Κεφάλαιο 1
Ο έρωτας μου για εκείνον δεν ήταν κάτι αυθόρμητο και ανώριμο, δεν υπήρξε ένα εφήμερο συναίσθημα που εμφανίστηκε στα ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά θα εξαφανιζόταν μία ωραία ημέρα, δε ξύπνησα ένα πρωί και αποφάσισα ότι είναι ο λόγος ολόκληρης της ύπαρξης μου, η πρώτη και η τελευταία μου σκέψη, η ανάσα μου η ίδια. Ο έρωτας μου, η αγάπη μου, το πάθος μου για αυτό τον άνδρα χτίστηκε χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, λεπτό με το λεπτό για χρόνια ολόκληρα και ήταν απόλυτος, σαρωτικός και ολέθριος.
Δε νομίζω να είμαι σε θέση να προσδιορίσω με σιγουριά πότε ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του, από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου παραμόνευα στις σκιές πίσω από δέντρα, κουρτίνες και κλειστές πόρτες για να τον δω μέσα από χαραμάδες ή για λίγο από μακριά, να ακούσω στιγμιαία τη φωνή του, να αισθανθώ την παρουσία του κοντά μου έστω και κατ' αυτό τον τρόπο, για αρκετά χρόνια μου έφτανε να τον παρατηρώ από απόσταση και ήμουν ευτυχισμένη μόνο με αυτό μέχρι που πλέον δεν ήμουν, δε μου έφτανε πια να ζω μόνη μου έναν ανεκπλήρωτο δίχως ανταπόκριση έρωτα, αποζητούσα κι άλλα από εκείνον εκτός από το να υπάρχει απλά, χρειαζόμουν να με προσέξει να νιώσει και εκείνος πράγματα για μένα. Καθημερινά έπρεπε να μυρίσω το άρωμα του, να πάρω τη δόση μου από την παρουσία του σαν εξαρτημένη από το πιο εθιστικό ναρκωτικό που υπάρχει, γιατί ο έρωτας είναι ένα είδος ναρκωτικού που μπορεί να σου δημιουργήσει τέτοια έξαψη που σε κάνει να νιώθεις ότι έχεις τη δύναμη να κατακτήσεις τον κόσμο, να ξεχάσεις τα πάντα και τους πάντες γύρω σου και να ονειρευτείς ότι βρίσκεσαι σ' έναν επίγειο παράδεισο φτιαγμένο μόνο για τους δυο σας, να μη βλέπεις μπροστά σου τίποτα άλλο παρά μόνο το πρόσωπο που σου εγείρει αυτό το συναίσθημα, φυσικά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος αυτή της στέρησης και της απώλειας που όταν δεν έχεις ή χάσεις το αντικείμενο του έρωτα σου νιώθεις να πονάει όλο σου το κορμί, φλέγεσαι από την έλλειψη του και είσαι ικανή να κάνεις οτιδήποτε για να το αποκτήσεις. Αλλά ακόμα και έτσι μπορείς να επιβιώσεις, μετά βίας αλλά μπορείς, ελπίζεις να το ξεπεράσεις μακροπρόθεσμα, πονάς αναθεματισμένα πολύ αλλά το παλεύεις, προσπαθείς να ανταπεξέλθεις λίγο περισσότερο κάθε μέρα ώσπου κάποια στιγμή να πάψεις να πονάς ή έστω να μάθεις να ζεις με τον πόνο, έχεις αυτή την πολυτέλεια γιατί δεν έχεις ζήσει το χειρότερο απ' όλα την προδοσία, γιατί όταν τη βιώσεις γίνεσαι ένας άλλος άνθρωπος, χάνεις την εμπιστοσύνη σου στο ανθρώπινο είδος, αλλάζεις σταδιακά σε κάτι που δεν αναγνωρίζεις και δε σου αρέσει αλλά δεν έχεις τη δύναμη να του αντισταθείς από το να σε καταβάλλει, μετατρέπεσαι σ' ένα τέρας δίχως συνείδηση και αισθήματα, είσαι πλέον ένα πικρόχολο, εκδικητικό πλάσμα με μόνο σκοπό να σπείρεις τη δυστυχία, δε μπορείς να ξεχάσεις και κυρίως δε θέλεις να ξεχάσεις για να μην αφεθείς ξανά, δεν αφήνεις να σε πλησιάσει κανένας αρκετά υψώνεις τοίχους που απομακρύνει ακόμα και τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους, εκείνους που σε νοιάζονται και σ' αγαπούν. Λοιπόν ναι ας το παραδεχτούμε επιτέλους ο έρωτας είναι ένα ναρκωτικό και μάλιστα πολύ ισχυρό που έχει τη δύναμη να σε καταστρέψει συθέμελα.
