~Αντέλ~

Στη Δύση, όλες οι εποχές μοιάζουν ίδιες. Αν δεν μετρά κανείς τις μέρες με ημερολόγιο, δύσκολα ξεχωρίζει τον Ιανουάριο από τον Μάρτιο ή τον Σεπτέμβριο από τον Ιούνιο.

Η Αντέλ, η οποία είχε περάσει όσο θυμόταν από τη ζωή της στην πρωτεύουσα του κραταιού Ποσπέριους της Δύσης, το Ουέστεντ, ακόμα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τις διάφορες των μηνών.

Εκείνο το πρωί κανείς δεν την ξύπνησε, οπως συνήθιζαν. Την άφησαν να κοιμηθεί όσο ήθελε. Λογικό και αναμενόμενο. Την προηγούμενη μέρα είχε δείξει εξαιρετική διαγωγή με τον μνηστήρα που της έφεραν.

Η γιαγιά της, η Αζέλια Άραγκον, η Αρχόντισσα της Δύσης, είχε διάθεση μάλλον για φιλανθρωπίες και θέλησε να την ανταμείψει που απέδειξε για άλλη μια φορά την Δυτική πειθαρχία, χάρη, σεμνότητα και αρετή.

Την πειθαρχία σε αυτήν. Τη χάρη την οποία εκείνη όριζε. Τη σεμνότητα της δικής της διάστασης. Την αρετή που εκείνη οριοθετούσε.

Ολόκληρη η Δύση υποκλινόταν σε μια εξηντάχρονη, συμπλεγματικός γυναίκα χωρίς καμία αξία πέρα από τον εγωισμό της κι εκείνη, η Αντέλ Γκαέλ, η πέμπτη κόρη του βασιλιά των βασιλέων, του Δάντη του Δεύτερου, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της ήταν αναγκασμένη να κάνει το ίδιο και τα τελευταία δύο χρόνια να δέχεται μνηστήρες που η γριά επέλεγε για εκείνη.

Όταν γίνω βασίλισσα, το πρώτο πράγμα που θα κάνω θα είναι να της κόψω το κεφάλι.

Όλη μέρα της μάθαιναν να κεντάει, να πλέκει, να ράβει, να χορεύει, να κινείται χαριτωμένα και όχι σαν νεογέννητο και μισότυφλο βόδι- όπως τόνιζε επανειλημμένως η γυναίκα που είχε βάλει η γριά να την προσέχει και να της διδάξει πώς να επιβιώνει.

"Δάσκαλο ξιφομαχίας να μου φέρει αν θέλει να μάθω να επιβιώνω!" Θυμόταν πως φώναξε, όταν το είχε πρωτοακούσει.

Ούτε να μορφωθεί σωστά δεν την άφηναν. Ήξερε μόνο να διαβάζει και να γράφει.

Επιπλέον, τη μόνη φίλη που είχε ποτέ, τη Ρόουζ, την νόθη κόρη της μαγείρισσας του κάστρου, δεν την έβλεπε πια, γιατί είχε παντρευτεί και πλέον δεν είχε δικαίωμα να κυκλοφορεί χωρίς την άδεια του άντρα της, που είχε τα τριπλάσια χρόνια της.

Πριν τέσσερις μήνες, η Αντέλ είχε κλείσει τα δεκαπέντε και το μόνο που ήθελε ήταν να τα γιορτάσει μόνη της. Φυσικά και δεν την είχαν αφήσει. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι άρχοντες της Δύσης, μαζί με τους γιούς τους προφανώς, είχαν πλημμυρίσει το Ουέστεντ για να ευχηθούν στην Πριγκίπισσα, να καλοπιάσουν την Αρχόντισσα της Δύσης κι αν ήταν τυχεροί να πετύχαιναν το ιδανικό προξενιό ενός γιού με μια από τις υποψήφιες Διαδόχους. Διότι πολύ απλά αυτό ήταν η Αντέλ από τότε που είχε γεννηθεί. Μια διάδοχος, ένα πιόνι σε μια τεράστια παρτίδα επιτραπέζιου παιχνιδιού όπου όλοι οι Μεγάλοι και Ισχυροί έπαιζαν με τις ζωές των άβουλων ανδρείκελων τους.

