Κεφάλαιο Δέκα - Μοναδικός απόγονος
Αφιερωμένο με πολύ αγάπη σε όλους όσους με τιμούν με την ψήφο κι αντίστοιχα τα σχόλια τους και ειδικότερα στους @Rose_17 DianaRay1 KikiKekaki yoursweet_strawberry GeorgiaBali Marypap15 becauseimhappy95 MariaTsavala
Έπειτα απο την ελπιδοφόρα συνάντηση με τον φύλακα των ψυχών επέστρεψε ξανά στο σκληρό κρεββάτι του θαλάμου αφήνοντας πίσω τον πολυαγαπημένο της Έρικ .
Η καρδιά βροντοχτυπούσε ακόμη στο στήθος σαν ξεναγήθηκε ως τρίτος στα βιώματα και τις αναμνήσεις της προηγούμενης ύπαρξης της.
Έκλεισε τα μάτια σφικτά πασχίζοντας να ανακόψει την φορά του πόνου που έκαιγε σαν βιτριόλι ανάμεσα στις φλέβες της .
Πόσο είχε υποφέρει εκείνον τον καιρό κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει θα παρέμενε για πάντα μυστικό ανάμεσα σε εκείνη κι την Μαρτίνα της οποίας η μοίρα θα επισφραγίζονταν σύντομα.
Άλλωστε οι νόμοι του σύμπαντος είναι σαφής και απόλυτα τεκμηριωμένοι οπότε για όσο καιρό η ίδια παλεύει να κερδίσει την καρδιά του Ερρίκου τα δευτερόλεπτα πραγματικής ζωής της Μαρτίνας θα κυλούν αδιάκοπα αντίστροφα.
《Οι σκιές δεν δύναται να αλλάξουν πια μονάχα το παρόν είναι που μετράει..》ψιθύρισε αποφασισμένη να φύγει την ίδια κιόλας ημέρα απο το νοσοκομείο.
Δεν θα άφηνε τον άνδρα που αγαπούσε σαν τρελή να χαθεί μέσα απο τα χέρια της για ακόμη μια φορά βυθίζοντας την ψυχή της ξανά στην ανυπαρξία.
Θα γινόταν σύντομα όλο του το είναι ξανά θα ξυπνούσε ανομολόγητους πόθους στην ψυχή θα αναζοπύρωνε τις φλόγες μιας καρδιάς που χτυπούσε κάποτε στους ρυθμούς του ονοματός της.
Μα πλέον δεν είχε θέσει ως μοναδικό στόχο την καρδιά του αγαπημένου της Έρικ αφού σαν επέστρεψε στην ζωή απ τον κόσμο των νεκρών μια επιθυμία ξύπνησε εσωτερικά .
Όμοια με χείμμαρο που αν δεν κυλούσε ελεύθερος θα καταπόντιζε μονομιάς κάθε στόχο που περίτεχνα σχεδίαζε στο νού.
Με την βοήθεια του λαμπρού μέντορα της θα έχτιζε μια καριέρα απ την αρχή θα κατακτούσε τις κορυφές απ όπου την είχαν κατακρήμνιση κάποτε θα δόξαζε το όνομα της στους αιώνες.
"Ω ναι όλοι τους θα μιλάνε για εμένα παγκόσμια σύντομα θα πάρω εκδίκηση απο όσους με πολέμησαν κι ας έχουν παγιδευτεί στον χωροχρόνο πληρώνοντας τις αμαρτίες τους.." αναλογιζόταν πυρετωδώς με ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη.
Ούτε που κατάλαβε για πότε εισέβαλε στον χώρο ο Πέτρος φανερά θυμωμένος ακόμη μαζί της με ύφος βαρύ και πένθιμο την παρατηρούσε να χαζογελά με την θύμηση του.
Σταύρωσε τα χέρια στο στέρνο αναγκάζοντας βίαια το στενό καρό πουμάμισο να τεντωθεί επάνω στην σάρκα του .
《Μπορώ να μάθω τις σκέψεις που σου προκαλούν τόση ευτυχία γλυκιά μου η απαγορέυεται..;》ρώτησε ειρωνικά με την βαριά μπάσα φωνή του να διαταράσσει την αρμονία της στιγμής.
Μόρφασε ενοχλημένη αντιλαμβανόμενη την παρουσία του αντιπαθέστατου και συνάμα ενοχλητικού μνηστήρα της ο οποίος στεκόταν εμπόδιο σε πολλά απο όσα σχεδίαζε.
Τον παρατηρούσε για μερικά λεπτά απο την κορυφή εως τα νύχια απορημένη με το γούστο που διέθετε η ελληνίδα δικηγόρος .
