~Η Ανάγκη~
Σημαντικότατο κεφάλαιο αλέρτ. Μην πείτε ότι δε σας προειδοποίησα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Πριγκίπισσα Ευάνθη, δεύτερη νόθη κόρη του Βασιλιά Ενδυμίονος του Πρώτου από την Αγάθη του Βασιλείου της Ανατολής, επέστρεψε στη Ρέισαν μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας. Το δεξί της χέρι κρατούσε σταθερά και στοργικά το χεράκι του εξάχρονου γιου της Ιγνάτιου, ενός παιδιού που ανύποπτα κατευθυνόταν στην κηδεία της θείας του, αγνοώντας τι του επιφύλασσε εκείνη ακόμα και νεκρή. Μόλις ανοίχτηκε η διαθήκη της εκλιπούσης Αρετής από τον Άρχοντα Πρωθυπουργό Ντέρον Λύντερ, παρούσες ήταν η Ευάνθη, η Αρχόντισσα Δελικία κι η κόρη της Αντιγόνη, αλλά και η στερνή κόρη του Ενδυμίονος, η ενδεκάχρονη Συβίλλη. Μόλις επισημοποιήθηκε η διαδοχή της Αρετής από τον Ιγνάτιο, η Ευάνθη ένιωσε να την καταβάλει μια αίσθηση προστατευτικότητας και ανησυχίας ταυτόχρονα. Ο γιος της θα στεφόταν Βασιλιάς, για αυτό, όμως, έπρεπε να περίμεναν δέκα χρόνια. Ως τότε, εκείνη είχε οριστεί Επίτροπος του. Η ματιά της Δελικίας που έσταζε αίμα την έκανε να ανατριχιάζει. Είχε μόλις επιστρέψει από τον ειρηνικό Βορρά, που δεν ταλανιζόταν από τη διαφθορά του Νότου και του Παλατιού. Ωστόσο, παρέμενε βασιλοπούλα κι αυτό απεδείχθη αρκετό για να επικυρώσει την επιβίωση της στα τραγικά χρόνια που ακολούθησαν.
Δεν έστεψε τον γιο της Βασιλιά, αντιθέτως στέφθηκε η ίδια Βασίλισσα των Δώδεκα Βασιλείων και την ίδια ημέρα παντρεύτηκε τον πλουσιότερο άνδρα της Επικράτειας· τον Έγκις Λανγκόν, νόθο γιο του Άρχοντα Θοράν Άραγκον του Ποσπέριους, προσδίδοντας έτσι περισσότερο κύρος στην εικόνα της. Τη δεύτερη ημέρα της βασιλείας της, κατηγόρησε την Αρχόντισσα Δελικία για εσχάτη προδοσία, ως δολοφόνο της αδελφής της Βασίλισσας Αρετής, τη φυλάκισε και την επομένη την εκτέλεσε στο κελί της. Όσο για την Αντιγόνη, που μόλις είχε κλείσει τα δεκαέξι, την πήρε υπό την προστασία της, ώστε να αποτρέψει κάποια συνέχεια της προδοσίας από την κόρη αυτής της δαιμονικής γυναίκας. Παρόλα αυτά, η Δελικία ακόμα και νεκρή παρέμενε επικίνδυνη, διότι η Οικογένεια των Φάλλον ήταν απο τους ισχυρότερους στη γειτονική Θάναγκαρτ κι όταν μαθεύτηκε ο θάνατος της εκεί, ο τότε Βασιλιάς Γκιντέον το θεώρησε ως τέλεια ευκαιρία για να εκστρατεύσει εναντίον των Δώδεκα Βασιλείων. Οι σύγχρονοι του τον χαρακτηρίζουν ως τον πιο φιλόδοξο κι ιμπεριαλιστή πρίγκιπα που γέννησε ποτέ γυναίκα στη Θάναγκαρτ.
Κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό του έτους 263, η Βασίλισσα Ευάνθη έλαβε έκτακτη ειδοποίηση από το νησί Κόντορ. Ο στόλος της Θάναγκαρτ είχε εισβάλλει στις θάλασσες τους κι είχε βουλιάξει αλύπητα όσα πλοία έφεραν θυρεούς των Βασιλείων. Ήταν προφανές ότι ο πόλεμος είχε κηρυχθεί για τα καλά. Η Βασίλισσα διέταξε αμέσως γενική επιστράτευση κι έστειλε αετούς σε όλα τα Στρατόπεδα των Βασιλείων, ακόμα και στις Ελεύθερες Γυναίκες μήνυσε για συμβολή στην απειλή από την ανατολή. Εκείνη την ίδια ημέρα, η ετεροθαλής αδελφή της Αντιγόνη, η κόρη της πανούργας Δελικίας, έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, έναν γιο που ονόμασε Ενδυμίων, προς τιμήν του νεκρού πατέρα τους.
Η σύρραξη ξεκίνησε. Μερικές ημέρες αργότερα, ο στόλος αποβιβάστηκε στις ακτές του Ζεφύρ, στην παραλία της Γκώλντεν Σωρ, όπου είχαν παραταχθεί οι στρατοί του Δάμπονις και του Σαντόρουμ. Στην πρώτη μάχη που ακολούθησε, πολεμούσαν εννέα ολόκληρες ώρες κι έπαψαν μονάχα όταν σκοτείνιασε ο ουρανός, με τη βεβαιότητα ότι η σύγκρουση θα συνεχιζόταν την επόμενη αυγή.
Η Ευάνθη διέταξε όλο τον στρατό της να κατευθυνθεί στο Γκώλντεν Σωρ το ίδιο και τον στρατό της Γάνδης και της Κατέρια. Έμεινε στο παλάτι της Ρέισαν μονάχα με τη Βασιλική Φρουρά και τη φρουρά της πόλης, ενώ ο άνδρας κι ο γιος της δεν άφηναν το πλευρό της. Εκείνο το βράδυ έμελλε να γίνει το πιο εφιαλτικό ολόκληρης της ζωής της.
Ένα μέρος του στόλου της Θάναγκαρτ εισέβαλε στο λιμάνι της Ρέισαν μέσα στη νύχτα και κανείς δεν πήρε είδηση. Μέσα σε ελάχιστη ώρα, βρέθηκαν να περικυκλώνουν και να πολιορκούν το Παλάτι έξι χιλιάδες ένοπλοι άνδρες, έναντι των εξακοσίων πενήντα που διέθετε η φρουρά. Η μάχη που ακολούθησε ενέπνευσε τραγούδια και ύμνους για πολλά χρόνια και θεωρείται μια από τις πιο ηρωικές στιγμές της Ρέισαν. Οι εξακόσιοι πενήντα υπερασπιστές της πόλης πέθαναν ένδοξα, έχοντας εξοντώσει δυο χιλιάδες στρατιώτες της Θάναγκαρτ και τους τρεις Ναυάρχους τους που ηγούνταν της επίθεσης. Οι Αρχηγοί της Ρέισαν τότε ήταν ο Σερ Άλτον Παστέρ, Αρχηγός της Φρουράς της πόλης, ο Σερ Γκέρτ Φόλσταφ κι η Ματωμένη Δεΐσα, οι Αρχηγοί της Βασιλικής Φρουράς.
Μόλις η Ευάνθη κατάλαβε ότι η μάχη ήταν χαμένη, διέταξε τον άνδρα της να φυγαδεύσει τον μικρό Ιγνάτιο, ώστε να σωθούν απο τους κατακτητές και κάθησε στον θρόνο της υπερήφανη, περιμένοντας τους εισβολείς και τον επικείμενο θάνατο γενναία και έντιμα. Εκείνη την ώρα, συνέβη ένα ανεξήγητα μεταφυσικό φαινόμενο. Η γη σείστηκε, έγινε ένας ισχυρός σεισμός, που ταρακούνησε το Παλάτι από τα θεμέλια και έκανε τον θρόνο να τρέμει τόσο που η Ευάνθη σηκώθηκε όρθια, για να νιώσει σχεδόν ταυτόχρονα μετά το πέρας του σεισμού το κρύο μέταλλο από ένα μαχαίρι να της τρυπά την πλάτη. Γύρισε κι αντίκρισε την Αντιγόνη, την κόρη της μέγαιρας Δελικίας που είχε δηλητηριάσει την αγαπημένη της αδελφή. Η δεκαεφτάχρονη κοπέλα φαινόταν να απολαμβάνει το αίμα της Βασίλισσας να τρέχει στο χέρι της από τη λεπίδα του μαχαιριού.
