~Η Άμαξα~

Προειδοποίηση για έντονες περιγραφές ώριμων θεμάτων· κυρίως αίμα. Αν ενοχλείστε, διαβάστε με δική σας ευθύνη. ❤️

~Από εδώ και στο εξής, μιας και οι Βασίλισσες των Δώδεκα Βασιλείων μας τελείωσαν, θα ασχοληθούμε με Βασίλισσες άλλων Επικρατειών, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα και τους γείτονες των Βασιλείων. Μη φοβού,όμως, διότι θα επιστρέψουμε στα Δώδεκα Βασίλεια, για να γνωρίσουμε ορισμένες εξαίρετες συζύγους Βασιλέων~

Στο Βασίλειο της Θάναγκαρτ η γυναικεία κυριαρχία άργησε να ευοδώσει περισσότερο από ό,τι σε όποια άλλη Επικράτεια παγκόσμια. Δεδομένης της πανίσχυρης δυναστείας των Λάντινερ που είχε θεμελιώσει το κράτος της Θάναγκαρτ, που κυβερνούσε για πάνω από χίλια χρόνια και καταλαμβανόταν από δεισιδαιμονία για τη γυναικεία εξουσία, απαγορεύοντας τη με κάθε κόστος, μια αλαζονεία που φυσικά πληρώθηκε με το πλήρωμα του χρόνου.

Περί το έτος 300, με βάση πάντοτε την αρίθμηση από την Ένωση των Δώδεκα Βασιλείων, οι Λάντινερ εξαφανίστηκαν ολοσχερώς, γεγονός για το οποίο άνθρωπος κανείς δεν ευθύνεται. Ο τελευταίος γόνος και μονάρχης της Δυναστείας, ο Δράγκον ο Εκτός, είχε παντρευτεί πέντε φορές και πέθανε άτεκνος στα σαράντα τέσσερα έτη του. Χήρα του έμεινε η Κορισάνδη, νόθη κόρη μιας κόρης των Φάλλον, της πιο επιφανούς οικογένειας της Θάναγκαρτ, μόλις δεκαεννέα ετών.

Ακολουθώντας μια σειρά εξαιρετικής διπλωματίας και διαπραγμάτευσης, με μερικές άρτια στρατηγικές κινήσεις και με την πολύτιμη συμβολή του Δούκα Φαμπιάν Όγκντις που έμεινε δίπλα της ως δεξί της χέρι εφ'όρου ζωής, η Κορισάνδη ανέβηκε στον θρόνο ως δικαιωματική διάδοχος του νεκρού συζύγου της, θεμελιώνοντας μια Δυναστεία που συντόμως διεφάνη.

Η τύχη την ευνόησε έντονα και μακροπρόθεσμα· όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία της από την πρώτη κιόλας ημέρα αλλά κι ο πρώτος χρόνος της Βασίλειας της στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Αυτό ακριβώς το γεγονός αξιοποίησε και παρουσίασε την πιο ριξικέλευθη πρόταση που θα μπορούσε, η οποία υπερψηφίστηκε από το Συμβούλιο των Δουκών· η έναρξη μιας Δυναστείας Βασιλισσών, που μέχρι τις μέρες μας κυβερνούν τη Θάναγκαρτ.

Ήταν αδιανόητα ευφυής, πολυμήχανη, υπολογιστική και διορατική, ενώ η ρητορική και διπλωματική της δεινότητα δε συγκρίνονταν με καμία άλλη στη χώρα. Η πλούσια πνευματικότητα σε συνδυασμό με τη σαγηνευτική, γοητευτική της παρουσία, την καθιστούσαν ακαταμάχητη, εξωτική και μοναδική. Όλοι οι άνδρες κι οι γυναίκες τη λάτρευαν, ενώ ορισμένοι τη φθονούσαν μα δεν τολμούσαν να το φανερώσουν. Όλος ο λαός την αγαπούσε και δόξαζε κάθε φορά που δείπνιζαν. Στα μάτια των πληβείων φάνταζε ισάξια με θεά, λυτρώτρια και ελευθερώτρια από μια εποχή σκότους και δυστυχίας.

Είχε μειώσει σημαντικά τους φόρους των πολιτών, θέτοντας για πρώτη φορά τους ευγενείς υπό ήπια φορολογία, στρατηγική η οποία κρατούσε τους πάντες ευχαριστημένους και δεν επέφερε επιβάρυνση στο κράτος. Είχε εξασφαλίσει μέσα από εξαίσια διπλωματία μια ισχυρή συμμαχία με τους ανατολικούς γείτονες τους, τις Αρχαίες Γαίες, που τότε παρέμενε υπερδύναμη με μονάχα τρεις δράκους ζωντανούς κι εξημερωμένους. Είχε εκτοξεύσει την πρωτογενή παραγωγικότητα της χώρας στα ύψη, διότι οι πολίτες δούλευαν με χαρά, γνωρίζοντας ότι την υπηρετούσαν, ώστε σε όλη την Επικράτειά της κυριαρχούσαν χαμόγελα, γέλιο και φωτισμένες ψυχές. Άξαφνα, η Θάναγκαρτ είχε μετατραπεί σε υπολογίσιμη δύναμη τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτιστικά μα και οικονομικά.

Ωστόσο, αυτή η λαμπρή πορεία εκείνης της Βασίλισσας έμελλε να αλλάξει ριζικά, όταν συναντήθηκε με τον Βασιλιά Βίκτορα τον Δεύτερο, τον σύγχρονο μονάρχη των Δώδεκα Βασιλείων...

~Σας άρεσε η Κορισάνδη; Θέλετε να μάθετε πως ένας αχρείος σαν τον Βασιλιά Βίκτορα επηρέασε την προσωπικότητά της ή πώς πορεύθηκε η Βασιλεία της; Δεν έχετε παρά να διαβάσετε το νέο spin-off των Έξι Αδελφών με τίτλο «Η Αλεπού των Δώδεκα Βασιλείων»~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Φοίβη μετάνιωνε που -ενώ η Ροζλύν είχε εγκατασταθεί στον Οίκο για αρκετές ώρες- δεν την είχε ακόμη επισκεφθεί, ώστε να συναντηθούν κατιδίαν. Για αυτό γνώριζε πως ευθύνονταν τρεις παράγοντες· η ευρύτερη αμηχανία που ένιωθε γύρω από τη μεγαλύτερη και πιο εσωστρεφή της αδελφή, η άθλια κατάσταση της που καθιστούσε αδύνατη την ολική συγκέντρωση σε μια συζήτηση εξαιτίας διαρκών πόνων αλλά και η σχεδόν απίθανη έλευση του Έυρικ.

Πράγματι, είχε κοντέψει να πετάξει από τη χαρά της, αντικρίζοντας τον Έυρικ, δίπλα στη Ροζλύν. Τα λόγια της Γυναίκας δεν είχαν πάψει στιγμή να τριγυρνούν στο μυαλό της κι η συμβουλή της για εκείνον κυριαρχούσε.

Πέντε άνθρωποι έχουν γεννηθεί για να σε βοηθήσουν στην τέλεση του σκοπού σου. Όταν συναντήσεις τον Έυρικ, μην τον αφήσεις να προσπεράσει.

Αδυνατούσε ακόμα να κατανοήσει τον σκοπό της, παρόλα αυτά ένιωθε πως με εκείνον τον γιγαντόσωμο άνδρα κοντά της, σίγουρα θα κατάφερνε ή θα ανακάλυπτε κάτι.

Πλέον, στέκονταν μόνοι στη βεράντα της κάμαρης που μοιραζόταν με τον Βενέδικτο και τον παρακολουθούσε, καθώς έτρωγε το φαγητό που είχε παραγγείλει να του φέρουν. Η ίδια δεν έλαβε μέρος, διότι ο πεθερός της είχε ανακοινώσει τιμητικό δείπνο με πλούσιο φαγοπότι στη Μεγάλη Αίθουσα προς τιμήν της φιλοξενούμενης τους Πριγκίπισσας Ροζλύν, ενώ όλοι οι υπηρέτες γνώριζαν πως επρόκειτο απλώς για μια πρέσβειρα των Ελεύθερων Γυναικών και τίποτα παραπάνω. Ολόκληρη η οικογένεια των Άνταλον ήταν αποφασισμένη να τιμήσει τη φιλοξενία της Ροζλύν και να κρατήσει το μυστικό της διαμονής της στο Γουίντεργουολ όσο το δυνατόν περισσότερο.

Δε συνέχισε τον ατραπό των σκέψεων της· ένας οξύς πόνος που πια γνώριζε μα αδυνατούσε να συνηθίσει, τη χτύπησε στα κατώτερα της κοιλιάς και χρειάστηκε όλη της τη δύναμη κι υπερηφάνεια για να συγκρατήσει το ουρλιαχτό που πίεζε τα ερμητικά σφιγμένα δόντια της. Διατήρησε την ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο της απαράλλαχτη μα έσφιξε δυνατά το χερούλι της καρέκλας της, θέτοντας εκεί όλη της τη λύσσα. Τα νύχια της βυθίστηκαν στο ξύλο, γεμίζοντας τα δάχτυλα της αγκίδες.

«Λοιπόν, γιατί ήθελες να έρθω εδώ;» Η ερώτηση του Έυρικ της πρόσφερε τον περισπασμό, τη διέξοδο που αναζητούσε από τον πόνο. «Δε νομίζω να κινδυνεύεις κι εδώ από λύκους. Φυσικά ξέρω ότι το έμβλημα του Οίκου συμπεριλαμβάνει λύκο μα δε σκέφτηκα ποτέ ότι θα ήταν τόσο αληθοφανές.» 

Αν δεν ήταν έτοιμη να σφαδάσει από τους πόνους, θα του απαντούσε με ένα ολόψυχο γέλιο. Αρκέστηκε μονάχα σε ένα μειδίαμα προς το ευφυολόγημα του. Χωρίς λέξη ακόμη, σήκωσε το τραυματισμένο από τις σκλήθρες χέρι της και του το έτεινε. Όπως ακριβώς περίμενε, είχε ματώσει αρκετά· το μαύρο της αίμα είχε νοτίσει το ολόλευκο δέρμα.

«Τι είναι αυτό;» Απόρησε δικαίως εκείνος.

«Το αίμα μου,» απάντησε η Φοίβη. «Τη μόνη εξήγηση για το αλλόκοτο χρώμα του την έλαβα λίγες ημέρες πριν σε γνωρίσω.»

Του διηγήθηκε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια· τη συνάντηση με τη Γυναίκα, τα ανεξήγητα, μυστηριώδη λόγια της, τις προφητολογίες και τις τελικές της συμβουλές, που τον αφορούσαν.

«Όπως φαίνεται, υπάρχει ένας σκοπός, μια αποστολή, την οποία γεννήθηκα για να φέρω εις πέρας,» κατέληξε. «Εσύ κι άλλοι τέσσερις άνθρωποι είστε απαραίτητοι για αυτό. Δεν ξέρω τι είναι ακόμα, αλλά θα βρω τους ανθρώπους που θα μου δώσουν τις απαντήσεις που λαχταρώ κι αν πράγματι το πνεύμα της μητέρας μου ζει μέσα μου πια, θα ενδοσκοπήσω και θα μάθω. Αν δεν επιθυμείς να με βοηθήσεις, μπορείς να φύγεις αμέσως τώρα. Αν, πάλι, το επιθυμείς, οφείλεις να ξέρεις πως δεν έχω ιδέα τι θα συναντήσουμε στον δρόμο μας· πόσους κινδύνους κι εμπόδια· ίσως κι οι ίδιες νας οι ζωές τεθούν σε κίνδυνο.»

