~Η Ζωή~

Από τη στιγμή που ο βασιλιάς Δάντης άφησε την τελευταία του πνοή, ο Σερ Άλφεν Κέλπαρ γνώριζε ότι όποια από τις κόρες του κι αν τον διαδεχόταν, ο ουσιαστικός διάδοχος θα ήταν ο Άρχοντας Μπράιτον Καστέλ. Κι αυτό σήμαινε ότι όσοι υπάλληλοι και κρατικοί λειτουργοί δεν είχαν την εύνοια του γέροντα Πρωθυπουργού, αργά ή γρήγορα θα εγκατέλειπαν τη θέση τους στο παλάτι με ή χωρίς τη θέλησή τους.

Το πρώτο κρούσμα που επιβεβαίωσε τους φόβους του, ήταν η γραπτή διαταγή που έφτασε στα χέρια του, λίγες μονάχα ώρες μετά τη στέψη της βασίλισσας Βίνας, η οποία πλέον έφερε το όνομα Γιολάνδη η Δεύτερη. Η διαταγή έγραφε ότι ο Σερ Λύσαντερ Μπρεν της Βασιλικής Φρουράς έπρεπε οπωσδήποτε να απολυθεί και τη θέση του να καταλάβει κάποιος αξιότερος. Ο Πρωθυπουργός του έγραψε ότι ο νεαρός ιππότης είχε ειδωθεί να γλεντά και να πίνει εν ώρα υπηρεσίας, κάτι το οποίο είχε διαψευθεί, ωστόσο η Εξοχότητά του επέμενε ότι είχαν καλεστεί ψευδομάρτυρες.

Ο Σερ Άλφεν αναστέναξε. Ο νεαρός Λύσαντερ ήταν ο μόνος στη φρουρά που δε φοβόταν να αντιταχθεί στον γέροντα και να επιδεικνύει το μίσος που του έτρεφε. Στην πραγματικότητα, όλοι τον μισούσαν, όμως κανένας δεν το έδειχνε ανοιχτά.

Σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε στους στάβλους. Εκεί ήξερε ότι περνούσε τις περισσότερες ώρες εκτός υπηρεσίας η Νταϊάνα, η πολεμίστρια που ονόμασαν Ατρόμητη, που επάξια κέρδισε τη θέση της στη Φρουρά. Ποτέ τους δεν τα πήγαιναν καλά, ωστόσο θα ήταν άδικο να μην παραδεχτεί ότι επρόκειτο για τον πιο τίμιο και ειλικρινή άνθρωπο που είχε γνωρίσει ποτέ του.

Και πράγματι καθώς πλησίαζε, εντόπισε την ψηλή φιγούρα της να περιποιείται τον γκρίζο της επιβήτορα, τον Τυφώνα. Έμοιαζε να μην έχει αντιληφθεί την παρουσία του.

"Πες γρήγορα τι θέλεις, Σερ Άλφεν," άκουσε τη φωνή της να τον προτρέπει απότομα, χωρίς να σηκώνει τα μάτια της από το άλογο. Προφανώς η εικασία του ήταν λανθασμένη.

"Νταϊάνα, ο Μπράιτον Καστέλ διατάζει την απόλυση του Σερ Λύσαντερ," της ανακοίνωσε αμέσως, αποφεύγοντας τους προλόγους που και οι δυο απεχθάνονταν.

Η ιππότης έκανε μια απότομη παύση και εναπόθεσε τη βούρτσα με την οποία χτένιζε το ζώο σε έναν ξύλινο πάγκο. Όταν γύρισε και τον κοίταξε, κατάλαβε απευθείας ότι αγωνίζονταν να μην επιδείξει κανένα συναίσθημα, μια που δεν άρμοζε στη θέση της.

"Και τι θέλεις να κάνω για αυτό; Αν αντισταθούμε στη θέληση του Άρχοντα Μπράιτον, θα έχουμε την ίδια μοίρα. Μέχρι να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο η βασίλισσα, πρέπει να μην εξαγριώνουμε τον παππού της."

"Ναι, όμως, όσο κι αν είναι κρίμα να διαταράξω τον φανταστικό σου κόσμο, σε προτρέπω να θυμηθείς την προσφορά αυτού του νέου στη Φρουρά, αλλά και την αδικία που του έγινε και που τώρα την πληρώνει," της αντιμίλησε ειρωνικά ο Σερ Άλφεν.

"Ξέρω τι έχει κάνει ο Λύσαντερ και τι είδους άνθρωπος είναι, δε χρειάζεται να θυμηθώ τίποτα!" Αποκρίθηκε λίγο πιο δυνατά η Νταϊάνα. "Τι θες τέλος πάντων; Να αντισταθώ στον γέρο; Εύκολο να το λες εσύ, γιατί αν απολυθείς από τη Φρουρά, θα βρεις οπωσδήποτε κάποια άλλη ασχολία. Αν όμως φύγω εγώ, το μόνο που μου απομένει είναι το μοναστήρι ή ο γάμος. Και τα δύο μου προκαλούν αηδία."

Ο Σερ Άλφεν μαλάκωσε το βλέμμα του στιγμιαία. Η Νταϊάνα είχε δίκιο. Δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό πόσο δυσχερής θα ήταν η ζωή της, αν έφευγε από τη Φρουρά. Δεν τη συμπαθούσε, όμως δεν της άξιζε αυτή η κατάληξη.

"Ας είναι," μουρμούρισε υποχωρητικά. "Αν όμως χρειαστεί να ψηφίσουμε εμείς για την απόλυσή του, θα τον στηρίξεις;"

Η Νταϊάνα δεν του απάντησε. Απλώς τον κοίταξε με τα δυο τεράστια, ζαφειρένια μάτια της και την ατσαλένια αποφασιστικότητά της. Του ήταν αρκετό για να καταλάβει την απάντησή της. Ένευσε βιαστικά κι έφυγε για το γραφείο του Πρωθυπουργού.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Μερσιάνα, κόμησσα της Ρέβαν, μιας μικρής κομητείας έξω από το Ουέστεντ, την πρωτεύουσα του Ποσπέριους στη Δύση, μπήκε αλαφιασμένη στο δωμάτιο της παιδικής της φίλης, της Γκουένορα του Κέμπελ. Ο τρόμος κυρίευσε το πρόσωπό της, όταν την αντίκρισε να κλείνει τα υπάρχοντα της σε σεντούκια.