"Η Μαύρη Λεπίδα έκοψε τον άνδρα μου, τον γαμπρό μου και τον πατέρα μας. Ακόμα απορώ γιατί έδειξε φειδώ σε εσένα και τη μητέρα σου," ήταν τα τελευταία πικρά λόγια της Ευάνθης, που σωριάστηκε στα σκαλιά του θρόνου της και τα έβαψε με το αρχοντικό της αίμα -μόλις δεκαοχτώ ετών- με το κύκνειο άσμα της: "Πόσο χαίρομαι που ο Ιγνάτιος μου ζει, για να σε σκοτώσει."
Μόλις οι Στρατηγοί κι ο Βασιλιάς Γκίντεον μπήκαν θριαμβευτές στο Παλάτι της Ρέισαν κι έφτασαν στην Αίθουσα του Θρόνου, αντικρίζοντας τη φόνισσα της Δελικίας νεκρή και την κόρη της να κάθεται ήδη στον θρόνο με χέρια και ρούχα ματωμένα, φρόντισαν να βεβαιωθούν ότι την επόμενη κιόλας ημέρα θα στεφόταν Βασίλισσα Αντιγόνη των Δώδεκα Βασιλείων αναμφίβολη.
Ο Έγκις Λανγκόν κι ο πρίγκιπας Ιγνάτιος εξαφανίστηκαν και κανείς ποτέ δεν κατόρθωσε να τους εντοπίσει. Η Ευάνθη πετάχτηκε στα φρεάτια του Παλατιού χωρίς να κηδευτεί καν. Η δε μικρή Συβίλλη, η ύστατη των τεσσάρων αδελφών, οδηγήθηκε στο μοναστήρι της Θεάς Ευαδώρα ύστερα από διαταγή της Αντιγόνης, που πια ήταν βέβαιη ότι η Βασιλεία της θα ήταν μακρά, ευδαίμων κι ευδοκιμούσα. Ο στρατός κι ο στόλος της Θάναγκαρτ αποσύρθηκαν αμέσως μετά την στέψη της κι ο πόλεμος έληξε με θύματα τους πεσόντες της μάχης του Γκώλντεν Σωρ και τους εξακόσιους πενήντα ήρωες της Ρέισαν.
"Οι Μεγαλύτερες Προδοσίες στην Ιστορία των Δώδεκα Βασιλείων" Άλισταιρ Γκόντραν, Ιερέα στον Ναό της Θεάς Ευαδώρα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Εγώ, ο Άρχοντας Θέξον Λάντοβερ, γιος του Ρέγκαν και της Ζεφύρα, μόνος και δικαιωματικός Άρχων του Πέντοκρατ, δεσμεύομαι ότι από εδώ και στο εξής, θα είμαι υπόλογος, υποκείμενος και υπήκοος του Άρχοντα του κραταιού Ποσπέριους Βέρνον Άραγκον, ενώ συναινώ ώστε τα Βασίλεια του Ποσπέριους και του Πέντοκρατ να ενωθούν κι από εδώ και στο εξής θα ονομάζεται Ουέστγκαρντ. Αναλόγως, αποδέχομαι ότι ο Άρχοντας Βέρνον δεσμεύτηκε να ορίσει διαδόχους του την ανιψιά του και Πργκίπισσα Αντέλ και τον γιο μου Έινταν, που σήμερα ενώνουν τις ζωές τους."
Μόλις τελείωσε την προφορική του ορκωμοσία ο Άρχοντας Θέξον, έδωσαν τα χέρια με τον Άρχοντα Βέρνον και συνυπέγραψαν το έγγραφο επικύρωσης της συμφωνίας. Ο γάμος των παιδιών τους στάθηκε αφορμή για κάτι που η Αρχόντισσα Αζέλια πάλευε για χρόνια κι επιτέλους είδε να υλοποιείται. Εκείνη την ημέρα κοιτούσε την Αντέλ ευτυχής, καμαρώνοντας την ντυμένη νύφη, που επιτέλους έπραξε ως προς το συμφέρον του οίκου που τόσα χρόνια την ανέθρεφε και γαλουχούσε.
"Ας ξεκινήσει το μυστήριο, λοιπόν!" Διέταξε τελικά, με ένα ειλικρινές χαμόγελο στα χείλη. "Η εγγονή μου μετά βίας συγκρατείται."
Όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν με το ευφυολόγημά της, εκτός από την Αντέλ, που φόρεσε μια έκφραση σκυθρωπή, ανάρμοστη για την ημέρα του γάμου της.
"Μην ανησυχείς," την καθησύχασε ο Έινταν δίπλα της. "Θα φροντίσω να τη βλέπουμε όσο το δυνατόν λιγότερο από εδώ και πέρα που θα είμαστε παντρεμένοι."
"Σ'αγαπώ," ήταν η μόνη απάντηση της Αντέλ, της οποίας το χαμόγελο επέστρεψε αυτοστιγμεί.
Τα λόγια της έκαναν τα μάτια του μέλλοντος συζύγου της να αστράψουν από ευτυχία. Ήταν η πρώτη φορά που αυτά τα λόγια ακούγονταν ανάμεσα τους κι άξαφνα ένιωσε μερικές φευγαλέες τύψεις που δεν ήταν εκείνος ο πρώτος που τις ξεστόμισε. Την έπιασε από το χέρι και κοιταζοντας μόνο τα μάτια της, κατευθύνθηκαν στα ενδότερα του Ναού της Θεάς Νεϊντέα, για να ξεκινήσει η τελετή του γάμου.
"Ας ελπίσουμε ότι ο Βέρνον δε θα μας εξαπατήσει κι ο Έινταν θα γίνει πράγματι Άρχοντας όπως του πρέπει," ψιθύρισε βλοσυρά ο Άρχοντας Θέξον στη μεγάλη κόρη του, τη Ζεφύρα. "Ή μάλλον, η γριά να μην το κάνει. Άμα κάποια από τις κόρες του Βέρνον τον διαδεχτεί, θα σφάξω ο ίδιος και τη γριά κι όλες τις κόρες του."
"Πατέρα, άφησε τις σκοτεινές σκέψεις μακριά από το μυαλό σου," τον προέτρεψε η Ζεφύρα. "Σήμερα παντρεύεις τον μοναχογιό σου, πρέπει να δείχνεις και να είσαι πανευτυχής."
"Πρέπει," απάντησε λίγο πιο εύχαρα ο πατέρας της και πρώην Άρχοντας του Πέντοκρατ. "Χαίρομαι που τουλάχιστον ένα από τα παιδιά μου διαθέτει μια κάποια αίσθηση καθήκοντος και ευπρέπειας."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Πότε ορίστηκε η δίκη του Άρχοντα Μπράιτον;" Ρώτησε ο Πέρσιβαλ, καθώς ξάπλωνε δίπλα στη Βίνας.
"Σε τέσσερις ημέρες," απάντησε εκείνη, χωρίς καν να τον κοιτάζει. "Θα περάσουν γρήγορα και μετά θα απαλλαγούμε από αυτόν μια και καλή."
"Δε θα είναι εύκολο να τον καταδικάσεις," επισήμανε ο άνδρας της, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της. "Άνδρες σαν τον παππού σου έχουν φίλους παντού και ξέρουν να ξεγλιστρούν καλύτερα κι απο χέλια."
"Ακόμα και για τα χέλια, όμως, υπάρχουν παγίδες," αντιτάχθηκε η Βίνας. "Ειδάλλως, δε θα τα είχαμε στο τραπέζι μας κάθε δεύτερο Σάββατο."
"Ποιόν σκέφτεσαι να τον αντικαταστήσει, όμως; Ακόμα κι αν αθωωθεί, θα καθαιρεθεί από Πρωθυπουργός, οπότε ποιός θα τον διαδεχθεί;"
Η Βίνας αναστέναξε βαριά.