Ομολογώ ότι ο Φίλιππος Αμιράς ήταν το δικό μου προσωπικό ναρκωτικό, ήταν όλος μου ο κόσμος, το κέντρο του σύμπαντος μου και ποτέ δε τον πρόδωσα ούτε με το κορμί μου, ούτε με τη σκέψη μου ακόμα και αν εκείνος αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη μου για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τον παρακολουθούσα μόλις λίγα μέτρα μακριά μου και ήθελα να γευτώ τα χείλη του για να σβήσω τη δίψα που μου δημιουργούταν κάθε φορά που τον αντίκρυζα, να τρέξω στην αγκαλιά του να χωθώ μέσα της και να μη βγω ποτέ από εκεί, να χαθώ στην δική μου Εδέμ αλλά αυτό δε γινόταν ποτέ αφού αυτή η αγκαλιά φιλοξενούσε συνεχώς άλλες γυναίκες κάνοντας την εύθραυστη καρδιά μου να σπάει σε χιλιάδες κομματάκια. Όταν ήμουν πια γυναίκα και όχι ένα παιδί στα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα έφτασα άπειρες φορές στα όρια μου και σκέφτηκα να τον αντιμετωπίσω πρόσωπο με πρόσωπο για να του εξομολογηθώ τον έρωτα μου, σχεδόν κάθε βράδυ έπαιζα την ίδια σκηνή στον ύπνο μου και άλλοτε το όνειρο μου μετατρεπόταν στο πιο ευτυχισμένο που θα μπορούσα να δω ποτέ μου με την αντίδραση του να με εκπλήσσει αφού μου παραδεχόταν και εκείνος ήταν εξίσου ερωτευμένος μαζί μου αλλά ντρεπόταν να με πλησιάσει, κάνοντας με την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο και άλλοτε το όνειρο μου μετατρεπόταν σε εφιάλτη με εκείνον να με απορρίπτει, να με χλευάζει για την αφέλεια μου να πιστεύω ότι θα γύριζε ποτέ να με κοιτάξει και στο τέλος να φεύγει γελώντας αγκαλιά με μία άλλη γυναίκα. Αυτός ο εφιάλτης ήταν που με απέτρεπε από την προοπτική να τον πλησιάσω, φοβόμουν να μάθω τη δική του αλήθεια γιατί αν δεν ήταν αυτή που ευχόμουν θα πέθαινα μέσα μου, δε θα είχα το θάρρος να συνεχίσω να ζω σ' αυτό το σπίτι και δεν είχα που αλλού να πάω, γιατί σπίτι μου ήταν όπου βρισκόταν εκείνος.
Εγώ και ο Φίλιππος μεγαλώσαμε σχεδόν στο ίδιο σπίτι, εκείνος στην έπαυλη και γω μαζί με τους γονείς μου στο σπιτάκι του κήπου που μας είχε παραχωρηθεί και το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν είχα καμία ελπίδα να ξεφύγω από τα μάγια που μου έκανε από τη μέρα που γεννήθηκα δημιουργώντας έναν άρρηκτο, παντοδύναμο δεσμό μαζί του, μπορεί όσο μεγαλώναμε να μη μου επιτρεπόταν να βρίσκομαι πολύ κοντά του όντας εκείνος ο γιος των αφεντικών και εγώ απλώς η κόρη του σοφέρ και της μαγείρισσας αλλά έβρισκα τον τρόπο να τον πλησιάσω πάντα στα αυστηρά, επιτρεπτά όρια που μου επέβαλαν. Ο Φίλιππος ήταν 6,5 χρόνια μεγαλύτερος μου και με θεωρούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων το ενοχλητικό, φτωχό νιάνιαρο που τον περιτριγύριζε και δε ήξερε ούτε το όνομα μου, στη χειρότερη δεν είχε αντιληφθεί καν ότι ζω σ' αυτό το σπίτι, όταν μάλιστα μπήκε στην εφηβεία ακόμα και αν γνώριζε την ύπαρξη μου τη λησμόνησε εντελώς. Πάντα ήταν ένα πολύ κοινωνικό άτομο, με μία παρουσία που δεν άφηνε κανέναν ανεπηρέαστο, σε όποιον χώρο και αν βρισκόταν μπορούσες να νιώσεις την έλξη που ασκούσε σε όλους τους παρευρισκόμενους, ήταν σα τον λαμπερό ήλιο που οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω του, ακόμα