~Φοίβη~

"Και για πες μας, μικρή σουφραζέτα, πώς το έμαθες εσύ αυτό;"

Η δεκατριάχρονη Ίνα καθόταν στην καρέκλα της στο μικροσκοπικό της γραφείο και δε μιλούσε.
Ήταν μια απλή, ηλιόλουστη μέρα της άνοιξης στο Νησί, γεμάτη αποχρώσεις του πράσινου στα δέντρα, πρωινή δροσιά στα φύλλα της τριανταφυλλιάς του τοίχου, περιστασιακά ελάχιστα σύννεφα, παλίρροιες και σχεδόν ανύπαρκτο κρύο.

Η μικρή κούνησε το μικρό της δάχτυλο ένα χιλιοστό -από καθαρή νευρικότητα- και κοίταξε την κυρία Μπρίτα με βλέμμα γεμάτο θάρρος.

"Το διάβασα," απάντησε στην ερώτησή της. "Εσείς δεν έχετε τόσα βιβλία στη βιβλιοθήκη;" Πρόσθεσε και έδειξε με το δάχτυλό της προς τα πάνω, στην κατεύθυνση των άνω ορόφων του σπιτιού.

"Α, μπα, κι εσύ από όλα αυτά τα βιβλία αυτό βρήκες και διάβασες;" Την πίεσε η γυναίκα με την ελαφρά καμπούρα και τα γκριζωπά μαλλιά. Είχε σηκώσει και το αριστερό φρύδι της, ένδειξη αποδοκιμασίας και ίσως απογοήτευσης, αλλά η μικρή δεν σταματούσε να τους εντυπωσιάζει. Δεν μπορούσε να νιώσει ούτε στιγμή απογοήτευσης δίπλα της.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ίνα και ένευσε καταφατικά.

"Ναι, όμως, γιατί αυτό; Γιατί αυτό το έργο;"

Γιατί αυτό;

Ο Σαίξπηρ. Ο μελλοντικός δημιουργός των αριστουργημάτων. Τον λάτρευε η Ίνα τον Σαίξπηρ.

Η Μπρίτα και η οικογένειά της κάποτε ζούσαν στο παλάτι, μακριά από το Νησί. Είχαν πολύ καλές σχέσεις με τη Βασιλική οικογένεια. Η Μπρίτα μάλιστα ήταν και τροφός του πρίγκιπα και αργότερα βασιλιά Δάντη του Δεύτερου του Πολυμαθή. Ωστόσο, κάτι συνέβη και εξορίστηκαν. Είχαν σταλεί εκεί, στο Νησί, και μαζί τους και εκατοντάδες βιβλία, τα περισσότερα λάφυρα των ταξιδιών του Ταξιδιώτη του Χρόνου, του μέγα ερευνητή ο οποίος ταξίδεψε στο μέλλον και τους έφερε διάφορα αντικείμενα, τα περισσότερα από αυτά βιβλία.

Αυτά, λοιπόν, τα βιβλία διάβαζε η Ίνα από τότε που θυμόταν τον εαυτό της και ένιωθε να γεμίζει γνώσεις.

Όμως με τον Σαίξπηρ ήταν αλλιώς. Αισθανόταν τις λέξεις να περνούν από τον εγκέφαλο και μετά κατευθείαν στην καρδιά της. Αποστήθιζε ολόκληρα έργα, ενώ τα είχε διαβάσει μόνο δύο φορές.

Το συγκεκριμένο έργο όμως, προφανώς δεν ενθουσίαζε την κυρία Μπρίτα και για αυτό είχε διάθεση επίπληξης εκείνη την ώρα.

Ωστόσο την αποκάλεσε 'σουφραζέτα'. Έτσι έλεγαν τα μέλη του φεμινιστικού κινήματος του εικοστού αιώνα. Ένας Θεός ήξερε πόσα χρόνια στο μέλλον ή σε ποιόν κόσμο.
Κάθε φορά που έκανε κάτι θαρραλέο ή κάτι τολμηρό την αποκαλούσε 'σουφραζέτα'.

"Δε σου έχω πει να μην ακουμπάς οτιδήποτε έχει να κάνει με αδικία, με εκδίκηση, με μοχθηρία, με σχιζοφρένεια;" Αντήχησε η επιπληκτική φωνή της κυρίας Μπρίτα στους τοίχους του τεράστιου δωματίου.

"Μου το είπες," αποκρίθηκε κοφτά η Ίνα, με τα μάτια στο κορδόνι του φορεματός της.

