Κεφάλαιο 17

Την επόμενη μέρα του γάμου φύγαμε για το ταξίδι του μέλιτος στο Μπαλί και ήταν υπέροχα, οι φανταστικές παραλίες με τα καταγάλανα νερά, η εκδρομή σε διάφορες πόλεις και στο Tanah Lot που είναι μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, τα εκπληκτικά τοπία, το ηλιοβασίλεμα να χάνεται μέσα στον Ωκεανό, τα λάτρεψα όλα και φυσικά τίποτα δε θα ήταν τόσο όμορφο αν δεν είχα δίπλα μου τον Φίλιππο που είχε βαλθεί να με ξεθεώσει με μαραθώνιο σεξ στη θάλασσα, πάνω στη χρυσή αμμουδιά και όπου αλλού έβρισκε ευκαιρία.

Όταν επιστρέψαμε μετά από μια βδομάδα είχαμε στις αποσκευές μας πολλές αναμνήσεις και ένα δύσκολο χειμώνα μπροστά μας να μας περιμένει αφού ξεκινούσαμε δυναμικά με τις υποχρεώσεις μας, εγώ με το μεταπτυχιακό και ο Φίλιππος με μία συγχώνευση που κυνηγούσε από καιρό. Ήταν λίγο αφότου γυρίσαμε από το ταξίδι του μέλιτος που μου το ξεφούρνισε.

<<Θέλω ένα παιδί μαζί σου μωρό μου!>>

Μου ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, δεν ήταν ότι δεν ήθελα παιδιά, ήθελα και πολύ μάλιστα ειδικά αφού θα ήταν του Φίλιππου και επειδή ήμουν μοναχοπαίδι ήθελα να κάνω τουλάχιστον δύο για να μη νιώθουν μοναξιά όπως εγώ μεγαλώνοντας, αλλά δεν ήθελα άμεσα δεν είχα κλείσει ούτε τα είκοσι πέντε, είχα ξεκινήσει μόλις το δεύτερο μεταπτυχιακό μου, τώρα έχτιζα σιγά σιγά ην καριέρα μου και ήθελα να χαρούμε τον έρωτα μας μόνοι μας για λίγο καιρό πριν αποκτήσουμε παιδιά. Ένιωθα ότι δεν ήξερα τί με περιμένει στην επόμενη γωνία με τον Φίλιππο, μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο είχαμε κάνει σχέση, είχαμε παντρευτεί και μιλούσαμε για παιδί.

<<Μωρό μου θέλω όσο τίποτα ένα δικό σου παιδί αλλά δε νομίζεις ότι είναι νωρίς; Άσε να περάσουν δυο τρία χρόνια και μετά δε θα σου κάνω μόνο ένα παιδί αλλά όσα θέλεις.>>

Θύμωσε με την απάντηση μου ήταν σαν ένα μεγάλο μωρό που αν δε του έκανες τα χατίρια πείσμωνε και σου κρατούσε μούτρα. Δεν είχε μάθει το όχι σαν απάντηση και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στη σχέση μας να πρέπει να κάνω εγώ μονίμως πίσω αλλά δε θα έκανα πίσω αυτή τη φορά.

<<Αλήθεια τώρα; Γιατί πρέπει να σε παρακαλάω κάθε φορά για το οτιδήποτε; Άλλες θα παρακαλούσαν να με έχουν και συ μου έκανες την δύσκολη για το γάμο, τώρα δε θέλεις παιδί, ίσως τελικά να μη με αγαπάς τόσο όσο λες. Ακόμα και τη μέρα του γάμου μας έτρεχες στις παραλίες επειδή είχε αμφιβολίες.>>

Με πλήγωσαν τα λόγια του, εγώ τον λάτρευα και του το έδειχνα με κάθε τρόπο. Δεν άντεξα και δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν από τα μάτια μου, με είχε πιάσει το παράπονο, τόσο τραγικό ήταν που ήθελα να περιμένουμε πριν κάνουμε παιδί; Πού ήθελα να ζήσουμε για λίγο οι δυο μας πριν μπει στη ζωή μας ένα μωρό που θα τα αλλάξει όλα; Ήταν και η δουλειά μου στη μέση, ήξερε πόση σημασία είχε για μένα.

