~Το Τίμημα~

Μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Αντιγόνης, δε χωρούσε αμφιβολία· δικαιωματικός και μοναδικός Βασιλιάς των Δώδεκα Βασιλείων ήταν ο πρίγκιπας Ιγνάτιος. Ωστόσο, το αγόρι ήταν μόλις έντεκα ετών και ανίκανος να αναλάβει τη διακυβέρνηση μόνος. Χρειαζόταν έναν Επίτροπο κι αυτός ήταν δύσκολος να βρεθεί. Σε αυτό το ζήτημα που απασχολούσε όλους τους ευγενείς της Άυλης έδωσε λύση ο ίδιος ο πρίγκιπας Ιγνάτιος, που έμοιαζε να είχε ωριμάσει απότομα κι αποφασιστικά από τη στιγμή που αντίκρισε το πτώμα της γυναίκας που είχε συνθλίψει την ευτυχία του.

Από τις τέσσερις κόρες του παππού του Βασιλέως Ενδυμίωνος του Πρώτου μονάχα μια παρέμενε ζωντανή, η Πριγκίπισσα Συβίλη, που η Αντιγόνη είχε αποστείλει στο μοναστήρι της θεάς Ευαδώρα για να απαλλαχθεί από την παρουσία της.

Η Συβίλη ήταν η τελευταία κόρη του Βασιλέως Ενδυμίονος -νόθη κι εκείνη όπως κι οι τρεις μεγάλες αδελφές της- από την Κλαρίσα, χήρα του Δούκα Νίκανδρου του Μόνταγκιου, που είχε λάβει υπό την προστασία του ο Μεγαλειότατος κυρίως εξαιτίας της απαράμιλλης ομορφιάς και νεότητας της, ποιός Θεός από τους Δώδεκα των Βασιλείων θα επέτρεπε σε ένα εικοσάχρονο κορίτσι να χηρέψει;

Η Κλαρίσα γέννησε τη Συβίλη στα είκοσι δύο της χρόνια και πέθανε στη γέννα. Από όλες του τις κόρες, ο Βασιλιάς Ενδυμίων αγάπησε τη Συβίλη περισσότερο και ποτέ κανείς δεν κατάλαβε γιατί· δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη ούτε έξυπνη ούτε σοφή ούτε καν εύγλωττη· περιγράφεται ιδιαιτέρως ντροπαλή, χωρίς ανάστημα ή σπινθηροβόλα μάτια.

Το έτος 267, όταν η Αντιγόνη πέθανε μαζί με την τυραννίδα της, ο Σερ Στάντον Γκιμπς -πλέον Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς- ίππευσε μαζί με μια ομάδα επίλεκτων ιπποτών ως το μοναστήρι της θεάς Ευαδώρα και ζήτησαν να δουν την επί τέσσερα χρόνια φιλοξενούμενη Πριγκίπισσα Συβίλη. Η κοπέλα που παρουσιάστηκε μπροστά τους, δε θύμιζε σε καμία περίπτωση βασιλοπούλα. Μικρόσωμη, σχεδόν καμπουριασμένη από τις συνεχείς προσευχές, σκελετωμένη, με μαλλιά ανάκατα, αφρόντιστα και μάτια στραγγισμένα από κάθε συναίσθημα. Σαν φάντασμα έμοιαζε, αερικό καταραμένο, παρά με ανθρώπινο ον. Μόλις άκουσε ότι τη ζητούσε ο ανιψιός της στη Ρέισαν, μάζεψε τα ελάχιστα υπάρχοντα της και τους ακολούθησε χωρίς αντίρρηση ή δισταγμό, αποφασισμένη να υπηρετήσει την οικογένεια και τον λαό της με οποιοδήποτε τρόπο της ζητούνταν. Ήταν δεκαεννέα ετών τότε η Συβίλη.

Ο πρίγκιπας Ιγνάτιος, ακολουθώντας το ένστικτο του, επιθυμούσε να της ζητήσει να γίνει Βασίλισσα μέχρι την ενηλικίωση του και να τη στέψει ο ίδιος. Η άποψη του δεν άλλαξε ούτε όταν την είδε στην ίδια ακριβώς μορφή που είχαν δει κι οι απεσταλμένοι του. Διέταξε μια ομάδα υπηρετριών να αναλάβει να τη σουλουπώσει κι όταν αυτό επετεύχθη, συζήτησαν μόνοι για αρκετές ώρες.

Όταν εξήλθαν από το γραφείο που κάποτε ανήκε στην εκλιπούσα Βασίλισσα Ευάνθη, ο πρίγκιπας Ιγνάτιος ανακοίνωσε την επικείμενη στέψη της την επόμενη εβδομάδα.

Η Συβίλη στέφθηκε από τον ανιψιό της Βασίλισσα των Δώδεκα Βασιλείων κι έμελλε να έχει την πιο τραγική Βασιλεία από όλες των τριών μεγαλύτερων αδελφών της. Από προσωπική επιλογή, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αποφασισμένη να μείνει αγνή ισοβίως, πράγμα το οποίο δεν πείραξε κανέναν, μια που ο πρίγκιπας Ιγνάτιος είχε οριστεί διάδοχος της από την πρώτη στιγμή.

Ωστόσο, υπήρχε ένας πρίγκιπας που δεν είχε ληφθεί υπόψιν εσκεμμένα κι αυτή ακριβώς η περιφρόνηση προκάλεσε στην τριετή της ηγεμονία τρεις ανταρσίες κι αποσχίσεις στην Επικράτεια. Όσο σκοτεινά κι αν ήταν τα χρόνια της Αντιγόνης, οι Ζοφερές Μέρες τότε έμελλαν να κορυφωθούν.

Ο περιφρονημένος πρίγκιπας δεν ήταν άλλος από τον Ενδυμίονα, τον μοναχογιό και νόθο γιο της Βασίλισσας Αντιγόνης. Μέσα στη ματαιοδοξία κι αλαζονεία της που η παράνοια είχε εντείνει, η Αντιγόνη είχε ζητήσει τρεις κουβερνάντες για τον γιο και διάδοχο της κι ήταν κι οι τρεις αρχοντοπούλες, κόρες ισχυρών ανδρών· η Αιλγκύθα, τρίτη κόρη κι όγδοο παιδί του Άρχοντα Λόρκαν Λαυρεντίδη της Γάνδης· η Ροζαλίν, μοναχοκόρη κι έκτο παιδί του Άρχοντα Ρέινταν του Δάμπονις κι η Σεβηρίνα, πρωτότοκο παιδί του Άρχοντα Μπίλγκαρντ του Ιωδέως. Μόλις είχε ανακοινωθεί η έλευση του στρατού του Ποσπέριους στη Ρέισαν με επικεφαλής τον πρίγκιπα Ιγνάτιο, οι τρεις κουβερνάντες έφυγαν από το παλάτι χωρίς τη συγκατάθεση της παρανοϊκής κυράς του, μα πήραν μαζί τους το πολυτιμότερο πρόσωπο, τον πρίγκιπα Ενδυμίονα. Με πονηριά και δόλο, η Αρχόντισσα Ροζαλίν έφερε το αγόρι στο πανίσχυρο Δάμπονις, κατευθείαν στην πόλη Ίστγουντ, όπου τον φυλούσε μαζί με την οικογένεια της σαν τον μέγιστο θησαυρό. Θεωρώντας, λοιπόν, ότι θα έστεφαν τον πραγματικό βασιλιά των Δώδεκα Βασιλείων -και θα κέρδιζαν απίστευτη εξουσία με Αντιβασιλεία διότι ο μικρός ήταν μόλις πέντε ετών- ξέσπασε επανάσταση στην Ανατολή, με τους Άρχοντες του Δάμπονις και του Σαντόρουμ που την κυβερνούσαν να απαιτούν τη στέψη του Ενδυμίονος και την απομάκρυνση των σφετεριστών Συβίλης και Ιγνάτιου.

Η Επανάσταση στην Ανατολή ξεκίνησε τον Ιούλιο του 267, μόλις τρεις μήνες μετά τη στέψη της Συβίλης. Εκείνη την περίοδο, είχαν σταλεί στα στρατόπεδα του Σαντόρουμ οι τέσσερις καλύτεροι Στρατηγοί των Βασιλείων για εκπαίδευση νεοσυλλέκτων· οι Μπρέκαν Νορντ, Μπρόντερικ Ρήον, Φέργκους Μπαρν και Φίνμπαρ Γκιμπς, μεγαλύτερος αδελφός του Αρχηγού της Βασιλικής Φρουράς Σερ Στάντον. Με εντολή αμφοτέρων των Αρχόντων της ανατολής, Ρέινταν Κένταρ και Λεζάντ Γουέλερ, οι τέσσερις Στρατηγοί αιχμαλωτίστηκαν εν μία νυκτί και τα κεφάλια τους στάλθηκαν σε ένα τσουβάλι με σάπιες πατάτες στη Ρέισαν. Η Συβίλη, έντρομη κι ανίκανη να αντιδράσει, έτρεμε και θρηνούσε τους αδικοχαμένους άνδρες. Ο Πρωθυπουργός της, Ρόμουλους Λάβεντερ, μοναχογιός της Αρχόντισσας Καντίδος της Αδίστακτης της Κατέρια, ξαφνικά έγινε ο σημαντικότερος άνθρωπος στα Βασίλεια, διότι στους ώμους του έπεσε το βάρος της αντεπίθεσης.