"Αυτό το βιβλίο είναι ο ορισμός της καθαρής μοχθηρίας και τρέλας!" Φώναξε η Κυρία Μπρίτα. "Δε μας διδάσκει τίποτα παρά το πώς να κερδίσουμε το στέμμα χωρίς να προβλέπεται!"
Το παραλήρημα συνεχιζόταν.
"Δε θα το ξαναδιαβάσεις ποτέ. Δε σου χρησιμεύει σε τίποτα."
Και τότε την πλησίασε, την άρπαξε από το σαγόνι και το σήκωσε για να την κοιτά στα μάτια.
"Πες μου, πού το έκρυψες;"

Ένα μισό χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη της μικρής μελαχρινής. Την ήξερε καλά. Πάντα όταν αισθανόταν ότι κάποιο ανάγνωσμα ήταν απαγορευμένο, το διάβαζε και μετά το έκρυβε. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε κατορθώσει η κυρία Μπρίτα να βρει κάποιο από τα βιβλία, αφότου η μικρή τα έκρυβε.

Ούτε και τότε επρόκειτο.

"Και αν δεν σου πω πού το έβαλα, τι θα μου κάνεις;" Την προκάλεσε η Ίνα.

"Δε θες να ξέρεις", της απάντησε η κυρία Μπρίτα.

Τότε άφησε το πηγούνι της και της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αποδοκιμασία.

Η Ίνα δεν πτοήθηκε ούτε στο ελάχιστο.

"Επίστρεψε το βιβλίο μέχρι το βράδυ αλλιώς ετοιμάσου για τις συνέπειες."

"Ανυπομονώ να τις ακούσω."

Η κυρία Μπρίτα στο άκουσμα της προκλητικής φωνής, κούνησε το κεφάλι και έφυγε από το δωμάτιο με το κεφάλι σκυφτό.

Η Ίνα έμεινε μόνη της. Έφυγε κι αυτή μετά από λίγο. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Εκεί πάντα έβρισκε καταφύγιο όταν ήθελε να αποδράσει, να ξεφύγει.

Είδε τη Γκρέισεν, τη μια από τις μικρότερες αδερφές της κυρίας Μπρίτα, να κάθεται στον πάγκο της και να καθαρίζει λαχανικά για το μεσημεριανό. Πάντοτε τόσο γαλήνια, τόσο ήρεμη, ήσυχη. Ποτέ δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής της. Πάντα πρόθυμη να την ακούσει και να τη συμβουλέψει. Σαν αληθινή μητέρα της είχε σταθεί μέσα στα χρόνια της ζωής της. Σαν τη μητέρα που ποτέ δεν είχε.

Της είχαν πει ότι οι γονείς της σκοτώθηκαν και αυτοί, που ήταν γνωστοί τους, ανέλαβαν να την αναθρέψουν. Η κυρία Μπρίτα της το είχε πει αυτό.

Αν και τις περισσότερες φορές ορκιζόταν το αντίθετο, η Ίνα ήξερε βαθιά μέσα της ότι λάτρευε αυτή τη γυναίκα. Αυτή της είχε μάθει να γράφει όμορφα, να μιλάει σωστά, να περπατά, να σκέφτεται, να μελετά. Της χρωστούσε πολλά.

Το ίδιο της είπε και η Γκρέισεν, όταν μίλησαν στην κουζίνα.

"Η κυρία Μπρίτα σε αγαπάει πολύ. Μην τη συνερίζεσαι. Άφησέ τη να ηρεμήσει και το θέμα θα ξεχαστεί."

Η Ίνα ένευσε συγκαταβατικά και -αφού άρπαξε ένα κομμάτι καρότο για το φαγητό- άφησε την κουζίνα πίσω της και επέστρεψε στο δωμάτιό της.

Η Κόρα δούλευε στον κήπο και δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Ο Βέρεν είχε πάει από την αυγή στην ακροθαλασσιά για ψάρεμα. Η κυρία Μπρίτα είχε εξαφανιστεί.

Ήταν ακόμα νωρίς για το μεσημεριανό, οπότε η μικρή έκλεισε την ξύλινη πόρτα πίσω της και κάθισε πάνω στο γραφείο της, αγνοώντας την καρέκλα μπροστά της.

Άνοιξε την μυστική της κρυψώνα, το συρτάρι που η ίδια είχε σκαλίσει στο κούφιο μέρος της ντουλάπας της, και φανέρωσε μια στοίβα βιβλία η οποία πίσω έκρυβε μια δεύτερη, η οποία έκρυβε μια τρίτη και ούτω καθεξής.

