Κεφάλαιο 2

Η Χριστίνα ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο εκμυστηρεύτηκα τον έρωτα μου για τον Φίλιππο και φάνηκε να θέλει να με βοηθήσει πραγματικά να τον κατακτήσω ή να τον ξεπεράσω, βέβαια είχε την περιέργεια να τον συναντήσει από κοντά και πως να μην την είχε, άλλωστε όλα τα κουτσομπολίστικα περιοδικά και site μιλούσαν για την απαράμιλλη γοητεία του, πολλές φορές με συμβούλεψε να γίνω εκδηλωτική και προκλητική μαζί του, το μότο της ήταν ότι:

«Αν στη ζωή δε διεκδικήσεις αυτό που θέλεις πώς θα το αποκτήσεις;»

και συχνά ανέφερε ότι θα έπρεπε να ήταν αυτή στη θέση μου αφού θα είχε ήδη καταφέρει να τον έχει στο κρεββάτι της, αυτό το σχόλιο δε μου άρεσε καθόλου, με πονούσε να φαντάζομαι τον Φίλιππο με κάποια άλλη πόσο μάλλον με τη μοναδική μου φίλη αλλά το προσπερνούσα χωρίς να το σχολιάσω ή να δείξω τη δυσαρέσκεια μου γιατί η Χριστίνα ήταν πολύ διαφορετική από μένα με μεγάλη αυτοπεποίθηση και θάρρος, δεν πίστευα ότι το έλεγε με κακία απλά ήθελε να με κάνει να δραστηριοποιηθώ ή ίσως έτσι ήθελα να πιστεύω.

Εμφανισιακά δεν ήταν άσχημη είχε καστανά μάτια και βαμμένα, κόκκινα μαλλιά, ίσια και μακριά μέχρι τη μέση της πλάτης της, συνήθιζε να φοράει κατακόκκινο κραγιόν για να πηγαίνει με τα μαλλιά της, η επιδερμίδα της ήταν λευκή και μερικές φακίδες φαινόντουσαν στα μάγουλα και τη μύτη της αν την παρατηρούσες κάτω από το make up που φορούσε συνήθως, ήταν αδύνατη και δε ξεπερνούσε το 1,60 αλλά ντυνόταν με στενά ρούχα που αναδείκνυαν τη σιλουέτα της και λάτρευε τα τακούνια, ακόμα και το πρωί στη σχολή θα φορούσε μποτάκια με χοντρό τακούνι ή το καλοκαίρι κάποια πλατφόρμα. Ο χαρακτήρας της ήταν αλέγκρος, παρορμητικός και διαχυτικός, πολλές φορές παραπάνω από όσο θεωρείται πρέπον με συνέπεια να γίνεται αντιπαθής και να την παρεξηγούν, είχε τη τάση να διεκδικεί αυτό που ήθελε με κάθε κόστος, ίσως αυτό το τελευταίο να ήταν ένας από τους λόγους που με προσέλκυσαν πάνω της και ξεκίνησα να κάνω παρέα μαζί της επιθυμούσα να μου μεταδώσει λίγο από αυτή της την αυτοπεποίθηση και τη ζωντάνια που τόσο έλειπαν από εμένα, ήταν σα να αλληλοσυμπληρώναμε η μία την άλλη, εγώ πιο προσγειωμένη και μεθοδική, οργανωτική και συμπαθής σε όλους, χαρακτηριστικά που έλειπαν από εκείνη.

Δεν ήταν ότι θεωρούσα τον εαυτό μου άσχημο ή κατώτερο από τους υπόλοιπους αλλά η ιστορία του δίχως ανταπόκριση έρωτα μου με τον Φίλιππο είχε κάνει την αυτοπεποίθηση μου να φτάσει στο ναδίρ της και έτσι ένα πρωινό που είδα άλλη μία πανέμορφη γυναίκα αναμαλλιασμένη και με τα παπούτσια στο χέρι να φανερώνουν τι προηγήθηκε το προηγούμενο βράδυ να φεύγει από την έπαυλη αποχαιρετώντας τον Φίλιππο με ένα τελευταίο, παθιασμένο φιλί πριν χαθεί για πάντα στο εσωτερικό του ταξί που είχε έρθει για να την πάρει μακριά, πήγα κλαίγοντας στη Χριστίνα και της είπα ότι θέλω επιτέλους να τον ξεπεράσω και να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς να πονάω συνεχώς για χάρη του εκείνη ανέλαβε αμέσως δράση, μου κανόνισε ραντεβού με έναν φίλο της.

