~Η Γνωριμία~

Το δείπνο έλαβε χώρα μέσα σε απόλυτη σιωπή. Οι έξι πριγκίπισσες έδειχναν αλλόκοτα συγκεντρωμένες στο φαγητό τους -αν και οι κλεφτές ματιές δεν έλειπαν μεταξύ τους- σε αντίθεση με τον Δάντη, ο οποίος δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τα εξαίσια πιάτα που τους σέρβιραν και παρακολουθούσε συνεχώς τις κόρες του. Μόνο μια γνώριζε. Οι υπόλοιπες πέντε του ήταν ολότελα άγνωστες κι αυτό τον στεναχωρούσε.

Είχε παραγγείλει έξι πιάτα στον Αρχιμάγειρα. Ένα για κάθε μια από τις κόρες του. Του άρεσαν οι συμβολισμοί. Πρώτα τους έφεραν μια λιτή σούπα από κεφαλόψαρα, συμβολισμός της απέριττης ζωής των Ελεύθερων Γυναικών και της Ροζλύν. Έπειτα, μια σαλάτα από λαχανικά του Κόντορ και καρικεύματα από τη μακρινή πόλη του Βαϊντέν, που ανήκε στην Επικράτεια των Νόιρεν, στην Άπω Ανατολή. Αυτό συμβόλιζε τον εμπορικό χαρακτήρα των Δρυάντων και την πατρίδα της Νυμέρια. Στη συνέχεια, ένα ελαφρύ γεύμα, κοτόπουλο σε κληματαριές από το Σαντόρουμ, κατάλληλο για την έγκυο Υβέτ και προς τιμήν της. Για τη Βίνας διάλεξε το αγαπημένο της, χοιρινό με μέλι και κάστανα. Ακολούθησε ένα παραδοσιακό έδεσμα της Δύσης για την Αντέλ, μοσχάρι βρασμένο και ψημένο στη σχάρα με μια εξαίρετη γαρνιτούρα με ποικίλα λαχανικά και καρυκεύματα. Το γλυκό το είχε επιλέξει για τη Φοίβη, σκεπτόμενος την αγαπημένη του Έμπερ, που τόσο αλόγιστα και παρορμητικά είχε εκτελέσει, σκοτώνοντας μαζί και την ευτυχία του. Μια υπέροχη λευκή κρέμα, με φρούτα της άνοιξης και σιρόπι σφενδάμου, το αγαπημένο επιδόρπιο της χαμένης Έμπερ, λατρεύτηκε από όλες τις κόρες του, μα πιο πολύ από την Φοίβη, η οποία έμοιαζε να έχει πολλή όρεξη κι ο Δάντης ήταν βέβαιος ότι η όρεξη της δε σταματούσε στο φαγητό.
Τέλος, είχε διατάξει να πιούν όλοι νερό, σεβόμενοι την κατάσταση της Υβέτ κι έτσι είχε γίνει.

Δυο ώρες κράτησε το δείπνο τους. Για δυο ώρες καμία από τις κόρες του δε μίλησε.

Έτσι, ανέλαβε ο ίδιος να ξεκινήσει τη συζήτηση.

"Νυμέρια, πώς ήταν το ταξίδι σου; Έμαθα ότι αυτό το περίλαμπρο καράβι που σε έφερε, είναι δικό σου. Νεϊντέα το λένε, αν δεν κάνω λάθος."

Η νεαρή καπετάνιος πήρε μια ανάσα προτού του απαντήσει.

"Πράγματι, πατέρα, σωστά θυμασαι. Νεϊντέα λένε το πλοίο μου και είναι το πιο γερό και ελαφρύ πλοίο στο Κόντορ. Όσο για το ταξίδι μου ήταν μάλλον άνετο και ευχάριστο. Το πλήρωμα μου είναι άνδρες άξιοι· εγώ η ίδια τους διάλεξα για να στελεχώσουν το πρώτο μου πλεούμενο."

Η Φοίβη μετά βίας κράτησε την ουδέτερη έκφραση της. Τα λόγια της μεγάλης της αδερφής την είχαν εκπλήξει. Είχε θαυμάσει τον στόμφο στη φωνή της και το θάρρος στο βλέμμα της, αλλά και την τόσο ισχυρή της θέση. Μια δεκαεννίαχρονη κοπέλα, όσο υψηλής κοινωνικής θέσης κι αν ήταν, φάνταζε αδύνατο να κυβερνά πλοίο και πλήρωμα να υπακούει στις διαταγές της. Η μικρή αποφάσισε να μη χάσει ούτε μια λέξη από όσα θα ξεστόμιζε η αδερφή της. Στη φωνή της μύρισε έναν ιδανικό διδάκτορα για την ίδια.

Ο βασιλιάς Δάντης, φανερά εντυπωσιασμένος από την απάντηση της κόρης του, έστρεψε τα μάτια του στην Υβέτ, η οποία με απόλυτη ταπεινότητα είχε χαμηλώσει το βλέμμα, ως ένδειξη σεβασμού.

"Υβέτ, οφείλω να σε ευχαριστήσω ξέχωρα από τις υπόλοιπες κόρες που βρίσκεσαι σήμερα εδώ. Για να είμαι ειλικρινής δεν σε περίμενα, δεδομένης της ευαίσθητης κατάστασής σου."

Το αντικείμενο του λόγου του σήκωσε αργά το πρόσωπο από το άδειο πιάτο και με αφελή ντροπή τον αντίκρισε, μα η φωνή που ακούστηκε ήταν σταθερή και δυνατή, όσο και της Νυμέρια πριν λίγα λεπτά.

