~Μητέρες~

Δέκα χιλιάδες εκατόν έντεκα χρόνια μετά την ανέγερση της Γάιας, της πρωτεύουσας των Αρχαίων Γαιών, σαράντα πέντε χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του βασιλέως Ντάμον στα Δώδεκα Βασίλεια, ο Μεγάλος Άναξ Ηρακλής ανέβηκε στον θρόνο των Αρχαίων Γαιών, κρατώντας σφιχτά το χέρι της συζύγου του, Φοίβης της «Ευκλεούς».

Την ημέρα της στέψης του Ηρακλή, ανέτειλε μια νέα, ασύγκριτη με όλες τις άλλες εποχή για τη μεγαλύτερη Επικράτεια του Κόσμου. Πίσω από τους υπερυψωμένους θρόνους των εστεμμένων ηγεμόνων δε στεκόταν η Βασιλική Φρουρά ως είθισται αλλά ένα ζεύγος δράκων· ο ασημένιος Λευκόδους του Άνακτος κι ο ολόχρυσος Χρυσάωρ της Άνασσας.

Ο Ηρακλής είχε επιλαγεί από τους Θεούς κι ευλογηθεί με το Αίμα του Δράκοντα, το κατάμαυρο, εβένινο υγρό των φλεβών του κι έτσι αγιασμένος έγινε ο πρώτος άνθρωπος που δάμασε ένα από εκείνα τα φτερωτά, θεόρατα κτήνη, τα ισχυρότερα του κόσμου, ενώ αιώνια ζωή του είχε χαριστεί.

Με την αξία Άνασσα Φοίβη γέννησαν μόλις πέντε έτη αργότερα δίδυμα· τον Αιγέα που έγινε ο Άναξ Αιγέας ο Πρώτος ο «Ελευθερωτής» και τον Ατρέα, τον «Αιώνιο Πρίγκιπα». Ο Αιγέας γέννησε τον Αιγέα τον Δεύτερο, τον «Εύνου» κι εκείνος τον Ηρακλή τον Δεύτερο, τον «Θρασύ». Από εκείνον γεννήθηκε ο Περσέας ο Πρώτος, που γέννησε το έτος 130 τον Ακρίσιο τον Πρώτο, τον «Ευγενή».

Το έτος 143, στην καρδιά του Θέρους, όπου η ζέστη στις Αρχαίες Γαίες γινόταν ανυπόφορη ακόμα και για τους αυτόχθονες, η Άνασσα Θέμις, σύζυγος του Άνακτος Ακρίσιου, έφερε στον κόσμο μαζί με το πρώτο φως της ημέρας το πρώτο και μοναδικό τους παιδί· έναν γιο που ονόμασαν Αλκαίο, Αινεία και Αμφίονα. Παραδοσιακά, ως διάδοχος του θρόνου, έπρεπε να φέρει τρία ονόματα, ωστόσο όλοι τον γνώριζαν ως Αλκαίο.

Το έτος 149, την ημέρα των έκτων του γενεθλίων, τιμώντας το έθιμο που είχε θεσπίσει ο Ατρέας ο «Αιώνιος Πρίγκηψ», το νεαρό αγόρι αφέθηκε ελεύθερο και μόνο στην Κοιλάδα των Δράκων. Σε εκείνη την Κοιλάδα στην άκρη της Επικράτειας των Αρχαίων Γαιών, στην έρημη γη με ελάχιστες οάσεις και έμβια όντα, είχαν διαλέξει να ζουν οι δράκοντες, θηρεύοντας οτιδήποτε έπεφτε στα νύχια και στα δόντια τους, μαζί και κάθε μορφή βλάστησης που τολμούσε να εμφανιστεί στην έρημο, κάτω από τον καυτό, ολόχρυσο ήλιο.

Το έτος 56, ο εξάχρονος τότε Ατρέας, έχοντας πέσει από τη σέλα της μητέρας του και του Δράκοντα Χρυσάορα, είχε διαμείνει στην Κοιλάδα έναν ολόκληρο μήνα, καθώς όλοι τον νόμιζαν νεκρό και κάθε ομάδα διάσωσης που στελνόταν -τουλάχιστον να διασώσει τα οστά του και να τελεστεί ιερή κηδεία- είχε γίνει βορά των δράκων. Ο Ατρέας απεδείχθη πολύ σκληρότερος και ανθεκτικός από όσο περίμεναν όχι μόνο οι γονείς του αλλά κι όλοι οι υπήκοοι των Αρχαίων Γαιών. Επέστρεψε στη Γάια καβάλα σε έναν επιβλητικό, κατάλευκο νεαρό δράκοντα που ονόμασε Ελαφρόπτηρ. Από τότε, είχε εδραιωθεί εκείνη η παράδοση, που αποδείκνυε σε όλον τον κόσμο τη δύναμη του Αίματος του Δράκοντα, του οποίου οι φέροντες δάμαζαν τα πιο τρομερά πλάσματα σε τρυφερή ηλικία, δημιουργώντας μαζί τους έναν πανίσχυρο, αδιάρρηκτο δεσμό.

Το 149, λοιπόν, ο πρίγκιπας Αλκαίος βρέθηκε στην Κοιλάδα των Δράκων μόνος κι αβοήθητος, ενώ οι γονείς, οι ευγενείς, οι αυλικοί κι όλοι οι υπήκοοι περίμεναν ανυπόμονα την επιστροφή του με έναν ακόμη δράκο, ώστε να επιδειχθεί ξανά η αστείρευτη ισχύς του Αίματος εκείνου του αθάνατου. Παρόλα αυτά, η επιστροφή του Αλκαίου, δεν είχε καμία σχέση με τις προσδοκίες τους, τις γκρέμισε ολότελα και σκόρπισε δέος, θαυμασμό μα και φόβο.

Ο Πρίγκιπας επέστρεψε κραταιός κι ένδοξος μετά από σαράντα ημέρες, στην πλάτη ενός γιγαντιαίου γαλάζιου δράκου που ονόμασε Διός, ενώ γύρω του πετούσαν άλλοι τέσσερις· ο κίτρινος Ηραίων, ο πράσινος Αμπνέρις, ο πορφυρός Αστέριος κι ο κατάμαυρος Λέξους. Το πιο εντυπωσιακό θέαμα, ωστόσο, ήταν το βλέμμα των γονιών του· έκθαμβο, άναυδο, σαστισμένο, γεμάτο απορία και ξαφνική υπερηφάνεια, δέος και μια ιδέα τρόμου, διότι συνειδητοποιούσαν πως ο γιος τους έμελλε να γίνει πολύ δυνατότερος του πατέρα του κι η μοίρα του προμηνύοταν μεγαλειώδης. Δε λάθεψαν.

Το 160, στα δεκαεφτά του, ο Αλκαίος στέφθηκε Άναξ, ο Πρώτος φέρων αυτό το όνομα κι ήδη στο παλάτι οι γραφείς υπέγραφαν στα ιστορικά αρχεία το όνομα του με το προσωνύμιο «Μέγας». Νυμφεύθηκε την πρωτότοκη κόρη του Άρχοντα Φιλίππου Αδαμαντίου την ίδια χρονιά, τη Δεύκη, των οποίων η αγάπη γεννήθηκε και σφυρηλατήθηκε έντονα κι άρρηκτα μετά τον γάμο.

Το 165, καθώς ο Αλκαίος τελειοποιούσε την επέκταση της Πρωτεύουσας με περισσότερα κι επιβλητικότερα κτήρια, μια νέα βιβλιοθήκη και ιππόδρομο, η πρώτη συμφορά του χτύπησε την πόρτα. Μια μαζική εξέγερση στα δυτικά της Επικράτειας, από σκλάβους, είλωτες στα ορυχεία των μεταλλευμάτων, οι οποίοι ρήμαζαν περιουσίες, σκότωναν, έσφαζαν γυναικόπαιδα, ξεσπώντας την οργή που για χιλιετίες καταπίεζαν. Η καταστολή της επανάστασης που πνίγηκε στο αίμα χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο και τον κατέβαλε. Οι πνεύμονες του νοσήσαν σοβαρά και πέρασε μήνες κλινήρης, ακροβατώντας στη ζωή και στον θάνατο, στη φρόνηση και στην παράνοια. Η επόμενη συμφορά βρήκε τη σύζυγο του, την πανέμορφη κι αδιανόητα μελαγχολική Δεύκη, η οποία αδυνατούσε να μείνει έγκυος κι επισήμως το 167 οι ιατροί της ανακοίνωσαν πως ήταν στείρα.

Όσο κι αν η καρδιά του πονούσε κι αισθανόταν πως πρόδιδε την τιμή και τους όρκους του, ο Αλκαίος χρωστούσε στο βασίλειο του έναν διάδοχο και στο Αίμα του μια συνέχεια. Συνεπώς, πέρασε αρκετές νύχτες σε κρεβάτια ξένα, ώσπου τελικά γεννήθηκε μια νόθη κόρη, η Αγαύη. Δεν αρκούσε, βεβαίως, διότι οι γυναίκες δεν έφεραν το Αίμα του Δράκοντα, ποτέ δεν είχε γεννηθεί γυναίκα με αυτό στο παρελθόν.

Τότε, η Άνασσα Δεύκη αφιερώθηκε στους Θεούς· στην Ήρα, στην Αρτέμιδα, στην Αθηνά, στην Εστία, περνώντας όλη της την ημέρα στους ναούς, σε προσευχές, σε ικεσίες, σε δάκρυα, για να χαριζόταν στην κενή της μήτρα η θεία χάρη, η ευλογία ενός παιδιού που θα έφερνε την ευτυχία πίσω στο Παλάτι και στα μάτια του συζύγου της που μεγαλουργούσε μα η ατεκνία τον κατάτρωγε.

Τον χειμώνα του 170, ονειρεύτηκε δυο δράκους θηλυκούς, ολόιδιους, σαν δυο σταγόνες νερό. Την επόμενη νύχτα, μοιράστηκε το κρεβάτι με τον άνδρα της και μετά από λίγες εβδομάδες έμαθε το ανέλπιστο· ήταν έγκυος. Εφτά μήνες αργότερα, μετά από μια γέννα σχεδόν ολοήμερη, έφερε στον κόσμο δυο κόρες δίδυμες. Παρόλη την ευτυχία του θαύματος, ο Αλκαίος παράμενε ολίγον θλιμμένος, διότι οι κόρες του δε θα έφεραν το Αίμα. Εκεί, όμως, είχε σφάλει. Όσο κι αν φάνταζε αδύνατον, κι οι δυο Πριγκίπισσες μάτωναν εβένινα, όπως ακριβώς ο πατέρας τους. Στη βάπτιση τους δόθηκαν τρία τελετουργικά ονόματα· Ανδρομέδα, Ευρυνόμη και Περσεφόνη η πρωτότοκη, ενώ Κασσάνδρα, Ιοκάστη και Μεγάρα η νεαρότερη. Μόλις λίγα λεπτά ήταν η διαφορά ηλικίας τους, ωστόσο αρκούσε για να τις ξεχωρίζουν. Ουσιαστικά, η μεγάλη κόρη αποκαλούταν Ανδρομέδα κι η μικρή Κασσάνδρα.

Η Κασσάνδρα, όσο κι αν έφερε την ίδια μορφή και ψυχικό πλούτο με την μεγάλη της αδελφή, δεν έμοιασε να ευχαριστιέται την πνευματική εργασία, τη μόρφωση και πολυμάθεια όπως η Ανδρομέδα. Εκείνη, ως γνήσιο εγγόνι του παππού της Ακρίσιου, αγαπούσε πιότερο τα όπλα και η Τέχνη του Πολέμου τη συγκινούσε περισσότερο από τις άλλες. Έμαθε να παίζει όλα τα μουσικά όργανα των Αρχαίων Γαιών από υποχρέωση μα η κλαγγή του ατσαλιού των ξιφών αποτελούσε την αγαπημένη της μουσική καθώς κι ο ήχος του βέλους που έσκιζε τον άνεμο, προτού καρφωθεί στον στόχο του.

