~Ο Δρόμος~
Τα νέα για τον ερχομό των πριγκιπισσών μαθεύτηκαν γρηγορότερα από όσο κανείς θα περίμενε. Σε μερικές μέρες, ολόκληρη η Ρέισαν, η Πρωτεύουσα των Δώδεκα Βασιλείων, έσφυζε όχι μόνο από τους εμπόρους που συνέρρεαν παραδοσιακά αλλά και από τα ονόματα των Πριγκιπισσών και τις πιθανές περιγραφές τους. Όλοι τους σχεδόν γνώριζαν τις μητέρες τους. Τώρα πλεον ανυπομονούσαν να γνωρίσουν και τις κόρες οι οποίες εν μία νυχτί είχαν απλώς εξαφανιστεί μυστηριωδώς από το Ζεφύρ.
Όλα αυτά τα γνώριζε η Βίνας και η μόνη της αντίδραση ήταν ένα αινιγματικό μειδίαμα, ένα προσποιητό χαμόγελο ή ένας βαθύς αναστεναγμός. Ποτέ δεν απαντούσε στις ερωτήσεις οποιουδήποτε, όταν αφορούσε τις αδελφές της και την άφιξή τους.
Πράγματι, αφού της το ζήτησε ο πατέρας της, δέχτηκε μετά χαράς -ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον- να αναλάβει όλες τις ετοιμασίες για την υποδοχή και τη διαμονή των αδελφών της στη Ρέισαν.
Είχε οργανώσει όλους τους υπηρέτες σε συγκεκριμένες εργασίες. Ο καθένας είχε μια συγκεκριμένη δουλειά η οποία έπρεπε να γίνει άρτια, έγκαιρα και χωρίς κανένα ψεγάδι. Η ίδια επιτηρούσε και έλεγχε τα πάντα στο παλάτι. Πρώτη φορά στη ζωή της περνούσε τη μέρα της χωρίς πλήξη. Το παλάτι είχε διακόσιους τριάντα οχτώ υπηρέτες και η Βίνας ήξερε ακριβώς το όνομα, την ηλικία και την αρμοδιότητα του καθένα. Κι αυτό την έκανε κι ένιωθε υπερβολικά υπερήφανη και χρήσιμη, αφού επιτελούσε ένα σημαντικό έργο. Τόσα χρόνια που ζούσε μέσα στο παλάτι, αισθανόταν σαν φιλοξενούμενη, χωρίς καμία απολύτως χρησιμότητα ή σημασία. Πλέον είχε σταματήσει να το αισθάνεται.
Έτσι, πέρασαν έξι μέρες. Το πρωί της έβδομης, κατέφθασε μια γυναίκα αγγελιοφόρος στο παλάτι για να αναγγείλει τον ερχομό της Πριγκίπισσας Ροζλύν, της μεγαλύτερης της αδελφής.
Η Βίνας ντύθηκε όσο πιο όμορφα μπορούσε, περιποιήθηκε τα μαλλιά της κι έτσι απαστράπτουσα όπως έδειχνε, κάλπασε ως τις Πύλες του Παλατιού και περίμενε την αδερφή της με πρόσωπο ανέκφραστο και πέτρινο.
******************************
Όταν τα σπίτια της Ρέισαν άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, η Αναλάιζ διέταξε την άμαξα να σταματήσει.
Η Ροζλύν ξεπρόβαλε το κεφάλι της από την κουβέρτα που της είχαν ρίξει και ζήτησε με τον πιο αναιδή τρόπο να μάθει γιατί σταμάτησαν.
Η Εκπαιδεύτρια της άνοιξε την πόρτα της άμαξας, την άρπαξε με τα δυο της χέρια και την πέταξε έξω, αδιαφορώντας για το ποσό της δύναμης που κατέβαλε. Η Ροζλύν έπεσε ηχηρά στο χώμα, λερώνοντας και σκονίζοντας έτσι το πρόσωπο και τα ρούχα της.
Σήκωσε το κεφάλι της και παρατήρησε ότι -όχι πολύ μακριά- βρίσκονταν ένα ποτάμι με πεντακάθαρο, κρυστάλλινο νερό. Όταν γύρισε, όμως, τα μάτια προς την αντίθετη κατεύθυνση, διέκρινε την απέραντη και πανέμορφη πόλη της Ρεισαν και κατάλαβε ότι το ταξίδι τους πλησίαζε στο τέλος του.
"Σχεδόν φτάσαμε," της ανάγγειλε κοφτά η Αναλάιζ.
"Το ξέρω," αποκρίθηκε ειρωνικά η Ροζλύν.
"Να σκάσεις!" Της φώναξε η μεγαλύτερη γυναίκα και τη χαστούκισε. Ήταν η δέκατη πέμπτη φορά που συνέβαινε αυτό, μέσα σε τέσσερις μέρες που ταξίδευαν. Η πριγκίπισσα ένιωθε τους γνάθους της να σφαδάζουν κάθε φορά που την ακουμπούσε. Φοβόταν να κοιταχτεί στον καθρέφτη, μια που ενδέχετο να έβλεπε δυο μάγουλα κατάμαυρα από τα χτυπήματα. Την ίδια δεν την ένοιαζε. Σίγουρα, ωστόσο, θα ένοιαζε όλους όσους την έβλεπαν στο καταραμένο Παλάτι που την πήγαιναν παρά τη θέλησή της.
