Θεία Ελβίρα
Author pov:
Η κοπέλα κοιτάζει την γυναίκα λυπημένη.
Από την μέρα που έχει έρθει είναι σαν χαμένη.
Περιφέρεται μόνη της ανάμεσα στους άσπρους τοίχους του γηροκομείου λέγοντας, ή μάλλον μουρμουρίζοντας μόνο ένα όνομα.
Λυδία.
Κανείς δεν ξέρει ποιανού είναι αυτό το νόημα και γιατί αυτή η γυναίκα το επαναλαμβάνει συνέχεια.
Κανείς εκτός από εκείνη.
Η κόρη της ανήψιας μου.
Της κοπέλας που την είχα σαν κόρη μου.
Αυτό το κοριτσάκι είναι κάτι σαν την εγγονούλα μου.
Η μεγάλη γυναίκα σηκώνεται από την καρέκλα της και πηγαίνει προς την βιβλιοθήκη.
Φτάνει εκεί και παίρνει στα χέρια της την φωτογραφία.
Την φωτογραφία της.
Ή μάλλον τους.
Των τριών τους.
Πόσο ερωτευμένοι ήταν ο Σήφης και η Άλκηστις της.
Δεν έχει δει πιο ερωτευμένο ζευγάρι.
Βέβαια η Δέσποινα και ο Αναστάσιος Παπαχρήστου δεν μπορούσαν να αφήσουν την κόρη τους να κακοπέσει με έναν δασκαλάκο.
Οπότε άρχισαν τα προξενειά.
Κάτι το οποίο εξόργισε τον Σήφη.
Αλλά και την Άλκηστις.
Οι ζήλιες, οι παρεξηγήσεις αλλά και οι εμπλοκές των γονέων της ευκατάστατης κοπέλας έφεραν την σχέση τους αρκετές φορές σε αδιέξοδο και στα πρόθυρα χωρισμού.
Αλλά η θεία Ελβίρα πάντα τους βοηθούσε να τα βρούνε.
Ο έρωτας τους άντεξε.
Και ένα παιδί γεννήθηκε.
Η όμορφη Λυδία.
Η Ελβίρα την πρόσεχε σαν εγγονή της.
Όλοι τους ήταν ευτυχισμένοι.
Μέχρι που ήρθε εκείνη η τραγική μέρα.
Βγήκαν έξω.
Και μάλωσαν άσχημα.
Σταμάτησαν στην άκρη ενός δρόμου για να μιλήσουν.
Δεν ήθελαν η θεία και το παιδί τους να τους δουν έτσι.
Καθώς, μετά από μια έντονη συζήτηση, τα βρήκαν, αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Στον δρόμο όμως τράκαραν.
Ένας ασυνείδητος, μεθυσμένος οδηγός τους τράκαρε.
Κανένας δεν επέζησε.
Ο Ελευθέριος και η Κλάρα κατάφερνα να πάρουν την επιμέλεια του παιδιού και να κλείσουν την Ελβίρα σε γηροκομείο αν και νεότατη ακόμη.
Με τα λεφτά όμως τα πάντα γίνονται.
Ή τουλάχιστον σχεδόν τα πάντα.
Γιατί η αγάπη, η αφοσίωση, η ειλικρίνεια, ο σεβασμός, ο έρωτας και πολλές άλλες ηθικές, πνευματικές και συναισθηματικές αξίες πνίγονται μέσα στα πλούτη.
Κάτι το οποίο ποτέ δεν κατάλαβαν η αδελφή της, ο γαμπρός της, ο ανιψιός της και η νύφη της.
Μόνο η 'κόρη' της έβαζε κάποια πράγματα πάνω από τα λεφτά.
Ποτέ δεν τα είχε σε εκτίμηση.
Πάντα επέλεγε να κάνει μια πιο απλή ζωή η οποία δεν είχε καμία σχέση με αυτήν της υπόλοιπης οικογένειας της.