Μαθήτευσε δίπλα στους μέγιστους πολέμαρχους της Επικράτειας και πριν κλείσει τα είκοσι, είχε εξελιχθεί σε αυθεντία σε κάθε είδος όπλου, ενώ στην Πάλη, στην Πυγμή, στο Παγκράτιο, κατάφερε να νικήσει τους διδασκάλους της. Είτε ένοπλη είτε με γυμνά χέρια επρόκειτο για μια ανίκητη πολεμική μηχανή, που λαχταρούσε να εξελιχθεί παραπάνω. Τότε, την ανέλαβε ο Ατρέας, ο «Αιώνιος Πρίγκιπας», για να τη μυήσει στα μυστήρια κι απόκρυφα μυστικά της Στρατηγικής. Μέσα σε δυο χρόνια, τον είχε σχεδόν ξεπεράσει, έχοντας αναπτύξει τάχιστα κι εξαίρετα την πονηριά, πανουργία και ευφυΐα που απαιτούσε ο πολεμικός σχεδιασμός.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, στους μύριους πολέμους που ενεπλάκησαν οι Αρχαίες Γαίες εντός και κυρίως εκτός συνόρων, η Κασσάνδρα κι ο Ατρέας βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, ηγέτες του στρατού και υποστηρικτές των ανδρών που τους λάτρευαν, πρόθυμοι να πεθάνουν πρωτίστως για αυτούς κι έπειτα για τον εστεμμένο τους ηγεμόνα. Ακόμη κι όταν ο Ατρέας αποσύρθηκε από την επιφάνεια κι εχάθη το έτος 216, εκείνη συνέχισε την παρακαταθήκη του υπερήφανα ως Αρχιστράτηγος.

Στους καιρούς της Ειρήνης, πέραν των καθηκόντων της στην εκπαίδευση των ανερχόμενων στρατιωτικών, η Κασσάνδρα λειτουργούσε ως Βασιλική Σύμβουλος, όπως κι η δίδυμη της Ανδρομέδα, στον νέο Άνακτα Θησέα, τον νεαρότερο αδελφό τους, που είχε γεννηθεί το 180 και στεφθεί Άναξ μετά τον πατέρα τους, μολονότι παραδόξως δεν έφερε το Αίμα του Δράκοντα και το ίδιο ακριβώς έμελλε να συμβαίνει και με τα παιδιά του, των οποίων Σύμβουλοι παρέμειναν οι δίδυμες Πριγκίπισσες.

Όταν η Ανδρομέδα έφυγε από τις Αρχαίες Γαίες το 355, έτοιμη πλέον για την απόλυτη Δοκιμασία της Αθωότητας, η Κασσάνδρα έμεινε πίσω ολομόναχη, ως η μόνη φέρουσα το Αίμα στις Αρχαίες Γαίες, που δεν έμοιαζαν ποτέ πιο πτωχές. Οι δράκοι είχαν χαθεί, αφού αναβάτες πια για εκείνους δεν υπήρχαν. Ο μόνος δράκος που κατείχε ποτέ της ήταν η πορφυρή Μελισσένη, η οποία ανήκε πρωτύτερα στον Ατρέα, μα την είχε διαλέξει ως νέα της κυρά σχεδόν αφότου γεννήθηκε. Όταν την έχασε από γηρατειά το 300, είχε λυπηθεί βαθύτατα και πληγωθεί ανεπανόρθωτα.

Ήταν μόνη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, διατηρώντας την παρθενία που της προσέδιδε μια άγρια κι ανεξάρτητη φύση, μολονότι οι νοσηρά περίεργες γλώσσες διέδιδαν πως κάποτε κοιμόταν με τον Ατρέα. Ήταν ανώφελο να αποζητούσε έρωτες και γάμους, όταν η Προφητεία της Ζωής της έλεγε καθαρά πως δε θα έκανε παιδιά ποτέ της. Αισθανόταν καταδικασμένη στη μοναξιά, πράγμα που την καταρράκωσε, μετά τον θάνατο της Ανδρομέδας το 367. Έκτοτε, είχε ορκιστεί να διαλύσει τους υπαίτιους του θανάτου της κι ετοιμάστηκε για την ύστατη μάχη, τον ύστατο Πόλεμο, που είτε θα νικούσε κατασφάζοντας όλους τους εχθρούς της είτε θα πέθαινε στην προσπάθεια.

Η εισβολή του Βασιλέως Δάντη του Δεύτερου του Πολυμαθή στις Αρχαίες Γαίες ξεκίνησε την άνοιξη του 475 και κράτησε ως τα τέλη του φθινοπώρου, μην αντέχοντας τις αλλεπάλληλες ήττες. Η Αρχιστράτηγος Κασσάνδρα ηγούταν των στρατευμάτων με σθένος, πάθος και οργή, χτυπώντας τον στρατό των Δώδεκα Βασιλείων αλύπητα, αποδεκατίζοντας τον. Είχαν αμφότεροι απώλειες αλλά οι Αρχαίες Γαίες αντικαθιστούσαν τάχιστα τις απώλειες τους, σε πλήρη αντίθεση με τα Δώδεκα Βασίλεια που ασφυκτιούσαν και ένιωθαν τον κλοιό του θανάτου να στενεύει. Τελικά, κατέληξαν σε διαπραγματεύσεις. Ο Βασιλιάς Δάντης δέχτηκε να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας, ωστόσο η μόνη του απαίτηση ήταν να κρατήσει την Εγουίβερ -έτσι μεταφραζόταν η Κασσάνδρα στη γλώσσα του- αιχμάλωτη στο Παλάτι του.

Ενώ όλοι οι ευγενείς, σύμβουλοι και λοιποί στρατιωτικοί πάλευαν να τη λογικέψουν, η Κασσάνδρα παρέμενε ανένδοτη. Δέχτηκε την πρόταση του, για το καλό των Αρχαίων Γαιών και της Άνασσας που ακόμη αναζητούσαν απεγνωσμένα. Τα τελευταία χρόνια, καθόταν η ίδια στον θρόνο, ως Αντιβασίλισσα, ώσπου να βρισκόταν η αληθινή διάδοχος μα εκείνος ο καιρός φαινόταν μακρύς. Γνώριζε πως η απουσία της θα άφηνε τις Αρχαίες Γαίες στο έλεος του χάους, στην αναρχία και αβεβαιότητα, κυρίως διότι με τη φυγή της δε θα εμένε κανένας φέρων το Αίμα του Δράκοντα εκεί, μετά από τετρακόσια πενήντα χρόνια, από την ημέρα δηλαδή της στέψης του Άνακτος Ηρακλή του Πρώτου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο εξηντάχρονος Ρόναλντ Κόμπερτ, Κόμης του κάστρου Χάικορτ κάπου στην Κατέρια, εξήλθε του γραφείου της Βασίλισσας με κεφαλή κατεβασμένη, εμφανώς απογοητευμένος, αντικρίζοντας χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη τον Άρχοντα Φερδινάνδο Λαυρεντίδη να αναμένει.

«Πώς πήγε η συνάντηση με τη Μεγαλειότητα Της;» Τον ρώτησε ο Άρχοντας της Γάνδης, πιότερο τυπικά παρά με ειλικρινές ενδιαφέρον. Από το πρωί η Βίνας δεχόταν υποψήφιους για νέο Πρωθυπουργό και Διαχειριστή του Εμπορίου μετά τις σχεδόν απανωτές εκτελέσεις του Άρχοντα Φάιλο Κάρντ και του παππού της.

«Είναι προφανές πως δε σκοπεύει να αντικαταστήσει κανέναν,» δήλωσε θαρραλέα ο φέροντας, βέβαιος πως το πολύωρο ταξίδι του από την Κατέρια ως τη Ρέισαν είχε αποβεί μάταιο. «Είτε θα κρατήσει τις εξουσίες τους για τον εαυτό της είτε θα της δώσει στο κουτάβι που έχει παντρευτεί είτε σε κάποιον ευνοούμενο της. Απορώ γιατί διακήρυξε τις θέσεις δημοσίως.»

«Κουτάβι πράγματι,» συμφώνησε με τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό για το ίδιο του το παιδί ο Άρχοντας Φερδινάνδος, αναστενάζοντας κουρασμένα. Το ανόητο πλάσμα, την αγαπά τόσο που αδυνατεί να συνειδητοποιήσει το συμφέρον του. «Ρόλαντ, ξέρω ότι είσαι παραπάνω από άξιος για να διοριστείς Πρωθυπουργός, ωστόσο εκείνη δε θεωρεί πρωτίστως τη λογική ως σύμβουλο μα πολύ φοβάμαι πως θέτει συναισθήματα κι όχι τόσο αγνά ή σώφρονα, όπως θα αναμενόταν.»

«Τότε, οφείλει να συγκρατηθεί από κάποιον,» συμπλήρωσε σχεδόν τη σκέψη του ο γέροντας σοφός από την Κατέρια. «Αν ο γιος σου είναι μαλθακός, ανέλαβε εσύ ο ίδιος. Κάποτε είχα διαβάσει πως χορηγούσαν βαριά ηρεμιστικά βοτάνια στη Βασίλισσα Αντιγόνη, ώστε να περνούν μερικές ημέρες γαλήνιες στο Παλάτι. Μα τον Θεό Έρκας, καλύτερα να διοργανωθεί Πραξικόπημα και να πέσουν οι Πορφυρογόνοι παρά να συνεχίσει αυτή η ασυδοσία της!»

«Όχι Πραξικόπημα,» διαφώνησε ελαφρά ο Φερδινάνδος Λαυρεντίδης. «Μονάχα έλεγχο. Χρειάζεται ένας άνθρωπος δυναμικός κοντά της, ικανός να την ελέγχει πλήρως, ενίοτε και να τη χειραγωγεί. Έτσι, η Βασιλική οικογένεια και διαδοχή δε θα διαταραχθούν κι όλοι θα κοιμόμαστε ήσυχοι.»

Αντάλλαξαν ακόμη μερικές κουβέντες, κυρίως αβρότητες οικογενειακής φύσης, κι ο Άρχοντας Ρόλαντ αποσύρθηκε, επιτρέποντας του επιτέλους να εισέλθει αυτοπροσώπως στο γραφείο της νύφης του και Βασίλισσας Γιολάνδης, που ακόμη παρέμενε Βίνας στους νόες των ανθρώπων, πέντε μήνες μετά τη στέψη της.

«Πώς είσαι;» Τη ρώτησε με τυπικό ενδιαφέρον.

«Αν με αποκαλούσες Μεγαλειοτάτη, θα σου απαντούσα, βέβαιη ότι αναφερόσουν σε εμένα,» αποκρίθηκε εκείνη βλοσυρά, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα της από μια ικανή στοίβα περγαμηνών. «Μη σπαταλάς τον χρόνο μου, πατέρα, αν δεν έχεις κάτι ουσιώδες να μου πεις.»

«Σαράντα δυο άνδρες συνάντησες σήμερα κι άλλους πενήντα χθες,» ξεκίνησε ευθαρσώς εκείνος, παραμένοντας όρθιος, μιας και η ευθυτενής του μορφή ορθωνόταν σαν πύργος, αποπνέοντας κύρος, δέος, ενίοτε και φόβο. «Για πόσο ακόμη θα υπεκφεύγεις; Όλοι τους ήταν άξιοι κι όμως τους απέρριψες. Είναι αδύνατον μέσα σε ενενήντα δύο εξαίρετους και σοφούς ανθρώπους της Επικράτειας να μη βρέθηκε ούτε ένας άξιος να γίνει Πρωθυπουργός ή Διαχειριστής του Εμπορίου. Ποιές είναι οι προθέσεις σου;»

«Με ποιό δικαίωμα ζητάς να σου απαντήσω;» Αναρωτήθηκε με στυγνή ψυχραιμία η Βίνας. «Μπορεί να είσαι Άρχοντας της κραταιής Γάνδης μα δεν ανήκεις ούτε στο Συμβούλιο ούτε στην ευρύτερη Αυλή μου. Σε φιλοξενώ εδώ και μάλιστα απρόσκλητο.»

«Είμαι ο πατέρας του άνδρα σου,» της υπενθύμισε, συγκρατώντας την οργή του με την αυθάδεια της ελάχιστα. «Επιβάλλεται να γνωρίζω, είμαστε πρακτικά οικογένεια. Οι απερισκεψίες κι επιπολαιότητες σου θέτουν σε κίνδυνο τον γιο και διάδοχο μου!»

«Από πότε η αργή κι ενδελεχής εξέταση των υποψηφίων θεωρείται απερισκεψία;» Απόρησε, ένα βήμα πριν την αγανάκτηση η Βασίλισσα. «Σε καμία περίπτωση δε θέλω να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος και να αποκαλυφθούν ξανά διπλές προδοσίες.»

«Αναφέρομαι στις εκτελέσεις!»

«Ήταν κι οι δυο προδότες!» Επέμεινε, ξεσπώντας στιγμιαία. Το σκοινί είχε σπάσει, δεν επιδεχόταν βελτίωσης. Η ψυχραιμία της χάθηκε ολότελα. «Φορώ το στέμμα, του οποίου ο εγγυητής είναι νεκρός από διαταγή δική μου. Δεν ντρέπομαι για αυτό ούτε μετανιώνω. Ας γίνει, λοιπόν, μάθημα σε όλους· δε θα ανεχτώ ανυπακοή, συνωμοσία ή αψήφηση. Όποιος επιλέξω εγώ θα γίνει Πρωθυπουργός ή Διαχειριστής του Εμπορίου. Ποσώς με ενδιαφέρει αν αυτή μου η επιλογή θα ευχαριστήσει τον λαό ή τον Πέρσιβαλ ή εσένα.»