και σαν παιδί είχε μία επιβλητική παρουσία που μεγαλώνοντας οξύνθηκε σε υπερθετικό βαθμό, στην εφηβεία το όμορφο παιδικό του πρόσωπο άλλαξε σε ένα γοητευτικότατο σχεδόν αντρικό παρουσιαστικό που έκανε τις γυναίκες να παραληρούν στο πέρασμα του και εκείνον να το απολαμβάνει και να το εκμεταλλεύεται στο έπακρον, ξεκίνησε να φλερτάρει ασύστολα και να φέρνει αναρίθμητα κορίτσια στο σπίτι και εγώ με το αθώο, παιδικό μυαλό μου δε μπορούσα να καταλάβω γιατί το έβρισκα τόσο ενοχλητικό και απωθητικό όλο αυτό, έπεισα τον εαυτό μου ότι έφταιγε το ότι έχανα τη μοναδική μου παρέα στο σπίτι, τί και αν δεν είχε προσπαθήσει να με πλησιάσει ποτέ για να παίξει μαζί μου ή έστω να μου δώσει κάποια ένδειξη ότι με συμπαθεί; Εγώ πίστευα ότι είχα κάποιο αρχέγονο δικαίωμα πάνω του αφού τον γνώριζα όλη μου τη ζωή και ζούσαμε σχεδόν μαζί. Τα επόμενα χρόνια κατάλαβα ότι όλα αυτά που μου συνέβαιναν κάθε φορά που τον έβλεπα με τις πεταλούδες στο στομάχι, το έντονο χτυποκάρδι στην καρδιά, την ανατριχίλα που διαπερνούσε το κορμί μου και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκώνονται, τη θερμοκρασία του σώματος μου που ανέβαινε κατακόρυφα και τις παλάμες μου να ιδρώνουν δεν ήταν συμπτώματα φιλικών συναισθημάτων, ήταν κάτι πολύ βαθύτερο και αυτή η συνειδητοποίηση με συγκλόνισε, πλέον η ντροπή με είχε κατακλύσει και κρυβόμουν ακόμα περισσότερο όταν τύχαινε να βρεθεί στον ίδιο χώρο με μένα, ζήλευα τις φιλενάδες του αλλά με όλη την παιδικότητα που με διακατείχε σε εκείνη την ηλικία όχι με το μοχθηρότητα και το σκοτάδι που συνήθως συνοδεύει αυτό το συναίσθημα μεγαλώνοντας.
Θυμάμαι ακόμα τη χειρότερη μέρα της ζωής μου, ήταν αρχές Ιούλιου και έκανε αφόρητη ζέστη μόλις είχαν βγει οι βαθμολογίες από τις πανελλήνιες που είχε δώσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα, μετά από πολύ διάβασμα και κόπο είχε καταφέρει να γράψει αρκετά καλά και ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα περνούσε στη σχολή που ήταν η πρώτη του επιλογή, Ναυτιλιακά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά για να μπορέσει να αναλάβει μία ημέρα την οικογενειακή επιχείρηση αλλά δε τον ικανοποιούσε το επίπεδο της σχολής και όπως είπε στον πατέρα του τον κύριο Παύλο του απέδειξε ότι ήταν ικανός να περάσει σε όποια σχολή το έβαζε σκοπό αλλά δεν ήθελε να μείνει Ελλάδα, προτιμούσε να σπουδάσει ναυτιλιακά στο Λονδίνο τον ιδανικό προορισμό για αυτό το αντικείμενο σπουδών, κάθε μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία που σέβεται τον εαυτό της είχε γραφεία εκεί, είχε αναχθεί στην Μέκκα των πλοιοκτητών. Εγώ που το άκουσα αυτό κρυμμένη πίσω από την κλειστή πόρτα της κουζίνας ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα, ένιωθα να βυθίζομαι στην απελπισία, έτρεμα από τη σκέψη της μελλοντικής απουσίας του ήταν σα να κρύωνα, τι και αν έξω η θερμοκρασία είχε αγγίξει τους 39 βαθμούς, δεν ήμουν ούτε δεκατριών χρονών ακόμα αλλά είχα μπει στην προεφηβεία και είχα ξεκινήσει να τα νιώθω όλα εντονότερα, τα αισθήματα μου είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται τόσο που σε λίγο θα με έπνιγαν.