Εμφανισιακά πράγματι ήταν πανέμορφος ψηλός ευθυτενής ρωμαλέος μελαχρινός με σκούρα καστανά μάτια μακριές βλεφαρίδες που παιχνίδιζαν κάτω απ το φώς του ήλιου .
Μα παρόλα αυτά για την ίδια παρέμενε ένας αγροίκος αυταρχικός που ήθελε να εξουσιάζει τις ζωές των άλλων αδιαφορώντας για την δική του κατεστραμμένη.
Ύψωσε υπεροπτικά το φρύδι της δίχως να αφήσει περιθώρια αμφισβήτησης το μοναδικό πρόβλημα που υπήρχε ήταν πως δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημα οσων της έλεγε .
Δεν γνώριζε Ελληνικά οποτε πάσχιζε να εφέυρει εναν τρόπο να αποκρύψει την πραγματική της ταυτότητα ώστε να μην γίνει αντιληπτή.
"Σκέψου ..σκέψου κάτι Μαρτινίκ υπήρξες οξυδερκής κάποτε ολο και κάποιο τέχνασμα θα εφέυρεις.. μα ναι ! Πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα αυτό θα πράξω..!" Αποφάσισε βιαστικά σαν η έμπνευση της χτύπησε την πόρτα.
Καθάρισε πρόχειρα λοιπόν τον λαιμό της πασχίζοντας να θέσει σε εφαρμογή την ιδέα της 《Ξέρεις Πέτρο κάτι περίεργο μου συμβαίνει τις τελευταίες ώρες και δεν μπορώ να θυμηθώ την μητρική μου γλώσσα..》σχολίασε δειλά μιλώντας γαλλικά .
Η όψη του άλλαξε μονομιάς συνοφρυώθηκε εκφράζοντας ευθύς αμέσως την δυσπιστία του 《Καινούργιο κόλπο αυτό τώρα ; Θα σταματήσεις να μιλάς ελληνικά για να κερδίσεις την καρδιά του λιμοκοντόρου ; Μαρτίνα ειλικρινά σου μιλάω εχω αρχίσει να εκνευρίζομαι..!》ψέλλισε απειλητικά μέσα απο τα δόντια του χρησιμοποιώντας την ίδια διάλεκτο με εκείνη.
《Καλέ μου ποιός σε κρατάει αφού σε ενοχλώ τόσο πολύ φύγε απο την ζωή μου και τραβα νέα γραμμή ..》αποκρίθηκε απαθέστατα πυροδοτώντας μια έντονη έκρηξη απο μεριάς του.
Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπεζάκι σίτισης που δέσποζε μπροστά απο το κρεββάτι σπάζοντας με μανία ένα μικρό λευκό βάζο που το διακοσμούσε .
Το πάτωμα γέμισε θρύψαλα και νερά ενω η καημένη κόκκινη παπαρούνα που κοσμούσε το βαζάκι μαράζωνε σταδιακά τσαλαπατημένη κάτω απο τα πόδια του.
《Τι νομίζεις οτι κάνεις πες μου ζητάς να χωρίσουμε έτσι απλά έπειτα απο τόσα χρόνια ευτυχίας που ζήσαμε μαζί ; Ησουν τα πάντα για εμενα Μαρτίνα η ύπαρξη μου ολάκερη πως μπορείς να με πετάς σαν σκουπίδι για έναν τυχάρπαστο μαέστρο ;》ξέσπασε απελπισμένος με μάτια βουρκωμένα .
Στην Μαρτινίκ ομως η θλιμμένη του όψη και συνάμα οσα της περιέγραφε με πόνο δεν προκαλούσαν ουδεμία συναισθηματική φόρτιση μονάχα λύπηση.
《Μάζεψε τα κομμάτια σου Πέτρο κι γύρνα στην πατρίδα κουράστικα να ελέγχεις κάθε μου κίνηση ευλαβικά βαρέθηκα ακους ! Φύγε !》φώναξε εκνευρισμένη με βλέμμα παγώμενο διχως ίχνος συναισθήματος ούτε καν απλής ενσυναίσθησης.
Δεν την είχε αντικρίσει ποτέ τόσο ψυχρή κι άπονη δεν είχε καν ιδέα πως διέθετε μια τέτοια σκληρή πλευρά κρυμμένη καλά απ τα αδιάκριτα βλέμματα τοσα χρόνια.
《Πως μπορείς να γίνεις τόσο κυνική μου λές ; Κάποτε έλιωνες στην αγκαλιά μου φώναζες πόσο πολύ με αγαπάς είχες δεχτεί να μοιραστείς μια ζωή μαζί μου κι τώρα ; Μην μου το κάνεις αυτό κι μίλα να πάρει στα Ελληνικά..πάψε να προσποιήσε πως είσαι Γαλλίδα..!》
《Δεν προσποιούμε ..ο γιατρός φαίνεται δεν σε ενημέρωσε ..! Έχω υποστεί εξαιτίας της δηλητηρίασης μια μικρή απώλεια μνήμης κι η μόνη γλώσσα που θυμάμαι είναι τα γαλλικά ..》πρόφερε δήθεν θλιμμένη σαν να ενσάρκωνε ρόλο στην όπερα.