«Άκουσε με,» θέλησε να την ηρεμήσει, για να κερδίσει σταδιακά την εύνοια της.

«Σιωπή!» Τον σίγησε η Βίνας μεγαλοφώνως κι η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας τον Σερ Γκάλιαν του Φάργκορ, τον υπασπιστή της Βασιλικής Φρουράς που φυλούσε σκοπιά έξω από το γραφείο της. Με ένα νεύμα της, επέστρεψε στη θέση του κι η πόρτα έκλεισε ξανά. «Θαρρείς δεν έχω καταλάβει τις δικές σου προθέσεις;» Συνέχισε με πιο ήρεμο τόνο μα οργή στο βλέμμα. «Αν πιστεύετε ότι μια... ατυχής εγκυμοσύνη δύναται να θολώσει την κρίση ή την αντίληψη μου γελιέστε, όλοι εσείς που με υποτιμάτε! Ήδη έχω αποδείξει ότι δεν εξαρτώμαι από κανέναν ούτε υπακούω σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μου! Δεν πρόκειται, λοιπόν, να υποκύψω στις φιλοδοξίες σου να πάρεις τη θέση του νεκρού παππού μου, όπως δεν υπέκυψα και στις δικές του φιλοδοξίες να γίνω η μαριονέτα του! Η σχέση μου με τον γιο σου δεν επηρεάζει τη δική μας· είσαι ο Άρχοντας της Γάνδης, υποτελής μου εξίσου όπως κι οι δέκα υπόλοιποι!»

«Δέκα;» Την κορόιδεψε απροκάλυπτα ο πεθερός της. «Ουδόλως, Μεγαλειοτάτη. Από τους άλλους δέκα Άρχοντες μόνο μια είναι υποτελής σου, η Βέρηνα Λάβεντερ της Κατέρια, η μοναδική που έκλινε τον γόνυ σε εσένα, εκτός από εμένα! Από τους έντεκα, λοιπόν, Άρχοντες, μονάχα δυο την αφοσίωση έχεις εξασφαλίσει και τη δική μου τη δοκιμάζεις! Πρόσεξε, Βασίλισσα Γιολάνδη, διότι, αν συνεχίσεις με τέτοια αυταρχικότητα και δεσποτισμό, είμαι σίγουρος πως σύντομα δε θα έχεις ούτε έναν υποτελή Άρχοντα κι όλοι όσοι παραμένουν ως τώρα σιωπηλοί, θα ανοίξουν τα σαγόνια τους κι ως λυσσασμένα σκυλιά θα σε κατασπαράξουν!»

Δεν υποκλίθηκε ούτε τη χαιρέτησε. Αγνοώντας πλήρως το πρωτόκολλο, άνοιξε την πόρτα κι εξαφανίστηκε σαν φάντασμα.

Η Βίνας βούλιαξε στην πολυθρόνα της αναστενάζοντας βαθιά μα ο θυμός της δεν είχε υποχωρήσει ούτε πιθαμή. Η αναίδεια του πεθερού της την εξόργιζε διαρκώς· ο άνδρας που τόσο ευτυχής είχε φανεί κατά τον αρραβώνα της με τον Πέρσιβαλ έδειχνε πια το αληθινό του πρόσωπο, που διψούσε για εξουσία και δε δίσταζε να την προκαλέσει ανοιχτά. Το επικίνδυνο παιχνίδι του την έβρισκε ανύποπτη μα όχι φοβισμένη. Θα τον αντιμετώπιζε κι αν την στρίμωχνε υπερβολικά, θα τον έβγαζε από τη μέση.

Άθελα της, χαμογέλασε πλατιά. Μετά την απελευθέρωση κι ανεξαρτησία που της είχε προξενήσει η εκτέλεση του Μπράιτον Καστέλ, είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα της θανάτωσης των αντιπάλων της, σχεδόν αδημονούσε να επαναλάβει τη διαδικασία.

Η πόρτα χτύπησε ξανά κι ο Σερ Γκάλιαν ανήγγειλε τον Άρχοντα Γκάλφιν Πλαττ, τον Διαχειριστή της Οικονομίας των Βασιλείων και με απόλυτη σιγουριά το πιο ευγενές κι αφοσιωμένο μέλος του Βασιλικού Συμβουλίου, όπως κι ο μοναχογιός του Ράντμπιαν που ηγούταν των Ψιθύρων. Η Βίνας μισούσε την καλοκάγαθή του ματιά αλλά αναγνώριζε την εξαίρετη του ικανότητα στους οικονομικούς προϋπολογισμούς. Οχτώ χρόνια υπηρετούσε σε εκείνη τη θέση και χάριν σε αυτόν είχε σωθεί η κρατική Οικονομία μετά την Εκστρατεία φιάσκο του πατέρα της στην Ανατολή. Αφού χαιρετήθηκαν τυπικά, τον προέτρεψε να αναφερθεί στο προκείμενο συντόμως.

«Μεγαλειοτάτη, έχω ετοιμάσει έναν προϋπολογισμό για το Τουρνουά Κοντορομαχίας του χειμώνα,» ξεκίνησε εκείνος κι η έκφραση της από άχρωμη εξελίχθηκε απότομα σε εξαντλημένη.

«Νόμιζα πως αυτή η ημέρα δεν μπορούσε να χειροτερεύσει περαιτέρω,» γρύλισε σχεδόν, με αποστροφή στην ιδέα του Τουρνουά. Βρωμερά άλογα, πλήθη κραυγαλέα, αηδιαστικοί τραυματισμοί, παθιασμένοι εθισμένοι στον τζόγο, με στοιχήματα που προκαλούσαν από στημένους αγώνες ως μεγάλους τσακωμούς, αίματα αναμμένα και λίγο αργότερα χυμένα σε όλο το στάδιο και στις κερκίδες, από μαινόμενους οπαδούς, αθώους θεατές ή μια μέχρι θανάτου μονομαχία πεζή ή εφίππων. Από τους μεγαλύτερους ιππότες που γνώριζε η Βίνας, οι μισοί και πλέον είχαν χάσει τη ζωή τους σε μια Κοντορομαχία κι αυτό το θεωρούσε ανόητο και μάταιο. Για μια στιγμή δόξας, οι καλύτεροι πολεμιστές του βασιλικού στρατού ήταν πρόθυμοι να δώσουν και τη ζωή τους.

Το βλέμμα της σταθεροποιήθηκε στον Πλαττ που περίμενε υπομονετικά την απάντηση της να ολοκληρωθεί.

«Το γεγονός ότι αυτοί οι άσκοποι αγώνες αποτελούσαν την αγαπημένη διοργάνωση του συγχωρεμένου μου πατέρα τόσο ώστε την τελούσε όχι μια αλλά δυο φορές τον χρόνο, με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί του δόθηκε το προσωνύμιο Πολυμαθής,» σχολίασε με στυγερή ειλικρίνεια, αγνοώντας επιδεικτικά την έκθαμβη έκφραση του, που θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί ασέβεια σε νεκρό. «Από πότε τέτοιες μαζικές σφαγές αρμόζουν στο Στέμμα; Δεν είναι παρά ανούσιες κοκορομαχίες κι από δαύτες υπάρχουν ήδη παραπάνω από αρκετές στους δρόμους της Ρέισαν. Δεν προτίθεμαι να διαθέσω ούτε ένα χάλκινο νόμισμα για αυτό το Τουρνουά. Προς το παρόν, θα το επαναφέρω στην ετήσια διοργάνωση του και στο μέλλον ίσως το καταργήσω καθολικά. Δεν είναι παρά σπατάλη χρημάτων.»

«Όπως επιθυμείτε,» υποκλίθηκε δουλοπρεπώς ο Πλαττ κι ετοιμάστηκε να αποχωρήσει. «Ωστόσο, δε θα δώσω ακόμη τη διαταγή. Ίσως αλλάξετε γνώμη. Ξέρετε, είναι μεγάλο το όφελος τέτοιων διοργανώσεων για τον ηγεμόνα.»

«Θαρρώ θα είναι και άυλο, μιας κι αδυνατώ να το εντοπίσω,» τον ειρωνεύτηκε η Βίνας.

Ως απάντηση, μονάχα την κοίταξε αινιγματικά.

«Σκεφτείτε το, δεν είστε χαζή. Επεξεργαστείτε την ιδέα κι αν πιστεύετε πως παραμένει ανώφελη, ενημερώστε με και δεν πρόκειται να εκκινηστεί καμία ετοιμασία.»

Η Βίνας έμεινε μόνη ξανά κι η κενότητα του δωματίου την αναστάτωνε αλλόκοτα. Διέταξε να έρθει ο Πέρσιβαλ κοντά της. Η παρουσία του θα την απέτρεπε τουλάχιστον να μονολογεί σε τέσσερις πέτρινους τοίχους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα νέα ήταν ευχάριστα. Τα νέα ήταν υπέροχα, μαγευτικά, μεθυστικά, θεσπέσια, έβριθαν λύτρωσης και δικαίωσης, μολονότι αργής. Παρέμενε, όμως, βέβαιη, απόλυτη, αδαμάντινη και πλέον τη γνώριζαν οι πάντες.

Ακόμη και η περγαμηνή του Ρόουαν Πένερ είχε λερωθεί με δάκρυα στα οποία ήρθαν να προστεθούν εκείνα του Άρχοντα Ριχάρδου και της Φοίβης, που ένιωσαν την κάθαρση μέσα τους να συντελείται επιτέλους.

Είναι αθώα η μητέρα σου, Φοίβη, το ίδιο κι ο πατέρας μου. Ολοκληρωτικά, σίγουρα, αναντίρρητα. Κι ο φονιάς της είναι νεκρός. Βρέθηκαν αποδείξεις, αντίγραφα των οποίων σου παραθέτω, που μάλιστα χρησιμοποίησα και στη δίκη του Μπράιτον Καστέλ για την τελική του καταδίκη. Βρήκα και κάτι άλλο, όμως, καλή μου φίλη και Βασίλισσα μα δεν μπορώ να σου το γράψω. Φοβούμαι μήπως διαβαστεί από μάτια λανθασμένα. Θα μοιραστώ μαζί σου αυτή την πολύτιμη πληροφορία εκ του σύνεγγυς. Να είσαι μονάχα σίγουρη πως η μνήμη της μητέρας σου δεν είναι πια σπιλωμένη· παραμένει εκείνη η γλυκύτατη γυναίκα που ο λαός είχε αγαπήσει, μα είμαι βέβαιος πως την κόρη της θα αγαπήσει περισσότερο.

Το γράμμα είχε φτάσει το πρωί μετά την εφιαλτική νύχτα του τοκετού της Άγκνες, ο οποίος με τη βοήθεια των Θεών είχε λήξει ευτυχώς. Μητέρα και νεογέννητο έχαιραν άκρας υγείας κι ο Ίθαν πετούσε από χαρά, χωρίς να νοιάζεται που είχε γεννηθεί κόρη κι όχι γιος. Εφόσον εκείνος κι η Άγκνες ήταν γεροί και δυνατοί, θα έκαναν όσους γιούς ποθούσαν. Όσο για το όνομα, εκείνο αποφασίστηκε μόλις με μια ματιά τους, λίγο αφότου ολοκληρώθηκε η γέννα. Λίγεια, όπως η μητέρα του Ίθαν και πρώην Αρχόντισσα του Γουίντεργουολ, που είχε πεθάνει νωρίς φέρνοντας στον κόσμο τον μικρό Ριχάρδο.

Η Φοίβη αναθάρρησε στη σκέψη του Ριχάρδου. Ελάχιστα τον είχε δει τις τελευταίες ημέρες, διότι η προσοχή της ήταν αμιγώς στραμμένη στη νεογέννητη ανιψιά της και τη γυναικαδελφή της, η οποία παρέμενε κλινήρης και τα καθήκοντα της μοιραζόταν η ίδια με τη Φίλιντα, τα καθήκοντα της Πυργοδέσποινας και κυράς του Οίκου. Κάθε βράδυ έπεφτε για ύπνο εξουθενωμένη, αδυνατώντας ακόμη και να διαβάσει, γεγονός που εκνεύριζε εμφανώς τον Βενέδικτο μα έδειχνε κατανόηση, μιας και ενδόμυχα απολάμβανε τη διοικητική θέση που ελάμβανε σταδιακά η Φοίβη στο σπίτι του κι αναγνωριζόταν στα μάτια της οικογένειας και του οικοκυριού.

Με τη σκέψη του νεότερου ανδράδελφου της, η Φοίβη κατευθύνθηκε σχεδόν μηχανικά στη βιβλιοθήκη του Οίκου, λαχταρώντας λίγη ώρα με την αγαπημένη της ασχολία κι αν έβρισκε εκεί κι εκείνον, θα ήταν διπλή η χαρά.

