~Αποκαλύψεις~

Η δεκατριάχρονη νεαρή είχε σωριαστεί στο πάτωμα του δωματίου της, αυτών των τοίχων που τη συντρόφευαν σε όλη της τη ζωή, κι άφηνε το μάγουλο της να παγώσει από το κρύο του δαπέδου. Τα μαύρα μαλλιά της είχαν σκορπίσει γύρω της, απλωμένα σαν απειλητικά πλοκάμια ενός θαλάσσιου κήτους. Τα μάτια της κοιτούσαν την κρυψώνα των βιβλίων της. Αναρωτιόταν πώς θα εκλάμβαναν όλοι αυτοί οι φανταστικοί, αγαπημένοι της ήρωες τα αφάνταστα νέα -ή μάλλον παλιά- της πραγματικής της ταυτότητας. Όλη της η ζωή ήταν ένα ψέμα, βασισμένη σε ένα αισχρό ψεύδος.

Η κυρία Μπρίτα της είχε μιλήσει το ίδιο μεσημέρι, λίγες ώρες μετά τη φυγή των ξένων ανδρών από το σπίτι τους. Ήταν βέβαιη ότι βρίσκονταν ακόμα στο νησί. Είχαν έρθει για εκείνη, για να την πάρουν μαζί τους και να τη συνοδεύσουν στη Ρέισαν· στον πατέρα της· με εντολή του πατέρα της, του βασιλιά.

Όλη της τη ζωή είχε μάθει να συμβιβάζεται με μετριότητες, γιατί νόμιζε ότι και η ίδια δεν ήταν παρά μια μετριότητα και θα παρέμενε έτσι ως το τέλος της ζωής της.

Η ιστορία που της διηγήθηκε η κυρία Μπρίτα στάθηκε αιτία ριζικών αλλαγών μέσα της. Ένιωθε να αναγεννιέται μέσα από ένα σκληρό κέλυφος που τη φυλάκιζε και να ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή σαν μικρή κάμπια που γίνεται πεταλούδα.

Κόρη του Βασιλιά Δάντη... Ποιός θα μπορούσε ποτέ να το πιστέψει; Ποιος θα μπορούσε ποτέ να το διανοηθεί; Η Ίνα -που το πραγματικό της όνομα ήταν Φοίβη- αυτό το κορίτσι που είχε μεγαλώσει αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, με τέσσερις ανθρώπους για οικογένειά της και με ένα ολόκληρο, καλοστημένο ψέμα για να καλύψουν την αλήθεια· αυτό το ανώνυμο κορίτσι ήταν η στερνή κόρη του Βασιλιά Δάντη και μια από τις Διαδόχους των Δώδεκα Βασιλείων. Η χαμένη Πριγκίπισσα, την οποία όλοι θεωρούν νεκρή.

Μα ήταν και η κόρη της Έμπερ Άραγκον... Της προδότριας του Στέμματος και του συζύγου της...

Δε μπορούσε να πιστέψει ότι η μητέρα της είχε προδώσει τον πατέρα της με τον χειρότερο τρόπο... Φυσικά όλα αυτά δεν της τα είχε πει η κυρία Μπρίτα. Τα είχε διαβάσει η ίδια στο πιο πρόσφατο βιβλίο Ιστορίας των Δώδεκα Βασιλείων που είχε βρει -φυσικά ανήκε στην κατηγορία των Απαγορευμένων. Στην παράγραφο της Βασίλισσας Έμπερ ο ιστορικός έγραφε ότι η ίδια επέδειξε εξαιρετική αγάπη και στοργή στον Βασιλιά όσο καμία άλλη και εγκυμονούσε τον πρίγκιπα των Βασιλείων. Σύντομα, όμως, μαθεύτηκε ότι διατηρούσε παράνομη σχέση με τον Δούκα του Σόμερσετ, Άντριου Πένερ, γιο του Άρχοντα του Ιωδέως Έβινρουτ Πένερ και της Αρχόντισσας Μέινα Πένερ. Η άπιστη Βασίλισσα -έπειτα από δίκη- καταδικάστηκε σε θάνατο στην πυρά αφού πρώτα παρέμεινε κρεμασμένη ανάποδα από ένα σκοινί στην Μεγάλη Πλατεία του Κάλιερ για μια εβδομάδα.

