~Η Συνάντηση~

Η Βίνας είχε διατάξει τις καμπάνες των ναών να ηχήσουν όλες μαζί σε ακανόνιστους ρυθμούς για την υποδοχή της κάθε Πριγκίπισσας. Η άφιξη της Ροζλύν δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι βροντερές ιαχές των μετάλλων γέμισαν ολόκληρη την πόλη· κι έτσι όλοι έμαθαν ότι οι Πριγκίπισσες είχαν ξεκινήσει να καταφθάνουν.

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί στις πύλες της Ρέισαν, περιμένοντας την Πριγκίπισσα των Ελεύθερων. Είκοσι χρόνια μετά τη φυγή της και την προδοσία της μητέρας της, ήταν αξιοθαύμαστο το πόσοι πολλοί ήταν αυτοί που τη ζητωκραύγαζαν, όταν διάβαινε τις πύλες και πλησίαζε το άλογο της Βίνας.

Η Ροζλύν πάλευε να κρατήσει το κίβδηλο χαμόγελό της. Η όλη κατάσταση της προκαλούσε αηδία. Συχαίνονταν να τη ζητωκραυγάζουν χωρίς λόγο. Δίπλα της, η Αναλάιζ απολάμβανε τη στιγμή, γεμάτη περηφάνια για ποιός ήξερε τι.

Η Πριγκίπισσα έριξε μια φευγαλέα ματιά στο φόρεμα που της είχαν δώσει στο ποτάμι. Είχε το χρώμα του λευκού δέρματος, ένα φοβερά ξεθωριασμένο ωχρό, και στους ώμους ραμμένα δυο χρυσά κλαδιά δάφνης, ένδειξη της καταγωγής της από τις Ελεύθερες Γυναίκες. Οι δάφνες αποτελούσαν τον θυρεό της βασίλισσας Δάφνης Γουάιατ, της γενάρχη των Ελεύθερων.

Πολύ σύντομα, η απόσταση μεταξύ της Ροζλύν και της Βίνας εκμηδενίστηκε. Η τελευταία, χαιρέτησε την αδερφή της με ένα απαστράπτον χαμόγελο και μίλησε πρώτη· όπως όφειλε άλλωστε ως ορθή οικοδέσποινα.

"Ροζλύν Ξαέλ, αγαπητή μου αδερφή, Πριγκίπισσα των Ελεύθερων Γυναικών και Αρχόντισσα του Νησιού τους, κόρη της Ραέλ Γουάιατ, σε καλοσωρίζω στο παλάτι της Ρέισαν. Είμαι η Βίνας Αμβροσία, κόρη της Λιάνα Καστέλ."

"Αδερφή μου, είναι μεγάλη η χαρά μου που επιτέλους σε γνωρίζω."

Η απάντηση της Ροζλύν ήταν ψεύτικη όσο και το μειδίαμα με το οποίο χαιρετούσε τον κόσμο προολίγου. Δε χαιρόταν καθόλου που έβλεπε την αδερφή της. Δε χαιρόταν για τίποτα από όλα αυτά τα γελοία θέατρα που παίζονταν για τα μάτια του κόσμου· ήταν βέβαιη ότι η Βίνας θα συμφωνούσε μαζί της, αν έκρινε από το όξινο βλέμμα στα γαλάζια της μάτια. Η αδερφή της χαρακτηριζόταν τουλάχιστον πανέμορφη αλλά τα μάτια της φανέρωναν κάτι αλλόκοτο.

"Αγαπητή Ροζλύν, θα σε παρακαλούσα να πορευτείς με τη συνοδεία μου ως το παλάτι. Είσαι η πρώτη που υποδέχομαι. Το καθήκον μου δε μου επιτρέπει να επιστρέψω χωρίς τις υπόλοιπες τέσσερις αδελφές μας."

"Μα φυσικά, αγαπητή μου Βίνας," αποκρίθηκε περίτεχνα η Ροζλύν. "Κατανοώ το καθήκον σου. Χάρηκα που σε γνώρισα. Θα σε ξαναδώ πολύ σύντομα."

