Η ιστορία της
Lydia pov:
"Έλα τώρα Ελπίδα μου μην κλαις." Της λέω καθώς χαϊδεύω την πλάτη της.
Πάλι είδε εφιάλτη.
Ξύπνησε μέσα στην νύχτα και άρχισε να τσιρίζει.
Εγώ δεν ήμουν εδώ.
Τα παιδιά μας πήραν τηλέφωνο επειδή τρόμαξαν.
Και επειδή η κοπέλα που είχαμε βάλει για να τα προσέξει είχε δουλειές με την μαγείρισσα στην αποθήκη.
Όχι δεν έκαναν σεξ.
Όντως είχαν δουλειά. Έπρεπε να ξεφορτώσουν κάτι κούτες που έχουν μέσα τρόφιμα για τα παιδιά.
Εξάλλου το κορίτσι που δουλεύει εδώ έχει σχέση με μια άλλη κοπέλα δύο χρόνια μικρότερη ενώ η μαγείρισσα είναι παντρεμένη με παιδί.
Ναι, νομίζω πως ξεφύγαμε από το θέμα.
"Θες να μου πεις τι είδες;" Την ρωτάω παρατηρώντας πως έχει ηρεμήσει λιγάκι.
Εκείνη γνέφει αρνητικά και συνεχίζει να κλαίει.
"Πάντως θα νιώσεις καλύτερα αν μου πεις και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω." Της λέω και δείχνει να το σκέφτεται.
"Αν....αν σου που τι είδα...δεν θα με αφήσεις. Έτσι;" Με ρωτάει και αναστενάζω.
"Γιατί συνέχεια νομίζεις ότι θα σε αφήσω; Δεν πρόκειται να σε αφήσω! Εγώ σε λατρεύω!" Της απαντώ και με αγκαλιάζει.
"Απλά....και η θεία μου είχε πει ότι... ότι δεν θα με αφήσει και...και με άφησε με...με αυτούς που σκότωσαν την γιαγιά μου." Μου λέει και γουρλώνω τα μάτια μου.
"Κάτσε! Εσύ με τους γονείς σου έμενες μέχρι που μπήκαν στην φυλακή..." Λέω προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις νέες πληροφορίες μέχρι μου η συνειδητοποίηση της κατάστασης με χτύπησε κατακούτελα.
"Ελπίδα; Οι γονείς σου σκότωσαν την γιαγιά σου;" Την ρωτάω μην μπορώντας να το πιστεύω και αφού μου γνέψει καταφατικά ξεσπάει σε κλάματα και κρύβει το κεφάλι της στην αγκαλιά μου.
Χριστέ μου.
Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί;
"Οι...οι γονείς μου.... ήρθαν στην ζωή μου όταν.... όταν ήμουν πέντε χρονών. Έμενα με την γιαγιά μου. Είχαν....είχαν ξεμείνει από λεφτά για αυτό ήρθαν. Έπαιρναν κάτι μπλε χαπάκια τα οποία...τα οποία τους έκαναν να φέρονται περίεργα και....και άσχημα. Δεν....δεν με είχαν χτυπήσει πολλές φορές. Μόνο μία γιατί....γιατί τους ξύπνησα καταλάθος. Ήμουν...ήμουν άρρωστη και...και η γιαγιά μου δούλευε και ήμουν μόνη μαζί τους." Λέει ενώ δεν έχει σταματήσει να κλαίει.
"Δεν...δεν ξέρω τι να πω." Λέω προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
"Όταν ήμουν έξι και...και είχα μόλις γυρίσει από το σχολείο είδα...είδα την γιαγιά μου να είναι...να είναι πνιγμένη στην μπανιέρα. Η κυρία και ο κύριος Αντωνίου, οι γονείς μου δηλαδή, είπαν....είπαν ψέματα ότι αυτοκτόνησε. Και μετά... μετά ανάγκαζαν εμένα να τους προσέχω για να...για να μην με χυπάνε. Έναν μήνα αργότερα, η θεία Άμπερ έγινε δεκαοχτώ και έφυγε όμως....όμως μου υποσχέθηκε πως θα έρθει να με πάρει αλλά... αλλά δεν ήρθε ποτέ. Μου έστειλε μόνο ένα γράμμα πως...πως δεν θα έρθει." Συμπληρώνει και κλαίει ακόμη πιο δυνατά.
"Κοριτσάκι μου, νομίζω πως πρέπει να σταματήσεις." Της λέω μιας και δεν φαίνεται να αναπνέει και ιδιαίτερα καλά εξαιτίας του κλάματος.
"Ακόμη... ακόμη έχω το γράμμα της. Μου είπε....πως τώρα έχει και παιδί και....και δεν μπορεί να έρθει να με πάρει γιατί.... γιατί μπορεί οι άλλοι να μην την άφηναν να φύγει." Συνεχίζει ακάθεκτη και νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου.
"Μετά από...από λίγους μήνες τα λεφτά τελείωσαν και...και με χτύπησαν πολύ...ένας...ένας γείτονας με άκουσε να φωνάζω και κάλεσε την αστυνομία. Τους έβαλαν φυλακή και...και δεν τους ξανά είδα." Τελειώνει την ιστορία της και προσπαθεί να αναπνεύσει κανονικά.
Εγώ την σφίγγω πάνω μου και της χαϊδεύω τα μαλλιά.
"Κάθε φορά ξυπνάω, γιατί βλέπω μια κακή ανάμνηση. Είτε την γιαγιά μου πεθαμένη, είτε να βάζουν φωτιά στο σώμα της, είτε να με χτυπάνε, είτε την θεία μου να φεύγει." Μου λέει και αφήνω ένα φιλί στο κεφάλι της.
"Όλα καλά μωρό μου. Δεν πρόκειται να σε πειράξουν." Της λέω κι εκείνη γνέφει αρνητικά και βγάζει το κεφάλι της από την αγκαλιά μου αλλά δεν βγαίνει ολόκληρη.
"Όχι! Τίποτα δεν είναι καλά! Δεν θέλω άλλο να βλέπω κακά όνειρα και να τρομάζω τα παιδάκια! Θέλω να κοιμάμαι κανονικά και να μην κλαίω! Βοήθησε με σε παρακαλώ! Δεν θέλω να ζω άλλο έτσι! Δεν θέλω να φοβάμαι ότι θα με αφήσετε μόνη μου! Δεν θέλω να φύγεις!" Μου φωνάζει ενώ αρχίζει να κλαίει ξανά και της σκουπίζω τα δάκρυα.
"Έι αγαπούλα μου, δεν θα φύγω ποτέ από δίπλα σου. Και σου υπόσχομαι πως θα σε βοηθήσω εντάξει; Σου το υπόσχομαι." Της λέω και την σφίγγω στην αγκαλιά μου.
______________________________________
Γεια σας παιδιά!
Τι κάνετε;
Ελπίζω να είστε καλά.
Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Μάθαμε κι εμείς κι η Λυδία με λεπτομέρειες την ζωή της Ελπίδας.
Πως σας φάνηκε;
Αρχικά οι γονείς της την άφησαν στην γιαγιά της.
Και γύρισαν πίσω όταν η μικρή ήταν πέντε.
Μετά σκότωσαν την γιαγιά της.
Και η θεία της την εγκατέλειψε.
Και ζούσε μόνη μαζί τους.
Και δεν της φέρονταν και πολύ καλά.
Μέχρι που ένας γείτονας έμαθε πως την χτυπάνε και κάλεσε την αστυνομία.
Η Λυδία υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει την Ελπίδα.
Τι λέτε; Θα το κάνει;
Τα λέμε σύντομα μπάιι!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top