Αντί να στείλει ένοπλα τάγματα για να καταστείλει την ανταρσία, εξαπέλυσε όλους τους κατάσκοπους του παλατιού μαζί και τον επικεφαλής τους, Λύσαντερ Μάντοξ, για να πάρουν τον πρίγκιπα Ενδυμίονα, να τον φέρουν πίσω στη Ρέισαν, ώστε να μην έχουν πια λόγο επανάστασης οι Άρχοντες. Ωστόσο, δε στάθηκε τυχερός κι ο πρίγκιπας απήχθη στον δρόμο της επιστροφής από τη φρουρά του Άρχοντα Μπίλγκαρντ κι έτσι το παιδί βρέθηκε στο Ιωδέως, όπου τον Αύγουστο ξέσπασε η δεύτερη Επανάσταση, που είχε ακριβώς τα ίδια αιτήματα με την πρώτη.

Αυτή τη φορά, ολόκληρος ο Βορράς πλην του μικρού Βέργκον, τάχθηκε δίπλα στο Ιωδέως. Τότε, Άρχοντας του παντοδύναμου Γουίντεργουολ ήταν ο Αίων ο Αιμοσταγής, ένας βάναυσος, κτηνώδης κι αμείλικτος άνδρας, που είχε παντρευτεί μια από τις κόρες της τότε Βασίλισσας των Ελεύθερων Γυναικών Εϊλύν, τη Ρεμόνια, που φαινόταν το απόλυτο ταίρι του στην πολεμοκαπηλία, αιμοδιψία κι ασυδοσία. Με μπροστάρηδες αυτό το θανατηφόρο ζεύγος κατέβηκε ο στρατός του Βορρά -εκατό χιλιάδες άνδρες περίπου- κι επισκέφθηκαν ένα προς ένα τα Βασίλεια, θέλοντας να αποκτήσουν συμμάχους. Όσοι Άρχοντες αρνούνταν να υποστηρίξουν τον σκοπό τους, δολοφονούνταν εν ψυχρώ και με σαδιστικά ευφάνταστους τρόπους μαζί με όσα μέλη της οικογένειας τους δεν προλάβαιναν να γλιτώσουν, ενώ πολλές πόλεις και χωριά κάηκαν συθέμελα ως παράδειγμα για τους απείθαρχους Άρχοντες. Μέσα σε έναν χρόνο, όλη η Επικράτεια καιγόταν κι η Βασίλισσα Συβίλη δε γνώριζε πώς να αντιμετωπίσει την καταστροφή παρά μόνο προσευχόμενη για τις ζωές των υπηκόων της που χάνονταν. Περνούσε όλη της την ημέρα σε ναούς και σε λιτανείες, ντυμένη ταπεινά κι αφρόντιστα, απόλυτα ταπεινωμένη, αναζητώντας το έλεος των Θεών.

Ο Ρόμουλους Λάβεντερ δεν έμεινε τόσο απαθής. Έστειλε τμηματικά το ιπποτικό τάγμα των Σκιών, των άρτια εκπαιδευμένων δολοφόνων, για να σκοτώσει όλους τους στασιαστές Άρχοντες· τον Αίων, τον Μπίλγκαρντ, τον Φίνκαρ του Ροσφόρ που τότε ονομαζόταν Μπάστεν και φυσικά την Αρχόντισσα Ρεμόνια. Οι ασύγκριτοι δολοφόνοι σκότωσαν με ευκολία τους Άρχοντες Μπίλγκαρντ και Φίνκαρ, μα το φονικό ζεύγος τους ξεσκέπασε και αναζωπύρωσαν ακόμα περισσότερο το μένος των επαναστατών, μια που οι γιοι των νεκρών Αρχόντων Ρόμπερτ και Χάιντεν αντίστοιχα, ήταν αποφασισμένοι να κρεμάσουν τα κεφάλια της Βασίλισσας και του πρίγκιπα Ιγνάτιου στις πύλες των κάστρων τους.

Τότε, ο Ρόμουλους Λάβεντερ αποφάσισε ότι ήταν ο καιρός της μάχης. Έφτιαξε στρατό από όλο το Ζεφύρ και τα δυο μονάχα Βασίλεια που ακόμα έμεναν πιστά -την Κατέρια και το Ποσπέριους- μαζί με μπόλικους μισθοφόρους από γειτονικές Επικράτειες -που εξάτμισαν και τον ελάχιστο πλούτο που είχε παραμείνει στα Ταμεία- που με επικεφαλής τον ίδιο κινήθηκε βόρεια και συνάντησε τις εχθρικές δυνάμεις στη Μεγάλη Λευκή Πεδιάδα, στα σύνορα του Ιωδέως με το Γουίντεργουολ. Εκεί, θα δινόταν η μάχη.

Εκατό χιλιάδες εξοργισμένοι επαναστάτες εναντίον εκατό χιλιάδων στρατιωτών της Βασίλισσας, εκ των οποίων οι μισοί ήταν μισθοφόροι. Στις 23 Ιουλίου του έτους 269, η Λευκή Πεδιάδα βάφτηκε κατακόκκινη και το αίμα ανήκε σχεδόν απόλυτα σε ξένους άνδρες. Μια συντριπτική ήττα για το Στέμμα και τη δυναστεία των Μπλάκρος που φαινόταν να βρίσκεται στο λυκόφως της. Όλοι οι μισθοφόροι σκοτώθηκαν, μαζί και άλλοι είκοσι χιλιάδες από τους ντόπιους στρατιώτες, ενώ ο Ρόμουλους Λάβεντερ έπεσε ηρωικά. Εβδομήντα χιλιάδες νεκροί, χίλιοι αιχμάλωτοι για τον βασιλικό στρατό, ενώ δέκα χιλιάδες νεκροί για τους επαναστάτες. Ήταν αναμφίβολα η πιο τραγική και πολύνεκρη μάχη που δόθηκε στα εδάφη της Επικράτειας.

Ενώ τα πράγματα έδειχναν χειρότερα από ποτέ για το Στέμμα, ενώ η Συβίλη ανέμενε τον θάνατο και την καταδίκη ειρηνικά, σχεδιάζοντας να φυγαδεύσει τον ανιψιό της Ιγνάτιο στο Θερ και να τον σώσει από τη σφαγή, συνέβη κάτι που ποτέ κανείς δεν ανέμενε. Ο πρίγκιπας Ενδυμίων απήχθη ξανά και βρέθηκε στη Γάνδη, στο κάστρο του Άρχοντα Λόρκαν Λαυρεντίδη και στην αγκαλιά της τρίτης και τελευταίας του γκουβερνάντας Αιλγκύθα. Τότε, η Επανάσταση στον Βορρά έχασε την ισχύ της κι οι στρατιώτες διαλύθηκαν, επιστρέφοντας στα σπίτια τους αυτοβούλως.

Τον Οκτώβριο του 269, ξέσπασε η τρίτη επανάσταση, αυτή στη Γάνδη, σε ελάχιστη απόσταση από την πρωτεύουσα Ρέισαν, ακριβώς δίπλα στο Ζεφύρ. Η Συβίλη, τότε, έχρισε Πρωθυπουργό έναν εικοσάχρονο ιερέα της θεάς Ευαδώρα κι αληθινά ευφυή άνθρωπο, τον Δάντη Κολτ, κι αυτή ήταν η σοφότερη της επιλογή ως Βασίλισσα, διότι αυτός ο άνδρας έμελλε να κυβερνήσει δίπλα σε τρεις ηγεμόνες και να σώσει την Επικράτεια από την απόλυτη καταστροφή κι αναρχία.

Ο Δάντης ήταν πρακτικός άνθρωπος. Θεώρησε ότι οι επιθέσεις κι απόπειρες δολοφονίας στους στασιαστές δεν αρκούσαν και σίγουρα όχι οι εμπόλεμες συμπλοκές, που κόστιζαν βαριά στην οικονομία που κατέρρεε. Πίστευε ότι έπρεπε να δολοφονηθεί η πηγή του προβλήματος, ο οχτάχρονος πρίγκιπας Ενδυμίων. Όμως, η Συβίλη αρνούταν κατηγορηματικά να συνεναίσει στη δολοφονία ενός παιδιού που μάλιστα ήταν και συγγενής της κι έτσι δεν ενέκρινε ποτέ αυτό του το σχέδιο. Στη συνέχεια, ο Δάντης πρότεινε ολική αποδυνάμωση της Γάνδης με κάψιμο σπαρτών κι απαγόρευση εισαγωγής οποιωνδήποτε προϊόντων στη γη τους, πράγμα το οποίο η Βασίλισσα ενέκρινε αμέσως κι έτσι έγινε. Τότε, όμως, βρέθηκε απέναντι τους η Κατέρια, επειδή η Αρχόντισσα Καντίς Λάβεντερ δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον άδικο χαμό του γιου της στη μάχη της Λευκής Πεδιάδας. Η Γάνδη είχε πράγματι αποδυναμωθεί μα η Κατέρια τη βοήθησε να ορθοποδήσει ξανά και σε μια εβδομάδα μόλις, τα στρατεύματα τους βρέθηκαν να πολιορκούν τη Ρέισαν. Η Συβίλη είχε φροντίσει προ πολλού να στείλει τον πρίγκιπα Ιγνάτιο στο Θερ μα η δική της μοίρα ήταν προδιαγεγραμμένη. Ζητούσαν αίμα και θα είχαν αίμα. Για να σωθούν οι οχτακόσιες χιλιάδες που κατοικούσαν στη Ρέισαν, έπρεπε να θυσιαστεί εκείνη και το έπραξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Στα είκοσι δύο της χρόνια, η Συβίλη παραδόθηκε οικειοθελώς στους επαναστάτες Άρχοντες Καντίς και Λόρκαν και διαμελίστηκε, ενώ τα κομμάτια του σώματος της δε βρέθηκαν ποτέ παρά μονάχα το κεφάλι της, το οποίο έθαψε ο πρίγκιπας Ιγνάτιος με όλες τις αρμόζουσες τιμές έναν χρόνο αργότερα.