Το μόνο που ήθελε ήταν ελευθερία. Ανεξαρτησία. Αυτάρκεια. Σιχαινόταν που η γριά την είχε μέσα στο σπίτι της μόνο και μόνο για να της είναι υπόχρεη. Και γνώριζε επιπρόσθετα, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι στο μέλλον θα τη βοηθούσε να ανεβεί στον θρόνο των Δώδεκα Βασιλείων. Όχι φυσικά επειδή ήταν εγγονή της. Ούτε καν επειδή θεωρούσε ότι το άξιζε μα γιατί χρειαζόταν κάποιον ισχυρό να της κάνει τα θελήματα. Τι πιο κατάλληλο και ιδανικό από το ίδιο το Στέμμα;

Ας περιμένω μέχρι να στεφθώ. Τότε θα μετρήσει το υπόλοιπο της ζωής της σε λεπτά. Ούτε μια ώρα δεν θα της επιτρέψω να ζήσει ακόμα.

Δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να μορφωθεί. Να γνωρίσει το πώς λειτουργούσε ο κόσμος γύρω της, τους  νόμους, τις επιστήμες. Μισούσε την αδράνεια στην οποία ζούσε τόσα χρόνια. Ήθελε να δημιουργήσει.
Αλλά πρώτα ήθελε να πάει στην πρωτεύουσα, την ασύγκριτη Ρέισαν, την Μητρόπολη όλων των άλλων, να εισέλθει στο παλάτι, να συναντήσει τον πατέρα της. Τότε, θα γέμιζε ένα από τα κενότερα κομμάτια του εαυτού της.

Ονειρευόταν τη ζωή στο παλάτι. Στο κέντρο των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών. Όλα εκεί άρχιζαν και τελείωναν. Εκεί, θα γνώριζε τους πάντες και όταν γινόταν βασίλισσα, θα συναντούσε όλη μέρα ανθρώπους και θα συζητούσε, θα μάθαινε, θα ανακάλυπτε. Ήταν φιλοπερίεργη. Και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει από την άθλια Δύση. Από τη γριά.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα κόκκινα μαλλιά της είχαν μακρύνει υπερβολικά. Ίσως έπρεπε να τα κόψει λίγο. Ίσως πάλι όχι. Της άρεσε η θέα τους. Έμοιαζαν με χαίτη άγριου λιονταριού. Αποφάσισε να πλέξει δυο τρεις κοτσίδες, αφού τα χτένισε καλά.

Κατέβηκε στην τραπεζαρία χωρίς καμία βιασύνη. Δεν πεινούσε. Απλά αν η γυναίκα που την πρόσεχε έβλεπε ότι δεν είχε φάει πρωινό, θα άρχιζε πάλι τα κηρύγματα περί διατροφής και αξίας γευμάτων.

Μπούρδες.

Και μόνο στη σκέψη της λέξης ήταν σαν να την άκουγε να την επιπλήττει.

Τέτοιες λέξεις ευτελούς και προσβλητικού λεξιλογίου δεν ταιριάζουν σε μια γόνο βασιλιάδων που στις φλέβες της ρέει γαλάζιο αίμα.

Άραγε στις δικές της τις φλέβες έρρεε καθόλου αίμα;

Στη τραπεζαρία καθόταν μόνο η γριά και η χήρα του κόμη του Ράιν. Το σπίτι της είχε καταστραφεί σε πυρκαγιά και η γριά είχε προσφερθεί να τη φιλοξενήσει στον Πύργο του Ποσπέριους μέχρι να αποκατασταθούν οι ζημιές.

Η Αντέλ δεν είχε ξαναδεί γυναίκα να θρηνεί τόσο τον άντρα της. Ο κόμης είχε πεθάνει εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Η χήρα δεν είχε βγάλει στιγμή από πάνω της τα μαύρα, δεν μάκραινε τα μαλλιά της, ενώ διακρίνονταν πάντα σημάδια από κλάμα στα κουρασμένα μάτια της. Δεν ήθελε καν να ξαναπαντρευτεί. Ήθελε να ζήσει με την ανάμνησή του. Αληθινός έρωτας· το σπανιότερο πράγμα σε εκείνους τους καιρούς.