"Πατέρα μου, δεν είναι πρέπον να αγνοούμε τις προσκλήσεις. Έχοντας στο μυαλό μου αυτά τα λόγια, συζήτησα με τον θείο μου, τον δίκαιο Άρχοντα Ντάνιελ Γουέλερ του Σαντόρουμ, και αυτός παρήγγειλε στους μηχανικούς του μια μοναδική άμαξα, με τροχούς που απορροφούν τους κραδασμούς κι έφτασα εδώ χωρίς να διατρέξω κανέναν κίνδυνο στον δρόμο. Αυτό φυσικά οφείλεται και στους δύο άξιους φρουρούς που μου δώρισε ο θείος μου και που ορκίστηκαν να με προστατεύουν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Για αυτό, λοιπόν, μην εκπλήσσεσαι που με βλέπεις εδώ. Στο κάτω κάτω, δεν υπήρχε περίπτωση να αγνοούσα την ευκαιρία να συναντήσω επιτέλους εσένα και τις αδερφές μου."

Η φωνή της δεν έκρυβε ίχνος ψεύδους. Ακόμα και ο πιο καχύποπτος θα πίστευε κάθε της λέξη. Η Βίνας από εκεί συμπέρανε ότι είχε προβάρει πολλές φορές το κομμάτι της και πως η παράσταση της ήταν αξιέπαινη. Τουλάχιστον έπεισε τον ευκολόπιστο πατέρα τους.

Κι όσο ο βασιλιάς Δάντης καμάρωνε την κόρη του και τις εύηχες αερολογίες της, η Βίνας είχε επικεντρώσει το βλέμμα στην φουσκωμένη κοιλιά της. Ήξερε καλά ότι αν γεννούσε αγόρι, θα κέρδιζε και τον θρόνο, αδιαμφισβήτητα. Και τότε ορκίστηκε να μην το επιτρέψει ποτέ. Ο θρόνος της ανήκε και καμία από εκείνες τις άγνωστες σκύλες δε θα της τον άρπαζε.

Σειρά είχε η Αντέλ. Ο βασιλιάς άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν για λίγο πάνω στον κόκκινο χείμαρρο των μαλλιών της και θυμήθηκε την Όβια, τη μητέρα της, πριν της μιλήσει. Η ομοιότητά τους αναμφίβολη, μέχρι και την ίδια στάση σώματος μοιράζονταν.

"Αντέλ, αγαπητή μου, πες μου αλήθεια, πώς είναι ο καλός μου φίλος ο Βέρνον και οι κόρες του;"

Η Αντέλ δεν είχε όρεξη να του απαντήσει, αλλά το έκανε μόνο και μόνο για να μη φανεί κατώτερη από τις προηγούμενες.

"Ο καλός μου θείος, ο Άρχοντας Βέρνον Άραγκον του Ποσπέριους, χαίρει άκρας υγείας. Το ίδιο και οι πέντε του κόρες και αγαπημένες μου ξαδέρφες."

Ο βασιλιάς ένευσε ευχαριστημένος.

"Χαίρομαι πραγματικά που το ακούω αυτό. Ο Άρχοντας του Πέντοκρατ, ο Θέξον Λάντοβερ και τα αξιαγάπητα παιδιά του;"

"Είναι όλοι πολύ καλά, πατέρα," ήταν η ξερή απάντηση της Αντέλ, η οποία δεν άντεχε να ακούσει άλλο για το Πέντοκρατ και να θυμάται το ανεκδιήγητο προξενιό της γριάς.

Ο βασιλιάς Δάντης, διαισθανόμενος την ένταση που της προκάλεσε αυτό, θεώρησε σοφότερο να μην την πιέσει περισσότερο. Ίσως αργότερα μάθαινε τι ακριβώς συνέβαινε.

Έτσι, στράφηκε στη Ροζλύν κι ένιωσε έναν παλιό πόνο να ξυπνά μέσα του. Θυμόταν τον έρωτά του για τη Βασίλισσα Ραέλ και μετάνιωνε χίλιες φορές που την είχε αφήσει να φύγει χωρίς ποτέ να προσπαθήσει να τη φέρει πίσω. Όταν κάνεις είναι νέος, δε σκέφτεται σοφά, μόνο παρορμητικά και αλόγιστα.

"Ροζλύν, πριγκίπισσα των Ελεύθερων Γυναικών, πώς είναι η ζωή σου εκεί πάνω στον Βορρά και εδώ στην Ανατολή που παραθερίζεις στο Νησί σας; Πώς είναι η μητέρα σου και η Αναλάιζ, η καλύτερη της φίλη και σύμβουλος;"

Η Ροζλύν στην αρχή σκέφτηκε να μην του απαντήσει. Όμως, θέλοντας να τον αποστομώσει, αποκρίθηκε με τόνο σκληρό και κοφτό.

"Η ζωή στον Βορρά είναι σκληρή και βουτηγμένη στον πάγο, ενώ στην Ανατολή βασιλεύει ο Ήλιος. Γνωστό σε όλους μας, νομίζω. Η μητέρα μου είναι το ίδιο πεισματάρα και οξύθυμη όσο τη θυμάσαι και η Αναλάιζ βρίσκεται εδώ μαζί μου και με συνοδεύει. Μπορείς να τη βρεις όποτε θες, πατέρα."