Κι έτσι, οι δρόμοι τους χώρισαν. Η συνοδεία της Βίνας, με αρχηγό την τοξοβόλο Ευκητεία, οδήγησαν τη Ροζλύν και την Αναλάιζ στο παλάτι και στα διαμερίσματά τους.

***********************************

Όταν η Αντέλ ξύπνησε, ο ήλιος δεν είχε ανεβεί ακόμα στον ουρανό. Η φωτιά τους είχε σβήσει και μερικοί καπνοί αναδίδονταν από τα μαυρισμένα κάρβουνα. Τα άλογα κοιμούνταν, όπως και οι σύντροφοι της.

Ανακάθισε στο στρώμα της και αφουγκράστηκε τον αέρα. Οι φυλλωσιές θρόιζαν κανονικά. Από μακριά ακούγονταν τα ουρλιαχτά των λύκων, στην άλλη πλευρά του βουνού. Κάτι, όμως, δεν πήγαινε καλά. Το ένιωθε. Αυτό ήταν όλο.

Και τότε, το είδε. Πίσω από έναν θάμνο κάτι χρυσό λαμπύριζε. Δε χρειάστηκε μεγάλη παρατήρηση για να καταλήξει ότι επρόκειτο για τη χρυσή λαβή ενός σπαθιού ή ενός εγχειριδίου.

Η Αντέλ ένιωσε τρόμο να την πλημμυρίζει. Υπήρχε ένας άνθρωπος πίσω από τον θάμνο και μάλιστα οπλισμένος. Ευχήθηκε να ήταν μόνος του.

Κοίταξε γύρω της ξανά. Η Νίρα παραμιλούσε στον ύπνο της. Ο πυρετός δεν είχε πέσει εντελώς ακόμα. Ο Κρίστιαν και η Φίνη κοιμούνταν πολύ κοντά. Κάτω από το μαξιλάρι του, ο νεαρός φυλούσε ένα σπαθί κι ένα μαχαίρι. Το ήξερε η Αντέλ.

Με ανάλαφρα βήματα, που πάλεψε να μην προδώσουν την αγωνία της, η Πριγκίπισσα πλησίασε το προσκέφαλό του και τον σκούντησε απαλά. Τα μάτια του άνοιξαν νωχελικά και όταν την αντίκρισαν, διάπλατα.

Αν με αποκαλέσει Υψηλότατη, τότε σίγουρα κινδυνεύουμε. Μπορεί να είναι μόνο ληστής κι όχι πληρωμένος δολοφόνος. Αν είναι ληστής θα αρκεστεί στα λεφτά μας, πιστεύω.

Έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του Κρίστιαν προτού προλάβει να αρθρώσει λέξη.

"Σε παρακαλώ, μην με αποκαλέσεις Υψηλότατη ή οτιδήποτε άλλο που προδίδει ποιά είμαι. Να με λες Γκαέλ. Υπάρχει κάποιος μέσα στους θάμνους. Αν κοιτάξεις διακριτικά, θα δεις τον χρυσό στο όπλο του. Δεν ξέρω αν είναι μόνο ένας. Σήκω κι ετοιμάσου για μάχη."

Ο Κρίστιαν ένευσε. Η Αντέλ του χαμογέλασε και τον φίλησε στο μάγουλο. Δεν ήξερε αν ήταν κάλυψη ή επιθυμία.

Καθώς εκείνος σηκωνόταν αργά από το στρώμα του, η Αντέλ σκούντησε τη Φίνη και τη Νίρα. Η τελευταία με δυσκολία σηκώθηκε. Η Φίνη, αντίθετα, πετάχτηκε όρθια και σχεδόν αμέσως παρατήρησε τον άνδρα στον θάμνο.