Με τον θάνατο της Συβίλης η επανάσταση έληξε, μα τα αιτήματα δεν εκπληρώθηκαν. Κι αυτό, γιατί η ίδια η Μοίρα κι οι Θεοί εκδικήθηκαν με τον τρόπο τους. Ο πρίγκιπας Ενδυμίων τραυματίστηκε στο πρώτο του κυνήγι κι έπαθε γάγγραινα, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να κόψει το αριστερό του πόδι από το γόνατο. Ένας μη αρτιμελής άνδρας -ως γνωστόν- δεν μπορούσε ποτέ να γίνει βασιλιάς. Την ίδια χρονιά, η δαιμόνια Αρχόντισσα του Γουίντεργουολ Ρεμόνια πέθανε αιφνιδίως από έναν όγκο που είχε στο στήθος κι όταν ο Αίων ο Αιμοσταγής το έμαθε, αυτοκτόνησε. Άρχοντας του Γουίντεργουολ έγινε ο εφτάχρονος γιος τους, ο Ίθαν που επρόκειτο να ονομαστεί Ευγενής, γιατί υπήρξε ο πιο καλοσυνάτος Άρχοντας που γνώρισε ποτέ το Γουίντεργουολ.

Έτσι, ο μοναδικός διάδοχος του θρόνου των Βασιλείων, ήταν ο δεκατετράχρονος πια Ιγνάτιος, ο γιος της αδικοχαμένης Ευάνθης, που αυτή τη φορά σκόπευε να καθίσει στον θρόνο του και να ξαναχτίσει όσα είχαν γκρεμιστεί.

«Ζοφερές Ημέρες: Οι Άνθρωποι- Κλειδιά," Θόρνις Καντώβ, Ιερέα στον Ναό της Θεάς Ευαδώρα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Δεν περίμενα ποτέ να καταδεχόσουν να έρθεις ως εδώ, ως τα μπουντρούμια των φυλακών,» ξεκίνησε ο Άρχοντας Μπράιτον Καστέλ, ξεδιπλώνοντας λεκτικά τις σκέψεις του και με μπόλικο κυνισμό -ως συνήθως. «Είχα την εντύπωση πως μισούσες τη βρωμιά, την υγρασία, τους βλοσυρούς φρουρούς με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα. Σίγουρα δεν αρμόζουν σε μια Βασίλισσα.»

«Δεν ήσουν ποτέ Βασιλιάς -τουλάχιστον όχι επίσημα- οπότε άφησε εμένα να κρίνω τι αρμόζει και τι όχι,» απάντησε η Βίνας και τον πλησίασε περισσότερο, ώστε το κερί της να φωτίζει μονίμως το πρόσωπο του. Ήθελε να παρατηρεί μία προς μία τις κινήσεις και τις εκφράσεις του.

«Τι θέλεις, λοιπόν, Μεγαλειοτάτη;»

«Μόνο και μόνο να σου πω πως τα ξέρω όλα κι αν τα ομολογήσεις στο δικαστήριο, θα έχεις μεγάλη ελάφρυνση στην ποινή σου. Ίσως ακόμα να γλιτώσεις και τον δήμιο,» αποκρίθηκε εκείνη ψυχρά.

«Όλα; Ποιά όλα;» Απόρησε σφιγμένος ο πρώην Πρωθυπουργός της.

«Τα πάντα· την απομάκρυνση της μητέρας μου, τον φόνο της Έμπερ Άνταλον και του υποτιθέμενου εραστή της, της μονής γυναίκας που αγάπησα τόσο ώστε να θεωρώ μάνα, τον φόνο του Άντριου Μπορν στο ίδιο του το σπίτι, το συθέμελα κάψιμο της Ρέβαν για να εξαλείψεις την Κόμισσα Μερσιάννα από προσώπου γης, μα πάνω από όλα τον φόνο του Βασιλιά σου και πατέρα μου, που τον δηλητηρίασες για να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα!»

«Σε έπιασε ξαφνικά το αίσθημα δικαιοσύνης;» Την ειρωνεύτηκε ο Μπράιτον Καστέλ. «Μην υποκρίνεσαι πως όλα αυτά που έκανα δε σε έφεραν στη θέση που είσαι σήμερα. Στα αλήθεια πιστεύεις ότι αν εκείνη η νύφη από το Γουίντεργουολ ζούσε, δε θα γεννούσε γιο στον πατέρα σου; Αν ζούσε η τόσο προσφιλής σου Έμπερ Άνταλον, τώρα θα ήταν Βασιλομήτωρ κι εσύ ένα τίποτα. Αν, πάλι, η γλυκιά κόρη της η Φοίβη περιδιάβαινε μέσα στην τρελή χαρά στον Βορρά, τώρα θα είχαμε Επανάσταση και πανωλεθρίες όπως τότε στη Λευκή Πεδιάδα πριν διακόσια χρόνια. Για αυτό, σκότωσα τον ευνοούμενο ιππότη της κι όλη την οικογένεια του. Έπειτα, η αγαπημένη σου Μερσιάννα. Όταν χάθηκε η Έμπερ, κόλλησες πάνω της σαν βδέλλα, το ίδιο κι ο πατέρας σου, σε σημείο που μια απλή Κόμισσα έμαθε όλα τα κρατικά μυστικά και τις διεργασίες, μέχρι που κόντεψε να γίνει η επόμενη Βασίλισσα, αν δε γινόταν η Εκστρατεία του πατέρα σου στην Ανατολή. Κι όσον αφορά τη δηλητηρίαση του πατέρα σου, το έκανα γιατί είχε συντάξει μια διαταγή ως διαθήκη όπου όριζε τη Φοίβη διάδοχο του κι εσένα δε σε ανέφερε καν ονομαστικά!»

«Την είδα αυτή τη διαθήκη,» απάντησε προσεκτικά η Βίνας. «Μα δεν έγραφε μόνο αυτό. Έγραφε επίσης ότι ο Ρόουαν Πένερ, σίγουρα εξίσου αδικημένος με τη Φοίβη, οριζόταν Πρωθυπουργός στη θέση σου. Για αυτό, σκότωσες τον πατέρα μου. Για αυτό, σκότωσες την Έμπερ, τους Άντριου Πένερ και Μπορν, την Κόμισσα Μερσιάννα! Μόνο και μόνο επειδή έτρεμες ότι θα έχανες την εξουσία του Πρωθυπουργού! Για να σώσεις το τομάρι και τη θέση σου τα έκανες όλα αυτά, ούτε για εμένα ούτε για κανέναν! Αν τόσο πολύ με αγαπούσες, γιατί έδιωξες τη μάνα μου; Θα σου πω εγώ· γιατί ήθελες ο πατέρας μου να παντρευτεί την Όβια, τη μοναχοκόρη της γριάς σκύλας από το Ποσπέριους, να συνάψετε στρατιωτική συμμαχία και να ενισχύσεις την κυριαρχία σου! Στο όνομα του συμφέροντος σου θυσίασες την ευτυχία της κόρης και της εγγονής σου και με μεγάλωσες για να μισώ την ίδια μου τη μητέρα, κάνοντας με να πιστέψω ότι με είχε προδώσει εξαιτίας ενός χαζού ονείρου! Ποτέ δεν περίμενα να σου το πω αυτό μα σε μισώ με όλη μου την καρδιά και την ψυχή! Ειλικρινά, αδημονώ να σε στείλω στον δήμιο αύριο το πρωί! Δεν μπορώ να φανταστώ οτιδήποτε που να με κάνει περισσότερο ευτυχισμένη από αυτό!»

«Πρόσεχε τα λόγια σου,» ακούστηκε σαν συμβουλή από τον παππού της. «Σκέψου πόσο σε ωφέλησαν όσα έκανα κι αν πράγματι αξίζω το μίσος και την τιμωρία σου. Μα κυρίως σκέψου το μωρό που κουβαλάς μέσα σου και μην εξωθείσαι στα άκρα. Θα ήταν άσχημο η πρώτη σου εμπειρία στην εγκυμοσύνη να μην είναι όμορφη.»

Η Βίνας έδειξε ότι αγνόησε τα λόγια του με μια περιφρονητική κίνηση του χεριού της κι έφυγε από το μπουντρούμι. Ήθελε να μείνει παραπάνω, να βγάλει όλο το μένος που είχε συσσωρευθεί μέσα της για εκείνον τον προδότη ομοαίματο της, αλλά είχε δίκιο. Η βρωμιά, η δυσωδία, τα βρύα κι οι λειχήνες στους τοίχους της έφερναν αναγούλα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Είσαι σίγουρος πως φέρεσαι στη Φοίβη όπως της αξίζει;» Ρώτησε ο Ίθαν, ενώ τα αδέλφια δείπνιζαν υπερβολικά αργά το βράδυ. Κόντευαν μεσάνυχτα κι είχαν γυρίσει από το κυνήγι μόλις μετά τη δύση του ηλίου. Είχαν λείψει μισή μέρα κι ο Άρχοντας πατέρας τους ήταν εξοργισμένος πρώτα από όλους με τον Ίθαν.

«Δε γίνεται ένας πρωτότοκος γιος, είκοσι εφτά ετών άνδρας και διάδοχος μιας τεράστιας περιφέρειας να χαζολογά ολημερίς με δραστηριότητες που δεν αφορούν την ευημερία των υπηκόων του! Τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι κατοικούν σε όλο το Γουίντεργουολ, Ίθαν, κι ανά πάσα στιγμή οι πορείες τους μπορεί να εξαρτώνται από εσένα. Πρέπει να κατανοήσεις τη βαρύτητα της θέσης σου και να μην παρασύρεσαι από τα ανέμελα κι ανεύθυνα αδέλφια σου.»