Τα επόμενα έξι χρόνια πέρασαν με εμένα να αφοσιώνομαι στο σχολείο και το διάβασμα διαφόρων αναγνωρισμένων βιβλίων, σκεφτόμουν ότι αν ποτέ με πρόσεχε θα ήθελα να τον κάνω περήφανο με τις γνώσεις και τις επιδόσεις μου, να καταλάβει ότι αξίζω να με γνωρίσει και να με ερωτευτεί, ότι είμαι άξια να σταθώ δίπλα του και δε θα τον έκανα ρεζίλι στον κύκλο του, πέρα από το αδιάκοπο διάβασμα τον υπόλοιπο καιρό αδημονούσα για τις γιορτές προκειμένου να επιστρέψει αυτές τις λιγοστές ημέρες στο σπίτι του για να τον δω πάλι έστω και από μακριά, όταν κάποιες φορές πήγαινε διακοπές με τους φίλους του και δεν ερχόταν Ελλάδα ή τον επισκέπτονταν οι γονείς του να τον δουν στο Λονδίνο περνούσα μαύρες γιορτές, βυθισμένη στην κατήφεια. Ήταν και πάλι καλοκαίρι λίγα χρόνια αργότερα όταν άκουσα τον μπαμπά μου να λέει ότι ο μικρός κύριος Αμιράς τελείωσε με το μεταπτυχιακό του και θα επέστρεφε επιτέλους μόνιμα στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί και να αναλάβει καθήκοντα στη ναυτιλιακή εταιρεία της οικογένειας Αμιρά μαζί με τον πατέρα του, αυτή ήταν η ομορφότερη μέρα της ζωής μου, τί και αν λίγες μέρες νωρίτερα είχαν βγει τα αποτελέσματα των δικών μου πανελληνίων και μετά από πολλά ξενύχτια και κόπους είχα περάσει στη σχολή των ονείρων μου τη Νομική Αθηνών, σίγουρα η μέρα που έμαθα ότι επιτέλους επιστρέφει και θα μπορώ να τον έχω ξανά κοντά μου, να τον βλέπω, να τον μυρίζω, να τον αισθάνομαι ήταν η πιο ευτυχισμένη, αλλά τότε δεν ήξερα, τίποτα δεν ήξερα, ήμουν μία μικρή, ανίδεη ονειροπόλα που πίστευε σε πρίγκιπες και παραμύθια!
Με την πολυπόθητη επιστροφή του Φίλιππου στα πάτρια εδάφη ξεκίνησε στην έπαυλη και η επέλαση των μοντέλων, των ηθοποιών και όλων των απανταχού ανορεξικών γυναικών της εγχώριας σόου μπίζ, κάθε βδομάδα και κάποια καινούργια σχέση για εκείνον και μία καινούργια μαχαιριά στην καρδιά για εμένα, κάπου εκεί ήταν που είπα φτάνει, αποφάσισα ότι πρέπει να προσπαθήσω να προχωρήσω τη ζωή μου, να τον ξεπεράσω επιτέλους, δε γινόταν να είμαι κολλημένη μαζί του επ' άπειρον, δεν ήταν υγιές έτσι ή θα πήγαινα σε ψυχολόγο κάτι ακατόρθωτο αφού δεν είχα δικά μου λεφτά και ούτε μπορούσα να ζητήσω από τους γονείς μου, που με συντηρούσαν ακόμα, για κάτι τέτοιο χωρίς να πρέπει πρώτα να τους εξομολογηθώ το ένοχο μυστικό μου ή θα έβγαινα ραντεβού με κάποιον άλλον με ότι αυτό συνεπάγεται. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα διανοηθεί να επιχειρήσω κάτι τέτοιο, δεν ήμουν απλά παρθένα ούτε το πρώτο μου φιλί δεν είχα δώσει ακόμα αφού το κρατούσα για εκείνον, όλα και πάντα για εκείνον, χρόνια φανταζόμουν ότι θα ήταν μαγευτικό το πρώτο μου φιλί μαζί του άλλα κάποια στιγμή έπρεπε επιτέλους να ξεφύγω από την εμμονή μου που άκουγε στο όνομα Φίλιππος Αμιράς.