Στην πρώτη, ακριβώς μπροστά της, βρισκόταν το τελευταίο Απαγορευμένο Βιβλίο. Όλα όσα έκρυβε εκεί ήταν απαγορευμένα, η κυρία Μπρίτα δεν της επέτρεπε να τα διαβάζει.

Κοίταξε την τελευταία της προσθήκη, αυτή που στάθηκε αφορμή για άλλον έναν τσακωμό με την τροφό του βασιλιά. Το όνομα του Σαίξπηρ ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα πάνω από τον τίτλο του.

''ΡΙΧΆΡΔΟΣ Ο ΤΡΊΤΟΣ,,

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η κυρία Μπρίτα της απαγόρευε να διαβάζει τέτοια αριστουργήματα. Το συγκεκριμένο την είχε συναρπάσει καθώς διάβαζε από πρωτότυπο και σημείωνε τη δική της μετάφραση σε γλώσσες που της είχαν διδαχθεί. Η μετάφραση είχε γίνει η αγαπημένη της ενασχόληση και ένιωθε τεράστια τιμή να μεταφράζει τόσο σπουδαία έργα -που ακόμα δεν είχαν καν γραφτεί.

Δε δίστασε να ανοίξει για πολλοστή φορά το βιβλίο στη σελίδα που γνώριζε για να διαβάσει τους αγαπημένους τις στίχους.

I do the wrong, and first begin to brawl. The secret mischiefs that I set abroach I lay unto the grievous charge of others. Then, I sigh; and, with a piece of Scripture, tell them that God bids us do good for evil. And thus, I clothe my naked villainy, with odd old ends stolen forth of the Holy Writ; and seem a saint when most I play the devil.

Αμαρτάνω εγώ, και πρώτος εγώ αρχίζω τη φιλονικία. Τις μυστικές αδικίες που στήνω εύκολα τοποθετώ στις βαριές πλάτες των άλλων. Τότε αναστενάζω, και με ένα απόσπασμα της Γραφής, τους λέω ότι "ο Κύριος "βούλεται ανταποδιδόναι καλόν αντί κακού".
Κι έτσι ενδύω τη γυμνή μου μοχθηρία, με παράξενα παλιά εδάφια από την Αγία Γραφή, και μοιάζω Άγιος ενώ πιο πολύ και καλύτερα παίζω τον διάβολο.

Και ενώ διάβαζε, θυμήθηκε την πρωινή συζήτησή της με την κυρία Μπρίτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Είσαι τελείως χαζή, έτσι δεν είναι; Δεν είναι δυνατόν να σου εχω εξηγήσει τη θεωρία δεκαπέντε φορές και ακόμα να μην μπορείς να λύσεις μια απλή άσκηση."

Η αλήθεια είναι ότι η Ίνα βαριόταν απίστευτα το μάθημα εκείνου του πρωινού. Έκαναν Λατινικά και η κυρία Μπρίτα της εξηγούσε μια περίεργη σύνταξη. Αν της έλεγε να κοιμηθεί, θα το έκανε ευχαρίστως.
Παρόλη την πλήξη της, δεν της έλειπε το παιγνιώδες ύφος της, το οποίο έδωσε και την απάντησή της.

"Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, κυρία Μπρίτα."

"Μπα, και πώς ξέρεις ότι θα είσαι ευτυχισμένη, αφού θα είσαι χαζή;" Την ειρωνεύτηκε η ηλικιωμένη τροφός.

"Το ξέρω", απάντησε απλά η Ίνα.

Η κυρία Μπρίτα αναστέναξε και αφού μουρμούρισε κάτι δυσνόητο, γύρισε προς τη μεριά του πίνακα.

Και τότε της ήρθε της μικρής να απαγγείλει -ή μάλλον να βροντοφωνάξει- τους στίχους της.

Κι έτσι ενδύω τη γυμνή μου μοχθηρία, με παράξενα παλιά εδάφια από την Αγία Γραφή, και μοιάζω Άγιος, ενώ πιο πολύ και καλύτερα, παίζω τον διάβολο.

Και τότε η κυρία Μπρίτα γύρισε και την κοίταξε, έκπληκτη, λες και δέκα κεραυνοί είχαν πέσει στο κεφάλι της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πού να ήταν άραγε; Ίσως είχε πάει στο δάσος να μαζέψει βότανα. Ίσως πάλι είχε πάει στο εκκλησάκι του νησιού να προσευχηθεί για τις ψυχές όλων τους.

