Κεφάλαιο Δώδεκα - Αναζητώντας την Αγάπη

Καλησπέρα αγαπημένοι μου ! Άλλο ένα κεφάλαιο γεμάτο έρωτα που ξετυλίγει σταδιακά το κουβάρι του παρελθόντος ! Αφιερωμένο σε όλους όσους με τιμούν με τις ψήφους και τα σχόλια τους κι εξαιρετικά στις αγαπημένες @Rose_17 DianaRay1 _Sumela_01 KikiKekaki Marypap15 Κοιμήθηκαν αντάμα με τις καρδιές τους να συγχρονίζονται στον ίδιο παλιακό παλμό που της ένωσε αιώνες πριν χαμένους .

Η πρώτες αχτίδες του ηλίου φώτισαν το πρόσωπο της εισβάλοντας με θράσος μέσα απο τα σπασμένα ξύλινα παραθυρόφυλα που χόρευαν σαν ξερόκλαδα στον ορμητικό αγέρα.

Πρώτη αντίκρισε τις φανταχτερές αχτίδες του η Μαρτινίκ η οποία δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου παρατηρώντας κάθε πτυχή του άνδρα που κοιμόταν πλάι της πλημμυρισμένη απο ευτυχία κι για πρώτη φορά γεμάτη απο ζωή .

Κάθε κύτταρο του δανεικού κορμιού της τραγουδούσε ανέμελες ερωτικές μελωδίες και άριες που ακόμη δεν είχαν γραφτεί αφιερωμένες μονάχα σε εκείνον ξεχειλίζοντας απο οξυτοκίνη την ορμόνη της αγάπης που έτρεφε αιώνες στην καρδιά μονάχα γι αυτόν .

Στήριξε το κεφάλι της στον καρπό της παρατηρώντας τον επίμονα να κοιμάται σαν μικρό παιδί με ένα χαμόγελο πληρότητας ζωγραφισμένο στα χείλη.

Ήταν ευτυχισμένος όσο εκείνη δεν έτρεφε αμφιβολίες περι αυτού κι ας γνώριζε καλά πως το γκρίζο σύννεφο θλίψης που επισκίαζε την καρδιά του στεκόταν πάντοτε εμπόδιο ανάμεσα τους δίχως να της έχει αποκαλύψει την αιτία αν και την υποψιαζόταν.

Χάιδεψε το πρόσωπο του απαλά απολαμβάνοντας την υφή του περιποιημένου λευκού δέρματος του κάτω απο τα μακριά λεπτά ακροδάκτυλα της.
《Καρδιά μου τώρα που επέστρεψα κανείς δεν θα επιτρέψω να μας χωρίσει δανείστηκα το σώμα της άτυχης Μαρτίνας για να βρίσκομαι κοντά σου κι αυτό θα κάνω..》ψέλλιζε ερωτικά στο αυτί του περνώντας την γλώσσα εσωτερικά τους.

Αναδέυοταν ανήσυχα χαμογελώντας σαν να απολάμβανε το ερωτικό της κάλεσμα στο έπακρο .《Αγάπη μου..μην μου το κάνεις αυτό πρωί πρωί..》μουρμούρισε νυσταγμένα .

《Αγάπη σου..χμ.. για να δούμε λοιπόν ποιά είναι η αγαπημένη που ονειρέυεσαι Ερρίκο ..;》ρώτησε δίχως να καταφέρει να χαλιναγωγήσει την γυναικεία ανασφάλεια της .

Χαμογέλασε πλατιά δίχως να ανοίξει ακόμη τα πανέμορφα εκφραστικά γαλανά μάτια του φώτιζοντας μονομιάς τον κόσμο της.
《Αμφιβάλλεις Μαρτινίκ ..;》ψιθύρισε λάγνα παθιασμένα καλύπτοντας αστραπιαία με το κορμί του το ξαναμμένο δικό της υποτάσσοντας μονομιάς τις άμυνες κάτω απο το άγγιγμα του.

《Αχ ..είσαι τρομερός τα κατάφερες και με αιφνιδίασες αγαπητέ μου..》πρόφερε έκπληκτη φιλώντας τρυφερά τα χέιλη του επιδιώκοντας ευθύς περισσότερα αφού ποθούσε να γίνουν ένα όσο τίποτα .

Τα μάτια που λάτρευε καρφώθηκαν στα δικά της με ένα παράπονο κρυμμένο πίσω απο τις φλόγες του πόθου που σιγόκαιγαν εσωτερικά.
《Θέλω τόσα να σου πώ μα..δεν τολμάω..είσαι γεννημένη για ευτυχία κι κοντά μου δεν θα την συναντήσεις..》πρόφερε θλιμμένα κατεβάζοντας το βλέμμα προτού δάκρυα κυλήσουν .

Με μια κίνηση έστρεψε το προσωπο του ξανα προς το μέρος της παγώνοντας παράλληλα τα συναισθήματα που ξεχείλιζαν ώστε να αντέξει τον πόνο μιας αποκάλυψης.
《Μην αποφέυγεις να με κοιτάξεις ..! Ποτέ σου δεν υπήρξες δειλός Έρρίκο δεν γίνεται να δειλιάσεις τώρα μίλα μου ανοιχτά τι μας χωρίζει πια ; Μήπως η Μαριμπέλ..;》

Για ακόμη μια φορά αποτραβήχτηκε σιωπηρά πνίγοντας τον πόθο βαθειά στο υποσυνείδητο του πείθοντας το κορμί που σθεναρά αντιστεκόταν πως αν της έκανε έρωτα θα την πλήγωνε βαθειά.

Σύρθηκε ως την άκρη του κρεβατιού πασχίζοντας να καμουφλάρει την αλήθεια που ίσως αναγράφονταν στις εκφράσεις του προσώπου πράγμα που δεν ήθελε να συμβεί .

Δεν ήταν έτοιμος να ανοίξει ακόμη τα χαρτιά του αντιμετωπίζοντας κατάματα την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο σμιλεμένο πρόσωπο της που λάτρευε να ατενίζει χαμογελαστό.

Έκρυψε το πρόσωπο του ανάμεσα στα δύο του χέρια ανακατέυοντας αναστατωμένος τα μαλλιά του δείχνοντας ποσο αφάνταστα πονούσε για όσα θα ξεστόμιζε.

Η Μαρτινίκ παράλληλα αγχωμένη ξεφύσιξε ανυπόμονα παίζοντας νευρικά με τα δάκτυλα της . 《Η σιωπή σου με τρελαίνει να πάρει η οργή μίλησε μου επιτέλους !》φώναξε έπειτα απο πέντε ολόκληρα βασανιστικά λεπτά σιωπής αγανακτισμένη με τις γροθιές της πλέον σφιγμένες .

Καθάρισε δειλά το λαιμό του αποφασισμένος πως δεν θα της αποκάλυπτε ακόμη την αλήθεια που του έκαιγε την ψυχή .
《Η Μαριμπέλ θα βρίσκεται πράγματι πάντοτε ανάμεσα μας ..》αποκρίθηκε κοφτά με φωνή σβησμένη .

《Τι ..είπες ;》ψέλλισε σαστισμένη επιζητώντας ευθύς εξηγήσεις 《Χθες βράδυ ξέχασες πως μου εξομολογήθηκες τον έρωτα που τρέφεις για μένα ; Βροντοφώναζες πως μ αγαπάς σαν τρελός ! Μα σαν ξημέρωσε το πρώτο φώς της ημέρας κάτι άλλαξε. Μετάνιωσες έτσι λόγια του ανέμου ήταν αλλα τουλάχιστον ξεκαθάρισε να πάρει τι νιώθεις και πάψε να παίζεις με τα αισθήματα μου !..》

《Οτι κι να αισθάνομαι είναι αναγκαίο να το θάψω μια για πάντα..》πρόφερε χαμηλόφωνα για ακόμη μια φορά αινιγματικά αποδεικνύοντας πόσο δύσκολο φάνταζε να της αποκαλύψει τον πραγματικό λόγο.

Σηκώθηκε όρθια βηματίζοντας αναστατωμένη πάνω κάτω φορώντας μονάχα τα φίνα μάυρα εσώρουχα της ένα σουτιέν διάφανο σε συνδυασμό με λευκές καλτσοδέτες κι ένα δαντελένιο κορσέ που αγκάλιαζαν το λεπτό ντελικάτο κορμί της ιδανικά .

Στην όψη της ο ανδρισμός του σκλήρυνε αφάνταστα αναγκάζοντας τον να παρατηρεί κάθε της κίνηση μαγεμένος απο το πιο πανίσχυρο ξόρκι εκείνο της σαγήνης.

Να πάρει επιθυμούσε όσο τίποτα να της κάνει έρωτα ακόλαστο για μια ολόκληρη αιωνιότητα συνεχόμενα αν..οι συνθήκες ήταν διαφορετικές απ οτι στην παρούσα φάση.

Η όψη του σφικτού προκλητικού σώματος της σε συνδυασμό με την πορσελάνινη ομορφιά του προσώπου τον καθιστούσαν αυτομάτως έρμαιο των πιο σκοτεινών ενστίκτων του.

Η καμπύλη του στήθους που ανεβοκατέβαινε γοργά καθώς ανέπνεε τον καλούσε μυστικά να γευτεί το μεθυστικό νέκταρ που ανάβλυζε απο τα μπουμπούκια τους.

Μα εκείνος σαν ανόητος αρνιόταν τόση σαρωτική ηδονή που θα μπορούσαν να βιώσουν μαζί ενώνοντας τα γεννετήσια ένστικτα τους σε έναν χορό αγάπης και πάθους.

Η ανάσα έβγαινε κοφτή πλέον κι απο τα ρουθούνια του συνάμα το στομάχι είχε δεθεί κόμπος μη μπορώντας να χαλιναγωγήσει την αδάμαστη επιθυμία να εξερευνήσει τα απόκρυφα σημεία της ως το ξημέρωμα.

