Στέφανος
Ευσεβία Βατάτζη, μικρή αδελφή της Θεοδώρας. Η Θάλεια Ματίκα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τυχερός. Αυτό έλεγαν πάντοτε για τον μικρό Στέφανο. Ήταν ένα παιδί τυχερό και ευτυχές για τον εαυτό του και τους εξίσου τυχερούς που αποτελούσαν τον περίγυρο του. Είχε γεννηθεί ανάποδα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1452 κι ενάντια σε όλες της διαφωνίες και προσδοκίες ιατρών και μαιών, ο μικρός Φίλιππος είχε επιβιώσει της γέννας όχι όμως κι η μητέρα του η άτυχη Ιωάννα, που κοιμήθηκε γαλήνια από επιλόχειο πυρετό. Για να μεγαλώσει, όμως, με τη μητρική στοργή και να έχει κάποιον πάντα κοντά του -δεδομένων των συνεχών ταξιδιών του πατέρα του- ο σεβαστός Ιωάννης Σοφιανός είχε παντρευτεί ξανά το στερνοπούλι του ονομαστού δούκα Βατάτζη, την Ευσεβία. Ευτυχής άνθρωπος ο Βατάτζης πράγματι· η μεγάλη του κόρη νυμφεύθηκε τον απόγονο των Δουκών κι η μικρή τον μεγαλύτερο Έλληνα έμπορο. Κρίμα που ο ίδιος κι οι δυο γιοί του σφάχτηκαν κατά την Άλωση της Πόλης από τους Αγαρηνούς.
Το σημαντικότερο ζήτημα που είχε προκύψει τότε ήταν η περιουσία κι η κληρονομιά της. Δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο το ποσό της αποτίμησης των κινητών κι ακίνητων του υπαρχόντων, κι οι μόνοι συγγενείς πρώτου βαθμού που είχαν απομείνει ήταν οι δυο του κόρες· η Θεοδώρα κι η Ευσεβία. Η πρώτη ήταν χήρα με μια νεογέννητη μοναχοκόρη κι η δεύτερη παντρεμένη με τον Ιωάννη Σοφιανό μα άτεκνη, μητριά του μικρού Στέφανου. Όπως όριζε ο νόμος της κληρονομιάς, ολόκληρη η περιουσία πέρασε στον μοναδικό γαμπρό του, τον Σοφιανό, για να παραδοθεί αργότερα στον πολυπόθητο γιο του με την Ευσεβία.
Ωστόσο, μετά το μυστικό βάφτισμα των οχτώ τέκνων στο παρεκκλήσι του Ολύμπου, όπως ακριβώς είχε δεσμευτεί, ο Ιωάννης έστειλε τον γιο και τη σύζυγο του στο Παρίσι, στο παλάτι του βασιλέως Καρόλου, τον καιρό που η Γαλλία πάλευε να αποβάλει τον αγγλικό ζυγό από πάνω της για πάντα. Ο Εκατονταετής Πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωση του και τα πάντα επρόκειτο να κριθούν από μια και μόνο ημέρα σε ένα και μόνο μέρος.
17 Ιουλίου του 1453. Στην Καστιγιόν της Γασκώνης, κοντά στην ιστορική πόλη της Μπορντώ, οι αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις παρατάχθηκαν για μια τελευταία φορά. Από εκείνη την περιοχή είχε ξεκινήσει ο Πόλεμος πριν έναν περίπου αιώνα και επρόκειτο εκεί να τελειώσει.
Των Γαλλικών δυνάμεων ηγούνταν οι Άρχοντες Ιωάννης Μπυρώ και Πέτρος ο Δεύτερος, Δούκας της Βρεττάνης, Κόμης της Μονμάρτης και του Ρίτσμοντ. Μπροστάρης των Άγγλων ήταν ο Ιωάννης Τάλμποτ, ο θρυλικός πολέμαρχος που ονομαζόταν κι Αχιλλέας των Άγγλων, μολονότι εξήντα έξι ετών δεν είχε πρόθεση να αφήσει τον στρατό του και να παρακολουθεί τη μάχη ως παρατηρητής κι όχι στην πρώτη γραμμή, μαζί με τον τριαντάχρονο και συνονόματο γιο του και τον Ιωάννη της Φουά, τον Κόμη της Καστιγιόν, που ήρθε ευθύς να τους βοηθήσει, όταν έμαθε για την έλευση του Αγγλικού στρατού στα εδάφη του. Εκείνη την ημέρα που έμελλε να κρίνει τους επόμενους αιώνες, ο Στέφανος κι η θετή του μητέρα έφτασαν στην αυλή του Βασιλέως Καρόλου στο Παρίσι.