Ακόμα, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν την άφηνε να διαβάσει ορισμένα βιβλία. Και κάτι της έλεγε ότι ποτέ δε θα μάθαινε.

Μελετώντας τον Ριχάρδο τον Τρίτο πέρασε όλη την ώρα της μέχρι που η Κόρα ήρθε και την κάλεσε στο μεσημεριανό.

Προσήλθε στην τραπεζαρία σιωπηλή, με το φόρεμά της ατσαλάκωτο και το σώμα της στητό και ίσιο σαν μπαστούνι των γερόντων. Έτσι την είχαν μάθει. Κι εκείνη είχε μάθει μόνη της τον εαυτό της να ακούει και να υπακούει -στα περισσότερα πράγματα.

Η Γκρέισεν είχε ετοιμάσει μια απλή σούπα η οποία όμως δεν σήμαινε ότι δεν θα ήταν νοστιμότατη ή χορταστικότατη. Ποτέ της δε θυμόταν να είχε μαγειρέψει η Γκρέισεν και να μην είχε αδειάσει το πιάτο της.

Η κυρία Μπρίτα καθόταν απέναντί της στο τραπέζι και δεν της είχε ρίξει ούτε μια φευγαλέα ματιά. Δεν ένιωθε να την πειράζει αυτό.

Αφού τελείωσαν, η Γκρέισεν και η Κόρα μάζεψαν το τραπέζι, ενώ ο Βέρεν αποσύρθηκε στο εργαστήριό του, όπου και θα καθάριζε τα ψάρια που έπιασε το πρωί.

Η κυρία Μπρίτα μουρμούρισε κάτι για τον κήπο και αποχώρησε αθόρυβα σχεδόν.

Η Ίνα επέστρεψε στο δωμάτιό της και σωριάστηκε στο κρεβάτι της. Βυθίστηκε αμέσως σε έναν ήσυχο ύπνο χωρίς όνειρα.

Ήταν ακόμα μεσημέρι όταν την ξύπνησε η Κόρα με ένα σπρώξιμο.

"Ξύπνα μικρή μου. Σήκω γρήγορα και σουλουπώσου. Είναι εδώ κάποιοι και θέλουν να σε δουν."

Στο άκουσμα των λόγων της, η Ίνα πετάχτηκε όρθια και έτρεξε στη ντουλάπα της. Σε δύο λεπτά ήταν πανέτοιμη. Φορούσε ένα από τα καλύτερα της φορέματα που είχε· πράσινο με ένα υπέροχο μοτίβο από φύλλα κεντημένα με ασημένια κλωστή. Στη μέση της έδεσε μια ασημένια ζώνη.

Η Κόρα την καμάρωνε ενώ κοιταζόταν στον καθρέφτη και χτένιζε τα μαλλιά της. Το πόσο είχε μεγαλώσει τους τελευταίους μήνες ήταν φανερό σε κάθε της κίνηση. Είχε ωριμάσει, είχε ψηλώσει, τα σημάδια της αρχαίας της γενιάς φαίνονταν ολοκάθαρα.

Πού να ήξερε ποιοί την περίμεναν στο μεγάλο καθιστικό...

"Κόρα, πες μου, ποτέ κανείς δε μας έχει επισκεφθεί. Γιατί ήρθαν εδώ κάποιοι τώρα, μετά από τόσο καιρό;"
Την άκουσε πίσω της να ρωτά ακατάπαυστα καθώς κατέβαιναν τις σκάλες προς το καθιστικό.

"Ίνα μου -που μάλλον πρέπει να πάψουμε να σε φωνάζουμε έτσι- θα τα μάθεις όλα στην ώρα τους,» της απάντησε καθησυχαστικά.

Στο άκουσμα των γεμάτων μυστηρίων λόγων της Κόρα, η Ίνα έπαψε για λίγο να περπατά.

"Τι εννοείς ότι πρέπει να σταματήσετε να με φωνάζετε έτσι; Πώς πρέπει να με φωνάζετε δηλαδή;"

Η Κόρα παρέμεινε ψύχραιμη αν και μέσα της έβραζε ο θυμός στον ίδιο της τον εαυτό. Δεν άξιζε αυτή η συμπεριφορά στη μικρή τους. Πάντοτε ήλπιζαν ότι αυτή η μέρα δε θα ερχόταν ποτέ. Όμως, τώρα είχε φτάσει και η Ίνα ήταν απροετοίμαστη.