Τα μάτια παρέμεναν ενωμένα σιωπηλά σε αντίθεση με τα αναμμένα σαν κάρβουνα κορμιά που βασανίζονταν βυθισμένα σε μια δική τους επίγεια κόλαση δίχως να βρίσκουν λυτρωμό κι ανάπαυση το ένα στην αγκαλιά του άλλου.

Άδραξε την ευκαιρία έχοντας διαβάσει εξεταστικά στις εκφράσεις του πόσο πολύ την ποθούσε και ευθύς στάθηκε εμπρός του προκλητικά με τα πόδια της μισάνοιχτα.

Το βλέμμα του σκοτείνιασε ομοιάζοντας με ουρανό δίχως άστρα μπροστά στην πρόκληση να αγγίξει την φωτιά όπου σίγουρα θα τον έκαιγε αν δοκίμαζε ολοσχερώς.

Διακρίνοντας το δισταγμό του άρπάξε το χέρι του με σκοπό να το ακουμπήσει η ίδια στην ξαναμμένη σάρκα της .
《Άγγιξε με είμαι δική σου και με αρνιέσαι ..δεν βλέπεις πως για εσένα γύρισα ..πως για σένα μόνον αναπνέω..;》ψιθύρισε προκλητικά με έναν βαθύ αναστεναγμό στα αυτί του.

Τα δάκτυλα του πλησίασαν την ευαίσθητη περιοχή της τρίβοντας απαλά το δέρμα της προτού αγγίξει για πρώτη φορά την ήβη της.

Τούτη την στιγμή τον πρώτο λόγο είχανε τα βλέμματα οι ψυχές και οι αισθήσεις ο χρόνος πλέον έχασε την σημασία του συνάμα κι οι ύπουλες λυπηρές σκέψεις.

Αναζήτησε στην ματιά την συγκατάβαση να βυθίσει τα δάκτυλα του στα βαθειά απύθμενα νερά της και αρκούσε μονάχα ένα αχνό πετάρισμα των βλεφάρων για να την λάβει.

Χάιδεψε κυκλικά το ευαίσθητο σημείο της απολαμβάνοντας τους έυηχους αναστεναγμούς που ξέφευγαν απο τα τρεμάμενα χείλη της καθώς στηριζόταν με ολόκληρο το βάρος της στους ώμους του.

Η έκσταση που τους ταξίδευε δεν περιγράφονταν με λόγια εως την στιγμή που τα μακριά λεπτά του δάκτυλα βυθίστηκαν στο κέντρο του πόθου της νιώθοντας πλέον κυρίαρχος του κορμιού της.

Το κύμα πάθους που σάρωσε και τους δύο φάνταζε λάβα υγρή που χυνόταν αργά κι βασανιστικά σε ένα πέλαγο πόθου διχως να χάνει την ισχύ της.

Αρμένισαν σε ένα ερωτικό σεργιάνι δίχως γυρισμό καθώς η φλόγα είχε θεριέψει πια εσωτερικά καίγοντας σαν χαρτί την ευαίσθητη λογική και τις ενοχές που την συντρόφευαν.

Αρπάχτικε απ τα μαλλιά του κραυγάζοντας παραδομένη ολοκληρωτικά στα χάδια του καθώς τα επιδέξια χέρια του έπαιζαν ηδονικά παιχνίδια εις βάρος της.

《Θέλω να σε νίωσω Ερρίκο μην μου το στερείς..》ψιθύρισε λαχανιασμένη πασχίζοντας να ελέγξει τις λειτουργίες του κορμιού που είχαν εκτροχιαστεί παντελώς.

Ιδρώτας ζεστός κυλούσε απο το μέτωπο του ενώ συνέχιζε ακάθεκτος να της χαρίζει απλόχερα ρίγη ηδονής που απογείωναν επιδιώκοντας αποκλειστικά την δική της ικανοποίηση .
《Σταμάτα θα..χάσω τον έλεγχο μου..!》ψέλλισε δειλά δίχως να υπάρχουν πλέον φρένα σε οτι είχαν ξεκινήσει.

Επιθυμούσε οσο τίποτα να αισθανθεί Εκείνο το μαγικό συναίσθημα της κορύφωσης που σε εκτίνασε στα αστέρια για μερικά μουδιασμένα δευτερόλεπτα .

《Τέλειωσε για εμένα Μαρτινίκ..αυτό θέλω αφέσου στο άγγιγμα μου κι νιώσε την έκσταση σε ολο το μεγαλείο της..》ψέλλιζε ανεβοκατεβάζοντας πλέον τα δάκτυλα του λες και πατούσε πλήκτρα στην μελωδία του πάθους τους.

Έλιωσε σαν κερί στα χέρια του αφήνοντας μονάχα μια δυνατή κραυγή ικανοποίησης να ξεφύγει απο τα πρησμένα απ τα φιλιά του χείλη της νιώθοντας τα σωθικά της να ανατινάσονται σαρωτικά.

Έπειτα σωριάστηκε στην αγκάλη του ευτυχισμένη ξεχνώντας όλα οσα τους χώριζαν ακόμη και την αποστολή της που όσο περνούσαν οι μέρες η άμμος στην κλεψύδρα σωνόταν.
《Άγάπη μου με έκανες να πετάξω..》ψιθύρισε στο αυτί του γελώντας ανέμελα σαν μικρό παιδί .

Χάιδεψε τρυφερά τα μεταξένια μαλλιά της ακουμπώντας την μύτη του στην δική της παιχνιδιάρικα εστιάζοντας στα γαλάνα γαλήνια μάτια της.
《Δεν έχω ξανανίωσει έτσι μαζί σου όλα ομορφαίνουν αποκτούν μορφή απ την δική σου..κι με μαγέυουν..》εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια.

《Υποσχέσου μου πως δεν θα με αφήσεις να χαθώ απ την ζωή σου ξανά..》

《Ξανά ; Γλυκιά μου μάλλον αυτός ο χώρος παραμένει φορτισμένος απο την ενέργεια της αείμνηστης σοπράνο κι του Έρικ κι προφανώς αυτό μας βλάπτει. Η αλήθεια μας όμως διαφέρει δυστυχώς απ την δική τους εμείς οι δύο δεν υπήρξαμε ουσιαστικά ποτέ ζευγάρι απλά τρέφουμε δυνατά αισθήματα ο ένας για τον άλλο ..》σχολίασε παγερά δίχως να αντιλαμβάνεται τι λόγια ξεστόμιζε.

Πάγωσε ξαφνικά λες και η μαγεία που του τύλιγε μετατρέπονταν σε κατάρα ξαφνικά δίχως να προλάβει να αντιδράσει.
《Πάλι με απωθείς ..! Βάζεις την Μαριμπέλ και την λογική πάνω απ την καρδιά σου και είναι λάθος δεν το βλέπεις..; Εγώ είμαι ήλιε μου κοίταξε με ολοζώντανη βρίσκομαι στην αγκαλιά σου με σάρκα και οστά δεν έχω πεθάνει γιατί οι βαθειές αγάπες ποτέ δεν χάνονται ποτέ ακόμη κι αν επέλθει σωματικός θάνατος ! Η ψυχή αναζητά απεγνωσμένα τρόπο να επικοινωνήσει με τον χαμένο έρωτα της μα δυστυχώς σπάνια βρίσκει διέξοδο οπως η δική μου..》ξέσπασε μονομιάς όσα αισθανόταν κρυφά.

Με αποτέλεσμα να την παρατηρεί άναυδος και μπερδεμένος μα δίχως να κρύβει τον θαυμασμό του αφού η δύναμη που έκρυβε μέσα της φάνταζε αλλόκοτη να συνάμα θελτική .

《Μιλάς παράξενα λες και επανήλθες απο κάποια άλλη ρομαντική εποχή ! Μα ο κόσμος πλέον καρδιά μου είναι σκληρός κι βάναυσος . Δεν πίστευα στον έρωτα έως την στιγμή που γνώρισα εσένα..κι μέσα απ τα όνειρα μου την ..αθώα Μαρτινίκ..》

《Άραγε για ποιά απο τις δύο τρέφεις συναισθήματα Ερρίκο..; Ξέρω είναι παράλογο που ρωτάω όμως είναι ανάγκη να γνωρίζω..》ψιθύρισε με φόβο νιώθοντας ξάφνου τις σκιές δύο γυναικών να στέκονται εμπόδιο στον δρόμο της καρδιάς του.

《Χα.. έλα τώρα αγάπη μου τι έρωτηση ήταν αυτή μα φυσικά για εσένα θα ήμουν θεότρελος εαν δενόμουν με μια οπτασία του μακρινού παρελθόντος. Δεν σου κρύβω όμως πως η ιστορία της με αγγίζει βαθειά δεν έχεις ιδέα τι πέρασε μέσα σε τούτο το οίκημα..》

Το βλέμμα ξάφνου γέμισε θλίψη το ίδιο και τα μάτια της που εξέπεμπαν πόνο εγκατάλειψη κι άλλα χιλιάδες ανομολόγητα αισθήματα.

Σηκώθηκε απο τα γόνατα του πλησιάζοντας αργά προς το σπασμένο παράθυρο που έβλεπε στην ανατολική πτέρυγα του πύργου οπου φιλοξενούνταν τα σκοτεινά υγρά μπουντρούμια.

Διέκρινε κιόλας τον εαυτό της να βαδίζει ανάμεσα στις φυλλωσιές των φυτών μονάχη πασχίζοντας να γαληνέυσει μις ψυχή που της έκαναν κομμάτια.

Έσφιξε ασυναίσθητα τα χέρια γύρω απ τους ώμους της ξαναζώντας απ την αρχή όσα είχαν διαδραματίστει σε εκείνα τα φρικτά κελιά .

Κανονικά έπρεπε να έχει μισήσει τον δούκα επιζητώντας μονάχα την δυστυχία του ως τιμωρία για όσο πόνο την ανάγκασε να βιώσει .