Οι δυο παρατάξεις διέθεταν περίπου εννέα χιλιάδες άνδρες η κάθε μια. Ο φοβερός και τρομερός Ιωάννης Τάλμποτ έφερε τριακόσιους εξαίρετους τοξοβόλους. Όταν ο ήλιος είχε σχεδόν μεσουρανήσει, οι Γάλλοι αντίκρισαν τον Αγγλικό στρατό να ορμά κατευθείαν πάνω στους τριακόσια πενήντα τους πυρόφεις, τα πιο τρομακτικά πυροβολικά όπλα που είχε δει ποτέ κανείς ως τότε. Ο Ιωάννης Μπυρώ, ο Αρχηγός του Γαλλικού Πυροβολικού, περίμενε υπομονετικά ώσπου να έχει τον Αγγλικό στρατό στην επιθυμητή απόσταση και διέταξε ψυχρά πυρ κατά βούληση.
Τα κανόνια ξεκίνησαν να ηχούν ως τα τύμπανα της Κόλασης. Τα πρώτα δευτερόλεπτα της μάχης αποτέλεσαν στιγμές αδιάκοπης σφαγής και μακελειού για τον Αγγλικό στρατό, με κάθε βλήμα να σκοτώνει ακαριαία δεκάδες. Πόδια και χέρια του Αγγλικού πεζικού πετούσαν στον αέρα, ενώ σώματα κομματιάζονταν και έλιωναν από την πύρινη λαίλαπα που τους εμβολιζόταν. Όταν ο Μπυρώ έδωσε το έναυσμα, ο Δούκας Πέτρος μαζί με το γαλλικό ιππικό κινήθηκαν προς το πεδίο της μάχης αργά και σταθερά. Η Αγγλική επίθεση έμοιαζε περισσότερο με καταστροφή πλέον, ωστόσο ο Τάλμποτ ο πρεσβύτερος δεν υποχώρησε, μα συνέχισε δυναμικά, θέλοντας να καταβάλει τους Γάλλους.
Παρόλα αυτά, οι επιτυχημένες επιθέσεις κι η έλευση του ιππικού που προσέφερε κάλυψη, επέτρεψαν στο πυροβολικό να οπλίσει τα κανόνια και να εξαπολύσει άλλη μια αρμάδα πυρός και σιδήρου. Αυτή τη φορά, ορισμένα τάγματα των Άγγλων κατόρθωσαν να περάσουν την θανατηφόρα απόσταση των στόχων των κανονιών και να πλησιάσουν επικίνδυνα τις Γαλλικές γραμμές, ωστόσο τους περίμεναν οι τοξότες και τους θέρισαν. Μετά από μισή ώρα ασταμάτητων κανονιοβολισμών, δόθηκε προσταγή στο Γαλλικό πεζικό να προχωρήσει. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ανδρών αποτελούταν από πρώην κακοποιούς, ληστές κι αρματολούς, οι οποίοι είχαν ορκιστεί πίστη κι υποταγή στον Βασιλιά Κάρολο και πολεμούσαν με ασύγκριτο πάθος και λύσσα. Αυτοί προκάλεσαν τεράστια ζημιά στο Αγγλικό πεζικό.
Ο γενναίος Τάλμποτ κι ο γιος του σφαγιάστηκαν εκείνη την ημέρα, πέφτοντας ηρωικά στη μάχη. Καθώς κόντευε μία το μεσημέρι, το Γαλλικό ιππικό διέλυσε και τα τελευταία Αγγλικά τάγματα που παρέμεναν αρτιμελή. Οι Άγγλοι επιζώντες έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, για να σώσουν τη ζωή τους. Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, όλες οι Αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις που υφίσταντο σε Γαλλικό έδαφος, είχαν καταρρακωθεί από τον στρατό του Βασιλέως Καρόλου. Οι Άγγλοι έχασαν τέσσερις χιλιάδες άνδρες ενώ οι Γάλλοι μόνο εκατό. Αυτή η μάχη έκρινε την οριστική νίκη των Γάλλων στον Εκατονταετή Πόλεμο, όπως κι η πτώση της Μπορντώ, της μονής Αγγλικής πόλης στη Γαλλία, μετά από τρεις μήνες.