"Τι κάνεις, Γκουένορα;" Απόρησε.

"Το προφανές, Μερσιάνα," αποκρίθηκε στωικά εκείνη. "Τι θες να κάνω τώρα, που όλα μοιάζουν να γκρεμίζονται; Μα τον Δαίμονα, ποιά κατάρα έπεσε στο κεφάλι μας και έφτασε ο πιο μοχθηρός κι αδίστακτος άνδρα στα Βασίλεια να μας κυβερνά;"

"Δεν υπολογίζει τίποτα και κανέναν, το γνωρίζω," επικρότησε η Μερσιάνα. "Φίλη μου, θα ήθελα να σε παρακαλέσω κάτι."

"Σε ακούω, μα ας είναι κάτι γρήγορο, δεν έχουμε πολύ χρόνο σε αυτή τη σκουληκότρυπα."

"Αν εσύ κινδυνεύεις μια φορά, εγώ κινδυνεύω χίλιες," ξεκίνησε η Μερσιάνα. "Είμαι επικίνδυνη για τον Καστέλ, ξέρει ότι γνωρίζω υπερβολικά πολλά πράγματα εναντίον του. Δε θα ηρεμήσει μέχρι να με εξολοθρεύσει."

Η Γκουένορα αναστέναξε.

"Ξέρω τα πάντα για εσένα. Για το παρελθόν σου με τον Δάντη, για την κυβέρνηση επί εκστρατείας. Καταλαβαίνω γιατί θέλεις να προφυλαχτείς. Όμως, δεν μπορώ να σου εγγυηθώ καμία ασφάλεια."

"Το Κέμπελ είναι πολύ μεγαλύτερο από τη Ρέβαν μου," επέμεινε η Μερσιάνα. "Άφησε με τουλάχιστον να έρθω μαζί σου κι όταν πρέπει θα χωρίσουν οι δρόμοι μας κι εγώ θα γυρίσω στον Πύργο μου. Ας νιώθω έστω και για λίγο ότι δεν είμαι μόνη μου."

"Είδες την Εγουίβερ;" Τη ρώτησε η Γκουένορα.

"Ναι, αν και όχι για πολύ," αποκρίθηκε η μελαχρινή αρχόντισσα. "Με συμβούλευσε να κρυφτώ και υποσχέθηκε ότι θα έρθει να με βρει σύντομα."

"Μόνο αυτή θα μπορούσε να σε βοηθήσει τώρα," τόνισε η ξανθιά χήρα.

"Έχεις δίκιο. Λοιπόν θα με αφήσεις να σε συνοδεύσω μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι μας;"

"Θα σε αφήσω," της είπε χαμογελαστά η Γκουένορα. "Δεν μπορείς να μείνεις μόνη σε τόσο σκοτεινούς καιρούς."

"Και τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα," συμπλήρωσε σκεπτική η Μερσιάνα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Φοίβη και η Υβέτ έφαγαν βιαστικά το πρωινό τους και έκαναν μια βόλτα στους κήπους. Η Υβέτ με δυσκολία κινούνταν, ωστόσο χρειαζόταν να τεντώσει τα κόκαλα της. Είχε μπει πια στον ένατο μήνα της κύησης.

Η βασίλισσα δεν τους είχε κρατήσει συντροφιά στο πρωινό τους. Πλέον θα γευμάτιζε στο κρεβάτι της, ενώ θα ασχολούνταν με διάφορα γραφειοκρατικά έγγραφα. Η απουσία της από το τραπέζι δε φάνηκε να τις θίγει ιδιαίτερα. Δεν περίμεναν κανενός είδους στοργή ή φροντίδα από εκείνη πια.

"Έχεις νέα από τον άνδρα σου;" Ρώτησε η Φοίβη, ενώ περπατούσαν μέσα σε ρόδα και ορχιδέες.

"Στο τελευταίο του γράμμα δήλωσε ότι έρχεται οσονούπω κοντά μου," της απάντησε με ένα αθώο χαμόγελο η αδελφή της.

"Και πότε ήταν αυτό;"

"Δύο εβδομάδες πριν," αποκρίθηκε χωρίς πολλή σκέψη η Υβέτ.

Η νεότερη αδελφή αναστέναξε απογοητευμένα.

"Μα τι τον κρατάει στο Σαντόρουμ;" Απόρησε. "Γεννάει η γυναίκα του το πρώτο παιδί κι αυτός λείπει! Έχεις μπει στον μήνα σου, Υβέτ, ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να γεννήσεις. Είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται δίπλα σου και να σε στηρίζει."

"Μην ανησυχείς, θα έρθει," την καθησύχασε η Υβέτ, με ένα χαμόγελο που ανέδιδε ηρεμία μα και κούραση.

"Εγώ νομίζω πως είναι ανεύθυνος," συνέχισε απτόητη η Φοίβη. "Απορώ πώς μπορεί και κοιμάται ήσυχος ενώ εσύ είσαι εδώ, ανάμεσα σε τόσα φίδια αρσενικά και θηλυκά που περιμένουν να κατασπαράξουν το παιδί σου, αν είναι αγόρι."

"Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ αναστατώνομαι όταν συνειδητοποιώ πόσος κίνδυνος παραμονεύει εδώ," συμφώνησε η Υβέτ.

"Το κάλλιστο θα ήταν να μη γεννούσες στο παλάτι. Ας επέλεγες κάπου πιο ήρεμα κι ελεγχόμενα, όπως το σπίτι κάποιου έμπιστου Άρχοντα ή το κάστρο κάποιου Δούκα. Εδώ μέσα παραείναι πολλές οι απειλές," τη συμβούλευσε καλοπροαίρετα η μικρή της αδελφή.