Κοντά του γνώρισε για πρώτη και τελευταία φορά μια παλέτα συναισθημάτων άγνωστη μέχρι πρότινος .

Πέρασε απ την μια στιγμή στην άλλη απο την απόλυτη ευτυχία στην ακραία απόγνωση κι απ το πυκνό σκοτάδι της απώλειας στην λήθη της απόρριψης με ταχύτητα φωτός ανήμπορη να σταματήσει ετούτη την χιονοστιβάδα.

Απορούσε ενδόμυχα πως να βίωνε την ανταλλαγή η άμοιρη Μαρτίνα πίσω στον κόσμο των σκιών άραγε βρισκόταν ακόμη εν ζωή η μήπως είχε παραδοθεί ήδη στην αιωνιότητα χαρίζοντας της αγγόγυστα μια δέυτερη ευκαιρία ;
"Πρέπει πάση θυσία να επικαλεστώ τον φύλακα των ψυχών μονάχα εκείνος θα με διαφωτίσει σχετικά..!" Αναλογιζόταν αναστατωμένη στρέφοντας εκ νέου το βλέμμα της σε εκείνον.

Φορούσε αργά το πουκάμισο του σκυθρωπός με το κεφάλι του σκυμμένο λες κι ένιωθε ένοχος απέναντι σε εκείνη μα περισσότερο την Μαριμπέλ που δήλωνε ευθαρσώς πως δεν αγαπούσε.

Πλέον είχε χάσει τον έλεγχο ανάμεσα στο ψέμα κι την αλήθεια που χωρίζε μονάχα ένα λεπτό νήμα αναγκάζοντας την να ζεί σε ένα μόνιμο σκοτάδι.

Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της αγωνιώντας 《Για ποιό λόγο επισκέφτηκες αυτό το εγκαταλειμμένο κτίριο μεσάνυχτα ; Κάτι πρέπει να αναζητούσες κάνω λάθος ;》

Απέφυγε να την κοιτάξει σαν να ντρέπονταν για όσα είχαν προηγηθεί μεταξύ τους στρίβοντας ακόμη πιο βαθεία το μαχαίρι στην καρδιά της .
《Έχεις δίκιο αναζητούσα τις ρίζες μου ! Χθές ξέρεις έμαθα τι με ενώνει με τον Έρικ κι το παράξενο παρελθόν που αναστατώνει κάθε τόσο τα όνειρα μου..》

Στράφηκε απότομα προς το μέρος του νιώθοντας την καρδιά στο στήθος να καλπάζει καθώς η ελπίδα αναπτερώθηκε ξανά εσωτερικά .

Αν το αίμα των Λεβουά κυλούσε πράγματι στις φλέβες του τότε αποτελούσε γνήσιο απόγονο του καλού της αποδεικνύοντας περίτρανα πως το ένστικτο που την οδήγησε σε εκείνον δεν είχε κάνει λάθος.

Πλησίασε με δέος κοντά του ακουμπώντας με ζέση τα χέρια του ενθουσιασμένη. 《Τι σχέση έχεις λοιπόν με τον Έρικ ;》ψιθύρισε ερωτικά χαρίζοντας του ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο βγαλμένο απ την ψυχή της.

Την κοίταξε κατάματα αφήνοντας την να περιπλανηθεί στα μαγευτικά ανεξερέυνητα πελάγη των ματιών που κουβαλούσαν στο βυθό τους εκείνον απο το παρελθόν στο παρόν.
《Είμαι απόγονος της Δούκισσας Αννέτ αλλα δυστυχώς δεν γνωρίζω περισσότερα. Βλέπεις η μητέρα δεν θέλησε να μάθω ποτέ για την καταγωγή μου κι μάλιστα αναστατώθηκε πολύ όταν την ανάγκασα να μου μιλήσει για αυτή..》

Απο τα μάτια της έσταξε ένα δάκρυ συγκίνησης και συνάμα νοσταλγίας καθώς έμπροσθεν της βρισκόταν όχι απλά ο σωσίας του αγαπημένου της μα ο απόγονος του.

《Θεε μου..μπορώ κιόλας να αισθανθώ την παρουσία του σαν απαλό αεράκι να με περιτριγυρίζει χαμογελαστός όπως άλλοτε ολόγυρα μας! Θα σου φανεί παράξενο ίσως και τρελό μα το αίμα στις φλέβες σου μου μιλά ! Ερρίκο η μοίρα μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία ας μην την αφήσουμε να γλιστρήσει απο τα χέρια μας σαν άμμος !》ψέλλισε παρακλητικά δίχως να κρύψει την συγκίνηση που την διακατείχε.

Κατέβασε ενοχικά το βλέμμα δίχως να της αποκαλύπτει τα εμπόδια που τους κρατούσαν σε απόσταση ενώ μπορούσαν να βιώσουν τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις ανενόχλητοι .

《Μαρτινίκ..δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ σε θέλω..όμως τα λεγόμενα σου μου προκαλούν μονάχα απερίγραπτο πόνο διότι η ίδια μοίρα που επικαλείσαι με τόσο στόμφο και προσδοκία επισφράγισε οριστικά τον αποχωρισμό μας ! Για να σου ξεκαθαρίσω επιτέλους τι εννοώ μπορείς να υπάρχεις στην ζωή μου αλλα μόνο σαν ερωμένη..!》

Το στόμα της άνοιξε διάπλατα καθώς αισθανόταν ακόμη και τα υπολείμματα που είχαν απομείνει για καρδιά στο στέρνο της να σπάνε σε χιλιάδες κομματάκια στο άκουσμα αυτής της ανακοίνωσης.

Μεταμόρφωσε το πρόσωπο σε γρανίτη την καρδιά σε ατσάλι και με σφιγμένες γροθιές αποκρίθηκε με θάρρος .《Χάσου απο μπροστά μου αυτό το λεπτό και μην ξανάρθεις ! Ουδέποτε φανταζόμουν πως θα άκουγα τέτοια προσβολή απο τα χείλη που μέχρι πρότινος με φιλούσαν και εξομολογούνταν έρωτα !
Όλα ψεύτικα αποδείχτηκαν λοιπόν .. πολύ καλά γύρνα στην Μαριμπέλ αφού εκείνη αγαπάς κι εμένα ξέχνα με ! Άλλωστε.. ανήκω στο παρελθόν όλα άλλαξαν πια στην εποχή σας το συναίσθημα έχει εκλείψει παντελώς απ την ανθρώπινη ψυχή κι είναι τραγικό .. Τι με κοιτάζεις φύγε..!》ούρλιαξε με ολη την δύναμη της καλύπτοντας τα δάκρυα με τα χέρια ώστε να μην λυγίσει μπροστά του.

《Μαρτινίκ ..》μουρμούρισε ντροπιασμένος δαγκώνοντας με μανία τα χέιλη του απο αμηχανία.

《Τίποτα ..δεν επιθυμώ να ακούσω ακόμη ήσουν ξεκάθαρος με θέλεις μονάχα για ικανοποίηση ενω την άλλη για σύζυγο σου ! Καλή τύχη σου έυχομαι απ τα βάθυ της ψυχής μου..》ψέλλισε πνίγοντας λυγμούς και συναισθήματα που έπρεπε πάση θυσία να νεκρώσει.

Απέτυχε στην αποστολή της όλα είχαν αλλάξει ο Έρικ έζησε μονάχα μια φορά και ο χρόνος ποτέ δεν κυλούσε προς τα πίσω.

Παρόμοιο με τα ορμητικά ποτάμια το απάνθρωπο μέλλον κάλπαζε καμαρωτό εμπροσθέν της αφήνοντας ξοπίσω το όμορφο παρελθόν ξεχασμένο μια για πάντα.

Αισθανόταν την ανάσα του στην βάση του λαιμού της κι όσα πάσχιζε να εκφράσει βούηζαν στα αυτιά όμοια με εκατοντάδες επιθετικές μέλισσες μα πλέον για την ίδια όλα είχαν χάσει το νόημα τους .

Ήταν ένας άλλος άνδρας μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα ακόμη κι αν εμφανισιακά έμοιαζε με ζωντανή προτομή του Έρικ δεν διέθετε την ψυχή του.

Πουλούσε έρωτα σε γυναίκες εξαιτίας της φήμης που απέκτησε με την μουσική του και το ίδιο έπραξε με την ίδια.

Δεν αισθάνθηκε ούτε ψίγμα της απέραντης αγάπης που έτρεφε για τον πρόγονο του πρόθυμη να την προσφέρει απλόχερα σε εκείνον μονάχα αποτέλεσε προσωρινό παιχνιδάκι ενός δον ζουάν.

Αντικρίζοντας την παρουσία του ακόμη στο δωμάτιο τα αμέτρητα γιατί που έπνιγε ξεχύθηκαν εσωτερικά σαν χείμαρρος προκαλώντας ανεξέλεγκτο θυμό .
《Ακόμη εδώ είσαι ; Εξαφανίσου επιτέλους απ την ζωή μου άσε με να αναβιώσω την ανάμνηση του άνδρα που αγάπησα.. αφού εσύ δεν είσαι αυτός..》πρόφερε απογοητευμένη αποχωρώντας πριν απο εκείνον τρέχοντας προτού η θλίψη την ταπεινώσει περαιτέρω.

Έτρεχε στους σκονισμένους διαδρόμους του μεγάρου ξεσηκώνοντας σύννεφα αποπνικτικής σκόνης στο διάβα της αναζητώντας την μορφή του Έρικ να διαπερνά σαν φάντασμα τους ξεβαμμένους τοίχους προσφέροντας παρηγοριά μα δεν βρισκόταν πουθενά.