"Ομολογουμένως, αυτή είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη απόφαση, εξαιτίας της σπουδαιότητας της. Έχω αρκετούς στο μυαλό μου, παρόλα αυτά το ζήτημα χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη. Ως τότε, έχω αναλάβει τα καθήκοντα η ίδια. Αυτό τα χαρτομάνι που έχει στοιβαχτεί στο γραφείο μου, όμως, με εξαντλεί και μόνο στην όψη."
"Ο πατέρας μου θα μπορούσε να σε βοηθήσει," πρότεινε ο Πέρσιβαλ. "Έχει εμπειρία, ως Άρχοντας της Γάνδης επί τόσα χρόνια και θαρρώ θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον παππού σου εξαίσια-"
"Για το όνομα των Θεών, μην εξευτελίζεσαι περισσότερο!" Τον έκανε να σωπάσει η Βασίλισσα, υψώνοντας ελάχιστα τη φωνή της. "Αν μου μιλάς απλά και μόνο για να με πείσεις να διορίσω τον πατέρα σου, πλανάσαι, Πέρσιβαλ! Πάψε να εκμεταλλεύεσαι την αγάπη μου για σένα και το γεγονός ότι περιμένω το παιδί μας επιτέλους!"
Ο άνδρας της σώπασε, μη θέλοντας να ερεθίσει περισσότερο τα νεύρα της και επηρεάσει το μωρό. Μεταξύ τους απλώθηκε μια σιωπή βαριά και άβολη, την οποία -αρκετές στιγμές αργότερα- βάλθηκε να διαλύσει.
"Τι έδειξαν οι έρευνες στο γραφείο του Μπράιτον;"
"Τίποτα," απάντησε κοφτά η Βίνας. "Γιατί δεν έχουν διεξαχθεί. Ζήτησα απο τον Κλειδοκράτορα να μου δώσει το κλειδί του γραφείου και δεν προτίθεμαι να το μεταβιβάσω σε κανέναν. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν πέραν του εαυτού μου για μια τόσο σημαντική έρευνα."
"Πότε σκοπεύεις να πας, λοιπόν;"
"Τώρα αμέσως," αποκρίθηκε η Βίνας κι αποτραβήχτηκε από εκείνον, ρίχνοντας πάνω της έναν μανδύα στο χρώμα του κρασιού. "Είναι η καλύτερη ώρα, όπου τα νοσηρά περίεργα μάτια είναι κλειστά και μόνο οι απόλυτα πιστοί μου φρουροί περιπολούν. Έχω συνεννοηθεί με τη Νταϊάνα και το έχει φροντίσει προσωπικά."
"Μήπως θα ήθελες να σε συνοδεύσω; Τέσσερα μάτια είναι καλύτερα από δυο."
"Καλύτερα δυο μάτια έμπιστα παρά τέσσερα αμφιβόλου εμπιστοσύνης," απάντησε με πικρία η Βίνας.
Αγνοώντας τον εντελώς, βγήκε από το δωμάτιο και προχώρησε με προσοχή ως το γραφείο του Πρωθυπουργού. Ξεκλείδωσε χωρίς να κάνει κανέναν θόρυβο και πέρασε μέσα άηχα, ακροπατώντας ανάλαφρα, σαν αιλουροειδές.
Μέσα σε ελάχιστη ώρα, έψαξε σε όλα τα συρτάρια, τα ντουλάπια και τα ράφια του γραφείου· ακόμα και κάτω απο τα χαλιά και πίσω από τα διακοσμητικά των τοίχων κοίταξε, ωστόσο δεν μπόρεσε να εντοπίσει τίποτα που να ενοχοποιούσε τον παππού της και να του προσήπτε κάποιο σοβαρό αδίκημα. Μόνο και μόνο η ώθηση της μητέρας της στο μοναστήρι για πολιτικές σκοπιμότητες δεν ήταν αρκετό για να τον στείλει στον δήμιο. Χρειαζόταν κάτι βαρύτερο, ένα ειδεχθές έγκλημα, του οποίου τις αποδείξεις ήλπιζε να ανακάλυπτε εκεί.
Νωχελικά κι αδιάφορα έλυσε την κορδέλα μιας στοίβας εγγράφων και τράβηξε ένα τυχαίο. Βλέποντας τη γνώριμη σφραγίδα του εκλιπόντος πατέρα της, εντυπωσιάστηκε και παραξενεύτηκε, ώστε το διάβασε ολόκληρο προσεκτικά. Ως κι η ημερομηνία σύνταξης του ήταν ενδιαφέρουσα· η τελευταία ημέρα ζωής του.
Εγώ, ο Βασιλιάς Δάντης ο Δεύτερος, της Ένδοξης Δυναστείας των Πορφυρογόνων,
Δηλώνω επίσημα κι υπεύθυνα ότι επιθυμώ την καθαίρεση του Άρχοντα Μπράιτον από τη θέση του Πρωθυπουργού. Αντικαταστάτη του ορίζω τον Ρόουαν Πένερ, γιο του Άντριου Πένερ από το Ιωδέως.
Ο Άρχοντας Πρωθυπουργός Άντριου Πένερ αναμένεται να σταθεί αρωγός και θερμός υποστηρικτής της διαδόχου μου και μέλλουσας Βασίλισσας, η οποία δηλώνω πως θα είναι η στερνή μου κόρη, Φοίβη. Σε περίπτωση που πεθάνω προτού ενηλικιωθεί, ορίζω Αντιβασιλείς της τον Άρχοντα Ριχάρδο του Γουίντεργουολ και την Πριγκίπισσα Εγουίβερ των Αρχαίων Γαιών, την οποία και διατάζω να απελευθερωθεί αμέσως αφότου αυτή η διαταγή αναγνωστεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ζεστό νερό. Δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή της μπάνιο με ζεστό νερό. Η καυτή του αίσθηση στο δέρμα της και οι υδρατμοί που πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα ξυπνούσαν νέες αισθήσεις μέσα της, συγκινήσεις που δεν είχε βιώσει ποτέ. Στο νησί του Ερημίτη, η κυρία Μπρίτα επέμενε να πλένεται συνεχώς με σχεδόν παγωμένο νερό, για να σκληραγωγηθεί και να αυξήσει την αντοχή της. Την προόριζε για μια γυναίκα σκληρή, σοφή όσο οι ιερείς της Θεάς Ευαδώρα, ευγενή με όσους το άξιζαν και αυθάδη όποτε επιβαλλόταν, με στρατηγική και μαθηματική σκέψη, διπλωματική ικανότητα και αρτιότητα στην τέχνη της εξαπάτησης. Η Φοίβη δεν μπορούσε να είναι βέβαιη ότι είχε κατορθώσει να γίνει όλα αυτά, ωστόσο μονάχα η μελλοντική της πορεία θα το επαλήθευε.
Βύθισε το σώμα της στη μαρμάρινη μπανιέρα που της χάρισε ο πεθερός και θετός της θείος, μια πολυτέλεια που στον Βορρά διέθετε μόνο εκείνη και η σύντομα ανδραδέλφη της, η εγκυμονούσα Άγκνες, που αν μη τι άλλο κάποια μέρα θα γινόταν Αρχόντισσα του Γουίντεργουολ. Ίσως η δική της πολυτέλεια οφειλόταν στη βασιλική της καταγωγή ή ίσως πάλι ήταν κάποιου είδους αποπλήρωσης για τον δύσκολο σύζυγο τον οποίο είχε διαλέξει.