Ο Δάντης εξεπλάγη από την ευθύτητα της μεγάλης του κόρης, αλλά και το ανυπολόγιστο θράσος της.

"Με χαροποιεί που η Αναλάιζ είναι εδώ. Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου και θα τη συναντήσω σύντομα."

Και καλά θα κάνεις. Να την απασχολήσεις αρκετά ώστε να προλάβω να το σκάσω από αυτόν τον παλιότοπο.

Η Ροζλύν σχεδόν μειδίασε στη σκέψη της απόδρασης, η οποία δε φαινόταν καθόλου άσχημη ιδέα.

Τελευταία ο βασιλιάς είχε αφήσει τη Φοίβη. Ίσως γιατί ήταν η τελευταία κόρη του και συμβόλιζε τις τελευταίες στιγμές τις ευτυχίας του. Ίσως πάλι επειδή δεν ήθελε να θυμηθεί όλα τα γεγονότα που είχαν συνδεθεί με το πρόσωπό της. Όλα του τα λάθη, όλες τις μαλθακές του αποφάσεις, που οδήγησαν στη θανάτωση της πιο αγαπημένης του συζύγου και στον χειμώνα της θλίψης του.

"Φοίβη, η αλήθεια είναι πως δε βρίσκω τα κατάλληλα λόγια για να σε πλησιάσω. Μόνο ένα θα σε ρωτήσω λοιπόν· είναι όμορφη η ζωή σου στο Νησί του Ερημίτη;"

Ήθελε να την ρωτήσει κι άλλα. Και για την κυρία Μπρίτα και για τους Σερ Έκτωρ και Άντριου και για τα πάντα. Ήθελε να μάθει τα πάντα για εκείνη, μια που τόσα χρόνια δε μάθαινε τίποτα. Η κυρία Μπρίτα δεν του έστελνε ποτέ γράμματα, μόνο εκείνος έστελνε δώρα για όλους τους. Αυτή ήταν η συμφωνία τους από την αρχή.

Ωστόσο, δεν κατάφερε να τη ρωτήσει τίποτα απολύτως, διότι η δεκατριάχρονη κόρη του, το τελευταίο του παιδί, βρόντησε το χέρι της στο τραπέζι -κάνοντας τα σερβίτσια να αναπηδήσουν, χωρίς να προκαλέσει ζημιές- και του έριξε το πιο ισχυρό και επώδυνο βλέμμα που είχε δεχτεί σε όλη του τη ζωή. Είχε δει μητέρες που είχαν χάσει γιούς και άνδρες στους πολέμους του και δεν είχε πτοηθεί. Είχε δει στρατιώτες ακρωτηριασμένους και βαριά πληγωμένους. Είχε δει ανθρώπους ρακένδυτους και φτωχούς να τον κοιτούν καθώς περνούσε μέσα στα χρυσοκέντητα ρούχα του και το άλογο του που έτρωγε καλύτερα από εκείνους. Είχε δει ανθρώπους να πεθαίνουν στα χέρια του. Ποτέ του δεν είχε αντικρίσει σε ανθρώπινα μάτια ένα τόσο μεγάλο κατηγορώ, τόση πολλή οργή συσσωρευμένη μέσα σε δυο ζαφειρένια μάτια, τόση οδύνη και δυστυχία, κι όλα αυτά εξαιτίας του. Αυτό το παγερό βλέμμα του τρύπησε τα κόκαλα, τον διαπέρασε σαν ακονισμένο τσεκούρι.

Η φωνή που αντήχησε δε θύμιζε με τίποτα φωνή παιδιού, αλλά ώριμης γυναίκας, που πνιγόταν από το δίκιο και απαιτούσε δικαιοσύνη. Θύμιζε τη φωνή της Έμπερ Άνταλον, αυτή που τόσα χρόνια πάλευε μάταια να ξεχάσει.

"Μεγαλειότατε, δε με εκπλήσσει διόλου το γεγονός ότι δε βρίσκετε λόγια να με προσεγγίσετε. Αφού στα δεκατρία χρόνια της ζωής μου δεν ενδιαφερθήκατε ποτέ αν ζούσα, αν ήμουν καλά, αν τέλος πάντων αναπτυσσόμουν κι εγώ, όπως όλες εδώ οι αξιοσέβαστες πριγκίπισσες. Μάθετε, λοιπόν αυτό, για να μη με θεωρήσετε αγενή επειδή δεν έδωσα απάντηση στην τόσο ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ερώτησή σας. Η ζωή μου στο Νησί του Ερημίτη ήταν υπέροχη, σχεδόν ιδανική. Μα δε θέλω να ξαναγυρίσω. Γιατί ξέρω ότι εδώ είναι ο κόσμος. Εδώ είναι η μοίρα μου. Κι εδώ δεν ήρθα για να γνωρίσω εσάς- αφού πατέρα δεν έχω, δεν τον γνώρισα- μα τις αδερφές μου· ό,τι μου απέμεινε από την σαθρή μου οικογένεια."

Οι πέντε αδερφές δεν τόλμησαν να μιλήσουν μετά από τα αστραπιαία λόγια της μικρής. Ούτε καν η Βίνας θέλησε να τη σχολιάσει ή τουλάχιστον να την επιπλήξει για τις βαριές τις κουβέντες. Κανένας δεν έσπασε την αμήχανη σιωπή που απλώθηκε ξανά πάνω από το τραπέζι.

Ο βασιλιάς Δάντης ένευσε στους υπηρέτες να μαζέψουν τα σερβίτσια και ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι και διέταξε την αποχώρηση όλων από το δωμάτιο της τραπεζαρίας.