"Είναι καλή ιδέα, όμως ποιός Άρχοντας θα με δεχόταν στο σπίτι του και θα με φιλοξενήσει ενάντια στις επιθυμίες των κεφαλών αυτής της γης;"

"Όλο και κάποιος θα υπάρχει," τη βεβαίωσε η Φοίβη. "Θα τον βρω και θα του μιλήσω για εσένα."

"Σε ευχαριστώ πολύ," της είπε ταπεινά η Υβέτ.

"Δεν πρόκειται να αφήσω τίποτα να συμβεί ούτε σε εσένα ούτε στο ανιψάκι μου," αποκρίθηκε αποφασισμένα η μελαχρινή πριγκίπισσα. "Ακόμα κι ο Άρχοντας Μπράιτον θα μάθει να με φοβάται."

Η Υβέτ χαμογέλασε με το αστείο της. Μόνο που η Φοίβη δεν αστειευόταν, μιλούσε με απόλυτη σοβαρότητα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Και γιατί απολύθηκε ο Σερ Λύσαντερ;" Ρώτησε με αληθινή περιέργεια η Βίνας καθώς διάβαζε το έγγραφο της απόλυσης του φρουρού, το οποίο απαιτούσε τη σφραγίδα και την υπογραφή της για να επικυρωθεί.

"Παρενέβη τον κώδικα δεοντολογίας πολλές φορές κι αποτελούσε αρνητικό πρότυπο για τους νεοσύλλεκτους," της εξήγησε ο Άρχοντας Μπράιτον, ενώ βιαζόταν να πάρει το έγγραφο και να ξεμπερδεύει με τον επικίνδυνο νεαρό.

"Έχουμε αποδείξεις για αυτές τις παραβάσεις;" Ξαναρώτησε η Βίνας, τονίζοντας ειρωνικά τη λέξη παραβάσεις, απόλυτα επιφυλακτική για την απόφαση του παππού της.

"Εάν το επιθυμείς, μπορώ να σου φέρω αυτόπτες μάρτυρες που τον είδαν επανειλημμένα να μεθά εν ώρα υπηρεσίας."

"Καλώς. Μέχρι να συνομιλήσω μαζί τους, δε θα υπογράψω την απόλυσή του," κατέληξε η Βίνας κι ο παππούς της μάζεψε το έγγραφο, προσπαθώντας να μη δείξει την αγανάκτησή του που το ζήτημα θα χρονοτριβούσε, μα θα του κόστιζε κιόλας, διότι οι ψευδομάρτυρες ανέκαθεν ήταν ακριβοί.

"Με χρειάζεσαι για κάτι άλλο;" Τη ρώτησε τυπικά.

"Για να είμαι ειλικρινής ναι," απάντησε η βασίλισσα. "Όπως και να το κάνουμε είμαι γυναίκα. Και μια γυναίκα, όσο δικαιωματικά δικός της κι αν είναι ο θρόνος, δεν μπορεί να τον κρατήσει μόνη. Μπορεί να είναι άδικο, μα αυτή είναι η πραγματικότητα. Για να μείνω λοιπόν για πολλά χρόνια στον θρόνο, χρειάζομαι έναν άνδρα. Και δεν εννοώ σύζυγο, μα έναν γιο να με διαδεχθεί. Για αυτό, θεωρώ επιτακτικό το ζήτημα του γάμου μου."

"Πολύ καλά," σχολίασε ο Άρχοντας Μπράιτον Καστέλ. "Αφού είναι έτσι, μπορώ να συντάξω μια λίστα με τους πιο αξιόλογους γαμπρούς στα να Βασίλεια και στις γειτονικές Επικράτειες-"

"Δεν είναι απαραίτητο," τον σταμάτησε η Βίνας. "Νομίζω πως έχω ήδη κατασταλάξει στον μέλλοντα σύζυγό μου. Ξέρεις, χρόνια τώρα σχεδιάζω τον γάμο μου, δεν είμαι επιπόλαιη."

"Και σε ποιόν έχεις καταλήξει;"

Η βασίλισσα ήθελε να χαμογελάσει. Ήταν αυτό που ήθελε εδώ και πολλά χρόνια. Αυτός που της στοίχειωνε τα όνειρα και τος σκέψεις, ειδικά από την κηδεία του πατέρα της, όταν τον ξαναείδε μετά από καιρό.

"Στον Πέρσιβαλ Λαυρεντίδη, τον γιο του Άρχοντα Φερδινάνδου της Γάνδης."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Έριαν, ο Ντοράν κι ο Έλιαν είχαν γεννηθεί την ίδια ημέρα σε διαφορετικές χρονολογίες. Πρώτα, έφτασε ο Έριαν, μετά από δύο χρόνια ο Ντοράν και μετά από άλλα πέντε ο Έλιαν. Οι δυο αδελφές τους, η Οντέτ κι η Σαπφίρα, είχαν γεννηθεί σε άσχετες ημερομηνίες, μέσα στη μαύρη νύχτα και κάτω από το μόνο φως της Πανσελήνου. Η οικογένειά τους ήταν πολύ δεμένη, σχεδόν τόσο δεμένη όσο των Άνταλον και των Πένερ στον Βορρά.

Ο πατέρας τους, ο Ντάνιελ Γουέλερ, ήταν ο Άρχοντας του Σαντόρουμ κι ένας ζωντανός θρύλος. Ένας άνθρωπος που δε συμβιβάστηκε ποτέ με τίποτα που δεν του ταίριαζε. Αυτός που χρήστηκε Άρχοντας σε ηλικία εφτά ετών και οι θείοι του σφετερίστηκαν το Σαντόρουμ. Μόλις έκλεισε τα δεκαπέντε, συγκέντρωσε μόνος στρατό και ανέτρεψε τους θείους του, ενώ κλέφτηκε με την αγαπημένη του, την οποία ο πατέρας της του είχε αρνηθεί.

Και οι γιοί του, οι συνεχιστές του, οι κληρονόμοι της φήμης και της περιουσίας του, περνούσαν την ώρα τους κυνηγώντας στα δάση και φλυαρώντας άσκοπα με τον επόμενο Δούκα του Μένστερ, τον Άζριελ, που τύχαινε να ήταν και σύζυγος της αγαπημένης τους ξαδέρφης, της Πριγκίπισσας Υβέτ.

