Η ζωή δεν είναι εύκολη

Lydia pov:

"Σήκω Λυδία! Πρέπει να πάμε για νυφικό!" Μου φωνάζει η μητέρα μου με σχετικά αυστηρή φωνή και αγανακτισμένη σηκώνομαι από το κρεβάτι μου αφήνοντας ένα επιφώνημα.

Ποτέ δεν με αφήνουν να κοιμηθώ όσο θέλω.

Ή έστω όσο χρειάζομαι.

Πηγαίνω προς το μπάνιο του δωματίου μου και πλένω το πρόσωπο μου με νερό και ένα ειδικό σαπούνι έτσι ώστε να φύγουν οι όποιες ατέλειες έχει το πρόσωπο μου.

Αφού βουρτσίσω τα δόντια μου και χτενίσω προσεκτικά τα μαλλιά μου πηγαίνω στην ντουλάπα ώστε να δω τι στο καλό θα φορέσω.

Βλέπετε υπάρχει κώδικας ενδυμασίας, δεν μπορώ να βγω έξω όπως να ναι!

Ούτε καν μέσα στο σπίτι μου δεν μπορώ να κυκλοφορώ όπως επιθυμώ.

Βγάζω μια μαύρη, δερμάτινη φούστα και μια άσπρη, στενή, αμάνικη μπλούζα, μάρκας παρακαλώ, από επάνω.

Τέλος φοράω τα άσπρα, άβολα και πανάκριβα τακούνια μου.

Κατεβαίνω με προσοχή τις σκάλες και κατευθύνομαι προς την τραπεζαρία.

Κάθομαι στο τραπέζι στην καθιερωμένη μου θέση, απέναντι από στην μητέρα μου και δίπλα από την θέση του πατέρα μου, η οποία βρίσκεται στην κορυφή του τραπεζιού.

"Καλημέρα Λυδία." Λένε και οι δύο ταυτόχρονα.

"Καλημέρα μητέρα, καλημέρα πατέρα." Απαντάω χωρίς να τους κοιτάζω στα μάτια και ξεκινάμε να τρώμε το πρωινό μας αμίλητοι.

Ο πατέρας μου διαβάζει την εφημερίδα, η μητέρα μου επιπλήττει την οικιακή βοηθό επειδή μας έφερε χυμό πορτοκάλι από μια άλλη εταιρία και όχι από την καθιερωμένη κι εγώ αγανακτώ μαζί τους.

"Λυδία! Ή τρώγε ή σήκω να φύγουμε! Δεν θα σε περιμένουμε όλη μέρα!" Μου λέει αυστηρά η μητέρα μου και γνέφω καταφατικά.

Την ώρα που πάω να φάω την πρώτη μπουκιά από την ομελέτα μου, η μητέρα μου κάνει νόημα στην Ζηνοβία, ή αλλιώς στην οικιακή μας βοηθό να συμμαζέψει το τραπέζι.

"Κυρία η Λυδία δεν έχει προλάβει να φάει ακόμη." Λέει διστακτικά η Ζηνοβία και η μητέρα μου σηκώνεται έξαλλη από το τραπέζι και πηγαίνει μπροστά της.

"Άκου να σου πω δουλικό! Θα κάνεις ο,τι σου λέω εγώ! Κατάλαβες; Άντε! Θα μας καβαλήσουν και οι μαύρες τώρα!" Λέει η μητέρα μου τρομερά εκνευρισμένη και φεύγει από την τραπεζαρία.

"Λυδία τελείωνε. Ο χρόνος είναι χρήμα." Μου λέει ο πατέρας μου και φεύγει από το τραπέζι.

Εγώ σηκώνομαι προσεκτικά, χωρίς να με δουν οι γονείς μου, και παίρνω αγκαλιά την Ζηνοβία.

Εκείνη με μεγάλωσε.

Ήταν μόλις δεκαέξι ετών όταν έπιασε δουλειά εδώ πέρα ως η bady sitter μου.

Οι γονείς μου από τότε πίστευαν ότι η ανατροφή του παιδιού ήταν χάσιμο χρόνου από την δουλειά.

Και χαίρομαι για αυτό.

Γιατί...γιατί αν με είχαν μεγαλώσει εκείνοι...

Θα γινόμουν κι εγώ έτσι.

"Δεσποινίς Λυδία, είμαι μια χαρά. Πηγαίνετε στο αμάξι. Η κυρία Κλάρα θα θυμώσει μαζί σας." Μου λέει και της χαμογελάω.

"Είσαι ένας άγγελος Ζηνοβία μου. Ποτέ στην ζωή σου μην το ξεχάσεις αυτό." Της λέω και την αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο της.

Εκείνη μου χαμογελάει και με χαϊδεύει στο μάγουλο.

"Μόνο εσένα έχω κορίτσι μου. Μόνο." Μου λέει και αφού την αγκαλιάσω σφυχτά πηγαίνω τρέχοντας προς το αμάξι.

"Καλημέρα Τζόνι!" Του λέω και τον αγκαλιάζω.

