Οι κόρες της
Πολύ κλισέ τίτλος, σκέφτηκα. Σε τόσα διηγήματα υπάρχει παρόμοιος, σκέφτηκα.
Μα, αυτό είμαστε. Για πάντα θα μας κυνηγά η καταραμένη αγάπη της όπου κι αν πάμε. Όπου κι αν κρυφτούμε, όσα ονόματα, όσες ηπείρους, όσα συναισθήματα κι αν αλλάξουμε, εκείνη θα συνεχίσει να λέγεται μάνα μας και εμείς κόρες της. Με φοβίζει λίγο αυτό, ξέρω πως με βλέπει να το γράφω αυτό.
Παρατηρεί το κάθε πλήκτρο να πατιέται και τρομάζει με τη σκέψη του τι επρόκειτο να πω ή να γράψω, φοβάται για την γνώμη που σχημάτισα για εκείνη. Όχι μαμά, δεν κατέβηκες στα μάτια μου, σε καμιά μας τα μάτια, απλώς κάνω μια εισαγωγή στον κόσμο. Η εισαγωγή είναι αυτό που μένει στους πάντες, αυτή και το τέλος. Οπότε νομίζω τράβηξα το ενδιαφέρον. Εντούτοις, ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, μας έλεγε.
Ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα που θα κάναμε με την μαμά. Μας είχε προετοιμάσει από πριν πως στα επόμενα δεν θα είναι μαζί μας, για την ακρίβεια αμφέβαλλε ακόμη και για τη φετινή Πρωτοχρονιά. Εγώ, μαζί με τις πέντε αδελφές μου ετοιμάζαμε το μικρό μας Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μαμά έλειπε σε ταξίδι, θα ήταν εδώ αύριο και μας παρακάλεσε να βρει το σπίτι έτοιμο, για να έχουμε κάτι σα γιορτινή ατμόσφαιρα.
Εκείνη πάντα απέφευγε ακόμη και να κοιτάζει το δέντρο. Το σπίτι ποτέ δε μύριζε κανέλα ή γαρύφαλλο με ένα ίχνος από ροδόνερo. Ποτέ δεν έζησα αυτό το αίσθημα, το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα που λένε. Τα φωτάκια σπάνια έλαμπαν - είχαν καεί τα περισσότερα -, και η μαμά δεν ήθελε να πάρουμε άλλα, δεν το θεωρούσε αναγκαίο. Νομίζω πως πάντα ήξερε πως θα φύγει σε αυτήν την εορτή, μας προετοίμαζε έμμεσα.
«Έλλη, μη βάζεις αυτή τη μπάλα ψηλά! Είναι βαριά, δε το βλέπεις; Άσε που δεν ταιριάζει με το δίπλα στολίδι» μου φώναξε η Ιουλία, η μικρότερη, αρπάζοντας την μπλε μπάλα από τα χέρια μου με βία. Πάντα νευρίαζε άμα δεν ήταν όλα στην εντέλεια, ειδικά μέσα στο σπίτι.
Η Λίλα υπό άλλες συνθήκες, θα έπαιρνε το μέρος της μικρής, αντί αυτού την άρπαξε πίσω, λες και το στολίδι δεν ήταν γυάλινο. Σίγουρα αν ήταν εδώ η μαμά θα τους φώναζε να μη τσακώνονται πάνω από εύθραυστα αντικείμενα.
«Παντού ταιριάζει το μπλε, ας τη να το βάλει όπου θέλει» πέρασε στην αντεπίθεση υπερασπιζόμενη το αγαπημένο της χρώμα.
«Λίλα δεν θα κάνουμε κάθε χρόνο το δέντρο μπλε, τόσα στολίδια πήραμε. Τελείωνε και δως το μου!» Ξεκίνησαν να τσακώνονται για το αν το δέντρο θα είναι και φέτος μπλε-ασημί ή κόκκινο-χρυσό. Καμία μας δεν ήθελε να στενοχωρήσει ούτε μία από τις αδελφές, συνεπώς έπρεπε να τους βρω μια μέση λύση μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων.
Είπα στις υπόλοιπες αδελφές μου να στολίσουν και τα τέσσερα χρώματα. Όση ώρα οι φωνές της Λίλας και της Ιουλίας ήταν μουσική υπόκρουση μέσα στο μικρό σαλονάκι των εβδομήντα τετραγωνικών σπιτιού, η Αφροδίτη, η Βενετία και η Νάβι ακολούθησαν την ιδέα μου. Έβαλαν μπροστά τα κόκκινα-χρυσά στολίδια και πίσω τα μπλε-ασημί. Όποτε λαχταρούσαν διαφορετικό χρώμα, θα γυρίζαμε απλώς το δέντρο από την άλλη μεριά.