Η μητέρα της ήταν προδότρια. Είχε εξαπατήσει τους πάντες. Η Φοίβη ήταν κόρη μιας προδότριας.

Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και πάλεψε να τα κρατήσει. Πάλεψε να διώξει αυτή τη σκέψη από το μυαλό της· μα δεν το κατάφερε. Τα άνοιξε ξανά και προσπάθησε να την αγνοήσει. Αυτό ακριβώς θα έκανε για το υπόλοιπο της ζωής της, αν χρειαζόταν.

Μετά από μερικά λεπτά σιωπηλού κλάματος και δακρύων να καίνε τα μάγουλά της, η νεαρή σηκώθηκε από το πάτωμα, στάθηκε όρθια μετά μερικής δυσκολίας και άνοιξε το βιβλίο που είχε βρει σχετικά με τις Νεώτερες Βασιλείες και τη Δυναστεία των Πορφυρογόνων, αυτό το καταραμένο σύγγραμμα που καταδίκαζε τη μητέρα της. Το χρειαζόταν, ωστόσο, για να αντλήσει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για το ποιά ήταν και από ποιούς ανθρώπους καταγόταν.

Ήδη γνώριζε τη γενιά του πατέρα της. Οι Πορφυρογόνοι αποτελούσαν δυναστεία βασιλέων στα Δώδεκα Βασίλεια τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Δώδεκα βασιλείς ανήκαν στη δυναστεία τους κι όλοι κατάγονταν απευθείας από τον Πρώτο Πορφυρογόννο, τον βασιλιά Έριον τον Δεύτερο στη σειρά του ονόματος του και τη Βασίλισσα Γιολάνδη. Η Δυναστεία τους είχε πλούσια ιστορία και σκόπευε να την απομνημονεύσει ολόκληρη -με την κυρία Μπρίτα είχε μάθει ελάχιστα πράγματα σχετικά με τους Βασιλείς.

Εκείνο που την ενδιέφερε περισσότερο στην παρούσα κατάσταση, ήταν η οικογένεια της μητέρας της. Επρόκειτο για γόνο της αρχαιότερης αρχοντικής οικογένειας στα Βασίλεια, των Άνταλον, των Αφεντών του Βορρά, τοποτηρητών του Γουίντεργουολ. Κόρη του Άρχοντα Ρόμπερτ του Θρασύ, αδερφή του υπάρχοντος Άρχοντα Ριχάρδου του Μαυρογέννητου. Όλοι την αποκαλούσαν Πριγκίπισσα του Βορρά. Αυτά γνώριζε για τη μητέρα της και πλέον σκόπευε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα.

Άνοιξε το βιβλίο και έφτασε στο κεφάλαιο που έγραφε με μεγάλα, καλλιγραφικά γράμματα "Βασίλειο του Γουίντεργουολ." Ανέτρεξε στο σημείο που αναλυόταν η θητεία του Άρχοντα Ρόμπερτ Άνταλον του Θρασύ και διάβασε για τους απογόνους του. Ο παππούς της είχε μόνο τρία παιδιά- σπάνιο για Βόρειο Άρχοντα.

Το πρώτο του παιδί ονομαζόταν Έριλα και δεν κατάφερε να ζήσει παραπάνω από έντεκα χρόνια. Μια βαριά πνευμονία νίκησε τον οργανισμό της κι ο θάνατος της μαύρισε την ψυχή του Άρχοντα Ρόμπερτ και του στοίχισε όσο τίποτα άλλο.

Το δεύτερο παιδί του είχε τρία χρόνια διαφορά ηλικίας με την Έριλα κι ονομαζόταν Ριχάρδος. Αυτό το παιδί έμελλε να γίνει κι ο επόμενος Άρχοντας του Γουίντεργουολ. Παντρεύτηκε την Λιγεία από την Κάρυα, μια πόλη στα σύνορα του Γουίντεργουολ και του Βέργκον και απέκτησαν μαζί εφτά γιούς.

