να πλησιάσει τον Άγγελο αρχικά και η κάλυψη της αργότερα.
Όταν ένα μεσημέρι ακυρώθηκε το μάθημα στο Πανεπιστήμιο επέστρεψα νωρίτερα στο σπίτι μου, οι γονείς μου έλειπαν αφού είχε ξεκινήσει ήδη η τουριστική περίοδος και πίστευα ότι θα ήταν άδειο, μπαίνοντας στο σπίτι κάλεσα τον Άγγελο στο κινητό μήπως μπορούσε να βρεθούμε και άκουσα το κινητό του να χτυπάει από το δωμάτιο της αδερφής μου! Το τί έγινε μετά μπορείς να το φανταστείς όρμησα στο δωμάτιο και τους βρήκα να πηδιούνται, βλέπεις δε με είχαν ακούσει για να μαζευτούν οπότε είχα τη τιμή να του δω σε πλήρης ερωτικές περιπτύξεις. Έκλαιγα, ούρλιαζα, έσπαγα ότι έβρισκα, τους πετούσα αντικείμενα, τους επιτέθηκα με υψωμένες τις μπουνιές μου, στο τέλος ούτε που θυμάμαι τι ακριβώς τους είπα, το μόνο σίγουρο είναι ότι μέχρι τότε δεν ήξερα ότι γνώριζα τόσες πολλές βρισιές. Τουλάχιστον αυτός ένιωθε ενοχές και είχε λίγη τσίπα πάνω του για να μου ζητήσει συγγνώμη και να δέχεται όποια προσβολή ή χτύπημα μου χωρίς καμία αντίδραση με σκυμμένο το κεφάλι, αντίθετα με αυτό το τέρας που είχαμε το ίδιο αίμα, καθόταν απαθέστατη με ένα ειρωνικό χαμόγελο κολλημένο στο τέλειο πρόσωπο της.
Βαθιά μέσα μου πίστευα ότι όσο σάπιο χαρακτήρα και αν ειχε δε θα μου έκανε ποτέ κακό, ότι καταβάθος με νοιαζόταν πόσο λάθος έκανα! Δε ξέρω ποιανού η προδοσία με πλήγωσε περισσότερο αλλά καμία δε με διέλυσε τόσο όσο αυτή των γονιών μου, εν μέσω αυτού του χαμού επέστρεψαν πρόωρα από τη δουλειά τους αφού μία γειτόνισσα που άκουσε τη φασαρία τους ενημέρωσε ότι κάτι συμβαίνει. Με το που μπήκαν αντίκρισαν το όλεθρο, σπασμένα πράγματα παντού εγώ να ωρύομαι και οι άλλοι δύο ακόμα μισόγυμνοι δεν ήθελε και πολύ να καταλάβουν τι είχε συμβεί και ενώ περίμενα να πάρουν το μέρος μου, το αγαπημένο τους κοριτσάκι μετά από τόση ώρα αναισθησίας ξαφνικά ξεκίνησε να κλαίει και έτρεξε στην αγκαλιά τους λέγοντας τους ότι δε το ήθελε, ερωτεύτηκε και ήταν πάνω από τις δυνάμεις της, ότι τη βάρεσα και την αποκάλεσα πορνίδιο, πράγμα που ήταν αλήθεια αλλά είχα κάθε δίκιο με το μέρος μου. Η μητέρα μου ήρθε απότομα μπροστά μου και με χαστούκισε με όλη της τη δύναμη έξαλλη που τόλμησα να χτυπήσω το παιδί της, από το χτύπημα μάτωσε η μύτη μου και είδα από απέναντι το φίδι να κρυφογελάει ακόμα κρυμμένη στην αγκαλιά του μπαμπάκα της. Έτρεξα στο δωμάτιο μου και ξέσπασα σε κλάμματα η ζωή μου έπρεπε να αλλάξει άμεσα δε γινόταν να ζω άλλο έτσι.
Το επόμενο διάστημα έβλεπα την αγαπητή μου αδερφή να βγαίνει καθημερινά με το πρώην αγόρι μου και τους γονείς μου να καμαρώνουν λες και έκανε κάτι το αξιοθαύμαστο, αν και εγώ είχα διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις μαζί τους, έλειπα σχεδόν όλη μέρα από το σπίτι και ακόμα και όταν ήμουν εκεί δε μιλούσα σε κανέναν, στη δουλειά τους δε ξαναπάτησα το πόδι μου πράγμα που δε τους άρεσε αφού έχασαν το δωρεάν προσωπικό αλλά είχα αποφασίσει, τέλος η δουλεία! Συνέχεια με απειλούσαν οτι θα μου κόψουν το χαρτζιλίκι ή θα με διώξουν απο το σπίτι, δεν ήξεραν ότι εγώ ήδη προετοίμαζα τη μεγάλη μου έξοδο!