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Οι αδερφές οδηγήθηκαν σε μια σάλα που έμοιαζε με καθιστικό. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, άρα χρησίμευε για ιδιωτική χρήση. Τους τοίχους κοσμούσαν κεντήματα με κλωστές χρυσές, κόκκινες και μαύρες, τα χρώματα των Πορφυρογόνων. Και έξι καρέκλες από ξύλο δρυ και στρώσεις βελούδου και χρυσού στέκονταν διάσπαρτες, όλες ίδιες και ταυτόσημες.

Η Αντέλ προχώρησε μπροστά από τις υπόλοιπες και παρατήρησε τον χώρο καλύτερα. Έπειτα, κάρφωσε το βλέμμα στη Βίνας.

"Ξέρεις σε τι χρησιμεύει αυτό το δωμάτιο;"

Η ξανθιά νέα κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

"Δε γνωρίζω. Για την ακρίβεια δεν έχω ξαναμπεί ποτέ μου εδώ μέσα. Και αισθάνομαι έκπληξη, γιατί ως τώρα πίστευα ότι είχα εξερευνήσει κάθε εκατοστό του παλατιού."

Καμία δεν αποκρίθηκε στη Βίνας. Είχαν απορροφηθεί από τη μεγαλοπρέπεια του δωματίου. Οι Πορφυρογόνοι δεν ήταν ματαιόδοξη δυναστεία, ούτε φιλάργυρη και θρασύδειλη. Αυτό, όμως, το δωμάτιο ερχόταν να εναντιωθεί σε όλα τα ιδεώδη που τους είχαν κληροδοτήσει οι πρόγονοί τους. Οι τοίχοι δεν ήταν απλώς διακοσμημένοι με κεντήματα, αλλά και πλήθος τοιχογραφιών -τεχνική φερμένη από τις Αρχαίες Γαίες της Ανατολής- οι οποίες προσέλκυαν το μάτι, κέντριζαν την προσοχή και ερέθιζαν την περιέργεια.

Η Νυμέρια παρατήρησε πιο προσεκτικά τις αλλόκοτες ζωγραφιές πάνω στην κρύα πέτρα. Άναψε έναν λύχνο για να βοηθηθεί. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και το φως δεν επαρκούσε για ολική φωτεινότητα του χώρου.

Χρυσό, άλικο και μαύρο. Τρία χρώματα κυριαρχούσαν. Τα χρώματα του θυρεού τους. Ωστόσο, ορισμένες παραστάσεις περιείχαν κι άλλα χρώματα, σε μικρές ποσότητες, έξυπνη κίνηση για να τονιστούν λεπτομέρειες.

Η πρώτη σκηνή από τα δεξιά που ξεκίνησε να παρατηρεί η Νυμέρια παρίστανε έναν γάμο. Το τραπέζι ήταν φοβερά λιτό, αν και ο γαμπρός και η νύφη φορούσαν ακριβά ενδύματα και ζεστά. Από εκεί συμπέρανε ότι επρόκειτο για γάμο στον Βορρά και μάλιστα ευπατρίδων. Ακριβώς από κάτω είδε το ζευγάρι να κρατά ένα μωρό, φανερά τρισευτυχισμένο. Και στο κατώτερο μέρος, είδε μόνο τον άνδρα να κάθεται σε μια καρέκλα σκυθρωπός και πολύ πιο μακριά του τη γυναίκα μόνη της με το μωρό και μια έκφραση ψυχρή, που δε μαρτυρούσε τίποτα.

Παραξενεμένη από την εικόνα αυτή, η Νυμέρια προχώρησε στην επόμενη παράσταση.

Ο ίδιος άνδρας εμφανιζόταν να παντρεύεται ξανά. Αυτή τη φορά μέσα σε πλοίο, στολισμένο μεγαλόπρεπα και επιτηδευμένα. Η γυναίκα δίπλα του δεν ήταν η ίδια με πριν, ήταν κοντύτερη και τα μαλλιά της είχαν ένα άγριο κόκκινο, ενώ τα μάτια της είχαν τονιστεί με πράσινο και ανέδιδαν μια τρομερή ευστροφία.
Από κάτω είδε ξανά το ζεύγος με ένα μωρό. Και λίγο πιο κάτω τον άνδρα πάλι μόνο του να θρηνεί κλαίγοντας πάνω από τον τάφο της συζύγου του. Στην ταφόπλακα η Νυμέρια διέκρινε τα γράμματα ενός ονόματος· Ρέιβεν Δρυά.

Το όνομα της μητέρας της.

Ένα κρύο συναίσθημα την πλημμύρισε. Ο λύχνος κόντεψε να της πέσει από τα χέρια. Τρέμοντας σύγκορμη, ανάγκασε τη φωνή της να ακουστεί, χωρίς να είναι βέβαιη για το αν βγήκε από το στόμα της ή από κάπου αλλού.

"Ελάτε εδώ. Νομίζω αυτό μας ενδιαφέρει όλες."

Η πρώτη που έφτασε ήταν η Ροζλύν. Αμέσως η Νυμέρια έδειξε με τον λύχνο την πρώτη παράσταση που είχε δει και δεν εξεπλάγη όταν τα μάτια της μεγάλης της αδερφής γούρλωσαν, έχοντας αδιαμφισβήτητα αναγνωρίσει τη μητέρα της στο πρόσωπο της μελαχρινής ζωγραφιάς.