Τα νέα της θριαμβευτικής νίκης έφτασαν στο παλάτι του Καρόλου, όταν εκείνος ρωτούσε την ηλικία του μικρού Στέφανου, διασκεδάζοντας με τη σπαστή γαλλική του προφορά.
«Μας συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, μονάχα δυο μήνες είχα στη διάθεση μου να του διδάξω Γαλλικά. Είμαι βέβαιη πως δεν κατόρθωσα πολλά ίσως και τίποτα,» απολογήθηκε ταπεινά η Αρχόντισσα Ευσεβία κι εκείνη τη στιγμή έφτασαν οι αγγελιαφόροι της νίκης. Αναγκαστικά, ο Βασιλιάς ανέβαλε την υποδοχή των Ελλήνων για μια άλλη ημέρα, διότι έπρεπε να εορτάσουν τα επινίκια.
Μετά από λίγες ημέρες, κλήθηκαν επιτέλους ξανά ο γιος κι η θετή μητέρα μα διεκόπησαν για άλλη μια φορά από αγγελιοφόρους του Βορρά. Ο Δούκας Φίλιππος της Βουργουνδίας ανακοίνωνε στον Βασιλιά του πως η Επανάσταση της Γάνδης, που είχε επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια ταλαιπωρήσει τη Βουργουνδία, είχε επιτέλους κατασταλεί ολοκληρωτικά. Τότε, όμως, ο Βασιλιάς δεν τους άφησε να φύγουν, παρά ένευσε σε ένα αγόρι που καθόταν κοντά του. Φαινόταν γύρω στα εφτά ή οχτώ έτη.
«Αρχόντισσα Ευσεβία, Στέφανε, θα ήθελα να σας συστήσω τον γιο μου Κάρολο. Θαρρώ με τον Στέφανο θα γίνουν εξαίρετοι φίλοι.» Ύστερα, ένευσε ξανά στο σπλάχνο του, που σήκωσε με ευκολία τον Στέφανο στα χέρια του και τον οδήγησε στον τεράστιο κήπο, όπου λίγο αργότερα τους είδαν να τρέχουν, με τον Γάλλο πρίγκιπα να διαθέτει αναμενόμενα προβάδισμα.
«Είναι μεγάλη τιμή να επιτρέπετε στον γιο μου τη συντροφιά του διαδόχου σας, Μεγαλειότατε,» είπε η Ευσεβία, διατηρώντας ουδέτερη έκφραση, ενώ μέσα της είχε εκπλαγεί ευχάριστα με μια κίνηση που δεν περίμενε.
«Είχατε δυο ψέματα στον λόγο σας, Αρχόντισσα μου,» παρατήρησε εκείνος, καθήμενος στον περίλαμπρο θρόνο του μέσα στους εκθαμβωτικούς του χιτώνες από την πρώτη στιγμή που τους δέχτηκε. «Πρώτον, ο Στέφανος δεν είναι γιος σας και δεύτερος ο Κάρολος δεν είναι ο διάδοχος μου. Ο πρωτότοκος γιος μου, ο Λουδοβίκος, είναι τριάντα ετών κι έχω να τον δω δέκα χρόνια. Μόνο μετά τον θάνατο μου θα δεχτεί να με ξαναδεί, για να πάρει το στέμμα από το κεφάλι μου και να το φορέσει.»
«Λυπάμαι, Μεγαλειότατε,» είπε ειλικρινά η Ευσεβία, «μα έχετε κάνει κι εσείς ένα λάθος.»
«Λάθος;» Απόρησε ο Βασιλιάς, σχεδόν συνεπαρμένος.
«Φυσικά. Ο Στέφανος μπορεί να μην είναι πάρα γιος του άνδρα μου, όμως είναι και δικός μου. Σύμφωνα με τα ιερά δεσμά του γάμου, όσα ανήκουν στον άνδρα μου ανήκουν σε εμένα και το αντίστροφο. Συνεπώς, θεωρώ τον εαυτό μου μητέρα του Στέφανου στο πνεύμα και στην ψυχή και αναγνωρίζω την ευθύνη της προστασίας κι ανατροφής του.»