Φυσικά, αναφερόταν και το τρίτο παιδί· η Έμπερ. Ωστόσο, όσα διάβασε για την Πριγκίπισσα του Βορρά έφεραν στο φως άλλη μια μεγάλη αποκάλυψη μέσα σε τόσο λίγες ώρες.

Η Πριγκίπισσα Έμπερ δεν ήταν φυσική κόρη του Άρχοντα Ρόμπερτ. Η προέλευσή της θεωρείται αμφίβολη. Η
μικρή βρέθηκε, νεογέννητο βρέφος ακόμα- στα σκουπίδια της κουζίνας του Κάστρου του Γουίντεργουολ και όταν ο Άρχοντας πληροφορήθηκε την ύπαρξή της- και προφανώς θυμούμενος την πρώτη του κόρη η οποία είχε πεθάνει μόλις μερικούς μήνες πρωτύτερα- υιοθέτησε το κοριτσάκι και του έδωσε το όνομά του. Από εκείνη την ημέρα, ήταν η Έμπερ Άνταλον.

Το χέρι της έκλεισε το ογκώδες βιβλίο κι ήταν σχεδόν βέβαιη ότι ο γδούπος που ακούστηκε είχε αντηχήσει σε ολόκληρο το σπίτι. Ένιωθε ένα σμήνος αμέτρητων, διαφορετικών συναισθημάτων να την πλημμυρίζουν και να διεισδύουν μέσα της σαν γεοσκώληκες στο λασπερό χώμα μετά τη βροχή.

Η μητέρα της ήταν υιοθετημένη. Κανείς δε γνώριζε την πραγματική της προέλευση. Άλλη μια σκέψη για να βροντά στο μυαλό της επ' αόριστον. Ήθελε να χτυπήσει το κεφάλι της στους τοίχους μέχρι να το ραγίσει· να ξεριζώσει τα μαλλιά της ως τις ρίζες και να τα κάψει· να ουρλιάξει τόσο δυνατά ώστε να μην υπάρχει άλλος αέρας στους πνεύμονες της και φωνή στα χείλη της. Αντί όλων αυτών, σωριάστηκε ξανά στο πάτωμα, με τα μάτια να αγναντεύουν το ταβάνι, και συνέχισε να κλαίει αθόρυβα, χωρίς λυγμούς ή αναφιλητά.

Σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση την βρήκε η κυρία Μπρίτα -ένας Θεός ξέρει πόσην ώρα αργότερα- όταν επιτέλους τόλμησε να ανοίξει την πόρτα της και να εισέλθει στο δωμάτιο.

"Γιατί δεν μου το είπατε;" Τη ρώτησε πριν καν προλάβει να ανοίξει το στόμα της. Η φωνή της ήταν τόσο άδεια όσο ενός πολιτικού που μιλά αδιάφορα για ένα ζήτημα που δεν τον ενδιαφέρει.

Η κυρία Μπρίτα έτεινε το χέρι της και τη βοήθησε να σταθεί όρθια. Μόνο όταν απέκτησαν οπτική επαφή, καταδέχτηκε να της απαντήσει.

"Κορίτσι μου, πρέπει να καταλάβεις ότι-»

"Τι να καταλάβω;" Την έκοψε επιθετικά η Φοίβη. "Ότι με κοροϊδεύατε επί δεκατρία ολόκληρα χρόνια μπροστά στα μάτια μου;"

"Υποσχέθηκα στον πατέρα σου πως-» Προσπάθησε να της εξηγήσει με απόλυτη ψυχραιμία η κουβερνάντα του βασιλιά κι η Φοίβη τη διέκοψε ξανά.

"Τι του υποσχέθηκες; Ότι θα μου λέγατε ψέματα και θα με μεγαλώνατε στο σκοτάδι; Πότε σκοπεύατε να μου το πείτε; Όταν θα ενηλικιωνόμουν και κάποια άλλη θα είχε πάρει τη θέση μου; Ή μήπως ποτέ; Μάλλον το τελευταίο θα ήταν το πλέον ιδανικό."

"Ίνα, παιδί μου, άκουσέ με.»