Η Υβέτ την πλησίασε αργά. Η Νυμέρια δε δίστασε να της δείξει το κομμάτι μετά το δικό της, σίγουρη ότι την αφορούσε. Πράγματι, εκεί φαινόταν ο άνδρας -που πλέον ήξερε ότι ήταν ο Δάντης- εστεμμένος Βασιλιάς πια, να παντρεύεται μια άλλη γυναίκα και να αποκτά άλλο ένα μωρό. Και στο κατώτερο τμήμα, ο βασιλιάς έκλαιγε ξανά για την νεκρή του σύζυγο, την Αθίρα Γουέλερ από το Σαντόρουμ.

Έπειτα, έδειξε στη Βίνας τον γάμο του με την κατάξανθη καλλονή μητέρα της, την Λιάνα Καστέλ. Δίπλα τους φαινόταν ολοκάθαρα η βλοσυρή φιγούρα του Βασιλικού Πρωθυπουργού, Άρχοντα Μπράιτον. Η Λιάνα παρακάτω γέννησε άλλο ένα μωρό και τελικά φάνηκε να φεύγει μακριά, φορώντας ολόλευκα πέπλα και μανδύες. Η Βίνας έγνεψε, η Νυμέρια όμως δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί σε αυτή τη σύζυγο του πατέρα της.

Σειρά είχε η Αντέλ. Η Νυμέρια της υπέδειξε τον γάμο του βασιλιά με την περίφημη πριγκίπισσα Όβια Άραγκον- κοκκινομάλλα κι αυτή όπως η δική της μητέρα- παρουσία αυτή τη φορά της Αζέλια Άραγκον, της επονομαζόμενης Αρχόντισσας της Δύσης. Η Αντέλ έμοιασε να αγριεύει στιγμιαία στη θέα της γιαγιάς της. Η Όβια πιο κάτω κρατούσε ένα μωρό και τέλος πέθανε κι αυτή.

Τελευταία άφησε τη Φοίβη. Και οι έξι τους μαζί, με το φως του λύχνου, πλησίασαν το τελευταίο μέρος της τοιχογραφίας.

Στην αρχή, ο βασιλιάς φάνηκε να απολαμβάνει την παρέα μιας πανέμορφης γυναίκας με κατάμαυρα μαλλιά και δυο καταγάλανα μάτια κι έπειτα να την παντρεύεται. Στη συνέχεια τους είδαν να αγκαλιάζουν άλλο ένα μωρό και στο τέλος ο βασιλιάς δε φαινόταν πουθενά. Στο κατώτερο μέρος της τοιχογραφίας είχε ζωγραφιστεί μόνο η γυναίκα, η οποία ήταν δεμένη σε μια αναμμένη πυρά και το πρόσωπό της πρόδιδε μόνο οδύνη και μαρτύριο.

Η Φοίβη κοιτούσε ανέκφραστη το αποτρόπαιο θέαμα. Οι αδερφές της, όμως, αναστατώθηκαν φανερά. Η Νυμέρια απομάκρυνε φοβισμένη τον λύχνο από εκείνη την εικόνα και τον ακούμπησε πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι. Ύστερα οι αδερφές κάθισαν στις έξι καρέκλες που υπήρχαν, χωρίς ακόμα να ανταλλάξουν κουβέντα· το ίδιο είχε συμβεί και κατά την ανατριχιαστική ανακάλυψη της Νυμέρια.

Η πρώτη που έσπασε τη σιωπή ήταν η Αντέλ, που αναμφίβολα είχε επηρεαστεί περισσότερο από την εικόνα του βασανισμού της μητέρας της Φοίβης.

"Φοίβη, λυπάμαι για τη μητέρα σου. Δεν ήξερα ότι είχε υποφέρει τόσο."

Η Ροζλύν, η Νυμέρια και η Υβέτ ένευσαν καταφατικά. Η Βίνας δεν αντέδρασε.

"Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και τη λύπη σας," αποκρίθηκε η Φοίβη, χωρίς καθόλου από την πρότερη ορμή και θρασύτητα της στο τραπέζι του δείπνου. "Μη νομίζετε κι εγώ πριν λίγες μέρες το έμαθα. Δε ήξερα πώς είχε πεθάνει. Δεν ήξερα καν ότι ήταν μητέρα μου. Για να πω την αλήθεια, δεν ήξερα καν ότι ήμουν κόρη του βασιλιά Δάντη και πριγκίπισσα. Δε μου είχαν πει τίποτα στο Νησί του Ερημίτη μέχρι που ήρθαν οι βασιλικοί απεσταλμένοι και τότε όλα αποκαλύφθηκαν αναγκαστικά," πρόσθεσε με έναν τόνο ειρωνείας.

Ένιωσε ανακούφιση όταν καμία από τις αδερφές της δε ζήτησε να μάθει για ποιόν λόγο η μητέρα της εκτελέστηκε.

Ένα σύντομο γέλιο ακούστηκε. Δε δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι είχε έρθει από τη Βίνας.

"Πώς τολμάς και γελάς;" Την αποπήρε αυστηρά η Ροζλύν. "Μας καταθέτει την ψυχή της κι εσύ την κοροϊδεύεις!"

Η Βίνας γέλασε ξανά και τα κυανά μάτια της άστραψαν στιγμιαία. Η δικαιολογία της ήταν τόσο αλλόκοτη όσο και αληθινή.

