~Νυμέρια~

"Δεν πρόκειται να ξαναπαίξω σκάκι μαζί σου, ξαδέρφη!"

Η Νυμέρια, σαν μικρό κοριτσάκι, κυνηγούσε τον ξάδερφό της μέσα στο Γαλάζιο Παλάτι· έτσι αποκαλούσαν το τεράστιο οίκημα με τους εφτά πύργους που αποτελούσε διοικητικό κέντρο του Βασιλείου του Κόντορ, του βασιλείου των εξήντα νήσων τα οποία απλώνονταν στις τρεις θάλασσες γύρω από την Επικράτεια.

Ο μεγαλύτερος από τα οχτώ ξαδέλφια της, ο Ρετ, ήταν ο διάδοχος του Κόντορ κι αντί να ασχολείται με την εύρεση μιας άξιας συζύγου, άφηνε τον πατέρα του να καταπιάνεται μόνος και ασχολούταν με την ξαδέλφη του, η οποία τελικά ήταν φανερό ότι θα μπορούσε να φτάσει πολύ πιο ψηλά από κάθε άλλον στην οικογένεια. Σύντομα, θα αγωνιζόταν για τον Θρόνο των Βασιλείων. Ο ίδιος ο διάδοχος του Κόντορ και οι τρεις αδελφοί του μαζί με τις τέσσερις αδελφές τους ένιωθαν μεγάλη περηφάνια για τη μικρή τους. Ο Ρετ, μάλιστα, πλησίαζε τα είκοσι τέσσερα κι ο πατέρας του ανησυχούσε ότι θα πέθαινε και δε θα είχε βρει ακόμα σύζυγο. Ορισμένες φορές, όταν γευμάτιζαν μαζί στο τραπέζι έλεγε:

"Άμα δω ότι δε διορθώνεσαι, ξέρω τι θα κάνω. Θα σε παντρέψω με τη Νυμέρια κι ας με πουν αμαρτωλό!"

Κι όλοι γελούσαν στο τραπέζι.

Η Νυμέρια περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο, μετά τον θείο και τα ξαδέλφια της, αγαπούσε τα καράβια και τη στρατηγική. Αν και στο σπαθί και στο τόξο κανένας δεν την ξεπερνούσε, η ίδια λάτρευε τη θάλασσα και την οργάνωση των μαχών. Περνούσε τον χρόνο εφευρίσκοντας δικά της, καινοτόμα σχήματα και τα παρουσίαζε στον θείο της ο οποίος τα θαύμαζε.

Κι όταν δεν ξιφομαχούσε ή ίππευε τον αγαπημένο της επιβήτορα ή εξασκούνταν στην τοξοβολία σε πολύ μακρινές αποστάσεις ή στην πάλη με τον καλυτερο δάσκαλο του Κόντορ ή ακόμα και στη στρατηγική με εφαρμογή μαθηματικών και άλλων επιστημών, τότε η Νυμέρια προτιμούσε να παίζει σκάκι με τον Ρετ κάπου απομονωμένα ή μυστικά. Κάθε φορά, επέλεγαν διαφορετικό σημείο, για να μην τους ανακαλύψουν.

Τον τελευταίο καιρό, ο διάδοχος δεν είχε καταφέρει να τη νικήσει κι αυτό τον εξόργιζε. Συνεχώς έπαιζε μαζί της με την ελπίδα κάποια στιγμή να επικρατήσει, αλλά -για κακή του τύχη- η μικρή Νυμέρια δεν είχε σταματήσει να τον νικάει.

Κι αυτός πάντοτε αυτή τη φράση της έλεγε και ποτέ δεν την εννοούσε.

Δεν πρόκειται να ξαναπαίξω σκάκι μαζί σου, ξαδέρφη.

Είχε κλείσει τα δεκαεννέα πριν από μερικούς μήνες και ο Εδουάρδος Δρυάς, ο θείος της κι αδελφός της μητέρας της, κανόνιζε διάφορα προξενιά και τα ακύρωνε το ένα μετά το άλλο, επειδή ο ίδιος θεωρούσε ανάξιους τους γαμπρούς για την αγαπημένη του ανιψιά.

Η Νυμέρια είχε μεγαλώσει στο 'Νησί των Κλεφτών' όπως το ονόμαζαν οι γέροντες. Είχε ανατραφεί όλη της τη ζωή μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια στην μεγάλη τους πρωτεύουσα, το Ρέιβενχιλ, και αργότερα είχε ταξιδέψει σε άλλα νησιά του Κόντορ, για να γνωρίσει νέους τόπους και να αλλάξει παραστάσεις. Βαριόταν πολύ εύκολα τη ρουτίνα.