«Δε σας αρέσει;» ρώτησε η Βενετία τινάζοντας τη χρυσόσκονη από τα χέρια της.
«Καλό είναι» απάντησαν ομόφωνα εμφανώς λιγότερο εκνευρισμένες από πριν.
Αφουγκράστηκα επιτέλους την ησυχία που επικράτησε μαζί με τα μικρά χαμόγελα που πρόδιδαν το ότι τα είχαμε καταφέρει και φέτος, παρόλες τις δυσκολίες που εμφανίστηκαν στον διάβα μας. Ήμασταν άλλη μια φορά εδώ ενωμένες, μέσα στο μικρό μας σπίτι με το διπλό πολύχρωμο δέντρο μας.
Σβήσαμε τα λαμπάκια πριν πέσουμε για ύπνο, εντολή της μητέρας. Έλεγε πως μπορεί να γίνει οτιδήποτε τα μεσάνυχτα, επειδή τέτοιες ώρες τα πνεύματα τριγυρίζουν, και δύναται κάποιο να θέλει να μας κάνει κακό. Εξιστορούσε μύθους για καμένα σπίτια χριστουγεννιάτικα. Μικρή το έτρεμα, πλέον είμαι σίγουρη πως δεν υπάρχουν πνεύματα, αλλά απρόσεκτοι άνθρωποι.
Όλες κοιμόντουσαν, καθώς η ώρα κόντευε τρεις. Εσύ και οι βρικόλακες, θα έλεγε άμα βρισκόταν εδώ. Γυρνάω - για χιλιοστή φορά - πλευρά. Το ξύλινο κρεβάτι τρίζει, πρέπει να σφίξουμε τις βίδες πάλι. Ακούω την Αφροδίτη να παραπονιέται για το εικοστό τρίξιμο αυτό το βράδυ. Γυρνάει και αυτή πλευρό μουρμουρίζοντας κάτι που δεν κατάλαβα. Κοιμήθηκε ξανά και ζήλεψα το πόσο γρήγορα την παίρνει ο Μορφέας στην αγκαλιά του, ενώ εμένα δεν με συμπαθεί από την πρώτη μέρα που ήρθα στη γη. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου εξουθενωμένη από την αϋπνία, έκανα ησυχία για να μην ξυπνήσω τις υπόλοιπες εξαιτίας του ξύλινου πατώματος.
Πήγα αθόρυβα στην κουζίνα για να φτιάξω ένα χαμομήλι. Προβλεπόταν τεράστια νύχτα και αύριο ήταν Χριστούγεννα, είχαμε τόσες δουλειές να κάνουμε και να υποδεχτούμε τη μητέρα, θα είναι πολλή κουρασμένη μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι. Και εγώ άλλο τόσο, από την αϋπνία της σημερινής νύχτας. Άνοιξα το μπρίκι και περίμενα υπομονετικά το νερό να πάρει βράση. Κοίταζα έξω από το παράθυρο την έναστρη νύχτα, ήταν πολύ όμορφα απόψε. Δεν είχαμε ποτέ αστέρια στον ουρανό, μιας και τα φώτα της Αθήνας δεν αφήνουν ποτέ τον ουρανό να μας εκφραστεί.
Σήμερα λοιπόν, κάποιος ή κάτι ανάγκασε τα φώτα του δρόμου να κλείσουν, προδίδοντας έτσι αυτή τη μπλε-σχεδόν μαύρη ομορφιά με μικρούς και διακριτικούς κύκλους να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Η πόρτα άνοιξε απότομα, μια κομμένη ανάσα τρέχει μέσα στο σπίτι, η πόρτα κλειδώνει ξανά και βλασφήμησα από μέσα μου που ξεχάσαμε να αφήσουμε το κλειδί στην κλειδαριά.
Δεν πρόλαβα να αρπάξω το πρώτο τυχαίο μαχαίρι που υπήρχε στη στοίβα με τα πλυμένα και μια κοκκινομάλλα γυναίκα μπήκε μέσα στη κουζίνα έντρομη και λαχανιασμένη. Μόλις την αντίκρισα αναφώνησα. «Μαμά τι κάνεις εδώ; Το μεσημέρι δεν θα ερχόσουν;» ρώτησα και έσπευσα να τη βοηθήσω με τα πράγματα, εκείνη αρνήθηκε. Μόλις οι ανάσες της σταθεροποιήθηκαν, άκουσα τη φωνή της.