"Πάψε!" Ούρλιαξε η Φοίβη. "Σταμάτα να με αποκαλείς με αυτό το όνομα! Το όνομα που εσύ έφτιαξες για να κρύψεις το πραγματικό μου! Είμαι η Φοίβη Πορφυρογόνος, κόρη του Δάντη Πορφυρογόνου και της Έμπερ Άνταλον. Είμαι διάδοχος των Δώδεκα Βασιλείων κι εσύ μου το έκρυβες όλη μου τη ζωή! Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να πεις ή να κάνεις που θα σβήσει αυτή σου την πράξη από το μυαλό μου! Με μεγάλωσες μέσα σε ένα ψέμα και σε μισώ για αυτό!"

Η απότομη παύση της έφερε την πιο άβολη σιωπή που είχε βιώσει ποτέ της. Ένιωθε τον λαιμό της να ωρύεται από τις δυνατές της φωνές, τα μάτια της να καίνε από τον θυμό και το κλάμα και τους κροτάφους της να πάλλονται λες και το κεφάλι της επρόκειτο να εκραγεί.

Επέβαλε με τη βία ηρεμία στον εαυτό της και έδωσε έναν επίλογο στον εκτενή και ψυχοφθόρο της λόγο.

"Σου χρωστάω όμως, πολλά, κυρία Μπρίτα. Εσύ με δίδαξες όσα ξέρω. Κι είμαι πεπεισμένη ότι όσα μου έμαθες θα με ανεβάσουν στον θρόνο. Δεν ξεχνώ ποτέ τις χαρές κι η συγκεκριμένη δεν αποτελεί εξαίρεση."

Η ηλικιωμένη γυναίκα απέναντί της είχε σκύψει το κεφάλι με ταπεινοφροσύνη, φανερά επηρεασμένη από τα λεγόμενα της μικρής. Σήκωσε τα μάτια της όσο το δυνατόν πιο αργά και της μίλησε άχνα, ελάχιστα, ίσα να την ακουσει.

"Οι Άρχοντες σε περιμένουν στη σάλα. Μάζεψε τα απολύτως απαραίτητα κι ό,τι άλλο χρειάζεσαι θα σου το στείλω εγώ."

Η Φοίβη ένευσε και της γύρισε την πλάτη για να ετοιμαστεί. Έχωσε βιαστικά μέσα σε έναν μεγάλο σάκο μερικά ρούχα, το δεύτερο ζευγάρι παπούτσια της και τα λίγα κοσμήματά της. Τον υπόλοιπο χώρο του σάκου τον γέμισε με βιβλία, όλα από την κρυψώνα της και μερικά των μαθημάτων που της δίδασκε η κυρία Μπρίτα. Στο τέλος, έδεσε σφιχτά τον σάκο, τον έριξε στην πλάτη της μαζί με τον σκούρο μπλε της μανδύα και κίνησε για τη σάλα όπου την περίμεναν οι Άρχοντες χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Ένα βλέμμα αποφασιστικότητας άστραφτε στο πρόσωπό της και την έκανε να μοιάζει τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη από όσο ήταν.

Ο Άντριου Μπόρν κι ο Έκτωρ Ντόρμερ την περίμεναν υπομονετικά, μαζί με τη Γκρέισεν και τον Βένερ. Οι τέσσερις τους υποκλίθηκαν μόλις την είδαν κι εκείνη τους ζήτησε να σηκωθούν με ένα σήμα του χεριού της. Δεν έκρυψε την ευχαρίστησή της, όταν όλοι υπάκουσαν ταυτόχρονα.

"Χαίρετε, όλοι σας. Άρχοντες μου, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω," χαιρέτησε η πριγκίπισσα, αφιερώνοντας ειδικό χαιρετισμό στους καλεσμένους- όπως της είχαν υποδείξει από πολύ μικρή.

"Υψηλότατη," πήρε τον λόγο ο Κόμης Άντριου, "γνωρίζουμε ότι σας είχαμε ενημερώσει πως θα ερχόμασταν σε τρεις μέρες. Ωστόσο, μια που ενημερωθήκαμε για την προθυμία σας, λάβαμε την πρωτοβουλία να επισπεύσουμε τις διαδικασίες για το καλό όλων μας και να έρθουμε μια μέρα νωρίτερα."