Στην τελευταία του φράση κοιτούσε επίμονα τον Βενέδικτο, υπονοώντας ξεκάθαρα ότι εκείνον εννοούσε ως ανέμελο κι ανεύθυνο.

«Πώς πήγε το κυνήγι, αγόρια; Πιάσατε κάτι ενδιαφέρον ή ξοδέψατε την ημέρα σας άσκοπα;» Είχε ρωτήσει τους τρεις μικρότερους γιούς του τον Αίων, τον Ρούβιν και τον Ουίλφρεντ που είχαν ακολουθήσει στο κυνήγι -ο Γκρίφιθ είχε επιλέξει να παραμείνει στον Οίκο, μολονότι κανείς δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν- με ένα ύφος εντελώς διαφορετικό· πρόσχαρο, γελαστό, σχεδόν παιγνιώδες. Προφανώς, τον ενδιέφερε η αγωγή του πρωτότοκου γιου του κι η προετοιμασία του για τη διαδοχή περισσότερο από το να του δείχνει την ίδια πατρική στοργή και θέρμη που επιδείκνυε σε όλα του τα αδέλφια -εκτός από τον Βενέδικτο φυσικά. Εκείνος είχε χάσει κάθε δικαίωμα στην οικογενειακή θαλπωρή πριν πολλά χρόνια.

Ο δευτερότοκος δεν έμοιαζε να απαντά στον πρωτότοκο. Ίσως πράγματι το αγριογούρουνο που είχαν χτυπήσει και σουβλίσει μόνοι τους να παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από όποια μεταξύ τους συζήτηση. Ο Ίθαν επέμενε και την επανέλαβε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και ύφος.

«Τι εννοείς;» Καμώθηκε τον απορημένο ο Βενέδικτος. «Πολύ καλά της φέρομαι. Μια μέρα μόνο είμαστε παντρεμένοι εξάλλου.»

«Όταν παντρεύτηκα την Άγκνες πριν δέκα χρόνια, βγήκαμε από το δωμάτιο μας την τέταρτη ημέρα μετά τον γάμο κι ειλικρινά ως έφηβη δεν ήταν τόσο όμορφη όσο η Φοίβη,» του θύμισε ο Ίθαν κι ένευσε στον Αίων, που καθόταν στην άλλη μεριά δίπλα στον Βενέδικτο.

«Εσύ παντρεύτηκες την Άγκνες από έρωτα,» τόνισε ο Βενέδικτος.

«Κι εγώ που παντρεύτηκα τη Φίλιντα πριν έξι χρόνια με προξενιό όπως εσύ, δε θυμάμαι να την παράτησα την πρώτη ημέρα του γάμου και να έφυγα για ολοήμερο κυνήγι,» εισέβαλε στη συζήτηση κι ο Αίων. «Αδελφέ, δε γίνεται να μη νιώθεις τίποτα για αυτό το κορίτσι. Άλλωστε, μετά από τόσα προξενιά, αυτή δέχτηκες.»

«Τη δέχτηκα, γιατί δεν άντεχα άλλο τις επιπλήξεις και τους υποβιβασμούς του πατέρα μπροστά σας,» διαφώνησε ο Βενέδικτος. «Ορίστε, σήμερα μόνο μια λοξή ματιά μου έριξε. Αν δεν ήμουν νιόπαντρος, θα με χτυπούσε ξανά.»

«Θεωρείς κατάλληλη συμπεριφορά να παρατάς ένα δεκατριάχρονο κορίτσι αμέσως μετά τον γάμο μόνη της σε ένα μέρος που δεν της είναι οικείο;» Τον πίεσε ο Ίθαν.

«Έχει τις γυναίκες σας, για να κάνει παρέα,» απέκρουσε την ερώτηση ο Βενέδικτος και έβαλε άλλη μια μπουκιά του ψητού στο στόμα του. Απέναντι τους, ο Ουίλφρεντ κι ο Ρούβιν περιέγραφαν γλαφυρά στον Γκρίφιθ την ώρα θήρευσης του αγριογούρουνου κι εκείνος τους παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.

«Κι όχι μόνο,» τόνισε ο Αίων. «Η Φίλιντα μου είπε ότι πέρασε όλη την ημέρα στη βιβλιοθήκη με τον μικρό Ριχάρδο.»

Το ύφος του δεν ήταν διόλου κόσμιο, υποδήλωνε κάτι βαθύτερο, πονηρό και σίγουρα όχι αθώο. Το έκανε επίτηδες, μήπως κι αφυπνούσε τη συνείδηση κι ενσυναίσθηση του αδελφού τους, που έμοιαζε να κοιμάται ανέκαθεν.

Ο Βενέδικτος -στο άκουσμα των λόγων του και στην όψη του ύφους του- άφησε ένα γέλιο και κόντεψε να πνιγεί με το κρέας στον λαιμό του· στεντόρειο, γάργαρο και χοντροκομμένο, σαν βόρειος που ήταν.

«Θα φοβηθώ νομίζετε το νιάνιαρο; Πιο πολύ θα φοβόμουν αν γλυκοκοίταζε τον ελαφροΐσκιωτο Γκρίφιθ παρά τον Ριχάρδο που είναι πιο αθώος κι από αρνί! Άλλωστε, ο πατέρας ανέφερε κάποια στιγμή ότι τον διάλεξε για σύμβουλο της. Εφόσον θα συνεργαστούν στο μέλλον, επιθυμεί να τον γνωρίσει καλύτερα. Σιγά την απειλή, επιτέλους!»

«Αδελφέ, πώς ήταν η χθεσινή νύχτα, αλήθεια;» Αναρωτήθηκε ο Ίθαν κι ο Βενέδικτος τον κοίταξε σαστισμένος.

«Μη με προσβάλεις, Ίθαν! Όχι εμένα, τον πιο περιβόητο εραστή σε κάθε πορνείο του Βορρά! Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν και χωρίς κανένα πρόβλημα.»

«Αν ρωτήσουμε τη Φοίβη, άραγε θα απαντήσει το ίδιο;» Απόρησε χαχανίζοντας ο Αίων.

Ο ανακρινόμενος χτύπησε δυνατά τη μπουνιά του στο τραπέζι, συγκεντρώνοντας την προσοχή όλων των αδελφών τους πάνω του. Μονάχα ο Ριχάρδος έλειπε, διότι κοιμόταν νωρίς. Ήταν τόσο μαινόμενος που ίσως και να το έσπαζε.

«Μόλις μου κόψατε την όρεξη,» γρύλισε σχεδόν και πετάχτηκε όρθιος, ρίχνοντας την καρέκλα του στο πάτωμα με γδούπο. «Καληνύχτα και δεν ευχαριστώ για την παρέα.»

Εξαφανίστηκε από το δωμάτιο σε μηδενικό χρόνο, αφήνοντας τους αδελφούς του σύξυλους, έκθαμβους μα και σκεπτικούς.

«Κάτι δε μας λέει,» συμπέρανε το προφανές ο Ίθαν. «Και πράγματι αδημονώ να μάθω τι.»

Είχε απόλυτο δίκιο. Ωστόσο, δε θα ήταν ποτέ εύκολο για τον Βενέδικτο να τους μιλήσει για το μαύρο αίμα της συζύγου του, ακόμα κι αν ήταν αδέλφια και μοιράζονταν τα πάντα. Τη στιγμή της απόλυτης έξαψης, που ένιωσε το μαύρο υγρό να πλημμυρίζει τους μηρούς τους, είχε κοιτάξει τα μάτια της, που ήταν γαλανά, φωτεινά. Εκείνη τη στιγμή, τους είχαν φανεί κατάμαυρα κι οι ίριδες τους μπλε μα στενές, σχιστές, σαν μάτια ερπετού. Για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε νιώσει δέος και τρόμο ταυτόχρονα.

Βυθισμένος στις σκέψεις του, δε συνειδητοποίησε ποτέ πόσο γρήγορα έφτασε στην κάμαρά τους. Ανακουφίστηκε όταν τη βρήκε κοιμωμένη και ξάπλωσε δίπλα της χωρίς κανέναν θόρυβο ή απότομη κίνηση, αφού πρώτα άλλαξε τα ρούχα του και φόρεσε τα νυχτικά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εκείνη η ημέρα βρήκε το παλάτι σε πλήρη αφασία κι αναταραχή. Καθώς η αίθουσα του Δικαστηρίου ετοιμαζόταν για την επικείμενη δική του Άρχοντα Μπράιτον, η Βίνας κάλεσε τον βασιλικό ιατρό που την παρακολουθούσε, για να ενημερωθεί για την πορεία της εγκυμοσύνης της.

«Μια χαρά πηγαίνετε, Μεγαλειοτάτη,» την καθησύχασε ο ιατρός χαμογελαστά. «Αν συνεχίσετε έτσι, θα γεννήσετε ένα υγιέστατο και δυνατό παιδί.»

«Και το φύλο;» Ρώτησε η Βίνας, φανερά ανυπόμονη. «Πότε μπορούμε να μάθουμε το φύλο;»

«Αυτό πρόσκειται στον εμπειρισμό των μαιών, Μεγαλειοτάτη,» απάντησε με ένα σύντομο γέλιο εκείνος, μα σοβάρεψε αμέσως. «Ειλικρινά, δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να ανιχνεύσουμε το φύλο του παιδιού προτού γεννηθεί και θαρρώ αυτό το γνωρίζατε ήδη.»

«Πρέπει να καταλάβεις ότι η θέση μου είναι δύσκολη,» επέμεινε όσο πιο ευγενικά μπορούσε η Βασίλισσα. «Για να εξασφαλίσω το δικαίωμα μου στον θρόνο, χρειάζομαι έναν γιο. Είναι ευτυχές το ότι ο γάμος μου απέδωσε καρπούς τόσο νωρίς, όμως θα ήταν ευτυχέστερο αν γνώριζα ότι ο καρπός είναι αρσενικός.»