Ο αντίλαλος των λυγμών αντηχούσε στο άδειο εγκαταλειμένο οίκημα χαρίζοντας ζώη στην άψυχη κατασκευή του που στεκόταν πλέον απογυμνωμένο απο την παλιά του αίγλη θυμίζοντας τους ανθρώπους που έζησαν στο εσωτερικό του.

Κατευθύνθηκε προς το υπόγειο οπου είχαν κάνει για πρώτη φορά έρωτα στο μικρό πολεμικό καταφύγιο που την είχε οδηγήσει ανάμεσα στα στιβαρά χέρια του.

Πάνω στην αναταραχή που την διακατείχε σκόνταψε απρόσεχτα σε μια πέτρα οπου είχε ξεκολλήσει απο τον τοίχο πλάι της χτυπώντας ελαφρά στην μυτερή της επιφάνεια το μέτωπο της που αμέσως μάτωσε προκαλώντας ταυτόχρονα έντονη ζάλη.

Παρέμεινε για μερικά λεπτά στο σημείο πασχίζοντας να ξεπεράσει την ζαλάδα που ολοένα χειροτέρευε καθώς ο σκοτεινός διάδρομος στροβιλιζόταν μπροστά της σαν κινούμενος τρόχος συνάμα και τα χρώματα άρχισαν σταδιακά να ξεθωριάζουν στις οθόνες των ματιών της.

Ένιωθε αδύναμη όσο περνούσαν τα λεπτά διακρίνοντας μες την παραζάλη μερικές σταγόνες αίμα να χύνονται σαν δάκρυα στο πέτρινο λερωμένο δάπεδο παρασύροντας αργά κι το κορμί της σε βαθύ λήθαργο.
"Ίσως ήρθε η ώρα να επιστρέψω στον κόσμο των σκιών οπου ανήκω εφόσον η αποστολή μου απέτυχε παταγωδώς ..είμαι καταδικασμένη να ζήσω αιώνια χωρίς εκείνον.."αναλογίστηκε προτού σβήσει στο παγωμένο έδαφος.

Όσο για τον Ερρίκο αντί να τρέξει να φύγει όπως του ζήτησε με πρωτόγνωρη σκληρότητα αφού πρώτα την προσέβαλε με τον χειρότερο τρόπο.

Μερικά λεπτά χρειάστηκαν ώστε να αντιληφθεί το τεράστιο λάθος που έπραξε γι αυτό μετανιωμένος όσο ποτέ την αναζητούσε απεγνωσμένα στο χαοτικό μέγαρο με αποτέλεσμα να χαθεί περιπλανόμενος σε διαδρόμους κι δωμάτια που οδηγούσαν στο πουθενά.

Περπατούσε αργά με σκυμμένο το κεφάλι μεμφόμενος τον εαυτό του ως εχθρό πλέον έχοντας ανάγκη μονάχα την ζέστη αγκαλιά της να τον εξαγνίσει απο την βαριά του αμαρτία , μα εκείνη δεν βρισκόταν πουθενά λες και οι τοίχοι την είχαν απορροφήσει .

《Μαρτινίκ..!》φώναξε για πολοστή φορά με την φωνή του να επιστρέψει βροντερή χιλιάδες φορές στα αυτιά του δίχως κανένα σημάδι ζωής απο εκείνη λες κι επέστρεψε με κάποιο μαγικό τρόπο στο παρελθόν .

"Η μήπως η παρουσία της ήταν απλώς ενα αποκύημα της φαντασίας μου που λόγω του κλίματος θαμπώθηκε απο την αίγλη μιας άλλης εποχής...;》αναρωτιόταν οση ώρα διέσχιζε τον κεντρικό διάδρομο που είχε ονειρευτεί πολλές βραδιές.

Βάδιζε επιτέλους με σιγουριά γνωρίζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή τον χώρο που τον ξεναγούσε ο Έρικ και η Μαρτινίκ στα όνειρα του σαν παιδί που διδάσκονταν τα πρώτα του βήματα.

Διέκρινε στα μισά του διαδρόμου το πορφυρό φόρεμα της να ανεμίζει σαν πανί κάποιου πειρατικού πλοίου στον απαλό αγέρα που έπνεε αρμονικά απο το σπασμένο παράθυρο στο πλάι.

Προχώρησε ανήσυχος αντικρίζοντας την να κείτεται πεσμένη στο έδαφος αναίσθητη με μια ανοιχτή πληγή στο μέτωπο που κάλυπταν τα πυκνά μάυρα μαλλιά της .

Πανικός κατέλαβε ολόκληρο το κορμί του καθώς έτρεχε να την βοηθήσει δίχως να χάσει χρόνο , πλησιάσε κοντά της παρατηρώντας ευθύς πως το σώμα παρέμενε άκαμπτο πεσμένο άτσαλα στο πάτωμα ενώ το κεφάλι της βρισκόταν ακουμπησμένο σε μια ογκώδη πέτρα.

Γονάτισε ευθύς ακουμπώντας το στα πόδια του ψηλαφώντας γοργά το χτύπημα που είχε παρατηρήσει και νωρίτερα μα πίστευε αφελέστατα πως επρόκειτο για μια απλή αμυχή λανθασμένα.

Τα δάκτυλα του βάφτηκαν με το αίμα της που είχε σχεδόν σταματήσει να ρέει ασταμάτητα όπως στην αρχή μα παρόλα αυτά η ίδια κείτονταν χλωμή ανάμεσα στα δύο του χέρια προκαλώντας την έντονη ανησυχία του .
《Μαρτινίκ είμαι εδώ ..δεν σε άφησα γλυκιά μου άνοιξε τα υπέροχα μάτια σου κι μίλησε μου.. ξέρω πως είμαι ένας άθλιος αλλα πρέπει να σου εξηγήσω..》ψιθύριζε τρυφερά στο αυτί της μετανιωμένος.

Αγκάλιασε σφικτά το σώμα της προσφέροντας στην ψυχή του την χαμένη γαλήνη που αισθανόταν σαν βρισκόταν κοντά της για μερικά λεπτά βελούδινης σιωπής .

Οι σκέψεις συνέχιζαν να τον βασανίζουν ανελέητα όσο η σιωπή ανάμεσα τους είχε ακόμη τον πρώτο λόγο .

Μεμφόταν ξανά κι ξανά τον κακό του εαυτό που δίχως αιδώ τόλμησε να ξεστομίσει εκείνα τα απαξιωτικά λόγια λες και απευθυνόταν σε κάποια γυναίκα ελευθέρων ηθών μα η ίδια ήταν η εξαίρεση.

Η Μαρτινίκ δεν έμοιαζε με καμιά γυναίκα της σημερινής εποχής κουβαλούσε στις πλάτες της μιαν διαφορετική άιγλη αρχοντιάς που τον γοήτευε όσο ποτέ.

Εκείνη η ανεπιτήδευτη σεμνότητα που επιδείκνυε καθώς συνάμα κι ο τρόπος που του δινόταν φάνταζαν πρωτόγνωρα στα δικά του μάτια .
Καθότι απώθετε κυριολεκτικά τον εαυτό της ανάμεσα στα χέρια του επιτρέποντας του να την κυριεύσει ψυχή κι σώμα χωρίς δισταγμό.

《Έρικ σε καταλαβαίνω δεν γινόταν να ξεφύγεις απ τα δίκτυα της αυτό το πλάσμα σε μαγέυει σταδιακά εξουσιάζοντας ολοκληρωτικά τις αισθήσεις και συνάμα τις απόκρυφες επιθυμίες σου. Σου μοιάζω άραγε καθόλου ; Μόλις πλήγωσα την εύθραυστη ψυχή της σαν αχρείος πώς θα μπορέσω να επανορθώσω ; ..》μονολογούσε σαν τρελός παρατηρώντας το πορσελάνινο αψεγάδιαστο πρόσωπο της .
Επικοινωνώντας ουσιαστικά με ένα φάντασμα του παρελθόντος που πλέον είχε μετατραπεί σε διάχυτη αστερόσκονη απλωμένη κάπου στην αιωνιότητα .

《Κι όμως του μοιάζεις..》μουρμούρισε χαμηλόφωνα με τα μάτια σφαλισμένα φέρνωντας παράλληλα στο νού όσες φορές την είχε πληγώσει ο δούκας πολύ χειρότερα απ ότι ο Ερρίκος.

《Αγάπη μου έχασα την γή κάτω απο τα πόδια μου ..》ψέλλισε μετανοημένος πασχίζοντας να ορθώσει ξανά το οικοδόμημα μιας έλξης που κάνεις δεν γνώριζε που θα οδηγήσει βαδίζε στα τυφλά κι ομως παράδοξως του άρεσε.

《Μην με αποκαλείς μ αυτό το προσωνύμιο ! Παψε να προσποιήσε πως νοιάζεσαι για εμένα ενοχές υποκινούν τις πράξεις σου απλούστατα οχι αγάπη..》πρόφερε ζαλισμένη ακουμπώντας στα ζεστά του μπράτσα για τελευταία φορά καθότι πλέον δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις.

Είχε προσγειωθεί απότομα σε ένα μέλλον που μονάχα απάνθρωπο μπορούσε να το χαρακτηρίσει δίχως χώρο για συναίσθημα και ρομαντισμό.

Μιαν εποχή οπου η περιστασιακή ηδονή περιφέρονταν ως στέμμα στο κεφάλι κάθε ανθρώπου ξεχνώντας αξίες όπως ηθική και σεμνότητα που κάποτε επιβραβέυονταν απο την κοινωνία.

Σε μια τέτοια απογυμνωμένη εποχή πως θα μπορούσε η ίδια να ορθώσει ανάστημα διαγράφοντας ιδεώδη βαθειά ριζωμένα στην ψυχή που πλέον θεωρούνταν απολιθωμένα ;

Με τι είδους σθένος να ελπίζει πως θα ξαναβρεί μιαν αγάπη οπου έδυσε προτου καλά καλά ανθίσει έναν αιώνα πριν ;

Είχε εμπρός της έναν αλλο άνδρα πια που μονάχα εξ όψεως θύμιζε το αγαπημένο της αερικό που η μοίρα χώρι σε ακόμη και μετα θάνατον με το πιο σκληρό κι άδικο τρόπο.