«Έλλη, αγάπη μου, τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια, δεν σου έχω πει να κάνεις ανάσες, όταν έχεις αϋπνίες;» απόρησε και μου χάιδεψε τα μαλλιά μου, που είχαν ίδιο χρώμα με τα δικά της. Με φώναζε πυρόξανθη όταν μου τα χτένιζε, μοιάζει με πύρινη λάβα το μαλλί μας, μου έλεγε. Της άρεσε να τα καμαρώνει, δεν τα είχε καμία από τις αδελφές μου. Μονάχα εμείς.
«Ναι απλώς... δεν μπορούσε να με πάρει ο ύπνος με τίποτα και σηκώθηκα να φτιάξω ένα χαμομήλι. Εσύ τι κάνεις εδώ, όλα καλά; Σε κυνηγά κανείς, γιατί τρέχεις έτσι;» στο τέλος φυσικά και αστειεύτηκα διότι - έλα τώρα - ποιος να κυνηγά τη μαμά μου, που δεν έχει πειράξει ούτε μύγα; Παρόλα αυτά, η ελάχιστα κομμένη ανάσα της φώναζε κίνδυνο.
Δεν μου απάντησε, μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και με παρακάλεσε να της φτιάξω κι εκείνης ένα χαμομήλι. Δέχτηκα χαμογελώντας και έβαλα λίγο παραπάνω νερό στο μπρίκι.
«Έλλη;»
«Πες μου, μαμά»
«Μ' αγαπάς, όπως τα μάτια σου τ' αστέρια;» ρώτησε, δίχως να κατανοώ τι την έπιασε στα ξαφνικά. Δεν ξέρω πως με είδε να τα θαυμάζω πριν. Της χαμογέλασα διάπλατα.
«Φυσικά!» φάνηκε συγκινημένη από την απάντηση μου. Μας έχει δώσει τόση αγάπη, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν περίμενε αυτή την απάντηση.
«Αγάπη μου, αύριο θα σας έχω ένα δώρο κάτω από το δέντρο, θα λείπω, μη με ψάξετε» δεν την ρώτησα πότε πρόλαβε να δει το δέντρο, δεν τη ρώτησα πού θα πάει, δε ρώτησα τίποτα και μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που δεν της φώναξα πως την αγαπώ περισσότερο από τις μικρές λάμψεις στο παραθύρι.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα και στο σπίτι υπήρχε μια νεκρική σιγή. Δεν ακούστηκαν τα καθιερωμένα χρόνια πολλά και δεν ετοιμάστηκε ποτέ η τραπεζαρία των ειδικών περιστάσεων. Και οι έξι κόρες της καθόμασταν κάτω από το στολισμένο δέντρο. Η μαμά το είχε γυρίσει πλάγια κάνοντας να φαίνονται και οι δύο πλευρές του. Καμία δε σηκώθηκε να το αλλάξει, ούτε η Ιουλία.
Όλες παρατηρούσαμε σιωπηρές το βιβλίο στο πάτωμα του δέντρου με ένα μικρό σημείωμα που έγραφε: «Θα σας αγαπώ μέχρι το πάντα να μην υπάρχει κόρες μου!». Τα γράμματα ήταν καλλιγραφικά, η μαμά σπάνια έκανε τέτοιου είδους γράμματα. Κοιταχτήκαμε όλες μεταξύ μας και η Βενετία πήρε στα χέρια της το καφέ, αρκετά παλιό, βιβλίο - ή μάλλον αυτοβιογραφία - που είχε την υπογραφή της μαμάς. Ο τίτλος ήταν «Το ημερολόγιο της Εύας» αποκαλύπτοντας σε μας το όνομα της.
«Το ήξερα πως η μαμά έχει μυστική ζωή» υπό άλλες συνθήκες θα το έλεγε για αστείο, όμως τώρα δεν ήταν. Το βλέμμα της Βενετίας ήταν απόλυτα σοβαρό καθώς μιλούσε. Ξεφύλλιζε τις σελίδες έως ότου κοίταξε την πρώτη. Έτεινε το βιβλίο με το σκληρό εξώφυλλο προς το μέρος μου. Την κοίταξα με σμιγμένα φρύδια.