«Λυπάμαι, μα αδυνατώ να κάνω οτιδήποτε για αυτό. Κάνετε υπομονή οχτώ μονάχα μήνες και θα φανερωθεί φυσικά το φύλο,» της είπε ο ιατρός κι αφού τη χαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση, εξήλθε του δωματίου.

Στην άλλη πλευρά της θύρας, τον περίμενε ο Πέρσιβαλ. Μόλις τον είδε ο επιστήμονας, του χαμογέλασε.

«Μην ανησυχείτε, Υψηλότατε. Χαίρουν κι οι δυο άκρας υγείας.»

«Χαίρομαι που το λες, ιατρέ, μα δεν μπορώ να μην ανησυχώ,» αποκρίθηκε ο Βασιλικός Σύζυγος. «Η γυναίκα μου είναι νευρική και τον τελευταίο καιρό προκαλεί στον εαυτό της έντονες συγκινήσεις. Προφανώς, η δική του παππού της την επηρεάζει βαθιά.»

«Μείνετε δίπλα της και στηρίξτε τη με όλες σας τις δυνάμεις,» τον συμβούλευσε βλοσυρά. «Μπορεί να φορά το Στέμμα και να υποκρίνεται τη δυνατή, όμως παραμένει μια έφηβη με φυσικές ανασφάλειες και ευαισθησίες. Να την προσέχετε. Πρέπει η πρώτη της εμπειρία στη μητρότητα να είναι χαρούμενη για το καλό όλων.»

Ο Πέρσιβαλ ένευσε καταφατικά και τομ άφησε να φύγει, για να επιστρέψει στο ιατρείο του. Λίγο αργότερα, είδε τον πιο αγαπητό του άνθρωπο να καταφθάνει, τον πατέρα του. Γνώριζε πως είχε έρθει στη Ρέισαν από το Κίμσταιν -την πρωτεύουσα της Γάνδης- πριν λίγες ημέρες μα δεν είχαν κατορθώσει να συναντηθούν επισήμως, κυρίως εξαιτίας του βεβαρημένου του προγράμματος.

«Τι σε φέρνει εδώ, πατέρα;» Τον ρώτησε αφότου χαιρετήθηκαν με μια σύντομη αγκαλιά.

«Θέλω να δω τη γυναίκα σου,» του απάντησε με ακρίβεια ο Άρχοντας Φερδινάνδος. «Είναι μέσα;»

«Πράγματι, μα δε νομίζω πως είναι η καλύτερη στιγμή,» προσπάθησε να τον αποτρέψει ο Πέρσιβαλ. «Τα νεύρα της είναι τεταμένα δεδομένης της ημέρας και για όνομα των Θεών αγωνιώ και για εκείνη και για το παιδί.»

«Είναι πασιφανές ότι παντρεύτηκες μια τρελή,» επισήμανε ο πατέρας του, κινούμενος γύρω από τη θύρα νευρικά. «Είναι δυνατόν να θέλει να εκτελέσει τον Πρωθυπουργό της, τον ίδιο της τον παππού, που τη μεγάλωσε κι είναι ο μόνος που την κρατά στον θρόνο; Αυτές τις ασυδοσίες είχαν να τις δουν στα Βασίλεια από τον καιρό της Αντιγόνης Μπλάκρος!»

«Πατέρα, αντικειμενικά, ο Άρχοντας Μπράιτον δεν είναι και τόσο αθώος-»

«Αντικειμενικά, ο Άρχοντας Μπράιτον είναι ο λόγος που η Βίνας σου είναι ακόμα Βασίλισσα κι ο λόγος που εξαρχής στέφθηκε!» Συνέχισε ο πατέρας του ανάλγητος. «Οι υπόλοιποι εννέα Άρχοντες υποστηρίζουν κάποια από τις αδελφές της για Βασίλισσα κι αν εκείνος βγει από τη μέση, κάποιος θα επαναστατήσει, θα την εκθρονίσει κι εσύ θα ξαναγίνεις ένας άλλος μέλλων Άρχοντας και θα πάψεις να είσαι Βασιλικός Σύζυγος!»

«Πατέρα, τη Βίνας την αγαπώ. Αν η εκθρόνιση βοηθήσει την ταραγμένη της ψυχή, θα την ακολουθήσω και θα τη στηρίξω,» ομολόγησε ο νεαρός, χωρίς να καταφέρνει να τον συγκινήσει στο ελάχιστο. «Εν τέλει, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να βοηθήσω τον Άρχοντα Μπράιτον, διότι έχουν συλλεχθεί αποδείξεις για τα εγκλήματα του.»

«Ας τις κατέστρεφες! Ας είχες επιτέλους λίγη πονηριά!» Αναφώνησε ο Άρχοντας Φερδινάνδος απογοητευμένος. «Ω Θεοί, μακάρι η αδελφή σου να είχε πέος, για να την αντάλλαζα με εσένα ως σύζυγο της Βίνας! Η Ελισαβέλλα θα δρούσε όπως επέβαλαν οι περιστάσεις κι όχι όπως της επέβαλε το φουστάνι της κακομαθημένης σου.»

«Κρίμα που η Θρησκεία δεν επιτρέπει τον γάμο μεταξύ ομόφυλων,» τον ειρωνεύτηκε ο Πέρσιβαλ, που είχε κουραστεί να ακούει συνεχώς πόσο καλύτερη ήταν η μεγαλύτερη του αδελφή.

«Μάθε επιτέλους να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα με ευελιξία και προσαρμοστικότητα!» Επέμεινε εκείνος. «Δεν μπόρεσες να τη μαλακώσεις εδώ και τόσες ημέρες;»

«Με αποφεύγει,» του αποκάλυψε ο γιος του. «Πιστεύει πως αποσκοπώ στο να γίνεις εσύ ο επόμενος Πρωθυπουργός.»

«Πράγμα το οποίο θα μας διευκόλυνε περίφημα!» Αναθάρρησε στην προοπτική αυτή ο Άρχοντας πατέρας του.

«Τι συμβαίνει εδώ;» Άνοιξε η πόρτα κι αποκάλυψε την ίδια τη Βίνας, περίεργη κι εκνευρισμένη μαζί. Δε φάνηκε έκπληκτη που αντίκριζε τον Άρχοντα της Γάνδης και πεθερό της. «Ώστε σε εσάς ανήκουν οι φωνές που μου τριβελίζουν το μυαλό;»

«Μεγαλειοτάτη,» είπε με μια υπόκλιση ο Άρχοντας Φερδινάνδος Λαυρεντίδης.

«Τι θέλεις στη Ρέισαν και μάλιστα έξω από την κάμαρη μου;» Ρώτησε βιαστική η Βασίλισσα.

«Πρόκειται για τον παππού σας.»

«Δε θέλω να ακούσω τίποτα για αυτόν. Την απόφαση μου δεν πρόκειται να αλλάξει κανένας και τίποτα. Μη σπαταλάς τον χρόνο σου, πατέρα. Αν φύγεις τώρα, θα προλάβεις να φτάσεις στο κάστρο σου στο Κίμσταιν πριν το γεύμα.»

Αμέσως, έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε από μέσα και τα βήματα της ακούστηκαν να χάνονται, υποδηλώνοντας πως δεν ήθελε να ακούσει τίποτα παραπάνω από αυτούς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ροζλύν ταξίδευε ιππεύοντας όλο το βράδυ κι η χαραυγή τη βρήκε να περιπλανιέται στη γη του Βορρά, έχοντας εισέλθει για τα καλά στα Δώδεκα Βασίλεια με τις γαίες των Ελεύθερων Γυναικών προ πολλού χαμένες.

Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι όπου δυστυχώς δεν κοιμόταν μόνη την ώρα που το φεγγάρι μεσουράνησε. Είχε περάσει στον ώμο της τον μπόγο με όλα τα όπλα κι ελάχιστα ρούχα της, ενώ ζώστηκε την πανοπλία, το αγαπημένο σπαθί και το τόξο με τη γεμάτη φαρέτρα της στη μέση. Δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά στον άνδρα της που κοιμόταν αμέριμνος, μολονότι θα ήθελε να τον αποχαιρετήσει με ένα κατάμουτρα φτύσιμο.

Είχε πάρει την αγαπημένη της εβένινη φοράδα, τη Στόρμλαιτ, την είχε σελώσει στοργικά και κρατώντας τα γκέμια σφιχτά, ίππευσε ως την πύλη του Πύργου. Μόλις τη ρώτησαν οι φρουροί πού πήγαινε, τους απάντησε πως έβγαινε για κυνήγι και δεν την εξέτασαν περεταίρω, μιας κι ήταν η Πριγκίπισσα. Ύστερα, είχε ιππεύσει δυο φορές γρηγορότερα, για να ξεφύγει από τα εδάφη της μητέρας της το συντομότερο δυνατό.

Έτσι, είχε φτάσει μπροστά στις πύλες του Οίκου. Ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά κι έλουζε το Σάντοουκλιφ, την πρωτεύουσα του Γουίντεργουολ, παρόλο που ήταν Οκτώβριος και το φθινόπωρο είχε κάνει αισθητή την παρουσία του. Η είσοδος της επετράπη και πέρασε στην αυλή του τεράστιου αρχοντικού των Άνταλον. Τότε, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνη. Λίγο πιο πίσω της, πεζός προχωρούσε ένας άνδρας θεόρατος, μα φαρδιές πλάτες και μακριά μαλλιά που κάλυπταν το πρόσωπο του εκτός από τα μελιά, σπινθηροβόλα μάτια του.

