~Αδιέξοδο~

Μετά τον θάνατο της το έτος 330, διάδοχος της Βασίλισσας Κορισάνδη, στέφθηκε η δεύτερη κόρη της, Ρονζέτη, η οποία ονομάστηκε Σοφή. Όταν στέφθηκε, ήταν είκοσι δύο ετών, ενώ προετοιμαζόταν επί πολλά έτη να αναλάβει τα καθήκοντα της, μιας και τα τελευταία χρόνια της Βασιλείας της, η Κορισάνδη τα πέρασε κυρίως κλινήρης, με υγεία βεβαρημένη και εύθραυστη.

Δυο χρόνια προτού στεφθεί Βασίλισσα, η Ρονζέτη είχε νυμφευθεί ένα αρχοντόπουλο πανώριο μα και πολεμοχαρές, ανερχόμενο στρατάρχη, πολλά υποσχόμενο. Η ίδια, αδιαφορούσε κι αγνοούσε για τον Στρατό, συνεπώς ο σύζυγος της θα αναλάμβανε πλήρως. Ονομαζόταν Φιλάν Ροστ κι είχαν ήδη αποκτήσει έναν γιο, όταν στέφθηκε, τον Όζιας, μα για να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της, χρειαζόταν τουλάχιστον μια κόρη, μετά τον ριζοσπαστικό νόμο της μητέρας της, ο οποίος δε θα άλλαζε πλέον ποτέ.

Η Ρονζέτη βασίλεψε είκοσι εννέα έτη, κατά τα οποία τα σφάλματα των ύστατων χρόνων της μητέρας της διορθώθηκαν σε μεγάλο βαθμό κι η σταθερότητα παγιώθηκε, ενώ το εμπόριο κι η ναυτιλία ενισχύθηκαν εξαιρετικά. Στη Μεγάλη θάλασσα που έβρεχε τη Θάναγκαρτ και το Θερ δυτικά και τα Δώδεκα Βασίλεια ανατολικά, ο στόλος της Θάναγκαρτ κυριάρχησε, με τους δασμούς των λιμανιών της να αυξάνονται σημαντικά και να προσδίδουν τεράστια κέρδη στα κρατικά ταμεία.

Η Ρονζέτη επρόκειτο για την πιο φιλελεύθερη Βασίλισσα που κάθισε ποτέ στον θρόνο της Θάναγκαρτ. Το συμβούλιο των εκατόν πενήντα ευγενών αντί για μηνιαία, συνεδρίαζε εβδομαδιαία, ώστε καλύπτονταν διεξοδικά όλα τα θέματα που απασχολούσαν το κράτος κι επιλύονταν με βάση την άποψη των πολλών, καθώς η Βασίλισσα άκουγε με προσοχή κι ελάμβανε υπόψιν κάθε άποψη που αντηχούσε σε εκείνα τα Συμβούλια. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο συμμετείχαν οι Άρχοντες στις συζητήσεις, τόσο περισσότερο μορφώνονταν κι εκείνοι και τα παιδιά τους, για να φαίνονται αντάξιοι των περιστάσεων και του υψηλού νοητικού επιπέδου που επικρατούσε, διότι οι Αρχιδούκες της Ρονζέτη αποτελούσαν τους εξυπνότερους ανθρώπους του κόσμου, ερχόμενοι από τα Δώδεκα Βασίλεια, το Θερ, ακόμη και τις μακρινές Αρχαίες Γαίες.

Οχτώ χρόνια μετά τη στέψη της, μετά από τις επιτυχείς γεννήσεις άλλων τριών γιων, έφερε στον κόσμο την πολυπόθητη διάδοχο, μια κόρη που ονόμασε Μπεάτη και σταθεροποίησε εντελώς τη θέση της στον θρόνο και τη συνέχεια του αίματός της.