Ο Κρίστιαν ετοίμασε τα όπλα του. Η Φίνη έβγαλε το δικό της εγχειρίδιο από τον σάκο που κουβαλούσε. Η Νίρα ετοιμάστηκε να πετάξει κάρβουνα με τα δερμάτινα γάντια της. Και η Αντέλ άρπαξε τη σιδερένια κουτάλα από την κατσαρόλα με την οποία είχε σερβίρει το βραδινό τους.

Στάθηκαν εκεί, έτοιμοι για τον άνδρα να κάνει την κίνησή του.

Το πρώτο πράγμα που ακούστηκε ήταν της λεπίδας που έσκιζε δέρμα και ο γδούπος του νεκρού σώματος της Φίνη, που σωριάζονταν στο χώμα.

Η Αντέλ δεν είχε χρόνο να πενθήσει την αδικοχαμένη νέα. Αναζήτησε τον φονιά της. Ένας δεύτερος άνδρας είχε έρθει από πίσω τους και είχε επιτεθεί στη δυστυχή κοπέλα. Την ίδια στιγμή, ο πρώτος που είχαν παρατηρήσει βγήκε από τον θάμνο του και όρμησε στον Κρίστιαν, ο οποίος αντιστεκόταν γενναία. Βουβά δάκρυα γυάλιζαν ήδη στα μάτια του νέου.

Η Νίρα, από την άλλη, δεν άντεχε να κουνηθεί. Η νεκρή όψη της κόρης της την είχε ακινητοποιήσει. Στεκόταν αμίλητη και πέτρινη σαν άγαλμα. Η μόνη ένδειξη ζωής ήταν τα τρεμάμενα χέρια της. Η Αντέλ, από ένστικτο και μόνο, την πλησίασε με μια πρωτόγνωρη για εκείνη ψυχραιμία.

Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της και προσπάθησε να της δώσει θάρρος. Δε μπορούσε να μάχεται μόνη με τον Κρίστιαν, που αυτή τη στιγμή πάλευε με τους δυο που είχαν δει αλλά και με έναν τρίτο που εμφανίστηκε από το πουθενά.

"Νίρα, σε παρακαλώ, καταλαβαίνω τον πόνο σου. Μα πρέπει να φανείς δυνατή. Άσε τον θρήνο για αργότερα. Τώρα, αυτό που χρειαζόμαστε είναι θάρρος για να επιβιώσουμε."

Δεν περίμενε την αντίδραση της γυναίκας. Έσπευσε να βοηθήσει τον Κρίστιαν. Πήρε το εγχειρίδιο από το νεκρό σώμα της Φίνη και χωρίς δισταγμούς το κάρφωσε στην πλάτη ενός από τους τρεις, αυτού με τη χρυσή λαβή. Σε εκείνο το σημείο της είχαν μάθει πως ήταν η καρδιά. Για να σιγουρευτεί ότι θα πέθαινε, η Αντέλ τον τρύπησε ξανά σε ένα άλλο σημείο, στα πλευρά, και σε ένα τρίτο σημείο στον λαιμό. Ο άνδρας έπεσε κάτω νεκρός.

Είχαν μείνει δύο. Ο Κρίστιαν τους κρατούσε, μα η πριγκίπισσα δε δυσκολεύτηκε να παρατηρήσει μια πληγή στο πόδι του που φαινόταν ιδιαίτερα άσχημη.

Με τη ματωμένη λεπίδα της Φίνη, η Αντέλ επιτέθηκε στον τρίτο άνδρα, αυτόν που δεν είχαν δει. Κρατούσε ένα αρκετά μακρύ σπαθί και δεν μπορούσε να τον αποκρούσει εύκολα με το εγχειρίδιο και τη μηδαμινή γνώση της στην ξιφομαχία.

Άξαφνα, τρία πυρωμένα κάρβουνα έπεσαν πάνω στα χέρια του άνδρα και τον έκαψαν αρκετά, ώστε να αφήσει το σπαθί του να πέσει. Η Αντέλ το κλώτσησε μακριά και του έμπηξε το εγχειρίδιο στο μάτι με ένα μικρό άλμα. Ένιωσε το χέρι του άνδρα -που ούρλιαζε από τον πόνο- να τυλίγεται γύρω από το σώμα της και να φτάνει τον λαιμό της, ώσπου ο Κρίστιαν του κάρφωσε το σπαθί του στην πλάτη και τον αποτελείωσε.