《Η θεωρία αυτή απορρίπτεται ιατρικά γλυκιά μου μαλλον ξέχασες πως απευθύνεσαι εξίσου σε γιατρό ! Δεν δύναται ενα δηλητήριο να σβήσει πληροφορίες του εγκεφάλου..πάω αμέσως να του μιλήσω..》αντέδρασε ευθύς καταρρίπτοντας το ψέμα που είχε πλάσει με το μυαλό της .
《Περίμενε..οτι σου είπα ισχύει δεν θυμάμαι την μητρική μου γλώσσα μην προκαλέσεις αναστάτωση παρακαλώ..!》ψέλλισε παριστάνοντας την ζαλισμένη .
Άφησε το πόμολο προς στιγμήν γυρνώντας προς το μέρος της αναστατωμένος με χιλιάδες ερωτηματικά να μαστίζουν το μυαλό μα απο όλα υπερτερούσε ο πόνος του επικείμενου χωρισμού.
Στράφηκε προς το μέρος της μπερδεμένος αντικρίζοντας για πρώτη φορά εμπρος του μια άγνωστη γυναίκα την οποία καλούνταν να γνωρίσει απ την αρχή.
《Αν ισχύουν μια στο εκατομμύριο τα λεγόμενα σου τότε γλυκια μου οφείλουν να σε κατατάξουν στο βιβλίο των ρεκορ Guinness ! Δεν θα αφήσω μια ηλίθια θεωρία να αιωρείται στον αέρα θα το ψάξω βαθύτερα ! Επίσης μάθε πως δεν παραιτούμε τόσο εύκολα απο εσένα άυριο κιόλας επιστρέφουμε Ελλάδα !》πρόσταξε αυταρχικά λες και μιλουσε σε κάποιο αντικείμενο κι όχι σε οντότητα με σάρκα και οστά.
《Τι..πράγμα ..; δεν έχω να πάω πουθενά εδώ ανήκω και κανείς δεν θα με αναγκάσει να φύγω δια της βίας άκουσες αγροίκο !》ξέσπασε έντρομη με μάτια που εκτόξευαν φλόγες.
Μα παρά την πρωτοφανή ταραχή της ο ίδιος παρέμεινε αμέτοχος με ενα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης να κοσμεί τα λεπτά του χείλη που ίσα ξεχωρίζες μέσα απ τα πυκνά μούσια.
《Μωρό μου ξέχνα το σε εμένα ανήκεις κι κανείς δεν πρόκειται να σε πάρει απο εμένα είτε με το καλό είτε με το ..άγριο..!》σχολίασε αποχωρώντας με ύφος νικητή.
《Ηλίθιε σε γελάσανε αν νομίζεις πως θα σε αφήσω να με χωρίσεις απο τον αγαπημένο μου για δέυτερη φορά θα γίνω ύαινα αν χρειαστεί κι θα παλέψω..》μονολογούσε αναζητώντας λύση διαφυγής.
"Ελλαδα μα τι λέει δεν έχω να παω πουθενά αν φύγω απο εδώ ολα χάθηκαν δεν θα κερδίσω την αγάπη του ποτέ ξανά ούτε θα ζήσω κοντά του όσα μου στέρησαν ! " ήχουσε επίμονα ο εσωτερικός συναγερμός του μυαλού της δίνοντας έναυσμα σε ολόκληρο το δανεικό της σώμα να αφυπνιστεί.
Πανικός την κατέλαβε ευθύς ο χώρος πλέον την έπνιγε το αντίδοτο που έρεε στις φλέβες της σταδιακά θανάτωνε τα σχέδια που πάλευε να υλοποιήσει έπρεπε πάση θυσία να χαθούν τα ίχνη της.
Αφαίρεσε μονομιάς τον ορό απο το χέρι της ίσιωσε την μπλέ ιατρική ποδιά που φορούσε στήλωσε δυνατά τα πόδια της στο έδαφος και παρά την αδυναμία της σηκώθηκε.
Πάσχιζε να φύγει να χαθεί κι ας μην ήξερε που να πάει ένας ήταν ο προορισμός στο χάρτη της καρδιάς εκείνος που οδηγούσε στην κάμαρη του.
Οσο για εκείνη την ελεινή πριμαντόνα που σερνόταν σαν σκυλάκι στα πόδια του θα φρόντιζε η ίδια να την κανονίσει όπως της έπρεπε .