Κανείς δεν είχε ιδέα πόσο οδυνηρός ήταν και παρέμενε αυτός ο αποχωρισμός για την ίδια μονάχα ο φύλακας των ψυχών έδειξε επιείκεια κι ανθρωπιά παρόλο που δεν ανήκε στο δικό μας γένος.

Αναλογιζόταν θλιμμένη αναβιώνοντας στιγμές και αναμνήσεις αποθηκευμένες ανάμεσα στα ερείπια τούτου του σπιτιού που αν είχε γλώσσα θα αφηγούνταν τα δεινά που πέρασε ένα προς ένα.

Αισθάνθηκε την παλάμη του να χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο της φέρνωντας στο νού την σαρωτική έκσταση που είχε διαπεράσει την σάρκα της κι τα λόγια που ακολούθησαν προ ολίγου νιώθοντας πλέον ατιμασμένη.

Η λεπτή ηθική της δεν χωρούσε να δίνεται απο άνδρα σε άνδρα κι ας το απαιτούσε η τρέχουσα εποχή της ανηθικότητας που πάσχιζε να ζήσει.

Η ψυχή της ανήκε μονάχα σε έναν αιώνια εκλιπαρούσε να ενωθεί μαζί του στην αιωνιότητα μα το σύμπαν συνέχιζε εγωιστικά να την αγνοεί .

Πετάρισε τα καταγάλανα μάτια της αργά αντικρίζοντας το πρόσωπο του για ύστατη φορά 《Βοήθησε με να σηκωθώ κι έπειτα είσαι ελέυθερος να επιστρέψεις σε εκείνη..》πρόφερε σκληρά κι ας πονούσε.

Η απογοήτευση ζωγραφίστηκε απ άκρη σ άκρη στο πανέμορφο καθάριο πρόσωπο του μα δεν την άγγιξε δίολου καθότι είχε αποφασίσει οριστικά το φινάλε τους.

《Μαρτίνα φέρθηκα σαν ανόητος συγχώρεσε με με παρέσυρε η θλίψη μου ούτε εγώ ξέρω πως ξεστόμισα εκείνες τις ελεινές φράσεις..》

"Μαρτινα ώστε λοιπόν εκείνη νομίζει ακόμη πως είμαι έπειτα απο τόσες συζητήσεις και εξομολογήσεις .."διαπίστωσε πικραμένη κι ας ήταν ήδη μπερδεμένη η κατάσταση έπειτα απ την ανταλλαγή.

《Μην απολογείσαι Ερρίκο ..μπορεί να μοιάζεις στον πρόγονο σου εξωτερικά μα το μέσα σου είναι αλλότριο ! Δεν σε κρίνω γι αυτό καθένας μας είναι μοναδικός στην γή και μια φορά την διαβαίνει. Έπειτα μετατρέπεται σε ομίχλη που βαδίζει το μονοπάτι της αιωνιότητας παρέα με άλλες άγνωστες ψυχές χαμένες που αναζητούν δικούς τους ανθρώπους στον απέραντο θόλο του ουρανού..》

《Μιλάς τόσο ποιητικά σαν να απαγγέλλεις μια θλιμμένη ραψωδία κάποιας άγνωστης αρχαιοελληνικής τραγωδίας ..! Τραγούδησε μου κάτι έχω ανάγκη η φωνή σου να με ταξιδέψει..》

Ευθύς οι κόρες των οφθαλμών της πλημμύρισαν δάκρυα συγκίνησης γυαλίζοντας σαν πολύτιμα πετράδια στο σκοτάδι της καρδιάς του.

Ύψωσε το κεφάλι της αργά βαστώντας την παλάμη του ανάμεσα στα κρύα χέρια της σαν φυλαχτό κι έπειτα απελευθέρωσε μονομιάς σαν πουλί φυλακισμένο την μαγευτική φωνή της . 《Θα σου τραγουδήσω έναν καημό πρωτόγνωρο που μου καίει τα στήθια αιώνες παγωμένους δίχως ανάπαυση να βρίσκω ..που να τρέξω να προσφύγω μήπως και αναπαυθώ ; Στο σκοτάδι δεν σε βλέπω και στο φώς δεν θα σε βρώ ! Κρύβω μέσα μου διαμάντια μα με ποιόν να μοιραστώ τόσο πλούτο κι αγάπη δίχως να καταστραφώ ; Έναν έρωτα έχω άχτι οσο έζησα και ζώ μα εκείνος σαν αδράχτι με τρυπά κι εγώ πονώ .
Σαν αφήσω την πνοή μου ήλπιζα πως θα σε δώ και αιώνια θα ζήσω σε παράδεισο μικρό. Μα η κόλαση είναι εδώ...δίχως αγάπη περπατώ μες τις φλόγες σε ζητώ μα δεν θα σε ξαναβρώ..》 κατέληξε με έναν δραματικό λυγμό να διαταράσει τις παλλώμενες χορδές της που τον ανατρίχιασαν σύγκορμο .

Η καρδιά του χτυπούσε γοργά ακανόνιστα το στόμα του είχε ανοίξει διάπλατα καθώς η ψυχή του υποκλίνονταν βαθειά στο πλάσμα που βαστούσε στην αγκαλιά του.
《Θέε μου ..αυτή η φωνή ..το χρώμα ο λυγμός μα και η πικρή ιστορία που διηγούνται με ενέπνευσαν να τα μελοποίησω με εσένα για μούσα μου . Είναι βγαλμένη απ τα όνειρα μου τούτη η χροιά στο ορκίζομαι πως μονάχα μια σοπράνο τραγουδούσε σαν εσένα η ..》

《Μαρτινίκ Ρακρουζέ αστέρι της όπερας των Λεβουά το οποίο έλαμψε μονάχα για λίγο προτού να πέσει καταγής κι σβήσει ..》συμπλήρωσε τραγικά την φράση του αποκαλύπτοντας ολόκληρο το όνομα της για πρώτη φορά έπειτα απο χρόνια που έμεινε στην ιστορία μονάχα με το μικρό της .

Στήλωσε το βλέμμα του επάνω της συνοφρυωμένος 《Πως γνωρίζεις τόσα πολλά για εκείνη την γυναίκα..; Το επώνυμο της δεν βρίσκεται καταγεγραμμένο πουθενά ούτε καν στα πρακτικά της όπερας !》

《Είναι κομμάτι της ψυχής μου η Μαρτινίκ ξέρεις ταξίδεψε δίχως βάρκα στα κύματα μιας αγάπης που σαν παλίρροια την ξέβρασε σε ένα βράχο κοφτερό οπου τελικά ξεψύχησε..》 πρόφερε σκουπίζοντας το δάκρυ προτού καν ακουμπήσει το δέρμα της.

《Γλυκιά μου τόσο πολύ έχεις πονέσει ;》πρόφερε συγκινημένος φιλώντας με πάθος τα χείλη που τον σαγήνευσαν απο το πρώτο λεπτό λες και γνώριζε απο χρόνια την υφή τους.

Χάθηκαν και οι δύο σε άλλο ένα μαγικό ταξίδι των αισθήσεων συναντώντας το απάνεμο λιμάνι τους καθένας ξεχωριστά καθώς η έλξη σαν μαγνήτης πίεζε να ενωθούν.

Τον έσπρωξε πρώτη αφήνοντας ένα κενό να αιωρείται βασανιστικά ανάμεσα τους 《Μην με διώχνεις..》ψιθύρισε ερεθισμένος πλησιάζοντας ξανά να την φιλήσει.

《Όχι Ερρίκο ..τα αμαρτωλά φιλιά σου κράτησε τα για την Μαριμπέλ η οποία είναι ήδη η μούσα σου εμένα δεν με χρειάζεσαι είμαι καλύτερα ..πήγαινε..》σχολίασε παγερά καθώς σηκώνοταν με δυσκολιά απο το σημείο που είχε σκοντάψει.

Απομάκρυνε τα χέρια του απο την μέση της και προχώρησε παραπατόντας προς το δωμάτιο απο όπου είχε εξέλθει με το κεφάλι ψηλά σαν πραγματική κυρία.

Ξάπλωσε στο μαλακό στρώμα πασχίζοντας να μυρίσει το ιδιαίτερο αρρενωπό άρωμα του Έρικ έστω μια υποψία του ανάμεσα στα σκεπάσματα .

Αγκάλιασε το μαξιλάρι της σκεπτική νιώθοντας πιο μόνη απο ποτέ μα δεν την ενδιέφερε πια έπραττε όπως όριζε η ηθική αφού η ύστατη ευκαιρία είχε χαθεί συνάμα κι η ζωή της.

《Φύλακα μπορείς να άρρεις την διορία μου ο Ερρίκος είναι ένας ξένος δεν πρόκειται ποτέ να αισθανθεί όσα ο Έρικ..》ψέλλισε σαν προσευχή μαζέυοντας το σώμα της κουβάρι πνίγοντας τον πόνο.

Μια αστραπή φώτισε μονομιάς το δωμάτιο καθώς μέσα απο πυκνές φλόγες αναδυόταν τυλιγμένος με την μάυρη κάπα του ο φύλακας των ψυχών που είχε επικαλεστεί .

Στάθηκε εμπρός της παρατηρώντας την με συμπόνοια δίχως ίχνος θυμού όπως τις προάλλες στην απροσδόκητη συνάντηση τους .

Ευθύς τίναξε την κάπα του αποκαλύπτοντας ολόκληρο το γαλήνιο φωτεινό πρόσωπο του που για πρώτη φορά αντίκριζε.