Ο Βασιλιάς Κάρολος την κοίταξε με περιέργεια από την κορφή ως τα νύχια.
«Πόσων ετών είστε;» Τη ρώτησε απότομα και ξερά.
«Δεκαεννέα,» απάντησε η κοπέλα χωρίς δισταγμό.
«Εγώ πενήντα,» επισήμανε εκείνος. «Κι ομολογώ πως ποτέ μου ως τώρα δεν είχα γνωρίσει μια γυναίκα τόσο νέα και τόσο συνετή. Για αυτό, θα ήθελα την εξαίρετη ανατροφή που θα προσφέρεις στον Στέφανο να προσφέρεις και στα δικά μου παιδιά. Θα φροντίσω να οριστείς επικεφαλής των κουβερνάντων.»
«Με τιμάτε,» είπε σχεδόν δακρύζοντας από συγκίνηση η Ευσεβία κι υποκλίθηκε δουλοπρεπώς.
«Ως αντάλλαγμα, ο γιος σου θα λάβει την ίδια ακριβώς μόρφωση με τα δικά μου παιδιά. Είμαι βέβαιος ότι ο ρέμπελος διάδοχος μου θα χρειαστεί ένα λαμπρό μυαλό στο πλευρό του.»
«Λαμπρό μυαλό;» Απόρησε η Ευσεβία. «Μα πώς το καταλάβατε; Μόλις πριν λίγους μήνες ξεκίνησε να μιλά!»
«Δυο φορές μονάχα τον έχω δει και τις δυο φορές έλαβα εξαιρετικά νέα,» εξήγησε χαμογελώντας ο Βασιλιάς της Γαλλίας. «Μπορείτε να με θεωρήσετε προληπτικό, μα πιστεύω ότι με ένα τέτοιο εύτυχο παιδί κοντά μου, μπορώ ακόμα και να κατακτήσω την Αγγλία σαν δεύτερος Γουλιέλμος!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα πρώτα οχτώ χρόνια στη Γαλλική Αυλή πέρασαν σχεδόν παραμυθένια για τον Στέφανο Σοφιανό. Στα εννέα του χρόνια, είχε δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τον πρίγκιπα Κάρολο και την πριγκίπισσα Μαγδαληνή, το ίδιο κι η θετή μητέρα του, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του βασιλικού ζεύγους. Μέσα στα οχτώ αυτά χρόνια, ο Άρχοντας Ιωάννης Σοφιανός τους είχε επισκεφτεί μόνο δώδεκα φορές και μάλιστα οι διαμονές του ήταν ολιγοήμερες.
Όσο κι αν προσπαθούσαν με την Ευσεβία αυτές τις ελάχιστες νύχτες που διέθεταν ως ζεύγος για να τελέσουν τα καθήκοντα τους, δε φαινόταν να αποδίδουν καρπούς. Το μοναδικό παιδί του Ιωάννη Σοφιανού παρέμενε ο Στέφανος κι η Ευσεβία φαινομενικά άτεκνη, αν και ένιωθε τον θετό της γιο σαν δικό της και τον λάτρευε με όλη της την καρδιά.
Στις 22 Ιουλίου του 1461, ο Βασιλιάς Κάρολος άφησε την τελευταία του πνοή. Τότε, μια και μόνο ερώτηση κυκλοφορούσε στα στόματα όλων· Ποιός θα ήταν ο διάδοχος;
Ο πρωτότοκος γιος του, ο τριανταοχτάχρονος Λουδοβίκος, ήταν ο νόμιμος διάδοχος αλλά τα τελευταία είκοσι χρόνια οι σχέσεις με τον πατέρα του είχαν ψυχρανθεί εντελώς. Από την άλλη, ο δευτερότοκος γιος του Κάρολος ήταν δεκαπέντε ετών και φαινόταν ανέκαθεν η εύνοια που του είχε δείξει ο πατέρας του. Δεδομένων όλων αυτών, η επικρατέστερη άποψη ήταν ότι ο Κάρολος θα στεφόταν, μολονότι ο Δελφίνος ήταν ο Λουδοβίκος.
Μερικές ημέρες αργότερα, όταν τελέστηκε η κηδεία, έφτασε ο Δελφίνος στο παλάτι. Τότε, ο πρίγκιπας Κάρολος κλείστηκε στο δωμάτιο του πεισματικά κι η μητέρα του και πρώην Βασίλισσα Μαρία της Ανδεγαυίας στον γυναικωνίτη με την πριγκίπισσα Μαγδαληνή και την πιστή Ευσεβία με τον έντρομο μικρό Στέφανο.