"Γελάω απλά και μόνο επειδή ξέρω περισσότερα πράγματα για τη Φοίβη από όσα η ίδια. Είχα γνωρίσει τη μητέρα της και έζησα μαζί της για αρκετό καιρό. Κρίμα που η κόρη της δεν τη θυμάται καν παρά την αναγνώρισε μόνο και μόνο από τον μαρτυρικό της θάνατο."

Τα λόγια της έκρυβαν πολλές αλήθειες. Και για αυτό, η Φοίβη άλλαξε θέμα για να μην παρατεθεί η αμηχανία της σκηνής.

"Νυμέρια, είναι αλήθεια ότι εξουσιάζεις δικό σου πλοίο; Έχω πράγματι εντυπωσιαστεί με αυτό."

"Ναι, είναι," της απάντησε η πριγκίπισσα του Κόντορ και ανακάθισε στην καρέκλα, με στάση πιο αρχοντική και επίσημη. "Είμαι πολύ περήφανη για το πλοίο μου."
Σώπασε για λίγο και έμεινε σκεπτική. Ύστερα, συνέχισε.
"Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, αν δεν ήταν η μητέρα μου θα ήμουν μια τιποτένια στο Ρέιβενχιλ. Ο λαός με λατρεύει γιατί λάτρευαν τη μητέρα μου. Όποτε ακούν το όνομά της, τη δοξάζουν χίλιες φορές και μετά με προσκυνούν σαν θεά. Κι όταν ζήτησα πλήρωμα για τη Νεϊντέα, ήρθαν οι καλύτεροι ναύτες υποψήφιοι. Κι όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή η μητέρα μου ήταν υπόδειγμα γυναίκας. Στη σκιά της ζω από τότε που έφτασα εκεί."

Η φωνή της έσταζε μελαγχολία και αναθυμίσεις παλιών εποχών. Ένα ελάχιστο τρέμουλο διακρινόταν ακόμα, από τον προηγούμενο της τρόμο μπροστά στην τοιχογραφία της μητέρας της και της μητέρας της Φοίβης. Η γλαφυρότητα του καλλιτέχνη τα είχε κάνει να φαίνονται όλα υπερβολικά ρεαλιστικά.

"Κι εγώ ζω στη σκιά της μητέρας μου," πήρε τον λόγο η Ροζλύν. "Πάντοτε έπρεπε να είχα άψογη συμπεριφορά για να την τιμώ, να ακούω και να υπακούω και να μιλάω με πλήρη ευγένεια και καλή διάθεση, χωρίς να επιθυμώ να προσβάλω κάποιον ή να θίξω κάποιο ζήτημα που δε με αφορά. Αλλά, η μητέρα μου, παρότι είχε αναρίθμητες απαιτήσεις από εμένα, επέμενε να μην τηρήσει τη μόνη που της είχα ζητήσει, τη μόνη που κάθε παιδι ζητά· να με αγαπά και να είναι μαζί μου. Για το πρώτο είμαι σίγουρη, άλλωστε δεν είναι δυνατόν η μάνα να μην αγαπά το παιδί της. Το δεύτερο όμως δεν το έκανε ποτέ. Πάντα έλειπε. Και τις περισσότερες φορές δεν ήξερα καν γιατί. Η πρώτη φορά που ήταν παρουσία στη γενέθλια ημέρα μου ήταν όταν έγινα δεκαεφτά χρονών. Κι έτσι εγώ εμένα πίσω, με την εκπαιδεύτρια μου, την Αναλάιζ, που με συνόδευσε ως εδώ. Την Αναλάιζ την αγαπώ όσο κανέναν άνθρωπο. Αυτή μου δίδαξε όλα όσα ξέρω. Αυτή μου στάθηκε περισσότερο κι από τη μητέρα μου. Σε αυτή χρωστώ άπειρα μαθήματα ζωής."

"Ακούγεται σπουδαία γυναίκα," σχολίασε εντυπωσιασμένη η Υβέτ.

"Είναι πραγματικά," τη διαβεβαίωσε η Πριγκίπισσα των Ελεύθερων κι έφτιαξε το λευκό της φόρεμα που είχε τσαλακωθεί.

Η Αντέλ τότε άδραξε την ευκαιρία και τη ρώτησε κάτι που την έκαιγε για αρκετή ώρα.

"Έχεις ποτέ σκοτώσει;"

Η Ροζλύν έδειχνε να εκπλήσσεται για λίγο, μα συνήλθε γρήγορα και απάντησε.

"Φυσικά και έχω σκοτώσει. Έχω πάρει μέρος σε κυνήγια και έχω σκοτώσει δεκάδες ζώα και πτηνά πολλών ειδών και ηλικιών. Τα τρόπαια μου τα φτιάχνω όπλα ή ρούχα για να μην τα λησμονώ."

"Δεν εννοώ αυτό," εξήγησε η Αντέλ. "Εννοώ αν έχεις σκοτώσει άνθρωπο."

"Δεν έτυχε ποτέ να το κάνω. Δεν ήταν αναγκαίο," αποκρίθηκε προσεκτικά η Ροζλύν, επιλέγοντας σχολαστικά τις λέξεις της, για να μην έχουν αμφίσημο νόημα. "Μα γιατί ρωτάς;"

"Γιατί εγώ το έχω κάνει. Έχω σκοτώσει άνθρωπο."

Αυτή τη φορά η έκπληξη ήταν γενική. Εκτός από τη Φοίβη, η οποία απτόητη παρακολουθούσε, μια που γνώριζε ήδη τι είχε κάνει η Αντέλ από την ίδια, μετά την τυχαία και άκρως εποικοδομητική συνάντησή τους στο δρόμο για τη Ρέισαν.