Άνοιξε την ντουλάπα αντικρίζοντας το υπέρλαμπρο κόκκινο φόρεμα που φορούσε στο ρεσιτάλ κρεμασμένο να την καλεί να το φορέσει κι έπειτα να φύγει.
Χιλιάδες φοβίες της έφραζαν όμως τον δρόμο που φάνταζε μοναχικός και κρύος αφού δεν είχε ιδέα για τον καινούργιο κόσμο στον οποίο είχε εισέλθει .
Που θα έβρισκε προσωρινό κατάλυμα εως οτου ανακαλύψει που διέμενε εκείνος καθότι το παλαιό αρχοντικό του θα πρεπει να είχε γκρεμιστεί εδω και χρόνια.
Άραγε να είχε αντικατασταθεί απο κάποιο μεγαθήριο σαν αυτά που κοσμούσαν τον τσιμεντένιο μικρόκοσμο που αντικρίζε εξωτερικά ; αναρωτήθηκε με θλίψη.
Μα αντι να αναρωτιέται σαν ανόητη αποφάσισε να το ανακαλύψει η ίδια φέρνωντας σαν στιγμιότυπο απο ταινία την διαδρομή ως το αρχοντικό στο νού της .
《Εκεί θα προσφύγω προσωρινά αναζητώντας καταφύγιο στην οικία οπου φιλοξένησε τις αναμνήσεις μου..》ψέλλισε φορώντας αποφασιστικά το φόρεμα οσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και σαν τον κλέφτη άρχισε να τρέχει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του κτιρίου αναζητώντας απεγνωσμένα την έξοδο.
Γύρω της αντικρίζε μονάχα απορημένα βλέμματα ανθρώπων και περαστικών που τύχαινε να βρεθούν στο διάβα της αφού σίγουρα το θέαμα μιας καλοντυμένης γυναίκας να τρέχει πανικόβλητη στους διαδρόμους ένος νοσοκομείου δεν αποτελεί καθημερινότητα.
Έτρεχε αδιάκοπα συναντώντας εμπρός της πόρτες βαριές άλλοτε κλειδωμένες άλλοτε οδηγούσαν σε κλειστούς χώρους και κρεββάτια μα πουθενά δεν διαφαίνονταν διέξοδος.
Για μια στιγμη μονάχα κοντοστάθηκε να ξαποστάσει παίρνοντας βαθιές ανάσες παρατηρώντας έναν νεαρό να την πλησιάζει με ενδιαφέρον .
《Σας συμβαίνει κάτι ..; Φαίνεσται αναστατωμένη..》σχολίασε παίρνοντας το θάρρος .
《Πραγματι κάτι ψάχνω ξέρετε χάθηκα και αναζητώ τρόπο να βγώ στην έξοδο του κτιρίου..》
Ο νεαρός χαμογέλασε φιλικά διώχνοντας μακριά σαν φύλακας άγγελος την άγνοια κι συνάμα την αγωνία που την κατέτρεχε.
《Γι αυτό ανησυχείτε ελάτε ακολουθήστε με θα σας βοηθήσω να ξεφύγετε απο εδώ..》ψέλλισε φιλικά προσφέροντας μια χείρα βοηθείας.
Περπάτησε για μερικά λεπτά λυτρωμένη στο πλευρό του έχοντας στο νού χιλιάδες ερωτήματα που επιθυμούσε να του θέσει μα δεν τολμούσε.
《Πως βρεθήκατε εδώ εσείς μια τόσο όμορφη κυρία..σας συνέβει κάποιο ατύχημα..;》άνοιξε ξανά την συζήτηση μαζί της.
《Κάτι άσχημο μου συνέβει είναι αληθεια ..σε ευχαριστώ για την βοήθεια..》αποκρίθηκε πλησιάζοντας προς την κεντρική πύλη μαζι του.
《Μια στιγμή πως είναι το όνομα σου ..θα ήθελα να σε ξαναδώ αν το θες κι εσύ μου έχεις κεντρίσει το ενδιαφέρον..!》
《Ξέρεις καλύτερα να ξεχάσεις αυτή την συνάντηση δεν ανήκω σε τούτη την εποχή προέρχομαι απ τις σκιές αναζητώντας μια χαμένη αγάπη..》ψιθύρισε αργά προκαλώντας φόβο στον συνομιλητή της.
《Αν το ήξερα πως ήσουν τρελή εξαρχής δεν θα σπαταλούσα τον χρόνο μου να σε ρίξω..》
《Που..να με ρίξεις δηλαδή ;》
《Α ..καλά εσύ κοπέλα μου δεν παίζεσαι είναι δυνατόν να κάνεις πως δεν ξέρεις που θέλουν ολοι οι άνδρες να καταλήξουν με μια γκόμενα ; Στο κρεββάτι φυσικά ..αλλα φαίνεται εσύ έχεις ένα θέματακι δεν θα καθίσω να ασχοληθώ άλλο σε αφήνω παρέα με την αιώνια αγαπη σου..》σχολίασε κοροιδευτικά γελώντας ηχηρά .