Ο Άρχοντας Εδουάρδος, ο γνωστός σε όλους Εδουάρδος ο Δρυάς ο Δέκατος, δεν ήταν παρά νόθος γιος του παππού της Νυμέρια, του Ραίγκον Δρυάντα του Ένατου. Όμως, ο παππούς της είχε ένα νόμιμο παιδί, τη μητέρα της, μα εκείνη είχε φύγει νωρίς από τον κόσμο, αφήνοντας ένα μωρό πίσω της. Έτσι, ο Άρχοντας του Κόντορ, ικέτευσε τον βασιλιά Δάντη να επιτρέψει να κάνει τον νόθο του γιο -που μέχρι τότε ονομαζόταν Ρίκεν- διάδοχό του, με νέο όνομα και ταυτότητα. Ο Μεγαλειότατος είχε δεχτεί. Και να τος, ο Άρχοντας Εδουάρδος, ο Δέκατος Δρυάς φέρων αυτό το όνομα, ο οποίος όταν άλλαξε όνομα ήταν πολύ αργά για να ξαναονομάσει τους γιους του· τον Ρέτ, τον Ντίον και τον Ένζο. Μονάχα τον μικρότερο ονόμασε Ωρίωνα, που ήταν μόλις ένα έτος νεότερος της Νυμέρια. Κατάφερε ωστόσο, οι Θεοί γνωρίζουν πώς, να πείσει τον Ρετ όταν γινόταν Άρχοντας μετά από εκείνον να άλλαζε το όνομά του και να λεγόταν πλέον Ρόζενγκρατ.  Δεν άρμοζε στον Άρχοντα των Τριών Θαλασσών και των Εξήντα Νήσων να λεγόταν Ρετ.

Η Νυμέρια δεν ζήλευε ποτέ τον ξάδερφό της που θα κληρονομούσε ένα βασίλειο που υπό άλλες συνθήκες θα γινόταν δικό της. Θεωρούσε ότι μόνο ένα βασίλειο της άξιζε. Το Βασίλειο του πατέρα της, ο θρόνος του πατέρα της, ο θρόνος που διεφέντευε τα Δώδεκα Βασίλεια. Της ανήκε δικαιωματικά και σίγουρα μια μέρα θα γινόταν δικός της.

Ο θείος της την είχε καλέσει στο γραφείο του, για να μιλήσουν ιδιαιτέρως, πράγμα που δε συνήθιζε. Τις περισσότερες φορές, επρόκειτο για θέματα προξενιών τα οποία ο ίδιος είχε κανονίσει και ακυρώσει. Πάντα γελούσαν, όταν τις περιέγραφε τους 'άχρηστους' -κατά τη γνώμη του- υποψήφιους γαμπρούς. Εκείνο το πρωί, ωστόσο, έμοιαζε να θέλει κάτι πολύ πιο σοβαρό.

Η Νυμέρια εισήλθε αργά και προσεκτικά μέσα στο ελάχιστα φωτισμένο δωμάτιο που στέγαζε το γραφείο του θείου της. Κάθισε στην καρέκλα που πάντοτε επέλεγε και τον περίμενε να ξεκινήσει.

"Αγαπητή μου Νυμέρια, θαρρώ έχεις μεγαλώσει αρκετά, επομένως θα ήταν σωστό να φύγεις από το Ρέιβενχιλ και να συνεχίσεις τη ζωή σου κάπου αλλού," της είπε ο θείος της με μαλακή φωνή και ήπιο τόνο.

Η απορία ζωγραφίστηκε στα βλέφαρα της νεαρής Πριγκίπισσας και τα πράσινά της μάτια στένεψαν.
"Δεν καταλαβαίνω, θείε μου. Γιατί να φύγω; Μήπως είμαι ανεπιθύμητη εδώ;"

"Όχι, κορίτσι μου, κάθε άλλο!" Την καθησύχασε ο Εδουάρδος Δρυάς και άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, προτού τα ακουμπήσει με τους αγκώνες στο βαρύ ξύλο του γραφείου του και ακουμπήσει τις παλάμες του μαζί. Τα χέρια του ανέκαθεν συνόδευαν τα λόγια του. Κι αυτό το υπέροχο χαρακτηριστικό το είχε υιοθετήσει και η Νυμέρια. "Απλώς, μου στάλθηκε ένα μήνυμα από το Μέγα Λιμάνι της Ρέισαν στο οποίο γράφεται ότι δυο μαυροφορεμένοι, ολόιδιοι νέοι που έμοιαζαν αρχοντικής καταγωγής σάλπαραν χθες το βράδυ για το Ρέιβενχιλ."