Ο Έυρικ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

«Ζω οχτώ χρόνια στα δάση. Έχω αποδεχτεί τον κίνδυνο της ζωής μου, δε θα είναι κάτι καινούριο. Άλλωστε, εμείς οι δυο έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς.»

«Δηλαδή;» Ανασήκωσε ένα απορημένο φρύδι η Φοίβη.

«Μου χρωστάς,» απάντησε επίπεδα. «Έσωσα εσένα και τον κομψό σου φίλο από βέβαιο θάνατο και τώρα αναμένω μια αποπληρωμή.»

«Πράγματι,» συμφώνησε κι εκείνη, με την ευγνωμοσύνη να ενδύει κάθε φθόγγο.

«Αυτόν παντρεύτηκες;» Αναρωτήθηκε με αυθεντική περιέργεια ο Έυρικ. «Αυτή η φλύαρη υπηρέτρια που ζήτησες να με συνοδεύσει στο δωμάτιό μου δεν έπαψε ούτε στιγμή να μιλά και μου είπε ότι είσαι νιόπαντρη.»

«Όχι,» απάντησε με έναν αναστεναγμό, που έκρυψε τη ναυτία της από τον πόνο που δυνάμωνε. «Αύριο θα σου γνωρίζω τον άνδρα μου, τον Βενέδικτο. Είναι ένας από τους εφτά γιούς του Άρχοντα Ριχάρδου.»

Γιατί πρέπει συνεχώς να μου τον θυμίζουν; Αναρωτήθηκε ενδόμυχα κι έκαμψε λίγο τον κορμό της, παλεύοντας να μετριάσει τον πόνο στην κοιλιά. Το εβένινο αίμα είχε διαπεράσει το πανί που το συγκρατούσε και έρρεε ελεύθερα στους μηρούς της. Ήθελε να ουρλιάξει από ντροπή αλλά συγκρατήθηκε μέχρι τη λήξη της συνάντησης της με τον Έυρικ, η οποία αναμφίβολα στέφθηκε με επιτυχία. Έτρεξε σαν τρελή ως την κάμαρη της, πέταξε το μουσκεμένο στο αίμα πανί στο δοχείο νυχτός και τοποθέτησε με προσοχή δυο νέα. Βεβαιώθηκε πως το γκρίζο της φόρεμα δεν είχε λερωθεί κι έτρεξε ξανά μέχρι τη Μεγάλη Αίθουσα, όπου το τιμητικό δείπνο οσονούπω θα ξεκινούσε.

Ανακουφίστηκε, όταν παρατήρησε πως είχε φτάσει από τους πρώτους. Πήρε τη θέση της στο τραπέζι και περίμενε υπομονετικά την έλευση όλης της οικογένειας και της αδελφής της. Δεν περίμενε να ενοχλούταν από κάποιον· οι ανδραδελφοί της Γκρίφιθ, Αίων, Ρούβιν και Ουίλφρεντ στέκονταν όρθιοι και συζητούσαν πλήρως απορροφημένοι, σε μια μισοσκότεινη γωνία. Ο άνδρας της κι ο Ίθαν δε φαίνονταν πουθενά, το ίδιο κι ο μικρός Ριχάρδος. Το τελευταίο τη λύπησε λίγο· η παρέα του αποτελούσε με κάθε βεβαιότητα το ωραιότερο πράγμα που της συνέβαινε στο Γουίντεργουολ. Απολάμβανε τη δίψα του για γνώση, το πάθος του όποτε μιλούσε για επιστήμη, την ευρυμάθεια και φιλοπεριέργειά του. Ποτέ της δεν ήλπιζε ότι θα γνώριζε κάποιον με τον οποίο να μοιράζεται τη λατρεία της για τα βιβλία και τη διεύρυνση του νου.

Από τον ρεμβασμό της την έβγαλε ευχάριστα η Φίλιντα, η σύζυγος του Αίων, που κάθισε δίπλα της και τη χαιρέτησε χαμογελαστά.

«Πώς είναι σήμερα η μικρή μας σοφή;» Τη ρώτησε.

«Εξαντλημένη,» απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια η Φοίβη. «Κοιμάμαι ελάχιστα τις τελευταίες ημέρες.»

Η ματιά της Φίλιντα έλαμψε πονηρά κι έγειρε συνωμοτικά κοντά της.

«Η αλήθεια είναι πως το περίμενα, δεδομένης της φήμης του Βενέδικτου,» ψιθύρισε χασκογελώντας. «Απόλυτα λογικό είναι να μη σε αφήνει να αναπαυθείς, είστε νιόπαντροι.»

«Ναι,» αποκρίθηκε ασυναίσθητα η νεαρή Πριγκίπισσα, προσπαθώντας να κρύψει την οδύνη της.

Δεκατρείς ημέρες ήταν παντρεμένοι με τον Βενέδικτο κι η μοναδική φορά που είχε εκτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα ήταν η νύχτα του γάμου τους. Τη δεύτερη, ήταν εξουθενωμένη από τη μελέτη με τον Ριχάρδο κι είχε αποκοιμηθεί, αδυνατώντας να τον περιμένει. Το πρωί της τρίτης, είχαν ξεκινήσει οι πόνοι κι η διαρκής αιμορραγία· τη βασάνιζαν, υπέφερε τόσο που αδυνατούσε να κοιμηθεί το βράδυ κι έτσι διάβαζε συνεχώς, ξενυχτώντας στη μελέτη, για να ξεχαστεί από το μαρτύριο. Όσο για τον Βενέδικτο, δεν του είχε πει λέξη και υποκρινόταν την αδιάφορη, πράγμα αρκετό για να τον αποτρέψει από το να της ζητήσει οτιδήποτε. Έμοιαζαν κι οι δυο ευτυχισμένοι στην απόλυτη σιωπή τους.

Κοίταξε τη Φίλιντα στα μάτια· εξέπεμπαν αδιανόητη ευγένεια, συμπόνια και καλοσύνη, αυτά ακριβώς που είχε εισπράξει από εκείνη και την Άγκνες του Ίθαν από τότε που είχε φτάσει στον Οίκο. Ήταν τα απλά, καθάρια, μελιά μάτια που μπορούσαν να την ακούσουν και να την κατανοήσουν χωρίς επικρίσεις κι αναιδείς σχολιασμούς. Αποφάσισε να της ανοιχτεί.

«Φίλιντα, δεν είναι έτσι,» κατάφερε να ψελλίσει διστακτικά μα όσο μιλούσε τόσο της λύθηκε η γλώσσα, τόσο αντλούσε θάρρος από την υπομονετική ματιά που την παρακολουθούσε, τόσο ένιωθε πως έπραττε το σωστό και το πνεύμα της απελευθερωνόταν, σαν να πετούσε από πάνω του ένα αφόρητο βάρος.

Μόλις τελείωσε, η Φίλιντα της έπιασε το χέρι και το έσφιξε καθησυχαστικά. Χωρίς να μιλήσει καθόλου, ένευσε σε μια υπηρέτρια και ζήτησε να βράσουν σκόρδο και να το πολτοποιήσουν με ελαιόλαδο.

«Ίσως μυρίζει λίγο έντονα το στόμα σου αργότερα, αλλά μπορείς να μασήσεις δυόσμο,» της είπε χαμογελώντας εν τέλει. «Είμαι βέβαιη πως ο πολτός θα μετριάσει τους πόνους.»

Η Φοίβη δεν μπορούσε παρά να νεύσει καταφατικά και να την πάρει μια αγκαλιά γεμάτη ευγνωμοσύνη, όπως κι εκείνη κι η Άγκνες την είχαν αγκαλιάσει νοητά από την αρχή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αντέλ τράβηξε με όση δύναμη επιβαλλόταν τα χαλινάρια και το άλογό της επιβράδυνε. Ο ήλιος προ ολίγου είχε δύσει και ένα μαβί χρώμα -αναποφάσιστο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι- είχε λούσει τον αιθέρα. Τα φώτα των σπιτιών είχαν κιόλας ανάψει, διότι το φθινόπωρο είχε καταφθάσει δριμύ κι ανά πάσα στιγμή ενδέχετο να βρέξει.

Πολύ σύντομα, βρέθηκαν μπροστά σε μια τεράστια καστροπολιτεία, με τείχη θεόρατα, τα οποία παρόλα αυτά δεν έκρυβαν τα μύρια φώτα που έκαιγαν στα ενδότερα και φώτιζαν τους δρόμους και τα σπίτια.

«Πρέπει να φτάσαμε στο Ιωδέως,» υπέθεσε η Ελοντί, που ίππευσε κοντά στην Αντέλ. Οι δυο τους προπορεύονταν της μικρής πομπής που είχε ξεκινήσει από το Ουέστεντ αποτελούμενη από μια άμαξα και δυο ιππείς πάνοπλους φρουρούς. Στην άμαξα, επέβαιναν η Αρχόντισσα Αζέλια με τη Μέλισεντ και τις αποσκευές τους. Μόνο και μόνο η ιδέα της συνύπαρξης με τη γριά μέσα σε έναν στενό χώρο, ανακάτευε το στομάχι της Αντέλ. Όσο για την Ελοντί, δεν μπορούσε να αφήσει τη μικρή της ξαδέλφη μόνη κι έτσι οι δυο τους πορεύονταν έφιππες εξαρχής.

«Θα πάω να το ανακοινώσω και στη γριά, σε περίπτωση που θέλει να ξαποστάσουμε,» δήλωσε η κοκκινομάλλα Πριγκίπισσα κι άλλαξε πορεία στο άλογό της, για να φτάσει την άμαξα. Έκλινε ελάχιστα το κεφάλι στο μισάνοιχτο παράθυρο.

«Φτάσαμε στο Ιωδέως,» ανακοίνωσε κοφτά.

Η Αρχόντισσα Αζέλια με το που το άκουσε, ένευσε σε έναν φρουρό που ίππευε κοντά τους και πρόσταξε να κινηθούν προς την πόλη. Θα περνούσαν εκεί τη νύχτα κι ίσως μερικές ημέρες.

«Πώς πήρες αυτή την απόφαση, γιαγιά;» Απόρησε η Μέλισεντ που καθόταν απέναντι της στην άμαξα. «Με το ζόρι επέτρεπες να κάνουμε στάση μια φορά κάθε δυο ημέρες ως τώρα.»

«Είναι μεγάλη ευκαιρία,» εξήγησε λακωνικά η γριά. «Σήμερα είναι τα γενέθλια του Άρχοντα Έβινρουτ. Όλα του τα παιδιά και τα εγγόνια θα βρίσκονται στο κάστρο. Πρώτης τάξεως ευκαιρία να συσφίξουμε τις σχέσεις μας ως Περιφέρειες. Ποιός ξέρει; Μπορεί να βρεις εσύ με την αδελφή σου κανέναν γαμπρό και να γλιτώσουμε το υπόλοιπο ταξίδι μέχρι το Γουίντεργουολ.»