Χαιρετώντας τον γέροντα βιβλιοθηκονόμο γελαστά, κινήθηκε στη μεριά που αφορούσε στη δυναστεία των Πορφυρογόννων, έπιασε το βιβλίο που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη φορά και διάβαζε σιωπηλά, μολονότι τα μάτια της ενίοτε αναζητούσαν μια παρουσία στον χώρο. Την τέταρτη φορά που το έπραξε, οι κόρες τις διεστάλησαν, διογκώθηκαν, ώστε το γαλανό τους χρώμα σχεδόν χάθηκε και μαύρισε επικίνδυνα, ανεξήγητα, καθώς η ματιά της διέφυγε του αληθινού κόσμου προς τη Λήθη.

Είδε έναν γιγαντόσωμο άνδρα με μακριά, σκοτεινά μαλλιά. Ο νους της έτρεξε στον Έυρικ, τον οποίο είχε τακτοποιήσει στον πιο ζεστό ξενώνα που διέθεταν μα η ταραχή των ημερών την είχε αποτρέψει να περάσει χρόνο μαζί του, για το οποίο ένιωθε τύψεις. Αμέσως μετά, σκέφτηκε τον Σερ Έκτωρ, που ακόμη δεν την είχε αναζητήσει, μετά την επιστροφή τους. Δεν μπορούσε να του προσάψει ευθύνες, διότι είχαν περάσει πολλοί μήνες από την τελευταία του διαμονή στο πατρικό του κι η οικογένεια του θα τον είχε πεθυμήσει.
Αντικρίζοντας τα μάτια του άνδρα, συνειδητοποίησε πως δεν τον γνώριζε. Παρόλα αυτά, η αύρα του ανέδιδε μια οικειότητα αδιόρατη, ισχυρή, μυστήρια. Η γαλάζια, ψυχρή ακτινοβολία των ιρίδων του στραφτάλιζε στο ανέσπερο ημίφως μεγαλοπρεπώς. Ο σκοτεινός του ρουχισμός ταίριαζε με τα μαλλιά του, σαν να ήταν όλα ένα υλικό, μια μάζα που τον κάλυπτε. Τον πλησίασε και ένα συνονθύλευμα λέξεων διέφυγε των χειλιών της, που η ίδια δεν μπορούσε να ξεχωρίσει.

«Η στιγμή σου αργεί,» μίλησε ο ξένος με φωνή βαθιά, τρομακτική σχεδόν, που την ανατρίχιασε. «Μα πρέπει να είσαι έτοιμη. Η γη σου σε περιμένει όπως κι η Κοιλάδα. Το Αίμα θα αντέξει. Το Αίμα θα επιβιώσει.»

Το χέρι της συσπάστηκε, νιώθοντας σάρκα ζωντανή να αγγίζει τον ώμο της κι ανοιγόκλεισε τα μάτια.

Το όραμα εξαφανίστηκε. Βρισκόταν στη βιβλιοθήκη, μπροστά στο βιβλίο που περιέγραφε τη συναρπαστική Βασιλεία της Γιολάνδης της Πρώτης μα πια φαινόταν ανιαρό. Κοίταξε το χέρι που τόσο σταθερά κι επιμελώς στήριζε τον ώμο της. Το βλέμμα της ανορθώθηκε, συνάντησε τα γλαφυρά μάτια του μικρού Ριχάρδου κι εξέπνευσε ανακουφισμένη. Κατάφερε ακόμη και να χαμογελάσει αχνά, καθώς η έκπληξη και σύγχυση της οπτασίας δεν είχαν ακόμα παρέλθει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αντέλ δεν ήθελε να φύγουν από το Ιωδέως. Όσο κι αν επιθυμούσε να δει ξανά την αδελφή της στο Γουίντεργουολ, στο Ιωδέως είχε συναντήσει μια γαλήνη ασύγκριτη από πουθενά αλλού. Στο Ποσπέριους, την πατρίδα της, τη δυνάστευε η γριά και στη Ρέισαν που είχε ζήσει φευγαλέα, δεν είχε νιώσει ποτέ άνετα, μια που διαρκώς συνέβαινε μια σκοτεινή πράξη, μια συνωμοσία, ένα διαρκές μυστήριο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα και τη γέμιζε ζόφο κι ομίχλη, πολύ χειρότερη από την κυριολεκτική ομίχλη που έπληττε το Ποσπέριους. Στο Ιωδέως, όσο τραγική κι αν ήταν η ιστορία της αρχοντικής του οικογένειας, επικρατούσε ηρεμία, ειρηνική συνύπαρξη και θαλπωρή. Είχε θαυμάσει, πράγματι, πόσο δεμένοι φαίνονταν οι Πένερ υπό την κεφαλή του αιωνόβιου Άρχοντα Έβινρουτ, που έμοιαζε να ζει μόνο για εκείνους.

Όταν φάνηκαν εμπρός τους τα πρώτα χωριά του Γουίντεργουολ, η γριά διέταξε να επιταχύνουν. Όσο συντομότερα έφταναν στη μητρόπολη Σάντοουκλιφ και στον Οίκο, τόσο το καλύτερο. Οι έφιπποι σπιρούνιασαν αποφασιστικά και το μαστίγιο του ηνίοχου της άμαξας ώθησε τα άλογα να τρέξουν γρήγορα στον λιθόστρωτο δρόμο, τσαλαβουτώντας μέσα στις λάσπες και στα απόνερα της βροχής.

Αφότου έφτασαν στο Σάντοουκλιφ και στις πύλες του Οίκου, η γριά απαίτησε να παρουσιαστούν κατευθείαν στον Άρχοντα Ριχάρδο, γεγονός το οποίο και συνέβη, σκορπώντας στις εγγονές της την κατήφεια. Εκνευρίζονταν όποτε επιβαλλόταν εκτός των πλαισίων του Ποσπέριους και της επιρροής της.

Δεν περίμεναν ούτε στιγμή έξω από την Αίθουσα Υποδοχής του Άρχοντα Ριχάρδου· τις δέχτηκε αμέσως κι όλες τους· τη γριά, την Αντέλ, την Ελοντί και τη Μέλισεντ. Η φρουρά που τις συνόδευε από το Ποσπέριους, ανέλαβε τη φροντίδα των αλόγων κι η γριά τους έδωσε χρήματα, για να διαμείνουν σε κάποιο πανδοχείο ή χάνι. Εκείνες θα ζητούσαν φιλοξενία από τον Άνταλον κι ήταν βέβαιη πως θα γινόταν δεκτές, δεδομένης της εξαίρετης φήμης περί βόρειας φιλοξενίας και των προτέρων της εμπειριών.

Μόλις σύστησε τις εγγονές της στον Άρχοντα Ριχάρδο, η έκπληξη στο πρόσωπο του για την Αντέλ δεν πέρασε απαρατήρητη. Ωστόσο, δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τον πραγματικό λόγο. Άξαφνα, μέσα σε σαράντα ημέρες περίπου, ο ταπεινός Οίκος στέγαζε όχι μόνο μια μα τρεις Πριγκίπισσες και διεκδικήτριες του θρόνου.

Μολονότι γνώριζε ήδη για τον γάμο της Αντέλ με τον διάδοχο του Πέντοκρατ και την ανεπίσημη ένωση των δυο περιφερειών της Δύσης -ανεπίσημη, διότι ακόμη δεν είχε επικυρωθεί από το Στέμμα- ο Άρχοντας Ριχάρδος παρατηρούσε τις δυο εξαδέλφες της με ιδιαίτερη προσοχή κι ενδιαφέρον. Δε χρειαζόταν ευφυΐα για να συμπεράνει τον λόγο της επίσκεψης τους. Η Αζέλια Άραγκον, βεβαίως, δεν το είχε παραδεχτεί. Είχε υποκριθεί πως η επίσκεψη ήταν φιλική, πρωτοβουλία της Αντέλ να επισκεφθεί την αγαπημένη της αδελφή Φοίβη. Ήταν πεπεισμένος πως επρόκειτο για απόπειρα προξενιού των δυο ανύπαντρων εγγονών της με δυο από τους τέσσερις ανύπαντρους γιούς του. Δεδομένων των εξαιρετικών εμφανίσεων και πυρωμένων ματιών των δυο κοριτσιών που στέκονταν γύρω από την ξαδέλφη τους υπερήφανα και στητά, η ιδέα τον έβρισκε σύμφωνο.

«Με μεγάλη μου χαρά θα σας φιλοξενήσω στον Οίκο για όσο επιθυμείτε,» δήλωσε κατηγορηματικά και διέταξε δυο υπηρέτες να ετοιμάσουν τέσσερις ξενώνες και να ετοιμαστεί δείπνο πλουσιοπάροχο, με τα καλύτερα εδέσμετα για του εκλεκτούς τους καλεσμένους. Μόλις έμεινε ξανά μόνος του, ζήτησε να του φέρουν τη Φοίβη, η οποία ενθουσιάστηκε φανερά, μαθαίνοντας τον ερχομό της Αντέλ, ενώ η ευκαιρία να γνωρίσει την Αζέλια Άραγκον της κίνησε την περιέργεια.

«Όσον αφορά την άλλη αδελφή σου, τη Ροζλύν, οφείλουμε να την προστατεύσουμε,» έθιξε το φλέγον ζήτημα ο πεθερός της. «Δε γνωρίζω πώς μπορεί να εκμεταλλευτεί τη μυστική της διαμονή εδώ η Αρχόντισσα, οπότε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Βρες την Αντέλ στην Ανατολική πτέρυγα, κοντά στο δώμα του Αίων και της Φίλιντα, και εξήγησε της πως μόνο Ξαέλ την ονομάζουμε μπροστά σε ξένα αυτιά. Η διακριτικότητα της είναι απαραίτητη.»

«Έχεις δίκιο,» συμφώνησε η Φοίβη γνέφοντας. «Θα τρέξω αμέσως να την ενημερώσω. Η Ροζλύν, από την άλλη, βρίσκεται στο προπονητήριο κι από την Ανατολική πτέρυγα δεν περνά ποτέ, οπότε, δεν πρόκειται να δουν η μια την άλλη πριν το δείπνο. Αφού τακτοποιηθούν, θα προσφέρω μια ξενάγηση στις νέες μας φιλοξενούμενες.»

«Πολύ καλά,» ενέκρινε ο Άρχοντας Ριχάρδος. «Πήγαινε τες και στα βυρσοδεψεία. Εκεί, επιβλέπουν σήμερα ο Γκρίφιθ και ο Ουίλφρεντ. Ας γνωριστούν μεταξύ τους, πριν το δείπνο,» πρότεινε με ένα επίμονο, γεμάτο κρυφό νόημα βλέμμα, το οποίο η Φοίβη δυσκολεύτηκε μα ερμήνευσε σωστά.

«Γιατί όχι;» Αναρωτήθηκε ρητορικά και του χαμογέλασε σαν να συνωμοτούσαν. «Άλλωστε, μια πρώτη, ανεπίσημη γνωριμία στις συγκεκριμένες υποθέσεις, είναι απαραίτητη.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το μεσημεριανό κύλησε σε απόλυτη σιωπή, όπως συνήθιζε τις τελευταίες ημέρες, από τότε που η Βίνας είχε αποβάλει. Παρόλο που ο Πέρσιβαλ συχνά πετούσε σκόρπιες κουβέντες παλεύοντας να ανοίξει συζήτηση, η μοναδική της απάντηση ήταν αδιάσειστη σιωπή. Κατά βάθος, γνώριζε πως ο πανέμορφος σύζυγος της ήταν ο μοναδικός αθώος για τον εκνευρισμό, την ψυχική διαταραχή και την άθλια κατάσταση γύρω της που διαρκώς έμοιαζε να δυσχεραίνει. Ορισμένες φορές, μάλιστα, συνειδητοποιούσε ότι εκείνος αποτελούσε τη μοναδική ηλιαχτίδα στο σκοτάδι της, τον μόνο λόγο να αισθάνεται ασφαλής, την ύστατη ευκαιρία στην ευτυχία. Αδυνατούσε να τον καταλάβει· την προσέγγιζε διαρκώς, όπως ένας πιστός σύζυγος θα έπραττε, μα ανάμεσα τους πλανιόταν η παρουσία του πατέρα του, που δείπνιζε μαζί τους πάντοτε, όπως κι η μητέρα της, η οποία περνούσε σχεδόν όλη της την ημέρα στους ναούς των Θεών.