"Αντέλ, ποσών ετών είσαι;" Τη ρώτησε δειλά η Υβέτ.

"Δεκαπέντε," απάντησε εκ μέρους της Αντέλ η Βίνας. Θυμόταν ολοκάθαρα τις δυο μικρές της αδερφές. Το ίδιο και τις μητέρες τους.

"Και πώς μπόρεσες... Εννοώ πώς κατάφερες και σκότωσες... Τι σε οδήγησε να το κάνεις;" Ρώτησε ξανά η σαστισμένη Υβέτ.

Η Αντέλ πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε για λίγο τα σμαραγδένια της μάτια προτού αρχίσει να τους εξιστορεί όλη την περιπέτειά της με τη Νίρα Μόνταγκιου και τα παιδιά της, τον γενναίο Κρίστιαν και την άτυχη Φίνη. Οι αδερφές της την άκουσαν με προσοχή και όταν άκουσαν το τραγικό τους τέλος έδειξαν να λυπούνται πραγματικά. Ίσως και αυτή να ήταν η αλήθεια.

Η σιωπή έπεσε ξανά. Η καθεμία τους είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της και κοιτούσε το μαρμάρινο πάτωμα. Εκτός από τη Φοίβη, που κοιτούσε τους τοίχους.

Η μικρότερη αδερφή πήρε στε χέρια της τον λύχνο, που ακόμα έκαιγε και πλησίασε τον τοίχο ακριβώς απέναντι από αυτόν που είχαν παρατηρήσει, με την έγγαμη ζωή του πατέρα τους. Δε χρειάστηκε πολλή παρατήρηση για να επιβεβαιώσει την προσδοκία της.

"Ελάτε εδώ. Νομίζω ότι βρήκα κάτι πολύ ενδιαφέρον."

Οι αδερφές της άκουσαν την παρότρυνσή της, σηκώθηκαν από τις βελούδινες καρέκλες και πήγαν κοντά της.

"Από ό,τι φαίνεται, επικεντρωθήκαμε πολύ σε μια πλευρά αυτού του δωματίου και αγνοήσαμε μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα."

Η Νυμέρια γύρισε στιγμιαία και νευρικά το κεφάλι προς τον τοίχο πίσω τους, προσπαθώντας ακόμα να ξεχάσει τις εικόνες που την τρόμαξαν. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ο ήλιος είχε βασιλέψει πίσω από τα όρη και το μόνο που διακρινόταν από τα παράθυρα ήταν το νυχτερινό σκοτάδι.

Η Φοίβη προχώρησε τον λύχνο αργά κατά μήκος της τοιχογραφίας και παράλληλα εξηγούσε τις περίτεχνες παραστάσεις.

"Όσο εμείς θυμόμαστε τα πρώτα χρόνια βασιλείας του Δάντη, λησμονήσαμε τα επόμενα, μετά την εκτέλεση της μητέρας μου και τη φυγή μου για το Νησί του Ερημίτη. Νομίζω όλες έχετε ακούσει και ζήσει την περίφημη δεκαετία των εκστρατειών. Για δέκα χρόνια ο βασιλιάς εκστράτευσε στην Ανατολή και κατάφερε να αναγκάσει τους Ανατολικούς Λαούς να υπογράψουν ευνοϊκές συνθήκες για τα εμπορικά μας πλοία."

Όλες οι αδερφές της ένευσαν καταφατικά. Πράγματι, όλες το θυμούνταν αυτό. Η Ροζλύν θυμόταν τις συζητήσεις της μητέρας της με την Αναλάιζ. Η Νυμέρια τον στόλο του παππού της να φεύγει με καπετάνιο τον ίδιο και να επιστρέφει με τα λείψανα του και αρχηγό τον θείο της. Η Υβέτ τον θείο και τους ξάδερφους της να φεύγουν με σαράντα πλοία. Η Βίνας τον πατέρα τους να σχεδιάζει ολημερίς κι ολονυχτίς την Εκστρατεία και να περιγράφει δόξα και μεγαλείο. Και η Αντέλ τον θείο της και τον αναρίθμητα στρατό του.

Ο λύχνος σταμάτησε μπροστά στην αναπαράσταση μιας μεγάλης μάχης, όπου του αντιπάλου στρατού ηγούνταν μια γυναίκα, με κορμοστασιά λυγερή και μύες σχεδόν ανδρικούς.

"Αυτή είναι η βασίλισσα Μιαζέτη της Θάναγκαρτ. Στη μάχη που έγινε πριν δώδεκα χρόνια, ο βασιλιάς Δάντης τη σκότωσε και βασίλισσα έγινε η κόρη της, Αντελάιν, η οποία σήμερα αγνοείται."

Συνέχισε και σταμάτησε σε μια άλλη μάχη, όπου ο στρατών των Δώδεκα Βασιλείων μάχονταν με έναν λαό με ξύλινα κράνη και κάπες από κόκκινο δέρμα. Αρχηγός του στρατού ήταν πάλι μια γυναίκα, πολύ νεότερη από τη βασίλισσα Μιαζέτη.

"Ιδού η θρυλική Ρεβέκα, Κυβερνήτης του νομαδικού λαού των Ντέβαρ και επίτιμη καλεσμένη στο παλάτι της Ρέισαν εδώ και έντεκα χρόνια. Έτσι λένε τουλάχιστον."