Οι κόρες των ματιών του έμοιαζαν με γυάλινες διάφανες σφαίρες τα χρυσαφένια μαλλιά του χύνονταν αρμονικά στους ώμους του ενώ το δέρμα του είχε την απόχρωση του χιονιού.
《Με κάλεσες και ήρθα όπως βλέπεις..! Γιατί υποφέρεις δίχως λόγο ; Κανείς δεν σε καταδίκασε σε τούτο το βασανιστήριο. Παράκουσα για πρώτη φορά τις εντολές του άρχοντα μου που είναι σπλαχνικός και δίκαιος για να σου προσφέρω απλόχερα την ευκαιρία να είσαι μαζί του κι εσύ με προσβάλλεις κατ αυτόν τον αποτρόπαιο τρόπο ;》ρώτησε αυστηρά με φωνή στιβαρή που απειλούσε να γκρεμίσει τους τοίχους.

Στράφηκε προς το μέρος του δίχως φόβο αφήνοντας τα ύστατα ανθρώπινα δάκρυα της να κυλήσουν στο δανεικό της σώμα προτού επιστρέψει στην λησμονιά.
《Λυπάμαι που σε απογοήτευω αλλα απέτυχα στην αποστολή μου ! Σε εξέθεσα και μου αξιζει να πληρώσω αυτή η κοπέλα που μου μοιάζει πρέπει να ολοκληρώσει το δικό της ταξίδι όπως έπραξα εγώ. Η ετυμηγορία είχε σφραγίσει πριν χρόνια την μοίρα μου δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω..》

《Σκέψου το καλά ! Δεν θα υπάρξει γυρισμός χάνεις μια για πάντα την επαφή με τον Ερρίκο ούτε κάν στα όνειρα δεν θα τον επισκέπτεσαι..》

《Δεν με χρειάζεται πια βρίσκεται εκεί οπου ανήκει και είναι ευτυχισμένος..》πρόφερε αποφασισμένη θανατώνοντας για δέυτερη φορά όνειρα και προσδοκίες που είχε αναβιώσει απο τις στάχτες τους.

Ένας κρότος τάραξε την ησυχία του μεγάρου τινάζοντας τις λεπτές ισορροπίες του Ερρίκου στον αέρα καθώς ο τρόμος τον κυριέυσε .
"Τι ήχος ήταν αυτός ; Έμοιαζε με πυροβολισμό ..ω θεε μου λες να την έχασα για πάντα ;" αναλογιζόταν βασανιστικά καθώς διέσχιζε τρέχοντας για δέυτερη συνεχή φορά τον αχανή διάδρομο.

Φθάνοντας στο κατώφλι του δωματιού η πρωτόγνωρη αφύσικη κόπωση που είχε αισθανθεί τις προάλλες επανήλθε δριμύτερη επιφέροντας του μια ανίκητη υπνηλία.

Άνοιξε την πόρτα αργά χτενίζοντας παράλληλα με βλέμμα θολώμενο το δωμάτιο αναζητώντας την λεπτή φιγούρα της προτού παραδοθεί στην νάρκη που τον κατάπινε για ακόμη μια φορά στην δίνη της.

Πλησίασε το κρεββάτι οπου τελικά σωριάστηκε αδύναμος δίχως να καταφέρει να υποτάξει υπο την δύναμη του το παράξενο αυτό φαινόμενο που κάθε φορά που το αισθανόταν παρέλυε ολόκληρος .

Ευθύς τα βλέφαρα του βάρυναν το σώμα άρχισε να αποχωρίζεται απο την ψυχή και στο είναι του κυριαρχούσε μια γλυκιά νάρκη που τον οδηγούσε σε ένα σκοτεινό δάσος που δεν είχε ξαναδεί στην ζωή του.

Περπατούσε μπερδεμένος στα βάθυ του νιώθοντας προδωμένος όσο ποτέ απ την μοναδική γυναίκα που αγάπησε η οποία κείτονταν αναίσθητη στο κρεββάτι του με τον οικογενειακό ιατρό του μεγάρου να την εξετάζει.

Όμως ο ίδιος πνίγονταν ανάμεσα απο τους τέσσερις τοίχους κουράστηκε να δίνει εξηγήσεις για την απρόσμενη αδιαθεσία της μέλλουσας γυναίκας του στους καλεσμένους που ρωτούσαν κάθε τόσο αδιάκριτα .

Πως να βρεί λόγια να εκφράσει την οδύνη που συντάρρασε σαν φουρτούνα την ζωή του ; Απόψε είχε χαθεί το πολυτιμότερο κομμάτι της ψυχής του η εμπιστοσύνη στην αγνότητα της Μαρτινίκ.

Με τι χείλη τον φιλούσε ; Με πόση ευκολία δέχονταν να θωπέυει το κορμί της κάθε βράδυ ένας ξένος αφήνοντας τις κερκόπορτες του ορθάνοιχτες στον καθένα ;

Άραγε αν την χαρακτήριζε πόρνη παραήταν τραβηγμένο ; Αναζητούσε στο λιγοστό μυαλό του λέξεις που να χαρακτηρίζουν γυναίκες έυκολες που δίνονται μονομιάς στον κάθε στερημένο αλλα μονάχα η συγκεκριμένη υπερίσχυε.

Ο ουρανός απο πάνω του συννεφιασμένος ακολουθούσε το βαρύ του βήμα απο ψηλά θλιμμένος κι αυτός απο τα καμώματα της .

Κάθισε κάτω απο ένα δέντρο κρύβοντας τον πόνο του κάτω απο τις πλούσιες φυλλωσιές του με μοναδική συντροφιά του ένα μπουκάλι ακριβό ουίσκι που θα κατέβαζε απόψε καίγοντας μαζι με τα σωθικά κι τις αναμνήσεις του.

Ένας κεραυνός συγκλονίζε την πλάση καθώς οι πρώτες διάφανες ψιχάλες πότιζαν το ξερό χώμα αντικαθιστώντας τα δάκρυα στις κόγχες των ματιών του.

Της άξιζε η χειρότερη τιμωρία η πιο αδυσώπητη απο όλες αφού δεν κατόρθωσε να του προσφέρει λιγοστή απ την αγάπη που ο ίδιος άπλωσε σαν χαλί στα πόδια να της να βαδίσει .

Ο εγωισμός του δεν τολμούσε να δεχθεί πως ερχόταν δέυτερος στην καρδιά μα κυρίως στο κορμί που κάθε τόσο στα υπόγεια του σπιτιού του στα μουλωχτά χάριζε σε εκείνον τον αχρείο.

Λικνίζονταν ερωτικά επάνω στο ιδρωμένο κορμί του σαν μια κοινή γυναίκα που συναντάς μονάχα στα κακόφημα σοκάκια της πόλης βογγώντας απο τα αμαρτωλά χάδια κι φιλιά στο μισοσκόταδο.
Όσο εκείνος σαν ανόητος ετοίμαζε έναν παραμυθένιο γάμο ανάμεσα τους που θα άφηνε εποχή.

Τα κρύα βράδια αφού είχε επιδοθεί σε άπειρα όργια με τον άλλον μπροστά του φορούσε μονομιάς το προσωπείο της αγνότητος ενώ επιζητούσε να πλαγιάσει και μαζί του σαν ακόλαστο θηλυκό που δεν χόρταινε τον έρωτα.

《Η άθλια είχε το θράσος να με αποκαλεί άνδρα της ζωής της κοροϊδεύοντας με κατάμουτρα ! Πως μπόρεσα να αγαπήσω μια ζητιάνα του δρόμου εγώ ένας μορφωμένος δούκας της καλής κοινωνίας διοικητής του γαλλικού στρατεύματος πώς ; Είχε δίκιο η μητέρα μου να πάρει όσο κι αν της εναντιώθηκα η Μαρτινίκ είχε στόχο μονάχα τα λεφτά μου διότι δεν διαθέτει ίχνος καρδιάς..!》φώναζε οργισμένος χωμένος στο ερημικό δάσος κοντά στο μέγαρο παρέα με την μοναξιά του.

Ξημερώματα προτού ακόμη φέξει ο ουρανός κι ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει απαλά έσυρε αργά τα μεθυσμένα βήματα του προς το σκοτεινό πλέον οίκημα που βουβό ανέμενε την τελική του ετυμηγορία.

Η μουσική είχε νεκρώσει συνάμα και τα γέλια είχαν σωπάσει οι έυθυμοι ήχοι απο τα ποτήρια που τσουγκριζαν οι καλεσμένοι θυμίζοντας ευτυχία κι αυτοί με την σειρά τους είχαν σβήσει μαζί με την αγάπη του.

Ο παλιός του εαυτός έμεινε ξοπίσω να κλαίει την χαμένη του αγάπη κάτω απο τις φυλλωσιές του δέντρου δίνοντας την θέση του σε έναν άλλο αμείλικτο άνδρα σκληρό σαν ατσάλι ο οποίος βιαζόταν να θέσει σε εφαρμογή επιτέλους την φοβερή εκδίκηση του.

Όση ώρα ένας άλλος Έρικ επέστρεφε στο οίκημα στην βιβλιοθήκη του σκοτεινού μεγάρου μια μυστική συζήτηση λάμβανε χώρα.

Η δούκισσα Αννέτ συνομιλούσε με τον έμπιστο φίλο της τον οικογενειακό ιατρό του μεγάρου μαθαίνοντας την συνταρακτική διάγνωση στην οποία είχε προβεί νωρίτερα εκείνος με απίστευτη προσοχή.

《Είσαι βέβαιος πως επρόκειτο για βιασμό ;》ρώτούσε σαστισμένη βηματίζοντας επάνω κάτω νευρική και συνάμα ανήσυχη στην υποψία πως ο γιος της ίσως ευθύνονταν για την κατάσταση της.