Μια δεύτερη γυναίκα ήρθε και στάθηκε δίπλα στην Αναλάιζ. Εκείνη ως τώρα η Ροζλύν δεν την είχε δει. Αυτή ήταν η οδηγός της άμαξας και τόσες μέρες ήταν μάλλον απασχολημένη, για να ασχοληθεί μαζί της.
Η Ροζλύν αναγνώρισε αμέσως την Ευκητεία, την Αρχηγό των τοξοβόλων των Ελεύθερων. Η νεαρή πολεμίστρια υποκλίθηκε ευγενικά μπροστά της, με όλο τον σεβασμό της υπηκόου.
"Ευκητεία, πάρε ένα άλογο και τρέξε ως το παλάτι για να ανακοινώσεις τον ερχομό της Πριγκίπισσας Ροζλύν, διαδόχου των Δώδεκα Βασιλείων. Κάνε γρήγορα. Από όσο έχω υπολογίσει, ίσως έχουμε φτάσει πρώτες," ήρθε μια παγερή διαταγή από την Αναλάιζ.
Η Ευκητεία υπάκουσε σιωπηλά. Έφυγε προς το μπροστινό μέρος της άμαξας και σύντομα ακούστηκε το χλιμίντρισμα και ο γρήγορος καλπασμός αλόγου που προχωρούσε κατευθυνόμενο στο Νότο, στο παλάτι της Ρέισαν.
Αφού βεβαιώθηκε ότι η Ευκητεία είχε ξεμακρύνει και πορευόταν σωστά, η Αναλάιζ επέστρεψε την προσοχή της στη Ροζλύν, η οποία είχε μόλις αρχίσει να συνέρχεται από το πέσιμο και από το χτύπημα.
"Σήκω όρθια," τη διέταξε με έναν όχι και τόσο ευγενικό τόνο και την τράβηξε από το μπράτσο για να σηκωθεί όρθια. Η νεαρή συμβιβάστηκε δύσκολα· όχι επειδή δεν το ήθελε, αλλά επειδή τα πόδια της είχαν αδυνατίσει πολύ μετά από τέσσερις μέρες που καθόταν αμπαρωμένη σε μια άμαξα. Όταν κατάφερε και στάθηκε στα πόδια της, ένιωθε ότι οι γάμπες της θα κομματιάζονταν από στιγμή σε στιγμή. Αφουγκράστηκε κι ο ήχος του τρεχούμενου νερού από το ποτάμι δεν άργησε να φτάσει στα αυτιά της.
"Γδύσου. Πλύσου στο ποτάμι."
Τα λόγια της Αναλάιζ αντηχούσαν στα τύμπανα της σαν απόμακροι ηχοί από το αντίκρυ βουνό, το βουνό Γκράντερυστ.
Η Ροζλύν υπάκουσε στην Εκπαιδεύτρια μηχανικά. Μόνο αυτό θυμόταν να κάνει τις τέσσερις μέρες και νύχτες που ταξίδευαν με την άμαξα.
Αποπειράθηκε να πείσει τα πόδια της να περπατήσουν. Αρχικά, δεν κατάφερε τίποτα. Ένιωθε σουβλερούς πόνους να χτύπους τα καλάμια της και πίστευε πως έτσι θα παρέμενε για πάντα· όρθια, να πασχίζει να κουνηθεί χωρίς αποτέλεσμα. Μετά από λίγη ώρα, όμως, κατάφερε και έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος. Η ντροπή και ο θυμός την πλημμύριζαν και προσπαθούσε να μην το δείχνει· η Αναλάιζ ήταν πίσω της και παρακολουθούσε κάθε της κίνηση, ενώ εκείνη πάλευε να στηριχτεί στα πόδια της σαν μωρό που μόλις άρχισε να μαθαίνει να περπατά.
Με πολύ κόπο, ιδρώτα, προσπάθεια και δυσκολία, η Πριγκίπισσα Ροζλύν έφτασε στην όχθη του ποταμού. Άρχισε να γδύνεται. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν και τόσο εύκολο. Μετά μεγάλου αγώνα, κατόρθωσε και ξεφορτώθηκε όλα τα βρώμικα, λεκιασμένα και βρωμερά ρούχα της. Μύρισε τα μαλλιά της· ίσως δεν είχε μυρίσει χειρότερο πράγμα στη ζωή της. Ανέδιδαν μια απίστευτη δυσωδία, μια ανάμειξη ιδρώτα, λαδιού και σκόνης· είχε να τα λούσει πέντε μέρες.
Μπήκε στο ποτάμι και καθώς κολυμπούσε ένιωθε όλο αυτό το στρώμα βρωμιάς να αποβάλλεται από το σώμα της, αισθάνθηκε σαν να ξεναγεννιόταν. Βούτηξε το κεφάλι της στο γάργαρο, διαυγές νερό και η δροσιά του την κατέκλυσε ολόκληρη. Αναμφίβολα αποτελούσε την πιο μαγική αίσθηση που έζησε ποτέ της. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στο μεθυστικό αίσθημα χαλάρωσης, επέπλεε στο νερό και ο χρόνος είχε σταματήσει. Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει, όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η Αναλάιζ να στήνει ξύλα, λες κι ετοίμαζε πυρά.