Ένας κοντός υπηρέτης κατέφθασε προς το μέρος τους και πήρε το άλογο της ευγενικά, ενώ ένας δεύτερος ήρθε και απευθύνθηκε στον άγνωστο άνδρα, πράγμα που την εξόργισε μυστικά, γιατί προφανώς θεώρησαν ότι τον συνόδευε.

«Ποιός είστε;»

«Ήρθα για να δω την Πριγκίπισσα Φοίβη,» απάντησε εκείνος. «Ονομάζομαι Έυρικ.»

«Η γυναίκα σου;» Ρώτησε ο υπηρέτης, δείχνοντας τη Ροζλύν.

«Εγώ ήρθα να δω τον Άρχοντα Ριχάρδο,» μίλησε εκείνη, φανερά εκνευρισμένη. «Δεν συνοδεύω και δε με συνοδεύει κανείς.»

«Όπως θέλεις,» σχολίασε πικρόχολα ο υπηρέτης κι εξαφανίστηκε στα ενδότερα του αρχοντικού.

Λίγο αργότερα, είδαν να τους πλησιάζει η Φοίβη. Μετά βίας την αναγνώρισε η Ροζλύν. Το κοριτσάκι που θυμόταν με τα γαλανά φορεματάκια και ένα βιβλίο στο χέρι, είχε μετατραπεί σε μια φαινομενική κυρά, με ένα αυστηρό γκρίζο φόρεμα και τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, ενώ δερμάτινα περιβραχιόνια κοσμούσαν τα χέρια της έναντι βραχιολιών. Η μικρή της αδελφή είχε γίνει μια βόρεια κι αυτό τη γέμιζε με μια παράξενη υπερηφάνεια.

Σταμάτησε έκπληκτη τον βηματισμό της η μικρή, όταν αντίκρισε όχι μόνο τον Έυρικ μα και τη Ροζλύν στην αυλή του νέου της σπιτιού.

«Καλώς ήρθατε κι οι δυο σας,» είπε με τη σοβαρότητα που απαιτούταν από μια εκπρόσωπο του Οίκου. Αντίθετα με τους προηγούμενους, μίλησε πρώτα στην αδελφή της. «Ροζλύν, η σύνοδος μου θα σε οδηγήσει στην αίθουσα ακροάσεων, όπου θα σε δεχτεί ο Άρχοντας Ριχάρδος.» Παραμέρισε, ώστε να αποκαλύψει μια μικροσκοπική κοπέλα με έντονες καμπύλες, που την οδήγησε μέσα από διαδρόμους μπροστά σε μια δίφυλλη πόρτα. Ενώ περίμενε αρκετή ώρα, ένας φρουρός φάνηκε από μέσα και της ένευσε να περάσει.

Η αίθουσα ακροάσεων ήταν μεγαλύτερη από όσο περίμενε. Χωρίς να δώσει προσοχή στη λιτή διακόσμηση ή στους παρευρισκόμενους, τα μάτια της επικεντρώθηκαν μόνο στον Άρχοντα Ριχάρδο, που καθόταν στο ξύλινο θρονί με ένα διάδημα από ασημί στα σγουρά μαλλιά του.

«Άρχοντα Ριχάρδε Άνταλον, ονομάζομαι Ροζλύν Γουάιατ κι έρχομαι από τις Ελεύθερες Γυναίκες.»

Μόλις άκουσε ο Άρχοντας του Γουίντεργουολ τη φράση Ελεύθερες Γυναίκες και παρατήρησε το προειδοποιητικό βλέμμα της Φοίβης, που καθόταν στις παράπλευρες θέσεις δίπλα στον Βενέδικτο, διέταξε όλους τους υπηρέτες κι όσους δεν ανήκαν άμεσα στην οικογένεια. Έμειναν μονάχα οι γιοί του -πλην του Γκρίφιθ και του Ριχάρδου- κι οι τρεις νύφες του, μόλις οχτώ άτομα.

«Τι καλλονή,» θαύμασε χωρίς καθόλου ευγένεια ο Βενέδικτος στο αυτί της γυναίκας του.

«Είναι μια από τις αδελφές μου,» αποκρίθηκε εκείνη διακριτικά.

«Ορθώς μου το είπες, δε θα το φανταζόμουν ποτέ,» τη βεβαίωσε εκείνος καυστικά. «Ποιός θα μπορούσε να σκεφτεί ότι μια τέτοια πανέμορφη, λυγερή, δυναμική γυναίκα είναι ομοαίματη σου;»

«Κρίμα,» τον ειρωνεύτηκε η Φοίβη. «Παντρεύτηκε μερικές ημέρες πριν από εμάς. Μάλλον έχασες την ευκαιρία σου.»

«Σιγά το πράγμα,» ανασήκωσε τους ώμους τους ο άνδρας της. «Δε θα είναι ο πρώτος γάμος που διαλύω.»

Η Φοίβη ύψωσε τα μάτια της στιγμιαία και προσευχήθηκε στους Θεούς της για δύναμη και υπομονή.

Από τη δύσκολη θέση της απάντησης την έβγαλε ο πεθερός της, που της απηύθυνε τον λόγο, ζητώντας την άποψη της για τη Ροζλύν -που ως τότε είχε ολοκληρώσει λακωνικά την αίτηση ασύλου της. Σε αυτό ακριβώς ήλπιζε η δεκατριάχρονη νέα.

«Η Ροζλύν είναι αδελφή μου από την πλευρά του πατέρα μου, γεγονός που με ωθεί να την αγαπώ, εξαιτίας της συγγένειας μας,» ξεκίνησε με στόμφο κι όσο περισσότερο βάθος διέθετε στη φωνή της. Το ακουστικό αποτέλεσμα ίσως να ήταν κωμικό, δεδομένου του χαμόγελου ψυχαγωγίας στα χείλη του συζύγου της. «Μολαταύτα, την εκτιμώ βαθύτατα για τον δυναμισμό της, την αίσθηση ανεξαρτησίας της και φυσικά την ευθύτητά της. Πρόκειται για μια νέα βαθιά ειλικρινή και τίμια, με τις άρτιες πολεμικές της δεξιότητες να την καθιστούν άξια ως και ανίκητη αντίπαλο στα λόγια και στη μάχη.»

Δεν ήταν απόλυτα αληθινά όσα υποστήριξε μα ήταν διατεθειμένη να αραδιάσει μερικά ψεύδη, ώστε να πετύχει τον σκοπό της, ο οποίος τότε ήταν η διατήρηση της παρουσίας της Ροζλύν.

«Άρα, πιστεύεις ότι πρέπει να της χορηγήσω το άσυλο που ζητά;» Ρώτησε ξανά ο Άρχοντας Ριχάρδος.

«Φυσικά,» δήλωσε ευθέως η Φοίβη. «Μα και να κρατήσετε μυστική τη διαμονή της εδώ, ώστε να μη μάθει η Βασίλισσα μητέρα της την τοποθεσία της ή τουλάχιστον να αργήσει όσο περισσότερο γίνεται να την ανακαλύψει.»

Πράγματι, έγιναν όλα όπως ακριβώς ήλπιζε. Η αδελφή της θα έμενε στον Οίκο ως φιλοξενούμενη και κανένας δε θα μάθαινε ποιά ήταν -πέραν της οικογένειας των Άνταλον βέβαια- ενώ η ταυτότητα της θα προστατευόταν πάση θυσία. Αμέσως μετά τη λήξη της ακρόασης, πήρε από το μπράτσο της εικοσάχρονη αδελφή της που χαμογελούσε σχεδόν ευτυχής και τη σύστησε στις δυο ανδραδελφές της, μην κρύβοντας πια τη χαρά της που θα την είχε κοντά για όσο χρειαζόταν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στη δική του Άρχοντα Μπράιτον προέδρευε ο Άρχοντας Άντριαν Έπερτεν, ο Άρχοντας Αρχιδικαστής των Βασιλείων, ενώ ο Βασιλικός Σύζυγος Πέρσιβαλ Λαυρεντίδης ανήκε στο σώμα των δικαστών, το ίδιο κι ο πατέρας του. Η σύσταση κάθε σώματος ήταν δικαιοδοσία του Άρχοντα Αρχιδικαστή και στην προκειμένη περίπτωση μια αναγκαία τυπικότητα. Δεδομένων των αποδεικτικών στοιχείων και της οργής της Βασίλισσας, η αθώωση του Άρχοντα Πρωθυπουργού φάνταζε πιο ουτοπική κι από την εξάλειψη της παγκόσμιας αδικίας.

Η Βασίλισσα καθόταν σε έναν επίχρυσο θρόνο που χρησιμοποιούταν μονάχα για την αίθουσα του Δικαστηρίου, με την ελάχιστα φουσκωμένη κοιλιά της να εξέχει καθαρά από το εσκεμμένα στενό φόρεμα της. Στα δεξιά της στεκόταν σαν πύργος η Νταϊάνα, η Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς, ενώ στα αριστερά της ο Σερ Γκάλιαν του Φάργκορ. Μέσα στις αστραφτερές τους πανοπλίες έκαναν τη Βίνας να αισθάνεται ασφαλέστερη από ποτέ άλλοτε.

Στην πρώτη θέση των παρευρισκόμενων, η ίδια η Βίνας είχε προσκαλέσει τον Ρόουαν Πένερ να καθίσει, όχι μόνο για να παρακολουθήσει με τα μάτια του την καταδίκη του φονιά του πατέρα του μα και για να παρουσιάσει ο ίδιος τα έγγραφα που είχε διασώσει κι αρχειοθετήσει.