«Τι;»
«Στην πρώτη σελίδα λέει να διαβαστεί από την πρωτότοκη κόρη»
Το πήρα αμέσως στα χέρια μου με όλες τις αδελφές μου να με κοιτάνε. Το ψηλάφισα και εγώ με τη σειρά μου. Είχε στο εσωτερικό του τα αποτυπωμένα γράμματά της, τα χάιδεψα ελαφρά.
Ξεκίνησα να το διαβάζω: Είμαι μέσα σε έναν ειδυλλιακό κόσμο θα έλεγε κανείς, μόνο που σε αυτόν τον κόσμο έχω ψεύτικο όνομα, κι αν τολμήσω και αποκαλύψω το αληθινό, η καταστροφή μου-μας, δεν θα αργήσει. Με σκοτώνουν κάθε μέρα για την ταυτότητα που δεν επέλεξα. Σκοτώνουν τα παιδιά μου, το καταλαβαίνεις; Οι κόρες μου, αυτές είναι το μόνο πράμα που μου έχει απομείνει, τα παιδιά μου, τα σημαντικότερα πλάσματα στη γη ολάκερη. Υπόσχομαι να τις προστατεύω πάντα. Θα μου λείψουν τόσο πολύ, - θα μου λείψετε κορίτσια μου - μα για την ασφάλεια τους πρέπει να τρέξω μακριά τους. Να εγκαταλείψω τούτη τη γη. Σας χρωστάω μια εξήγηση όμως πριν το κάνω. Το χρωστάω, γιατί κάποιος σε αυτόν εδώ τον κόσμο πρέπει να με πιστέψει, πρέπει να πάρει το μέρος μου δίχως να νομίζει πως καταπατά τα πιστεύω του. Ακούστε με, ακούστε με ακόμη κι αν δεν με συμπαθείτε ούτε στο ελάχιστο, ακούστε με ακόμη κι αν νομίζετε πως πρέπει να καώ στην πυρά με όλες τις μάγισσες. Ακούστε απλά την φωνή που δεν ακούστηκε. Δεν έχω ικετεύσει ποτέ στη ζωή μου, τώρα όμως χρειάζεται να το κάνω. Ακούστε με και δε θα χάσετε.
Γύρισα σελίδα με τρεμάμενα χέρια, περίφοβη για τη συνέχεια. Η φωνή μου ηχούσε σε κάθε γωνιά του σπιτιού εκκωφαντικά. Θα ορκιζόμουν πως έκανε και ηχώ, σα να μην υπάρχει ούτε ένα έπιπλο μέσα στο σπίτι. Η μαμά ακούγεται δυνατά, όπως το επιθυμούσε.
Στο κάπου και στο τότε.
«Δε θα με ακουμπήσεις Έιντεν!» φώναξα τρέχοντας μακριά του. Ήμουν οργισμένη, όχι φοβισμένη. Η οργή μου προερχόταν από το εκκωφαντικό μου όχι, το οποίο πάντα αγνοούσε επιδεικτικά. Τους το έλεγα! Τους έλεγα τι τέρας είναι και όλοι έκλειναν τα αφτιά τους ακούγοντας την φωνή μου. Με κοιτούσαν με λύπηση, μα δεν έκαναν τίποτε. Πίστευαν πως είμαι καταδικασμένη, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος ήταν περισσότερο.
«Μου ανήκεις!» τόλμησε να φωνάξει και ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη μου.
«Σου ανήκω; Δε φτιάχτηκα για εσένα αγαπητέ μου, φτιάχτηκα για εμένα, ζω για μένα» σταμάτησα να τρέχω. Μας χώριζε μονάχα ένα σιντριβάνι. Με κοίταξε λες και του είπα τη πιο παράλογη πρόταση σε όλο τον κόσμο. Γέλασε θεωρώντας με παρανοϊκή.
«Δεν ξέρω ποιος σου έβαλε αυτές τις απόψεις στο μυαλό,» με πλησίαζε αργά, δε κουνήθηκα από τη θέση μου. «αλλά είσαι μια φαντασιόπληκτη. Πλάστηκες για έναν σκοπό και αυτός είμαι εγώ» η αλαζονεία στη φωνή του φαινόταν απελπισμένη. Οι απόψεις του περισσότερο.