Κι εκείνη η Βίνας την είχε απομακρύνει ξανά από την καρδιά της, μολονότι πολύ συχνά έβρισκε τον εαυτό της να τρέχει κοντά της και να σωριάζεται στην αγκάλη της σαν πληγωμένο κουτάβι, σαν παιδάκι αθώα χολωμένο. Της είχε λείψει η μητρική αγκαλιά, όταν την είχε πραγματικά ανάγκη. Πάλευε με την ταραγμένη της ψυχή πλέον, με μόνο αντίδοτο τη στοργή της μάνας. Δεν ήξερε αν αυτό που της συνέβαινε ήταν ένα πρωταρχικό στάδιο παράνοιας ή απλώς ανησυχία της διακυβέρνησης ή θλίψη μετά την αποβολή του μωρού της. Ίσως να επρόκειτο για μείξη των τριών· ίσως να ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό κι άσχετο. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρη ήταν ότι η αγάπη της μητέρας της την είχε ζεστάνει, ωστόσο η θέρμη του Πέρσιβαλ της έλειπε σχεδόν αφόρητα.

Αποφάσισε να του μιλήσει, αγνοώντας την παρουσία του πεθερού της, ώστε να επιτευχθεί το πρώτο βήμα σε μια ύστατη προσπάθεια για συμφιλίωση. Η καρδιά της πονούσε, η ψυχή της ούρλιαζε και το μυαλό της κραύγαζε ακανόνιστα, άλογα, ανεξέλεγκτα. Φωνές άγνωστες στοίχειωναν το κεφάλι της κάθε μοναχική νύχτα κι ήλπιζε στην τελευταία ίαση· τον έρωτα του άνδρα της. Δεν μπορούσε, φυσικά, να ελπίζει, διότι του είχε φερθεί άσχημα και σκληρά, μα κι αυτός είχε επιδείξει επιμονή για τον διορισμό του πατέρα του στην τελευταία τους συνομιλία, γεγονός που την είχε εξοργίσει και ωθήσει στα άκρα. Όταν τα συναισθήματα της υπερτερούσαν της λογικής, η γλώσσα της γινόταν δέσμια τους. Μετάνιωνε μα ήταν Βασίλισσα κι ως Βασίλισσα δεν έσφαλε ποτέ ούτε απολογούταν. Όχι, αρνούταν να δεχτεί οτιδήποτε πέρα από αυτό· όλοι έκαναν λάθος, εκτός από εκείνη. Εκείνη ήταν φυλακισμένη των στοιχειών της και βασανιζόταν μόνη. Χωρίς τον Πέρσιβαλ, όμως, θα έχανε τη μάχη της επιβίωσης.

«Ξέρεις, Πέρσιβαλ,» ξεκίνησε αργά και συνέχισε, μόνο όταν η ματιά του στράφηκε και καρφώθηκε στη δική της, «σήμερα ο Άρχοντας Γκάλφιν Πλαττ μου έθεσε ένα ζήτημα το οποίο με δίχασε ολίγον· τη Χειμερινή Κονταρομαχία, παράδοση καθιερωμένη από τον πατέρα μου.»

«Μάλιστα,» ήταν η μόνη του απάντηση σε μορφή μουρμουρητού σχεδόν. Δεν του είχε απευθύνει τον λόγο για εβδομάδες. Η ξαφνική της αλλαγή τον σάστισε. Δεν κοίταξε τον πατέρα του στα αριστερά του ούτε φευγαλέα, μονάχα εκείνη, που καθόταν ακριβώς απέναντι. Ήταν η γυναίκα του και πρωτίστως ανήκε σε εκείνη· δεμένος με όρκο άρρηκτο και πανίσχυρο, ευλογημένο από τους Θεούς, τον οποίο θεωρούσε δυνατότερο από τον δεσμό αίματος με τον Άρχοντα Φερδινάνδο.

«Λοιπόν, προσωπικά πιστεύω πως είναι ανούσιο κι ανώφελο να ξοδέψουμε χρήματα για να βλέπουμε για τρεις ημέρες μερικούς ματαιόδοξους ή φιλόδοξους ιππότες να σφάζονται προς τέρψη των ανόητων μαζών και σίγουρα όχι δική μας. Δεν αγνοώ ότι ο πατέρας μου το διασκέδαζε ολόψυχα. Εγώ, το θεωρώ ιδιώτευση και σπατάλη,» προχώρησε με απόλυτη ειλικρίνεια η Βίνας, θωρώντας για λίγο τη μητέρα και τον πεθερό της. Η πρώτη φαινόταν να αδιαφορεί πλήρως για το θέμα, προφανώς δεν είχε να συνεισφέρει κάτι στη συζήτηση, ενώ ο Άρχοντας Φερδινάνδος έμοιαζε μάλλον έκπληκτος και βαθιά σκεπτικός. Αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσε, μολονότι δε θα επηρέαζε την κρίση της στο ελάχιστο· πιότερο θα τη διασκέδαζε. «Εσένα, ποιά είναι η άποψη σου;»

«Πρώτα από όλα,» απάντησε ευθύς ο Φερδινάνδος, προτού ο Πέρσιβαλ ανοίξει καν το στόμα του, μα η Βίνας δε θα δεχόταν λέξη από εκείνον πριν τον άνδρα της. Σήκωσε το χέρι επιδεικτικά προς το μέρος του.

«Άρχοντα Λαυρεντίδη, δε με ενδιαφέρει καθόλου η γνώμη σου ή τέλος πάντων αυτή η ανοησία που σκοπεύεις να ξεστομίσεις. Τον Πέρσιβαλ ρώτησα, όχι εσένα.»

Ο πεθερός της υποχώρησε και σώπασε, ενοχλημένος μα ανίκανος να την αντιταχθεί. Αναντίρρητα, εκείνη φορούσε το Στέμμα.

Ο Πέρσιβαλ παρέμενε έκθαμβος από την απόπειρα της για συζήτηση, ώστε δυσκολεύτηκε ακόμη και να αρθρώσει την πρώτη λέξη της απάντησης του, ενώ την επεξεργαζόταν προσεκτικά στον νου του.

«Νομίζω πως...» ξεκίνησε διστακτικά μα αναθάρρησε, μετά το νεύμα επιδοκιμασίας της. «Πρόκειται για εξαιρετική ιδέα. Πιστεύω η Κονταρομαχία πρέπει να οργανωθεί κανονικά και πρώτος εγώ θα λάβω μέρος!»

Αυθόρμητα, τα μάτια της Βίνας γούρλωσαν· όχι επειδή ο Πέρσιβαλ αντιτασσόταν σε εκείνη παρά τα απεγνωσμένα νεύματα του πατέρα του να πράξει το αντίθετο, μα γιατί εξεπλάγη με το πόσο τρόμο έσπειρε μέσα της η σκέψη του άνδρα της σε εκείνο το άθλιο πεδίο, πάνω σε άλογο πάνοπλος να μάχεται παράλογα, ανά πάσα στιγμή ετοιμοθάνατος. Ήθελε να του ουρλιάξει πως δε θα επέτρεπε ποτέ να διακινδυνεύσει για το απόλυτο τίποτα μα παρέμεινε ήρεμη, φροντίζοντας να μην επιδείξει ιδιαίτερη στοργή μπροστά στον πεθερό της.

«Γιατί το πιστεύεις αυτό;» Πέρασε ξανά στον διαπραγματευτικό της εαυτό.

«Αγαπημένη, τα Τουρνουά αυτά δε συγκινούσαν μονάχα τον πατέρα σου μα και τους αυλικούς και τους πληβείους του,» εξήγησε μαλακά ο Πέρσιβαλ μα η ματιά του πετούσε σπίθες πάθους. Αυτές οι σπίθες κι η επαναφορά του αγαπημένη στα χείλη του της χάρισαν μια ζεστασιά που ποθούσε ολόψυχα. «Θαρρώ πως επιδρούν πιότερο θετικά παρά αρνητικά όχι μόνο στη διάθεση του λαού μα και στη δημόσια εικόνα του ηγεμόνα. Παρόλο που η εκτέλεση του Μπράιτον Καστέλ έσπειρε ευφορία, ένα αποκρουστικό θέαμα ζει λίγο στις καρδιές του απλοϊκού λαού, σε πλήρη αντίθεση με μια μεγαλοπρεπή γιορτή, μια διοργάνωση αντάξια του Στέμματος, όπου ο καθένας δύναται να βιώσει από κοντά μια μάχη για την οποία ακόμη και τραγούδια θα μπορούσαν να γράφουν, σαν να συμμετέχουν οι ίδιοι στη γραφή της Ιστορίας. Ο λαός λατρεύει τις Κονταρομαχίες, Βίνας, και δοξάζει τον Άρχοντα που τις προσφέρει. Μια αύξηση στη δημοτικότητα σου είναι πάντοτε θετική κι αξίζει ένα παραπάνω έξοδο, πόσο μάλλον η εκτίμηση των ιπποτών που θα διαγωνιστούν, οι περισσότεροι μάλιστα στελεχώνουν τον στρατό σου.»

Η Βίνας είχε σχεδόν πειστεί, μολονότι δεν θα το παραδεχόταν ποτέ. Το παθιασμένο του ύφος, η ατσάλινη σιγουριά στα λόγια του που τόσο της είχε λείψει μετά από μέρες που τον έβλεπε μονάχα μαλθακό, μειλίχιο και πράο σαν κοσμοκαλόγερο, έδειχναν πόσο πίστευε στις ρήσεις του και στο πραγματικό συμφέρον από αυτό το γεγονός που εκείνη θεωρούσε γελοίο.

«Ορθώς μίλησες,» τον επιδοκίμασε πλαγίως, χωρίς να διαφαίνεται η απόφαση της. Στράφηκε στη Νταϊάνα που στεκόταν δεξιά της ως πύργος. «Κάλεσε τον Άρχοντα Γκάλφιν στο δωμάτιο μου, για να τελεύσουμε τη συζήτηση του Τουρνουά επιτέλους.» Αφότου η Αρχηγός της Φρουράς έφυγε, η ίδια σηκώθηκε κι αποχώρησε από την τραπεζαρία, χαιρετώντας τους συνδαιτυμόνες τυπικά κι η σύντομη ματιά της στον Πέρσιβαλ αρκούσε για να τον καλέσει ξοπίσω της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στο προπονητήριο, προς μεγάλη της τύχη, η Φοίβη εντόπισε μονάχα τον ανδράδελφό της Ρούβιν να προπονείται μπροστά σε ένα ανδρείκελο με πέλεκυ, τη Ροζλύν που αναζητούσε και τον Έυρικ, το πιο έμπιστο της πρόσωπο στον Οίκο, το μοναδικό που της είχε ορκιστεί πίστη κι αφοσίωση. Το σκηνικό ήταν απόλυτα ασφαλές, συνεπώς, για να συζητήσει με την αδελφή της μακριά από αδιάκριτα αυτιά. Με ένα της μόνο νεύμα, η Ροζλύν παράτησε για λίγο τα εγχειρίδια που τρόχιζε και την πλησίασε.

«Τι συνέβη;» Αναρωτήθηκε, βλέποντας τη στωική έκφραση της μικρής.

«Ήρθε η Αντέλ με τη γιαγιά και τις ξαδέλφες της,» η Φοίβη παρέμεινε σύντομη και περιεκτική, όπως ταίριαζε και άρεσε στη μεγαλύτερη αδελφή της. «Μην ανησυχείς, την έχω ήδη ενημερώσει να μη μαρτυρήσει την παρουσία σου.»

«Πώς είσαι σίγουρη ότι θα το πράξει;»

«Εμπιστεύομαι την Αντέλ πολύ περισσότερο από ό,τι εσένα. Μην το παίρνεις προσωπικά, απλώς οι ιδιοσυγκρασίες μας ταιριάζουν πιο αρμονικά.»

Η Ροζλύν μονάχα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.

«Καλώς,» συνέχισε η Φοίβη. «Πολύ θα το ήθελα να μείνω και να προπονηθώ μαζί σου αλλά πρέπει να βοηθήσω τη Φίλιντα με τις ετοιμασίες του δείπνου.»

«Πήγαινε τότε,» την αποδέσμευσε μηχανικά η Πριγκίπισσα των Ελεύθερων, ωστόσο μια στιγμή αργότερα έτρεξε ξοπίσω της κι η Φοίβη σταμάτησε, για να την ακούσει. «Αυτός, ποιός είναι;» Ρώτησε, υποδεικνύοντας διακριτικά τον Έυρικ, που σκάλιζε έναν κορμό τόξου, με έτοιμο νήμα δίπλα του για χορδή.

«Ονομάζεται Έυρικ και του χρωστώ τη ζωή μου,» απάντησε ειλικρινά η Φοίβη.

«Μόνο αυτό ξέρεις;» Επέμεινε καχύποπτα η Ροζλύν κι όταν εκείνη ένευσε καταφατικά, το βλέμμα της σκοτείνιασε. «Φαίνεται άγριος μα κι ευγενής· κακοήθης και καλοήθης ταυτόχρονα. Μιλά ελάχιστα μα τα μάτια του πετούν σπίθες. Θα μπορούσε να είναι χωρικός που ζει στην απομόνωση των δασών ή κανένας χαμένος πρίγκιπας από τα Βασίλεια της Ανατολής. Πέντε ημέρες σχεδόν είμαι εδώ, τον συναντώ πολύ συχνά, τον παρατηρώ διαρκώς κι όμως αδυνατώ να τον κατανοήσω.»