Η Αντέλ κοίταξε φευγαλέα προς τα πίσω και είδε τη Νίρα, με την πιο αποφασιστική ματιά που υπήρχε, να κρατά κάρβουνα στα χέρια της, έτοιμα να εκτοξευθούν. Η μάνα έβρισκε δύναμη και συνέχιζε.

Η προσοχή της επέστρεψε στον Κρίστιαν, ο οποίος εκείνη την ώρα μονομαχούσε με τον τελευταίο άνδρα, αυτόν που τους είχε αιφνιδιάσει και είχε σκοτώσει τη Φίνη με ένα μόνο χτύπημα. Η καρδιά της Πριγκίπισσας χτυπούσε υπερβολικά γρήγορα. Ανησυχούσε τρομερά για τον Κρίστιαν. Φοβόταν για εκείνον.

Έτρεξε στο μέρος που λάμβανε χώρα η μονομαχία σπέρνοντας αίμα παντού από το κατακόκκινο εγχειρίδιο της Φίνη. Τη στιγμή που έφτασε, ο Κρίστιαν έκανε τη λάθος κίνηση και ο αντίπαλος του την εκμεταλλεύτηκε, βυθίζοντας το μαχαίρι του στο στήθος του. Ο γενναίος νεαρός σωριάστηκε κάτω, σχεδόν αναίσθητος.

Η Αντέλ φώναξε τη Νίρα να τον περιθάλψει και ανέλαβε τον δολοφόνο. Παρόλο που ήταν υπερβολικά ψηλός και αδιανόητα ικανός πολεμιστής, προσπάθησε να καταπιέσει το έντονο συναίσθημα τρόμου που της ενέπνεε και να τον πολεμήσει, για να γλιτώσει τις ζωές όλων τους. Ληστής ή όχι, δεν επρόκειτο να τους άφηνε να ζήσουν πια.

Οπισθοχώρησε με σταθερό, ταχύ βηματισμό κι ο άνδρας την ακολούθησε, κουνώντας συνέχεια το σπαθί του, το οποίο απέφευγε όσο καλύτερα και γρήγορα μπορούσε. Έφτασαν στο σημείο που είχε σκοτώσει τον προηγούμενο. Εκεί που είχε κλοτσήσει το σπαθί του. Με δυο αρκετά αστραπιαίες κινήσεις, η Αντέλ έσκυψε, μάζεψε το σπαθί του νεκρού και χτύπησε τον αντίπαλό της. Η κίνηση πήρε πλαγιά κατεύθυνση και κατέληξε να σκίσει την κοιλιά του άνδρα στα δυο. Τα εντόσθιά του πετάχτηκαν και της λέρωσαν το φόρεμα. Κόντεψε να λιποθυμήσει από την δυσωδία και την απαίσια όψη, που θολώναν κάθε της αίσθηση.

Άφησε το εγχειρίδιο και το σπαθί να πέσουν από τα χέρια της. Μόνο τότε κατάφερε να τα κοιτάξει. Και τα δυο βουτηγμένα στο αίμα. Η μυρωδιά του έκανε το στομάχι της να ανακατεύεται αλλά παράλληλα της πρόσφερε μια αίσθηση ασυνήθιστη, πρωτόγνωρη, μοναδική.

Το πνεύμα της μάχης, η αδρεναλίνη και η χαρά της νίκης την είχαν συνεπάρει τόσο που είχε ξεχάσει τον Κρίστιαν που βογκούσε από τους πόνους στο στήθος και στο πόδι του.