"Τι στην Κόλαση θες να κάψεις;" Της φώναξε.
"Τα ρούχα σου," της απάντησε η Εκπαιδεύτρια με αδαμάντινη ειλικρίνεια.
Οι κόρες των ματιών της Ροζλύν ήταν έτοιμες να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Η υστερία της δεν άργησε να ξεσπάσει.
"Έχεις τρελαθεί τελείως; Και εγώ τι θα φορέσω, όταν μπω στο παλάτι; Φύλλα δέντρων; Θέλεις ο πατέρας μου να με σιχαθεί πριν καν με γνωρίσει; Γιατί αν αυτό είναι που θες, τότε ας γυρίσουμε πίσω τώρα που προλαβαίνουμε ακόμα!"
"Σκάσε!" Ήταν η μόνη απάντηση της Αναλάιζ.
Αμέσως, η τελευταία έτρεξε στην άμαξα, έβγαλε έναν σάκο και τον πέταξε στην όχθη του ποταμού από όπου η Ροζλύν μόλις τότε είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει, καθαρή και απαστράπτουσα, σαν θεά.
"Εκεί μέσα έχει αυτά που θα φορέσεις κατά την είσοδο μας στη Ρέισαν," δήλωσε η Αναλάιζ κι έδειξε τον σάκο.
Η Ροζλύν δεν ξαναμίλησε. Περίμενε μέχρι να τη στέγνωνε ο Ήλιος του Νότου από το νερό που έρρεε σε όλο της το σώμα κι έπειτα έψαξε τον σάκο. Τα ρούχα που βρήκε κάθε άλλο παρά την ευχαρίστησαν, μα επέλεξε να μην το δείξει.
Τουλάχιστον πια μπορούσε να κουνηθεί σχεδόν εντελώς ανώδυνα.
*****************************
Η άμαξα της Υβέτ ήταν ειδικά σχεδιασμένη για εγκύους. Σύμφωνα με την κατασκευή της, οι τροχοί απορροφούσαν τους κραδασμούς του τραχέους εδάφους κι έτσι η άμαξα ταρασσόταν κι έτρεμε πολύ λιγότερο από τις κοινές. Τέσσερα άλογα την έσερναν, με χαλιναγωγό έναν από τους δυο φρουρούς της, τον Μπρόντερικ του Χάιλανς, τον επονομαζόμενο και Γαλάζιος Τρόμος, γιατί τα μάτια του -παρόλο που ήταν καταγάλανα σαν τον ουρανό- έκρυβαν πάντα ένα απώτερο σκοτάδι, ένα μυστικό έρεβος, μια απόκρημνη άβυσσο που μπορούσε εύκολα να καταπιεί όποιον του εναντιώνονταν. Αυτόν είχε διαλέξει ο Άρχοντας Ντάνιελ Γουέλερ, ο θείος της, για να την προστατεύει.
Με μια απλή ματιά στο παράθυρό της μπορούσε διόλου δύσκολα να εντοπίσει τον δεύτερο φρουρό της, τον Στέφον του Θρέντφορντ. Αυτός ο σωματώδης και αγριωπός άνδρας ήταν ο τέταρτος γιος ενός γαιοκτήμονα υποταγμένου στον θείο της, γνωστού ως Γκάλαρντ, ο οποίος ζούσε στην περιοχή που ονομαζόταν Θρέντφορντ. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο Στέφον είχε δείξει πόσο μεγάλη κλίση είχε στον πόλεμο και στα όπλα. Ο πατέρας του τον έστειλε στο Στρατόπεδο Σήγκαρτεν -ένα από τα εφτά που υπήρχαν στην Επικράτεια- για να του διδάξουν την Τέχνη του Πολέμου, όταν ήταν μόλις εννέα ετών. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Στέφον επέστρεψε στην πατρίδα του, θέλοντας να υπηρετήσει στη φρουρά του Σαντόρουμ και σύντομα οι εξαιρετικές του ικανότητες τον ξεχώρισαν. Κάπως έτσι, ο θείος της τον επέλεξε για φρουρό της και τότε ίππευε τον μαύρο του επιβήτορα δίπλα στο παράθυρό της, κοιτώντας περήφανα ίσια μπροστά.
Οι σύντροφοι και συνοδοί της στο ταξίδι, οι αγαπητές της ξαδέλφες, ακόμα κοιμούνταν στα απαλά μαξιλάρια των καθισμάτων τους. Η Υβέτ κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε το παιδί να μεγαλώνει μέσα της και ο ύπνος της ελαττωνόταν βαθμιαία.
Εκτός από την κινητικότητα του μωρού, ωστόσο, ήταν και κάτι άλλο που απασχολούσε τις σκέψεις της και στερούσε τον ύπνο της. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από τα μυστηριώδη λόγια της γερόντισσας Φάρουα.