«Μεγαλειοτάτη, αν θέλετε τη γνώμη μου, το Παρίσι δεν είναι πια ασφαλές μέρος για τη Μαγδαληνή,» είπε η Ευσεβία προσεκτικά. «Μόλις πριν λίγους μήνες δεχθήκαμε πρόταση γάμου από τον Κόμη Γκαστόν της Φουά για γάμο με τον γιο του. Η Γασκώνη είναι αρκετά μακριά από εδώ ώστε η πριγκίπισσα να είναι ασφαλής.»
«Πράγματι, μητέρα,» συμφώνησε η δεκαεπτάχρονη πριγκίπισσα. «Κανείς μας δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τις προθέσεις του Δελφίνου αδελφού μου. Δώσε την ευλογία σου για τον γάμο κι εγώ θα φύγω αύριο κιόλας.»
«Ας είναι,» είπε μελαγχολικά η Βασίλισσα. «Έχεις την ευλογία μου, κόρη μου. Μείνε ασφαλής.»
Δεν ήθελε να τη διώξει από κοντά της. Ήταν το μόνο παιδί που της είχε απομείνει. Τα περισσότερα της είχαν πεθάνει, οι δυο μεγαλύτερες κόρες της προ πολλού είχαν παντρευτεί κι οι δυο γιοί της επρόκειτο να αλληλοσκοτωθούν για τον θρόνο. Κοίταξε την Ευσεβία στοργικά, σαν να ήταν κι εκείνη κόρη της.
«Εσύ κι ο γιος σου θέλω να μείνετε κοντά μου για πάντα, όσο ακόμα ζήσω. Σου υπόσχομαι ότι θα εξασφαλίσω την προστασία σας ακόμα και μετά τον θάνατο μου.»
«Μεγαλειοτάτη, είστε πολύ ευγενής. Σας ευχαριστούμε,» της είπε η Ευσεβία, σφίγγοντας το χέρι του Στέφανου από συγκίνηση.
«Μητέρα, νομίζω ο φίλος μου δε θα καταφέρει να γλιτώσει αυτή τη φορά,» άκουσε το αγόρι στα πόδια της να ψιθυρίζει στα Ελληνικά.
«Τι εννοείς, αγόρι μου;»
«Ο Κάρολος διακινδυνεύει τα πάντα για κάτι που δεν του ανήκει. Δεν πρόκειται να νικήσει. Πρέπει με την πρώτη ευκαιρία να γονατίσουμε μπροστά στον Δελφίνο, μητέρα.»
Η Ευσεβία δεν εξεπλάγη από τη σοφή του δήλωση. Είχε συνηθίσει την ώριμη του νόηση και την εκτιμούσε βαθύτατα, ενώ ένιωθε υπερήφανη που το εννιάχρονο αγόρι διέθετε τόσο ξεχωριστή οξύνοια.
«Όλα στην ώρα τους, παιδί μου,» ήταν η μόνη της απάντηση.
Ο Δελφίνος στέφθηκε Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Ενδέκατος το Δεκαπενταύγουστο του ίδιου έτους, μόλις είκοσι τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Κάρολος, φαρμακωμένος από αυτό το γεγονός που θεωρούσε απίστευτα άδικο, έφυγε στη Βουργουνδία στον Βορρά, αναζητώντας υποστήριξη από τον κραταιό και συνονόματο του Δούκα. Μήνυσε στην Ευσεβία να τον ακολουθήσει με τον Στέφανο, μα εκείνη προφασίστηκε την υποχρέωση της απέναντι στην Βασιλομήτορα Μαρία κι έτσι παρέμειναν στο Παρίσι, στο παλάτι που πλέον τους φάνταζε εχθρικό, με έναν εντελώς άγνωστο τους άνδρα να φορά το στέμμα.