«Κάθε μέρα με αηδιάζεις όλο και περισσότερο» έφτυσα τα λόγια μου. Με άρπαξε από το πύρινο μαλλί μου βίαια. Δεν πτοήθηκα ούτε στο ελάχιστο, δεν αλλάζω το βλέμμα μου που στάζει μίσος, όσο κι αν νιώθω ότι μου ξεριζώνει κάθε τρίχα της κεφαλής μου.
«Αν δεν με αφήσεις τώρα...» γέλασε ξανά. Ήθελα να τον χτυπήσω.
«Τι θα κάνεις, Εσμέ; Δεν έχουμε την ίδια δύναμη, παρ' το απόφαση πια!» πονάω και κανείς δεν τον σταματάει, δεν μας βλέπει κανείς. Η ανωτερότητα που πιστεύει ότι τον διακατέχει θα έβγαζε φτερά μόλις σήκωνα το γόνατο μου απότομα.
Ξαφνικά χωρίς να κάνω τίποτα, έκανε ένα βήμα πίσω, σα να μεταφέρθηκε ο πόνος μου σε εκείνον. Έπιασε το κεφάλι του και απομακρύνθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε από εμένα. Πήγα μπροστά του και σήκωσα το πεσμένο του πρόσωπο για να με κοιτάει.
«Θα γίνω ο εφιάλτης σου. Αυτό θέλω να το θυμάσαι» τον έσπρωξα πριν προλάβει να απαντήσει, δε μπορώ να διανοηθώ να ακούσω ξανά τη φωνή του.
Έτρεξα μακριά του, μακριά από την δυσάρεστη παρουσία του. Έπρεπε να βρω μια ανώτερη δύναμη να με βοηθήσει. Έπρεπε να βρω μια λύση, δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα ζω έτσι.
«Εμφανίσου!» απαίτησα. «Το ξέρω πως μ' ακούς. Ξέρω πως εσύ τον έκανες να πάει ένα βήμα πίσω ακόμη κι αν τον είχα του χεριού μου, απλώς περίμενα να τελειώσει το παραμυθάκι του. Δεν θα του υποταχθώ, μ' ακούς;» με άκουσε. Εμφανίστηκε μπροστά μου.
«Όχι, Εσμέ, δεν είναι η δουλειά σου να υποταχθείς»
«Τότε γιατί δεν με βοηθάς; Άλλαξε τη μοίρα μου τέλος πάντων!»
«Δεν είναι στο χέρι μου. Έχεις ελεύθερη βούληση», είπε ενώ εδώ ένιωθα φυλακισμένη.
«Είμαι ίση με εκείνον. Δεν είμαστε ίδιοι, το γνωρίζω, το βλέπω, αλλά δεν δέχομαι την παιδιάστικη ανωτερότητά που πιστεύει πως κατέχει»
«Μπορείς να φύγεις άμα θες» και τότε ξεστόμισε την πιο έξυπνη ιδέα που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό, δεν ξέρω πόσο καιρό είμαι εδώ. Έχω χάσει τις μέρες. Κοίταξα σκεπτόμενη.
«Με τι τίμημα;» πάντα θα υπάρχει αυτό το 'αλλά' και είμαι έτοιμη να το αντιμετωπίσω.
«Δεν θα μπορείς να επιστρέψεις πίσω, μονάχα αν υπάρξει συμφιλίωση» ένα απαλό χαμόγελο τρεμοέπαιξε στα χείλη μου. Ήξερε τι θα κάνω. Μου είπε καλό δρόμο και να προσέχω όπου κι αν με βγάλει ο δρόμος. Κανείς δεν ξέρει που οδηγεί το μονοπάτι της ζωής. Δεν ξέρω αν υπάρχει μονοπάτι.
Ωστόσο, νιώθω πιο ελεύθερη από ποτέ. Νιώθω λες και θα βγω από ένα κλουβί, που ενώ θεωρείται παραδεισένιο, εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω. Η ζεστασιά τρυπώνει στην καρδιά μου με κάθε βήμα που κάνω προς την έξοδο. Κάθεται όμως εκείνος εκεί, ο βηματισμός μου είναι σταθερός, δεν με φοβίζει ούτε στο ελάχιστο να τον καταπολεμήσω μια ακόμη φορά, και άλλες εκατό αν χρειαστεί.