"Μάθε ποιά πραγματικά είσαι. Πήγαινε στο Έρθχορν. Βρες τη Ναρνίς τη Χάλκινη. Μάθε ποιά πραγματικά είσαι. Δε σου έχουν πει την αλήθεια. Η μητέρα σου ήταν περισσότερα. Το αίμα σου είναι δυνατό."
Παρόλη την τρεμάμενη φωνή της αιωνόβιας γερόντισσας και το απλανές της βλέμμα, η Υβέτ ένιωθε βαθιά μέσα της ότι σε όλες αυτές τις ασυναρτησίες κρυβόταν αλήθεια.
Κι όταν την είχε ρωτήσει πώς τα ήξερε όλα αυτά και γιατί της τα έλεγε τότε, η Φάρουα είχε απαντήσει.
"Το αίμα σου είναι δυνατό. Η μητέρα σου ήταν περισσότερα."
Η κοπέλα δεν μπορούσε να κατανοήσει τίποτα από όσα της είχε πει. Ήθελε να τη ρωτήσει κι άλλα· τότε, όμως, άκουσε τον άνδρα της να τη φωνάζει. Έπρεπε να αναχωρήσουν. Κι έτσι, έφυγε από τον Πύργο με ένα τσούρμο λέξεις να τριγυρνούν στο μυαλό της με εκείνη να παραμένει ανίδεη για την πραγματική τους ερμηνεία.
Το αίμα σου είναι δυνατό.
Το γνώριζε το αίμα της. Ήταν το ένδοξο αίμα των Πορφυρογόνων από τον πατέρα της και το ατίθασο αίμα των Γουέλερ από τη μητέρα της.
Η μητέρα σου ήταν περισσότερα.
Μα τι άλλο θα μπορούσε να ήταν η μητέρα της από Πριγκίπισσα του Σαντόρουμ και Βασίλισσα των Δώδεκα Βασιλείων; Μήπως όλα αυτά δεν ήταν αρκετά;
Δε σου έχουν πει την αλήθεια.
Και γιατί να της πουν ψέματα; Δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο.
Πήγαινε στο Έρθχορν.
Πού στο όνομα των Θεών βρισκόταν το Έρθχορν; Δεν το είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. Προφανώς, η γριά είχε χάσει από καιρό τα λογικά της.
Μάθε ποιά πραγματικά είσαι.
Κι όμως, γνώριζε ποιά πραγματικά ήταν. Ήταν η Υβέτ Ιζαμπέλ η Πορφυρογόνος, κόρη του βασιλιά Δάντη του Δεύτερου και της Πριγκίπισσας Αθίρα του Σαντόρουμ, διάδοχος του θρόνου των Δώδεκα Βασιλείων. Κι επίσης, γνώριζε πολύ καλά ότι ο γιος που κυοφορούσε θα της έδινε το προβάδισμα για το Στέμμα, όταν ερχόταν στον κόσμο.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Η Μεγάλη Θάλασσα του Βελούδου εκείνες τις μέρες δεν τιμούσε την ονομασία της. Το έτος 1, ο βασιλιάς Ντάμον ο Πρώτος την είχε κατονομάσει έτσι εξαιτίας των εξαιρετικά ήρεμων νερών της, ακόμα και τον χειμώνα. Αυτή η θάλασσα ήταν που του στέρησε τη ζωή το έτος 4, όταν ξέσπασε μια καταιγίδα που κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες. Το πτώμα του βρέθηκε στις ακτές του Βορρά, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που είχε βουλιάξει το πλοίο του, μια εβδομάδα μετά την τραγωδία.
Η Νυμέρια ευχήθηκε να μην είχε την ίδια τύχη με τον Μέγα Βασιλιά, όπως τον ονόμαζαν οι ιστορικοί. Εκτός από Μέγας Βασιλιάς υπήρξε και Μέγας Εξερευνητής κι αυτό η νεαρή το θαύμαζε περισσότερο από το διοικητικό του έργο.
Για την άφιξή της στη Ρέισαν, είχε διαλέξει το πιο επιβλητικό, γοργό και γερό πλοίο που διέθετε ο στόλος του Κόντορ. Ο θείος της, ο Άρχοντας Εδουάρδος, ήταν παραπάνω από πρόθυμος να της το παραχωρήσει. Αυτή ήταν η αρχηγός του στόλου ούτως ή άλλως· η αδειοδότησή του δεν αποτελούσε παρά περιττή επισημότητα.
Το πλοίο το είχε ονομάσει η ίδια Νεϊντέα, από τη Θεά προστάτιδα των Γυναικών. Υπολόγιζε μαζί της να καταφέρει την πιο εντυπωσιακή είσοδο από όλες τις υπόλοιπες αδερφές της.
Η κοκκινομάλλα νεαρή, χωρίς καν να το καταλάβει, είχε βρεθεί στην πλώρη του πλοίου και αγνάντευε το προς το παρόν γαλήνιο γαλάζιο της θάλασσας. Αν έκρινε από τον άνεμο που φυσούσε, σύντομα τα νερά θα αγρίευαν ξανά.
Ακόμα αναρωτιόταν αν είχε πράξει σωστά με τις επιλογές των συνοδών της.