«Κι η συμμαχία με τους Άνταλον;» Αναρωτήθηκε η Μέλισεντ, ανασηκώνοντας το δεξί της φρύδι. Η γιαγιά τους δεν ήταν ποτέ πρόθυμη να αλλάζει τα σχέδια της.

«Τέσσερις ανύπαντρους γιούς έχει ο Άρχοντας Ριχάρδος κι εμένα θα μου μείνουν τρεις ανύπαντρες εγγονές,» απεφάνθη εκείνη. «Εν τέλει, μπορώ να επαναλάβω το ταξίδι και να κατακτήσω κι αυτόν τον στόχο.»

Η Αντέλ κοίταξε στιγμιαία στον συννεφιασμένο ουρανό και ώθησε το άλογο να τρέξει μπροστά, για να επανέλθει δίπλα στην αγαπημένη τη Ελοντί. Φεύγοντας, έριξε μια λυπημένη ματιά στη Μέλισεντ, που ήταν καρφωμένη απέναντι στη γριά κι αναγκασμένη να ακούει τα παραληρήματα της ματαιοδοξίας της ακατάπαυστα κι αναπόδραστα.

Καθώς έφτασαν στην κεντρική πύλη του κάστρου, οι φρουροί τους σταμάτησαν. Προτού προλάβουν να ρωτήσουν την Αντέλ και την Ελοντί οτιδήποτε, η Αρχόντισσα Αζέλια βγήκε από την άμαξα κι εμφανίστηκε μπροστά τους.

«Ζητώ να περάσω στο κάστρο μαζί με την άμαξα και τους συνοδούς μου,» είπε με ένα ύφος κύρους. «Είμαι η Αζέλια Άραγκον από το Ποσπέριους. Αναγγείλατε την άφιξη μου στον Ισίντορ Πένερ. Με γνωρίζει και εγγυάται υπέρ μου.»

Οι τρεις φρουροί της πύλης συσκέφθηκαν για λίγο και τελικά τους ένευσαν να περιμένουν ακίνητοι, ενώ ένας από αυτούς εξαφανιστηκε τρέχοντας στα ενδότερα του κάστρου. Όταν επέστρεψε, αρκετή ώρα αργότερα, ακολουθιόταν από έναν πολύ ψηλότερο και μεγαλύτερο ηλικιακά άνδρα, με μακριά μαλλιά και μούσια.

«Άρχοντα Ισίντορ!» Αναφώνησε η γριά που τον είχε ευθύς αναγνωρίσει παρά τον ελάχιστο φωτισμό.

«Αρχόντισσα Αζέλια!» Πλησίασε εκείνος με ένα ευγενές χαμόγελο. «Είναι τιμή κι υπερηφάνεια για όλους μας να δεχόμαστε την επίσκεψη σας.»

«Η υπερηφάνεια είναι δικαιωματικά δική μου,» διαφώνησε με την κλασική, υποκριτική γλυκύτητα που φυλούσε για τους ξένους εκείνη. «Αν δε με απατά η μνήμη μου, σήμερα είναι τα γενέθλια του πατέρα σου, του Άρχοντα Έβινρουτ.»

«Πράγματι,» ένευσε καταφατικά ο Ισίντορ, με το χαμόγελο μονίμως στα χείλη του.

«Συνεπώς, υποθέτω πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε τη νύχτα μας στο κάστρο,» πέρασε στο φλέγον ζήτημα η γριά. «Κατανοώ απόλυτα πως η ημέρα είναι ξεχωριστή κι αρμόζει μονάχα στα μέλη της οικογένειας σας. Δε θα ήθελα εγώ κι οι εγγονές μου να σας επιβαρύνουμε.»

«Διόλου δε θα το κάνετε!» Διαφώνησε ένθερμα ο Ισίντορ. «Είστε ευπρόσδεκτες όλες! Δωμάτια υπάρχουν, για να μείνετε όσο θέλετε. Αν ήταν ο πατέρας μου στη θέση μου, θα έλεγε ακριβώς το ίδιο. Ουδέποτε δε θα απέτρεπε ανθρώπους που ζητούν φιλοξενία στο σπίτι του. Περάστε, θα διατάξω τους υπηρέτες να τακτοποιήσουν τα πράγματα σας και φυσικά μπορείτε να λάβετε μέρος στις γιορτές μας. Είμαι βέβαιος πως ο πατέρα θα χαρεί πολύ να σε δει, Αρχόντισσα Αζέλια.»

«Βεβαίως,» συμφώνησε ψελλίζοντας στο αυτί της Αντέλ η Ελοντί. «Έχουν ακριβώς την ίδια ηλικία. Εκατόν τεσσάρων ο Άρχοντας Έβινρουτ, εκατόν πέντε αυτή.»

Η Αντέλ μετά βίας συγκράτησε το γέλιο της πέρα από ένα αθώο χαχανητό. Το σχόλιο της ξαδέλφης της ήταν ιδιαίτερα καυστικό.

«Τελικά ο σαρκασμός είναι οικογενειακή μας υπόθεση,» αποκρίθηκε ψιθυρίζοντας εξίσου κι η Ελοντί χαμογέλασε σαρδόνια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ισίντορ Πένερ, ο έκτος γιος του Άρχοντα Έβινρουτ μα ο μεγαλύτερος εν ζωή, δεν αθέτησε την υπόσχεσή του. Πραγματικά, τους παραχωρήθηκαν δωμάτια κι υπηρέτες για όποια επιθυμία κι ανάγκη. Βεβαίως, το μόνο που ήθελε η Αντέλ μετά από δέκα και πλέον ημέρες ταξιδιού δεν ήταν -παραδόξως- ένα ευωδιαστό μπάνιο αλλά μια αλλαγή ρούχων, διότι αυτά που φορούσε είχαν τσαλακωθεί υπερβολικά, ώστε να συμμετάσχει το δυνατόν συντομότερα στη γιορτή. Αδημονούσε να γνωρίσει την τεράστια οικογένεια των Πένερ και κυρίως τον πατριάρχη της, τον αιωνόβιο Άρχοντα Έβινρουτ, που είχε γνωρίσει έντεκα Βασιλείς προγόνους της -συμπεριλαμβανομένης της Βίνας, στην οποία κανένας Βόρειος Άρχοντας δεν είναι κλείνει τον γόνυ ακόμα. Η περιέργεια της βρισκόταν στο απόγειο· αναρωτιόταν τι χρώμα θα είχε η υπερηλικία στο δέρμα του, πώς θα διαγραφόταν το πένθος στα μάτια του που είχαν ζήσει τρεις ζωές, τρεις πολέμους εξωτερικούς και έναν εμφύλιο. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί την ευτυχία μα και την οδύνη που θα κουβαλούσε η εκατονταετής ψυχή του· είχε είκοσι πέντε παιδιά εκ των οποίων μονάχα οχτώ ζούσαν κι είχε θάψει τρεις συζύγους.

Εξήλθε της προσωρινής της κάμαρης την ίδια ακριβώς στιγμή που από έξω της περνούσε η πρεσβυτέρα ξαδέλφη της η Ελοντί.

«Έτοιμη για μια γιορτή που όμοιά της δε θα ξαναζήσουμε ποτέ;» Τη ρώτησε με ενθουσιασμό.

«Μπορούμε να έρθουμε ξανά του χρόνου,» ανασήκωσε τους ώμους νωθρά η Ελοντί. «Ας ελπίσουμε μονάχα να μην κυκλοφορεί κανένας όμορφος γιος ή εγγονός του εορτάζοντα. Φοβάμαι μήπως παρασυρθώ και ικανοποιηθεί η γιαγιά,» πρόσθεσε με ένα δηλητηριώδες γιαγιά, σκορπώντας το γέλιο και στις δυο τους.

Κατευθύνθηκαν στη μεγάλη σάλα, η οποία ήταν μεστή από κόσμο και υπηρέτες, που τακτοποιούσαν τις τελευταίες λεπτομέρειες του δείπνου. Σε μια γωνία του φαινομενικά απέραντου χώρου, είχαν τοποθετηθεί οι μουσικοί με χωνιά μπροστά στα όργανά τους, για να δυναμώνει η μουσική και να μεταφέρεται παντού στο δώμα. Παρόλο που όλα τα παράθυρα κι οι πόρτες που οδηγούσαν στον κήπο ήταν ορθάνοιχτα, η ατμόσφαιρα έμοιαζε αποπνικτική, μιας κι η κυκλοφορία των ιδρωμένων από τη δουλειά και το άγχος της εντέλειας υπηρετών κι όχι μόνο, δυσχέραινε την κατάσταση.

Η Ελοντί ένευσε στην ξαδέλφη της να περάσουν έξω στον κήπο, για να ξεκλέψουν μερικές ακόμα στιγμές καθαρού αέρα, προτού επέστρεφαν στην ασφυξία. Η Αντέλ την ακολούθησε μετά χαράς κι ανακούφισης.

Δεν είχαν προλάβει καν να ακινητοποιηθούν σε μια θέση, όταν έπεσε πάνω τους ένας άνδρας καλυμμένος από έναν καφετί, βρώμικο, πολυκαιρισμένο μανδύα. Όταν κατέβηκε η κουκούλα, αποκαλύφθηκε ένα γαλήνιο πρόσωπο, μαυρισμένο ελαφρά, μελαχρινό, ιδιαιτέρως νεανικό.

«Ποιές είστε;» Ρώτησε εκείνος πρώτος, διόλου πτοημένος από τη σύγκρουση. «Μήπως καινούριες υπηρέτριες στο κάστρο;»

«Είμαστε καλεσμένες του Άρχοντα Έβινρουτ,» απάντησε αμέσως η Ελοντί και τον πλησίασε φιλύποπτα. «Εσύ, ζητιάνε, γιατί βρίσκεσαι εδώ; Έμαθες για τα γενέθλια του αφέντη κι ήλπιζες να οικονομήσεις φιλανθρωπίες από την ευρύτερη έξαρση που θα επικρατήσει;»

«Λαθέψατε κι εσείς,» διαφώνησε ο ξένος. «Είμαι ένας από τους τιμώμενους της σημερινής γιορτής· το στερνό παιδί του Άρχοντα Έβινρουτ, ο Ελάρικ.»

«Αλήθεια;» Αναρωτήθηκε ρητορικά η Ελοντί, με το ίδιο καχύποπτο ύφος. «Πού ήσουν τόσες ημέρες, που ετοιμαζόταν η γιορτή; Ήρθες τώρα, λίγο πριν ξεκινήσει, κρίνοντας από τα κουρελιασμένα σου ρούχα. Τι σε κρατούσε μακριά, άραγε;»

«Είμαι ταξιδιώτης,» αποκρίθηκε ο Ελάρικ, επικεντρώνοντας τη ματιά του πάνω της κι η Αντέλ άξαφνα ένιωσε περιττή. «Λατρεύω να γυρίζω τα Βασίλεια και να τα χαρτογραφώ, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ανθρώπους και ιδέες νέες.»