Μόλις ο Άρχοντας Άντριαν διέταξε την έναρξη της δίκης, οι φρουροί έφεραν τον ταλαιπωρημένο παππού της κατευθείαν από τα μπουντρούμια άπλυτο, ταλαιπωρημένο, απεριποίητο. Ολόκληρη αγαλλίαζε στη θέα του και κοίταξε καλύτερα την πρώτη θέση των παρευρισκόμενων. Ανάμενε να βρει τη μητέρα της εκεί μα όχι και τη θεία της. Η Αλίζ Καστέλ, η κατά εφτά χρόνια μικρότερη αδελφή της μητέρας της, είχε εξαφανιστεί από την Αυλή λίγο μετά την έναρξη της Εκστρατείας του πατέρα της στην Ανατολή. Επρόκειτο για ανήσυχο πνεύμα, ήθελε να ταξιδεύσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Επικράτειας και για δέκα χρόνια δεν την είχε δει κανείς. Εκείνη τη στιγμή, καθόταν δίπλα στην αδελφή της και μητέρα της Βίνας, παρακολουθώντας τη δίκη του πατέρα της με αμέριστη προσοχή στα φωτεινά της μάτια.

Ενδιαφέρουσα παρουσία, σκέφτηκε η Βασίλισσα. Ίσως και να αποδειχθεί χρήσιμη στο μέλλον.

Άκουσε με μεγάλη ευχαρίστηση τον Άντριαν Έπερτεν να αναλύει το κατηγορητήριο του Άρχοντα Μπράιτον, αφήνοντας ένα χαμόγελο να λάμψει στα χείλη της. Με λίγη τύχη, οι παρευρισκόμενοι θα πίστευαν ότι χαιρόταν που επρόκειτο να αποδοθεί δικαιοσύνη.

«Ο Άρχοντας Μπράιτον Καστέλ και Πρωθυπουργός των Δώδεκα Βασιλείων κατηγορείται για εξαπάτηση του Στέμματος, ηγεσία συνομωσίας, εσχάτη προδοσία, φόνο υπηκόων εκ προμελέτης και φόνο μελών της Βασιλικής Οικογένειας. Αποδέχεστε τις κατηγορίες, Άρχοντα Καστέλ;» Ρώτησε ο Έπερτεν τυπικά.

«Όχι,» ήταν η ξεκάθαρη κι απόλυτη απάντηση του κατηγορουμένου, πράγμα που εξόργισε τη Βίνας. Με απεσταλμένο του είχε ζητήσει να παραδεχτεί τα εγκλήματα του, ώστε να γλίτωνε την καταδίκη μα εμφανώς η αλαζονεία του ήταν ακόμα μεγαλύτερη κι από τη δική της. Αμέσως, διέταξε τους φρουρούς που τον κρατούσαν να του κλείσουν το στόμα με ένα πανί. Δεν ξαναμίλησε ποτέ ως το πέρας της δίκης.

«Δυστυχώς, ο λόγος σας δε μετρά παραπάνω από τα γεγονότα και τις αποδείξεις,» συνέχισε ο Άντριαν Έπερτεν, νεύοντας στον Ρόουαν να πλησιάσει. «Ο Ρόουαν Πένερ, μέλος των γραμματέων της Αυλής, έχει συγκεντρώσει όλα τα ενοχοποιητικά κι αδιάσειστα στοιχεία της ενοχής σας.»

Καθώς ο Ρόουαν ξεδίπλωνε ένα προς ένα τα εγκλήματα του Μπράιτον Καστέλ και προσκόμιζε τα έγγραφα του αρχείου του, η Βίνας ένιωσε την καρδιά της να χτυπά γρηγορότερα και την πίεση στο κεφάλι και στο αίμα της να αυξάνεται. Σχεδόν έτρεμε από συγκίνηση. Εκστασιαζόταν, αδημονούσε για την ώρα της ετυμηγορίας και της επικείμενης εκτέλεσης. Αν μπορούσε, θα άκουγε τον παθιασμένο λόγο του Ρόουαν, που έπεισε τους πάντες για την ενοχή του παππού της, μέχρι και τον πεθερό της κόντεψε.

«Δε χώρα αμφιβολία,» απεφάνθη τελικά ο Έπερτεν. «Ο Άρχοντας Μπράιτον Καστέλ είναι απόλυτα ένοχος και καταδικάζεται σε θάνατο. Το μόνο που μένει είναι η Εκλαμπρότατη Βασίλισσα μας να αποφασίσει τον τρόπο θανάτωσης του.»

Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς κι οι φρουροί δυσκολεύτηκαν να το ηρεμήσουν. Η Βίνας σηκώθηκε όρθια, για να ανακοινώσει την απόφαση της, μα δεν τα κατάφερε.

«Μια στιγμή,» πετάχτηκε μια ανδρική φωνή. Δεν ήταν άλλος από τον Άρχοντα της Γάνδης και πεθερό της, Φερδινάνδο Λαυρεντίδη, σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον καταδικασμένο Πρωθυπουργό. «Με συγχωρείτε, μα βρίσκω την απόφαση σας υπερβολικά σκληρή κι επιπόλαιη. Θαρρώ κρύβονται προσωπικές διάφορες πίσω από την επικείμενη θανάτωση ενός άνδρα που έχει προσφέρει στα Βασίλεια πολλά περισσότερα από όσα έχει εκλάβει. Πέραν τούτων, όμως, είναι συγγενής πρώτου βαθμού με τη Βασίλισσα μας, επομένως μέλος της Βασιλικής Οικογένειας. Αν μη τι άλλο, η θανάτωση ενός μέλους της Βασιλικής Οικογένειας ίσως ερμηνευθεί ως αυθαιρεσία ή-»

«Αυθαιρεσία θα χαρακτηριζόταν, αν δεν επερχόταν δίκης με αποδεικτικά στοιχεία,» τον διόρθωσε ευγενικά μα απότομα ο Ρόουαν. «Πιστεύω κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, ούτε η Βασιλική Οικογένεια -θεωρητικά τουλάχιστον. Άρα, δικαίως κρίνεται ο Άρχοντας Μπράιτον ως ένοχος και λαμβάνει την τιμωρία ενός προδότη, τίποτα λιγότερο από θανάτωση.»

«Εύκολα το λες εσύ, Ρόουαν Πένερ, που εξαιτίας του έχασες τον πατέρα σου, όπως υποστηρίζεις,» διαφώνησε ο Άρχοντας Φερδινάνδος επίμονα. «Όμως, η απώλεια ενός τόσο σημαντικού και σπουδαίου άνδρα, θα βλάψει τη δυναστεία ανεπανόρθωτα. Προτείνω να εξοριστεί και να παραμείνει ζωντανός.»

«Κι εγώ προτείνω να πάψεις να αμφισβητείς τη σοφία του δικαστηρίου, Άρχοντα Φερδινάνδε,» επενέβη η Βίνας, κάνοντας κάθε φωνή να σωπάσει οριστικά. «Εγώ η Βασίλισσα Γιολάνδη, δεύτερη στη σειρά του ονόματος μου, δηλώνω πως εμπιστεύομαι πλήρως την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Ο Άρχοντας Μπράιτον θα αποκεφαλιστεί και το σώμα του θα θρέψει τα αδέσποτα σκυλιά στους δρόμους της Ρέισαν, ενώ το κεφάλι του θα στηθεί στην κεντρική πλατεία του Κάλιερ, στο ίδιο σημείο όπου πριν δεκατρία χρόνια φονεύθηκε εξαιτίας του η Βασίλισσα Έμπερ Άνταλον.»

Το πλήθος ζητωκραύγασε το όνομα της ζωηρά και επευφημούσε την κρίση της. Ανέκαθεν ο όχλος αγαπούσε τις αιματοχυσίες και τις εκτελέσεις. Στράφηκε περιχαρής στη Νταϊάνα γεμάτη αποφασιστικότητα.

«Αρχηγέ της Βασιλικής Φρουράς, έχεις την τιμή να αποκεφαλίσεις τον προδότη.»

«Μεγαλειοτάτη,» υποκλίθηκε δουλοπρεπώς μα υπερήφανα η Νταϊάνα η Ατρόμητη, κραδαίνοντας το κοφτερό σπαθί της. Πλησίασε με σιγουριά τον Άρχοντα Μπράιτον και με μια δυνατή μπουνιά καταπρόσωπο τον αναισθητοποίησε. Το πανί έφυγε από το στόμα του. Οι κρατούντες φρουροί τον εναπόθεσαν με τον λαιμό πάνω σε ένα ξύλινο κάθισμα. Η Νταϊάνα σήκωσε το σπαθί της με μια ταχεία κίνηση και καθώς το κατέβαζε, έλαμψε στον ήλιο η αιχμή σαν θεϊκή ρομφαία. Με την πρώτη προσπάθεια, η έμπειρη πολεμίστρια διαχώρισε το κεφάλι από το σώμα και γέμισε το μαρμάρινο δάπεδο αίμα. Έπιασε με το χέρι της το κεφάλι και το σήκωσε για να το δουν όλοι, ενώ οι φρουροί έπαιρναν το πτώμα και το πετούσαν από το μπαλκόνι στους δρόμους της Ρέισαν.

«Αυτή είναι η μοίρα των προδοτών!» Βροντοφώναξε η Βασίλισσα, παρακολουθώντας με κατάνυξη το κάρφωμα του κεφαλιού στο κοντάρι, το οποίο εστάλη στην πλατεία, όπως ακριβώς είχε διατάξει.