Όπως είχε επιθυμήσει, ο θείος της συγκέντρωσε σε ελάχιστο χρόνο όλες τις κόρες αρχόντων και μεγαλεμπόρων του Ρέιβενχιλ στο Γαλάζιο Παλάτι, μπροστά της. Η εξονυχιστική τους αξιολόγηση της πήρε σχεδόν μισή ημέρα. Δε σταμάτησε ούτε λεπτό. Κι όμως, τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά. Όλες τους ήταν μοσχαναθρεμένες, απλοϊκές και αθεράπευτα ρομαντικές, ενώ ελάχιστες γνώριζαν ακόμα και να διαβάζουν. Για αυτό, όταν ήρθε η στιγμή να ανακοινώσει τη συνοδεία της στον πατέρα της, αυτή αρκέστηκε στις δυο πιο αγαπημένες τις ξαδέλφες, τη Βιβιάνα και την Ιζόλδη, ενώ διατήρησε την αρχική της απαίτηση των δυο της αγγελιοφόρων, των Δίδυμων Κένταρ, από το πλούσιο βασίλειο του Δάμπονις.
Δεν μπορούσε να μην εκπλαγεί όταν ο Άρχοντας Εδουάρδος ένευσε καταφατικά στο άκουσμα των απαιτήσεων της. Του είχε ζητήσει τις κόρες του ως συνοδούς της κι εκείνος είχε δεχτεί. Για άλλη μια φορά, αποδείχτηκε πόσο πολύ ευνοούσε την ανίψια του, την κρατούσε πιο ψηλά κι από τις αγαπημένες του κόρες. Η Νυμέρια είχε αποχωρήσει ευγενικά από το γραφείο του προτού αλλάξει γνώμη, αφού πρώτα τον είχε ευχαριστήσει μέσα από την καρδιά της.
Η Βιβιάνα και η Ιζόλδη αναφώνησαν από χαρά, αφότου άκουσαν τα νέα της αναχώρησης τους για τη Ρέισαν, ως συνοδοί της Νυμέρια. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε ότι έκαναν εσωτερικά, αν έκρινε κανείς από τη λάμψη που εμφανίστηκε στα μάτια τους.
Η Νυμέρια τις είχε αφήσει να κοιμούνται στις καμπίνες τους, καθώς εκείνη ανέβηκε στο κατάστρωμα επιβλέποντας και βοηθώντας τους ναύτες της που τους ήξερε για οχτώ ολόκληρα χρόνια· τους είχε η ίδια διαλέξει την ημέρα που παρέλαβε την νεοφτιαγμένη Νεϊντέα. Είχε μάθει τα ονόματά τους, γνώριζε τις οικογένειες τους, τους χαρακτήρες τους, όπως κάθε σωστός καπετάνιος· πόσο μάλλον ένας Αρχηγός του Στόλου του Κόντορ, του Βασιλείου των Εξήντα Νήσων.
"Καπετάνιε!"
Η φωνή του Ράτζ, του παρατηρητή, από το ανώτερο σημείο του πλοίου διέκοψε τις σκέψεις της απότομα.
"Τι συμβαίνει εκεί πάνω;" Του φώναξε κι αυτή, με τόνο σοβαρό και ηγετικό.
"Φαίνεται ακτή στον ορίζοντα," της απάντησε με τη βαθιά, μπάσα φωνή του ο παρατηρητής. "Πλησιάζουμε στη Ρέισαν."
Καιρός ήταν, σκέφτηκε η Νυμέρια και η δεξιά πλευρά των χειλιών της ανασηκώθηκε ευχαριστημένα.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Ο Κρίστιαν Μόνταγκιου είχε μαζέψει ξύλα και είχε ανάψει φωτιά. Η νεαρή Φίνη είχε μαγειρέψει το κυνήγι σε μια κατσαρόλα που κουβαλούσε από την αρχή της διαδρομής τους. Τέλος, η χήρα Νίρα είχε φροντίσει τα άλογα· τα είχε πλύνει, τα είχε ταΐσει, τα είχε ποτίσει, τα είχε αφήσει να στεγνώσουν και στο τέλος βούρτσισε τις χαίτες τους στοργικά. Η Αντέλ δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα. Ή καλύτερα, δεν την είχαν αφήσει να κάνει τίποτα. Η Αντέλ ήταν Πριγκίπισσα και οι πριγκίπισσες πρέπει να μην ασχολούνται με εργασίες των κοινών θνητών.
Φυσικά και όχι, αναλογίζονταν με περισσή δόση ειρωνείας η κοκκινομάλλα Δυτική. Μόνο με ό,τι θνητό και ανιαρό υπάρχει· με αυτό πρέπει να ασχολείται μια Πριγκίπισσα. Ας μην ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οπωσδήποτε να γνωρίζει άψογα τις όλες τις διαφορετικές τεχνικές του κεντήματος. Ας μην ξέρει να υπερασπίζεται τον εαυτό της, μα να ξέρει όλες τις γλώσσες και τις διαλέκτους της Επικράτειας και των γειτονικών περιοχών. Μια Βασίλισσα δε χρειάζεται να ξέρει καμία γλώσσα. Για αυτό υπάρχουν οι διερμηνείς.