«Πάρα πολύ ενδιαφέρον,» σχολίασαν ταυτοχρόνως οι ξαδέλφες και κοιτάχτηκαν συνεπαρμένες.

«Από πού έρχεσαι, λοιπόν;» Ρώτησε πρώτη η ως τότε σιωπηλή Αντέλ.

«Από την Κατέρια και την εκκεντρική Αρχόντισσα Βέρηνα,» απάντησε χαμογελώντας ο Ελάρικ. Διασκέδαζε την παρέα των νεαρών κυριών. Ήταν μακράν καλύτερη από τη βλοσυρή έκφραση που θα είχαν τα εφτά αδέλφια του, όταν τον αντίκριζαν.

«Θαυμάσια, από τη μόνη γυναικοκρατούμενη Περιφέρεια,»τόνισε η Αντέλ. «Πώς είναι εκεί;»

Ενώ ο Ελάρικ άνοιγε το στόμα του για να απαντήσει, μια τέταρτη φωνή, αμιγώς κι αναμφίβολα ανδρική, τον διέκοψε και τον γέμισε απογοήτευση.

«Ελάρικ! Επιτέλους έφθασες!»

Ήταν ο Ώμπεραν, ο δεύτερος μεγαλύτερος και ζωντανός αδελφός του, που μετά βίας συγκρατούσε τον θυμό του για την αργοπορία του, μόνο και μόνο επειδή σεβόταν τις δυο κοπέλες που παρίσταντο.

«Ώμπεραν!» Αναφώνησε, πραγματικά χαρούμενος ο μικρότερος άνδρας κι έτρεξε προς το μέρος του για να τον αγκαλιάσει. «Χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω.»

«Έχουν περάσει εφτά μήνες από την τελευταία μας συνάντηση,» σχολίασε παγερά ο σαρανταπεντάχρονος αδελφός του. «Πίστευα πως δε θα με αναγνώριζες καν.»

«Αδελφέ μου, στενόμυαλε, που μόνο το Ιωδέως και το Γουίντεργουολ γνωρίζεις!» Τον επέπληξε εύθυμα ο Ελάρικ, σχεδόν παιδικά. «Στο επόμενο μου ταξίδι, είσαι ευπρόσδεκτος να με συνοδεύσεις, για να καταλάβεις γιατί δε με χωράει άλλο αυτό το κάστρο!»

«Όσο γρηγορότερα ξεφύγεις από την ελαφρομυαλιά της ύστερης εφηβείας, τόσο το καλύτερο!» Τον επέπληξε με τη σειρά του ο Ώμπεραν -παρόλο που αυτή τη φορά η ματιά του έσταζε αίμα. «Πήγαινε μέσα. Τα αδέλφια μας βρίσκονται έξω από το δωμάτιο του πατέρα.»

Ο Ελάρικ δεν ήταν τόσο ξεμυαλισμένος ώστε να αγνοήσει την κρυφή απειλή του αδελφού του. Σχεδόν τρέχοντας έφυγε για τον δρόμο που γνώριζε με κλειστά μάτια, ενώ ο Ώμπεραν έμεινε πίσω, για να χαιρετήσει με τη στοιχειώδη ευγένεια τις κοπέλες.

«Με συγχωρείτε που δε σας απευθύνθηκα νωρίτερα μα ο αδελφός μας έλειπε εφτά μήνες και ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι δε θα εμφανιζόταν απόψε,» απολογήθηκε με φανερές ενοχές και αιδώ. «Πρέπει να είστε εγγονές της Αρχόντισσας Αζέλια.» Προχώρησε μόνο αφότου εκείνες ένευσαν συγκαταβατικά. «Καλωσήρθατε στο κάστρο μας. Είμαστε ευτυχείς και τιμόμαστε που βρίσκεστε εδώ. Ελπίζουμε να περάσετε όμορφα σήμερα και να γιορτάσετε μαζί μας, στην πιο σημαντική ημέρα για το Ιωδέως.»

Δεν κατάφεραν να μιλήσουν περαιτέρω. Ο Ώμπεραν έτρεξε ξοπίσω του Ελάρικ, για να βεβαιωθεί πως όδευε στο δωμάτιο του Άρχοντα Έβινρουτ μα και για να τον επιτιμήσει όπως ένιωθε ότι του ταίριαζε, μακριά από αδιάκριτα αυτιά και μάτια.

«Εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος,» σχολίασε η Ελοντί, μόλις έμειναν μόνες τους ξανά.

«Ποιός από τους δυο;» Αναρωτήθηκε η  Αντέλ.

«Και οι δυο,» απάντησε χωρίς διαταγμό.

«Κυρίως ο Ελάρικ βέβαια,» την πείραξε η κοκκινομάλλα Πριγκίπισσα. «Μη θαρρείς πως δεν παρατήρησα τις ματιές που ανταλλάξετε.»

«Ανοησίες,» διαφώνησε με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας η είκοσι ενός έτους ξαδέλφη της. «Είναι εμφανώς νεότερος μου, τουλάχιστον εγκεφαλικά, πράγμα βαρυσήμαντο. Δε θα μπορούσα ποτέ να τον δεχτώ για σύζυγο. Πάντως, θα γινόταν εξαίρετος σύμβουλος στη μέλλουσα Βασιλική Αυλή σου, Αντέλ. Ένας τόσο νέος και πολυταξιδεμένος άνδρας θα φαινόταν πολύτιμος το δίχως άλλο.»

«Πράγματι,» συμφώνησε η Αντέλ και βάλθηκε σε σκέψεις. «Ωστόσο, συγχαρητήρια, ξαδέλφη. Χαίρομαι που δε θα βρεις ποτέ σύζυγο, για να αλλοιώσει τον μοναδικό σου χαρακτήρα. Δεν πρόκειται ποτέ να βρεις άνδρα εγκεφαλικά γηραιότερο σου, εκτός κι αν παντρευτείς τον Άρχοντα Έβινρουτ.»

Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα, το γέλιο τις συνεπήρε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Μωρέ, νήπιε, ανόητε!» Γρύλιζε ο Ώμπεραν, καθώς περπατούσαν γοργά μαζί με τον Ελάρικ προς το δωμάτιο του πατέρα τους. «Είναι δυνατόν να έφτασες στα γενέθλια του πατέρα μας λίγο πριν την έναρξη της γιορτής;»

«Δε γινόταν να έρθω νωρίτερα,» δήλωσε προς υπεράσπιση του ο Ελάρικ.

Για να μην ξεχωρίζει από όλους τους καλοντυμένους οικοδεσπότες, ο Ώμπεραν είχε φροντίσει να του προσφέρουν μια αλλαξιά ρούχα και αρωματισμένο νερό, για να πλύνει το κεφάλι του και να αποβάλει τη λίγδα της αλουσιάς. Τουλάχιστον, πλέον έδειχνε ελάχιστα την αρχοντική του φύση.

«Ξέρεις πόσο στεναχωρήθηκε ο πατέρας αυτές τις ημέρες; Όσο πλησίαζε η γενέθλιος, γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα βουβά, που χύνονταν, όταν ήταν μόνος. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι, να σκύβεις το κεφάλι κι όχι να χαμογελάς σαν ηλίθιος και να εξευτελίζεσαι στις αρχόντισσες από το Ποσπέριους.»

«Εξαιρετικές παρουσίες,» σχολίασε εύχαρα ο εικοσάχρονος νέος. «Ειδικά η μελαχρινή ήταν γοητευτική.»

«Μάζεψε τα μυαλά σου,» τον προειδοποίησε ο Ώμπεραν. «Πάψε να σπαταλάς τον χρόνο σου σε ταξίδια κι ανέλαβε τις ευθύνες σου. Δοξάζω τους Θεούς που ήρθαν ο Ντέσιμους κι ο Ουόλντεν πριν από εσένα και γέλασε λίγο ο πατέρας μας, αλλιώς θα είχε μαραζώσει με την απουσία σου. Έχε χάρη που σου έχει αδυναμία και σου επιτρέπει να σκορπάς την περιουσία μας άσκοπα σε χαρτογραφήσεις, διότι αν ήταν στο χέρι μου ή του Ισίντορ, θα σε είχαμε πετάξει στους στάβλους, για να καθαρίζεις τις κοπριές και να συνέλθεις.»

Ο Ελάρικ δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί έφτασαν έξω από το δωμάτιο του Άρχοντα Έβινρουτ, όπου πράγματι στέκονταν οι πέντε υπόλοιποι αδελφοί κι η μια αδελφή τους. Όλοι έμοιαζαν χαρούμενοι πλην ενοχλημένοι με την εμφάνιση της τελευταίας στιγμής. Μάλιστα, ο Ισίντορ κι ο Σερ Ντέσιμους, αφότου τον αγκάλιασαν, του έριξαν κι ένα δυνατό, διδακτικό χαστούκι.

«Πού ήσουν και δεν ερχόσουν, γάιδαρε;» Τον ρώτησε ευθέως ο Ντέσιμους, που φορούσε τιμητικά από την πανοπλία του τάγματος του μόνο τον θώρακα.

«Οι δρόμοι είχαν κλείσει τελείως ανάμεσα στο Ζεφύρ και την Κατέρια,» εξήγησε ο Ελάρικ. «Στη Ρέισαν επικρατεί πανικός. Η Βασίλισσα μάλλον έχει τρελαθεί. Αποκεφάλισε, άκουσα, τον Πρωθυπουργό της, τον ίδιο της τον παππού!»

«Τι;» Είπαν ταυτόχρονα τα εφτά του αδέλφια και στιγμιαία πάγωσαν. Ο Μπράιτον Καστέλ ήταν νεκρός. Ο άνδρας που είχε κατηγορήσει τον αδελφό τους τον Άντριου, που είχε τελικά εκτελεστεί κι είχε αφήσει ορφανό και μόνο τον μικρό Ρόουαν στην ξενιτιά, ήταν νεκρός, εκτελεσμένος ως προδότης.

Κοιτάχτηκαν με νόημα κι ένευσαν ο ένας στον άλλον, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα.

«Αύριο θα πάω με το πρώτο φως της Αυγής να διαβάσω την αλληλογραφία μας,» δήλωσε ο Ισίντορ. «Αν η είδηση επιβεβαιωθεί, θα πάω ο ίδιος στη Ρέισαν να φέρω τον Ρόουαν πίσω.»

Η Σίλβι, η μόνη ζωντανή από τις πέντε αδελφές τους, ακούμπησε τον ώμο του υποστηρικτικά, προτού ανοίξει ελάχιστα την πόρτα του πατέρα τους.

«Σκουπίστε τα πρόσωπά σας. Βουρκώσατε, ανάθεμα,» τους συμβούλεψε με τρεμάμενη φωνή, καθώς έπραττε το ίδιο. «Ας μην πούμε τίποτα σήμερα στον πατέρα, ίσως και να μην αντέξει τόση συγκίνηση. Κι αύριο ημέρα θα είναι.»