Το πρώτο εξάμηνο στη σχολή είχε ξεκινήσει πριν κάποιους μήνες και εγώ για πρώτη φορά ένιωθα ότι είχα επιτέλους αποκτήσει μία πραγματική φίλη. Δε μπορώ να πω ότι ήμουν εσωστρεφής ή υπερβολικά ντροπαλή αλλά μεγαλώνοντας σε μία γειτονιά με βίλες και πηγαίνοντας αναγκαστικά σε ένα σχολείο με γόνους ευπόρων οικογενειών δεν ήταν εύκολο να αποκτήσω αληθινές φιλίες, το σχολείο μου μπορεί να ήταν δημόσιο αλλά δεν ήταν σαν αυτά που έχει συνηθίσει να βλέπει ο κόσμος όταν ακούει δημόσιο σχολείο με τα απεριποίητα κτίρια και τα γκράφιτι, ήταν ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα αντάξιο της περιοχής στην οποία βρισκόταν, ο δήμος φρόντιζε να υπάρχει μέχρι και κηπουρός για να φροντίζει έναν μικρό χώρο με γρασίδι περιμετρικά της εισόδου, αίθουσες και διάδρομοι άστραφταν από καθαριότητα, το γυμναστήριο ήταν γεμάτο με ολοκαίνουργιο εξοπλισμό διαφόρων αθλημάτων, μέχρι και γήπεδο τένις ειχαμε, η βιβλιοθήκη ήταν γεμάτη με βιβλία σε άριστη κατάσταση, ενώ τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα διακοσμούσαν τις αίθουσες διδασκαλίας με προτζέκτορες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, απόρροια δωρεών πλουσίων αποφοίτων. Σε ένα τέτοιο σχολείο δε μπορεί παρά να φιλοξενούσε μαθητές που φορούσαν τη τελευταία λέξη της μόδας, κατέφθαναν με σοφέρ σε πανάκριβα αυτοκίνητα και ο πλούτος φώναζε από μακριά πάνω τους, κάτι που δε συνέβαινε με εμένα, δε ντρεπόμουν για την καταγωγή μου αλλά δε θα μπορούσα ποτέ να έχω μία ουσιαστική σχέση με κάποιον από αυτούς, δεν είχαμε κοινά ενδιαφέροντα ούτε ήταν εύκολο να με καταλάβουν όταν είχαμε τόσο διαφορετικό υπόβαθρο, όταν αυτοί πήγαιναν για Χριστούγεννα στα οικογενειακά τους σαλέ στην Ελβετία εγώ έμενα στην Αθήνα να βοηθήσω τη μαμά μου και τις υπηρέτριες με τις προετοιμασίες του Πρωτοχρονιάτικου πάρτυ της οικογένειας Αμιρά, όταν αυτοί κανόνιζαν εξορμήσεις τα Σαββατοκύριακα σε διάφορους προορισμούς εγώ δεν είχα τα χρήματα να ακολουθήσω ούτε για μονοήμερη μέχρι το Ναύπλιο και επιπροσθέτως έπρεπε να καταβάλω υπερπροσπάθεια και να διαβάζω νυχθημερόν για τις Πανελλήνιες αφού δε θα μπορούσε η οικογένεια μου να με στείλει να σπουδάσω σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο αν αποτύγχανα. Κάποιες λιγοστές παρέες που είχα έμεναν στα στενά όρια του σχολικού συγκροτήματος την ώρα των διαλειμμάτων και ήταν κυρίως για να τους βοηθάω με σημειώσεις, εργασίες και να συζητάμε ασφαλή θέματα όπως μουσική και σειρές που βλέπαμε στο Netflix, δε θα μπορούσαν ποτέ να εξελιχθούν σε κάτι βαθύτερο γι' αυτό χάρηκα όταν τις πρώτες μέρες στη σχολή γνώρισα τη Χριστίνα και δέσαμε αμέσως, ήταν μία κοπέλα που προερχόταν από την ίδια κοινωνική τάξη με εμένα και μπορούσε να καταλάβει τις καθημερινές μου έγνοιες, τις ανησυχίες μου για τη σχολή, τα μαθήματα, το μέλλον, την επαγγελματική μας αποκατάσταση, τα έξοδα, τη ζωή την ίδια. Δεν προερχόταν από οικογένεια με λεφτά αντιθέτως ήταν παιδί χωρισμένων γονιών με μία μικρότερη αδερφή που πήγαινε ακόμα στο γυμνάσιο εκείνη την εποχή, ο πατέρας της εργαζόταν σα λογιστής και η μητέρα της γραμματέας σε οφθαλμιατρείο, πίστευα ότι θα μπορούσε να με νιώσει σχεδόν όλους τους τομείς και να γίνει η πρώτη μου αληθινή φίλη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top