"Θα τα μάθεις όλα όταν πρέπει. Άκουσε μόνο αυτό από εμένα. Αν σε αποκαλέσουν Φοίβη, να ξέρεις ότι απευθύνονται σε εσένα και μόνο σε εσένα,» αποκρίθηκε στεγνά.

"Μα γιατί να με αποκαλέσουν Φοίβη;"

Σε λιγότερο από δύο λεπτά είχαν φτάσει στο καθιστικό. Εκεί η μικρή σουφραζέτα είδε την κυρία Μπρίτα να κάθεται όρθια και να φαίνεται ιδιαίτερα νευρική. Παραπέρα, ο Βέρεν καθόταν στον καναπέ σε εγρήγορση, με τη Γκρέισεν δίπλα του και απέναντί τους, στον μεγάλο καναπέ, δύο άγνωστοι άντρες, οι οποίοι έμοιαζαν με αδέρφια ή τουλάχιστον με συγγενείς ευκατάστατων οικογενειών.

Με το που τις είδαν, όλοι πετάχτηκαν όρθιοι.

Πρώτη μίλησε η κυρία Μπρίτα.

"Κορίτσι μου, επίτρεψε μου να σου γνωρίσω δύο ευγενείς που ήρθαν εδώ από την πρωτεύουσα των Βασιλείων για να σε γνωρίσουν."

Έμοιαζε τόσο ήρεμη, λες και το έκανε κάθε μέρα.

Σε αυτό το σημείο οι δυο ξένοι υποκλίθηκαν βαθιά προς το μέρος της Ίνας.

"Από εδώ, ο Σερ Άντριου Μπόρν, κόμης του Νορθάμπελαντ," συνέχισε η κυρία Μπρίτα δείχνοντας με την παλάμη της τον ψηλότερο από τους δύο, που είχε δύο τεράστια πράσινα μάτια, σαν ακατέργαστα σμαράγδια.

Ο νεαρός την πλησίασε, και αφού υποκλίθηκε ξανά, έπιασε ευλαβικά το χέρι της και το έφερε στα χείλη του.
Είχε διαβάσει ότι αποτελούσε τον πλεον ευγενικό τρόπο καλής συμπεριφοράς και ένδειξης σεβασμού. Γιατί τόσες επισημότητες, όμως; Άραγε έτσι είχε χαιρετήσει και τη Γκρέισεν και την κυρία Μπρίτα;

"Κυρία μου," ψιθύρισε και με ένα αδύναμο χαμόγελο απομακρύνθηκε και επέστρεψε αργά στη θέση του, δίπλα στον δεύτερο ξένο.

"Και από εδώ, ο Σερ Έκτωρ Ντόρμερ, δούκας του Ντορμ," συμπλήρωσε η κυρία Μπρίτα και ο δεύτερος ξένος την πλησίασε και επανέλαβε τις κινήσεις του πρώτου.

"Υψηλότατη, είναι τιμή μας που σας γνωρίζουμε," της είπε ο πρώτος, ο Άντριου, όταν ο Έκτωρ κάθησε ξανά δίπλα του.

Η Ίνα δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Ήταν όλα πάνω από τις δυνάμεις της. Ωστόσο, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα από καθετί. Ρώτησε.

Υψηλότατη...

"Θα μπορούσε κάποιος να μου εξηγήσει τη συμβαίνει εδώ;"

"Λυπούμαστε, αλλά δε μας επιτρέπει ο χρόνος να μείνουμε περισσότερο. Αύριο το πρωί πρέπει να είμαστε πίσω στη Ρέισαν," αποκρίθηκε τυπικά ο Έκτωρ και σε χρόνο μηδέν χαιρέτησαν τους πάντες, υποκλίθηκαν στην Ίνα και έφυγαν -με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφαν σε τρεις ημέρες.

Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω τους, η Ίνα έπεσε στα γόνατά της.

"Τι στον κόρακα γίνεται εδώ; Ποιοί ήταν αυτοί; Τι ήθελαν; Και γιατί με αποκάλεσαν Υψηλότατη;"

"Πρώτον, μη βρίζεις γιατί δε σου αρμόζει," της απάντησε ήρεμα η κυρία Μπρίτα. "Δεύτερον, σήκω όρθια. Και τρίτον και κυριότερον, πρέπει να σου μιλήσουμε για κάποια πολύ σημαντικά πράγματα, Φοίβη."

******************************

Λοιπόν; Πώς σας φαίνεται;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top