Τα αδέλφια σουλουπωθήκαν όσο δύναντο και πέρασαν στο δωμάτιο, όπου τους καρτερούσε ο πατέρας τους ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και στολισμένος με τα καλύτερα του ρούχα από τους υπηρέτες, που προ πολλού είχε διώξει. Δεν του άρεσε, όταν γιόρταζε, να απασχολεί ανθρώπους για δικές του ανάγκες. Ούτε οι πολλοί εορτασμοί του άρεσαν αλλά τους θεωρούσε μια ευκαιρία να έχει όλα τα παιδιά και τα εγγόνια του κοντά του, τη μεγαλύτερη επίγεια ευλογία.

«Καλώς ήρθατε, παιδιά μου,» είπε με ένα αυθεντικό χαμόγελο. Λιγότερα από τα μισά του δόντια είχαν απομείνει αλλά το χαμόγελο δεν έπαυε να είναι αστραφτερό, αντανακλώντας όλη του την αγαλλίαση.

Τα οχτώ του εναπομείναντα παιδιά πλησίασαν και παραμέρισαν αργά, για να φανεί ο Ελάρικ, άβολος μέσα στον βαρύ, άλικο μανδύα του. Μόλις αντίκρισε ο Άρχοντας Έβινρουτ το στερνοπούλι του, δάκρυα κύλησαν στα γέρικα του μάτια, δάκρυα που για πολλές ημέρες φυλούσε από λύπη.

«Ελάρικ, αγόρι μου,» ψιθύρισε κι ο μικρός έτρεξε και τον αγκάλιασε.

Τα υπόλοιπα αδέλφια δε μίλησαν, μονάχα έσκυψαν τα κεφάλια και επέτρεψαν τη στιγμή μονάχα για τους δυο τους. Μόλις αποχωρίστηκαν, τον λόγο πήρε ο Ισίντορ.

«Πατέρα, είναι όλα έτοιμα, για να ξεκινήσει κι επίσημα η γιορτή. Μονάχα εσύ λείπεις.»

«Έλα γρήγορα, γιατί από την αγωνία για το αν θα ερχόταν ή όχι ο Ελάρικ δεν έχουμε φάει ούτε μπουκιά ψωμί σήμερα!» Συμπλήρωσε ο Μάσριελ, ο μόλις πέντε χρόνια μεγαλύτερος του στερνού αδελφού τους, πάντοτε πρώτος στα ευφυολογήματα.

Ο Ουόλντεν, ο Ντέσιμους κι ο Ρούφους, οι πιο γεροδεμένοι από τους εφτά αδελφούς, σήκωσαν τον πατέρα τους στα πόδια του κι εκείνος -χωρίς καμία βοήθεια και σιγά σιγά- στάθηκε όρθιος και περπάτησε κοντά τους.

«Ας πάμε, λοιπόν,» δήλωσε, καθώς η μοναδική ζωντανή του κόρη η Σύλβι του έδινε τη βακτηρία του. «Δεν πρέπει τα εγγόνια μου να περιμένουν ούτε κι οι εκλεκτοί μας υπηρέτες.»

«Πάμε,» επανέλαβαν χαμογελώντας τα παιδιά του ταυτόχρονα και μαζί οι εννιά τους, αυτή η αποδεκατισμένη οικογένεια, η βυθισμένη στη χαρμολύπη, κατέβηκαν τις σκάλες και βρέθηκαν στη σάλα της γιορτής.

Τα στρωμένα τραπέζια τους περίμεναν με τα πήλινα πιάτα και κύπελα τοποθετημένα στις θέσεις τους μαζί και τους υπόλοιπους καλεσμένους. Οι υπηρέτες μετέφεραν από την κουζίνα κι εναπέθεταν κανάτες γεμάτες μπίρα, κρασί, υδρόμελι και μηλίτη ανάκατα στα τραπέζια. Πράγματι, ήταν υπερβολικά πολυτελής και πολύπλευρη η ποικιλία του δείπνου και δεν είχαν φτάσει καν στα εδέσματα. Αυτό δεν ταίριαζε στις συνήθειες του Βορρά, ωστόσο η περίσταση ήταν ιδιαίτερη κι η πολυτέλεια επιβαλλόταν. Στην αποκλειστική τους γωνία, οι μουσικοί είχαν ξεκινήσει ήδη να παίζουν τις μελωδίες τους και το κέφι αγάλι αγάλι αφυπνιζόταν.

Μόλις έφτασε ο Άρχοντας Έβινρουτ, κάθε ήχος σώπασε, κάθε ματιά στράφηκε κατά πάνω του, κάθε αυτί ανέμενε αδημονώντας να ακούσει μια λέξη του. Ο αιωνόβιος Άρχοντας είχε προ πολλού συνηθίσει σε αυτή την υπέρμετρη προσοχή, κυρίως διότι για πάρα πολλά χρόνια ήδη ετύγχανε ο γηραιότερος άνδρας οπουδήποτε κι αν βρισκόταν, προσδίδοντας στον εαυτό του έναν αέρα τρομακτικού κύρους και σοφίας που αμφέβαλλε αν πραγματικά διέθετε.

«Σας ευχαριστώ όλους, όχι μόνο για την παρουσία σας εδώ απόψε αλλά και για τη συνεισφορά σας σε αυτή την υπέροχη σάλα, που βρίθει από χαμόγελα, μουσική και γέλια,» ξεκίνησε τον πολυαναμενόμενο λόγο του ο Άρχοντας Έβινρουτ, με μια φωνή που πνιγόταν στο συναίσθημα. «Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα φτάσω στην ηλικία εκατόν τεσσάρων ετών, πόσο μάλλον ότι θα είχα ευλογηθεί με τη συντροφιά παιδιών, εγγονιών και φίλων. Όταν χρίστηκα Άρχοντας πριν εκατόν ένα χρόνια από τον Βασιλιά Μπέλιαρ τον Πρώτο των Πορφυρογόννων, δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως θα με αξίωναν οι Θεοί να ζήσω τόσα πολλά χρόνια και να έχω τη δύναμη να κυβερνώ την πατρίδα μου. Είναι μεγάλη ευλογία η μακροζωία μου κι εύχομαι να την έχουν και εσείς, παιδιά μου, και τα παιδιά σας!» Προτού συνεχίσει, στράφηκε προς τους γιούς και την κόρη που τον παρακολουθούσαν ευλαβικά, λίγα μέτρα μακριά του. «Πλησιάστε, παιδιά μου.»

Αφότου πλησίασαν διστακτικά, μια που δε γνώριζαν το γιατί, ο Άρχοντας Έβινρουτ στάθηκε μπροστά στον Ισίντορ.

«Αγόρι μου, εσύ είσαι ο εκτός κι όμως ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος μου. Κοντεύεις εξήντα χειμώνες ζωής πια και οι Θεοί δε σου δώρισαν τέκνα, απογόνους, για να αφήσεις το αποτύπωμα σου στον κόσμο. Ωστόσο, σου έδωσαν κάτι πολύ πιο πολύτιμο κι ιερό.» Έκανε μια μικρή παύση κι έδειξε τα εφτά υπόλοιπα παιδιά του και μετά το μεγάλο τραπέζι όπου κάθονταν τα εγγόνια του. «Στα αδέλφια και στα ανίψια σου πρέπει να σταθείς βράχος, προστάτης κι αρωγός, αν εγώ αδυνατώ να το πράξω. Αν όχι Αρχηγός τους, τότε σίγουρα πολύτιμος σύμβουλος.»

Ο Ισίντορ με βουρκωμένα μάτια φίλησε το χέρι του πατέρα του. Είχε λάβει σιωπηλά την ευλογία του κι η συγκίνηση τον είχε καταλάβει.

Έπειτα, ο Άρχοντας Έβινρουτ πλησίασε τον επόμενο ηλικιακά, τον ένατο γιο του, τον Ώμπεραν, που είχε τα ξανθά μαλλιά και τα γαλανά μάτια της μητέρας του.

«Ώμπεραν, είμαι υπερήφανος να σε αποκαλώ γιο μου. Στην Εκστρατεία του νεκρού Βασιλιά Δάντη εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω αλλά έστειλα όλους τους γιούς και τους εγγονούς μου που βρίσκονταν στην κατάλληλη ηλικία. Δέκα γιούς και έξι εγγονούς μου έστειλα και πίσω γύρισαν δυο γιοί και δυο εγγονοί.» Έκανε άλλη μια παύση, μόνο που αυτή τη φορά αποσκοπούσε στην ειρήνευση την καρδιάς του που βροντούσε από θυμό και πένθος. «Εσύ, αγόρι μου, μαζί με τον Ισίντορ επιστρέψατε, ενώ τα αδέλφια σας Μπίλγκαρντ, Άλλιστερ, Θέρον, Ελάρικ ο πρεσβύτερος, Χάιντεν, Τζέινταν, Άνγκους, Μπένματ και Ιγνάτιος χάθηκαν στους αλαζονικούς πολέμους του Μεγαλειότατου. Μα κι εσύ, θυσίασες τον εαυτό σου κι επέστρεψες με πληγωμένο πόδι, σχεδόν λιωμένο από τα καταραμένα πυρά ενός καταπέλτη στις Αρχαίες Γαίες. Σημαδεύτηκες για πάντα· φοράς εφ'όρου ζωής το παράσημο της ανδρείας σου.»

«Υπερβάλλεις πατέρα,» αποκρίθηκε ο Ώμπεραν, φιλώντας του το χέρι. «Ακόμη κι ο βηματισμός μου έχει διορθωθεί πλήρως πια. Δεν είμαι εγώ ο ήρωας κι ο ανδρείος μα τα αδέλφια και τα ανίψια μου που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, δίπλα σε τόσους άλλους.»

Ούτε ο Ώμπεραν είχε παιδιά. Η γυναίκα του η Έκκα, ο έρωτας της ζωής του, τον είχε εγκαταλείψει, αφότου τον είχε δει να επιστρέφει από τον πόλεμο με το δέρμα πάνω από το γόνατό του σκισμένο και σπασμένη την περόνη. Ωστόσο, εκείνος ήδη είχε αφοσιωθεί στα ανίψια του, ιδιαιτέρως σε όσα ο πόλεμος είχε ορφανέψει.

Σειρά είχε ο Ντέσιμους, ο Ιππότης της Λευκής Αστραπής, ο δέκατος τρίτος γιος του, που έμοιαζε αδιανόητα πολύ στον πρωτότοκο του Μπίλγκαρντ κι η ανάμνηση του έδενε κόμπο τον λαιμό. Έστω· δική του ήταν η γιορτή και διάλεγε να κλάψει. Δίπλα του στεκόταν ο Ουόλντεν, ένας από τους Σμαραγδένιους, το πιο επιφανές κι υψηλόβαθμο τάγμα του στρατού των Δώδεκα Βασιλείων· εκείνος ήταν ο δέκατος εκτός γιος του. Ο γέροντας τοποθέτησε ελαφρά τα χέρια του στους ώμους τους.

«Ντέσιμους, Ουόλντεν, παιδιά μου, εσείς τιμάτε τη μνήμη των αδελφών σας μέσα από τα κατορθώματα και τα παράσημα που κερδίζετε στον στρατό. Κι αν ο Δάντης δεν είχε τόσο μένος με τον Οίκο μας, σίγουρα εσείς θα ήσαστε Αρχηγοί της Βασιλικής Φρουράς. Νιώθω περήφανος κι ευτυχής που σήμερα γιορτάζω δίπλα σας.»