《Στο κρεββάτι..; Μα τι στο καλό συμβαίνει σε τούτο τον κόσμο που ήρθα που χάθηκε η άγαπη ο σεβασμός η τρυφερότητα ; Πως αντικαταστάθηκαν τόσο έυκολα απο ωμή χυδαιότητα όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής μου ;》μονολογούσε λυπημένη απ όσα διαπίστωνε οσο περνούσε η ώρα.
Απογοήτευση πλημμύρισε την ψυχή της σαν εξήλθε απ την κλινική παρατηρώντας τον κόσμο που είχε πλέον εμπρός της.
Καθένας ζούσε στην δική του πλασματική φούσκα που την γέμιζε ο ίδιος με οτι άρεσε στην ψυχή του αδιαφορώντας για τον αληθινό εξωτερικό κόσμο.
Αναρωτιόταν πως κατόρθωσαν οι ανθρωποι μέσα σε έναν μονάχα αιώνα να ξηλώσουν ότιδηποτε παλίο και όμορφο είχαν μέσα τους αντικαθιστώντας το απο πυκνό σκοτάδι .
Η τεχνολογία γύρω κάλπαζε μα ο άνθρωπος αντίθετα επέστρεφε στην αρχική του άγρια φύση επιτρέποντας στα ζωώδη ένστικτα να τον κυβερνούν αντίθετα απο την θεία βούληση.
Οι ψυχές των ανθρώπων που αντικρίζε ολόγυρα φάνταζαν μουντές και άδειες απογυμνωμένες σαν φύλλα στον βοριά έρμαια της κατάθλιψης που ξεχείλιζε απο κάθε κύτταρο τους.
Ζωή χωρίς ελπίδα χωρίς αγάπη νοιάξιμο αγκαλιά μπορεί να νοηθεί ; Για τα δικά της δεδομένα όχι μα για των υπολοίπων φάνταζε πλέον αρχή.
Πικραμένη ακολούθησε αργά τον δρόμο που θυμόταν πως οδηγούσε στο αρχοντικό που κάποτε στέγαζε την ευτυχία της .
Πέρνωντας απο διάφορα σημεία και πολυσύχναστες λεωφόρους νοσταλγόυσε την γαλήνη που κυριαρχούσε στα δικά της χρόνια.
Εκέινη την εποχή οι περισσότεροι δρόμοι ήταν αδειανοί με λιγοστούς διαβάτες καλοντυμένους και χαμογελαστούς οι περισσότεροι εξ αυτών ευγενικής καταγωγής.
Μα συνάμα όπως ένα νόμισμα διαθέτει δύο όψεις έτσι και η πόλη του φωτός και του πλούτου φιλοξενούσε στα σοκάκια του φτωχούς μουσικούς και διαφόρους καλλιτέχνες του δρόμου που πάσχιζαν δια της τέχνης τους να επιβιώσουν.
Σε μια εποχή ακρίβειας και πλούτου που κανένας περαστικός δεν νοιαζόταν αν κάποιος λαικός πέθαινε απο ασιτία στους δρόμους .
Ακόμη και τα μεταπολεμικά σισίτια δεν μπορούσαν να θρέψουν τόσους χιλιάδες εξαθλιωμένους άστεγους πολίτες που κράυγαζαν αγανακτισμένοι για βοήθεια κι ας κώφευαν όλοι ..!
Παρόλα αυτά κάνεις δεν έχανε την πίστη του στον θεό και το κουράγιο του και κάθημερινα έδιναν τον αγώνα τους βοηθώντας ο ένας τον άλλο .
Η φύση εκείνα τα χρόνια οργίαζε κυριολεκτικά καθώς το πράσινο κάλυπτε μεγάλο απο το μέρος της πόλης τα πουλιά κελαηδούσαν χαρωπά στα δέντρα κι την σιωπή διατάρασσε σπάνια καμιά άμαξα που τύχαινε να διαβαίνει τον κακοτράχαλο δρόμο βιαστική.
Σε αντίθεση με το σήμερα οπου οι κόρνες απο τα αυτοκίνητα έπνιγαν και συνάμα παρέλυαν τις αισθήσεις προκαλώντας ανεξήγητο ερεθισμό στο νευρικό σύστημα.
Πάσχιζε να ξεχάσει την αφόρητη ενόχληση που αισθανόταν σαν βάδιζε αμέριμνη σε άγνωστα μονοπάτια πλέον καθώς η πόλη που ήξερε φάνταζε πλέον αγνώριστη.