Όλοι έμοιαζαν να είναι προσηλωμένοι στην περιφορά της κομμένης κεφαλής, εκτός από τον Άρχοντα Φερδινάνδο που κοιτούσε επίμονα το κενό βλοσυρός και τον γιο του, που είχα στυλώσει το βλέμμα σε εκείνο της γυναίκας του· πάλι αντίκρισε την ανατριχιαστική σκληρότητα, τον σαδισμό, την αναλγησία και σκοτεινή ευχαρίστηση που είχε παρατηρήσει και στον αποκεφαλισμό του Άρχοντα Φάιλο. Ξεροκατάπιε θορυβημένος, διερωτώμενος αν πράγματι ο πατέρας του είχε δίκιο, αν πράγματι είχε νυμφευθεί μια γυναίκα παράφρων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μόλις η Νυμέρια συνειδητοποίησε την παρουσία των δυο αγαπημένων της εξάδελφων στο δωμάτιο, ρίγησε από χαρά. Είχε διατάξει τους φρουρούς της να τους επιτρέψουν την είσοδο οποιαδήποτε ώρα. Ο ήλιος βρισκόταν στη Δύση του κι ένα γλυκό, σαγηνευτικό ιώδες είχε κατακλύσει τον ουρανό του Δάμπονις. Παρόλη την ευδιαθεσία της, όμως, επέλεξε να μην τις χαιρετήσει με αγκαλιά, κυρίως επειδή ήθελε να κατανοήσουν την τραγική σοβαρότητα της κατάστασης.

«Χαίρομαι πολύ που ήρθατε τόσο γρήγορα μετά το μήνυμα μου,» τους είπε, υποδεικνύοντας τους μερικά καθίσματα, για να βολευτούν.

«Το να θέλεις να κατακτήσεις τον θρόνο των Βασιλείων είναι λογικό μα το να απέχεις από έναν γάμο που η ίδια ενέκρινες είναι τουλάχιστον παρανοϊκό,» μίλησε πρώτη η Βιβιάνα.

«Μας έγραψες πως ο Ντάνιελ σου φέρεται στοργικά. Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα;» Εξέφρασε την απορία αμφοτέρων των νεοφερμένων η Ιζόλδη.

«Το πρόβλημα είναι ο πεθερός μου,» αποκρίθηκε η Νυμέρια. «Αρνείται να μου παρέχει τον στρατό που χρειάζομαι για να εισβάλω στη Ρέισαν, ενώ ταυτόχρονα περιμένει τη συνέχιση της οικογένειας του από εμένα. Η φυγή μου από εδώ θα του δώσει ένα ιδιαιτέρως απαραίτητο μάθημα. Αν θέλει να πετύχει κάτι, πρέπει να δίνει κιόλας. Είμαι αποφασισμένη. Θέλω να γυρίσω στο Κόντορ.»

«Ο πατέρας δε θα ακούσει την πρόταση σου με μεγάλη χαρά,» την προειδοποίησε η Βιβιάνα.

«Μπορώ να μείνω μυστικά από εκείνον,» πρότεινε η Πριγκίπισσα.

«Για πόσο, όμως; Δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ καιρό κρυφό,» τόνισε η Ιζόλδη. «Άλλωστε, το Κόντορ θα είναι το πρώτο μέρος που θα σε αναζητήσει ο άνδρας σου.»

«Πρέπει να καταλάβουν πως δεν τους έχω ανάγκη,» επέμεινε η Νυμέρια. «Θα φτιάξω μόνη μου στόλο και στρατό, για να επιτεθώ στη Ρέισαν, ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του θείου!»

«Υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου,» παρατήρησε η Βιβιάνα. «Το ζήτημα χρειάζεται πολλή σκέψη κι οργάνωση. Ας επιστρέψουμε στο Κόντορ μαζί, για να το επιλύσουμε.»

Τότε, η Νυμέρια τις αγκάλιασε, ευτυχής που εκείνες δύναντο να την καταλάβουν και να τη συντρέξουν. Καθώς έβγαιναν από το κάστρο της Ίστγουντ με ελάχιστα υπάρχοντα της, ανάσανε για πρώτη φορά μετά από αρκετές εβδομάδες έναν αέρα απόλυτης ελευθερίας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η κραυγή της Βίνας έσκισε την ησυχία του παλατιού σαν κεραυνός σε νηνεμία.

Εκείνο το βράδυ είχε κοιμηθεί από τη δύση του ηλίου, χωρίς να δειπνήσει, έτοιμη να κοιμηθεί γαλήνια μετά από ημέρες ολόκληρες ανησυχίας και λαχτάρας. Ο Πέρσιβαλ, ως πιστός σύζυγος, την είχε ακολουθήσει κι είχαν ξαπλώσει μαζί, αν και δεν του είχε χαρίσει ούτε λέξη, ούτε καν ένα βλέμμα. Μετά την εκτέλεση του παππού της, του άνδρα που τόσο την είχε εξαπατήσει και θλίψει, ένιωθε ανάλαφρη σαν φτερό, απόλυτα ανακουφισμένη και χαρούμενη. Αποκοιμήθηκε ακουμπώντας την φουσκωμένη της κοιλιά ελαφρά, σαν να αγκάλιαζε ήδη το αγέννητο παιδί της.

Ξύπνησε νιώθοντας έναν οξύ πόνο κι υγρό να ζεσταίνει τα πόδια της. Σηκώνοντας τα σκεπάσματα, αντίκρισε κατακόκκινο αίμα να πλημμυρίζει το νυχτικό της. Δεν ήξερε τι να κάνει παρά να ουρλιάξει, θέλοντας να ξεσκίσει τους πνεύμονες της απεγνωσμένα.

Ο Πέρσιβαλ πετάχτηκε αμέσως από τον ύπνο του και βλέποντας τα αίματα, πανικοβλήθηκε εξίσου. Βγήκε τρέχοντας έξω και διέταξε να κληθεί αμέσως ο ιατρός της Βασίλισσας. Η Βίνας δε σταμάτησε ούτε λεπτό να ουρλιάζει ούτε και να κλαίει, ενώ τα χέρια της έσφιγγαν τα σκεπάσματα σαν να ήταν το μόνο πράγμα που θα την κρατούσε ζωντανή ή και σώφρων.

Ο ιατρός κατέφθασε σχεδόν αμέσως, με τα νυχτικά του κι αυτός και τη δερμάτινη θήκη των εργαλείων του. Εκείνη τη στιγμή, το δωμάτιο είχε πλημμυρίσει υπηρέτες που μάταια προσπαθούσαν να ηρεμήσουν μαζί με τον Πέρσιβαλ τη Βασίλισσα.

«Σας παρακαλώ, περάστε έξω,» τους είπε κι εκείνοι υπάκουσαν. Έμεινε μόνος του με τη Βίνας και την εξέτασε προσεκτικά.

Μετά από λίγη ώρα, βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και απευθύνθηκε ψιθυριστά μόνο στον Βασιλικό Σύζυγο.

«Η Μεγαλειότητα Της έχασε το παιδί σας,» του ανακοίνωσε πικρά κι ο Πέρσιβαλ κάλυψε τα μάτια με την παλάμη του, για να μη φανούν τα δάκρυα. «Πηγαίνετε κοντά της. Ακόμα κι αν σας διώξει, σας χρειάζεται κοντά της. Θα πληγωθεί σημαντικά και θα χρειαστεί αρκετό καιρό για να συνέλθει. Η ψυχή της έχει διαταραχθεί.»

Ο Πέρσιβαλ ένευσε καταφατικά, τον ευχαρίστησε μηχανικά και πέρασε ξανά στο δωμάτιο, ενώ πρόσταξε μερικές υπηρέτριες να αντικαταστήσουν τα ματωμένα σεντόνια και να ετοιμάσουν το μπάνιο της κυράς τους. Όλους τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους παρακάλεσε να φύγουν, καληνυχτίζοντας τους ευγενικά.

Πλησίασε τη Βίνας που πια έμοιαζε με μια μάζα ξανθών μαλλιών και δακρύων που κοιτούσε επίμονα ένα μικροσκοπικό πλασματάκι τοποθετημένο σε ένα δοχείο. Μετά βίας συγκράτησε τους λυγμούς του ο Πέρσιβαλ στη θέα του νεκρού τους παιδιού.

«Θα το κηδέψω σαν Βασιλιά, λαμπρότερα από όσο κήδεψα τον πατέρα μου,» την άκουσε να μουρμουρίζει.

Της χάιδεψε τα μαλλιά, προσπαθώντας να τα ταξινομήσει κάπως. Ούτε καν στην Ελισαβέλλα δεν το είχε καταφέρει αυτό.

«Ναι, αγάπη μου,» της είπε γλυκά, αγκαλιάζοντας την στοργικά. Της φίλησε το μέτωπο και την κράτησε στα χέρια του. Έδειχνε ολότελα χαμένη, παράλυτη, μουδιασμένη. «Σε αγαπάω.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
7400 λέξεις. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο των Έξι Αδελφών με διαφορά.

Χιχιχιχιχιχι αυτό ήταν το κεφάλαιο!

Πώς σας φάνηκε;;

Στο επόμενο θα δούμε:

·) Τα γενέθλια του Άρχοντα Έβινρουτ, όπως σας είχα υποσχεθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο. Δεν τα συμπεριέλαβα εξαιτίας του ήδη τεράστιου εύρους του κεφαλαίου.

·) Μια πολύ ωραία σκηνή στο Γουίντεργουολ με όλα τα κορίτσια κι αγόρια (Ροζλύν, Φοίβη κλπ) που ήθελα επίσης να τη βάλω εδώ αλλά θα χτυπούσαμε 10000 (θα γίνει κι αυτό να είστε σίγουροι)

·) Μερικές ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις και συναισθηματισμούς.

Δε θα πω άλλα σας υπόσχομαι ότι το επόμενο κεφάλαιο θα είναι ιδιαιτέρως χορταστικό.

Μέχρι τότε, θα παίξουμε ένα παιχνίδι -μπας και δω κανένα σχόλιο που να μην είναι από τους συνήθεις υπόπτους.

Ποιά είναι η αγαπημένη σας από τις Έξι Αδελφές και Ποιά η λιγότερο αγαπημένη; Γιατί, αλήθεια;

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top