Ο πατέρας τους θεωρούσε ότι και οι τρεις τους μπορούσαν να συμβάλουν στη διακυβέρνηση του Σαντόρουμ, όταν αυτός πέθαινε. Τον πρωτότοκο γιο του, τον Έριαν, τον προετοίμαζε για στρατιωτικό ηγεμόνα κι από πολύ μικρό τον εκπαίδευε ο ίδιος με τις δικές του τεχνικές και τακτικές πολέμου. Τον Ντοράν τον προόριζε για οικονομικό και εμπορικό κυβερνήτη, έτσι βρήκε τους καλύτερους δασκάλους και τους πλήρωνε αδρά, για να αποκτήσει ο γιος του όλες τις γνώσεις του αντικειμένου αυτού. Ο Έλιαν, ο νεότερος, ήθελε να γίνει άνθρωπος του πνεύματος, να μάθει φιλοσοφία και όλες τις τέχνες, ώστε ο λαός του να μη στερηθεί μόρφωσης και ψυχαγωγίας. Κάποτε είχε αποφασίσει ότι θα τον έστελνε να μαθητεύσει στις Αρχαίες Γαίες, την κοιτίδα του πολιτισμού, την πιο ανεπτυγμένη επικράτεια από όλες στις επιστήμες και στις τέχνες.

Ο Άρχοντας Ντάνιελ είχε δυσαρεστηθεί με το γεγονός ότι ο Άζριελ βρισκόταν ακόμα στο Σαντόρουμ κι όχι στη Ρέισαν, για να συμπαρασταθεί στη γυναίκα του, την Υβέτ, η οποία από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να γεννήσει.

Για αυτόν τον λόγο, μόλις γύρισαν από το κυνήγι, τους κάλεσε όλους στο γραφείο του.

"Σας κάλεσα εδώ για ένα θέμα που απασχολεί τον Άζριελ, όμως μπορεί στο μέλλον να συμβεί το ίδιο και σε εσάς, γιοί μου," ξεκίνησε, με αρκετή αυστηρότητα στη φωνή του. "Πρόκειται για το γεγονός ότι, ενώ η γυναίκα του βρίσκεται στην άκρη της Επικράτειας ετοιμόγεννη και μόνη, ο σύζυγος της, που θα έπρεπε να βρίσκεται δίπλα της συνεχώς, βρίσκεται εδώ και σαχλαμαρίζει με τα ξαδέρφια της! Είναι ντροπιαστικό, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για όλους εμάς που το επιτρέπουμε να συμβαίνει."

"Μα γιατί μόνη της;" Απόρησε πρώτος ο Έριαν, ο διάδοχος. "Τόσους επίλεκτους άνδρες για φρουρά δεν της δώσαμε;"

"Πατέρα, εσύ δε διέταξες να μην πλησιάσουμε τη Ρέισαν μέχρι να καταλαγιάσει η σύγχυση από τον θάνατο του βασιλιά και τη στέψη της νέας βασίλισσας;" Του θύμισε ο Ντοράν.

"Και ακόμη δε δέχτηκες να στείλουμε ούτε έναν αντιπρόσωπο στο παλάτι, βάζοντας σε κίνδυνο τις σχέσεις μας με τη Βασιλική Οικογένεια;" Συμπλήρωσε ο νεαρός Έλιαν.

"Η νέα βασίλισσα στέφθηκε χθες," απάντησε ο Άρχοντας του Σαντόρουμ. "Ο Άζριελ έπρεπε να είχε φύγει από το πρωί κιόλας. Κάθε δευτερόλεπτο μετράει. Το γεγονός ότι έχει στρατιώτες να τη φυλούν δε σημαίνει ότι έχει προστάτες. Και τέλος πάντων, για ποιά Βασιλική Οικογένεια μιλάς μικρέ, που ούτε μουστάκι δεν έχεις βγάλει ακόμα; Για έξι νιάνιαρα που μεγάλωσαν χωριστά και τα μόνα που τις ενώνουν είναι το αίμα και η δίψα για τον θρόνο; Όπως και να έχει, σε αυτή τη στέψη παρευρέθηκαν ελάχιστοι Άρχοντες. Έλαβα γράμμα από τον Άντριαν Έπερτεν. Από τον Βορρά δεν ήρθε παρά μόνο ένας απεσταλμένος. Από τη Δύση πήγε μόνο ο Λάντοβερ. Κανείς δεν υποστηρίζει τον γεροξεκούτη Καστέλ πέρα από τους κόλακες της Αυλής. Και κανείς δεν πρόκειται να κρίνει εμάς που δεν παρευρεθήκαμε. Αν όμως ο Άζριελ-"

"Μπορείτε να σταματήσετε να αναφέρεστε σε εμένα σαν να μην είμαι καν εδώ;" Ξέσπασε ο Άζριελ, που τόση ώρα δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει κουβέντα. "Άρχοντα Ντάνιελ, αυτούς τους έξι μήνες που η Υβέτ λείπει από δίπλα μου, η μοναξιά με έχει πλημμυρίσει. Όμως, έχω καθήκον απέναντι στον πατέρα μου και σε εσάς. Περίμενα τις διαταγές σας."

"Έχεις όσες άδειες θέλεις να φύγεις αμέσως τώρα για τη Ρέισαν," τον προέτρεψε ο Ντάνιελ Γουέλερ, κοιτώντας τον καχύποπτα. "Αλίμονο αν η ανίψια μου γεννήσει μόνη κι απροστάτευτη."

"Θα γίνει όπως είπες," τον βεβαίωσε ο μέλλων δούκας του Μένστερ κι έφυγε από το δωμάτιο.

"Θα πάω κι εγώ μαζί του," δήλωσε ο νεαρός Έλιαν. "Πρέπει κάποιος να ευχηθεί μακροημέρευση στη Μεγαλειότητά της, προτού μας θεωρήσει εχθρούς της."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στο Γουίντεργουολ είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια. Ο Αύγουστος όδευε προς το τέλος του και μαζί του θα τελείωναν και οι ηλιόλουστες ημέρες του καλοκαιριού. Έτσι, το μεσημεριανό δείπνο περιείχε την πρώτη σούπα μέσα σε έξι μήνες.