"Ορθώς πράξατε," τους επιδοκίμασε η Φοίβη με ένα ευγενικό χαμόγελο. "Η αλήθεια είναι πως ανυπομονώ να φτάσω στη Ρέισαν και να γνωρίσω την οικογένειά μου ή ό,τι έχει μείνει από αυτή τέλος πάντων."

Ο Έκτωρ προσφέρθηκε να κουβαλήσει τον σάκο της κι εκείνη τον άφησε, μια που ποτέ μια κυρία δεν αρνείται καμία προσφορά ενός κυρίου.

Άφησε τους δυο Άρχοντες να προπορευθούν ως τη βάρκα τους στην παραλία, ενώ η ίδια έμεινε να αποχαιρετήσει τους ανθρώπους που την ανέθρεψαν και αποτέλεσαν τη μοναδική πραγματική οικογένεια που είχε ποτέ.

Αγκάλιασε σφιχτά τον Βέρεν που της ευχήθηκε καλή τύχη και ευημερία. Δάκρυσε, όταν η Γκρέισεν της ευχήθηκε να έχει μια μακροχρόνια βασιλεία. Έκλαιγε για τα καλά, όταν η Κόρα της έδωσε το φυλαχτό της με το κομμάτι από το σπαθί του Θέρεον του Ταπεινού για να την προστατεύει πάντα. Το φόρεσε μέσα από το φόρεμά της και υποσχέθηκε να μην το βγάλει ποτέ της.

Κι ύστερα, ήρθε η σειρά της κυρίας Μπρίτα. Στην αρχή καμία από τις δυο δεν τολμούσε να κάνει βήμα. Στο τέλος, η Φοίβη αγκάλιασε τη δασκάλα της και της ψυθίρισε στο αυτί ένα εγκάρδιο ευχαριστώ για όλα. Όταν χωρίστηκαν, ήταν σίγουρη ότι ένα δάκρυ είχε τρέξει στο μάγουλό της τροφού του βασιλιά.

Τους αποχαιρέτησε όλους μια στερνή φορά κι υποσχέθηκε να τους γράφει συχνά. Ήξερε ότι ακόμα και τότε, που η αποστολή τους είχε ολοκληρωθεί, δεν επρόκειτο να άφηναν το νησί. Είχε γίνει το σπίτι τους, μαζί και το δικό της.

Και κάπως έτσι, μέσα στον Μάρτιο, στη μέση του απογεύματος που στον ορίζοντα φαινόταν το φεγγάρι, η βάρκα των Αρχόντων ξεκίνησε να αφήνει πίσω της το νησί του Ερημίτη και να εκτείνεται προς τη στεριά. Η Φοίβη δεν κοιτούσε πια πίσω. Μόνο μπροστά. Μόνο προς τον Νότο, στη Ρέισαν. Και στον Βορρά, στην πατρίδα της μητέρας της.

Την ίδια ματιά διατηρούσε και η Αντέλ όταν ξεκινούσε από τη Δύση με τρεις άξιους συντρόφους δίπλα της. Το ίδιο και η Νυμέρια, που ναυάλωσε το αγαπημένο της πλοίο για το ταξίδι στη Ρέισαν. Το ίδιο κι η Ροζλύν, η οποία δεμένη ονειρευόταν την ώρα της επιστροφής στον Βορρά. Και η Υβέτ, η οποία ταξίδευε από την Ανατολή, με ένα μωρό στην κοιλιά της και μια προσωπική φρουρά γύρω της. Και η Βίνας, στο παλάτι της Ρέισαν, να περιμένει τις αδερφές της και να καταστρώνει τη δική της άμυνα.

Έξι αδερφές. Έξι νεαρά στάχυα των οποίων ο θερισμός θα αργούσε να συμβεί.

Ή μήπως όχι;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όρίστε λοιπόν το καινούργιο κεφάλαιο!

Σπόιλερ: Στο επόμενο θα σας έχω και τις έξι αδελφές...

Τα λέμε εκεί λοιπόν. Εσείς μην ξεχνάτε να σχολιάζετε διότι όσο περισσότερα σχόλια τόσο πιο γρήγορα ανεβαίνουν κεφάλαια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top