~Υβέτ~

Η Υβέτ ανέκαθεν ήταν πρωινός τύπος. Αγαπούσε τον πρωινό ήλιο, τα τιτιβίσματα των πουλιών στο παραθύρό της, την πανδαισία γεύσεων στο πρωινό, την περιποίηση των μαλλιών της κάτω από τις απαλές, πρωινές ηλιαχτίδες. Όλα αυτά τα μικρά πράγματα της έφερναν απερίγραπτη χαρά κάθε πρωί.

Τον τελευταίο καιρό, όμως, -συγκεκριμένα τους τελευταίους έξι μήνες- οι πρωινές της συνήθειες είχαν μεταβληθεί ριζικά. Μετά τον γάμο της με τον διάδοχο του Δουκάτου του Μένστερ όλη της η ζωή έμοιαζε να είχε ξαναχτιστεί. Της άρεσε που ήταν σύζυγος. Η ευτυχία που είχε γνωρίσει στη συζυγική ζωή δε συγκρινόταν με τίποτα.

Ο σύζυγός της, ο Άζριελ, ήταν ό,τι ονειρευόταν μια γυναίκα. Ευγενικός, στοργικός, περιποιητικός. Την είχε σαν βασίλισσα στο σπίτι του. Και η ίδια πράγματι αισθανόταν σαν βασίλισσα. Όταν, όμως, μαθεύτηκε ότι ήταν έγκυος, η οικογένεια της μητέρας της στο Πέρλορ του Σαντόρουμ ζήτησε την άμεση μετακόμιση του ζευγαριού στο πατρικό της νύφης, για να τη φροντίζουν με τον πρέποντα τρόπο. Κανένας δεν είχε αντιταχθεί σε αυτό. Ο γενναίος βετεράνος πολέμου και Άρχοντας Ντάνιελ Γουέλερ ήταν αδελφός της μητέρας της και νοιαζόταν για την ανιψιά του ιδιαιτέρως. Όπως ακριβώς και οι τρεις άξιοι γιοί του. Κάπως έτσι, από την ήρεμη και γαλήνια συζυγική ζωή στο Μένστερ, η Υβέτ βρέθηκε ξανά στο Πέρλορ, σε ένα τεράστιο δωμάτιο δίπλα στην παιδική της κάμαρη, να μεγαλώνει ένα μωρό μέσα της και να χαμογελάει στον σύζυγό της κάθε πρωί, όταν έπαιρναν πρωινό στο κρεβάτι. Δεν την άφηναν να κάνει βήμα από το κρεβάτι τους, για χάρη του μωρού.

Όλα έδειχναν ότι θα ήταν αγόρι. Κι αν αυτό έβγαινε αλήθεια, τότε η Υβέτ θα παρουσίαζε έναν αρσενικό διάδοχο για τον θρόνο των Δώδεκα βασιλείων, γεγονός που θα έπειθε τον πατέρα της να της μεταβιβάσει τον θρόνο μετά τον θάνατό του. Κι αυτό θα ευνοούσε τους πάντες. Έτσι της είχαν πει.

Η ίδια ένιωθε τεράστια πλήξη με το να βρίσκεται ακινητοποιημένη σε ένα κρεβάτι όλη την ημέρα. Όταν δεν έτρωγε, συνήθως ασχολούταν με το κέντημα, το πλέξιμο, το ράψιμο ή απλώς κοιτούσε την απέραντη πεδιάδα του Σαντόρουμ από το μεγάλο παράθυρο του υπερυψωμένου δωματίου.

Πιστές της σύντροφοι και συμπαραστάτριες στην κατάστασή της ήταν οι δυο της ξαδέλφες κι αρχοντοπούλες του Σαντόρουμ, η Οντέτ κι η Σαπφίρα, που την επισκέπτονταν τουλάχιστον έξι φορές κάθε μέρα, για να μοιραστούν μερικά κουτσομπολιά του κάστρου ή τουλάχιστον για να της φτιάξουν το κέφι. Παρόλα αυτά, οι επισκέψεις τους ήταν περιορισμένες από τον κύριο του σπιτιού.