«Μη χολοσκάς,» την καθησύχασε η Φοίβη, μολονότι ένα ανεξήγητο συναίσθημα ετοιμότητας φώλιασε στο στομάχι της. «Είναι άκακος και λογοδοτεί μονάχα σε εμένα.»

«Αλήθεια, πού τον βρήκες;»

«Αυτό θα το συζητήσουμε στο δείπνο, διότι είναι μεγάλη ιστορία,» της υποσχέθηκε χαμογελαστά. «Τώρα, σε χαιρετώ, αδελφή. Έχω αμέτρητες υποχρεώσεις. Ειλικρινά, αδυνατώ να καταλάβω πώς τα κατάφερνε μόνη η Άγκνες αγόγγυστα, ενώ εγώ κι η Φίλιντα μαζί εξουθενωνόμαστε!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όταν η Νυμέρια πέρασε το κατώφλι του παιδικού, παρθενικού της δωματίου, εξέπνευσε επιτέλους, μετά από ημέρες ανησυχίας κι άγχους στον δρόμο και στη θάλασσα. Παρόλο που όλα είχαν εκτελεστεί σε άκρα μυστικότητα και με προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, ακόμη και στην ανδρική της περιβολή που λειτούργησε τέλεια ως μεταμφίεση, ένα άσχημο προαίσθημα την ανησυχούσε και τάρασσε διαρκώς. Ίσως κάποιος την είχε παρακολουθήσει, ίσως την είχαν ακολουθήσει, ίσως την είχαν δει να διαφεύγει, ίσως κάποιος κατάσκοπος βρισκόταν κοντά της. Ωστόσο, όταν επιτέλους πάτησε στο χώμα του Ρέιβενχιλ, του νησιού που σπίτι θεωρούσε, η καρδιά της γαλήνεψε και οι περισσότερες αρνητικές σκέψεις εξαφανίστηκαν. Έμεινε μόνο η απώλεια, η λαχτάρα του συζύγου της που είχε αφήσει πίσω. Τι κι αν τον είχε διώξει από το κρεβάτι τους, δε σήμαινε πως δεν τον επιθυμούσε ή δεν της έλειπε η ζεστασιά και της ματιάς του ακόμη. Τελικά, κι αυτή η νοσταλγία εξαϋλώθηκε, μόλις βρέθηκε στο παρθενικό της δωμάτιο κι εισέπνευσε τη γνώριμη οσμή των δερμάτων που επένδυαν τους τοίχους και το πάτωμα.

«Όπως ακριβώς το άφησες,» άκουσε την απόλυτα γνώριμη φωνή του Ρετ πίσω της. «Δεν πειράξαμε ούτε ένα αντικείμενο και το κρατούσαμε κλειδωμένο, ώσπου επέστρεψες.»

Η Νυμέρια έτρεξε κοντά του λάμποντας από χαρά και τον αγκάλιασε σαν αδελφό κι όχι πρωτοξάδελφο. Αποτραβήχτηκε μονάχα όταν η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας τους υπόλοιπους αδελφούς του· τον Ντίον, τον Ένζο, τον Ωρίων.

«Τα κορίτσια θα έρθουν σε λίγο,» ενημέρωσε ο τελευταίος. «Κινούμενοι σε μικρές ομάδες αποφεύγουμε την υπερβολική προσοχή.»

Μετά τα απαραίτητα καλωσορίσματα, αφότου κατέφθασαν στο ευρύχωρο για όλους δωμάτιο, η Νυμέρια έστρωσε στο πάτωμα -το γραφείο της δε θα τους χωρούσε- τον χάρτη των Δώδεκα Βασιλείων που φυλούσε κάποτε στην καμπίνα της ως Καπετάνισσα στη Νεϊντέα. Πλέον, δε θα χρησίμευε απλά ως μέσο ναυσιπλοΐας μα κι ως στρατηγικός κανόνας. Η Νυμέρια ένευσε να καθίσουν ανακούρκουδα, στα δέρματα που αξιοποιούσε για χαλιά, κι όταν επικράτησε σιωπή, ξεκίνησε τη συζήτηση. Η πόρτα κι όλα τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα, με τις κουρτίνες τραβηγμένες και τα κλειδιά στις κλειδαρότρυπες. Δεν τους άκουγε κι έβλεπε κανείς.

«Εφόσον ο πεθερός μου αρνείται να βοηθήσει και κανείς μας δε θα ήθελε ο θείος μου και πατέρας σας να βρεθεί αντιμέτωπος με το Δάμπονις, θεωρώ σοφότερο να καταστρώσουμε μόνοι την εισβολή μας στη Ρέισαν,» αποκάλυψε τον σκοπό της επίπεδα, χωρίς ίχνος δισταγμού ή φόβου.

Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν ανήσυχα, μην τολμώντας να ξεστομίσουν αντίδραση ή δυσπιστία. Ούτε η Ιζόλδη, η πιο θρασεία κι ορμητική όλων, κρατούσε το στόμα της κλειστό.

«Γιατί θορυβείστε τόσο;» Απόρησε η Νυμέρια. «Πράγματι, πρόκειται για στρατηγική πρόκληση και πολλά εξαρτώνται από την επιτυχία της αλλά με ακριβή σχεδιασμό, λεπτολογία και εύστοχες κινήσεις, θα επικρατήσουμε!»

«Αν ηττηθούμε, Νυμέρια, θα καταδικαστούμε για εσχάτη προδοσία,» τόνισε ο Ένζο. «Θα ξεκληριστεί η οικογένεια μας, ίσως ακόμη και το ίδιο το Κόντορ να ισοπεδωθεί.»

«Εξήντα νήσοι δεν ισοπεδώνονται εύκολα,» τον αντέκρουσε αμέσως.

«Αμέτρητες επαναστάσεις έχουν γίνει στο παρελθόν κι ελάχιστες πέτυχαν τους σκοπούς τους, αφού έπνιξαν το έθνος μας στο αίμα, μόνο και μόνο για να δυσχεράνουν τα πράγματα,» πρόσθεσε ο Ωρίων.

«Η δική μας θα πετύχει!» Επέμεινε η Νυμέρια.

«Πώς;» Αναρωτήθηκε η μικρή Ζένια, μόλις δεκατριών ετών μα ευθύβολη κι αγχίνους.

«Δεν έχουμε στρατό ούτε στόλο!» Συμπλήρωσε στην αδελφή του ο πρεσβύτερος Ρετ. «Τα μόνα πλοία που ορίζουμε είναι τα δικά μας, τα οποία δεν αριθμούν ούτε δέκα. Ο μεγάλος στόλος μας υπακούει πρωτίστως στον πατέρα κι αν δεν επιθυμείς να τον συμπεριλάβουμε στα σχέδια, τότε ο στόλος δεν πρόκειται να δράσει ερήμην του. Με τα λιγοστά μας πλοία δεν μπορούμε να επιτεθούμε στο λιμάνι της Ρέισαν, θα μας εξολοθρεύσουν μέσα σε λίγες ώρες!»

«Τα πλοία θα τα αξιοποιήσουμε μονάχα αν παρουσιαστεί μεγάλη ανάγκη και μόνο με τη συμβολή του θείου Εδουάρδου,» τον διαβεβαίωσε η Νυμέρια. «Από στεριάς θα επιτεθούμε, με τους στρατούς μας.»

«Ποιούς στρατούς;» Απόρησαν ταυτόχρονα και τα εφτά εκ των οχτώ αδελφών.

«Μόνο στους άνδρες των στρατοπέδων μας ενδέχεται να αναφέρεσαι,» είκασε ψύχραιμα η Διώνη, που δεν είχε βγάλει μιλιά και παρακολουθούσε κάθε λέξη της εξαδέλφης τους.

«Σκοπεύεις να στρατολογήσεις εκείνους τους άνδρες εν έγνοια του πατέρα μας;» Ρώτησε έκπληκτη η Βιβιάνα.

Η έκπληξη γιγαντώθηκε, όταν η Νυμέρια ένευσε καταφατικά.

«Μαζί και όλους τους άνδρες από τα στρατόπεδα του πεθερού μου! Σίγουρα, για να διατηρήσει την ακεραιότητα του γοήτρου του, δε θα δημοσιοποιήσει ούτε τη φυγή μου ούτε τη διάσταση με τον Ντάνιελ. Συνεπώς, δεδομένης της φύσης και κατάρτισης μου, δε θα φανεί παράξενο, αν επισκεφτώ τα στρατόπεδα για επίβλεψη.»

«Θα συνεχίσεις να κρατάς μυστική την κατοικία σου από όλους;» Αναρωτήθηκε ο Ντίον και συνέχισε μονάχα με το θετικό της νεύμα. «Τότε, προτείνω να αλλάζεις συχνά στέγη. Μείνε εδώ μερικές ημέρες κάτω από άκρα μυστικότητα, μη βγεις από το δωμάτιο για κανέναν λόγο κι εμείς θα ικανοποιούμε τις όποιες επιθυμίες σου. Μετά, μπορείς να μείνεις στη Νεϊντέα. Το πλήρωμα σου σε λατρεύει και δε θα σε προδώσει. Στη συνέχεια, όλο και κάποιο μοναστήρι ή φιλικό σπίτι θα βρούμε, για να σε κρατήσει ασφαλή. Στο μεταξύ, θα έχεις τη δυνατότητα να επισκεφτείς όποιο στρατόπεδο θέλεις.»

«Παρόλα αυτά, πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα στο Δάμπονις,» επισήμανε ο Ρετ. «Δε γνωρίζουμε τι είδους συνταγματάρχες και στρατηγούς θα συναντήσουμε, με τίνος είδους ιδιοσυγκρασίες και προθέσεις.»

«Ουδόλως,» διαφώνησε η Ιζόλδη αποφασιστικά. «Θα αναζητήσω πληροφορίες από τους συστρατιώτες μου στο Τάγμα των Μαύρων Σκιών.»

«Κι εγώ από τους δικούς μου στο τάγμα του Μισοφέγγαρου,» την υποστήριξε η Βιβιάνα. «Ήδη γνωρίζω αρκετούς προερχομενους από από τα στρατόπεδα Δάμπονις, οι οποίοι θα μας προσφέρουν πληροφορίες πολύτιμες. Θα γνωρίσουμε τους στρατάρχες προτού τους συναντήσουμε καλύτερα κι από τους δικούς μας.»

«Εξαίρετα!» Σχολίασε εύθυμα η Νυμέρια και πρόσφερε σε όλους ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί, που φυλούσε κάτω από το γραφείο της. «Στη Νίκη μας!» Έκανε την πρόποση και τα ξαδέλφια της επικρότησαν, προσέχοντας πάντοτε να μην προκαλέσουν υπερβολικό θόρυβο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το δείπνο κύλησε ομαλά, μολονότι προέκυψαν ορισμένες αναπάντεχες επιπλοκές. Ευτυχώς, δεν είχαν σχέση με την οργάνωση και το φαγητό, διότι τα είχαν φροντίσει άρτια η Φίλιντα και η Φοίβη. Είχαν αμιγώς σχεδόν να κάνουν με την Αρχόντισσα Αζέλια, η οποία μετά βίας άγγιξε το φαγητό της μα τίμησε δεόντως το εκλεκτό κρασί που το συνόδευε. Επρόκειτο για τόσο μεγάλη κατάχρηση οινοπνεύματος, ώστε, προτού καν φτάσει το επιδόρπιο, η γριά είχε σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα, αναστατώνοντας ανεπανόρθωτα τους συνδαιτυμόνες της.

Αμέσως, ο Ίθαν και ο Γκρίφιθ προσφέρθηκαν να τη μεταφέρουν στο δωμάτιο της και καλέστηκε ο ιατρός του Οίκου, ενώ οι τρεις εγγονές της παρακολουθούσαν σαστισμένες. Όλο το βράδυ, το κύριο θέμα συζήτησης ήταν η εκτέλεση του Άρχοντα Πρωθυπουργού Μπράιτον Καστέλ. Εμφανώς, η οικογένεια των Άνταλον τον σιχαινόταν με πάθος, δεδομένου ότι -αποδεδειγμένα πλέον- ευθυνόταν για τον θάνατο και διαπόμπευση της υιοθετημένης Αρχόντισσας Έμπερ και μητέρας της Φοίβης. Το μακάβριο γεγονός, που υποδείκνυε την ανεξέλεγκτη ορμή της Βασίλισσας Γιολάνδης ή Βίνας τέλος πάντων, είχε φέρει τεράστια χαρά και ζωντάνια στο τραπέζι και στους οικοδεσπότες τους, που επιτέλους δικαιώνονταν. Στην ευρύτερη ευτυχία τους ερχόταν να προστεθεί κι η γέννηση του πρώτου εγγονιού του Άρχοντα Ριχάρδου, της μικρής Λίγεια, την οποία κρατούσε υπερήφανα στην αγκαλιά του ο πατέρας της και αποχωρίστηκε μόνο όταν έπρεπε να θηλάσει από την Άγκνες. Η γιαγιά τους όμως, δεν είχε μιλήσει καθόλου, παρά μόνο απαντούσε μονολεκτικά σε οτιδήποτε τη ρωτούσαν. Παρέμενε παράδοξα βλοσυρή, σαν να είχε λησμονήσει ξαφνικά ότι βρισκόταν στο Σάντοουκλιφ για να κανονίσει γάμους κι όχι να σκορπίσει δυσαρέσκεια με την ολοκάθαρα θλιμμένη της έκφραση και σιωπή.