Δε θυμόταν ποτέ στη ζωή της να είχε αισθανθεί τόσο άχρηστη όσο αυτές τις δυο μέρες που πορεύονταν στην έκταση του τεράστιου Ποσπέριους. Μετά, θα διέσχιζαν τα εδάφη του Πέντοκρατ, τον ποταμό Ξάντερ, τη Γάνδη και τότε θα έφταναν στον προορισμό τους, την περιβόητη Πρωτεύουσα των Δώδεκα Βασιλείων, τη Ρέισαν.
Η Αντέλ δεν είχε σκεφτεί πώς θα ξεπλήρωνε όσα είχαν κάνει για αυτήν οι συνοδοί της· κι όλα αυτά που είχαν να κάνουν. Πρακτικά, οι μόνες τις δραστηριότητες από το πρωί ως το βράδυ που στέκονταν και κοιμούνταν ήταν να τρώει, να ιππεύει και να μιλάει. Κάθε φορά που ξεπέζευαν, ο Κρίστιαν έστηνε τη σκηνή της και η Φίνη τη βοηθούσε να βγάλει τον χοντρό της μανδύα από τους ώμους. Της συμπεριφέρονταν σαν να ήταν παιδί ή μάλλον βασιλικό παιδί. Παρόλο που η συμπεριφορά τους την κολάκευε, γιατί την έκαναν να νιώθει πραγματική βασίλισσα -ο δικαιωματικός τίτλος, από την άλλη αισθανόταν απαίσια που υποχρεούνταν να παριστάνουν τους υπηρέτες της. Μακάρι να της φέρονταν σαν ίση. Δε θα έλεγε όχι να μάζευε ξύλα για τη φωτιά και να την ανάβει, να φροντίζει το άλογό της και να στήνει τη σκηνή της, να μαγειρεύει, να τους δείξει ότι κι αυτή γνώριζε κάτι. Δεν ήθελε να πιστεύουν ότι ήταν αλαζονική, ψυλομύτα, μεγαλοπιασμένη, εγωίστρια, φτιαγμένη από ζάχαρη. Το γεγονός ότι η γριά είχε προσπαθήσει για παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια να την πείσει για αυτό δε σήμαινε ότι τα είχε καταφέρει.
Πέρασαν άλλες δυο μέρες. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το μεσημέρι της επομένης, εισήλθαν επιτέλους στα εδάφη του Πέντοκρατ. Αν ήταν γρήγοροι και τυχεροί, σε μια μέρα θα το είχαν διασχίσει χωρίς επιπλοκές. Η Αντέλ ευχαριστούσε τους Θεούς για την καλοσύνη τους να μην εμφανίσουν κάποιον ληστή ή κακοποιό στον δρόμο τους.
Φτάνοντας στη Γάνδη, η Νίρα, η σεβαστή χήρα του Μόνταγκιου, ένιωσε ζαλάδες και αδιαθεσίες. Έκαναν στάση κάτω από μια βελανιδιά που προσέφερε ίσκιο κάτω από τον κόκκινο ήλιο του Νότου. Η Δύση είχε μείνει πια πίσω τους.
Η Αντέλ τότε, αποφάσισε να αναλάβει ευθύνες που έπρεπε να είχε αναλάβει μέρες πριν. Χωρίς να πει τίποτα, έσκισε μερικά κομμάτια από τον λευκό ποδόγυρο του φορέματος της και -αφού τα έβρεξε με νερό που η ίδια είχε βράσει- τα άπλωνε στο μέτωπο της Αρχόντισσας Νίρα, όσο πιο μαλακά μπορούσε. Ο Κρίστιαν και η Φίνη είχαν πάει να βρουν κι άλλα ξύλα για τη φωτιά. Κι όταν επέστρεψαν και είδαν την Πριγκίπισσα να φροντίζει τη μητέρα τους, εξεπλάγησαν για λίγο μα δεν τόλμησαν να το δείξουν παραπάνω. Συνέχισαν την ημέρα τους σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Από τότε, όμως, ποτέ πια δεν αρνήθηκαν τη βοήθειά της.
~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Το κουπί δεν αποτελούσε προϋπηρεσία ή προσόν της Φοίβης. Παρόλα αυτά, η ίδια προσφέρθηκε να βοηθήσει τους δυο άξιους συνοδούς της στην κωπηλασία από το Νησί του Ερημίτη ως την πιο κοντινή ακτή, την ακτή που ονόμαζαν Χρυσογένι, το ανατολικότερο σημείο του Ζεφύρ. Εκεί θα έδεναν τη βάρκα, θα την έκρυβαν σε ασφαλές μέρος και θα συνέχιζαν πεζοί ως το παλάτι της Ρέισαν.
Το κουπί κράτησε περίπου μια ημέρα και μισή. Οι βάρδιες τους ήταν πυκνές, μια που ήταν μόνο τρία άτομα και ο ύπνος περιορισμένος στον απαραίτητο. Τις δυο τελευταίες φορές της σειράς της, η Φοίβη δεν μπορούσε να αισθανθεί τίποτα από τον ώμο της και κάτω. Απλά κουνούσε τα χέρια της μηχανικά κι ήλπιζε η βοήθειά της να επαρκούσε.