Η Αντέλ έδωσε στη Νίρα το σπαθί του νεκρού για να καυτηριάσει τις πληγές. Ο Κρίστιαν ούρλιαζε καθόλη τη διαδικασία. Λίγο αργότερα, οι πληγές του είχαν καθαριστεί και δεθεί. Η Αντέλ του ακούμπησε το μέτωπο. Έκαιγε ολόκληρος. Είχε μολυνθεί.

Σκέφτηκε να το πει στην Νίρα, μα όταν την είδε να σιγοκλαίει πάνω από το νεκρό σώμα της αδικοχαμένης κόρης της, δεν άντεχε να τη διακόψει.

"Τι μπορώ να κάνω για σένα;" ρώτησε τον Κρίστιαν και του έπιασε στοργικά το χέρι σε μια διάθεση να τον καθησυχάσει.

"Ό,τι γινόταν, το έχεις ήδη κάνει," της απάντησε μαλακά εκείνος. "Η μοίρα μου τώρα ανήκει στους Θεούς."

Έπειτα σώπασε για κάμποση ώρα.

"Αντέλ," συνέχισε ο ίδιος, σπάζοντας τη σιωπή τους, "αν δεν ξυπνήσω αύριο-"

"Μη λες τέτοια πράγματα! Είμαι η Πριγκίπισσά σου και σε διατάζω να μην ξαναμίλησεις έτσι!" Τον διέκοψε σκληρά η Αντέλ. "Θα ξυπνήσεις αύριο."

"Αν όμως δεν ξυπνήσω, θέλω να προσεχείς τη μητέρα μου. Θα τρελαθεί με τον χαμό και των δυο μας. Θα ήθελα να την κρατήσεις κοντά σου. Ο πατέρας μου έχει πολλούς φίλους στα Βασίλεια. Θα σε βοηθήσουν... Μόνο άσε τη μητέρα μου..."

Η φωνή του Κρίστιαν εξασθενούσε. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Η Αντέλ έβρεξε ένα πανί και το τοποθέτησε στο φλεγόμενο μέτωπό του.

"Σώπασε για τώρα. Αναπαύσου. Θα τα ξαναπούμε αύριο το πρωί, που θα είσαι καλύτερα."

Έμεινε λίγο ακόμα μαζί του, μέχρι να σιγουρευτεί ότι αποκοιμήθηκε. Ύστερα, σηκώθηκε και πλησίασε τα πτώματα των νεκρών δολοφόνων τους και τους έψαξε για τυχόν αποδείξεις των αφεντικών τους. Δε βρήκε τίποτα. Έτσι, τους έσυρε και τους τοποθέτησε τον έναν δίπλα στον άλλον. Θα αποφάσιζε το πρωί τι θα έκανε με αυτούς.

Πιο πέρα, η Νίρα ακόμα θρηνούσε και μοιρολογούσε τη Φίνη. Η Αντέλ με πολύ κόπο έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε. Δεν είχε ιδέα τι θα έβρισκε το πρωί.

************************************

Η άφιξη της Νυμέρια στη Ρέισαν ήταν όπως τη σχεδίασε· περίλαμπρη, εντυπωσιακή και εκθαμβωτική. Το βλέμμα φθόνου στα μάτια της Βίνας, όταν κατέβαινε από την Νεϊντέα, χαρακτηριζόταν τουλάχιστον διασκεδαστικό.

Καθώς ίππευαν προς το παλάτι, η ξαδέλφη της η Ιζόλδη ήρθε και στάθηκε δίπλα της. Πρώτη φορά την έβλεπε να φορά ύφασμα και όχι δέρμα. Μέχρι και η ρέμπελη εξαδέλφη της καταλάβαινε τη σημασία της εμφάνισης τους αυτής. Η Νυμέρια αισθανόταν περήφανη. Είχε επιτέλους φτάσει στο σπίτι της, όσο περίεργο κι αν ακουγόταν αυτό. Το Ρέιβενχιλ θα ήταν πάντα το πατρικό της μα η Ρέισαν θα ήταν το μέρος στο οποίο θα μεγαλουργούσε.