Μπροστά στον πύργο του Άιφελ κοντοστάθηκε συγκινημένη αφού μονάχα εκείνος στεκόταν αγέρωχος απο το παλαιό Παρίσι χαράσοντας αθόρυβα τον δρόμο που θα ακολουθούσε.
Κοίταξε ολόγυρα γυρίζοντας στο χθες στην βραδιά που καθισμένη κάτω απο το σιδερένιο κάλυμμα του αναζητούσε μια γωνιά για να κουρνιάσει μες την δυστυχία της.
Η βροχή ρήμαζε την πλάση σε συνδυασμό με δυνατές αστραπές που τράνταζαν τα θεμέλια του πύργου εκείνη την ημέρα ένιωθε απίστευτα μόνη .
Η βροχή της ψυχής συμβαδίζε με τούτη που έπεφτε απο τον ουρανό σαν ευλογία είχε μόλις θάψει την μητέρα της σε μια σεμνή φτωχική τελετή με λιγοστούς παρευρισκόμενους.
Τα δάκρυα ανακατέυονταν με τις σταγόνες που έβρεχαν το πρόσωπο της κρύβοντας απ το χαρούμενο ανέμελο πλήθος τον πόνο που κανένας δεν επιθυμούσε να ακούσει.
Κάθισε στο βρεγμένο πεζοδρόμιο αφαιρέσε τα σκισμένα παπούτσια της κι άρχισε να τραγουδά όσα ένιωθε η ψυχή της .
Η φωνή της έσπαγε που και που απ τους λυγμούς ο λαιμός πονούσε μα συνέχιζε ακάθεκτη οσο οι περαστικοί ευγενείς ως ένδειξη λύπησης πετούσαν στο μαύρο φόρεμα της μερικά ψίχουλα που ονόμαζαν φιλανθρωπία.
Ένας εξ αυτών κοντοστάθηκε εμπρός της χτυπώντας το μαύρο αριστοκρατικό μπαστούνι που κρατούσε στο δάπεδο έπειτα ένα λευκό γάντι ακούμπησε αργά το πιγούνι της σαν το ύψωνε να τον αντικρίσει.
Εκείνα τα γαλάζια σαν ουρανός μάτια χαράχτηκαν στην μνήμη απο τότε το σπλαχνικό του βλέμμα ξεχείλιζε ανθρωπιά μα κύριως καλοσύνη.
《Τι έχεις γιατί κλαίς τραγουδώντας ..;》ρώτησε εύλογα αφήνοντας τον υπηρέτη του να περιμένει καρτερικά στην άμαξα πίσω .
Κι προτού καν αρθρώσει μια συλλαβή εκείνος χάθηκε ανάμεσα στην πάχνη που είχε καλύψει την πόλη απ το πρωί λόγω της θεομηνείας.
Ακούμπησε την πλάτη συγκινημένη στον τσιμεντένιο τοίχο του τούνελ κάτω απο τον επιβλητικό πύργο του Άιφελ αφήνοντας τις αναμνήσεις να ξεχυθούν απ μέσα της όπως πάντα .
《Εδώ σ αυτό το σημείο σε πρωτο αντίκρισα αγάπημενε μου εκείνο το βαθυγάλανο βλέμμα σου που δεν θα ξεχάσω ποτέ οσο ζώ..》μονολογούσε κάνοντας ευχή στον άνεμο να μπορέσει να φέρει εις πέρας την αποστολή .
Έπρεπε πάση θυσία να σταματήσει τον επικείμενο γάμο που προγραμμάτιζε η Μαριμπέλ διαλύοντας για ύστατη φορά τα όνειρα που είχε πλάσει για εκείνον.
Εγκατέλειψε αργόσυρτα το σημείο συνεχίζοντας τον δρόμο προς το άγνωστο καθότι κανείς δεν γνώριζε αμ το αρχοντικό των Λεβουά έστεκε ακόμη όρθιο.
Σουρώπωνε σταδιακά στην ακοίμητη πόλη του φωτός ο ουρανός ήδη είχε αρχίσει να αποκτά μια ροζέ απόχρωση καθώς ο ήλιος σταδιακά έριχνε αυλαία.
Του άρεσε να χαζεύει την δύση και την ανατολή του ηλίου απο μικρό παιδί που την ατένιζε μαζί με την αγαπημένη του μητέρα η οποία τον έμαθε να αγαπά κι να θαυμάζει την δημιουργία.
Τούτη την ώρα ένιωθε άδειος ψυχικά λες και του είχαν ρουφήξει μονομιάς ολάκερη την ενέργεια και για κάποιο ανεξήγητο λόγο αισθανόταν πως κάτι είχε αφήσει πίσω του μισό.