Ο Σπύρος ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο βγήκα ραντεβού, ο πρώτος άντρας τον οποίο φίλησα και επίσης ο πρώτος άντρας τον οποίο παράτησα μετά από πέντε ραντεβού που δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Ήταν αποθαρρυντικό αλλά δε τα παράτησα έκανα κάποιες προσπάθειες ακόμα με έναν συμφοιτητή μου τον Μάκη καλό παιδί από επαρχεία και πολύ γλυκό άνθρωπο και τον ξάδερφο μίας συμφοιτήτριας μας της Μαρίας και στις δύο περιπτώσεις η κατάληξη ήταν απογοητευτική, κάποια φιλιά, κάποια αγγίγματα και μετά τραβιόμουν σα δαιμονισμένη, ένιωθα σα να τον πρόδιδα το ήξερα ότι ήταν τρελό να νιώθω κατ' αυτόν τον τρόπο για κάποιον που δε μου έδινε καμία σημασία και δεν είχε αφήσει ούτε θηλυκή γάτα χωρίς να τη μαγαρίσει αλλά ήταν βαθιά ριζωμένος μέσα μου. Μετά τη τελευταία μου απόπειρα που κατέληξε σε φιάσκο, με το ραντεβού μου να σηκώνεται να φεύγει αφού με σκυλοέβρισε και με αποκάλεσε ανοργιασμική παρθενοπιπίτσα που μετά από ένα μήνα σχέσης ήμουν ακόμα σφιγμένη και δε ήθελα να κάνω σεξ μαζί του, τα παράτησα. Δεν ήταν η λύση να το εκβιάζω πιέζοντας το, πρώτα χρειαζόταν να τον ξεπεράσω και να μην προσπαθώ να χρησιμοποιήσω άλλους ανθρώπους, δεν άξιζε ούτε σε εκείνους ούτε σε εμένα.

Σ' αυτό το διάστημα εκείνος είχε ξεκινήσει να εργάζεται στη ναυτιλιακή εταιρεία που άνηκε στην οικογένεια του εδώ και τέσσερις γεννιές, από τότε που την ίδρυσε ο προπάππους του καπετάν Νικόλας Αμιράς. Κάθε γεννιά φρόντιζε να βάζει το λιθαράκι της και να την επεκτείνει, φυσικά δε θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο Φίλιππος αφού από τότε που ξεκίνησε να εργάζεται εκεί είχε κλείσει σπουδαίες συμφωνίες και είχε εκτοξεύσει τον τζίρο της εταιρείας, ο πατέρας του ήταν πολύ περήφανος. Ο δε Φίλιππος δούλευε εξαντλητικά ωράρια για να αποδείξει την αξία του και τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε με τους φίλους του και κυρίως με αιθέριες υπάρξεις στο πλευρό του, αυτός ήταν και ο λόγος που τα περισσότερα βράδια έμενε σ' ένα πολυτελές οροφοδιαμέρισμα που διατηρούσε στον Πειραιά κοντά στη ναυτιλιακή, πλέον στο σπίτι ερχόταν κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Κάπως έτσι πέρασαν τα επόμενα πέντε χρόνια, εγώ ήμουν πια στα είκοσι τρία και εκείνος πλησίαζε στα τριάντα, είχα αποφοιτήσει από τη σχολή μου την προηγούμενη χρονιά με πολύ καλό βαθμό και κόντευα να τελειώσω το μεταπτυχιακό μου στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, παράλληλα εργαζόμουν σαν ασκούμενη του νομικού τμήματος στη ναυτιλιακή εταιρείας της οικογένειας Αμιρά.

Ο πατέρας μου Ανέστης Χατζής μεγάλωσε και εκείνος στην έπαυλη Αμιρά αφού ο παππούς μου Κώστας Χατζής είχε προσληφθεί ως κηπουρός πριν περίπου πενήντα χρόνια από τον παππού του Φίλιππου, Ανδρέα Αμιρά. Ο πατέρας μου υπήρξε καλός φίλος με τον κύριο Παύλο από τα παιδικά τους χρόνια γι' αυτό και όταν ενηλικιώθηκε παρέμεινε στο σπίτι ως σοφέρ της οικογένειας Αμιρά αφού τόσο ο κύριος Παύλος όσο και ο πατέρας του ο κύριος Ανδρέας δε ξεχνούσαν από που ξεκίνησε η οικογένεια τους και πάντα ήταν φιλικοί και ευγενικοί με το προσωπικό τους. Δε θα μπορούσα να πω το ίδιο και για τη σύζυγο του κύριο Παύλου, την κυρία Ελισσάβετ Λιβέρη γυναίκα όμορφη, μορφωμένη, εκλεπτυσμένη και πολύ σνόμπ, προερχόμενη από παλαιά, αριστοκρατική οικογένεια των Αθηνών με παράδοση στην πολιτική ζωή της χώρας θεωρούσε τους υπόλοιπους κατώτερους της, δυσανασχετούσε με την εγκαρδιότητα του συζύγου της προς τους υπαλλήλους του και φυσικά δεν άφηνε το μοναχογιό της Φίλιππο Αμιρά να πλησιάζει άτομα κατώτερης κοινωνικής τάξης. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν στο σπίτι της οικογένειας Αμιρά όταν η μητέρα μου Βασιλική Απέργη ήρθε να εργαστεί ως μαγείρισσα και έτσι μετά το γάμο τους παρέμειναν ως εργαζόμενοι στην έπαυλη όπου τους παραχώρησαν ένα μικρό σπιτάκι στον κήπο πενήντα τετραγωνικών για να στεγάσουν την οικογένεια τους.