Η Αντέλ τις καλημέρισε τυπικά και κάθισε να σερβιριστεί το πρωινό. Έτρωγε σιωπηλά. Φυσικά, η γριά δεν της έκανε τη χάρη να την αφήσει στην ησυχία της.

"Σε συγχαίρω για την χθεσινή σου διαγωγή, Γκαέλ παιδί μου," την επαίνεσε με μια σπάνια φωνή που περιείχε ένα ισχνό δείγμα γλυκύτητας.

Αν δεν ήταν μπροστά η χήρα, η Αντέλ θα την ειρωνευόταν μόνο και μόνο που την αποκάλεσε με το δεύτερο όνομά της. Αυτό το όνομα ήταν από τα αρχαιότερα στη Δύση. Το μισούσε. Το Αντέλ ήταν ιδέα του πατέρα της, αρχοντικό, βασιλικό. Με εκείνο επιθυμούσε να την αποκαλούν.

Τελικά, ένευσε.

"Σας ευχαριστώ, γιαγιά."

Η γριά της μισοχαμογέλασε. Με απέραντη φαντασία θα το αποκαλούσε κανείς μισό χαμόγελο αυτό. Ένα αδύναμο μειδίαμα. Ό,τι κάνει ο πάγος, όταν τον χτυπά ο ήλιος.

"Ξέρεις, μικρή μου, ο γιος του άρχοντα Θίον έφυγε με τις καλύτερες των εντυπώσεων από εδώ," συνέχισε να μιλά η γριά. "Μια συμμαχία με την οικογένεια των Φένιαν θα επιφέρει κέρδη και στις δύο πλευρές."

"Φυσικά," αποκρίθηκε άχρωμα η Αντέλ και επέστρεψε στο πρωινό της.

"Γιατί έτσι θα απλώσεις τα πλοκάμια σου σε ολοκληρη τη Δύση, σουπιά. Θα σου υποκλίνεται και το κάστρο των Φένιαν, φίδι του Εωσφόρου, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας", συμπλήρωσε μέσα από τα δόντια της, ώστε κανένας να μην ακούσει.

"Τι είπες, κοριτσάκι μου;" Ήρθε η ερώτηση από τη γριά. Αυτό έλειπε, να μην είχε ακούσει το βιονικό αυτί· αυτό που άκουγε ακόμα και τις σκέψεις της.

"Τίποτα, γιαγιά. Απλώς σκεφτόμουν κάτι για το πλέξιμο."

Δεν επέμεινε. Σπάνιο για εκείνη. Εκείνη την ημέρα, βρισκόταν σίγουρα στις καλές της.

Λίγο αργότερα, η Αντέλ ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Απεχθανόταν την συνύπαρξη με τη γριά και έβαζε τα δυνατά της να τη βλέπει όσο το δυνατόν λιγότερο.

Κάλεσε τις υπηρέτριες της για να ετοιμαστεί το μπάνιο της. Πέντε νεαρές  ήρθαν αμέσως κοντά της και τη βοήθησαν να ξεντυθεί. Ύστερα, της γέμισαν τη μπανιέρα της με νερό και σιωπηλά τη βοήθησαν να λουστεί και να πλύνει το σώμα της. Συνήθως έπιανε κουβέντα μαζί τους. Είχε μάθει και τα ονόματά τους. Εκείνη την ημέρα, όμως, δεν είχε διάθεση κι εκείνες ήταν αρκετά διακριτικές ώστε να μην αναρωτηθούν φωναχτά τον λόγο της σπάνιας αδιαθεσίας της.

Αφού τελείωσε, στέγνωσε τα μαλλιά της και ντύθηκε, οι υπηρέτριες έφυγαν με μια ελαφριά υπόκλιση και την άφησαν μόνη της.

Λίγο αργότερα, ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα.

"Ποιός είναι;" Ρώτησε όσο δυνατά χρειαζόταν η Αντέλ.

"Ήδη ξέχασες τον συνθηματικό μας ήχο, βλέπω" ακούστηκε μια γνώριμη φωνή από την άλλη πλευρά της πόρτας.

"Ρόουζ! Φώναξε η Αντέλ και έτρεξε να ανοίξει, αναγνωρίζοντας την παιδική και μοναδική της φίλη που δεν ήταν συγγενής της.