«Δεν θα τα καταφέρεις εκεί έξω» τα νέα είχαν διαδοθεί γρήγορα. «Μείνε εδώ Εσμέ, γίνε δική μου, αποδέξου πως είσαι γυναίκα μου και θα έχεις περισσότερες πιθανότητες να ζήσεις» έκανα προσπάθεια να μην αηδιάσω με την σιχαμερή φωνή του, μου προκαλούσε δυσφορία.
«Δε θα μου μιλάς εσύ για το πώς να ζω. Δίπλα σου θα είμαι σα νεκρή»
«Θα πεθάνεις έξω. Δεν είσαι Θεά, Εσμέ»
«Όχι, δεν είμαι», είπα με εκείνον να πιστεύει πως έχει δίκιο. Καθώς πλησιάσαμε λίγο παραπάνω ο ένας τον άλλον, τον τράβηξα από τον ώμο. Ήθελα να κατέβει ακόμη πιο κάτω από το ύψος μου. Με κοίταζε ερωτοχτυπημένα, για μια στιγμή είμαι σίγουρη πως του πέρασε απ' το μυαλό ότι το μετάνιωσα, ότι ποθώ μια ζωή μαζί του. Αχ, μα πόσο λάθος έκανε.
«Αλλά θα κάνω τα πάντα για να γίνω κάτι παραπάνω από εσένα. Θα φύγω και θα πετύχω. Εσύ θα κάτσεις εδώ, με την ελπίδα πως θα βρεθεί μια καημένη γυναίκα να σταθεί σα σκυλί στο πλευρό σου, ή ακόμη χειρότερα πως θα επιστρέψω. Έτσι κι αλλιώς η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία δε λένε;» με κοίταζε με φανερό εκνευρισμό και αφέλεια.
Προσπάθησε για μια τελευταία φορά να με τιθασεύσει. Τον έσπρωξα με όλη μου την δύναμη. Τελείωσε, οι ευκαιρίες του τελείωσαν. Έφυγα αφήνοντας πίσω μου μια υπόσχεση, να γίνω ο εφιάλτης του. Χωρίς να θέλω να σου προδώσω το τότε τέλος, δεν τα κατάφερα.
Στο τίποτα και στο τότε.
Είμαι τραγικά κουρασμένη. Θέλω νερό. Το μονοπάτι ενδέχεται να μην τελειώσει ποτέ. Κάνει κρύο, έχει τόσο κρύο και υγρασία που πονάνε τα κόκκαλα μου από δαύτη. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Ακόμα και τι στιγμή που λυγίζουν τα γόνατα μου από τον πόνο και ακουμπούν το πέτρινο μονοπάτι, δεν έχω αλλάξει γνώμη. Τα δύο διαφορετικά μου μάτια δεν αντέχουν άλλο ανοιχτά. Το σώμα μου ακουμπά το έδαφος και το τίποτα σβήνει από την όραση μου.
Στο μαύρο και στο τότε.
Μόλις άνοιξα τα μάτια μου και δεν αντίκρισα το γνωστό μονοπάτι, που περπατούσα ώρες και μέρες, ούρλιαξα. Ένιωσα τον πόνο στον λαιμό μου. Το μέρος δεν μου ήταν καθόλου γνώριμο, μα δεν ένιωσα ίχνος τρόμου. Ελάχιστο μόνο φόβο για το άγνωστο. Κάποιος πρέπει να άκουσε την κραυγή μου.
Άκουσα βήματα απ' έξω από το δωμάτιο που ήμουν. Το παρατήρησα. Δεν έχει ιδιαίτερη διακόσμηση, όπως μου αρέσει. Πέτρινοι τοίχοι, μεγάλη ντουλάπα και τεράστιο κρεβάτι με οροφή. Κυμαίνεται σε αποχρώσεις του κόκκινου και του μαύρου. Η πόρτα άνοιξε απότομα από έναν ψηλό άντρα. Το καφέ μου μάτι γυάλισε την ώρα που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας, ενώ το πράσινο όχι. Ένιωσα την ανάγκη να καλυφθώ.
«Ποιος είσαι εσύ και γιατί με έφερες εδώ» φαινόταν σα να είναι κάποιου είδους αφεντικό, λόγω της αυστηρής του κορμοστασιάς. Έκλεισε τη πόρτα πίσω του. Μου έκανε νόημα να ηρεμήσω. Φαινόταν φιλικός, αλλά είχα τις επιφυλάξεις μου.