Η Ελοντί, πάντοτε η πιο ψύχραιμη κι υπολογιστική, άρπαξε την Αντέλ από τον καρπό κι έτρεξε ξοπίσω τους, αποφασισμένη να επιλύσει το μυστήριο της συμπεριφοράς της γριάς μα και να τη φροντίσει, όπως ήταν αναμενόμενο από τις εγγονές της. Μαζί τους πήγε και η Φοίβη, κυριευμένη από περιέργεια κι ανάγκη να περάσει λίγο χρόνο με την Αντέλ μακριά από  επισημότητες και το νευρώδες βλέμμα του Βενέδικτου.

Μέσα στη βιασύνη τους, αμέλησαν κι αγνόησαν πλήρως το γεγονός ότι η Μέλισεντ δεν τις ακολούθησε. Αντιθέτως, μιας κι η θέση στα δεξιά της που ανήκε στην Ελοντί είχε αδειάσει, χαμογέλασε ευγενικά, όταν στρογγυλοκάθισε εκεί ο ίδιος ο Άρχοντας Βενέδικτος, του οποίου η φήμη ως δεινός κι ασύγκριτος εραστής είχε φτάσει ως το Ουέστεντ. Από κοντά, όφειλε να παραδεχτεί πως η πομπώδης φημολογία ίσως περιείχε μια αλήθεια, μέσα στα γοητευτικά του γαλαζοπράσινα μάτια ή στα πυρόξανθα μαλλιά.

«Αρχόντισσα Μέλισεντ,» τη χαιρέτησε και τα μάτια του έλαμπαν.

«Άρχοντα Βενέδικτε,» ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. «Θαρρώ οφείλω να σε συγχαρώ για τον πρόσφατο γάμο σου με την Πριγκίπισσα Φοίβη. Φαίνεται αξιοθαύμαστη νέα.»

«Ίσως,» αγνόησε το σχόλιο της τάχιστα και καθοδήγησε το θέμα με τη σαγήνη που πλέον διέθετε αβίαστα. «Αν ερχόσαστε έναν ή δυο μήνες νωρίτερα, θα με βρίσκατε ακόμη εργένη. Θα ήταν καλύτερα έτσι, δε νομίζεις; Δε θα το προτιμούσες;»

Η Μέλισεντ διέκρινε την πρόκληση πεντακάθαρη κι ήπιε μια γουλιά από το κρασί της, μιας κι ο λαιμός της είχε στεγνώσει ξαφνικά. Ανέμενε ευθύτητα, είχε γνωρίσει κι άλλοτε άνδρες σαν εκείνον μα ποτέ τόσο αμβλείς, ευθαρσείς κι αυθαίρετους. Επρόκειτο για σωστό θηρευτή, που την περικύκλωνε σιγά σιγά και μεθοδικά. Όλο το βράδυ ένιωθε τη ματιά του πάνω της κι όποτε τολμούσε να την ανταποδώσει φευγαλέα, εισέπραττε χαμόγελα που σε τρίτους θα φάνταζαν προϊόντα αβρότητας.

«Δεν υπάρχει λόγος να πλάθουμε υποθέσεις ανέφικτες, σωστά;» Υπεξέφυγε λεπτά κι επιδέξια. «Η συντροφιά σου και μόνο αρκεί. Οτιδήποτε παραπάνω θα ήταν ανάρμοστο. Η σύζυγος σου είναι νεότατη κι εξαιρετικά χαριτωμένη. Στη θέση σου, θα αξιοποιούσα τη ζωντάνια της στο έπακρο.»

Στιγμιαία, τα μάτια του γούρλωσαν. Τον είχε αιφνιδιάσει και γέμισε ευχαρίστηση.

«Απότομα και στυγνά ειλικρινής,» μουρμούρισε έκπληκτος. «Θαυμάσιο, πραγματικά και σπάνιο, να απαντώνται γυναίκες καθαρές, χωρίς μύχιες κι απόκρυφες σκέψεις ή μύρια μυστήρια μυστικά.»

«Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, αδελφέ!» Τον διέκοψε εμβόλιμα ο Αίων, που τους είχε πλησιάσει αθόρυβα, εντελώς απαρατήρητος. Ευθύς, στράφηκε στη Μέλισεντ. «Αρχόντισσα μου, σε παρακαλώ, πήγαινε να κρατήσεις συντροφιά στη γυναίκα μου, τη Φίλιντα. Εφόσον η Φοίβη, η σύζυγος του Βενέδικτου συντρέχει τη γιαγιά σου αντί για εσένα, ας μείνεις εσύ κοντά της. Δε θα ήθελα να πλήξει, διότι έχω μερικές κουβέντες με τον αδελφό μου.»

Η Μέλισεντ απομακρύνθηκε χωρίς πολλά λόγια και πρόθυμα. Η προσοχή του Βενέδικτου την είχε κολακεύσει και γοητεύσει μα δεν ήταν μόνοι κι ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους πρακτικά αγνώστους, την κατελάμβανε αμηχανία και σύγχυση.

«Πρόσεξε, Βενέδικτε» ήρθε η προειδοποίηση ως επίπληξη από τον νεότερο αδελφό, μόλις έμειναν οι δυο τους. «Συμμαζέψου. Έλεγξε τις ορμές σου, δεν είσαι πλέον ανύπαντρος. Οι ανωριμότητα σου δεν αισχύνει πια τον πατέρα μας μα τη Φοίβη, που δε φταίει σε τίποτα κι είναι χίλιες φορές λογικότερη και πιο σώφρων από εσένα, μολονότι έχει τα μισά σου χρόνια πρακτικά! Δεν της αξίζει ούτε η περιφρόνηση ούτε η εξαπάτηση, συνεπώς συγκρατήσου. Θα σε παρακολουθώ στενά, στην ανάγκη θα γίνω η σκιά σου. Για όσο μείνουν εδώ οι Αρχόντισσες του Ποσπέριους, θα είσαι υποδειγματικός οικοδεσπότης και τυπικός μαζί τους. Ειδάλλως, θα εισηγηθώ μαζί με τον Ίθαν στον πατέρα να σε στείλει στο αρχοντικό που σου αναλογεί, στη Λευκή Κοιλάδα, με συγκάτοικους αρκούδες, λύκους και κουκουβάγιες!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αρχόντισσα Αζέλια έμεινε ξαπλωμένη κι αναίσθητη για αρκετή ώρα. Όταν επιτέλους σάλεψε ξανά κι άνοιξε τα μάτια, το φεγγάρι φεγγοβολούσε στον ουρανό λαμπρά, ενώ κρυβόταν ενίοτε πίσω από γκρίζα σύννεφα. Ήδη ψιλόβρεχε. Ερχόταν καταιγίδα. Στα βόρεια, διαφαίνονταν σποραδικά αναλαμπές κεραυνών.

Η Αντέλ κι η Ελοντί είχαν αναλάβει να κάθονται στο προσκεφάλι της με βάρδιες. Εκείνη την ώρα, ήταν η σειρά της Αντέλ, με την Ελοντί και τη Φοίβη στο παράθυρο λίγο παραπέρα, να χαζεύουν τις ψιχάλες. Ο Ίθαν είχε αποχωρήσει λίγο αφότου είχαν σιγουρευτεί πως δε διέτρεχε κίνδυνο, για να καθησυχάσει τους πάντες στην τραπεζαρία μα ο Γκρίφιθ είχε παραμείνει. Καθήμενος διακριτικά σε μια σκιερή γωνία, κρατούσε το βλέμμα του στη φωτιά του τζακιού, ξεκλέβοντας ματιές στην πρεσβύτερη εγγονή και νόμιζε πως δεν τον παρατηρούσε κανείς, εκτός από τη Φοίβη που έβλεπε τα πάντα. Το ενδιαφέρον του ανδράδελφού της για την Ελοντί την ενθουσίασε. Δεν περίμενε να του τραβήξει την προσοχή κάτι άλλο πέρα από εκείνο το μυστήριο κατοικίδιο που κατανάλωνε τον χρόνο του και λέρωνε τα υπέροχα ενδύματά του. Σκέφτηκε πως έπρεπε να το ερευνούσε επιτέλους κι αυτό, μήπως έδινε μια εξήγηση. Κατέληξε στη θεώρηση πως αν υποβοηθούσε το ειδύλλιο με την Ελοντί, θα κέρδιζε πολλαπλά.

«Πού είμαι;» Απόρησε η Αζέλια Άραγκον ξυπνώντας, επανερχόμενη σταδιακά στις αισθήσεις της.

«Στο Σάντοουκλιφ,» βάλθηκε να υπενθυμίσει βαριεστημένα η Αντέλ. «Ήρθαμε να επισκεφτούμε τους Άνταλον.»

«Ανοησίες!» Αναφώνησε αγανακτισμένη με τον εαυτό της πρωτίστως η γριά. «Να δω ποιά άλλη ηλιθιότητα θα σκαρφιστώ για να αποφύγω την ανία μου! Μετά από τα υπέροχα νέα, μου φαίνεται βλακώδες!»

«Ποιά νέα;» Απόρησε αυθόρμητα η κοκκινομάλλα εγγονή.

«Πέθανε το κάθαρμα, Όβια, γλυκιά μου νεράιδα!» Κοιτούσε την Αντέλ με άπλετη αγάπη η γιαγιά της, αναγνωρίζοντας όχι την εγγονή μα τη μοναχοκόρη της. «Χάθηκε, από τη μεγαλομανία και την υπεροψία του. Έστειλε την ίδια του την κόρη σε μοναστήρι για σε πάρει από κοντά μου και τώρα το πλήρωσε. Κορίτσι μου μοναδικό, έχασα τους γιούς μου όλους εκτός από τον Βέρνον. Πλέον, είσαι εσύ κοντά μου. Επέστρεψες...»

Η ηλικιωμένη γυναίκα πήρε βαθιές ανάσες και έγειρε ξανά στο μαξιλάρι της, σφίγγοντας το χέρι της άναυδης Αντέλ. Προφανώς, την είχε μπερδέψει με τη μητέρα της κι άθελα τους οι καρδιές των δυο εγγονών σκίρτησαν κι έλιωσαν. Θυμόταν τη μοναχοκόρη της που είχε χάσει από αρρώστια, λίγες μονάχα ημέρες μετά τη γέννηση της Αντέλ. Τότε, όμως, αντάλλαξαν μια ματιά και σκλήρυναν ξανά. Δεν άξιζε οίκτο η γριά. Σίγουρα εκείνη έφταιγε και για τον χαμό της κόρης της, όπως ευθυνόταν για τη δυστυχία των εγγονών της, που είχαν μεγαλώσει πρακτικά ορφανές, στερημένες από αγάπη, στοργή και μητρικό χάδι.

«Άφησε τη να παραμιλά,» μίλησε η Αντέλ, τραβώντας το χέρι της μακριά. «Το είχε βάλει σκοπό να αδειάσει το κελάρι του Άρχοντα Ριχάρδου. Αύριο, κατά πάσα πιθανότητα, θα ξεράσει και θα επανέλθει στη γνωστή της αναλγησία.»

Η Ελοντί ένευσε διστακτικά και πήρε τη θέση της εξάδελφής της στο προσκεφάλι, μολονοτι η Αντέλ δεν είχε σκοπό να την άφηνε. Αν ήταν αποφασισμένη να μείνει με τη γριά, θα έμενε κι εκείνη, ως παρέα της.

«Ας πηγαίνουμε,» πρότεινε λίγο αργότερα η Φοίβη στον Γκρίφιθ, αγκιστρώνοντας τους αγκώνες τους. «Είναι αργά και η παρουσία μας ίσως αναστατώνει τη φιλοξενούμενη μας.»