Η Μαριμπέλ ήρθε απο πίσω του τυλίγοντας τα χέρια της στοργικά γύρω απο την μέση του σαν γατούλα που επιθυμούσε την προσοχή του αφεντικού της.
《Με ξάφνιασες ομολογώ..》σχολίασε ξέπνοος δίχως να στραφεί προς το μέρος της το μυαλό του συνέχιζε να βρίσκεται αλλού.
《Αγάπη μου που τρέχει ο λογισμός σου τόσο αφηρημένος είσαι πια που ούτε καν άκουσες το κινητό σου να χτυπάει..έλα να μιλήσεις στην μητέρα σου ..》σχολίασε προσφέροντας του το κινητό.
《Μητέρα τι κάνεις με συγχωρείς που χάθηκα αλλα με ξέρεις προετοίμαζα την συναυλία ευλαβικά ..》αστειέυτηκε περίτεχνα θέλοντας να αποφύγει τον εξάψαλμο.
《Καλά Ερρίκο μου σε ξέρω πόσο προσεκτικός είσαι σχετικά με την δουλειά σου μα έχεις και ένα.. οικογένεια πίσω στην Ελλάδα ..》τον μάλωσε μαλακά με την γνώριμη σπαστή προφορά λόγω της Γαλλικής καταγωγής της.
《Μια..οικογένεια μαμά μου τόσα χρόνια στην Ελλάδα και ακόμη δεν έμαθες να μιλάς άπταιστα τα ελληνικά..》έστρεψε αλλού την συζήτηση γελώντας.
《Χμ..πάλι αλλάζεις θέμα εξυπνούλη μου ! Εδώ βούηξε η Ελλάδα ολόκληρη σχετικά με την επεισοδιακή συναυλία σου μα καλά τι συνέβει στην σοπράνο ;》
《Πφφ..έπαθε δηλητηρίαση απο κάτι που έφαγε μητέρα πάντως αποθεώθηκε απο όλους ! Τι λένε εκεί αλήθεια τα μίντια για την Μαρτίνα ;》
《Α..ωστέ Μαρτίνα την λένε ! Διθυραμβικές μέχρι στιγμής οι κριτικές για εσάς λύσε όμως μια ακόμη απορία τρέχει τιποτα ανάμεσα σας ; Διότι απ οσο μπόρεσα να διακρίνω πρώτος έτρεξες κοντά της !》
Ξεφύσιξε αμήχανα επαναφέροντας στο νού του το ερώτημα που τον ταλάνιζε όλον αυτό τον καιρό απ όταν την είχε γνωρίσει ..》
《Όχι τίποτα απολύτως δεν συμβαίνει μεταξύ μας είμαι με την Μαριμπέλ οπως ήδη γνωρίζεις . Μητέρα κάτι ακόμη προτού τερματίσουμε την κλήση θα ήθελα να σε ρωτήσω αν γνωρίζεις κάποια αριστοκρατική οικογένεια που διέπρεψε στο παρίσι γύρω στο 1880 οι επωνομαζόμενοι Λεβουά ..;》
Ξερόκαταπιε έντονα με αποτέλεσμα να βήξει δυνατά στο άκουσμα του ονόματος των προγόνων της που οσο κι αν πάσχισε να θάψει εκείνοι έβγαιναν απο το πουθενά στην επιφάνεια.
《Μητέρα είσαι καλά μίλησε μου ..; Τα έχασες προφανώς κάτι γνωρίζεις..》
Δεν ωφελούσε να του κρύβει μιαν αλήθεια που θα ανακάλυπτε σαν επισκέπτοταν το κοντινότερο ληξιαρχείο εισέπνευσε βαθειά ψελλίζοντας.
《Το.. πατρικό όνομα μου ..είναι Λεβουά η προγιαγιά μου ήταν η δούκισσα Αννέτ ήταν η τελευταία επίσημη τουλάχιστον δούκισσα έπειτα όλα χάθηκαν..》
Η γλώσσα του δέθηκε κυριολεκτικά κόμπος καθώς η αληθεια τον χτυπούσε σαν κεραυνός κατακέφαλα έτσι εξηγούνταν τα παράξενα όνειρα με πρωταγωνίστρια την Μαρτινίκ αφού ο Έρικ κυλούσε στις φλέβες του.
《Πως μπόρεσες να μου κρύψεις μια τέτοια αλήθεια μητέρα πες μου πως ; Τόσο καιρό βασανίζομαι απο διάφορα παράξενα όνειρα στα οποία βιώνω κυριολεκτικά την ζωή του δούκα Έρικ..》
Η καρδιά της κόντευε να σπάσει απ την αγωνία που την κυρίευε γνωρίζοντας πράγματα που ο Ερρίκος σκόπιμα αγνοούσε .