Με ύφος βλοσσυρό ο γιατρός έγνεψε καταφατικά δίχως να αφήνει περιθώρια πλέον στις εικασίες να αιωρούνται στο μυαλό της.
《Αγαπητή Αννέτ με γνωρίζεις τόσα χρόνια συνάμα και την δουλειά μου πιστεύεις πως θα έκανα ποτέ λάθος σε μια τόσο λεπτή διάγνωση..;》ρώτησε μελιστάλαχτα με μια δόση θλίψης στην φωνή του .

Περιφέρονταν με τα χέρια σταυρωμένα σε ολόκληρο το δωμάτιο σαν θηρίο σε κλουβί καθώς το πλουμιστό λευκό μακρύ λινό νυχτικό της σέρνονταν στο δάπεδο παρομοίως κι η ψυχή της.

《Πως θα προστατέψω τον υιό μου απο τούτο το σκάνδαλο ; Κάτι πρέπει να σκαρφιστώ αν και είμαι βέβαιη πως ουδέποτε θα προέβαινε σε μια τόσο απεχθή πράξη !》μονολογούσε χαμηλόφωνα ξεχνώντας πάνω στην ταραχή που την διακατείχε την παρουσία του γιατρού .

《Μην είσαι τόσο σίγουρη Αννέτ επέτρεψε μου να πάρω θέση για πρώτη φορά κι ας ξέρω πως θα θυμώσεις ! Εργάζομαι εδώ και χρόνια απο την αρχή της καριέρας μου σε σπίτια αριστοκρατών και έχω έρθει αντιμέτωπος με παντώς είδους βίτσια..》σχολίασε αφήνοντας το ξεκάθαρο υπονοούμενο να αιωρείται στην ατμόσφαιρα.

Στράφηκε αυστηρά προς το μέρος του υψώνοντας επιδεικτικά το πηγούνι της έτοιμη να τον επιπλήξει .
《Τι λέξη ξεστόμισες μόλις τώρα για τον γίο μου ; Βίτσια ; Το είπες αλήθεια; Είναι δυνατόν ένας ευγενικός άνδρας μορφωμένος σαν τον Έρικ να σκέφτει ποτέ τόσο αρρωστημένα ; Σε παρακαλώ να ανακαλέσεις αμέσως !》πρόσταξε κατακόκκινη απο ντροπή.

Ο άνδρας απέναντι της γέλασε πικρόχολα περνώντας την χρυσή του πένα ανάμεσα στα δάκτυλα του αμήχανα.
《Θα επιμείνω δούκισσα κι ας με απολύσεις ! Στην πολυετή καριέρα μου έμαθα να λέω αλήθειες όσο σκληρές κι αν είναι ! Η κοπέλα βιάστηκε με απίστευτη αγριότητα κι έπειτα ξυλοκοπήθηκε άλλωστε οι μώλωπες στο στήθος της αποτελούν αδιάψευστες αποδείξεις. Αν δεν την χτύπησε ο δούκας που αποτελεί τον μέλλων σύζυγο της άρα μοιράζεται μαζί του την κλίνη της τότε ίσως τον απατά αλλα και πάλι φαντάζει απίστευτο για την Μαρτινίκ..》

Στα μελί αστραφτερά μάτια της καθρεπτίστηκε ο τρόμος καθώς δεν όριζε πλέον τον προσωπικό της χώρο ένας βιαστής αλώνιζε ανενόχλητος ανάμεσα τους όσο η ίδια απολάμβανε την ανάπαυση της.

《Κάποιος άλλος είμαι σίγουρη όχι ό γιός μου αποκλείεται ! Για το θεό σε ικετέυω ράψε το στόμα σου θα σε πληρώσω αδρά όσα θέλεις αρκεί να το θάψεις μέσα σου ότι έγινε. Αυτο πρέπει να συμβαίνει απατά η άκαρδη τον γιό μου με κάποιον άλλο..!》πρόσθεσε θυμωμένη αναζητώντας απο κάπου να πιαστεί.

《Να το θάψω ; Ω λυπάμαι πολύ δούκισσα μα απο μόνη σου προδόθηκες ! Θλίβομαι περισσότερο που ενώ γνωρίζεις την αλήθεια προσπαθείς μάταια να καλύψεις τα αρρωστημένα γούστα του υιού σου είναι πραγματικά αξιολύπητο !》

《Τι λες άνθρωπε μου τρελάθηκες παντελώς ! Ο Έρικ είναι υπόδειγμα ηθικής ! Όσο για την ..κοπέλα θα ...επιβιώσει..;》τράυλισε αδύναμα προσανατολίζοντας αλλού την συζήτηση αφού στην πραγματικότητα ευχόταν να πεθάνει παίρνοντας στον τάφο το σκοτεινό μυστικό μια για πάντα.

Ύψωσε το φρύδι του αναγνωρίζοντας τους ελιγμούς που πάσχιζε επι ματαίο να κάνει σώζοντας μια ήδη χαμένη παρτίδα κουνώντας το κεφάλι του σκεπτικός.
《Ξέρεις τι με τρομάζει πιο πολύ απο τον θάνατο η αδιαφορία που πηγάζει απο την ψυχή σου για ένα πλάσμα που υποφέρει τούτη την στιγμή ! Και ναι θα ζήσει σε πείσμα όλων σας και θα γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Λεβουά !》πρόσθεσε δυναμικά αποχωρόντας ευθύς απο τον δηλητηριώδη χώρο που βρισκόταν καθώς η κακία μεταδίδεται σαν ασθένεια .

Η Μαρτινίκ κείτονταν ακόμη αναίσθητη στο ανθοστολισμένο κρεββάτι που υποτίθεται θα φιλοξενούσε τα ξαναμμένα κορμιά των δύο αρραβωνιασμένων μα πλέον το αριστερό πλευρό της ήταν αδειανό.

Η τελευταία υπηρέτρια αφού περιέθαλψε λιγάκι κατα τις οδηγίες του ιατρού την αιμορραγία αποχώρησε νυσταγμένη με βήματα βαριά και κουρασμένα.

Μια μυστηριακή τρομακτική ατμόσφαιρα αγκάλιασε την ύπαρξη της καθώς για όλους τους ήταν πλέον φανερό πως κάποιο σκοτεινό μυστικό πλανιόταν σαν φάντασμα στους διαδρόμους του μεγάρου.

Ξαφνικά η λαμπερή γιορτή των αρραβώνων μετατράπηκε σε κηδεία καθώς ο αφέντης συντετριμμένος μετέφερε λιπόθυμη στα χέρια του την Μαρτινίκ σκορπώντας ξοπίσω τους κόκκινες μικρές κηλίδες.

Ο γιατρός διέγνωσε αιμορραγία έπειτα απο επιπλοκές της εμμήνου ρύσεως μα για την πανέξυπνη μεσήλικη υπηρέτρια η διάγνωση φάνταζε απόλυτα ψευδής.

Βλέπεις είχε φέρει στον κόσμο με κόπο τα δύο απο τα τέσσερα παιδιά που κυοφόρησε ανεπιτυχώς λόγω αυξημένης κούρασης κι πείνας.
Γνώριζε απο πρώτο χέρι πως μια γυναίκα αιμορραγεί απο το ευαίσθητο σημείο της μονάχα σε δύο περιπτώσεις είτε εαν διανυέι φυσιολογικά τις ημέρες του κύκλου της είτε σε περίπτωση αποβολής του κυοφορούμενου εμβρύου.

《Ω μα αυτό είναι ! Γι αυτό ο αφέντης επίσπευσε τους αρραβώνες προτού αρχίσει να φαίνεται η κοιλιά της! Αυτός ο γιατρός τελικά είναι αδαής !》μονολογούσε σφυρίζοντας έυθυμα εισβάλοντας στους κοιτώνες που μοιράζονταν με τις υπόλοιπες κοπέλες.

《Άκουσατε ακούσατε μην κοιμάστε ξυπνήστε σας φέρνω μαντάτα που αλλού δεν θα μάθετε ! Ο Λεβουά περιμένει τον απόγονο ..αν τελικά επιβιώσει..》βροντοφώναξε καταμεσής του δωματίου ξυπνώντας όσες απο τις υπηρέτριες κοιμόνταν γελώντας χαιρέκακα εις βάρος της.

《Ε βέβαια δεν έχασε χρόνο η ζητιάνα το τύλιξε το κουτορνίθι και πλέον απο το δρόμο που περιφέρονταν γίνεται δούκισσα τρανή ! Αχ αλίμονο σε εμάς..》σχολίασε με ζήλεια η νεαρότερη απ όλες τις άλλες αγουροξυπνημένη .

《Εμ..δεν είναι όλες σαν εσένα κορίτσι μου που δεν μπορείς ούτε κηπουρό να σαγηνέυσεις άλλες κρύβουν σατανικά μυαλά μέσα στο κρανίο τους..》έδωσε συνέχεια κι η μητέρα της που την προόριζε μυστικά για τον δούκα.

《Ναι σιγά ένας τέτοιος γόης που θα έριχνε τα μάτια του στο αμόρφωτο δουλικό την θυγατέρα σου !》

《Πάψε εσύ κακάσχημη μαγείρισσα που απορώ πως ζούνε οσοι τρώνε τα καμμένα φαγητα που μαγειρέυεις..!》

《Πως τολμάς ανόητη ...》συνεχίζονταν η ανώφελη διένεξη μεταξύ του προσωπικού με φωνές και φασαρία παρα το περασμένο της ώρας.

Στην μέση μπήκε ο υποκινητής της νυχτερινής αναστάτωσης πασχίζοντας να χαλιναγωγήσει τα απωθημένα των δύο γυναικών.

《Πάψτε και οι δύο προτού οι αφέντες μας πετάξουν έξω στο κρύο ! Πάρτε το απόφαση πως εμείς για τούτη την δουλειά γεννηθήκαμε και για άνδρες αντάξιους μας ! Μην αναζητάτε τα ψηλά διότι η πτώση είναι ακαριαία...》τις έβαλε μονομιάς στην θέση τους ξαπλώνοντας παράλληλα φαρδιά πλατιά την αρίδα της εως οτου φέξει .