Όταν αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο και άρχισα να ψάχνω για νομικό γραφείο προκειμένου να πραγματοποιήσω τη δεκαοχτάμηνη πρακτική μου άσκηση μέχρι να δώσω εξετάσεις στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών για να πάρω την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και παράλληλα με το μεταπτυχιακό μου, ο πατέρας μου μεσολάβησε στο φίλο του τον κύριο Παύλο για να με προσλάβει στη ναυτιλιακή ως ασκούμενη αρχικά και ίσως αργότερα ως κανονική δικηγόρος, πράγμα που δεν ενθουσίασε ούτε εμένα, ούτε τη μητέρα μου, ούτε την κυρία Ελισσάβετ. Εγώ γιατί είχα όνειρο την εισαγγελία και το ποινικό δίκαιο όχι τη νομική εκπροσώπηση εταιρειών, η μητέρα μου γιατί δεν ήθελε να υποχρεωνόμαστε περισσότερο στην οικογένεια Αμιρά ειδικά αφού έβλεπε τη συμπεριφορά της κυρίας Ελισσάβετ απέναντι μας και η κυρία Ελισσάβετ γιατί δε της άρεσε η φιλία του μπαμπά μου με τον άντρα της. Αυτή η δυσαρέσκεια της ήταν και η αφορμή που ο κύριος Παύλος δεν έγινε νονός μου όταν γεννήθηκα όσο και αν το ήθελε, η αλήθεια είναι πως όταν το έμαθα ήταν η μοναδική φορά που χάρηκα για τον υπεροπτικό χαρακτήρα της κυρίας Ελισσάβετ αφού αν γινόταν νονός μου ο κύριος Παύλος θα θεωρούμασταν πνευματικά αδέρφια με τον Φίλιππο και δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει κάτι μεταξύ μας, όχι ότι τώρα υπήρχε περίπτωση να γίνει, το είχα πάρει απόφαση. Στο τέλος υποχωρήσαμε όλοι και βρέθηκα ασκούμενη στη ναυτιλιακή εταιρεία Oceanworld Lines, τα πρωινά να φεύγω από την έπαυλη στη Γλυφάδα, με το μικρό χιλιομεταχειρισμένο smart μου που πήρα για δώρο από τους γονείς μου όταν πέρασα στη νομική για να μπορώ να μετακινούμαι στη σχολή, να πηγαίνω από το πανεπιστήμιο στου Ζωγράφου στη ναυτιλιακή που βρισκόταν στον Πειραιά ή και το αντίθετο και να επιστρέφω κατάκοπη το βράδυ στο σπίτι. Τουλάχιστον ο δικηγόρος που ήταν υπεύθυνος μου στην εταιρεία ήταν ένας υπέροχος κύριος στην ηλικία του μπαμπά μου που είχε τριάντα χρόνια προϋπηρεσία ήταν ευγενέστατος και μου μάθαινε πολλά πράγματα, δε με είχε μόνο για να φέρνω τους καφέδες αν και πιστεύω ότι σ' αυτό έπαιξε το ρόλο του και ο κύριος Παύλος που με έβαλε επίτηδες δίπλα στον πιο έμπειρο νομικό τους σύμβουλο.

Τον Φίλιππο τον έβλεπα σπάνια τόσο στην εταιρεία όσο και στο σπίτι, το νομικό τμήμα στεγαζόταν σε διαφορετικό όροφο από το γραφείο του αντιπροέδρου που ήταν η θέση που κατείχε πλέον, στο σπίτι ερχόταν μόνο τα Σαββατοκύριακα αφού τις καθημερινές έμενε στο διαμέρισμα του κοντά στην εταιρεία και φρόντιζα πάντα να εξαφανίζομαι ή να κρύβομαι στο δωματιο μου προφασιζόμενη ότι έχω διάβασμα όταν ήξερα ότι θα έρθει. Δε τον είχα ξεπεράσει και με τόσο τρέξιμο καθημερινά είχα παραμελήσει εντελώς την προσωπική μου ζωή αλλά είχα κατανοήσει πια ότι δεν υπήρχε ελπίδα μεταξύ μας και με την απουσία μου προσπαθούσα να προστατέψω την καρδιά μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top