Καθώς μιλούσε, η Φοίβη παρατηρούσε την έκφραση της Βίνας. Το όνομα της Κυβερνήτη δεν έδειξε να της θυμίζει κάτι κι αυτό την παραξένευσε.

Δεν αντέδρασε, όμως, και πορεύθηκε μέχρι μιας άλλης μάχης. Εκεί, ένας μεσήλικας, με ένα παράξενο στέμμα μισο ασημένιο και μισό χρυσό, φάνηκε μα διατάζει τους στρατιώτες.

"Εδώ βλέπουμε τον βασιλιά Ιάσονα των Νόιρεν. Για να νικηθεί χρειάστηκαν τέσσερις σκληρές μάχες. Στον διακανονισμό που ακολούθησε, ο Ιάσων αναγκάστηκε να δώσει την ίδια του την κόρη αιχμάλωτη στον βασιλιά Δάντη, ως πιστευτήριο της συμφωνίας τους. Η πριγκίπισσα Θίσβη φιλοξενείται κι αυτή εδώ στο Παλάτι μέχρι να λήξει η περίοδος κράτησης της."

Ξανά παρατήρησε τη Βίνας. Ξανά έλαβε την ίδια έκφραση.

Προχώρησε στην Σκοτεινή Πεδιάδα του Θερ, όπου και τους μίλησε για την πανίσχυρη και αδίστακτη Αρχηγό Αθέλια, η οποία στα δεκαέξι της χρόνια πάλεψε γενναία και με αυταπάρνηση για τον λαό της. Όταν παρέδωσε τα όπλα, είχε δεθεί με δεσμούς φιλίας με τον βασιλιά Δάντη και επισκεπτόταν τη Ρέισαν συχνά.

Αυτή ήταν και η μόνη γυναίκα που θυμήθηκε η Βίνας. Και η Φοίβη το διαπίστωσε στη λάμψη των ματιών της.

Για το τέλος είχε αφήσει το παντοδύναμο και απέραντο βασίλειο των Αρχαίων Γαιών. Του αναρίθμητου στρατού τους ηγούνταν ξανά μια γυναίκα, μελαχρινή και γαλανομάτα, που πάντα της φάνταζε γνώριμη.

"Τέλος, αυτή είναι η πριγκίπισσα Εγουίβερ, υπερασπίστρια των Αρχαίων Γαιών. Ο βασιλιάς έχασε τέσσερις χιλιάδες άνδρες στις μάχες που έδωσε μαζί της και τελικά δεν κατάφερε να κλείσει καμία συμφωνία με το βασίλειό της. Γύρισε πίσω με πολλές νίκες και μια μοναδική ήττα."

Και με αυτά τα λόγια, απομάκρυνε τον λύχνο από την τοιχογραφία και τον τοποθέτησε ξανά στο τραπέζι του.

"Δεν μπορώ μα καταλάβω τι σημαίνουν όλα αυτά," εξέφρασε την απορία της η Νυμέρια.

"Ίσως ο πατέρας μας μας περιπαίζει. Όπως με τα πιάτα στο δείπνο, που νομίζω όλες καταλάβαμε τις σημασίες τους," υποστήριξε η Ροζλύν και οι υπόλοιπες συμφώνησαν· εκτός από τη Φοίβη.

"Αξιόλογη η εικασία σου, Ροζλύν, μα όχι και τόσο βάσιμη," εναντιώθηκε ευγενικά η μικρή. "Ο βασιλιάς Δάντης αγαπά τους συμβολισμούς, μα όχι την χλεύη. Το μόνο που θέλει να πετύχει με αυτό το δωμάτιο, είναι απόδειξη του δίπτυχου χαρακτήρα του. Όλα τα πράγματα έχουν δυο πτυχές, δυο απόψεις, μια καλύτερη, μια χειρότερη. Ο Δάντης υπήρξε μέτριος έως κακός σύζυγος και δεν ενδιαφέρθηκε για τις κόρες του. Υπήρξε όμως και ένας εξαιρετικός στρατηγός, που υπέταξα και συνθηκολόγησε με παντοδύναμες χώρες και κραταιά Βασίλεια. Ακριβώς όπως κι εμείς εδώ, που καθόμαστε εδώ τόσο όμορφα και ειρηνικά, σαν πραγματικές αδερφές, δείπνησαμε μαζί και τώρα περνάμε τον χρόνο μας δημιουργικά και ομαδικά."
Έκανε μια ηθελημένη παύση για να τις αφήσει να χωνέψουν την ειρωνεία της ξαι συνέχισε με εντελώς διαφορετικό ύφος.
"Η πραγματικότητα βέβαια είναι άλλη. Στην πραγματικότητα δε βλέπουμε την ώρα για το πότε θα πεθάνει ο γέρος για να κάτσουμε εμείς στον θρόνο του και να σκοτώσουμε η μια την άλλη για να το πετύχουμε αυτό. Το μόνο που θέλουμε για την άλλη είναι το κακό της. Έτσι ακριβώς δεν είναι;"

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!

Επιτέλους οι πριγκίπισσες γνωρίστηκαν κανονικά!

Και σας ξαναρωτώ:

Ποιά θα γίνει βασίλισσα;

Βιαστείτε να απαντήσετε. Σε δυο κεφαλαια ο Δάντης θα πεθάνει. (Spoiler😈)

Θα σας δω στο επόμενο κεφάλαιο. Μέχρι τότε σχολιάζετε συστηματικά🙂💞

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top