Για κακή τους τύχη όμως ο καυγάς τους δεν είχε περάσει απαρατήρητος απο όλους αφού το νέο της εγκυμοσύνης είχε ήδη φθάσει στα αυτιά της μοχθηρής Αμέλια που κρυφάκουγε κρυμμένη στο σκοτάδι.

Τα σχιστά στενόμακρα μάτια της γυάλισαν απο οργή όμοια με εκείνα του πεινασμένου λύκου που ακονίζει τα γαμψά νύχια για το πιθανό θήραμα του.

Ο θυμός βρυχόνταν εσωτερικά της τροφοδοτούμενος απο το άσβεστο μίσος που έτρεφε στην ψυχή της για την Μαρτινίκ για να συναντήσει στο τέρμα της διαδρομής τον φθόνο οπου σαν ωρολογιακή βόμβα περίμενε την κατάλληλη στιγμή να εκραγέι.

Έτριψε τις παλάμες της μεταξύ τους πασχίζοντας να τις ζεστάνει ενώ την ίδια στιγμή τα γρανάζια του σατανικού μυαλού της είχαν πάρει φωτιά.

《Πρέπει να μιλήσω στον Κασπάρ αμέσως τώρα εάν πράγματι είναι έγκυος η λύση είναι μονόδρομος..》ψιθύρισε πονηρά αφαιρόντας ευθύς τα μπορντό ψηλά μεταξένια τακούνια που φορούσε με σκοπό να τρέξει.

Μέσα σε τρία μόλις λεπτά διέσχισε την απόσταση απο το ισόγειο στον δέυτερο όροφο του μεγάρου οπου στεγάζονταν τα διαμερίσματα της τρέχοντας πανικόβλητη .

Λαχανιασμένη είσεβαλε στο δωμάτιο αντικρίζοντας τον άνδρα απέναντι της να χαμογελά ικανοποιημένος απολαμβάνοντας μια τζούρα απο το αγαπημένο του τσιγάρο περιχαρής.
《Καλώς την τι έγινε λοιπόν δεν θα με συγχαρείς για την επιτυχία του σχεδίου μου ; Περιμένω τα μισά απο τα φράγκα που θα πάρεις ως νυφικό δώρο απο την γριά μέγαιρα οπως συμφωνήσαμε..》

Πάσχιζε να αναπνέυσει φυσιολογικά εισπνέοντας και εκπνέοντας βαριά και ακανόνιστα δίχως να τολμά να αρθρώσει συλλαβή.

Ο χρόνος δυστυχώς δεν αποτελούσε πιστό συμμαχό τους γι αυτό έπρεπε έστω να ψελλίσει οσα είχε να του πεί πάση θυσία 《Πάψε ανόητε ..δεν έχουμε τελειώσει..με αυτή ..έχουμε πρόβλημα μεγάλο ..είναι έγκυος..》πρόφερε ασθμαίνοντας βαριά βαστώντας το στέρνο της.

Ο άνδρας ευθύς έσβησε το τσιγάρο με μανία στο πορσελάνινο σταχτοδοχείο εμπρός του χτυπώντας ταυτόχρονα νευρικά το πόδι του στο πέτρινο δάπεδο.
《Η ηλίθια διαχειρίζεται με επιτυχία τα αρχέγονα ένστικτα του δούκα με αποτέλεσμα να τον παίζει στα δάκτυλα εμποδίζοντας την επίδραση απο το πανίσχυρο ξόρκι..πρέπει πάση θυσία να την σκοτώσω προτού αποκαλύψει πως την βίασα.. !》ανακοίνωσε κοφτά δίχως ίχνος συναισθήματος στο σκληρό ανέκφραστο πρόσωπο του.

《Κάντο τότε γρήγορα και μεθοδικά όσο ο Έρικ λείπει διότι αν επιστρέψει ίσως την συγχωρήσει και αυτό δεν μας συμφέρει..θα βρεθείς ξαφνικά στην κρεμάλα..》

《Δεν χάνω χρόνο ! Με την επιρροή που ασκεί επάνω του σίγουρα τον έχει στο χέρι..κι δεν εχω σκοπό να πεθάνω εξαιτίας της..!》σχολίασε εξαγριωμένος πίνοντας μονορούφι όση σαμπάνια είχε ξεμείνει απο την λαμπερή δεξίωση.

Η Αμέλια έπεσε γελώντας μοχθηρά στην αγκαλιά του τρίβοντας επιδέξια το κάτω μέρος του παντελονιού του με τα ακροδάχτυλα της ερωτικά.
《Είσαι ο ήρωας μου Κασπάρ κι.. ξέρεις πόσο γενναιόδωρα ανταμοίβω την βοήθεια σου..》ψιθύρισε παίζοντας με τον ερεθισμένο ανδρισμό του πάνω απο το χοντρό ύφασμα.

《Αχ..ξέρω αλλα αν δεν σταματήσεις να με χαιδολογάς τόσο πρόστυχα δεν πρόκειται να την βγάλω απο την μέση..》πρόφερε κοφτά καθώς απολάμβανε στο έπακρο τα έμπειρα χάδια της.

Απομακρύνθηκε ευθύς κλείνοντας το μάτι πονηρά καθώς τον ξεπροβόδιζε αγχωμένη με την υπόσχεση της καυτής νύχτας που θα περνούσαν αφότου κατασπάραζαν σαν όρνεα την σάρκα της Μαρτινίκ.

《Καλή τύχη γλυκέ μου ένα να θυμάσαι πως μας περιμένουν αμύθητα πλούτη και ατελείωτη ευδαιμονία..!》ψιθύρισε χαιρετίζοντας τον γελώντας μοχθηρά..

Το μπρούτζινο στρογγυλό πόμολο του υπνοδωμάτιου υποτάχθηκε στην θέληση του δίνοντας του πρόσβαση στον χώρο οπου σαν την ωραία κοιμωμένη του παραμυθιού αναπάυονταν η Μαρτινίκ.

Τον χώρο φώτιζε αχνά το φώς του φεγγαριού που εισέρχονταν απο το παράθυρο καθότι δεν είχε ξημερώσει ακόμη η μέρα.

Η πούλια και ο αυγερινός έπαιζαν ακόμη ανέμελοι στα πλάτυ του ουρανού εως ότου υποδεχθούν τον επιβλητικό ήλιο επιστρέφοντας εκ νέου στις κρυψώνες τους μέχρι το επόμενο ξημέρωμα.

Ο Κασπάρ αρχικά χτένισε με το βλέμμα του εξονυχιστικά τον χώρο αναζητώντας έναν πιθανό μάρτυρα της πράξεως του μα για καλή του τύχη η Αμέλια είχε δίκιο την είχαν αφήσει ολομόναχη .

Πλησίασε στο κρεββάτι βαστώντας ένα παλιό σκουριασμένο περίστροφο ανα χέιρας παράσιμο του απο τους ναπολεώντιους πολέμους που είχε λάβει με επιτυχία μέρος το οποίο θα αποτελούσε για ακόμη μια φορά το φονικό του εργαλείο.

Όσο η Μαρτινίκ παρέμενε βυθισμένη στην νάρκη ενός γλυκού ονείρου εκείνος δίχως ενοχές κι ίχνος ανθρωπιάς με μια παγωμένη σφαίρα θα την έστελνε να κατοικήσει μόνιμα στα αστέρια.

Στάθηκε απο πάνω της κοιτώντας παγερά το θύμα του αντλώντας παράλληλα σαδιστική ικανοποίηση απο την θέα του ανήμπορου θύματος του.

Η αδρεναλίνη κυλούσε γοργά στις φλέβες ενεργοποιώντας τα άγρια ένστικτα του αρχάιου ανθρώπου εσωτερικά του λες και αναβιώνε μια τελετή θυσίας φάνταζε στο μυαλό του.

Δάγκωσε ερεθισμένος τα χείλη του διψώντας για αίμα ω ναι πως μπόρεσε να λησμονήσει την πρωτοφανή ηδονή που γέυτηκε σαν σκότωσε τον πρώτο στρατιώτη στην μάχη .

Δεν ένιωσε διόλου λύπη μονάχα μια απέραντη ευτυχία που μεταφέρονταν σαν θανάσιμο τραγούδισμα ολούθε στο κορμι του εκλιπαρόντας ολοένα για περισσότερα θύματα.

Παρόμοια συναισθήματα μίσους ικανοποίησης και ηδονής ανακατέυονταν και την δεδομένη στιγμή ενδόμυχα τον σαγήνευε η σκέψη πως εκείνος όριζε την ζωή της.

Με μια κίνηση άρπαξε το πουπουλένιο λευκό μαξιλάρι απο δίπλα της αντικρίζοντας δυό καταπράσινα μάτια να τον δικάζουν καθώς το θύμα του είχε πλήρη επίγνωση των σκοτεινών προθέσεων του.

Το αυστηρό βλέμμα της παραδόξως αφόπλισε τα χέρια του που σαν να υπάκουαν τις εντολές των ματιών της ευθύς παρέλυσαν με αποτέλεσμα το βαρύ όπλο να καταλήξει με κρότο στο δάπεδο.

《Τι μου έκανες ηλίθια ; Πως το προκάλεσες αυτό ; Έίσαι μάγισσα έτσι ;》ρώτουσε ολοένα θυμωμένος σκύβοντας να το σηκώσει.

《Τώρα θα δείς τι θα πάθεις βρωμερό θηλυκό αποχαιρέτα οριστικά τον αγαπημένο σου Έρικ διότι δεν θα τον ξαναδείς ! Εκείνος θα παντρεύεται με την κόμισσα Αμέλια κι εσύ θα αναπάυεσαι ειρηνικά στο κρύο κι άψυχο φέρετρο σου..!》αναφώνησε στοχέυοντας ευθύς στο κεφάλι με το δάκτυλο να πιέζει ελαφρά την σκανδάλη..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top