"Σου έλειπε η Ρέισαν, όσο βρισκόσουν στο Κόντορ, αγαπητή μου Νυμέρια;" Άκουσε τη διαπεραστική φωνή της Βίνας.

"Φυσικά, αγαπητή μου Βίνας," αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο. "Μου έλειπε η γενέτειρα μου. Για αυτό επέστρεψα, τελικά. Για να ξαναέρθω στον τόπο που γεννήθηκα."

Ούτε αυτή δεν τις πιστεύει αυτές τις μωρείες που αραδιάζουμε. Μόνο για έναν λόγο βρίσκομαι εδώ. Για τον θρόνο που δικαιωματικά μου ανήκει.

Καθώς οι πύλες του παλατιού την υποδέχονταν, η Νυμέρια πετούσε ήδη πολύ ψηλά και μακριά, μαζί με τους αετούς και τους γλάρους, από τη Ρέισαν ως το απόμακρο Σάντοουκλιφ.

Η Ιζόλδη -λες και διαισθάνθηκε την  ανησυχία της- έπιασε το σπαθί της. Η Νυμέρια της έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά.

"Δεν υπάρχει λόγος για όπλα," ψέλλισε στα μαλλιά της ξαδέρφης της. "Όχι ακόμα, τουλάχιστον."

<><><><><><><><><><><><>

Η Αντέλ το ήξερε ότι πλησίαζαν. Τα εδάφη της Γάνδης τελείωναν και σε λίγο θα έφταναν στη Ρέισαν. Κοίταξε για πολλοστή φορά πίσω της. Η Νίρα κοιμόταν πάνω στη σέλα του αλόγου που προχωρούσε πιο αργά, όπως και η αναβάτης του.

Το προηγούμενο πρωί, το πρώτο μετά την ενέδρα των αγνώστων, ήταν το πιο οδυνηρό που είχε ζήσει ποτέ της η πριγκίπισσα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το άψυχο σώμα του Κρίστιαν. Ο νέος τελικά είχε αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στην νύχτα. Είχε κοιτάξει στα χέρια της και είχε δει ότι της κρατούσε το ένα. Μπροστά σε αυτή την εικόνα, είχε λυγίσει. Έκλαιγε απαρηγόρητη και θρηνούσε για τα πρώτα θύματα που έπεφταν στο όνομά της. Γνώριζε ότι δε θα ήταν τα τελευταία.

Έθαψε τον Κρίστιαν με τα ίδια της τα χέρια. Στη Φίνη τη βοήθησε και η Νίρα. Άλλη μια εικόνα που θα τη στοίχειωνε για πάντα· ο κομμένος λαιμός της Φίνη από τη λεπίδα του αγνώστου δολοφόνου. Ακόμα και το πρωί που την έθαβαν έσταζε αίμα από το κάτασπρο δέρμα της.

Όλα αυτά τα θυμόταν η Αντέλ κι ένιωθε οργή να θεριεύει μέσα της. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να ξεχάσει και την ευφορία που της είχε φέρει η μάχη. Είχε σκοτώσει δυο άνδρες. Αυτό την έκανε να νιώθει περήφανη. Ήταν σίγουρη ότι καμία από τις αδερφές της δεν είχε σκοτώσει άνθρωπο. Κι αυτή ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων.

Μπήκαν στο βασίλειο του Ζεφύρ το μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε αλλά η Αντέλ δε θα σταματούσε. Θα τελείωνε το ταξίδι της.

Όταν έστριψαν σε έναν παράδρομο της Μεγάλης Οδού του Κάλιερ του Νικητή, δεν άργησαν να ακούσουν φωνές πίσω τους. Δυο άνδρες που φαίνονταν από ευγενική καταγωγή και μια κοπέλα με γαλάζια, φανταχτερά μάτια, βάδιζαν πεζοί στον δρόμο.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Αντέλ σήκωσε το χέρι και τους κάλεσε κοντά της. Είχαν κάτι πάνω τους αυτοί οι ξένοι που την έκανε να νιώθει ασφαλής.