Τα αγόρια υποκλίθηκαν ευσεβάστως στον πατέρα τους και του φίλησαν το χέρι.

Ύστερα, έμειναν ο δέκατος πέμπτος, δέκατος έβδομος κι ο εικοστός γιος· ο Ρούφους, ο Μάσριελ κι ο Ελάρικ. Οι δυο πρώτοι ήταν κιόλας οικογενειάρχες, με τον Μάσριελ να έχει υποδεχθεί πριν λίγους μήνες το πρώτο του παιδί, μια κόρη που είχαν βαφτίσει Αλκίνα, προς τιμήν της νεκρής του μητέρας, της τρίτης κι ύστατης συζύγου του Άρχοντα Έβινρουτ.

«Σιωπηλοί τώρα, συνήθως, όμως, γελαστοί και φλύαροι -ενίοτε σε ενοχλητικό βαθμό.» Αμέσως χαμογέλασαν στο φαιδρό σχόλιό του. «Είστε οι γιοί που ακόμα δεν έχουν διαπρέψει κάπου εκτός από τις προσφιλείς τους απασχολήσεις μα σας αγαπώ όσο κι όλους. «Ρούφους, στοιχηματίζω πως κανείς στον Βορρά δεν παίζει τον αυλό καλύτερα από εσένα. Μάσριελ, τα ξύλινα αριστουργήματα που δημιουργείς και μου έχεις χαρίσει, κοσμούν το γραφείο μου σε πιο περίοπτη θέση από ό,τι τα Βασιλικά μετάλλια για τις στρατιωτικές μου υπηρεσίες. Όσο για εσένα, Ελάρικ, είμαι βέβαιος πως θα φτιάξεις τον πιο λεπτομερή και ακριβή χάρτη για τα Δώδεκα Βασίλεια που έχει ποτέ σκιαγραφηθεί. Μακάρι να με αξιώσουν οι Θεοί να τον δω τελειοποιημένο.»

«Είθε,» ευχήθηκαν κι οι τρεις τους με όλη τους την καρδιά.

Τελευταία στεκόταν η μόνη του ζωντανή κόρη, η Σύλβι, η λιγομίλητη, απλή γυναίκα, η δεκαετής χήρα, που πριν την εκτέλεση του Άντριου εργαζόταν ως μαία στο Παλάτι. Είχε ξεγεννήσει, μαζί με άλλες κοπέλες, τις Πριγκίπισσες Υβέτ, Αντέλ και Φοίβη, καθώς και τη Βασίλισσα Γιολάνδη που όλοι ως Βίνας γνώριζαν. Ακόμη, είχε ξεγεννήσει τον μικρό Ελάρικ και τα περισσότερα ανίψια της. Κι εκείνη άτεκνη ήταν, αλλά αρνούταν να αποβάλει τη μνήμη του νεκρού της άνδρα. Κι εκείνος στον πόλεμο είχε χαθεί, δίπλα στα αδέλφια και τα ανίψια της.

«Συλβι, καλή μου κόρη, ευλογημένη με το δώρο της μαιευτικής, της επιστήμης. Είσαι η πιο σοφή γυναίκα που γνωρίζω κι οι αδελφοί σου πρέπει να καμαρώνουν για εσένα. Προικίστηκες με σύνεση κι αρετή, ζεις με σεβασμό κι αγάπη. Εσύ είσαι η κυρά αυτού του Οίκου κι αυτό δεν το λέω μονάχα εγώ αλλά κι όλοι όσοι ζουν εδώ. Εύχομαι η οδύνη που προκλήθηκε στην ψυχή σου να απαλυνθεί με μια ζωή ευτυχίας και γαλήνης.»

Η Σύλβι του φίλησε το μάγουλο κλαίγοντας βουβά και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ πολύ σαν αεράκι.

Τελικά, η οικογένεια κάθισε στην τράπεζα της όπως έπρεπε και δόθηκε το έναυσμα να ξεκινήσει ξανά η μουσική και το φαγητό να σερβιριστεί.

Η Αντέλ, η Ελοντί κι η Μέλισεντ, που κάθονταν δίπλα δίπλα κι ευχαριστουσαν τους Θεούς που η γιαγιά τους καθόταν πολύ μακριά τους, είχαν παρακολουθήσει τη σκηνή λέξη προς λέξη με έναν κυκεώνα συναισθημάτων. Η γιορτή έβριθε από χαρά κι ευθυμία αλλά ταυτόχρονα έκρυβε πένθος, λύπη και θλίψη. Ήταν απόλυτα λογικό. Τόσοι νεκροί· νέοι άνθρωποι, πεθαμένοι σε μακρινές χώρες πέρα από τη Μεγάλη Θάλασσα της Ανατολής, τρεις νεκρές σύζυγοι και αμέτρητοι άνθρωποι που ο αιωνόβιος Άρχοντας είχε γνωρίσει, δεθεί και χάσει· φίλοι, συγγενείς, γνωστοί. Ξαφνικά, η Αντέλ ένιωσε ναυτία κι ήπιε λίγο κρασί από το κύπελλο της. Όλη αυτή η ζοφερότητα οφειλόταν κυρίως στον πατέρα της κι αυτό το συναίσθημα ενοχών την έπνιγε. Ως τότε, είχε γνωρίσει τον Ισίντορ, τον Ώμπεραν και τον Ελάρικ και κανείς τους δεν της είχε φερθεί με μνησικακία, γεγονός που επιβάρυνε τις τύψεις της. Αισθανόταν σαν το αίμα που είχε χυθεί και ποτίσει αδιόρατα τους πέτρινους τοίχους της Σάλας να είχε προκληθεί από εκείνη.

«Τρέμεις,» άκουσε τη Μέλισεντ δίπλα της. «Έχεισ γίνει κάτασπρη σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι. Τι έχεις;»

«Τίποτα,» μουρμούρισε βιαστικά. «Μάλλον πρέπει να φάω κρέας.»

Αυτόματα, έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το σουβλιστό βουβάλι που τους είχαν σερβίρει και το καταβρόχθισε. Όπως περίμενε, ένιωσε καλύτερα, δυνάμωσε.

Τη στιγμή που σήκωνε το κύπελλό της για άλλη μια γουλιά κρασί, ώστε να καταπιεί την τελευταία μπουκιά, άκουσε μια φωνή να την καλεί, μια απολύτως ανδρική φωνή. Γύρισε αυτόματα κι αντίκρισε τον άνδρα που ο πατέρας του είχε αποκαλέσει Ουόλντεν.

Δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, ωστόσο τον είχε ακουστά, μέσα στους τέσσερις μήνες που διέμεινε στη Ρέισαν. Οι ιστορίες των -σχεδόν αδιανόητα- επιτυχημένων ιπποτών των ταγμάτων ήταν οι αγαπημένες της και τις αναζητούσε μανιωδώς. Η Νταϊάνα η Ατρόμητη ήταν παραπάνω από πρόθυμη να της διηγηθεί όσες γνώριζε· έβλεπε στα μάτια της το ίδιο ακριβώς πάθος για την ιπποσύνη με το δικό της.

Ο Σερ Ουόλντεν Πένερ ήταν ένας ζωντανός θρύλος για τους ιππότες της Ρέισαν. Μπορεί ο μεγαλύτερος αδελφός του Ντέσιμους να ήταν αγαπητός όλων κι υπόδειγμα διοικητού, όμως ο Ουόλντεν είχε κερδίσει τον φόβο όλων. Διέμενε μαζί με όλα τα μέλη του τάγματος του Σμαραγδιού στο στρατόπεδο Γκρινστόουν, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη Ρέισαν. Δεν είχε μόνο τη φήμη μα ήταν κι αποδεδειγμένα ο καλύτερος τοξοβόλος και βαλλιστροφόρος στα Δώδεκα Βασίλεια, κατακτώντας με άνεση την πρώτη θέση σε κάθε διαγωνισμό και τουρνουά που συμμετείχε, εκτοπίζοντας ακόμη και βετεράνους αριστοτέχνες. Το ταλέντο του, φυσικά, ήταν ιδιαιτέρως φονικό κι αυτό ακριβώς τρόμαζε τους πάντες. Η Αντέλ δεν ένιωθε φόβο θωρώντας τον παρά μόνο σέβας και δέος.

«Εγώ είμαι η Πριγκίπισσα Αντέλ,» δήλωσε και σηκώθηκε υπερήφανα. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς, Σερ Ουόλντεν;»

«Ο πατέρας μου ζητά να σας μιλήσει.»

Προς στιγμήν, η κοκκινομάλλα έμεινε άναυδη. Σχεδόν αμέσως, παρόλα αυτά, συνήλθε κι ένευσε καταφατικά, ακολουθώντας τον στο σχετικό τραπέζι, προετοιμαζόμενη για παν ενδεχόμενο· ένιωθε πως δε θα ήταν ευχάριστη η συζήτησή τους, δεδομένης της δυσμενούς σχέσης του με τον νεκρό της πατέρα. Είχαν δίκιο, λοιπόν, εκείνοι που έλεγαν πως τα κρίματα των γονέων πέφτουν στους ώμους των παιδιών.

Μόλις έφτασε και στάθηκε μπροστά στον αιωνόβιο Άρχοντα, υποκλίθηκε ευγενικά και χαμογέλασε, λέγοντας πως ήταν μεγάλη η τιμή της γνωριμίας τους.

«Είμαι σίγουρος πως δεν το εννοείς αυτό,» ανταποκρίθηκε ο Άρχοντας Έβινρουτ. «Πρόσεξε, Υψηλότατη, οι κολακείες πρέπει να σου προσφέρονται, όχι να τις προσφέρεις.»

«Κι όμως το εννοώ, Άρχοντα μου,» τον βεβαίωσε ευθύς η Αντέλ. «Εσείς έχετε γνωρίσει έντεκα Βασιλείς, ενώ εγώ μόνο δυο κι ειλικρινά τη δεύτερη αγωνίζομαι να την ξεχάσω.»

Ο γέροντας γέλασε με την ψυχή του στο σχόλιο της.

«Η γλώσσα σου είναι κοφτή και φαρμακερή,» σχολίασε με τη σειρά του, χαμογελώντας ακόμη και μετά τον γέλωτα. «Καυστική και σαρκαστική ήταν η μητέρα σου, η οποία το είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά σου την Αζέλια.»

«Δεν τη συμπαθώ καθόλου,» της ξέφυγε προτού το συγκρατήσει κι αμέσως το μετάνιωσε. Υπήρχε κάτι στη στάση και στη ματιά αυτού του γέροντα που την ωθούσε στη διαφάνεια, στην πλήρη ειλικρίνεια.

«Γιατί;»

«Γιατί φέρεται με εγωισμό,» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Είναι αυταρχική και ιδιοτελής. Αγνοεί την κυριαρχία του θείου μου και γιου της και δε χάνει ευκαιρία να παρουσιαστεί ως Αρχόντισσα, ενώ δεν είναι πια! Εκμεταλλεύτηκε τον πρόσφατο γάμο μου κι αυτό ακριβώς σκοπεύει να πράξει και με τους γάμους των εξάδελφων μου. Δε γίνεται να γίνουμε όλοι πιόνια, παίγνια, ανδρείκελα μιας γριάς!»