Τα πρώτα δυο χρόνια της Βασιλείας του Λουδοβίκου πέρασαν ήρεμα κι ομαλά για την ελληνική οικογένεια. Η Βασιλομήτωρ Μαρία φρόντισε να συνεχιστεί η εκπαίδευση του Στέφανου όπως ακριβώς κι όταν βασίλευε ο άνδρας της, ενώ κρατούσε την Ευσεβία κοντά της, φερόμενη σαν κόρη και πριγκίπισσα. Δεν ήταν απλώς η γοητεία της Ελληνίδας που μάγευε τη Γαλλική Αυλή μα κι η ευρυμάθεια, η οξύνοια, η ευγένεια και κυρίως η ταπεινότητα της.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1463, η Βασιλομήτωρ πέθανε στο Αββαείο του Σατελιέ όπου είχε καταφύγει και ξαφνικά οι δυο Έλληνες έμειναν χωρίς καμία απολύτως προστασία.
«Πρέπει να πάμε στη Βουργουνδία να βρούμε τον πρίγκιπα Κάρολο,» σκέφτηκε η Ευσεβία. «Εκείνος μονάχα θα μπορέσει να μας χορηγήσει το άσυλο που επιθυμούμε. Άλλωστε, είστε παιδικοί φίλοι.»
«Είναι φυγάς και προδότης,» τόνισε ο ενδεκάχρονος Στέφανος, που στη σκέψη πια ανταγωνιζόταν μεσήλικες. «Θα βρεθούμε στο στόχαστρο του Βασιλέως ως όμοιοι του.»
«Αν μείνουμε εδώ, αστέρι μου, δε θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε ποτέ ούτε οικονομική ούτε στρατιωτική βοήθεια για να προσφέρουμε στον ιερό μας σκοπό,» του εξήγησε η Ευσεβία, αγκαλιάζοντας τον στοργικά. «Είσαι ένας Σοφιανός, ένας αξιότιμος υπηρέτης των Βασιλέων της Ρωμανίας, ένα μυαλό ασύγκριτο και ξεχωριστό, που θα γράψει μόνο του τις σελίδες του στην Ιστορία.»
«Υποτιμάς τον εαυτό σου, μητέρα,» διαφώνησε ευγενικά ο μικρός. Οι σγουρές του τούφες έπεφταν στο μέτωπο του σαν κλαδιά ιτιάς, καλύπτοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τα μάτια του. «Μόνη σου έπεισες τον Βασιλιά Κάρολο να μας κρατήσει κοντά του σαν συγγενείς, όπως και τη Βασίλισσα Μαρία, με το δικό σου λαμπρό και ξεχωριστό μυαλό.»
«Είσαι ρήτορας, ήμουν βέβαιη πως θα προσπαθούσες να μου αλλάξεις γνώμη.»
Μητριά και γιος γέλασαν όπως ένιωσαν κι οι δυο ότι χρειάζονταν επιτακτικά, ενώ παρέμειναν αγκαλιασμένοι, αντλώντας ο ένας δύναμη από τον άλλον κι απέραντη αγάπη.
«Ας περιμένουμε,» αντιπρότεινε τελικά ο Στέφανος. «Αν χρειάζεται να φύγουμε, μπορούμε να πάμε στη Γασκώνη για να συναντήσουμε τη Μαγδαληνή μα αν μείνουμε εδώ και προσαρμοστούμε στην Αυλή του νέου Βασιλέως, θα φύγουμε από εδώ σε δέκα χρόνια με βασιλικό στρατό κι όχι με ενός τυχαίου Δούκα.»
«Λατρεύω την αισιοδοξία σου,» ψιθύρισε υπερήφανα η Ευσεβία και κρατώντας τον από το χέρι, έφυγαν από τη Βασιλική του Σαν Ντενί- του Αγίου Διονυσίου, το νεκροταφείο όλων των Βασιλέων, σαν τον δικό του ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη.
Ωστόσο, δεν πρόλαβαν να περπατήσουν ούτε εκατό μέτρα κι άκουσαν επίμονα, βαριά βήματα να τους ακολουθούν. Γύρισαν κι αντίκρισαν τρεις ένστολους άνδρες με τους θυρεούς των Βαλουά, προφανώς ανήκαν στη φρουρά της Αυλής.
«Είστε ο Στέφανος κι η Ευσεβία Σοφιανού;» Τους ρώτησαν παγερά.
«Ακριβώς,» αποκρίθηκε άφοβα η μητέρα.
«Ο Μεγαλειότατος θέλει να σας συναντήσει άμεσα,» είπε κάποιος από τους τρεις και τους συνόδευσαν με την περιβόητη φινέτσα στο παλάτι και στην Αίθουσα του Θρόνου.