«Ορφέας, χάρηκα,» δεν είχα ακούσει ξανά αυτό το όνομα πέρα από τις μυθολογικές ιστορίες. «σε βρήκαν οι άντρες μου στον δρόμο προς την παραλία λιπόθυμη. Ξέρεις, δεν μπορεί σχεδόν κανείς να περάσει από εκεί, μου κάνει εντύπωση που τα κατάφερες τόσο μακριά»
«Εσμέ» αποκάλυψα το όνομά μου και σήκωσε τα φρύδια του στο άκουσμά του. Φυσικά και με ήξερε. Απίθανο θα ήταν να μην.
«Τι έκανες στο μονοπάτι;» με ρώτησε με γνήσια απορία καθώς σηκωνόμουν.
«Φεύγω από εδώ. Πήγαινε με πίσω. Δεν θέλω να μείνω εδώ» απαίτησα απότομα.
«Από εκεί δεν φεύγεις από το τίποτα Εσμέ, μόνο εάν σε διώξουν και σε πάνε σε έναν άλλον κόσμο» μου εξήγησε με ηρεμία, το ήξερε πως θα δυσανασχετήσω.
«Μου λες πως δεν μπορώ να φύγω από εδώ ποτέ;» τον κοίταξα με απόγνωση, δε μπορούσα να κατευνάσω τα συναισθήματά μου.
«Μέσες άκρες, ναι» Κι αν είμαι καταδικασμένη να μείνω για πάντα στο τίποτα; Δεν θέλω αυτή να είναι η παντοτινή μου ζωή.
«Και τι μπορώ να κάνω» ένιωθα ντροπή που ζητούσα βοήθεια. Μα, την προκειμένη στιγμή, ο άντρας που βρισκόταν μπροστά μου ήταν η τελευταία μου ελπίδα.
«Ή πήγαινε πίσω στον άντρα σου-»
«ΔΕΝ είναι ο άντρας μου πια!» έγνεψε χωρίς να ρωτήσει περαιτέρω.
«-ή να μείνεις εδώ» μου έκανε την μοιραία πρόταση. Είχα δυο επιλογές και έπρεπε να τις ζυγίσω σωστά στο μυαλό μου. Εν τέλει, έγινα αυτό που με ξέρεις σήμερα.
[...]
Δεν θα μάθω ποτέ αν πήρα την σωστή απόφαση, ωστόσο ο ένας χρόνος γάμου μου με τον Ορφέα ήταν το πολυτιμότερο δώρο που μου έκανα. Είμαι στη θάλασσα, η πανσέληνος σε συνδυασμό με τα αστέρια στολίζουν τερπνά τη θέα. Ελέγχω ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα παιδιά που παίζουν στην άμμο. Τα αγόρια μου, τα δύο αγαπημένα μου αγοράκια, που τα αγαπώ πιο πολύ από τη ζωή μου. Εδώ είναι το αγαπημένο μας μέρος, η θάλασσα του μονοπατιού.
Την ώρα που πήγα να σηκωθώ για να τους πω να πάμε σπίτι, κάποιος με σταμάτησε.
«Σε θέλει πίσω ο Έιντεν» μου είπαν και κοκκάλωσα. Ήμουν ευτυχισμένη εδώ, είμαι σίγουρη πως εκείνος το ήξερε. Θα έπρεπε να περιμένω ότι δεν θα το αφήσει έτσι.
«Πείτε του πως δεν έρχομαι πίσω στα δεσμά του, έχω οικογένεια πια» με κοίταξαν στενοχωρημένοι, λες και σύνταξα πρόταση με τις πιο λάθος λέξεις.
«Εσμέ, έχουμε διαταγές»
«Τι ακριβώς διαταγές;»
«Αν αρνηθείς θα υπάρξουν επιπτώσεις»
«Δεν με νοιάζουν, πείτε του πως δεν θέλω να μου μιλήσει ξανά» Και σκότωσαν τους γιούς μου. Τα παιδιά μου, τα όμορφα, μπροστά στα μάτια μου. Ούρλιαξα, μάτωσα, έπεσα στα γόνατα θρηνώντας τα χαμένα μου μωρά. Με καταράστηκε, μου ευχήθηκε θάνατο σε όλα μου τα παιδιά. Έγινα Θεά δίπλα στον Ορφέα και κατάφερε να μου ρίξει κατάρα, εντούτοις άμα θυμάσαι είχα υποσχεθεί να γίνω ο εφιάλτης του.