Γέλασε σε αυτή τη σκέψη και καθώς έτριβε τα μαλλιά και το σώμα της με τα έλαια και τα κρεμώδη προϊόντα που της είχαν παραχωρήσει, η ματιά της έπεσε στο κρεβάτι, το οποίο βρισκόταν παραπέρα. Δε θα ξανακοιμόταν εκεί. Όπως είχε πληροφορηθεί, το δωμάτιο που θα μοιραζόταν με τον Βενέδικτο θα ήταν το δικό του, στο οποίο ποτέ της δεν είχε βρεθεί κι ανυπομονούσε, υποθέτοντας ότι θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τον ξενώνα που της είχε δωθεί και σίγουρα με πολύ πιο ενδιαφέρουσα διακόσμηση. Το δικό του κρεβάτι αρνούνταν να το σκέφτεται, μια που συνεπαγόταν μια σειρά γεγονότων τα οποία θα συνέβαιναν το ίδιο κιόλας βράδυ και δεν είχε ιδέα για αυτά. Συχαινόταν να μην καταλαβαίνει ή να μην προβλέπει κάτι αναπόφευκτο. Σε λίγες ώρες παντρευόταν τον Βενέδικτο και αγνοούσε πλήρως πώς ήταν ο έγγαμος βίος. Το μοναδικό παντρεμένο ζευγάρι που είχε γνωρίσει ήταν ο Βέρεν και η Γκρέισεν, που τη μεγάλωσαν μαζί με την Κόρα και την κυρία Μπρίτα στο Νησί. Αυτοί, όμως, είχαν παντρευτεί από έρωτα και ζούσαν ξέγνοιαστοι, χωρίς το άγχος της τεκνοποίησης ή το βάρος μιας διακυβέρνησης. Εκείνη θα παντρευόταν τον Βενέδικτο ως μέρος μιας συμφωνίας και θα έπρεπε μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα να γεννήσει γιο, ώστε όχι μόνο να χαρίσει στο Γουίντεργουολ άλλον έναν διάδοχο, αλλά και να σφραγίσει τη διεκδίκηση του Θρόνου των Δώδεκα Βασιλείων. Ως μάνα γιου, αποκτούσε το πανίσχυρο πλεονέκτημα που εκείνη τη στιγμή μόνο η Υβέτ κατείχε. Γρύλισε νευριασμένα. Για άλλη μια φορά, βασιζόταν σε πιθανολογία· ίσως εμένε έγκυος, ίσως γεννούσε γιο, ίσως κατάφερνε να διεκδικήσει τον Θρόνο. Τόσες παράμετροι, τόσα πιθανά απότοκα, λες κι εκείνη ήταν ανίκανη να ελέγξει τη μοίρα της. Μισούσε να φαίνεται ανίκανη.
Άκουσε χτυπήματα στην πόρτα της. Χαμογελώντας, είπε να περάσουν. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή την Άγκνες και τη Φίλιντα, για να τη βοηθήσουν να ετοιμαστεί. Εκείνες θα της έφερναν και το νυφικό της. Στάθηκε όρθια, νιώθοντας το ζεστό νερό να τρέχει στο σώμα της και να τη γαργαλάει σαν χάδι. Ετοιμάστηκε να βγει από τη μπανιέρα, αναζητώντας την πετσέτα της, ωστόσο παραξενεύτηκε με την αλλόκοτη σιωπή που είχε απλωθεί στο δωμάτιο. Είχε ακούσει ολοκάθαρα την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει και βήματα να ακολουθούν, όμως καμία φωνή. Υπέθετε ότι οι δυο γυναίκες θα έρχονταν γελώντας και μιλώντας ακατάπαυστα -αν όχι τραγουδώντας- για τη σημερινή ημέρα, που αρκετές φορές ήδη της είχαν πει ότι θα ήταν η ωραιότερη της ζωής της. Η σιωπή που είχε απλωθεί ήταν βαριά, σκοτεινή, σχεδόν μακάβρια. Έστρεψε το βλέμμα προς στην πόρτα και όταν αντίκρισε τον Ριχάρδο -τον μικρότερο από τους μέλλοντες αδελφούς της- πάγωσε. Ήταν ολόγυμνη μπροστά σε ένα αγόρι που δεν ήταν ο άνδρας της. Ποτέ ο Βέρεν δεν την είχε δει γυμνή στο Νησί. Ήταν η πρώτη φορά που αρσενικό έριχνε τη ματιά του στο γυμνό της σώμα και δεν ήταν ο σύζυγός της.
Ανατρίχιασε. Η σιωπή συνέχισε και σταδιακά την τρέλαινε. Άρπαξε την πετσέτα και τύλιξε το σώμα της πρόχειρα, για να χαλαρώσει κάπως την ένταση που απότομα είχε ριζώσει ανάμεσά τους. Απείχε δυο μέτρα περίπου από εκείνη κι ήταν κι αυτός εξίσου παγωμένος· ωστόσο, τα μάτια του, που στην αρχή λεηλάτησαν το σώμα της, ήταν απόλυτα καρφωμένα στα δικά της μάτια. Η Φοίβη χρειάστηκε μια στιγμή για να τα παρατηρήσει· καταγάλανα, πολύ πιο όμορφα από τα δικά της, βαθιά, με άπειρες κρυμμένες σκέψεις και μνήμες κι έκρυβαν κι εκείνα μια περιέργεια, μια ευφυΐα αφανή, όπως και τα δικά της· δεν είχε ξανασυναντήσει μάτια που να έμοιαζαν με τα δικά της. Ενδόμυχα, γέμισε χαρά, που τον είχε επιλέξει για Σύμβουλό της, ευτυχισμένη που το ένστικτό της τη δικαίωνε ξανά.
"Ριχάρδε," είπε όσο πιο σταθερά κι επίπεδα μπορούσε.
"Φοίβη," ψέλλισε εκείνος. Δεν την αποκάλεσε Υψηλότατη, όπως πάντοτε έπραττε, και το θεώρησε ως κατάλοιπο της προηγούμενης στιγμής. Την είχε αντικρίσει όπως τη γέννησε η μητέρα της, δεν υπήρχε λόγος να διατηρήσουν επισημότητες μεταξύ τους. Ένευσε καταφατικά, συμφωνώντας.
"Με συγχωρείς," απολογήθηκε εκείνη, τραυλίζοντας από ντροπή. "Δε-δεν ήξερα ότι θα ερχόσουν. "Εγώ... Εγώ περίμενα την Άγκνες και τη Φίλιντα και νόμιζα ότι εκείνες μου χτυπούσαν την πόρτα. Τι ανόητη που ήμουν να μη ρωτήσω ποιός χτυπούσε."
"Δεν πειράζει," αποκρίθηκε με ένα μικρό χαμόγελο ο συνομήλικος της. "Συμβαίνουν αυτά, νομίζω. Δε μου έχει ξανατύχει, αλλά για όλα υπάρχει πρώτη φορά."
Γέλασαν για λίγο κι αυτό το γέλιο απεδείχθη λυτρωτικό, αφού χαλάρωσε εντελώς την ένταση και η Φοίβη κατάφερε να αναπνεύσει ξανά.
"Λοιπόν, πώς κι ήρθες εδώ;" Άλλαξε λίγο το θέμα, για να ηρεμήσει κι εκείνος.
"Με έστειλε η Φίλιντα," απάντησε με ένα μικρό γέλιο για την ειρωνεία της κατάστασης. "Θα αργήσουν να έρθουν, διότι η Άγκνες είχε μια μικρή αδιαθεσία και ο γιατρός τη συμβούλευσε να ξεκουραστεί για λίγο."
Η Φοίβη ξεφύσηξε κι ανατρίχιασε ξανά, αυτή τη φορά από το αεράκι που χτυπούσε απαλά την πλάτη και τα νωπά μαλλιά της. Συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει το παράθυρο ανοιχτό τόση ώρα και δεν το είχε καταλάβει· τόσο πολύ είχε ζεστάνει το σώμα -και κυρίως το πρόσωπο της- από αυτό το συμβάν, λοιπόν.
"Κατανοώ απόλυτα," αποκρίθηκε χαμογελαστά. "Η υγεία του μωρού της Άγκνες είναι το σημαντικότερο όλων."
"Ας πηγαίνω, λοιπόν," είπε ο Ριχάρδος. "Εφόσον ο Ίθαν βρίσκεται με την Άγκνες, κάποιος από εμάς πρέπει να φροντίσει και τον Βενέδικτο."
"Φυσικά," συνέχισε με το ίδιο χαμόγελο η Φοίβη.
"Φυσικά," επανέλαβε ο Ριχάρδος αυτόματα και στράφηκε ακούσια να φύγει. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να την αφήσουν. "Να ζήσετε ευτυχείς, Φοίβη· εσύ κι ο Βενέδικτος. Θαρρώ είσαι ακριβώς η γυναίκα που θα μπορέσει να τον αντέξει."