Η Νυμέρια έδειχνε να μην καταλαβαίνει το νόημα όλων αυτών και έφτιαξε τη στάση του κορμιού της να δείχνει πιο στητή και πιο αρχοντική, ώστε να κρύβει την γενική της άγνοια που θεωρούσε ότι την μετέτρεπε σε ένα ηλιθιώδες πλάσμα.

"Θείε μου, τι σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ δυο αγνώστων σε εμάς αρχόντων που έφυγαν από ένα λιμάνι από όπου εκατοντάδες φεύγουν κι έρχονται καθημερινά με τη δική μου παραμονή στο Ρέιβενχιλ;" Ρώτησε δειλά αλλά με σταθερή φωνή. Ήταν περήφανη ακόμα κι όταν αισθανόταν ντροπή.

"Εδώ θα σε διορθώσω," αποκρίθηκε ο Άρχοντας Εδουάρδος ευγενικά. "Γνωρίζω πολύ καλά ποιά ήταν τα αρχοντόπουλα που επιβιβάστηκαν στο πλοίο. Ήταν τα δίδυμα των Κένταρ, η Κέννα και ο Ντάνιελ, και το πλοίο που επιβιβάστηκαν δεν ήταν παρά 'Ο Γαλάζιος Κεραυνός.'Όπως γνωρίζεις, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα εμπορικά μας πλοία, που πάντα εκτελεί τη διαδρομή Ρέισαν-Ρέιβενχιλ και πουθενά αλλού. Αυτά τα παιδιά έρχονται εδώ και σίγουρα τα στέλνει ο Βασιλιάς Δάντης και πατέρας σου."

"Πώς το συμπέρανες αυτό;" Απόρησε η Νυμέρια, νιώθοντας πιο μπερδεμένη από πριν.

"Είναι απλό," προσπάθησε να τη διαφωτίσει ο θείος της. "Τα πλοία που φέρουν τις σημαίες των Βασιλείων απαγορεύεται να μεταφέρουν ανθρώπους εκτός κι αν υπάρξει ειδική σύσταση υπογεγραμμένη από τον Βασιλιά."

Τα μάτια της Νυμέρια γούρλωσαν· είχε επιτέλους καταλάβει τι συνέβαινε. Ήταν πραγματικά απλό. Τα δίδυμα των Κένταρ έρχονταν στο Ρέιβενχιλ σταλμένα από τον βασιλιά πατέρα της. Κι έτσι, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ανακτήσει την υπερηφάνειά της και κοίταξε τον Άρχοντα Εδουάρδο στα μάτια. Πάντα το έκανε, όταν ήθελε να διαβάσει τις σκέψεις του.

"Λοιπόν, τι πιστεύεις ότι τα οδήγησε εδώ, θείε μου; Φυσικά, δεν αναφέρομαι στην εντολή του πατέρα μου."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το επόμενο πρωινό, η Κέννα και ο Ντάνιελ Κένταρ παρουσιάστηκαν μπροστά στον Άρχοντα Εδουάρδο τον Δέκατο Δρυάντα φέρων αυτό το όνομα και, αφού υποκλίθηκαν μπροστά του, ζήτησαν την παρουσία της Πριγκίπισσας. Η Νυμέρια ήρθε αμέσως.

Τόσο η ίδια όσο κι ο θείος της ξαφνιάστηκαν, όταν είδαν τη σφραγίδα του βασιλιά Δάντη πάνω στο γράμμα που κρατούσε ο Ντάνιελ Κένταρ.

Με τρεμάμενα χέρια η Νυμέρια το άνοιξε και διάβασε το περιεχόμενό του από μέσα της.

Αγαπημένη μου κόρη, Νυμέρια,

Γνωρίζω καλά ότι δε με ξέρεις κι ότι για αυτό ευθύνομαι αποκλειστικά εγώ. Παρόλα αυτά, έχω ανακαλέσει πολλές αποφάσεις, αναγνωρίζω πολλά λάθη του παρελθόντος και ειλικρινά θέλω να επανορθώσω. Για αυτό λοιπόν, σε καλώ στο Παλάτι της Ρέισαν για να γνωρίσεις κι εμένα και τις αδελφές σου. Αν δέχεσαι, διάλεξε μόνη μια συνοδεία και έλα μέχρι την Πανσέληνο.