Είχαν επιστρέψει στο μηδέν όπως ακριβώς πριν δέκα χρόνια. Η αβεβαιότητα, η απορία κι η αγωνία τους είχαν κατακλύσει. Δε γνώριζαν τίποτα για αυτόν τον Βασιλιά. Η Βασιλομήτωρ τον χαρακτήριζε καλύτερο από τον πατέρα του μα ήταν η μητέρα του κι ο πατέρας του δεν της ήταν πάντοτε πιστός. Συνεπώς, δεν μπορούσαν να βασιστούν στα λεγόμενα μιας απατημένης συζύγου κι ευγενούς μητέρας.
Ο σαραντάχρονος ηγεμόνας καθόταν στον θρόνο του ντυμένος σαν λαϊκός σχεδόν. Καμία λαμπρότητα, κανένα έντονο χρώμα δεν κοσμούσε το ευθυτενές του σώμα παρά μόνο ένα ταπεινό καφέ ένδυμα που θύμιζε περισσότερο στρατηγό εν αποστρατεία παρά Βασιλιά.
Προτού πεθάνει ο πατέρας του, είχαν ακούσει πως ζούσε ακραία, έκλυτα και αμαρτωλά μα η μορφή μπροστά τους παρέπεμπε σε έναν ήρεμο, συγκρατημένο κι αυτάρκη άνδρα, σχεδόν κοσμοκαλόγερο.
Τελικά, το Στέμμα πράγματι φέρνει στην επιφάνεια την πραγματική φύση των ανθρώπων, σκέφτηκε η Ευσεβία, καθώς μαζί με τον γιο της υποκλίνονταν μπροστά στον ηγεμόνα του χώματος που πατούσαν.
«Είστε Έλληνες με γαλλικούς τρόπους,» παρατήρησε ο Λουδοβίκος κι ο Στέφανος χαμογέλασε αχνά. «Η μητέρα μου είχε αρκετές φορές για εσάς. Εκείνη κι ο πατέρας μου εμφανώς σας εκτιμούσαν δεόντως.»
«Πράγματι, Μεγαλειότατε. Κι είμαστε ευγνώμονες για αυτό,» συμφώνησε η Ευσεβία.
«Γνωρίζω την υποχρέωση που έχει η οικογένεια μου στη δική σας,» συνέχισε ο Βασιλιάς. «Ο σύζυγος σας, Αρχόντισσα Ευσεβία, ο Ιωάννης Σοφιανός, δάνεισε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό στον πατέρα μου, για να ενδυναμώσει τον στρατό του και να κερδίσει τον Εκατονταετή Πόλεμο. Για αντάλλαγμα, ζήτησε μονάχα άσυλο για την οικογένεια του στην Αυλή μας. Ωστόσο, εσείς, όταν ήρθατε εδώ πριν δέκα χρόνια, κατορθώσατε να κερδίσετε την εμπιστοσύνη και την εύνοια του πατέρα του, σε σημείο που εσείς Ευσεβία αναθρέφατε τα μικρά μου αδέλφια κι εσύ Στέφανε λάμβανες Βασιλική μόρφωση, πράγμα το οποίο η μητέρα μου διατήρησε ως τον θάνατο της. Ρώτησα, λοιπόν, κι έμαθα, από καθαρή περιέργεια, γιατί τα έκαναν όλα αυτά οι γονείς μου για εσάς. Εμφανώς, ο πατέρας μου πίστευε ότι ο μικρός Στέφανος είναι εύτυχος για τον εαυτό του και τον περίγυρο του.»
«Έτσι πίστευε, είναι αλήθεια,» συμφώνησε ξανά η Ευσεβία, σφίγγοντας το χέρι του αγοριού, θέλοντας να αντλήσει λίγο θάρρος παραπάνω. Αυτός ο άνδρας τους μιλούσε ψυχρά, επίπεδα, ώστε δεν μπορούσε να καταλάβει τις προθέσεις του. Ίσως να ήθελε να τους κάνει κακό ή χειρότερα να κάνει κακό στον Στέφανο μονάχα.