"Καλημέρα Λυδία. Τι κάνεις;" Με ρωτάει και με αφήνει από την αγκαλιά του.

"Καλά είμαι. Εσύ; Πως πάει με τον Ίαν;"

"Τέλεια! Δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο ελεύθερος και ευτυχισμένος νιώθω μαζί του! Και σε λίγο καιρό, που θα έχω μαζέψει και τα χρήματα που χρειάζομαι, θα φύγω και από το σπίτι του τρόμου." Λέει με χιούμορ και γελάω.

Τον καταλαβαίνω. Δεν είναι και ο,τι καλύτερο να δουλεύεις για τους γονείς μου.

Για την ακρίβεια ο,τι χειρότερο είναι.

Αλλά θα μου λείψει όταν φύγει.

Πολύ.

Τακούνια ακούγονται έξω από το γκαράζ και μπαίνω γρήγορα μέσα στο αμάξι.

"Τζον! Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Άνοιξε μου την πόρτα!" Λέει η μητέρα μου εμφανώς θυμωμένη και ο Τζόνι την υπακούει αμέσως.

Όλοι ξέρουμε ότι δεν πρέπει να της πας κόντρα ποτέ!

Αυτό θα είναι το μοιραίο λάθος σου.

"Ωραία, τώρα πήγαινε μας στην Άλις." Λέει ή για το θέσω καλύτερα, διατάζει η μητέρα μου και ο Τζόνι αρχίζει να οδηγάει.

Μετά από είκοσι λεπτά περίπου φτάνουμε και μπαίνουμε μέσα στο κατάστημα.

"Κλάρα μου!"

"Άλις μου!" Αναφωνεί η μητέρα μου και αγκαλιάζει μια γυναίκα κάπου στα τριάντα πέντε με κόκκινα μαλλιά, κοντά, με φράντζα και πράσινα μάτια.

"Λοιπόν Άλις μου από εδώ η κόρη μου η Λυδία. Ψάχνουμε νυφικό για εκείνη." Λέει η μητέρα μου και η Άλις με επεξεργάζεται.

"Έχω το κατάλληλο νυφικό για εσένα!" Μου λέει και τρέχει προς την αποθήκη.

Μετά από λίγη ώρα επιστρέφει κρατώντας τρία, υπερβολικά κατά την γνώμη μου νυφικά.

"Λοιπόν πρώτα έχουμε ένα φανταστικό νυφικό, πριγκιπικό!" Μας λέει και μας δείχνει ένα νυφικό, στενό στην μέση και υπερβολικά φουσκωτό μετά.

"Έπειτα ένα λίγο πιο αριστοκρατικό." Μας λέει και μας δείχνει ένα φόρεμα του ίδιου στυλ με το προηγούμενο όμως με περισσότερα άνοιγμα στο στήθος και γεμάτο χρυσόσκονη. Από πάνω το συνόδευσαν με ένα πέπλο και ένα στέμα.

Καλέ αυτά τα φορούσα μικρή στις απόκριες.

"Και τέλος, κάτι σε πιο στενή γραμμή." Μας λέει και μας δείχνει το τρίτο νυφικό.

Είναι φουλ στενό μέχρι που φτάνει στα πόδια και έχει κάτι σαν τεράστια πέταλα ή εξογκώματα ή δεν ξέρω κι εγώ πως να τα πω.

"Είναι υπέροχα Άλις!" Λέει η μητέρα μου κατενθουσιασμένη.

"Κάτι άλλο δεν έχουμε; Αυτά δεν είναι και πολυ τιυ γούστου μου." Ρωτάω ευγενικά και η Άλις με κοιτάζει παρεξηγημένη ενώ η μητέρα πολύ θυμωμένη.

"Αν ήθελες κάτι άλλο ας πήγαινες σε κανένα λαϊκό μαγαζί!" Μου φωνάζει υστερικά και η μητέρα μου την πιάνει από τους ώμους για να την ηρεμήσει.

"Ηρέμησε Άλις μου! Μια πλάκα έκανε η Λυδία μας!" Λέει και αφού η Άλις Πάρις μια ανάσα η μητέρα με κοιτάζει έξαλλη. "Θα τα πούμε στο σπίτι εμείς."

Ναι...

Την έβαψα.

______________________________________

Γεια σας παιδιά!

Τι κάνετε;

Ελπίζω να είστε καλά.

Πως σας φάνηκε το πρώτο κεφάλαιο;

Αρχικά σας άρεσε η Λυδία;

Πως σας φάνηκαν οι γονείς της;

Και η Ζηνοβία;

Θέλω να σας πω από τώρα ότι αυτό το βιβλία δεν θα είναι σαν τα συνηθισμένα του wattpad.

Δεν θα έχει ερωτική αγάπη.

Μόνο αγάπη ανάμεσα σε μια γλυκιά κοπέλα και σε ένα πληγωμένο παιδάκι.

Αυτά λοιπόν.

Τα λέμε σύντομα μπάιι!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top