Μόλις επέστρεψα σπίτι με τα ματωμένα μας παιδιά στα χέρια μου, ο άντρας μου με αγκάλιασε. Μου υποσχέθηκε και σφράγισε την αιώνια αγάπη του για εμένα. Υποσχέθηκε φράσεις που ο Έιντεν δεν θα τις έλεγε ποτέ. Με καθάρισε, εμένα και τα παιδιά μας. Τα θάψαμε μαζί και θρηνήσαμε μαζί. «Του δίνω τη κατάρα μου, να μην στεριώσει ποτέ. Αυτήν τη μία γυναίκα που βρήκε, την Εύα, να είναι ψεύτρα. Εύχομαι να μην βρουν ποτέ την ευτυχία» ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα τα μάτια μου να υγραίνουν. Ένιωθα τα καυτά δάκρυά μου να κυλούν στα μάγουλα μου.
Τι πόνος είναι αυτός;
«Εύχομαι ποτέ καμία γυναίκα να νιώσει τούτο εδώ τον πόνο, τον πόνο του χαμένου παιδιού και της αδικίας» και έτσι μετονομάστηκα Στέλλα. Η προστάτιδα των παιδιών, γεννημένων και μη. Μόνο που ελάχιστες γυναίκες με γνωρίζουν έτσι.
«Εσμέ μου, πρέπει να φύγεις από εδώ. Θα κάνουμε την οικογένεια που ονειρεύεσαι αλλά μακριά από εδώ. Θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ, σου το υπόσχομαι» έκλαψα ξανά.
Στο σπίτι και στο τώρα.
Οπότε αγαπημένες μου κόρες, φωνάξτε με όπως θέλετε. Όμως, όχι Εύα, δεν είμαι εκείνη. Δεν είμαι η γυναίκα που του υποτάχθηκε. Είμαι η Εσμέ, η Θεά και η Στέλλα, προστάτιδα των παιδιών, όχι Εύα. Μετά από τα αγόρια μου έκανα εσάς, σας μεγάλωσα με όλη μου την αγάπη. Αλλά, μας βρήκαν.
Έπρεπε να φύγω, ξεχάστε με μέχρι να επιστρέψω σπίτι μας μαζί τον πατέρα σας! Μόνο αν ακουστεί η ιστορία μου θα σπάσει η κατάρα. Εμένα δεν με άκουσαν ποτέ, με λένε διαβολική και εξορισμένη. Η κατάρα του πέρασε στους αιώνες και ο τίτλος «παιδοκτόνος» γράφτηκε δίπλα από το αληθινό μου όνομα. Μου δόθηκε το όνομα Εύα, για κάλυψη. Μια κάλυψη που με πονάει σαν σκοινί στον λαιμό. Είμαι δίπλα σας και σας καμαρώνω. Αδημονώ να σας αντικρίσω και να σας νιώσω ξανά. Περιμένω να σας πασαλείψω σα μάγουλα με το κόκκινο κραγιόν, που φοράω πάντα.
Έλλη μου, πρωτότοκη μου, πρόσεχε τα κόκκινα μαλλιά σου, σα να ήτανε δικά μου.
Λίλα και Βενετία, δίδυμες μου, προσέξτε τα μπλε και καφέ μάτια σας, σα να ήτανε δικά μου.
Αφροδίτη, Θεά μου, πρόσεχε την ομορφιά σου, σα να ήτανε η δικιά μου.
Νάβι, αγάπη μου, κάνε το όνομα σου ξεχωριστό, σα να ήτανε δικό μου.
Ιουλία, μικρή μου, κάνε το σπίτι όπως σ' αρέσει, σα να ήτανε δικό μου.
Μη ξεχνάτε πως θα είστε για πάντα οι κόρες μου. Οι κόρες της (Εσμέ).
Κοίταξα τις αδελφές μου, αφού έκλεισα το ημερολόγιο. Ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Για τη μαμά.
«Από που αρχίζουμε;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το συγκεκριμένο διήγημα δημιουργήθηκε για έναν πανελλήνιο διαγωνισμό.
Ήξερα πως εσύ θα το εκτιμούσες πάρα πολύ.
Θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο. Μα, θα γέμιζε ολόκληρο το τετράδιο. Μπορεί να με έλεγαν πολύ συναισθηματική. Οπότε περιοριστικά σε αυτές τις λέξεις.
Ωστόσο, όλες κάποτε υπήρξαμε μια Εσμέ.
Καμία πλέον δεν είναι μόνη.
Να προσέχεις.
Φιλάκια πολλά,
Στέλλα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top