Στα δεκαοχτώ της μετακόμισε στην θεία της σε μια λαϊκή περιοχή της Αθήνας.
Δούλευε σε ένα βραδινό μαγαζί ως σερβιτόρα ενώ το πρωί σπούδαζε.
Μετά από τρία χρόνια γνώρισε τον Σήφη.
Τον νέο τριαντάχρονο δάσκαλο που ήρθε να διδάξει στα παιδιά του λυκείου μαθηματικά.
Απαίσιο μάθημα.
Τα ακριβή λόγια της ανιψιάς της ήταν ανήψιας της ήταν τα εξής...
"Μπορεί αυτά που διδάσκει να είναι κινέζικα αλλά αυτό το χαμόγελο του με κάνει τα μετράω τις πεταλούδες που δημιουργούνται στο στομάχι μου."
Η μεγάλη γυναίκα χαμογέλασε σε αυτήν την ανάμνηση.
Αχ Άλκηστις μου. Μακάρι να είσαι καλά κορίτσι μου.
Σκέφτηκε η γυναίκα και έβγαλε το πρόσωπο της στο παράθυρο του αποπνικτικού δωματίου της.
Ξαφνικά ένα αεράκι φύσηξε και ένας ψήθυρος έφτασε στα αυτιά της Ελβίρας.
Είμαι καλά θεία μου! Να προσέχεις το κοριτσάκι μου...
Η μεγάλη γυναίκα χαμογέλασε.
Δεν ήξερε αν είναι η ιδέα της ή τρελάθηκε.
Όμως της άρεσε.
Και χάρηκε.
Θα δει ξανά την Λυδία.
Το ξέρει.
Απλά χρειάζεται υπομονή.
Λυδία pov:
"Είσαι καλά;" Ρωτάω την Ελπίδα καθώς εκείνη ξαπλώνει πάνω μου κι εγώ παίζω με τα μαλλιά της.
Έφαγε πολύ παγωτό η καημένη και τώρα της πονάει το στομάχι.
"Καλά είμαι. Αλλά δεν έπρεπε να φάω τόσο πολύ." Μου λέει και της χαμογελάω.
"Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι παν μέτρον άριστον." Λέω και με κοιτάζει με απορία.
Την ώρα που πάω να της εξηγήσω χτυπάει το κινητό μου.
Άγνωστο.
Περίεργο.
"Παρακαλώ;" Απαντάω μόλις το σηκώσω.
"Έλα Λυδία ο Ανδρέας είμαι." Μου λέει και ξαφνιάζομαι.
Όχι δεν θυμώνω.
Χάρη μου έκανε που με απάτησε.
Γιατί αλλιώς θα νόμιζα πως ήμουν ακόμη ερωτευμένη μαζί του.
Δεν ήμουν.
Και εξάλλου χάρη σε αυτόν γνώρισα την Ελπίδα μου.
"Τι θέλεις Ανδρέα;" Τον ρωτάω και το βλέμμα της μικρής πέφτει πάνω μου.
"Να μιλήσουμε μόνο. Από κοντά." Μου λέει και το σκέφτομαι. "Δώσε μου μόνο δέκα λεπτά. Πίστεψε με θα αξίζει."
"Καλά. Που και πότε;" Τον ρωτάω.
"Στο ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας. Είμαι εδώ με την μικρή μου αδελφή και δεν μπορώ να την αφήσω μόνη." Μου απαντάει και κοιτάζω την Ελπίδα.
"Εντάξει. Αλλά δεν θα έρθω μόνη μου."
______________________________________
Γεια σας παιδιά!
Τι κάνετε;
Ελπίζω να είστε καλά.
Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Αυτήν την φορά είδαμε την θεία Ελβίρα.
Πως σας φάνηκε;
Έπειτα είδαμε πολύ γενικά πως ήταν η σχέση των αληθινών γονιών της Λυδίας.
Θέλετε να δείτε πιο συγκεκριμένα;
Σε κάποια ανάμνηση ίσως;
Τα λέμε σύντομα μπάιι!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top