Ο Άρχοντας Ντάνιελ διέθετε χίλιες δυο προσωπικότητες. Σε κάθε διαφορετικό άνθρωπο συμπεριφερόταν με διαφορετικό τρόπο. Στον μεγάλο του γιο, λόγου χάρη, τον Έριαν, συμπεριφερόταν έτσι ώστε να τον κάνει πειθαρχημένο, γρήγορο στη σκέψη, στρατηγό και σωστό δικαστή. Ήταν ο διάδοχος του Οίκου τους άλλωστε. Στους υπόλοιπους γιούς του, τον Έλιαν και τον Ντοράν, δε συμπεριφέρονταν τόσο σκληρά, χαλαρό θα τον χαρακτήριζε. Στην Υβέτ, τέλος, έβλεπε την κόρη που δεν είχε. Και πάντα ήθελε μια κόρη σαν την Υβέτ. Μια κόρη ήρεμη, πειθαρχημένη και συγκαταβατική. Καμία σχέση με τις φυσικές του κόρες, την Οντέτ και τη Σαπφίρα, που δεν επιθυμούσαν παρά ανεξαρτησία και επανάσταση. Έτσι, σεβόταν την Υβέτ όσο και την εκλιπούσα σύζυγό του, την πρόσεχε σαν τα μάτια του, είχε φροντίσει να μάθει όλα όσα χρειάζονταν για μια κοπέλα, συμπεριλαμβανομένων γραφής και ανάγνωσης. Κι όταν ήρθε ο καιρός, της είχε βρει τον πιο άξιο σύζυγο. Είχε αφήσει τους γάμους των γιων του πίσω, για να οργανώσει τον δικό της. Πλέον, μια που ήταν σίγουρος ότι την είχε τακτοποιήσει, έψαχνε σύζυγο για τον πρωτότοκο. Κι όσον αφορούσε τον Θρόνο, δε μιλούσε ποτέ στην Υβέτ για αυτόν.

Η γυναίκα του Άρχοντα Ντάνιελ, η ευσεβής Κίρα, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή πριν από κάμποσα χρόνια. Η Υβέτ δεν ήταν βέβαιη ότι ακόμα και τότε ο θείος της είχε ξεπεράσει τον χαμό της. Πολλές φορές, όταν ερχόταν να τη δει, παρατηρούσε μια φευγαλέα λύπη στα χαρούμενα μάτια του. Μια μελαγχολία. Προσπαθούσε να την αγνοήσει. Ήταν ευγνώμων για την κατάκοιτη ζωή της μονάχα για αυτό· που είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί τους επισκέπτες της εξονυχιστικά και να τους μαθαίνει καλύτερα ακόμα κι αν τους ήξερε όλη της τη ζωή.

Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα στο ηλιόλουστο Πέρλορ. Το πρωί, ξυπνούσε στην αγκαλιά του Άζριελ -η κοιλιά της ακόμα της το επέτρεπε- καθόταν όλη μέρα στο κρεβάτι, σε όλα τα υπόλοιπα γεύματα εκτός του πρωινού της κρατούσαν συντροφιά οι εξαδέλφες της, στο μεσημεριανό, στο απογευματινό, στο βραδινό. Οι ξαδέρφοι της την επισκέπτονταν συχνά, το ίδιο κι ο θείος της, ερχόμενοι τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα. Και κάθε βράδυ, έρχονταν ο Ράζιελ ξανά και την αγκάλιαζε, ώσπου να κοιμηθούν.

Μια μέρα, όμως, ήρθε πολύ νωρίτερα από το σύνηθες. Χτύπησε την πόρτα της και μπήκε στην κάμαρα, ενώ η ίδια κεντούσε και σιγοτραγουδούσε νανουρίσματα. Κόντευε η ώρα του μεσημεριανού. Νόμιζε ότι ήταν η Οντέτ. Ήταν ο άντρας της.

Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά ένα σφραγισμένο γράμμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αγαπημένη μου Υβέτ Ίζαμπελ,

Κατανοώ το γεγονός ότι δε με νιώθεις πατέρα σου, επειδή δεν με γνωρίζεις. Αυτό θα ήθελα όσο τίποτα να το διορθώσω. Για αυτό λοιπόν, σε καλώ στη Ρέισαν για να γνωρίσεις εμένα αλλά και τις αδερφές σου. Αν συμφωνείς, έλα στο παλάτι μέχρι την Πανσέληνο. Διάλεξε εσύ ποιοί θα σε συνοδεύσουν.