«Ξέρετε, αν ο πατέρας μου ήταν μια φορά προληπτικός, εγώ είμαι δέκα. Πιστεύω στη μοίρα, στην τύχη, στα άστρα, στα όνειρα, σε κάθε πρόληψη που μπορεί να προνοήσει κάτι για το μέλλον,» κατέληξε ο Βασιλιάς κι οι δυο Έλληνες κρατούσαν την ανάσα τους. Τότε, σηκώθηκε από τον θρόνο του και πλησίασε τον αγέρωχο κι ατρόμητο Στέφανο. Τα καστανά τους μάτια ενώθηκαν και ακούστηκε μια αλλόκοτη ερώτηση, που επρόκειτο να καθορίσει την υπόλοιπη διαμονή τους στη Γαλλική Αυλή.
«Μικρέ, είμαι παντρεμένος με τη γυναίκα μου δώδεκα χρόνια και ξεκινήσαμε να τεκνοποιούμε πριν μόλις τρία. Όπως γνωρίζεις, έχουμε μια κόρη δυο ετών, την Άννα, και τώρα η Σάρλοτ μου είναι ξανά έγκυος, μετά από δυο αποβολές. Πιστεύεις ότι θα είναι αγόρι ή κορίτσι το παιδί αυτό;»
«Κορίτσι,» απάντησε ευθύς ο Στέφανος χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν ήταν πράγματι εύτυχος, θα έπρεπε να εμπιστεύεται το ένστικτο του.
«Και πότε νομίζεις θα έρθει ο γιος και διάδοχος μου;» Ρώτησε ξανά ο Βασιλιάς Λουδοβίκος, γοητευμένος σχεδόν από την ευθύτητα και το θράσος του νέου.
«Σε εφτά χρόνια,» απάντησε ο Στέφανος με την ίδια ταχύτητα.
Το νούμερο εφτά ήταν η καλύτερη επιλογή· ο αριθμός της Αποκάλυψης και της Καινής Διαθήκης, ο αριθμός που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες για να δηλώσουν το απροσδιόριστο, το αναρίθμητο, το ασυνάρτητο. Κι αν ήταν πράγματι εύτυχος, θα είχε δίκιο.
Ο Λουδοβίκος γέλασε και του χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά ευδιάθετα. Ύστερα, στράφηκε στην Ευσεβία.
«Μέχρι να έρθει ο γιος μου σε εφτά χρόνια, θα εύχομαι να μοιάζει στον δικό σας έστω και λίγο,» της είπε ειλικρινά. «Ως τότε, μπορείτε να μένετε εδώ και να έχετε ξανά τις πρότερες σας θέσεις. Εσείς, Αρχόντισσα Ευσεβία, θα γίνετε η κουβερνάντα της κόρης μου κι ο Στέφανος θα συνεχίσει τη διαπαιδαγώγηση του, ωστόσο θα φροντίσω αυτή τη φορά να εκπαιδευτεί στα νομικά και στην πολιτική. Θαρρώ θα γίνει σπουδαίος διπλωμάτης.»
Όταν η συνάντηση έλαβε τέλος, μητριά και γιος έφυγαν από την Αίθουσα του Θρόνου παραμένοντας στωικοί, μα μόλις μπήκαν στο νέο τους δωμάτιο -το μεγαλύτερο που είχαν ποτέ- αγκαλιάστηκαν γελώντας από ευτυχία.
«Μητέρα, πιστεύεις πως πράγματι είμαι τόσο τυχερός όσο λένε οι Βασιλείς;»
«Αγόρι μου, είσαι ευλογημένο από τον Κύριο και μακάρι να αξιοποιηθεί το δώρο σου αυτό για την ανάκτηση της πατρίδας μας.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο του Στεφάνου! Πώς σας φάνηκε;
For the record, ήταν ολόσωστες οι μαντεψιές του μικρού. Πράγματι, η Βασίλισσα Σάρλοτ γέννησε κόρη κι εφτά χρόνια αργότερα ήρθε κι ο γιος...
Στο επόμενο κεφάλαιο, έρχεται η Αικατερίνη. Όπως πρώτα ξαδέλφια είναι ο Στέφανος με την Αριάδνη έτσι είναι κι ο Κωνσταντίνος με την Αικατερίνη, μόνο που η μοίρα στην οικογένεια τους φέρθηκε πολύ σκληρά...
Ετοιμαστείτε για ένα ταξίδι όχι στη Δύση αυτή τη φορά μα στην Ανατολή και μάλιστα στα βάθη της...
Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top