Τα δύο συνομήλικα κορίτσια αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Είχαν να ειδωθούν τρεις περίπου μήνες.

"Μεγάλωσες," της ψυθίρισε η Ρόουζ.

"Κι εσύ το ίδιο..." Παρατήρησε η Αντέλ και ερεύνησε την κοιλιά της φίλης της η οποία έμοιαζε μεγαλύτερη από ποτέ.

"Πόσον καιρό είσαι έτσι;"

"Εφτά εβδομάδες."

Ακολούθησε σύντομη παύση. Η Αντέλ χρειάστηκε λίγο χρόνο για να κατανοήσει πλήρως το γεγονός ότι η φίλη της θα γινόταν μητέρα.

"Το βιβλίο που σου είπα το έφερες;"

"Φυσικά."

Η ξανθομαλλούσα εμφάνισε ένα βαρύ, μαύρο βιβλίο από τον σάκο της και της το παρέδωσε.

Η Αντέλ ρίχτηκε στο διάβασμα αμέσως μόλις έφυγε η Ρόουζ. Αυτή τη συνομωσία με τα μυστικά βιβλία τη διατηρούσαν για πολλά χρόνια, αφού οι θεραπαινίδες δεν την άφηναν να ακουμπάει καν αυτούς τους χάρτινους θησαυρούς. Ήταν τόσο βυθισμένη κι απορροφημένη στην ανάγνωση που μετά βίας άκουσε τους επίμονους χτύπους στην πόρτα της.

"Ποιός είναι;" Ρώτησε ανήσυχη, ενώ παράλληλα σκεφτόταν πού θα έκρυβε το βιβλίο της Ρόουζ.

"Κυρία, ελάτε στην αίθουσα υποδοχής. Έχουν έρθει τρεις κύριοι για εσάς."

Την αναγνώρισε τη φωνή. Ήταν η μικρότερη από τις θεραπαινίδες της, η Νίξελ, μόνο δεκαεφτά χρόνων κι όμως τρία χρόνια παντρεμένη.

"Κατεβαίνω αμέσως."

Δεν έβγαλε άχνα μέχρι να σιγουρευτεί ότι η Νίξελ είχε φύγει. Έπειτα, έκρυψε το βιβλίο όσο πιο καλά μπορούσε και σουλουπώθηκε λίγο μπροστά στον καθρέφτη, προτού αναχωρήσει τάχιστα για την αίθουσα υποδοχής.

«Και δηλαδή δεν μπορώ εγώ να δω πρώτα το γράμμα; Πρέπει οπωσδήποτε να είναι παρούσα και η μικρή Πριγκίπισσα;" Άκουσε τη φωνή της γριάς να αντηχεί στους τοίχους, καθώς πλησίαζε. Τι σκάρωνε πάλι η κάρια εις βάρος της;

"Λυπούμαστε, Αρχόντισσα Άραγκον, μα η Πριγκίπισσα Αντέλ επιβάλλεται να είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα διαβάσει το περιεχόμενο αυτού του γράμματος," ακούστηκε μια άγνωστη γυναικεία φωνή να της απαντά. Μια φωνή γεμάτη σεβασμό αλλά και θάρρος, γλυκύτητα και σκληρότητα. Η φωνή μιας μάνας και χήρας.

"Τι συμβαίνει, γιαγιά;" Ρώτησε με ψεύτικη απορία η Αντέλ, όταν εισήλθε στην αίθουσα.

Όλοι οι παρευρισκόμενοι υποκλίθηκαν μπροστά της εκτός από τη γριά. Εκτός από τις γνωστές υπηρέτριες, είδε τρία πρόσωπα εντελώς άγνωστα της. Δύο γυναίκες και έναν νεαρό άνδρα.

"Γκαέλ, κορίτσι μου, σου παρουσιάζω τη σεβαστή χήρα και Δούκισσα του Μόνταγκιου και τα παιδιά της, την Φίνη και τον Κρίστιαν. Οι ευγενείς έρχονται από τη Ρέισαν, την πρωτεύουσα των δώδεκα βασιλείων και σου φέρνουν κάτι από τον πατέρα σου."

Οι τρεις επισκέπτες υποκλίθηκαν μπροστά στην Αντέλ.