Δικό σου,

Βασιλιάς Δάντης ο Β'
Ρέισαν 22 Μαρτίου

Η Νυμέρια σήκωσε τα μάτια της από το γράμμα και παρατήρησε τα πρόσωπα όλων των παρευρισκόμενων. Ο θείος της αδημονούσε να μάθει το περιεχόμενο του γράμματος. Τα δίδυμα αρχοντόπουλα του Δάμπονις ήταν ιδιαίτερα ψύχραιμα, ήρεμα και απλώς στέκονταν, αναμένοντας τη δική της απάντηση.

Στράφηκε στον Άρχοντα Εδουάρδο και δίπλωσε το γράμμα ξανά, ενώ τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.

"Θείε μου, ο βασιλιάς Δάντης με καλεί στη Ρέισαν το συντομότερο. Θα ήθελα να διαλέξω μια τετραμελή συνοδεία για την κάθοδό μου."

Τα μάτια του Άρχοντα του Κόντορ διογκώθηκαν μπροστά στα ανέλπιστα νέα.

"Μα φυσικά, ανιψιά μου! Πες μου ποιούς θέλεις να σε συνοδεύσουν και θα τους έχεις!"

Η Νυμέρια χαμογέλασε ελάχιστα και τα μάτια της γυάλιζαν.

"Καταρχάς, επιθυμώ να μαζευτούν εδώ όλες οι κόρες των αρχόντων του Ρέιβενχιλ," εκεί έκανε μια παύση και γύρισε προς τον Ντάνιελ και την Κέννα Κένταρ. "Και δεύτερον, θεωρώ ότι οι αγγελιοφόροι μου απαιτείται να ολοκληρώσουν την αποστολή τους παραδίδοντάς με οι ίδιοι στον πατέρα μου."

"Όλα θα γίνουν όπως τα είπες," υποσχέθηκε με ένα συγκαταβατικό νεύμα ο Άρχοντας Εδουάρδος.

"Κι εμείς, Υψηλότατη, αισθανόμαστε μεγάλη χαρά και τιμή να είμαστε μέρος της συνοδείας σας," τη διαβεβαίωσε χαμεγελαστά η Κέννα Κένταρ και -μαζί με τον αδερφό της- υποκλίθηκαν ξανά μπροστά στον Άρχοντα Εδουάρδο και την Πριγκίπισσα.

"Πηγαίνετε τώρα," τους είπε ο Άρχοντας του Κόντορ με ένα σήμα του χεριού του "και θα σας καλέσουμε, όταν θα είναι η ώρα να αναχωρήσετε με την Πριγκίπισσα. Οι υπηρέτες μου θα σας βρουν δυο δωμάτια στον Πύργο μου."

Τα δίδυμα τον ευχαρίστησαν εγκάρδια και αποχώρησαν από την αίθουσα, αφού υποκλίθηκαν για πολλοστή φορά.

"Πώς αισθάνεσαι που θα επιστρέψεις πλέον στο σπίτι σου;" Ρώτησε ο Εδουάρδος την ανιψιά του η οποία στεκόταν αμίλητη δίπλα στον ξύλινό του θρόνο και κοιτούσε ίσια μπροστά, βυθισμένη στις σκέψεις της.

Όλως περιέργως, η Νυμέρια είχε ακούσει την ερώτησή του κι έσπευσε να του απαντήσει.

"Θείε μου, πρέπει να γνωρίζεις ότι δεν έχω άλλο σπίτι παρά το Ρέιβενχιλ. Επιπλέον, επειδή ακριβώς θα πάω στο σπίτι μου, επιθυμώ να περάσω τις τελευταίες ώρες μου στο Κόντορ με ουσιώδη εργασία. Κάλεσε τον Σερ Φάλλον και πες του να βιαστεί. Δεν έχουμε χρόνο."

Πλέον ήταν η σειρά του Άρχοντα του Κόντορ να απορήσει.

"Για ποιον λόγο χρειάζεσαι τον εκπαιδευτή σου, Νυμέρια;"

Ποτέ δεν την αποκαλούσε με το όνομά της. Ήταν η πρώτη φορά.

"Γιατί χρειάζομαι να είμαι έτοιμη για όλα όταν πάω σπίτι μου."

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Αυτή ήταν η γνωριμία μας με τη Νυμέρια.

Μένουν ακόμα δυο πριγκίπισσες να γνωρίσουμε.

1) Η Αρχόντισσα του Παλατιού

2) Η Παντρεμένη Εγκυμονούσα της Ανατολής

Ποια από τις δυο θέλετε να γράψω πρώτα; Εσείς αποφασίζετε.

Τα λέμε στο επόμενο. Να είστε όλοι καλά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top