Δικό σου,

Βασιλιάς Δάντης Β'
Ρέισαν, 22 Μαρτίου

Όταν η Υβέτ σήκωσε τα μάτια της από το χαρτί, ένιωσε τα δάκρυα συγκίνησης να της βρέχουν τα μάγουλα. Περισσότερο έφταιγαν οι ορμόνες της εγκυμοσύνης. Κοίταξε τον άνδρα της στα μάτια.

"Δεν μπορώ να πάω στη Ρέισαν," του ψιθύρισε.

Εκείνος της έπιασε το χέρι και χαμογέλασε ελαφρά.

«Πρόκειται για την οικογένειά σου. Δεν υπάρχει ιερότερο πράγμα. Θα πας στη Ρέισαν."

Ένιωσε το χέρι της να σκιρτά και να ανατριχιάζει μέσα στο δικό του. Η φωνή της έτρεμε, όταν μίλησε.

"Μα δε γίνεται αγάπη μου. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο στην κατάστασή μου. Θες να διακινδυνεύσω τη ζωή του παιδιού και τη δική μου;"

Την πήρε αγκαλιά και της χάιδευε την πλάτη με το αριστερό του χέρι. Η φωνή του ήταν καθησυχαστική και μελωδική.

"Μην ανησυχείς. Ο θείος σου έχει κανονίσει να πας με άμαξα και ισχυρή φρουρά. Ήδη έθεσε δυο από τους πιο ικανούς πολεμιστές του Σαντόρουμ ως προσωπική σου φρουρά μέχρι το τέλος της ζωής τους. "

Τώρα η απόγνωση της Υβέτ είχε δώσει τη θέση της στην έκπληξη.

"Τι; Μα πώς; Πώς λέγονται οι πολεμιστές της φρουράς μου;"

"Μπρόντερικ του Χάιλανς και Στέφον του Θρέντφορντ. Εξαιρετικοί ξιφομάχοι, τοξοβόλοι και ιππείς," της απάντησε ο Άζριελ.

"Μπορώ να πάρω μαζί τις εξαδέλφες μου;"

"Αν το θέλουν κι οι ίδιες, φυσικά."

Το επόμενο πρωινό όλα ήταν έτοιμα για τη φυγή της Πριγκίπισσας. Οι δυο ξαδέλφες της είχαν ήδη επιβιβαστεί στην τεράστια άμαξα που θα τις πήγαινε στη Μεγάλη Πρωτεύουσα. Ο Άζριελ δε θα τους ακολουθούσε. Θεώρησε ότι η γυναίκα του έπρεπε να συναντήσει μόνη της την οικογένειά της.

Οι δυο σωματώδεις της φρουροί περίμεναν μπροστά στην άμαξα, ακίνητοι σαν αγάλματα.

Ήταν κι αυτή έτοιμη να επιβιβαστεί στην άμαξα όταν ένιωσε κάποιον να της πιάνει το χέρι.

Γύρισε και έκπληκτη ανακάλυψα ότι ήταν η Φάρουα, η γηραιότερη του Οίκου. Πάνω από εκατό χρόνων γυναίκα, σηκωνόταν σπάνια απο την καρέκλα της.

Σίγουρα συνέβαινε κάτι πάρα πολύ σημαντικό.

"Πρέπει να σου μιλήσω. Δε γίνεται να φύγεις και να μην ξέρεις την αλήθεια," της είπε με μια φωνή που δε σήκωνε αντιρρήσεις και την τράβηξε προς το κάστρο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Να τη και η έγκυος κόρη της Ανατολής.

Τι να συμβαίνει άραγε που θέλει να της πει η γριά του Οίκου;

Θα μάθουμε σύντομα ;)

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε την τελευταία πριγκίπισσα.

Μην ξεχνάτε να σχολιάζετε.

Τα λέμε πολύ σύντομα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top