"Αυτό θα το δούμε," ήταν η μόνη της απάντηση, προτού τον δει να φεύγει και να μένει ξανά μόνη της στο δωμάτιο. Έτρεξε κι έκλεισε το παράθυρο, για να μην κρυώσει. Δε θα άντεχε να βήχει ασυνάρτητα στην πρώτη νύχτα του γάμου της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Εσύ περίμενες ποτέ ότι ο πατέρας θα έφτανε τα εκατόν τέσσερα χρόνια;"
Ο Ώμπεραν Πένερ γέλασε με την ενθουσιώδη έκφραση της δίδυμης αδελφής του Σύλβι, καθώς του έκανε εκείνη την ερώτηση.
"Ο πατέρας είναι πολύ πείσμων για να πεθάνει," απάντησε, χωρίς να αφήσει τη γκριμάτσα διασκέδασης να φύγει από τα χείλη του. "Μετά από τόσες απόπειρες δολοφονίας που επιβίωσε, δε νομίζω ότι ο Θεός Έρκας θα πάρει την ψυχή του με ευκολία και προθυμότητα."
"Ωστόσο, ας μην προτρέχουμε," ακούστηκε η γνώριμη φωνή του αδελφού τους Ντέσιμους από πίσω τους. "Σε λίγες ημέρες θα είναι κι επισήμως εκατόν τεσσάρων. Ο Θεός Έρκας έχει άπλετο χρόνο να δράσει."
"Αν δεν ήμουν τόσο ευτυχής που σε βλέπω, θα σε επέπληττα για τα μακάβρια λόγια σου," είπε η Σύλβι κι αγκάλιασε τον δεύτερο στρατιώτη της οικογένειας.
"Καλωσήρθες, Ντέσιμους," αγκάλιασε τον αδελφό τους κι ο Ώμπεραν. "Πώς είναι τα πράγματα στη Ρέισαν;"
"Αν μπορούσα να μην επιστρέψω εκεί ποτέ, θα το έκανα," απάντησε βλοσυρά ο Ιππότης της Λευκής Αστραπής. "Από τότε που πέθανε ο Βασιλιάς Δάντης, ουσιαστικός Βασιλιάς είναι ο Μπράιτον Καστέλ και η διακυβέρνησή του είναι χειρότερη κι από τυράννου. Για να λάβουμε εγώ κι ο Ουόλντεν άδεια και να έρθουμε εδώ, δεσμευτήκαμε ότι δε θα ζητήσουμε ποτέ ξανά για έναν χρόνο."
"Είναι κι ο Ουόλντεν μαζί σου;" Ρώτησε η Σύλβι με ενθουσιασμό.
"Πήγε τα άλογα μας στους στάβλους κι έρχεται. Είναι και εκείνος-"
Μα προτού ολοκληρώσει την πρότασή του ο Ντέσιμους, ο Ουόλντεν, ένας από τους ιππότες των Σμαραγδιών, φάνηκε στον διάδρομο κι έτρεξε προς το μέρος τους.
"Ω Θεοί, το Ιωδέως είναι πιο ζεστό από ποτέ!" Αναφώνησε, αφότου αγκαλιάστηκε με τα δίδυμα αδέλφια τους. "Πώς επιβιώνετε ακόμα εδώ;"
"Χάρη στην εύνοια των Θεών, δε μας λείπει τίποτα κι ο πατέρας είναι ακμαίος σαν να είχε τα μισά χρόνια," αποκρίθηκε ο Ώμπεραν.
Πράγματι, το Βασίλειο του Ιωδέως είχε δέσει άρρηκτα τη μοίρα του με τη μοίρα του Άρχοντα Έβινρουτ Πένερ, που από τριών ετών είχε οριστεί Άρχοντας και τώρα κόντευε τα εκατόν τέσσερα. Μετά από έναν και πλέον αιώνα, όλοι σαν σκέφτονταν το Ιωδέως σκέφτονταν εκείνον. Αν εκείνος ήταν καλά, ήταν και το Ιωδέως. Και τώρα, ενόψει του εορτασμού των γενεθλίων του, όλο το Ιωδέως σκόπευε να γιορτάσει μαζί με τη διευρυμένη του οικογένεια· τα οχτώ ζωντανά του παιδιά, τα τριάντα δύο εγγόνια και τα είκοσι δισέγγονά του.
"Μήπως είδατε τον Ρόουαν; Έχετε νέα του;" Ρώτησε η Σύλβι, καθώς τα τέσσερα αδέλφια προχωρούσαν προς την κεντρική σάλα, για να συσκεφθούν με τα άλλα τέσσερα ως προς την οργάνωση της γιορτής.
"Είναι μια χαρά, πάντοτε στο δώμα του στο παλάτι," απάντησε ο Ουόλντεν. "Σας στέλνει χαιρετισμούς κι ονειρεύεται την ημέρα που θα επιστρέψει εδώ."
"Το γλυκό μου," μονολόγησε η μοναδική ζωντανή αδελφή τους κοιτάζοντας το κενό, αναπολώντας παλιές μνήμες. "Ας τον έχουν οι Θεοί καλά, γερό και δυνατό, για να αντέξει τη Βασίλισσα και τον παππού της."
"Είδατε πουθενά τον Ελάρικ;" Ρώτησε με τη σειρά του ο Ντέσιμους.
Τα δίδυμα αδέλφια κοιτάχτηκαν στιγμιαία, προτού απαντήσει ο Ουόλντεν, σκυθρωπά και διστακτικά.
"Πουθενά. Είναι η τρίτη συνεχή χρονιά που λείπει. Δε σταματάμε να ελπίζουμε, βεβαίως, αλλά..."
"Ο πατέρας ρωτάει καθημερινά για αυτόν," συμπλήρωσε η Σύλβι. "Ως το στερνοπούλι του, αισθάνεται περισσότερη στοργή εύλογα."
Ο Ντέσιμους πλατάγισε τη γλώσσα του, εμφανώς νευριασμένος.
"Είναι σε όλους γνωστό το πάθος του για τα ταξίδια, αλλά θα έπρεπε να ήταν εδώ αυτές τις ημέρες. Δεν έχει δικαιολογία."
"Τα ζητήματα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την πειθαρχία του στρατού σου," του είπε και του χάιδεψε τα μαλλιά η Σύλβι. "Άσε καλύτερα αυτά να τα χειριστώ εγώ, που κάποτε ήμουν μάνα και τα κατανοώ καλύτερα. Όταν γίνεις πατέρας, θα το κάνεις κι εσύ."
"Δεν πρόκειται," απάντησε αμέσως ο Ντέσιμους. "Δε θα παντρευτώ ποτέ, άρα δε θα γίνω πατέρας."
Η Σύλβι σε αυτά του λόγια απλώς γέλασε κι άλλοι δυο αδελφοί τους τη μιμήθηκαν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η εβένινη κουκουβάγια διάβηκε με ευκολία τα κάγκελα στο παράθυρο του κελιού. Η υγρασία του φθινοπώρου είχε εγκατασταθεί για τα καλά και έσταζαν οι σταγόνες από τη Δύση ως την Ανατολή κάθε βράδυ, σε τέλεια συγχορδία με τα αχνά μα δρασκελωτά βήματα των αρουραίων και γενικώς των τρωκτικών που περιδιάβαιναν. Πέταξε μέσα στο ημίφως του μπουντρουμιού και στάθηκε στον ώμο της φυλακισμένης επί εννιά χρόνια γυναίκας με τα θανατηφόρα πράσινα μάτια.
Μόλις ψιθύρισε το συνταρακτικό νέο που έφερνε στο αυτί της, η μελαχρινή άφησε ένα γέλιο τρανταχτό, που όμοιό του δεν είχε ακουστεί ποτέ, κι έκανε τα κόκαλα των φρουρών να τρέμουν απο φόβο και τα χείλη των συγκρατουμένων της στα γύρω κελιά να χαμογελάσουν, αδημονώντας να μάθουν την αιτία αυτής της ασυνήθιστης αντίδρασης.