Ο Γκρίφιθ συμφώνησε απρόθυμα και κοίταξε για τελευταία φορά την Ελοντί, καθώς αντάλλαξαν ευχές για καληνύχτα και δεσμεύτηκαν πως θα επέστρεφαν με το πρώτο φως της ημέρας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Για πρώτη φορά μετά τη γέννα της Άγκνες, η Φοίβη ξάπλωσε στο κρεβάτι εξαντλημένη όχι σωματικά μα ψυχικά. Άθελα της, η εικόνα της απελπισμένης Αζέλια Άραγκον είχε χαραχτεί στο μυαλό της. Όπως έσφιγγε το χέρι της Αντέλ, όπως χαιρόταν εμφανώς για τον θάνατο του Καστέλ, όπως μνημόνευε τα χαμένα της παιδιά. Δε θύμιζε σε καμία περίπτωση την επηρμένη κι αυταρχική γριά που περιέγραφε η Αντέλ. Είχε φανεί ευάλωτη, αδύναμη και πληγωμένη, χτυπημένη αλύπητα από τη σκληρότητα των Θεών, ώστε η Φοίβη θέλησε να την αναφέρει στη βραδινή της προσευχή.

Ο Βενέδικτος είχε ξαπλώσει προ πολλού και παρέμενε ξύπνιος. Όσο η γυναίκα του γδυνόταν ως το μεσοφόρι της και προσευχόταν, δεν έβγαλε λαλιά ούτε την κοίταξε καν. Ο λογισμός του είχε κολλήσει στη Μέλισεντ Άραγκον, της οποίας τα καστανά μάτια έλαμπαν από μύχια ευφυΐα, κι η ώριμη γοητεία των δεκαεννέα ετών τον είχε μαγέψει.

Κοίταξε φευγαλέα τη Φοίβη και το βλέμμα του επανήλθε στο ταβάνι. Η Μέλισεντ δε θα έτρεμε στο κρεβάτι, όπως εκείνη. Στη μοναδική ερωτική τους εμπειρία από την πρώτη νύχτα του γάμου, η ψυχραιμία της Φοίβης είχε λυγίσει. Είχε φανεί το άγχος, η απειρία και ο φυσιολογικός φόβος, που ενισχύονταν από την υπερβολική της νιότη. Δεν είχε ικανοποιηθεί καθόλου, αισθανόταν πως ο γάμος τους θα τον έπληττε ανεπανόρθωτα κι όσο κι αν είχε γαληνέψει η ψυχή του, κρατώντας την αγκαλιά κατά την εφιαλτική νύχτα της γέννας, δεν ένιωθε έλξη για εκείνη. Παρόλο που η αιμορραγία της είχε σταματήσει παντελώς, ούτε ένα βράδυ ή πρωινό δεν της είχε διακόψει τον ύπνο, για τα συζυγικά τους καθήκοντα. Δεν έβρισκε κανέναν λόγο να το πράξει· προτιμούσε να κοιμάται παρά να βαριέται. Ο ύπνος ήταν πια η αγαπημένη του ασχολία, τον οδηγούσε στην αναγκαία λήθη.

Η Φοίβη τον παρατήρησε κι ένιωσε να πλημμυρίζει ζήλια. Είχε συνηθίσει στην ψυχρότητα όχι όμως και στην ονειροπόληση του. Αναρωτιόταν τι απασχολούσε τις σκέψεις του τόσο έντονα κι η πρώτη θεωρία που αναδύθηκε στο μυαλό της την εκνεύρισε.

«Σκέφτεσαι τη Μέλισεντ Άραγκον;» Τον ρώτησε με πικρία.

«Τι λες;» Γύρισε και την κοίταξε δύσπιστα.

«Μην υποκρίνεσαι τον αθώο,» του επιτέθηκε με αποφασιστικότητα. «Παρατήρησα πώς την κοιτούσες στο δείπνο, μολονότι η προσοχή μου ήταν στραμμένη στη μικρή Λίγεια. Γελοιοποιείσαι έτσι κι εκθέτεις μια ανύμφευτη νέα που θα μπορούσε να παντρευτεί ένας αδελφός σου. Σε παρακαλώ, να πάψεις.»

«Στη μικρή Λίγεια,» επανέλαβε στάζοντας ειρωνεία ο Βενέδικτος, ανακάθισε στο κρεβάτι κι εκείνη τον μιμήθηκε. «Το παχουλό, σαλιάρικο νανώδες πλάσμα που έχει γίνει το κέντρο της προσοχής! Τόσο πετυχημένη γέννα από την άψογη Άγκνες και τον ακόμη πιο άψογο Ίθαν, τον υπέροχο αδελφό μου, τον άμεμπτο, που αγαπά τους πάντες και δε φέρει ούτε ένα ελάττωμα!»

Η Φοίβη μύρισε την ανάσα του κι αποτραβήχτηκε με έναν μορφασμό αηδίας.

«Ζέχνεις κρασί,» σχολίασε. «Από ό,τι φαίνεται, η Αζέλια Άραγκον ήπιε το μισό κελάρι κι εσύ το άλλο μισό.»

«Δε γεννήθηκες δευτερότοκη, για αυτό αδυνατείς να καταλάβεις,» επέμεινε εκείνος απτόητος. «Ο δεύτερος γιος καταδικάζεται αιωνίως ως η σκιά του πρωτότοκου. Θα έρχεται πάντοτε δεύτερος στην ιεραρχία, στη διαδοχή, στην εύνοια του πατέρα, στην όποια αξίωση και διάκριση! Χίλιες φορές τελευταίος παρά δεύτερος, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκα δυόμισι χρόνια μετά από αυτόν! Ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα. Όταν γεννηθεί ο γιος, θα γίνουν οι γιορτές και τα πανηγύρια, για τον επόμενο Άρχοντα του Γουίντεργουολ!»

«Πρόσεχε τα λόγια σου!» Τον επέπληξε η Φοίβη, στεκόμενη απέναντι του άφοβα. «Ο Ίθαν κι η Άγκνες, όπως κι όλα σου τα αδέλφια, μας αγαπούν και κυρίως εσένα. Μην επιτρέπεις στη διαμάχη με τον πατέρα σου να θολώσει την υπέροχη σχέση που έχεις με τους αδελφούς σου.»

«Μπούρδες!» Διαφώνησε, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του διαρκώς. «Η Άγκνες είναι μια θαυμάσια νύφη, όπως κι η Φίλιντα κι εξίσου θα γίνουν κι οι εγγονές των Άραγκον, αν συμφωνηθεί αναλόγως. Εμένα ο πατέρας μου μου έδωσε εσένα. Τι είσαι εσύ; Ένα νιάναρο, ένα κοριτσάκι, χωρίς προίκα ή εγγύηση. Σε πέταξε στο κρεβάτι μου και σε επέβαλε δεσποτικά, μόνο με την υπόσχεση ότι ίσως κάποτε γίνεις Βασίλισσα, ενώ υπάρχουν άλλες πέντε Βασίλισσες κι είναι υπερβολικά πολλές για την Επικράτεια μας. Εσύ, βεβαίως, το αξίζεις· είσαι η κόρη της πόρνης κι οι αμαρτίες των γονιών τα τέκνα τους παιδεύουν. Η δική μου μάνα, όμως, ήταν αγία, δεν είχε πειράξει ούτε μυρμήγκι. Εγώ τι φταίω να καταδικαστώ σε ατέρμονη ανία και δυστυχία δίπλα σου; Πώς να μην κοιτώ τη Μέλισεντ Άραγκον, λοιπόν; Πώς να μην ονειρεύομαι ότι θα μπορούσα να είχα παντρευτεί μια ωριμότερη και πιο ωραία γυναίκα, διότι μόνο αυτό υποτίθεται πως θα μου προσέφερες κι όμως δεν το έχω δει!»

Η Φοίβη τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη. Τα λόγια του έκαιγαν την καρδιά της και την τρυπούσαν σαν λόγχες. Οι προσβολές του δεν την άγγιζαν μα την έθλιβαν. Ο ίδιος της ο άνδρας την απεχθανόταν. Σε αυτή την τρομερή σκέψη, τα γόνατα της λύθηκαν. Στηρίχτηκε στο μικρό τους τραπέζι και άγγιξε στιγμιαία την ξύλινη λεκάνη με το νερό για το πλύσιμο. Ήταν γεμάτη. Τον άκουσε να σηκώνεται εντελώς από το κρεβάτι και να στέκεται πίσω της απειλητικά. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε τη λεκάνη και την άδειασε πάνω του.

«Πάρε πίσω τις προσβολές,» τον προειδοποίησε οργισμένα. «Αυτή η κόρη της πόρνης -που συνεχίζεις να κακολογείς παρά τα αδιάσειστα στοιχεία της αθωότητας της- ίσως περιμένει το δικό σου παιδί! Ξέρεις, μια φορά μονάχα αρκεί για να συλλάβω!»

«Ας το απευχόμαστε!» Ο Βενέδικτος δεν υποχώρησε, παρόλο που το μυαλό του καθάρισε με το χλιαρό νερό που τον χτύπησε. «Δε θα ήθελα παιδί από εσένα ούτε από καμία άλλη. Άλλωστε, τι θα γίνει; Άρχοντας, στρατιωτικός, πυργοδεσπότης; Αυτά θα τα λάβουν όλα τα παιδιά του Ίθαν. Τα δικά μας τιποτένια θα γεννηθούν, τιποτένια θα πεθάνουν.»

«Πάρε το πίσω!»

Τιποτένια. Αγνοούσε αδιάκοπα κι επίτηδες τη θέση της. Ήταν κόρη του νεκρού Βασιλέως, διάδοχος του θρόνου και εκείνον τον θρόνο θα τον κέρδιζε. Για αυτό, ήταν αποφασισμένη. Ο γιος τους, θα γινόταν ο επόμενος Βασιλεύς των Δώδεκα Βασιλείων κι η κόρη τους η πιο μορφωμένη κι ευφυής Πρωθυπουργός που είχε ανελιχθεί ποτέ. Είχε ονειρευτεί τα πάντα με λεπτομέρειες και τον Βενέδικτο δίπλα της μα εκείνος είχε θελήσει να τα γκρεμίσει όλα με δηλητηριασμένα λόγια. Οι πνεύμονες της έκαιγαν· επιθυμούσε να τον χτυπήσει ξανά και να ουρλιάζουν ως το πρωί, να μάχονται με λέξεις όλη τη νύχτα, μήπως κι εκτόνωναν τα νεύρα και την ένταση τόσων σιωπηλών νυχτών απραξίας.

Ο Βενέδικτος την άρπαξε από τα μπράτσα και την έστρεψε προς το μέρος του. Πρόσωπο με πρόσωπο πια, τα μάτια του τη σαγήνευαν, όπως ακτινοβολούσαν σκοτεινά και με αδιόρατα συναισθήματα, άγνωστά της.

«Θα το πάρω,» ψιθύρισε βραχνά και τη φίλησε με ορμή και λύσσα. Οργή, μένος και πρωτοφανές πάθος εμπεριέχονταν σε εκείνο το φιλί, ώστε η Φοίβη εξεπλάγη, μούδιασε, δεν κινούταν για αρκετές στιγμές.

Όταν αποτραβήχτηκε, αναζητώντας εξήγηση στην ακινησία της, αφυπνίστηκε ολόκληρη κι αγκάλιασε τον λαιμό του, ενώνοντας τα χείλη τους ξανά, ενστικτωδώς. Τη σήκωσε στα χέρια του κρατώντας τους γοφούς της και την πέταξε στο κρεβάτι σχεδόν βίαια, αποφασισμένος να της αποδείξει πως δεν ήταν δεύτερος πουθενά, ό,τι κι αν πίστευε ο πατέρας του κι όλοι οι άλλοι. Αν εκείνη τον εκτιμούσε, θα ήταν ευχαριστημένος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

9.300 λέξεις παρακαλώ πολύ! Θαρρώ είναι το μεγαλύτερο των Έξι Αδελφών! Πώς σας φάνηκε;

Καλή Χρονιά να έχουμε πρωτίστως, με υγεία και κάθε καλό σας εύχομαι ολόψυχα!

Μετά από αυτό το ιδιαίτερα σπουδαίο ως προς τα γεγονότα κεφάλαιο, θα σας πω τι θα δούμε στο επόμενο, διότι κι εκεί έχουν να γίνουν πραγματάκια!

·) Μια άφιξη σχετική της Ροζλύν στο Σάντοουκλιφ που τείνει να γίνει το επίκεντρο των Βασιλείων με τόσες αφίξεις που είχαμε τελευταία!

·) Την Υβέτ, που παίρνει την κατάσταση στα χέρια της.

·) Μια ματιά στο Δάμπονις και στον αγαπημένο μου Ντάνιελ Κένταρ.

·) Αν τελικά θα κάνει την Κονταρομαχία η Βίνας ή όχι. Έχω λόγο πολύ σημαντικό που επιμένω σε αυτό το γεγονός. Απλώς προειδοποιώ 😈😈

Μέχρι τότε, που εάν έχουμε αρκετά σχόλια δε θα αργήσει διόλου, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

~Ερώτηση του Κεφαλαίου: Ποιός από τους έξι συζύγους των αδελφών είναι ο πιο συμπαθής σας;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top