Η ετοιμοθάνατη μητέρα την είχε ορκίσει να τον κρατήσει μακριά απο τις ρίζες του μιλώντας για μια κατάρρα που κουβαλούσε η οικογένεια εδώ κι αιώνες.
《Ω ελα τωρα γλυκέ μου Έρικ πιστεύεις αλήθεια αυτά τα χαζά όνειρα ; Θα σε παρακαλέσω να ξεχάσεις κάθε ανάμιξη σου με την οικογένεια αυτή για το καλό σου..》 ξέφυγε άθελα της κλείνοντας την πρόταση της.
Αμέσως πυροδότησε την ανθρώπινη περιέργεια εσωτερικά του θέλοντας παραδόξως να μάθει ολο κι περισσότερα για τους παράξενους προγόνους του.
《Είναι δικαίωμα μου να γνωρίζω τις ρίζες μου μητέρα με συγχωρείς αλλα πρέπει να κλείσω έχω δουλειά τα λέμε αργότερα μητέρα..》
《Μα Ερρίκο περίμενε παιδί μου..》οι διαμαρτυριές πνίγηκαν σαν έκλεισε το τηλέφωνο φουριόζος ανοίγοντας παράλληλα τον ασημένιο φορητό του υπολογιστή.
《Ει μωρό μου τι πράγμα σε αναστάτωσε τόσο πολύ ;》ευθύς τον πλησίασε η Μαριμπέλ φορώντας μονάχα το μάυρο κορμάκι που άφηνε τα καλλίγραμμα πόδια της ακάλυπτα .
《Έχω να κάνω μια έρευνα ..μόλις κατάφερα να εξηγήσω απο που προέρχονται τα αλλόκοτα όνειρα που με ταλανίζουν απο παιδί..》
《Δηλαδή ..;》
《Ο δούκας του οποίου πτυχές της ζωής ονειρεύομαι είναι προγονός μου κι μάλιστα κοντινός η μητέρα του ήταν προγιαγιά της μαμάς μου ..! Είμαι ίσως ο μοναδικός απόγονος των Λεβουά.!》
Έμεινε κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό μα συνάμα μια ικανοποίηση απλώθηκε εσωτερικά της αφού πλέον η περιουσία του θα φάνταζε αμύθητη.
《Τι μου λές τώρα γλυκέ μου ; Κοίτα να δείς που τόσο καιρό μιλούσε εσωτερικά το αίμα σου ..μα τι να θέλει άραγε να σου πεί ο δούκας κι σε επισκέπτεται..;》
《Αυτό μένει να το μάθουμε ευθύς αμέσως..》σχολίασε αναζητώντας στο διαδίκτυο την διεύθυνση του παλαιού αρχοντικού που έστεκε ακόμη όρθιο αν κι μισογκρεμισμένο.
Στην θέα του ένιωσε ενα δυνατό σκίρτημα κατάστηθα λες και σταματούσε η καρδιά του ενώ χιλιάδες αναμνήσεις ξεχύνονταν απο το πουθενά.
Στιγμές χαράς κι ευτυχίας σε αντικατοπτρισμό με διάφορες αναμνήσεις πόνου και δυστυχίας που στοίχειωναν ακόμη τους πέτρινους τοίχους.
"Μα απο που στο καλό μπορεί να θυμάμαι εγώ τέτοιες στιγμές τι μου συμβαίνει επιτέλους ..;" αναρωτιόταν μπερδεμένος νιώθοντας μια αλλόκοτη κόπωση να τον καταβάλει ξαφνικά .
Το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει τα μάτια να θολώνουν τα πόδια να μην συγκρατούν το βάρος του σώματος κι ευθύς ακούμπησε στο γραφείο πλάι του για να μην σωριαστεί.
《Ερρίκο τι έχεις..; Θεε μου τα μάτια σου είναι κατακόκκινα ..》αναφώνησε φοβισμένη η Μαριμπέλ η οποία ανέλαβε με το ντελικάτο σώμα της να στηρίξει το δικό του.
Τον συνόδεψε αργά στο κρεββάτι οσο ο ίδιος παραπατούσε σαν μεθυσμένος προκαλώντας ανησυχία στην μνηστή του η οποία τα είχε παντελώς χαμένα.
Του έστρωσε τα μαξιλάρια και τον βοήθησε να ξαπλώσει καθώς τα μάτια του είχαν σχεδόν σφαλίσει 《Αγάπη μου θελεις να καλέσω έναν γιατρό ; 》ρώτησε ανήσυχη .
《Είμαι καλά απλώς νυστάζω..》τράυλισε δειλά γυρίζοντας πλευρό αποκαμωμένος αφήνοντας τον εαυτό ελεύθερο να ταξιδέψει πίσω στον λαβύρινθο των παράξενων ονείρων..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top