<<Γιατί κάθε φορά πρέπει να το ρίχνεις εκεί; Σ' αγαπάω και το ξέρεις, δε σου είπα ότι δε θέλω παιδιά σου είπα να περιμένουμε δυο τρία χρόνια τόσο κακό είναι αυτό; Εσύ δε θέλεις να ζήσουμε λίγο τον έρωτα μας, δεν είμαστε μαζί ούτε χρόνο με βαρέθηκες τόσο γρήγορα που χρειάζεσαι παιδί;>>

Αν ήταν να γίνεται αυτός παράλογος θα γινόμουν και γω.

<<Επειδή ακριβώς νιώθω το ίδιο θέλω ένα μωρό δικό σου να ολοκληρώσει την ευτυχία μας και το θέλω τώρα που είμαι νέος να το χαρώ.>>

<<Και σε δυο τρία χρόνια δε θα είσαι νέος; Και σε τρία χρόνια να κάνουμε παιδί δε θα είσαι ούτε τριάντα πέντε, νεότατος δηλαδή και μια χαρά θα μπορείς να χαρείς το παιδί μας.>>

<<Καλά άστο κατάλαβα!>>

Και μ' αυτό έφυγε από το δωμάτιο και την έπαυλη, μετά το γάμο είχαμε μετακομίσει εκεί απόφαση του Φίλιππου και συμφώνησα αν και δε θα με χαλούσε να παραμέναμε στο διαμέρισμα οι δυο μας. Πέρασε κοντά μια βδομάδα που δεν είχε επιστρέψει στην έπαυλη, δε με είχε πάρει τηλέφωνο ούτε απαντούσε στα δικά μου, στην εταιρεία έβαζε τη γραμματέα του να μου λέει ότι έχει δουλειά και δεν ήταν διαθέσιμος και επιπλέον είχα τη μητέρα του να με κατηγορεί ότι είμαι εγωίστρια και τον διώχνω μακριά μου, ευτυχώς οι γονείς μου δεν ανακατεύονταν στα προσωοικά μου όσο και αν με έβλεπαν βυθισμένη στη θλίψη, μόνο με έπαιρναν αγκαλιά όταν έσπαγα και πλάνταζα στο κλάμμα. Κυκλοφορούσα σα το ζόμπι στο σπίτι, στη δουλειά, στο Πανεπιστήμιο και δε μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα, όλοι είχαν καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, ειδικά στη εταιρεία τα σχόλια πίσω από την πλάτη μου έδιναν και έπαιρναν για μένα την κακομοίρα που τελικά με παράτησε και ήταν θέμα χρόνου, δεν ήταν και διακριτικοί να προσέξουν αν ήμουν κάπου εκεί τριγύρω και τους άκουγα. Ώσπου ένα Σάββατο πρωί άλλαξαν όλα, αφού ήθελε να το πάμε έτσι δεν είχα καμία απολύτως αντίρρηση, σηκώθηκα από το κρεβάτι, ντύθηκα, στολίστηκα, έφτιαξα μια ωραία βαλιτσούλα με λίγα πράγματα και αφού φρόντισα να με δει η μητέρα του για να τον ενημερώσει έφυγα από το σπίτι.
Πήγα στο άδειο διαμέρισμα που μου είχαν αγοράσει οι δικοί μου, δεν είχα αποφασίσει ακόμα αν θα το νοικιάσω ή θα το κάνω γραφείο μου αργότερα, ευτυχώς είχε κάποια έπιπλα μέσα, μετά κάλεσα τους γονείς μου και τους μίλησα για να μην ανησυχούν και τέλος κανόνισα να πάω για καφέ και μετά για φαγητό με την Κατερίνα κάπου πολύ μακριά, έκλεισα μάλιστα το κινητό για να μη μου αποσπάσει τίποτα την προσοχή.

Κατά τις οχτώ το βράδυ πάρκαρα κάτω από το διαμέρισμα μου, είχα περάσει πολύ όμορφα αν και δε τον έβγαλα στιγμή από το μυαλό μου, έπρεπε όμως να μπουν κάποια όρια δε γινόταν με τον πρώτο καυγά να εξαφανίζεται, ούτε να περιμένει ότι θα υπακούω σε ότι διατάξει. Την ώρα που πήγαινα να ανοίξω την εξώπορτα της πολυκατοικίας ένα χέρι με τράβηξε βίαια από τον αγκώνα, όταν με γύρισε προς το μέρος του αντίκρισα τον Φίλιππο αν και το ήξερα ήδη πριν καν γυρίσω, πάντα τον ένιωθα όταν ήταν κοντά μου.