"Η ξανθιά επαρμένη συνέλαβε τον Καστέλ και τον πέταξε στη φυλακή!" Βροντοφώναξε εκείνη κι αμέσως ένα κύμα γελών κι όχλου βαρέως σηκώθηκε σε όλα τα κελιά των γυναικών, που η κάθε μια τους είχε τουλάχιστον έναν λόγο να μισεί εκείνον τον γέρο Πρωθυπουργό. Οι φρουροί πάγωσαν στις θέσεις τους, αρνούμενοι να αντιδράσουν, τρέμοντας για την απάντηση της Εγουίβερ, που μιλούσε στα ζώα κι έκανε τη μέρα νύχτα με λίγη μόνο λάσπη.
"Φρουροί!" Αντήχησε η φωνή της πάνω από όλες τις άλλες, κάνοντας τες να σβήσουν τόσο απότομα όσο ξέσπασαν. "Αφήστε μας μόνες!" Διέταξε, όπως είχε μάθει στην πατρίδα της.
"Θα αφήσουμε και τον μάταιο τούτο κόσμο, όταν το μάθει η Βασίλισσα," της αντιμίλησε ένας από τους δέκα που της φυλούσαν.
Η Εγουίβερ ανέπνευσε από τα ρουθούνια ηχηρά και εκνευρισμένα. Ο συγκεκριμένος φρουρός δεν έχανε ευκαιρία να την περιπαίζει και να τη γελιοποιεί ποτέ.
"Αυτόν εγώ μια μέρα θα τον κομματιάσω κι ακόμα και τα όρνια θα δυσκολεύονται να τον βρουν," είπε χαμηλόφωνα κι ύψωσε αμέσως τη φωνή, για να ακούγεται παντού, αλλάζοντας από την Κοινή των Δώδεκα Βασιλείων στην Ομιλία της πατρίδας της, που οι συγκρατούμενες της μιλούσαν άπταιστα κι οι φρουροί αγνοούσαν πλήρως.
"Ο γέρος ήταν ο μόνος που κρατούσε την επαρμένη στον θρόνο. Τώρα που τον έδιωξε η ίδια, δε μένει κανείς να τη στηρίξει πια. Οι μόνες που μπορούν, είναι εξίσου εκδιωγμένες."
"Εφηβική ανοησία," ξεφύσηξε η Αντελάιν της Θάναγκαρτ στο διπλανό κελί. "Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα ήμασταν ελεύθερες τώρα."
"Μίλα για τον εαυτό σου," την επέπληξε η Εγουίβερ. "Εγώ όποτε θέλω μπορώ να φύγω από εδώ."
"Δέκα χρόνια δε βαρέθηκες να μας πουλάς το ίδιο ψέμα;" Απόρησε η Ρεβέκα των Ντέβαρ απέναντι.
"Μένω εδώ και δε φεύγω, γιατί περιμένω τη Φοίβη. Αυτή πρέπει να με βρει κι όχι εγώ εκείνη. Αν είμαι κρυμμένη, πώς θα με βρει;" Απάντησε ατάραχη η Εγουίβερ.
"Κασσάνδρα, γιατί πτοείσαι και ανησυχείς για την επαρμένη;" Αναρωτήθηκε η Θίσβη των Νόιρεν λίγο πιο αριστερά, στο πιο ανήλιαγο και πνιγμένο στην υγρασία κελί. "Αν πέσει, θα είναι εύκολο να πάρει η Φοιβη τη θέση της;"
"Πάνω από τον γιο της μάγισσας του Σαντόρουμ; Διαφωνώ," απάντησε αποκρυπτικά η Εγουίβερ των Αρχαίων Γαιών, που δεν είχε ακούσει το αληθινό της όνομα για πολλά χρόνια. "Άλλωστε, έχει πολύ πιο μεγαλειώδη κατορθώματα να την περιμένουν. Όταν μάθει για αυτά, θα ξεχάσει τα Δώδεκα Βασίλεια."
"Γιατί επιμένεις, λοιπόν, να μονιάσουν οι αδελφές;" Ρώτησε με τη σειρά της η Αθέλια, η μέγιστη πολεμίστρια που γέννησε ποτέ η Σκοτεινή Πεδιάδα του Θερ. "Τι θα κερδίσει η Φοίβη σου;"
"Ζωή," απάντησε αυτόματα η Κασσάνδρα. "Ας μη λησμονούμε ότι η κατάρα που έριξα πάνω τους τις στοιχειώνει και τις δένει. Αν πεθάνει μια, όλες θα πεθάνουν σχεδόν αλυσιδωτά. Αυτό θα τις κρατήσει σε φιλικές σχέσεις και αναίμακτες συναντήσεις."
"Άφησε να αλληλοσκοτωθούν μεταξύ τους," πρότεινε η Θίσβη των Νόιρεν. "Ο πατέρας τους μας διέλυσε και μας αμπάρωσε στη φυλακή επ αόριστον. Είναι ταιριαστή εκδίκηση να φροντίσουμε να μη μείνει ούτε μια ανάμνηση από εκείνον."
"Η Φοίβη θα ζήσει όσο οι Θεοί επιθυμούν, για να εκπληρώσει τη Μοίρα που γράφηκε και υφάνθηκε για εκείνη," είπε αποφασισμένα η Κασσάνδρα. "Για αυτό το παιδί λείπω από το σπίτι μου και το άφησα να ρημάξει, για αυτό το παιδί πέθανε η Ανδρομέδα μου, για αυτό το παιδί σκότωσα τόσες και τόσες αθώες γυναίκες και σαπίζω στο μπουντρούμι σαν ανήμπορη. Όχι, αδελφές μου και φίλες καρδιακές! Οι Αρχαίες Γαίες δε θα χάσουν τον σωτήρα τους για μερικά καπρίτσια αυτής της καταραμένης γης του προδότη Δάντη και των ομοίων του!"
Τελικά, έγειρε στην κουκουβάγια που παρέμενε στον ώμο της και ψιθύρισε τη νέα της προσταγή.
"Πέταξε στον Βορρά. Μάθε τι συμβαίνει στη Φοίβη και φέρε μου τα νέα."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Ύπνε χρυσέ, ύπνε γλυκέ, ύπνε ευλογημένε, χαρίσου εσύ και τα ονείρατα στου γιου μου εδώ την κλίνη.
Ας είναι ο ύπνος του μακρύς, με όνειρα μελένια, να τον γεμίσει δύναμη, ανδραγαθία και θάρρος.
Και σαν ξυπνήσει ισχυρός, Βασίλειο να λάβει. Αυτό και άλλα έντεκα, τον κόσμο της μητρός του..."
Τραγουδούσε η Υβέτ στον μονάκριβο της, τον Δάντη, που μεγάλωνε κι άλλαζε μέρα με την ημέρα· τον νανούριζε και τον κουνούσε στοργικά, χωρίς να σταματά να κοιτάζει τα σμαραγδένια του μάτια και να θαυμάζει το μεγαλείο της ζωής που είχε βγει από μέσα της. Ακόμα και μετά από τόσο καιρό, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το πλασματάκι ήταν δικό της κι ότι της είχε προσφέρει τόση ευτυχία και συνέχιζε, κάθε φορά που γελούσε ή την κοιτούσε στα μάτια. Βούρκωνε και δάκρυζε από χαρά κι ο αγαπημένος της Άζριελ την έβλεπε κι εφραινόταν η ψυχή του.
Είχε βραδιάσει για τα καλά· τα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού. Όλο το Αρχοντικό του Σαντόρουμ κοιμόταν βαθιά, σχεδόν άκουγε τος βαθιές ανάσες και τα ροχαλητά μέσα από τις κλειστές πόρτες των διαδρομών που περνούσε. Ο μικρός Δάντης ξυπνούσε αρκετά συχνά μέσα στη νύχτα και το κλάμα του ησύχαζε μονάχα αν η μητέρα του τον ξεναγούσε στο Αρχοντικό μέσα στη αγκαλιά της. Πλέον, είχε αρχίσει να το συνηθίζει κι αυτό, είχε αρχίσει να απολαμβάνει αυτή τη βραδινή μοναξιά μέσα στο τεράστιο σπίτι με τον γιο της.