Τους πρόσφερε τα δυο άλογα που τους είχαν μείνει για να συνεχίσουν μαζί το ταξίδι, αφού έμαθε ότι κι εκείνοι πήγαιναν προς τη Ρέισαν.

Η νεαρή, που συνόδευαν οι ευγενείς, της συστήθηκε ως Ίνα. Κι εκείνη τους συστήθηκε ως Γκαέλ. Η μυστικότητα ήταν πάντα ένας εύκολος τρόπος κάλυψης.

Η Ίνα και το άλογό της, στάθηκαν δίπλα της.

"Από πού έρχεσαι, Γκαέλ;"

"Από το Ουέστεντ," της απάντησε μονολεκτικά σχεδόν. Δεν είχε πολλή όρεξη για συζήτηση.

"Κι εγώ από ένα νησί."

"Καλώς."

"Τι θα κάνεις στην Πρωτεύουσα;"

"Με κάλεσε ο πατέρας μου να γνωριστούμε."

"Κι εγώ κάπως έτσι. Την οικογένεια μου πάω να γνωρίσω."

Η Αντέλ ήθελε να γελάσει με την σύμπτωση. Παρόλο που δεν άντεχε να μιλάει σε κανέναν, ένιωσε μια παράξενη, αδικαιολόγητη οικειότητα με την νεαρή άγνωστη και συνέχισε τη συζήτησή τους.

"Χαίρεσαι που θα γνωρίσεις την οικογένειά σου, Ίνα;"

"Ναι, Γκαέλ," της απάντησε αποφασιστικά το κορίτσι. "Είναι μεγάλο πράγμα να ξέρει κανείς με ποιούς έχει να κάνει."

"Συμφωνώ," αναστέναξε η Αντέλ.

"Είσαι πολύ κουρασμένη," παρατήρησε η Ίνα. "Θα ήθελες μήπως να σταματήσουμε;"

"Όχι, όχι, δεν χρειάζεται."

Μέχρι να φτάσουν στη Ρέισαν, η Αντέλ είχε πει πολλά πράγματα της ζωής της στην Ίνα, αλλά και εκείνη το ίδιο. Της είπε για τη γριά, για τις ξαδέλφες της, για τον σχεδόν άβουλο θείο της, αλλά ποτέ δεν ανέφερε την καταγωγή της ή τα ονόματα των συγγενών της. Η Ίνα της είπε για την αυστηρή γυναίκα που τη μεγάλωσε και για τα βιβλία που είχε διαβάσει. Η Αντέλ τη θαύμαζε, γιατί έκανε αυτό που ήθελε, αψηφώντας όλα τα απαγορευτικά. Στο τέλος, μοιράστηκε μαζί της, κιόλας, το θλιβερό περιστατικό πριν δυο μόλις μέρες. Η Ίνα τη συλλυπήθηκε και η Αντέλ ένιωθε ότι το εννοούσε.

Πίσω τους, οι δυο συνοδοί της Ίνας, συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και περιστασιακά με τη Νίρα.

Μόλις έφτασαν στη Ρέισαν, ένας από τους δυο άρχοντες, ο Σερ Άντριου -αν θυμόταν σωστά- ζήτησε άδεια από την Ίνα να αναγγείλει την άφιξη της στο παλάτι. Η Φοίβη του ψιθύρισε κάτι κι εκείνος κάτι άλλο κι ύστερα ξεμάκρυνε με το άλογό του.

Τόσο σημαντική είναι που χρειάζεται και ειδική αναγγελία;

Φτάνοντας στο παλάτι, μια τεράστια συνοδεία τους περίμενε. Στην κεφαλή της συνοδείας βρισκόταν μια έφιππη κοπέλα, όχι πολύ μεγαλύτερη από εκείνες, ξανθιά, μα υπέροχα χαρακτηριστικά. Καθώς μιλούσε, απευθυνόταν στην Ίνα.