"Πριγκίπισσα Αντέλ, είναι τιμή μας που σας γνωρίζουμε. Επιθυμούμε πράγματι να σας παραδώσουμε ένα γράμμα από τον Μεγαλειότατο," ξεκίνησε η Χήρα του Μόνταγκιου κι έκανε μια φανερά ηθελημένη παύση. Όλοι την προέτρεψαν να συνεχίσει και τελικά ο γιος της δίπλα της συνέχισε για εκείνη.

"Μα θα σας παρακαλούσαμε να μας αφήσετε μόνους μας με την Υψηλότατη. Εντελώς μόνους μας."

Η γριά κιτρίνισε. Η Αντέλ στη φαιδρή θέα της με το ζόρι συγκρατούσε ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.

"Ας είναι," ψέλλισε η γριά μέσα από τα δόντια της και -μαζί με τις υπηρέτριες και τους φρουρούς- απομακρύνθηκαν από την αίθουσα και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους με μια βροντή.

"Λοιπόν, Αρχόντισσα Μόνταγκιου, σε τι οφείλω την επίσκεψή σας;" Ρώτησε τελικά η Αντέλ όταν έμειναν μόνο οι τέσσερις τους· η Πριγκίπισσα, η χήρα του Μόνταγκιου και τα δυο παιδιά της.

"Να με φωνάζεις Νίρα, Υψηλότατη. Δεν είμαι και τόσο μεγάλη όσο φαίνομαι," την προέτρεψε ευγενικά η μαυροφορεμένη γυναίκα. Ύστερα έγνεψε στον γιο της κι εκείνος έβγαλε έναν χρυσό φάκελο από το πανωφόρι του. Το οικόσημο του βασιλιά στόλιζε το χαρτί, ενώ η Βασιλική Βούλα είχε αποτυπωθεί πάνω σε σκούρο κόκκινο βουλοκέρι.

"Ο βασιλιάς σας καλεί στο παλάτι, Αρχόντισσά μου, όσο το δυνατόν γρηγορότερα," συμπλήρωσε ο νέος και εναπόθεσε τον φάκελο στα χέρια της Αντέλ.

Άνοιξε τον φάκελο με τρεμάμενα χέρια και διάβασε με τη μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να καταφέρει.

Αγαπημένη μου κόρη, Αντέλ Γκαέλ,

Γνωρίζω ότι δεν με θεωρείς πατέρα σου, διότι απλώς δεν με ξέρεις. Λυπούμαι βαθύτατα για αυτό. Επομένως, για να γνωριστούμε καταλλήλως αλλά και να γνωρίσεις τις αδελφές σου, σε καλώ στο παλάτι στη Ρέισαν μέχρι την Πανσέληνο. Εάν ενδιαφέρεσαι, θα ήμουν πολύ χαρούμενος να σε δω εκεί.

Πάρε μια συνοδεία την οποία εσύ και μόνο εσύ θα επιλέξεις και έλα στο παλάτι να γνωρίσεις την πραγματική σου οικογένεια.

Δικό σου για πάντα,

Βασιλιάς Δάντης ο Β'
Ρέισαν, 22 Μαρτίου

Η Αντέλ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Θα πήγαινε επιτέλους στο παλάτι, θα γνώριζε τον πατέρα της, τις αδελφές της. Εκεί ανήκε. Εκεί θα βρισκόταν σε λίγο.

Γύρισε και κοίταξε τους τρεις ευγενείς μπροστά της. Ήξερε ακριβώς την ομάδα των συνοδών της.

"Θα ήταν μεγάλη τιμή και χαρά μου, αν δεχόσασταν να με συνοδεύσετε στη Ρέισαν."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτά... Στο επόμενο κεφάλαιο θα χαρούμε μια πολύ ατίθαση πριγκίπισσα.

Σας παρακαλώ αφήστε σχόλια διότι μόνο αυτά μου δίνουν πραγματική δύναμη για να συνεχίσω.

Υ.Γ. ΧΡΌΝΙΑ ΠΟΛΛΆ!!! ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ!!! ΕΎΧΟΜΑΙ ΟΛΌΨΥΧΑ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΝΆΣΤΑΣΗΣ ΝΑ ΜΑΣ ΕΥΛΟΓΗΣΕΙ ΌΛΟΥΣ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top