Κίρκη

Είχα συνηθίσει να υπάρχουν ζώα στο σπίτι μου. Η λέαινά μου, οι λύκοι που μου προμήνυαν τι συνέβαινε στα βουνά, χελώνες, σπουργίτια, μερικά από τα πιο πιστά φίδια μου.

Κουκουβάγιες, όμως, δεν είχαν ξαναμπεί. Έφταιγε το ότι έβλεπαν τα πάντα. Από το αίμα του Ήλιου να ρέει στις φλέβες μου, μέχρι το δηλητήριο που με είχε ποτίσει η εξορία. Πίστευα ότι βλέπανε την αλήθεια που έκρυβα μέσα μου και την φοβόνταν αρκετά ώστε να μην πλησιάζουν.

Μία μέρα μπήκαν μέσα όλες μαζί, εννιά στον αριθμό. Τα μάτια τους κοιτούσαν τριγύρω ψάχνοντας ψεγάδια που ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να κρύψω –ρωγμές στους τοίχους, τρύπες στο ταβάνι, σκόνη στις γωνίες.

Και μετά κοίταξαν εμένα. Τις ουλές κάτω από το αψεγάδιαστο δέρμα μου, δώρο της θεϊκής καταγωγής μου. Κοίταξαν την αθανασία του σώματός μου, την αρχαιότητα που φορούσε το πνεύμα μου, την τιμωρία που κουβαλούσα στους ώμους μου, όπως ο Άτλας τον κόσμο.

Έφυγαν χωρίς κουβέντα, σιωπηλοί κριτές της ύπαρξής μου.

Θα ξανάρχονταν. Αν είδαν κάτι που τους άρεσε, θα ξανάρχονταν. Ξέρω από αρπακτικά -κι ο αετός του Προμηθέα με ανυπομονησία πήγαινε να βρει κάθε μέρα το γεύμα που τον περίμενε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top