Ο Άρχοντας Έβινρουτ την παρατηρούσε σιωπηλός και σκεπτικός. Όταν αποκρίθηκε, η ματιά του είχε σκοτεινιάσει σημαντικά.

«Έχω περάσει κι εγώ από αυτή την κατάσταση,» παραδέχτηκε. «Δεν ξεπερνιέται εύκολα· κρύβει παμμεγέθη πόνο. Όλη η οδύνη της απώλειας, η παράνοια του χαμού, διοχετεύεται στη σκληρότητα και στην ιδιώτευση. Είσαι έξυπνη γυναίκα, θα καταλάβεις ότι η γιαγιά σου αντιδρά έτσι, γιατί είναι υπερβολικά υπερήφανη για να πενθήσει και να θρηνήσει, όπως κάθε γυναίκα θα έπραττε στη θέση της.»

Η Αντέλ αναστέναξε.

«Λυπάμαι πολύ,» του είπε ειλικρινά κι άλλαξε το θέμα της συζήτησης. «Λυπάμαι και ζητώ τη συγχώρεση σας για όλη τη συμφορά που σας προκάλεσε ο πατέρας μου. Είμαι βέβαιη πως δεν μπορώ καν να φανταστώ πως νιώθετε εσείς κι η οικογένειά σας αλλά πραγματικά αισθάνομαι τύψεις κι ενοχές για αυτό.»

«Δεν πρέπει,» την απέτρεψε ο Άρχοντας Έβινρουτ. «Μην ταλαιπωρείς την ψυχή σου με χαμένες υποθέσεις. Άλλωστε, εσύ δεν έχεις καμία σχέση με τον πατέρα σου. Εκείνος ήταν Ευγενής, γεννημένος Βασιλιάς. Εσύ ίσως εξελιχθείς σε Βασίλισσα αλλά σίγουρα γεννήθηκες ιππότης, πολεμίστρια.»

«Πώς το καταλάβατε;» Απόρησε η Αντέλ, γουρλώνοντας τα μάτια έκπληκτη κι αιφνιδιασμένη.

«Τα χέρια σου εμφανώς διαθέτουν κάλους και ρόζους,» εξήγησε ο Άρχοντας Έβινρουτ, υποδεικνύοντας τις παλάμες της. «Δε νομίζω μια κοπέλα της τάξης σου να ασχολείται με το σκάψιμο ή την υλοτομία. Προφανώς, εξασκείσαι στο σπαθί. Θαρρώ οι γιοί μου θα είναι περήφανοι να σε αποκαλούν σύντροφό τους στη μάχη και στις στρατιωτικές βαθμίδες.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Πέρσιβαλ πηγαινοερχόταν από τη μια γωνία του δωματίου στην άκρη, πλημμυρισμένος από αγωνία. Οι Βασιλικοί γιατροί εξέταζαν ξανά τη Βίνας κι η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος, μαζί με τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε.

Δεν ήξερε αν έπρεπε να τους εμπιστευτεί, διότι ήταν ολοκαίνουριοι. Η Βίνας είχε ξεφορτωθεί τους προηγούμενους με συνοπτικές διαδικασίες, θεωρώντας τους υπεύθυνους για την αποβολή της. Τα κεφάλια τους είχαν κρεμαστεί στην είσοδο του Παλατιού και μονάχα η σκέψη τον γέμιζε φρίκη.

Δόξασε του Θεούς, όταν οι γιατροί εξήλθαν της κρεβατοκάμαρας. Η επίσκεψη τους είχε κρατήσει λιγότερο από το σύνηθες κι αυτό του φαινόταν ευμενές.

«Πώς είναι;» Ρώτησε αγωνιώντας φανερά.

«Η κατάσταση της έχει σταθεροποιηθεί,» του απάντησε ο πρεσβύτερος των δυο. «Δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο πλέον.»

Ο Πέρσιβαλ τους ευχαρίστησε ολόψυχα και έσπευσε να βρεθεί στο πλευρό της.

Η Βίνας ήταν ξαπλωμένη και κουκουλωμένη με μάλλινες κουβέρτες στο κρεβάτι τους. Το χρώμα της είχε επανέλθει πλήρως μα η ματιά της παρέμενε αχανής, χαμένη κάπου στο υπερπέραν. Κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε από τους ώμους.

«Αγάπη μου,» ψιθύρισε πραϋντικώς και χάιδεψε την πλάτη της με απαλές κινήσεις, γεμάτες στοργή.

«Τι θέλεις;» Αγρίεψε εκείνη χωρίς να του ρίξει ούτε ματιά. «Εκείνο που σκοπεύεις δε θα το πετύχεις. Ο πατέρας σου δε θα γίνει Πρωθυπουργός παρά μόνο πάνω από το πτώμα μου.»

«Βίνας, είσαι η σύζυγος μου,» της υπενθύμισε ευγενικά εκείνος. «Αν μη τι άλλο, οφείλω να σταθώ δίπλα σου και να σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά.»

«Δεν είναι αυτή η υποχρέωση σου,» διαφώνησε κι έδιωξε το χέρι του από πάνω της με σπασμωδικές κινήσεις. «Πρώτα από όλα, πρέπει να φροντίσεις να συνεχιστεί η γενεαλογία μου. Σήκω και φύγε. Απόψε δεν έχω όρεξη να μείνω έγκυος.»

Ο Πέρσιβαλ έφυγε με βαριά καρδιά, μη θέλοντας να την πιέσει και να δυσχεράνει τα ήδη δυσμενή πράγματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στο τιμητικό για εκείνη δείπνο, η Ροζλύν καθόταν στα αριστερά του Άρχοντα Ριχάρδου, έχοντας από την άλλη πλευρά την αδελφή της τη Φοίβη. Παρόλο που το φαγητό χαρακτηριζόταν εύκολα εξαιρετικό, μέσα στη λιτότητα που χαρακτήριζε τον Βορρά και της ήταν πλήρως οικεία, η ατμόσφαιρα φαινόταν τεταμένη.

Ο Άρχοντας Ριχάρδος επρόκειτο για θαυμάσιο οικοδεσπότη, καθώς συζητούσε μαζί της όσο έπρεπε χωρίς φλυαρίες, δίνοντας τον λόγο και στους γιούς και τις νύφες του εξίσου. Άθελα της, η Πριγκίπισσα των Ελεύθερων ένιωσε να απολαμβάνει την κουβέντα όσο και το φαγητό. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε χαλαρώσει μέσα σε μια συντροφιά κι η αίσθηση σχεδόν τη νανούριζε· η τελευταία φορά ήταν στο Νησί των Ελεύθερων, προτού επιστρέψει στη βόρεια πατρίδα της και λάβει το καταραμένο γράμμα από τον πατέρα της. Είχαν περάσει εφτά μήνες περίπου κι όμως φαίνονταν σαν μια ολόκληρη ζωή.

Καθώς το θέμα της συζήτησης μετέβη στις καλλιέργειες βάμβακος, η Ροζλύν στράφηκε στη Φοίβη στα αριστερά της. Αντί να συναντήσει τη γνωστή γαλανή φωτιά στα μάτια της, βρήκε μια απέραντη εξάντληση και το δέρμα της ωχρό.

«Τι έχεις;» Ρώτησε με όση αυστηρότητα μπορούσε να διαθέσει και να κρύψει το ενδιαφέρον της. «Μήπως βρίσκεσαι στην έμμηνο;»

«Όχι ακριβώς,» απάντησε η Φοίβη και την κοίταξε με ένα μισό χαμόγελο. «Η πρώτη νύχτα του γάμου δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.»

Η Ροζλύν δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως το νόημα αλλά λυπόταν που την έβλεπε αποδυναμωμένη. Η ανάσα της μύριζε σκόρδο και στο πιάτο της μια περίεργη πάστα στο χρώμα του λαδιού παρεμένε σε υπολείμματα. Αναρωτήθηκε γιατί ήταν η μόνη που έτρωγε κάτι τέτοιο.

«Χαίρομαι που εγώ δεν την έχω ζήσει κι ούτε πρόκειται,» προσπάθησε να την αναθαρρήσει.

«Τι πράγμα;» Απόρησε η Φοίβη.

«Ο καθόλου αγαπητός μου σύζυγος Ρόιμπεν κοιμάται κάθε βράδυ με το σπαθί μου.»

Η μικρότερη αδελφή δε συγκράτησε το γέλιο της.

«Ροζλύν, πρέπει πάντοτε να κάνεις τα πάντα με τον τρόπο σου,» σχολίασε τελικά με ένα πλατύ χαμόγελο. «Όσο κι αν πλήττει τον εγωισμό μου, παραδέχομαι ότι σε φθονώ. Ποτέ δε θα είχα το θάρρος να αντιταχτώ σε όλο τον κόσμο και να αυτενεργήσω.»

«Είσαι κι εφτά χρόνια νεότερη μου,» επισήμανε η Ροζλύν. «Ίσως, όταν φτάσεις είκοσι ετών, να το έχεις αποκτήσει.»

Η Φοίβη δεν της απάντησε, μονάχα χαμογέλασε αγνοώντας τους πόνους της που είχαν εξασθενίσει λίγο, χάριν στο γιατροσόφι της Φίλιντα. Της έριξε μια φευγαλέα ματιά, καθόταν δίπλα στον Βενέδικτο, που καθόταν δίπλα της και κάτι του ψιθύριζε. Ευχόταν να μην αφορούσε εκείνη.

Ο Άρχοντας Ριχάρδος σηκώθηκε, ένευσε στους υπηρέτες να μαζέψουν τα πιάτα και τα κύπελλα κι ετοιμάστηκε να λήξει το δείπνο τους, που είχε πράγματι πετύχει.

Δεν το έκανε ποτέ. Κι αυτό, γιατί την ώρα που ετοιμαζόταν να μιλήσει, μια κραυγή έσπασε κάθε φωνή και κουβέντα στο τραπέζι. Ήταν η Άγκνες, η πρώτη του νύφη, η γυναίκα του πρωτότοκου γιου του.

Ο Ίθαν έσπευσε κοντά της και της έπιασε τα χέρια.

«Τι έγινε, αγάπη μου;» Ρώτησε τρομοκρατημένος για την ετοιμόγεννη σύζυγο του.

«Νομίζω ήρθε η ώρα, Ίθαν,» ψιθύρισε ημιλιπόθυμη η Άγκνες. «Το παιδί έφτασε.»

Χωρίς να χάνει καιρό, ο Ίθαν τη σήκωσε στα χέρια του κι αγνοώντας το βάρος, προσέχοντας μόνο την κοιλιά της, την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα τους σχεδόν τρέχοντας. Όλοι οι αδελφοί του τον ακολούθησαν με πρώτη τη Φίλιντα, που εθελουσία προσφέρθηκε να βοηθήσει και τη μαία. 

«Μεγάλοι Θεοί, βοηθήστε το κορίτσι μας,» προσευχήθηκε ο Άρχοντας Ριχάρδος ακολουθώντας τον.

Η Φοίβη κι η Ροζλύν έμειναν ξαφνικά μόνες στην τράπεζα.