Μέσα στην κατάνυξη και τη σιωπή της νύχτας, δεν πήρε είδηση πώς έφτασαν οι δυο τους στον διάδρομο που φιλοξενούσε τα δώματα του θείου και των ξαδέλφων της. Θα αναγνώριζε αυτά τα δώματα ακόμα και στο σκοτάδι, διότι μόνο έξω από αυτά το δάπεδο ήταν μαρμάρινο κι όχι πέτρινο όπως στο υπόλοιπο Αρχοντικό. Το κρύο του μαρμάρου διαπερνούσε τα πέλματα των παπουτσιών της και πάγωνε τα πόδια της. Έσφιξε τον Δάντη στο στήθος της, θέλοντας να τον κρατήσει ζεστό.
Κάποια στιγμή, πλησιάζοντας στο δωμάτιο που στέγαζε το γραφείο του θείου της, της φάνηκε πως άκουσε φωνές ανδρικές να αντηχούν. Ακινητοποιήθηκε κι αφουγκράστηκε. Εντόπισε μια λεπτή λωρίδα φωτός κάτω από την κλειστή πόρτα που ορθωνόταν μπροστά της. Πλησίασε περισσότερο, κολλώντας σχεδόν το αυτί της στο βαρύ ξύλο.
"Δεν είναι κατάλληλη στιγμή για τέτοιου είδους επιχειρήσεις!" Αναγνώρισε αμέσως τη φωνή του Έριαν, του πρωτότοκου εξαδέλφου της.
"Η καταλληλότερη είναι!" Ακούστηκε ολοκάθαρα ο θείος της και Άρχοντας Ντάνιελ. "Τώρα πρέπει να γίνει, που η Βασίλισσα αποδυνάμωσε τον Καστέλ! Με αυτό το φίδι δέσμιο, ποιός θα μπορέσει να μας αντισταθεί;"
"Μια εισβολή στη Ρέισαν δεν είναι ποτέ μια απόφαση που πρέπει να ληφθεί χωρίς ενδελεχή σκέψη," ακούστηκε κι ο Ντοράν, ο δευτερότοκος εξάδελφος της.
"Πρώτα από όλα, οποιοσδήποτε από το Δάμπονις ή το Κόντορ μπορεί να εντοπίσει τον στόλο μας και η πληροφορία να φτάσει στο Παλάτι σε μηδενικό χρόνο. Επίσης, αν επιλέξουμε να κατέβουμε με τον στρατό από την ξηρά, θα μαθευτεί ακόμα γρηγορότερα," επέμεινε ο Έριαν. "Δεν μπορούμε να αυτενεργήσουμε ως ένας ενάντια σε έντεκα."
"Για όνομα των Θεών, πώς αντέχει το μυαλό σας να κάθεται στον θρόνο της γυναίκας μου και ξαδέλφης σας μα αλαζονική ξανθόκοτα;" Άκουσε άξαφνα τον Άζριελ -τον ίδιο της τον σύζυγο- να ξεσπά. Πάγωσε ολόκληρη· ως κι ο Άζριελ είχε παρασυρθεί σε εκείνη την παράλογη συνωμοσία. Ένιωσε τρόμο να την κυριεύει.
Ακούστηκε κάποιος μα γρυλίζει εξοργισμένα.
"Ηλιθιο εκ μέρους μας να μη φέρουμε τον Έλιαν εδώ," συνέχισε ο Έριαν, που μάλλον σε εκείνον ανήκε το πρωτύτερο γρύλισμα. "Εκείνος θα μπορούσε να σας πείσει ότι είναι λάθος, αυτός είναι ο ρήτορας."
"Άσκοπα ωρύεσαι," ακούστηκε ξανά ο Άρχοντας Ντάνιελ. "Αυτή η εισβολή θα γίνει και μάλιστα με την πρώτη ευκαιρία, ώστε η ανιψιά μου να λάβει τη δικαιωματική της θέση, την ανώτατη όλων."
Η Υβέτ προσπάθησε να κολλησει το αυτί της καλύτερα πάνω στην πόρτα, όμως ο μικρός Δάντης είχε διαφορετική άποψη. Άφησε μια μακρόσυρτη φωνούλα και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Χαμήλωσε το νυχτικό της, τον έβαλε στο στήθος της να φάει κι απομακρύνθηκε από το δωμάτιο της συνομωσίας, προχωρώντας με βήματα αργά κι ανάλαφρα, για να μην παράγει ήχους, ελπίζοντας να μην είχε γίνει αντιληπτή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Έινταν άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε έκπληκτος τις σμαραγδένιες ίριδες της Αντέλ να τον παρατηρούν έντονα.
"Αγάπη μου," είπε χαμογελαστός και βραχνός από τον ύπνο. "Γιατί δεν κοιμάσαι;"
Το φεγγάρι βρισκόταν ακόμα κεντρικά στον ουρανό.
"Ο ύπνος μου φαίνεται άδικος," απάντησε εκείνη νωχελικά κι άφησε τα δάχτυλα της να περιηγηθούν στο γυμνό του στήθος. "Πώς να κοιμάμαι και να μην κοιτάζω εσένα, να σε θαυμάζω και να δοξάζω τους Θεούς που σε έστειλαν κοντά μου;"
"Και να ταλαιπωρείσαι άυπνη; Δε μου το επιτρέπει η αγωγή μου να σου επιτρέπω να κουράζεσαι εξαιτίας μου," απάντησε με υποκριτική υπερηφάνεια ο Έινταν.
Η Αντέλ του χαμογέλασε και τον φίλησε πεταχτά στα χείλη.
"Σήμερα είναι η έκτη μας νύχτα," του είπε με μια φωνή γεμάτη λατρεία κι ευγνωμοσύνη. "Η έκτη νύχτα απόλυτης ευτυχίας και πλησμονής που μου χάρισε η αγκαλιά σου."
"Αν συνεχίσεις να τις μετράς, κάτι μου λέει πως θα χάσεις το μέτρημα," την πείραξε εκείνος. "Δε σκοπεύω να φύγω από το πλάι σου ποτέ ούτε από το κρεβάτι μας. Είμαι δικός σου όσο είσαι κι εσύ δική μου."
Η Αντέλ τον φίλησε ξανά, αυτη τη φορά πιο παθιασμένα και έντονα.
"Έινταν, άνδρα μου, μου έδωσες όλα όσα μου είχε στερήσει η γιαγιά μου όλη μου τη ζωή· αγάπη αληθινή κι ανιδιοτελή, στοργή κι αφοσίωση."
"Πάντως ιππότη δε σε έχρισα, οπότε σίγουρα μένει κάτι ακόμα," σχολίασε εύθυμα κι οι δυο τους γέλασαν, προκαλώντας ένα ευχάριστο τρίψιμο των μυτών τους.
"Θα γίνει κι αυτό, όταν γίνω Βασίλισσα."
"Ακόμα και τώρα, Υψηλότατη, δούλος σας είμαι," είπε με μια γκριμάτσα ο Έινταν και βρέθηκε από πάνω της αυτοστιγμεί. "Προφανώς, δεν έχετε εξαντληθεί αρκετά για απόψε κι αυτό οφείλω να το διευθετήσω."
"Βεβαίως," συμφώνησε με ένα δαιμόνιο μειδίαμα η Αντέλ κι αναστέναξε, νιώθοντας τα χείλη του να υγραίνουν τον λαιμό της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Φοίβη έφαγε υπερβολικά πολύ στο τραπέζι του γάμου. Τότε, το έπραξε χωρίς τύψεις -άλλωστε θα ήταν ανόητο να μη δοκιμάσει όλα τα φαγητά του γαμήλιου τραπεζιού της- όμως τώρα, που βρέθηκε μόνη με τον Βενέδικτο στο λευκοστόλιστο νυφικό τους δωμάτιο, αισθανόταν πολύ άσχημα, μια που η κοιλιά της εξείχε περισσότερο από όσο συνήθιζε και ίσως άφηνε την εντύπωση μιας εύσωμης κοπέλας.