Επικρατούσε μια περίεργη κι άβολη σιωπή στην τραπεζαρία. Ο Άρχοντας Ριχάρδος έλειπε από το πρωί και θα έλειπε ακόμα για μερικές ημέρες, μια που έπρεπε να επιθεωρήσει τα στρατόπεδα του Γουίντεργουολ, πράγμα που έκανε κάθε μήνα. Συνήθως τον ακολουθούσε κι ο Ίθαν, που κάποια μέρα θα έπαιρνε τη θέση του, όμως αυτή τη φορά δεν το έκανε, διότι η γυναίκα του, η Άγκνες του Ροσφόρ, βρισκόταν στον όγδοο μήνα κύησης και ήθελε να ήταν δίπλα της, αν ερχόταν η ώρα να γεννήσει.

Στο τραπέζι βρισκόταν και ο Βενέδικτος, μετά από παράκληση του μικρού Ριχάρδου. Ο θυμός του πατέρα τους δεν είχε καταλαγιάσει κι ακόμα τον κρατούσε φυλακισμένο. Ωστόσο, κανένα από τα αδέρφια του δεν άντεχε την κατάντια του κι έτσι μόλις έφυγε ο Μαυρογέννητος για τα στρατόπεδα, διέταξαν να ελευθερωθεί ο Βενέδικτος, με πρώτο τον μικρό Ριχάρδο, ο οποίος δεσμεύτηκε να τον προσέχει συνέχεια, για να μην υποκύψει σε κανέναν πειρασμό.

"Ήρθαν νέα από τη Ρέισαν," έσπασε τη σιωπή ο Ίθαν. "Η Βίνας στέφθηκε βασίλισσα."

"Η πιο βολική κατάληξη για τον παππού της, σωστά;" Πρόσθεσε η Άγκνες, ενώ έτρωγε πολύ αργά την τεράστια μερίδα φαγητού που της είχαν σερβίρει.

"Πράξαμε το βέλτιστο με το να μην πάμε στη στέψη της," είπε ο Γουίλφρεντ. "Γιατί να γνωρίσουμε τόσο αχρείους ανθρώπους; Ο πατέρας δε λέει πάντοτε ότι η Αυλή της Ρέισαν είναι σαν φιδοφωλιά;"

"Μπορεί να είναι φιδοφωλιά, υπάρχει όμως ένα δικό μας σπουργίτι παγιδευμένο εκεί μέσα," αποκρίθηκε σκεπτικά ο Αίων. "Η Φοίβη είναι μέλος της οικογένειας μας και την έχουμε παρατήσει μόνη εκεί κάτω."

"Μήπως μας έχει στείλει γράμμα;" Ρώτησε με ενδιαφέρον ο μικρός Ριχάρδος.

"Τίποτα ακόμα," απάντησε αμέσως ο Ίθαν.

"Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένετε να προσεγγίσουμε τη Φοίβη," πετάχτηκε ο Βενέδικτος, αρκετά αγανακτισμένος. "Δε μας είναι παρά μια ξένη. Έχετε σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να μη θέλει να μας γνωρίσει; Ότι μπορεί να θέλει να μείνει για πάντα στη Ρέισαν; Ίσως μας θεωρεί άγριους."

"Είναι η κόρη της θείας Έμπερ," του θύμισε μεγαλόφωνα ο Ίθαν. "Το μοναδικό της παιδί, η μόνη της κληρονομιά. Η Έμπερ έκανε τόσα για εμάς, μας μεγάλωσε, στάθηκε κοντά μας σαν δεύτερη μάνα κι αδελφή. Δεν το χωράει η συνείδηση μου να αφήσω έρμαιο το παιδί της."

"Η Έμπερ μας παράτησε με την πρώτη ευκαιρία," επέμεινε ο Βενέδικτος. "Έφυγε με τον αγαπημένο της βασιλιά Δάντη και μας ντρόπιασε όλους, αφού πηδιόταν με τον Άντριου Πένερ του Ιωδέως. Ποιό καλό έχει κάνει λοιπόν για τον Οίκο μας;"

"Πάντως πολύ περισσότερο από όσο έχεις κάνει εσύ!" Πετάχτηκε κι ο Αίων. "Ξοδεύεις τα λεφτά μας στα καπηλειά και στις πόρνες κι ούτε μια φορά δεν έχεις κάνει αυτό που σου ζητά ο πατέρας!"

"Ηρέμησε, Αίων," τον προέτρεψε η γυναίκα του, η Φίλιντα του Βέργκον. "Ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν παύει να είναι αδερφός σου."

"Έχασε το δικαίωμα να ανήκει στην οικογένεια και να φέρει το όνομά μας τη στιγμή που μίλησε άσεμνα για την Έμπερ," συνέχισε ο άνδρας της.

"Το παρατραβάς," προειδοποίησε ο μικρός Γουίλφρεντ, βλέποντας τον Βενέδικτο ήδη να βράζει από θυμό.

"Σκουλήκια, υποστηρίζετε μια ξεδιάντροπη και πριν λίγες εβδομάδες δεν είχατε το σθένος να υποστηρίξετε τον αδερφό σας, το αίμα σας, όταν με χτυπούσε σαν σκυλί ο γέρος!" Φώναξε ο οργισμένος αδελφός κι ο μικρός Ριχάρδος από δίπλα του τον τραβούσε από το μανίκι φοβισμένα.

"Αρκετά!" Επενέβη ο Ίθαν. "Αν έχετε διαφωνίες, να τις λύσετε έξω από το σπίτι μας! Σεβαστείτε τον χώρο και την Άγκνες και τη Φίλιντα. Τι σας φταίνε και τις ταράζετε;"

Τα αδέρφια έσκυψαν το κεφάλι και δε μίλησαν. Ο Ίθαν είχε δίκιο. Είχαν παρεκτραπεί.

"Όσο για τη Φοίβη," συνέχισε ο διάδοχος του Γουίντεργουολ, "δεν πρόκειται να την αφήσουμε μόνη. Κι είμαι βέβαιος ότι πολύ σύντομα θα επικοινωνήσει μαζί μας. Έχασε τον πατέρα της, οφείλουμε να σεβαστούμε το πένθος της. Μέχρι τότε, απλώς περιμένουμε και δεν προσβάλουμε ούτε την ίδια ούτε τη μητέρα της."