"Καλωσήρθες, Φοίβη, αγαπημένη μου αδερφή, κόρη της Έμπερ Άνταλον, της Πριγκίπισσας του Βορρά. Εγώ είμαι η Βίνας Αμβροσία και είμαι υπεύθυνη της υποδοχής σου."

Η Αντέλ κοιτούσε εμβρόντητη τη Βίνας και τη Φοίβη. Δυο αδελφές της, δυο συγγενείς της και δεν το είχε καταλάβει. Ώρες ολόκληρες ίππευε δίπλα στην αδελφή της. Είχε γίνει φίλη με την αδελφή της.

Ακόμα περισσότερο, βέβαια, ξαφνιάστηκε, όταν η Βίνας καλωσόρισε και την ίδια, αποκαλώντας την Αντέλ Γκαέλ, το οποίο δεν εξέπληξε τη Φοίβη.

Προφανώς η Νίρα αποκάλυψε την ταυτότητα μου στους συνοδούς της κι αυτοί φρόντισαν να το μάθει όχι μόνο αυτή αλλά και η Βίνας.

Κολακεύτηκε από αυτήν την έξυπνη κίνηση της Φοίβης και χαιρέτησε τη Βίνας, με τον πιο τυπικό τρόπο.

Έπειτα, αφού τελείωσαν οι χαιρετισμοί και τα πρωτόκολλα, η Βίνας οδήγησε τις δυο Πριγκίπισσες στο παλάτι. Άφησαν τα άλογα τους στον στάβλο και προχώρησαν στο επιβλητικό κτήριο.

Οι πύλες άνοιξαν και τις υποδέχτηκαν με σαλπίσματα και τα λάβαρα των Πορφυρογόνων, έναν κόκκινο πολεμιστή σε χρυσό φόντο κι ένα μαύρο στέμμα.

Η Βίνας δεν τις άφησε να περιπλανηθούν. Τις οδήγησε κατευθείαν στην τραπεζαρία.

"Είστε οι τελευταίες που έρχονται. Οι υπόλοιπες αδελφές μας βρίσκονται ήδη εδώ και αδημονούν την παρουσία μας. Ο πατέρας θα εμφανιστεί σε λίγο."

Η Βίνας κάθησε τις δυο τους μαζί. Δίπλα στη Φοίβη καθόταν μια καστανή, όμορφη κοπέλα, με ερευνητικά πράσινα μάτια και χέρια σκληρά από την επαφή με το ξύλο. Σίγουρα επρόκειτο για τη Νυμέρια.

Απέναντι της, στη μέση των τριών θέσεων κάθονταν η Βίνας. Στα αριστερά της, μια μελαχρινή νέα με πολύ λιτό φόρεμα, η Ροζλύν αναμφίβολα, και στα δεξιά της μια πανέμορφη κοπέλα με ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά, η έγκυος Υβέτ, δε χωρούσε αμφιβολία.

Δίπλα της, η Αντέλ έτρεμε. Δεν ήξερε από τι. Της έσφιξε το χέρι και της είπε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Έτσι της έλεγε και η κυρία Μπρίτα όταν αρρώσταινε.

Σε ελάχιστο χρόνο, οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα και ένας εστεμμένος άρχοντας εισήλθε στο δωμάτιο. Προφανώς ήταν ο πατέρας τους, ο βασιλιάς Δάντης.

Όλες οι αδερφές σηκώθηκαν όρθιες, ως ένδειξη σεβασμού.

Και τώρα ξεκινάει η πραγματική μάχη, σκέφτηκαν ταυτόχρονα η Αντέλ και η Φοίβη.

*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*•*

Οι αδερφές συναντήθηκαν, μα δεν γνωρίστηκαν. Τα περιθώρια στενεύουν, ο βασιλιάς πεθαίνει.

Ποια λέτε να γίνει βασίλισσα όταν ο Δάντης πεθάνει;

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τις αδερφές να αλληλεπιδρούν.

Καλή χρονιά και ευτυχισμένο το 2018!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top