Το στομάχι της δέθηκε κόμπος από το βάρος της ατμόσφαιρας κι απότομα ήθελε να ξεράσει όσα είχε φάει. Συγκράτησε τον εαυτό της και γύρισε την πλάτη στον -επισήμως πλέον-άνδρα της, άξαφνα ο πέτρινος τοίχος απέκτησε περισσότερο ενδιαφέρον από εκείνον.
"Ανιαρό γλέντι," τον άκουσε να σχολιάζει νωχελικά. "Μόνο τραγούδια και χορούς ήξεραν να κάνουν· ούτε μια αψιμαχία, ούτε ένα ευτράπελο."
"Βλέποντας την κατήφεια σου δεν μπορούσαν να γίνουν πολλά," αντιτάχθηκε εκείνη ακίνητη. "Ούτε να προσποιηθείς λίγη χαρά δεν μπορείς, επιτέλους;"
"Νόμιζα πως αυτός ήταν ο δικός σου ρόλος," ήρθε η στριφνή του απάντηση. Ύστερα, επήλθε άλλη μια άβολη σιωπή, εντελώς διαφορετική από εκείνη με τον Ριχάρδο, παρατήρησε η Φοίβη.
"Αν πρόκειται να κοιτάζεις τον τοίχο για την υπόλοιπη νύχτα, απλώς πες το μου για να μη σπαταλώ χρόνο άσκοπα," έσπασε εκείνος τη σιωπή.
"Δεν προτίθεμαι να δέχομαι διαταγές από εσένα," ξεκίνησε τον αντίλογο της η Φοιβη κι αποφάσισε να στραφεί να τον αντιμετωπίσει. "Αν νομίζεις πως-"
Η θέα του γυμνού του σώματος την αποστόμωσε και δάγκωσε τα χείλη της νευρικά.
Γαμώτο, έβρισε ενδόμυχα. Δεν έπρεπε να αντιδράσω τόσο έντονα. Το χαμόγελο ικανοποίησης και αλαζονικής υπερηφάνειας στα χείλη του την εκνεύρισε επικίνδυνα. Νομίζει πως με επηρεάζει τώρα.
Του χάρισε ένα θαρραλέο μειδίαμα και τον πλησίασε, κοιτώντας τον στα μάτια κατευθείαν, που έλαμπαν στο φως των λύχνων. Έμεινε ακίνητος και περίμενε ανυπόμονα την επόμενη της δράση.
"Δεν τρομάζω ούτε επηρεάζομαι από τέτοια κόλπα," του είπε κι έλυσε τα μαλλιά της, αφήνοντας τα να πέσουν στους ώμους της και να εξαπολύσουν ένα κύμα ρόδων και λεβάντας, με τα οποία τα είχε αρωματίσει μετά το λούσιμο. "Απορώ βέβαια πώς γδύθηκες τόσο άηχα."
"Από τα δεκαπέντε μου ξεμονάχιαζα υπηρέτριες σε γωνιές και φυσικά δεν έπρεπε κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Εξειδικεύτηκα στη σιωπηλή δράση," αποκρίθηκε εκείνος με μια απίστευτα πλατιά γκριμάτσα και έλυσε τη ζώνη της, κάνοντας το νυφικό της να χαλαρώσει αισθητά. Με μια απλή ώθηση, γλίστρησε στο δάπεδο κι η Φοίβη έμεινε μόνο με το δαντελένιο της μεσοφόρι -δώρο της Άγκνες για την περίσταση.
"Δε θα με υποτάξεις με μερικούς αιφνιδιασμούς," διατήρησε την ψυχραιμία της η Φοίβη. "Αντιθέτως, εγώ θα σε υποτάξω."
"Αλήθεια;" Την ειρωνεύτηκε απροκάλυπτα ο Βενέδικτος και έλυσε τις κορδέλες που κρατούσαν το μεσοφόρι. Κύλησε κι αυτό πάνω στο νυφικό. Η Φοίβη έμεινε γυμνή μπροστά του κι ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν και την καρδιά της να γρονθοκοπά στο στήθος. Τουλάχιστον τώρα ήταν ίσοι. "Πολλές προσπάθησαν και καμία δεν το κατόρθωσε."
"Θέλεις έναν γιο;" Τον ρώτησε ευθέως.
Ξαφνιάστηκε. Και για κακή του τύχη, έγινε απόλυτα αντιληπτός από τη γυναίκα του.
"Έναν γιο;" Επανέλαβε αχνά κι η ματιά του έπεσε στο γυμνό της στήθος. Απίστευτα μικρό σε σχέση με όσα είχε συνηθίσει, ωστόσο υπήρχαν σίγουρα προοπτικές.
"Έναν γιο," απάντησε η Φοίβη, που ακολουθούσε τα μάτια του και κοκκίνισε επικίνδυνα. "Κι όχι μόνο έναν. Πολλούς γιους, που θα διαφεντεύουν τα Δώδεκα Βασίλεια· τον θρόνο, τον στρατό, το θησαυροφυλάκιο· ως και στην Πίστη θα τους καταχωρήσω."
"Πατέρας βασιλέων," ψέλλισε ανεπαίσθητα ο Βενέδικτος, παρατηρώντας τη λίγο φουσκωμένη της κοιλιά. Αν κάθε βράδυ φρόντιζε για την άσκηση της, θα εξαφανιζόταν σε ελάχιστο χρόνο. Προχώρησε τη ματιά του· καμπύλες που μόλις είχαν αρχίσει να σχηματίζονται, πόδια όμορφα που ίσως να ψήλωναν περισσότερο. Αν μη τι άλλο, ο χρόνος θα αποδείκνυε την αξία της επένδυσης του.
"Κανείς άλλος δε θα το κατορθώσει αυτό," του είπε η Φοίβη, με μια βραχνάδα που τον προκαλούσε έντονα. "Σου ανήκουν όλα, μαζί τους κι εγώ."
Ο Βενέδικτος τη φίλησε και δεν ήταν διόλου ευγενές το φιλί του· ώμο, άγριο, σχεδόν βίαιο, με τόσο πρωτόγνωρο πάθος συσσωρευμένο και ορμή κτηνώδη. Η Φοίβη ζαλίστηκε και απρόθυμα αποτραβήχτηκε.
"Ήρεμα," είπε ανάμεσα σε βαριές ανάσες. "Δεν το έχω ξανακάνει."
"Ήμουν δεκαπέντε χρονών πριν δέκα χρόνια," τόνισε ο Βενέδικτος και τη σήκωσε στα χέρια του, για να την οδηγήσει στο κρεβάτι. "Εσύ τι έκανες τότε; Μπουσούλαγες ή πάλευες να μιλήσεις;"
"Μάθαινα ποιήματα," απάντησε εκείνη και διέκρινε αμέσως μια σπίθα στη ματιά του. "Αν είσαι ευγενής απόψε, θα σου απαγγείλω ένα."
"Ίσως και περισσότερα, αν αποδειχτώ καλύτερος των προσδοκιών," αποκρίθηκε ο δευτερότοκος γιος του Άρχοντα Ριχάρδου Άνταλον. "Ίσως ένα έπος." Την έριξε στο κρεβάτι απαλά και σκαρφάλωσε πάνω της αργά.
"Αυτό είναι μόνο στο χέρι σου," επισήμανε η Φοίβη και ένωσε τα χείλη τους ξανά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χεχεεεεεεε!!!!!!!!!
Αυτή τη νύχτα με τον Βενέδικτο ηθελα να τη γράψω εδώ και δυο χρόνια το ιδιο και τη σκηνή με τον Ριχάρδο...
ΠΩΣ ΣΑΣ ΦΑΝΗΚΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ;;;;
ΧΑΜΟΣ ΕΓΙΝΕ!
ΚΑΙ ΠΟΥ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ!
·) Μια συνάντηση κορυφής για τη Βίνας, που θα αλλάξει τα δεδομένα
·) Πολύ ενδιαφέροντα νέα για την Αντέλ
·) Τι κάνει αυτή η Ροζλύν, πώς πάει με αυτούς που έμπλεξε;;;;
Και πολλά άλλα θα γινουν!!!
Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!
Υ.Γ. Το επόμενο κεφαλαιο θα ανεβεί όταν φτάσουμε 100 σχόλια.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top