«Πήγαινε εσύ, αν θέλεις,» προέτρεψε τη μεγάλη αδελφή η μικρή. «Εγώ δεν μπορώ.»

«Γιατί;»

«Γιατί...» το στόμα της Φοίβης στέγνωσε. Δεν άντεχε στη σκέψη του τρόμου. Τα γόνατα της κόπηκαν κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μετά βίας έφτασε στην κάμαρα και σωριάστηκε στο κρεβάτι, όπου έκλαψε με αναφιλητά στο μαξιλάρι της, χύνοντας δάκρυα που για μήνες κρατούσε κρυφά.

Η Ροζλύν ακολούθησε τον Άρχοντα Ριχάρδο κι έφτασε έξω από την κρεβατοκάμαρα του Ίθαν και της Άγκνες, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι άνδρες. Προφανώς, η Φίλιντα βρισκόταν δίπλα στην Άγκνες.

«Η Φοίβη δεν ήρθε μαζί σου;» Τη ρώτησε αμέσως ο κατά πολύ κοντύτερος της Ριχάρδος ο νεότερος.

«Όχι,» απάντησε εκείνη, ενώ ετοιμαζόταν να περάσει μέσα στο δωμάτιο. «Πήγε στην κάμαρή της. Έδειχνε αναστατωμένη από το συμβάν.»

«Περίεργο,» σχολίασε σκεπτικός ο Ριχάρδος κι η στωικότητα έκανε το παιδικό, αμούστακο πρόσωπό του να φαίνεται ξεκαρδιστικά αστείο. «Θα πάω να δω πώς είναι.»

Η Ροζλύν πέρασε στην κάμαρη, για να βοηθήσει οπουδήποτε μπορούσε· ένιωθε πως αυτή ήταν ελάχιστη ένδειξη της τεράστιας ευγνωμοσύνης που αισθανόταν για εκείνη την οικογένεια. Ωστόσο, έχασε το υπόλοιπο της συζήτησης.

«Δε θα πας πουθενά!» Άρπαξε τον Ριχάρδο από τον ώμο ο Αίων. «Πήγαινε δίπλα στον Ίθαν και στήριξε τον με λόγια κι ώμους, για να μη λιποθυμήσει από χαρά κι αγωνία!»

«Μα είναι ο Βενέδικτος δίπλα του,» αντιτάχθηκε ο μικρός.

«Όχι πια!» Ένευσε στον Βενέδικτο ο Αίων κι εκείνος πλησίασε αμέσως, καθώς ο μικρός έπαιρνε διστακτικά τη θέση του δίπλα στον ψυχρολουσμένο Ίθαν.

«Τι έγινε;» Αναρωτήθηκε ο δευτερότοκος γιος του Άρχοντα Ριχάρδου.

«Η Φοίβη αποσύρθηκε στο δωμάτιο σας ράκος,» του εξήγησε, με εσκεμμένη υπερβολή, ο Αίων. «Η θέση σου είναι δίπλα της.»

«Δε νομίζω,» διαφώνησε με μια γκριμάτσα αηδίας ο Βενέδικτος. «Μέρες τώρα αδιαφορεί πλήρως για τον αν βρίσκομαι ή δε βρίσκομαι κοντά της.»

«Μην είσαι ανόητα πείσμων,» τον επέπληξε ο νεότερος του κατά τρία έτη Αίων. «Πήγαινε οικειοθελώς, αλλιώς θα σε πάω εγώ πυξ λαξ.»

«Καλώς,» γρύλισε και προχώρησε κατσούφικα.

Ο Αίων τον παρακολούθησε για λίγο, ενώ απομακρυνόταν. Ήλπιζε να είχε πράξει το σωστό και να είχε φέρει έστω κι ελάχιστα κοντά τους δυο νιόπαντρους.

Μόλις ο Βενέδικτος έφτασε στην κρεβατοκάμαρα, δε χτύπησε, πέρασε μέσα κατευθείαν και το μετάνιωσε ευθύς. Το θέαμα μπροστά του του προκαλούσε ναυτία.

Η Φοίβη βρισκόταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι κι έκλαιγε δυνατά, ενώ το αίμα της είχε βάψει τα κατάλευκα σεντόνια μαύρα.

«Τι στο-» δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη από το ξάφνιασμα. «Τι συμβαίνει εδώ;»

«Δε θα καταλάβεις!» Τον κατηγόρησε με έναν λυγμό η γυναίκα του. «Φύγε.»

«Δεν μπορώ. Αν γυρίσω στους υπόλοιπους, ο Αίων με απειλεί με ξυλοδαρμό.»

Άθελα της, γέλασε. Ωστόσο, το γέλιο ήταν πικρό, ειρωνικό κι έσταζε φαρμάκι.

«Πρέπει, λοιπόν, να σε απειλήσουν, για να μείνεις κοντά μου;»

«Ακόμη κι αν είμαι, αδιαφορείς πλήρως. Σαν να μην υπάρχω συμπεριφέρεσαι εδώ και μέρες!» Ξέσπασε ο Βενέδικτος, όμως σώπασε απότομα. Σκέφτηκε όσα του είχε πει πριν λίγο η Φίλιντα στο δείπνο.

Τα μάτια του καρφώθηκαν στο καυτό αίμα που έρρεε. Η μυρωδιά σιδήρου τρύπωσε στα ρουθούνια του.

«Η Φίλιντα μου είπε κάτι στο δείπνο,» ξεκίνησε διστακτικά, απορημένος με τον εαυτό του. «Ξέρεις, μου έχει συμβεί ξανά, βέβαια εκείνη η γυναίκα ήταν πολύ μεγαλύτερη σου. Συμβαίνει ενίοτε στις γυναίκες μετά την πρώτη ερωτική επαφή να αιμορραγούν ακανόνιστα. Δεν είναι επιλήψιμο, υποθέτω, ωστόσο έπρεπε να μου το πεις.»

Η Φοίβη έπαψε τους λυγμούς και τον κοίταξε προσεκτικά. Σύρθηκε προς το μέρος του κι απόσταση μιας ανάσας τους χώριζε.

«Δεν κλαίω για το αίμα,» είπε. «Ευλογημένη να είναι η Φίλιντα, μου έφτιαξε ένα φάρμακο και οι πόνοι ηρέμησαν.»

«Τότε γιατί;»

«Στη Ρέισαν, μετά την κηδεία του Βασιλιά πατέρα μου, οι αδελφές μου έφυγαν από το Παλάτι. Μονάχα εγώ, η Υβέτ και βέβαια η Βασίλισσα μείναμε. Κι η Υβέτ-»

Τη διήγηση της διέκοψε μια ανατριχιαστική κραυγή. Η Άγκνες γεννούσε κι υπέφερε. Στο άκουσμα της, η Φοίβη κάλυψε τα αυτιά της έντρομη και τα δάκρυα επανήλθαν.

«Η Υβέτ,» συνέχισε ανάμεσα στους λυγμούς της κι έπεσε ξανά στο κρεβάτι, «ήρθε η ώρα να γεννήσει τον γιο της κι η Βίνας απαγόρεψε σε οποιοδήποτε να τη βοηθήσει. Δεν μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Εγώ ξεγέννησα τον γιο της και... Ω Θεοί... Δε θέλω, δεν αντέχω να το ξαναζήσω!»

Άλλη μια κραυγή έσκισε τη σιωπή της νύχτας κι η Φοίβη σπαρταρούσε. Ο Βενέδικτος την πήρε στην αγκαλιά του και ξάπλωσε δίπλα της. Της φίλησε το μέτωπο και το μάγουλο και την κράτησε, ώσπου το τρέμουλο έπαψε. Έτσι θυμόταν τη μητέρα του να πράττει όποτε έβρεχε καταρρακτωδώς. Κι εκείνος κάποτε φοβόταν τις αστραπές.

Τότε, σηκώθηκε διστακτικά και έβγαλε τα ρούχα του, για να επανέλθει με το βαμβακερό του εσώρουχο, το νυχτικό της κι ένα καινούριο κομμάτι ύφασμα. Μόνος του έβγαλε το λερωμένο της φόρεμα και τη βοήθησε να φορέσει το νυχτικό, ενώ της πρόσφερε το ύφασμα για να συγκρατήσει το αίμα ξανά.

«Είναι δύσκολη γέννα,» είπε η Φοίβη, μη γνωρίζοντας πως να αντιδράσει στην ξαφνική του στοργή και φροντίδα. «Παρόλα αυτά, η Άγκνες είναι πολύ δυνατή. Θα τα καταφέρει.»

«Κι εσύ είσαι το ίδιο δυνατή,» αποκρίθηκε ο Βενέδικτος, η απλώνοντας δίπλα της ξανά. «Έπρεπε να με είχες ενημερώσει από την πρώτη στιγμή για την αιμορραγία. Σε παρακαλώ, από εδώ και στο εξής, να μου λες οτιδήποτε σε απασχολεί. Είναι καθήκον μου να σε ακούω και να σε στηρίζω,» συνέχισε, αγκαλιάζοντας την.

Ήταν έξυπνη η τακτική του, θεώρησε. Αν την έπειθε να του ανοιχτεί, ίσως έβρισκε απαντήσεις στις απορίες του για εκείνη, στα μυστήρια γύρω από το χρώμα του αίματος της και την αλλαγή στα μάτια της. Πράγματι, θα ξεκαθάριζε η εικόνα για τη γυναίκα του, ειδάλλως θα σάλευε ο νους του.

Την κράτησε στην αγκαλιά του όλη τη νύχτα. Τα δάκρυα της έτρεχαν περιστασιακά, κάθε φορά που άλλο ένα ουρλιαχτό της Άγκνες αντηχούσε. Κάποια στιγμή, γύρω στα μεσάνυχτα, η εξάντληση τους νανούρισε σε έναν ύπνο δίχως όνειρα, γαλήνιο κι ήρεμο, όπου το μόνο που υφίσταντο ήταν οι ανάσες και τα ενωμένα τους σώματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μπουμ! Η Βασίλω γύρισε κι είναι σε μεγάλα κέφια. A clue? No.

Το πιστεύετε ότι τώρα που έγραφα για τα αίματα της Φοίβης, μου ήρθε περίοδος; Το λες και τηλεπάθεια με τον χαρακτήρα ως και ταύτιση.

Τέλος πάντων, πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Πώς τα πάμε με αυτή την εξαιρετικά σημαντική οικογένεια του Ιωδέως;

Δε θα σας πω τίποτα για το επόμενο κεφάλαιο παρά μόνο ότι έχουμε ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ πολλές, ΕΝΤΑΣΕΙΣ και ΧΑΜΟ.

Τώρα, η ερώτηση του κεφαλαίου, αφορά το flashback μας το επόμενο.

Θέλετε να σας μιλήσω για την προέλευση της Εγουίβερ ή Κασσάνδρας των Αρχαίων Γαιών Ή να σας μιλήσω για τις εναλλαγές μεταξύ των Δυναστειών στα Δώδεκα Βασίλεια;

Παρακαλώ, απαντήστε και γενικώς σχολιάστε φίλτατοι. Όσο περισσότερο σχολιάζετε, τόσο γρηγορότερα έρχονται τα κεφάλαια!

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top