Είχα υποβάλλει ήδη τα χαρτιά μου με το 10℅ της προηγούμενης χρονιάς για να μπω μέσω των Πανελλαδικών εξετάσεων στη Νομική, αλλά ακόμα και αν δεν έμπαινα θα διάβαζα για να ξαναδώσω εξετάσεις, στο μεταξύ είχα βρει διαμέρισμα για να μετακομίσω στην Αθήνα και μόλις μετακόμιζα στο νέο μου σπίτι θα έψαχνα για δουλειά, για τον πρώτο καιρό είχα κάποιες οικονομίες στην άκρη από έναν λογαριασμό που μου είχε αφήσει η γιαγιά Κατερίνα πριν πεθάνει γιατί αν περίμενα από το χαρτζιλίκι που μου έδιναν οι γονείς μου....
Δύο μήνες μετά την αποκάλυψη της προδοσίας της η Στέλλα μας ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος από τον Άγγελο και θα παντρευόντουσαν, φρόντισε μάλιστα να το πει την ώρα που έβγαινα από το δωμάτιο μου για να πάω να δώσω εξετάσει σε μάθημα της σχολής μου, ήθελα να την έχω σαν εναλλακτική αν κάτι δεν πήγαινε καλά με τη Νομική, θα ζητούσα μεταγραφή στην Αθήνα. Όταν άκουσα για την εγκυμοσύνη ένιωσα να μου ξεριζώνουν την καρδιά αλλά δεν αντέδρασα, δε θα της έδινα την ικανοποίηση να με δει διαλυμένη, συνέχισα κανονικά το δρόμο μου αμίλητη όπως πάντα το τελευταίο καιρό σα να μη συνέβη τίποτα και αυτό την εκνεύρισε, το έπαιξε θιγμένη ότι μισώ αυτή και το παιδί της και ότι πάνω που ήθελε να με ρωτήσει αν θα ήθελα να γίνω κουμπάρα της σαν κίνηση συμφιλίωσης.
Ακούς;
Κουμπάρα στο γάμο της με τον άντρα που αγαπούσα όσο τίποτα στον κόσμο!
Δε μίλησα και πάλι, τους άφησα να νομίζουν ότι είμαι αδύναμη, ένα μήνα μετά θα γινόταν ο γάμος τους για τον οποίο μιλούσε όλο το νησί, φυσικά εγώ ήμουν η κακομοίρα της κατάστασης και με κοιτούσαν όλοι με οίκτο αλλά δεν είχα πει τη τελευταία μου λέξη.
Τη μέρα του γάμου όλοι περίμεναν ότι θα ήμουν κανονικά στην εκκλησία σαν υπάκουο στρατιωτάκι να παριστάνω την ευτυχισμένη κουμπάρα και αδερφή, έτσι τους άφησα να πιστεύουν ότι θα πήγαινα μόνη στην εκκλησία πριν τη νύφη αλλά στην πραγματικότητα επέστρεψα στο πατρικό μου μπήκα από το παράθυρο που είχα αφήσει επίτηδες ανοιχτό, έβαλα καθημερινά ρούχα, έσκισα με ψαλίδι σε χιλιάδες κομμάτια το φόρεμα που τους είχα αφήσει να μου επιβάλλουν, πήρα της ήδη γεμάτες βαλίτσες μου που είχα κρύψει κάτω από το κρεβάτι, σταμάτησα ένα ταξί και άφησα οριστικά πίσω μου αυτή τη ζωή. Μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο πέταξα την κάρτα sim του κινητού μου και άλλαξα νούμερο, ενώ πρώτα έστειλα ένα μήνυμα σε όλους τους, τους γονείς μου, τη Στέλλα και τον Άγγελο που τους έλεγα να πάνε στον αγύριστο και εύχομαι να μη ξαναδώ πότε στη ζωή μου τις άθλιες υπάρξεις τους.>>
Είχε κότσια όφειλα να το παραδεχτώ, τη θαυμάσα για το θάρρος της εγώ δε γνώριζα αν θα μπορούσα να αντιδράσω κατά αυτόν τον τρόπο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top