Όταν έφτασαν στην ακτή, η κοπέλα θυμόταν ξεκάθαρα τον γδούπο των κορμιών τους καθώς σωριάζονταν εξαντλημένα στην ολόχρυση άμμο με μύες που φλέγονταν, μάτια κατακόκκινα και κουρασμένα και σώματα που έσταζαν ακόμα ιδρώτα από την πρωινή κωπηλασία· ο ήλιος του Νότου γινόταν ανυπόφορος τις μεσημεριανές ώρες. Μαζί οι τρεις ταξιδιώτες βυθίστηκαν αμέσως σε έναν βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα, ενώ το μόνο που πρόφτασαν να κάνουν πριν ήταν να δέσουν τη βάρκα πρόχειρα σε ένα αρμυρίκι, ώστε να μην την παρασύρει η θάλασσα.
Ξύπνησαν ένα πρωινό. Δεν ήξεραν πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχαν φτάσει. Έτσι, ξεκίνησαν αμέσως την πορεία προς τη Ρέισαν, με νέες δυνάμεις και αντοχές που τους προσέφερε ο παντοδύναμος, λυτρωτικός ύπνος. Έκρυψαν τη βάρκα σε μια σπηλιά και υποσχέθηκαν ότι αν ποτέ παρουσιαζόταν ανάγκη διαφυγής, θα έρχονταν στο Χρυσογένι και θα χρησιμοποιούσαν το κρυμμένο τους πλεούμενο. Η Φοίβη ευχαρίστησε τους νεαρούς άρχοντες ολόψυχα για την πολύτιμη συμβολή τους στη μεταφορά της και εκείνοι απλώς υποκλίθηκαν και εξέφρασαν την τιμή τους για το υπερπολύτιμο φορτίο που είχαν αναλάβει να μεταφέρουν από το Νησί του Ερημίτη στη Ρέισαν- την Πριγκίπισσα Φοίβη.
Το περπάτημα δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο το κουπί. Έκαναν στάση δυο φορές την ημέρα· ο Σερ Έκτωρ πήγαινε συχνά για κυνήγι, αν σταματούσαν κοντά σε δάσος και ο Σερ Άντριου κρατούσε σκοπιά την περισσότερη ώρα τα βράδια. Η Φοίβη απορροφούταν στο διάβασμα βιβλίων που είχε φέρει από το Νησί, τα οποία κυρίως αφορούσαν τα Δώδεκα Βασίλεια, αν και ήταν πάντα πρόθυμη να τους βοηθήσει σε ό,τι χρειάζονταν.
Σε αυτούς τους ρυθμούς, κύλησαν τέσσερις μέρες. Πέρασαν δίπλα από πόλεις και χωριά, διέσχισαν ποτάμια και λίμνες και η Φοίβη δε μπορούσε παρά να θαυμάσει την ομορφιά του Βασιλείου του Ζεφύρ, της γενέτειρας της. Ωστόσο, παρόλη τη σύνδεση της με τον Νότο, ένιωθε μια μεγάλη έλξη και προς τον Βορρά, τον οποίο ανυπομονούσε να επισκεφτεί το συντομότερο.
"Άρχοντες μου, ποτέ δε μου το είπατε, από πού είστε; Γνωρίζω ότι ο πατέρας μου σας έστειλε, μα δε γνωρίζω τίποτα άλλο για εσάς."
Στο άκουσμα αυτής της της απαίτησης, οι συνοδοί της γύρισαν το κεφάλι προς το μέρος της με ένα χαμόγελο ευγένειας.
"Μεγαλειοτάτη, αν αυτό είναι που επιθυμείτε, εμείς ήμαστε πρόθυμοι να απαντήσουμε," αποκρίθηκε πρώτος ο Σερ Άντριου Μπορν. "Εμένα πατρίδα μου είναι το Ζεφύρ. Ο πατέρας μου, ο Φόμπιαν Μπορν, κρατά την Κομητεία του Νορθάμπελαντ, μιας αρκετά μεγάλης πόλης στο βόρειο μέρος του Ζεφύρ. Με τον πατέρα σας τους συνδέει παλιά φιλία κι έτσι σκέφτηκε ότι θα ήμουν αρκετά έμπιστος, ώστε να φέρω εις πέρας μια τόσο σημαντική αποστολή."
Η Φοίβη ένευσε καταφατικά, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης.
"Εγώ, Υψηλότατη, δεν είμαι από εδώ," ξεκίνησε με τη σειρά του ο Σερ Έκτωρ Ντόρμερ. "Το Ντόρμ είναι ένα άγονο μέρος, πολύ μακριά από εδώ, στον Βορρά, στην περιοχή του Βασιλείου του Γουίντεργουολ."
Η καρδιά της μικρής σκίρτησε στο άκουσμα της πατρίδας της μητέρας της.
"Ο Άρχοντας μου και θείος σας, ο Ριχάρδος ο Μαυρογέννητος, με πρότεινε ως τον πιο αξιόπιστο Δούκα του Βορρά κι έτσι μου ανατέθηκε αυτή η αποστολή," κατέληξε ο Έκτωρ με υπερηφάνεια στη φωνή του.
"Σας ευχαριστώ και τους δυο," είπε η Φοίβη στο τέλος, "μα έχω μια ερώτηση. Η κυρία Μπρίτα την πρώτη μέρα που σας γνώρισα σας είχε αποκαλέσει Σερ κι αυτό θα πει ότι είστε ιππότες."