Την τελευταία του πρόταση την είπε κοιτάζοντας επίμονα τον Βενέδικτο. Και εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε κάτι που σχεδόν είχε λησμονήσει. Δεκατρία χρόνια μετά δε μπορούσε να ήταν αλήθεια. Άξιζε όμως να το δοκιμάσει.

"Βενέδικτε, μπορείς να έρθεις μαζί μου, να συζητήσουμε κατ' ίδιαν;"

Ο Βενέδικτος τον ακολούθησε διστακτικά.

"Δεν καταλαβαίνω γιατί ο Βενέδικτος είναι τόσο επιθετικός απέναντι στη θεία Έμπερ," απόρησε ο μικρός Ριχάρδος. "Μπορεί να μην τη γνώρισα, όμως κανείς σας δεν έχει πει ποτέ άσχημο λόγο για εκείνη· ούτε καν τον Βενέδικτο δεν είχα ακούσει να το κάνει μέχρι σήμερα."

Η Άγκνες, αν και η κοιλιά της δεν τις επέτρεπε πολλές κινήσεις, τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι στοργικά.

"Ο αδερφός σου βρίσκεται σε πολύ δύσκολη φάση. Χρειάζεται χρόνο κι εμείς πρέπει να κάνουμε υπομονή."

Ο Ίθαν οδήγησε τον Βενέδικτο σε ένα υπόστεγο στο ισόγειο του Οίκου. Μπροστά τους φαίνονταν η αυλή που βρεχόταν και οι στάβλοι των αλόγων.

"Αδελφέ, θα ήθελα να μου λύσεις μια απορία," μπήκε κατευθείαν στο θέμα χωρίς προλόγους.

"Τι θες;" Ρώτησε απότομα ο μικρότερος από τους δυο.

"Τι σε πείραξε άραγε περισσότερο· το ότι η Έμπερ μπορεί να απάτησε τον βασιλιά Δάντη με τον Άντριου Πένερ, ή ότι αγνόησε εσένα για τον βασιλιά Δάντη;"

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μόλις τα σπίτια Ποσπέριους φάνηκε στον ορίζοντα, η Αντέλ άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δυο ημέρες ταξίδι χωρίς σταματημό της φάνηκαν σαν δυο χρόνια. Ωστόσο, μόλις παρατήρησε πού έστριβε ο αμαξάς τους, επενέβη αμέσως.

"Σας παρακαλώ, μη στρίβετε για τον Πύργο της Αρχόντισσας Αζέλια. Πάμε κατευθείαν στο κάστρο του Άρχοντα Βέρνον."

Ο αμαξάς υπάκουσε αμέσως κι άλλαξε πορεία.

"Ώστε δε θέλεις να επισκεφτείς τη γιαγιά σου;" Τη ρώτησε η Νίρα Μόνταγκιου, που καθόταν δίπλα της. "Νόμιζα ότι εκεί έμενες τα τελευταία χρόνια."

"Πράγματι," απάντησε η Αντέλ. "Όμως αυτή είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θέλω να δω αυτή τη στιγμή. Ο θείος μου με αγαπά σαν κόρη του κι οι ξαδέλφες μου είναι σαν αδελφές μου. Η γιαγιά μου με βλέπει σαν προϊόν αγοραπωλησίας και ακόμα μεγαλύτερης εξουσίας."

"Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους μας," είπε υποχωρητικά η χήρα.

Όταν έφτασαν στο κάστρο των Άραγκον, ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ο αμαξάς τις άφησε στην πύλη του κάστρου με τις αποσκευές τους. Αυτές τον ευχαρίστησαν κι εκείνος πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το παλάτι.

Οι δυο τους προχώρησαν κι ανήγγειλαν τους εαυτούς τους στον αυλάρχη, ο οποίος έτρεξε κι ενημέρωσε τον Άρχοντα Βέρνον για την επιστροφή της ανιψιάς του.

Ο ίδιος κι οι πέντε κόρες του κατέφθασαν στην αίθουσα όπου τους περίμεναν και αγκάλιασαν με λατρεία την κοκκινομάλλα πριγκίπισσα. Επιτέλους, βρισκόταν κάπου όπου ένιωθε ευπρόσδεκτη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Φοίβη καθόλη τη διάρκεια της ημέρας σκεφτόταν ποιός θα μπορούσε να φιλοξενήσει στο σπίτι του την Υβέτ και ποιόν θα μπορούσαν να επισκεφθούν. Τελικά, κατέληξε σε κάποιον κι αμέσως έσπευσε να τον βρει.

Στον δρόμο, συνάντησε τον γιο του, τον καλύτερο κατάσκοπο του παλατιού. Τον Ράντμπιαν, γιο του Γκάλφιν Πλαττ, του πιο ευγενικού και τίμιου άνδρα στο παλάτι.

"Ράντμπιαν."

"Υψηλότατη," τη χαιρέτησε με μια υπόκλιση, σταματώντας το γοργό του βήμα.

"Έχεις λίγο χρόνο;"

"Για εσάς έχω πάντα χρόνο."

"Μπορώ να βασιστώ στην εχεμύθειά σου; Θα ήθελα ό,τι πούμε, να μη φτάσει στο αυτιά της βασίλισσας ή του Πρωθυπουργού."

"Σας ακούω," αποκρίθηκε πειθαρχημένα ο Ράντμπιαν.

"Η αδελφή μου, η πριγκίπισσα Υβέτ, οσονούπω θα γεννήσει. Το παλάτι δεν είναι ασφαλές μέρος ούτε για μια λεχώνα ούτε για ένα νεογέννητο. Για αυτό, γνωρίζοντας την τιμιότητα του πατέρα σου, θα ήθελα να σας παρακαλέσω αν μπορείτε να τη φιλοξενήσετε στο σπίτι σας. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα ασφαλές περιβάλλον και λίγη ηρεμία κι είμαι βέβαιη ότι θα τα έχει."