<<Τί νομίζεις ότι κάνεις; Σηκώθηκες έφυγες από το σπίτι, εξαφανίστηκες όλη μέρα, έκλεισες και το κινητό, σε ψάχνω όλη μέρα το ξέρεις; Πού ήσουν και με ποιον;>>

Το ύφος του επιθετικό και τα μάτια του πετούσαν φωτιές αλλά ούτε για μια στιγμή δεν ανέφερε ότι ανησύχησε για μένα. Δεν ήταν διατεθειμένος να ζητήσει συγγνώμη ή να πει ότι του έλειψα αλλά ούτε και γω γιατί δεν έφταιξα σε κάτι, εκείνος το τράβηξε στα άκρα.

<<Μπα σε ένοιαξε; Μια βδομάδα έχεις φύγει από το σπίτι, δε σηκώνεις τα τηλέφωνα, με αποφεύγεις στην εταιρεία και τώρα ενδιαφέρθηκες;>>

<<Δε θα ξαναρωτήσω, πού ήσουν και με ποιον;>>

<<Εσύ που ήσουν μια βδομάδα;>>

<<Στο διαμέρισμα μας, σειρά σου τώρα.>>

<<Ξέρεις όταν παντρευτήκαμε και μετακομίσουμε στην έπαυλη έγινε εκείνη σπίτι μας όχι το διαμέρισμα πια, άρα δεν είναι διαμέρισμα μας αλλά διαμέρισμα σου αφού έμενες μόνος σου εκεί. Και πέρασα δύο φορές αργά το βράδυ και δε σε βρήκα άρα... ;>>

<<Το ξέρω ότι πέρασες το είδα από την ειδοποίηση στο κινητό, τα βράδια έβγαινα για ποτό με τον Πάρη για να ξεχαστώ.>>

<<Ωραία και τί θες τώρα από μένα;>>

<<Εσένα μωρό μου! Το ξέρω ότι δε το αξίζω και ότι είμαι ανεκδιήγητος αλλά όταν έμαθα από τη μητέρα μου ότι έφυγες με βαλίτσα από το σπίτι τρελάθηκα στη σκέψη ότι σε χάνω. Σε έπαιρνα όλη μέρα τηλέφωνο και ήταν κλειστό, έχω έρθει από το μεσημέρι εδώ χτύπησα το κουδούνι σου και όταν δεν άνοιξες αποφάσισα να σε περιμένω μέχρι να γυρίσεις όσες ώρες και αν χρειαστεί.>>

Πήγα και τον αγκάλιασα δε μπορούσα να τον βλέπω αναστατωμένο, ένωσα το μέτωπο μου με το δικό του και κοιτώντας τον στα μάτια του είπα τη δική μου αλήθεια.

<<Άρα τώρα ξέρεις πως ένιωθα όλες αυτές τις μέρες που ήσουν εξαφανισμένος. Με την Κατερίνα ήμουν πήγαμε για φαγητό και καφέ στο Μαραθώνα ήθελα να ξεσκάσω σε λίγο.>>

<<Ουφ δε ξέρεις πόσο ανακουφισμένος αισθάνομαι! Συγγνώμη για όλα, έχεις δίκιο είναι νωρίς να κάνουμε σχέδια για μωρό όταν είναι θα έρθει μόνο του.>>

<<Δε θέλω να τσακωνόμαστε και να κοιμόμαστε χώριατα το μισώ.>>

<<Και γω μωρό μου, δε θα γίνει ποτέ ξανά. Πάμε τώρα για λίγο πάνω; Έχω να σε νιώσω μια βδομάδα και κοντεύω να τρελαθώ, χρειάζομαι απελπισμένα να μπω μέσα σου.>>

<<Πάμε το θέλω και γω πολύ, μου έλειψες.>>

Κάπως έτσι έληξε ο πρώτος μεγάλος μας καυγάς, πάντα ήταν υπερβολικά καλός με τα λόγια, ικανός να σε πείσει για τα πάντα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top