"Είμαστε ορκισμένοι ιππότες στην υπηρεσία του Βασιλιά Δάντη," απάντησε ο Σερ Άντριου. "Ανήκουμε στο Τάγμα των Σιωπηλών."
Αυτή η ονομασία ξύπνησε την περιέργεια στη νεαρή.
"Και-"
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει την πρότασή της γιατί τα μάτια της αντίκρισαν τα πανύψηλα τείχη της Ρέισαν και την απέραντη σειρά των σπιτιών και των πολυόροφων κατοικιών και κτιρίων γύρω τους. Ανώτερα από όλα, φυσικά, δέσποζε το πανέμορφο Μεγάλο Παλάτι. Για λίγο, η πριγκίπισσα είχε μείνει άφωνη και κοιτούσε επίμονα τη μαγευτική θέα μπροστά της.
"Η αναμονή τελείωσε, Μεγαλειοτάτη," ανακοίνωσε με εμφανή χαρά ο Σερ Έκτωρ. "Σε πολύ λίγο, θα βρίσκεστε εκεί που ανήκετε."
"Επιτέλους," ψιθύρισε η Φοίβη και τα μάτια της έλαμψαν με μια λάμψη που ποτέ δε γνώριζε ότι διακατείχε.
*********************************
Ο Βασιλικός Γραμματέας, ο Μπίρναρντ Κρόμγουελ, χτύπησε κάμποσες φορές την πόρτα στο γραφείο του Βασιλιά, χωρίς να πάρει απάντηση. Για αυτό, παράτησε την προσπάθεια και άνοιξε την πόρτα μόνος του. Σε άλλες εποχές, ο Βασιλιάς Δάντης θα τον τιμωρούσε παραδειγματικά που μπήκε χωρίς άδεια, μα τώρα τον βρήκε να κάθεται στο παράθυρο με ένα βλέμμα βλοσυρό και γεμάτο σκέψη. Ο Γραμματέας δεν μπορούσε να καταλάβει τι απασχολούσε τον Βασιλιά του.
"Μεγαλειότατε," ξεκίνησε δειλά, "θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι οι κόρες σας έχουν αρχίσει να καταφθάνουν. Η Πριγκίπισσα Ροζλύν σε λίγο θα βρίσκεται εδώ. Η Πριγκίπισσα Βίνας έσπευσε να την υποδεχτεί. Ακούγεται ότι η Πριγκίπισσα Νυμέρια θα είναι εδώ σύντομα, με ένα τεράστιο καράβι από το Ρέιβενχιλ το οποίο η ίδια διευθύνει."
Ο Βασιλιάς άφησε ένα μικρό μειδίαμα να εμφανιστεί στο πρόσωπό του.
"Καλώς ήρθαν, λοιπόν."
Μετά από αυτή του την απάντηση, ο Κρόμγουελ με μεγάλο δισταγμό προσπάθησε να αρθρώσει την επόμενη πρόταση του.
"Ξέρετε, θεωρώ πως είναι πρέπον να υποδεχτείτε τις κόρες σας εσείς, μαζί με την Πριγκίπισσα Βίνας. Εννοώ, είστε πατέρας τους και-"
"Οι Πριγκίπισσες είναι καλεσμένες μου," τον διόρθωσε κοφτά ο Βασιλιάς. "Θα τις υποδεχτώ προσωπικά στο Δείπνο που θα παραθέσω το βράδυ της Πανσέληνου. Μέχρι τότε, η Βίνας θα είναι υπεύθυνη για αυτές. Αυτό φρόντισε να το μάθει η αλλοπαρμένη κόρη μου."
"Μ-Μάλιστα," τραύλισε ο Γραμματέας κι ένιωσε κρύο ιδρώτα να τον λούζει.
"Και τώρα να πηγαίνεις. Αρκετά άκουσα τη φωνή σου."
Ο Κρόμγουελ υπάκουσε στη διαταγή κι έφυγε αμέσως από το γραφείο, αφού πρώτα υποκλίθηκε δουλοπρεπώς στον Βασιλιά Δάντη. Δεκαέξι χρόνια τον υπηρετούσε κι ακόμα ένιωθε άβολα, όταν του φερόταν απότομα.
Έριξε μια ματιά στο λιμάνι από ένα παράθυρο του διαδρόμου. Ένα τεράστιο πλοίο, στολισμένο με χρυσάφι και λίθους έκανε την εμφάνισή του.
Ώστε αυτό είναι το πλοίο της Νυμέρια.
Κάτω, στην Κυρία Είσοδο, η Βίνας πρόσμενε την Πριγκίπισσα Ροζλύν.
Όλες καταφθάνουν σιγά σιγά. Ας δούμε, λοιπόν, τι επιφυλάσσουν για εμάς οι Θεοί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Επιτέλους τα κορίτσια φτάνουν στην πατρίδα τους!
Τι λέτε να γίνει; Πώς θα αντιδράσουν η μια για την άλλη;
Θα τα μάθουμε όλα στο επόμενο κεφάλαιο!
Μέχρι τότε μην ξεχνάτε να σχολιάζετε!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top