"Υψηλότατη, με τιμά το γεγονός ότι επιλέξατε το σπίτι μου για μια τόσο σημαντική υπόθεση. Με μεγάλη μου χαρά θα δεχτώ κι εγώ κι ο πατέρας μου την πριγκίπισσα και θα της προσφέρουμε τη φιλοξενία μας."

"Σε ευχαριστώ πολύ," του είπε ευχαριστημένη η Φοίβη. "Θα σου είμαι ευγνώμων."

Ο νεαρός υποκλίθηκε ξανά κι έφυγε, ενώ η Φοίβη προχώρησε προς την τραπεζαρία, για να δειπνήσει με την αδελφή της.

Όταν της ανακοίνωσε το ευχάριστο νέο, η Υβέτ δεν έμοιαζε να χαίρεται ιδιαίτερα. Κάτι την απασχολούσε.

"Έγινε κάτι πολύ περίεργο πριν φύγω από το Σαντόρουμ," της εξήγησε, όταν τη ρώτησε. "Μια γερόντισσα, που έχει δει τέσσερις γενιές ανθρώπων, η Φάρουα, μου είπε κάτι απίστευτο. Μου είπε ότι υπάρχουν πράγματα για τη μητέρα μου που δεν ξέρω κι ότι πρέπει να πάω στο Έρθχορν, για να μάθω την αλήθεια."

"Μα ποιό είναι αυτό το Έρθχορν;" Απόρησε η Φοίβη. Δεν έχω ακούσει ποτέ για αυτό."

"Ούτε κι εγώ."

"Πιστεύεις ότι αυτή η γυναίκα σου είπε την αλήθεια;"

"Ίσως να μη μάθω ποτέ."

"Οπότε, μην επιβαρύνεις τη σκέψη σου με ανεξήγητα μυστήρια. Πρέπει να είσαι χαρούμενη. Τώρα που βρήκαμε ένα ασφαλές μέρος για να γεννήσεις, όλα θα πάνε καλά," την καθησύχασε η μικρή.

"Εύχομαι να έχεις δίκιο," της είπε χαμογελαστά η Υβέτ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Ροζλύν διέταξε αμέσως μετά τη φυγή τους από τη Ρέισαν να μη γυρίσουν στο Βορρά. Επιθυμούσε να επιστρέψει στο Νησί των Ελεύθερων, διότι είχε φύγει απότομα κι απρόσμενα. Ήθελε να δει αν όλα βρίσκονταν στην κατάσταση που τα είχε αφήσει.

Η Αναλάιζ φυσικά είχε επιμείνει να επιστρέψουν στον Βορρά.

"Αν δε σου αρέσει η απόφαση μου, κανείς δε σε κρατά," της είχε απαντήσει η Ροζλύν. "Μπορείς να γυρίσεις στη βασίλισσά σου."

Ύστερα, η Αναλάιζ είχε ρωτήσει την τοξοβόλο Ευκητεία ποιά από τις δυο θα ακολουθούσε.

"Η πριγκίπισσα είναι υπ'ευθύνη μου. Αν επιθυμεί να πάει στο Νησί, τότε θα την ακολουθήσω."

Η Αναλάιζ τελικά έφυγε θυμωμένη και μόνη για τον Βορρά.

Και τώρα οι δυο γυναίκες των Ελεύθερων, πήγαιναν πάνω σε επιβατηγό πλοίο στο Νησί κι η Ροζλύν ήλπιζε να μην είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο αυτούς τους πέντε μήνες που είχε λείψει.

Μόλις έφτασαν, προχώρησαν προς το παλάτι κι οι δυο καβάλα στα άλογα τους.

Η Ροζλύν μπήκε στο Αρχοντικό χωρίς να κατέβει από το άλογο κι ίππευσε ως το Κυβερνητήριο. Στην θρόνο που πάντα εκείνη καθόταν βρήκε μια άλλη γυναίκα, εντελώς άγνωστη σε εκείνη, με ξανθά μαλλιά και παμπόνηρα πράσινα μάτια.

"Καλωσήρθες πριγκίπισσα Ροζλύν," τη χαιρέτησε. "Το όνομα μου είναι Νέριλα κι είμαι η αντικαταστάτρια σου."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Με το που άραξε η Νεϊντέα στο λιμάνι του Ρέιβενχιλ, η Νυμέρια σχεδόν πέταξε στο κάστρο του θείου της, με τη Βιβιάνα και την Ιζόλδη να την ακολουθούν κατά πόδας.

Στο κεντρικό δώμα τις περίμενε ο Άρχοντας Εδουάρδος Δρυάς, ο οποίος υποδέχτηκε με μια τεράστια αγκαλιά κι ένα φιλί στο μάγουλο την ανιψιά και τις κόρες του.

"Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα που η Βίνας έγινε βασίλισσα;" Τη ρώτησε, αφού τελείωσαν οι τυπικοί χαιρετισμοί.

"Το Στέμμα δεν αρκεί για να γίνει ηγεμόνας," απάντησε η Νυμέρια με σιγουριά. "Χρειάζεται τη στήριξη ισχυρών Αρχόντων. Τους Άρχοντες του Ζεφύρ τους κρατά ο παππούς της. Οι Άρχοντες των Βασιλείων όμως έχουν έξι επιλογές. Αν φερθεί έξυπνα, η Βίνας θα παντρευτεί Βόρειο, ίσως έναν από τους γιούς του Ριχάρδου του Μαυρογέννητου, μολονότι είμαι βέβαιη ότι δε θα το κάνει. Ο παππούς της μισεί τους Βόρειους και δεν μπαίνει καν στον κόπο να το κρύψει."

"Πάντως αν ζητήσει έναν από τους δικούς μου γιούς, θα αρνηθώ," ομολόγησε ο θείος της.

"Προφανώς," σχολίασε η Νυμέρια. "Μάλλον θα ζητήσει κάποιον από τα γειτονικά Βασίλεια. Ο παππούς της θέλει να πετύχει ισχυρές συμμαχίες."

"Ό,τι και να κάνει, όταν δει τον στόλο μας στο λιμάνι του, θα νομίζει ότι είναι μυρμήγκι," τη βεβαίωσε ο Άρχοντας Εδουάρδος.

"Δεν αρκεί μόνο ο στόλος. Πρέπει οι άνθρωποι να πιστέψουν σε εμένα, να πιστέψουν ότι έχω κάτι να προσφέρω." Έκανε με εσκεμμένη παύση και συνέχισε. "Πρέπει να παντρευτώ, θείε. Μήπως έφτιαξες τη λίστα με τους υποψήφιους που σου ζήτησα στο γράμμα μου;"

"Ναι, φυσικά," είπε ο Άρχοντας του Κόντορ. "Την έχω στο γραφείο μου. Πάμε ως εκεί να σου τη δώσω. Μελέτησε τη κι αποφάσισε."

Η Νυμέρια χαμογέλασε ευχαριστημένη. Προς το παρόν, η άνοδος της στον θρόνο προχωρούσε ομαλά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μετά το δείπνο τους, η Φοίβη οδήγησε την Υβέτ στο δωμάτιό της και της ευχήθηκε καληνύχτα, ενώ οι υπηρέτρια τη βοήθησε να ξαπλώσει και να φορέσει τη νυχτικιά της. Οι εξαδέλφες της Υβέτ είχαν φύγει αμέσως μετά την απόφαση για τη στέψη της Βίνας, με εντολή του πατέρα τους. Κανείς φέρων το όνομα Γουέλερ δεν έπρεπε να βρισκόταν στη Ρέισαν. Η αδελφή του άνδρα της τις είχε ακολουθήσει.

Μόλις έφτασε στο δωμάτιό της, βρήκε τους Σερ Άντριου και Έκτωρ να την περιμένουν καρτερικά.

"Φίλοι μου, σας παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος να με περίμενε να έρχομαι κάθε βράδυ. Πηγαίνετε να κοιμηθείτε. Αξίζετε ξεκούραση."

"Κι εσύ αξίζεις την προστασία μας," δήλωσε ο Σερ Έκτωρ.

"Πηγαίνετε παρακαλώ," επέμεινε η Φοίβη. "Σήμερα θέλω να περάσω χρόνο στη βιβλιοθήκη."

"Θα έρθουμε κι εμείς για συντροφιά," πρότεινε ο Σερ Άντριου.

"Όπως θέλετε," υποχώρησε η πριγκίπισσα. "Αν όμως κουραστείτε, μη με περιμένετε."

Στη βιβλιοθήκη, η Φοίβη έψαξε όλα τα βιβλία που μιλούσαν για το Έρθχορν. Δεν ήταν εύκολο να τα βρει, διότι ήταν κρυμμένα πίσω από άλλα κι έπρεπε να ψάξει ενδελεχώς. Ίσως τυχαία κανένα βιβλίο για το Έρθχορν δε βρισκόταν σε κοινή θέα. Ίσως να έγινε εσκεμμένα.

Μόλις γύρισε και κοίταξε τους δυο ιππότες πίσω της, κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας λυπημένα, μια που και οι δυο τους έμοιαζαν έτοιμοι να κοιμηθούν. Τους ένευσε ότι ήταν καιρός να φύγουν κι αυτό έκαναν. Η Φοίβη πήρε στα χέρια της τα βιβλία, παρόλο που οι ιππότες αντιτάχθηκαν σθεναρά.

Ενώ προχωρούσαν στον μεγάλο διάδρομο, είδαν μια υπηρέτρια με έναν φάκελο στο χέρι. Αυτό παραξένεψε τη Φοίβη.

"Πού πηγαίνεις;" Ρώτησε.

"Στη βασίλισσα," απάντησε εκείνη. "Ήρθαν επείγοντα νέα από τον Άρχοντα Φερδινάνδο της Γάνδης."

"Πολύ καλά. Δώσε μου τον φάκελο. Θα τον πάω εγώ στη Μεγαλειότητά της."

"Δεν μπορώ, δεν ξέρω αν έχετε αυτή τη δικαιοδοσία," δίστασε η υπηρέτρια.

"Μήπως την έχεις εσύ; Εγώ είμαι πριγκίπισσα κι εσύ υπηρέτρια. Δε θα σου το ζητήσω δεύτερη φορά," επέμεινε η Φοίβη, με υποκριτή αλαζονεία.

Η υπηρέτρια της έδωσε απρόθυμα τον φάκελο, υποκλίθηκε και τους προσπέρασε.

"Πηγαίνετε στα δωμάτιά σας," είπε στους ιππότες οι Φοίβη. "Πρέπει να ξεκουραστείτε. Εγώ θα παραδώσω το γράμμα στην αδερφή μου και θα επιστρέψω στην κάμαρα μου."

"Όπως διατάζεις," υπάκουσαν οι δυο πιστοί της ακόλουθοι και πια φίλοι.

Για πρώτη φορά η Φοίβη συνειδητοποίησε ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι αληθινοί φίλοι και οι μόνοι που είχε.

Καθώς περπατούσε προς την Βασιλική Κρεβατοκάμαρα, πέρασε από το δωμάτιο της Υβέτ κι άκουσε κάτι που την έκανε να σταματήσει. Η αδερφή της έκλαιγε.

Αμέσως, όρμησε στο δωμάτιο και βρήκε την Υβέτ όρθια και υγρά να στάζουν στα πόδια της.

"Φοίβη," της ψιθύρισε ανύμπορη. "Γεννάω."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τι θα γίνει; Θα γεννήσει η Υβέτ; Θα κάνει αγόρι, κορίτσι, δίδυμα;

Η Φοίβη θα πάει ποτέ στο Γουίντεργουολ;

Η Νέριλα μπορεί να είναι απειλή για τη Ροζλύν;

Τι σημαίνει το όνειρο που είδαν οι Πριγκίπισσες;

Τι έχει το γράμμα για τη Βίνας από τη Γάνδη;

Ποιόν θα παντρευτεί η Νυμέρια;

Όλα αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν στο επόμενο κεφάλαιο. Ωστόσο, θα ήθελα πολύ να μάθω τις δικές σας εικασίες και πιθανές απαντήσεις.

Τα λέμε <3

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top