Ο λαός αγάπησε τη Ρονζέτη, την τραγούδησε, τη μνημόνευσε στα τραπέζια του μαζί με τους Θεούς στην προσευχή, γιατί στις ημέρες της, η Θάναγκαρτ ευημέρησε, άνθισε, μεγαλούργησε όσο ποτέ άλλοτε. Χάριν στη Ρονζέτη, ο λαός αγάπησε πραγματικά τη Δυναστεία των Βασιλισσών και προτίθονταν να την προστατέψει όπως την ιερή Πίστη, γεγονός που αποδείχθηκε σωτήριο στα χρόνια που ακολούθησαν τον ξαφνικό της θάνατο, το έτος 359, στα πενήντα ένα της χρόνια.

«Θάναγκαρτ: Σύντομα Χρονικά Βασιλέων»
Ερμία Λεοντίου, Ιέρεια στον ναό της Θεάς Αθηνάς, Αρχαίες Γαίες

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Η Όβια δεν ήταν σαν τους άλλους, δεν έμοιαζε με κανέναν από τους γιούς μου κι αδελφούς της ούτε το επιδίωξε ποτέ.»

Η Αζέλια Άραγκον, πλήρως αφυπνισμένη και με επίγνωση των πάντων πλέον, είχε ξεπεράσει τη μέθη και δάκρυζε σιωπηλά, ενθυμούμενη όχι μόνο τον εξευτελισμό της προηγούμενης νύχτας, ανάρμοστο στην ηλικία και τη θέση της, αλλά και τους λόγους που τον είχαν προκαλέσει. Ο Μπράιτον Καστέλ, ο γεννήτορας όλης της δυστυχίας της, του πολέμου που σκότωσε τους πέντε από τους έξι γιούς της και του χαμού της μοναχοκόρης, της Όβια, της μητέρας της Αντέλ.

Οι τρεις από τις έξι εγγονές της, η Ελοντί, η Μέλισεντ κι η Αντέλ, οι συνοδοί της στο ταξίδι στο Γουίντεργουολ, είχαν συγκεντρωθεί γύρω της και την άκουγαν με αμέριστη προσοχή. Ανάμεναν το ξημέρωμα να τη βρει σε κατάσταση σήψης, ράκος, ξεμεθώντας με ξερατά και δυσωδία να πλημμυρίζει το δωμάτιο. Μα όχι, ακόμη και στη μέθη της, η γριά διατηρούσε μια παράλογη, επιμονή, ατσάλινη υπερηφάνεια, ευπρέπεια και παράστημα. Αυτά και μόνο τις είχαν εντυπωσιάσει και διατηρήσει πλήρως επικεντρωμένες πάνω της, κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη της, σαν να άκουγαν την πιο συναρπαστική, μυστική και σαγηνευτική ιστορία του κόσμου. Γνώριζαν τα πάντα· όχι όμως από την πλευρά της· είχαν μάθει το παρελθόν των νεκρών θείων τους από τον συνεσταλμένο Άρχοντα Βέρνον.

«Ξέρετε, είναι μεγάλο δώρο αυτό που μου έκαναν οι Θεοί,» συνέχισε στην απόλυτη σιγή τους η γριά. «Έξι φορές έμεινα έγκυος και γέννησα εφτά υγιέστατα παιδιά, εκ των οποίων τα έξι ήταν αγόρια. Και καμάρωνε ο ευγενικός μου Ρέζεν, διότι ελάχιστοι άνδρες μπορούσαν να καυχιόνται στα Βασίλεια πως είχαν έξι αρτιμελείς γιούς, ανερχόμενους λεβέντες και παλικάρια ζηλευτά. Μα εγώ, περισσότερο από όλα τα παιδιά μου, υπερηφανευόμουν για την Όβια, το μόνο μου κορίτσι κι ενδιάμεσο βλαστάρι, το τέταρτο. Ήταν η τελειότερη κόρη που είχε γεννηθεί ποτέ, κυρίως διότι ήταν η δική μου. Εξωτερικά, ίδια ο πατέρας της, μα εσωτερικά της αναγνώριζα τον εαυτό μου· ατρόμητη, δυναμική, ισχυρογνώμων κι ασταμάτητη, αν έβαζε κάτι στον νου της, θα το πετύχαινε πάντα. Ο Ρέζεν δεν ήθελε να την παντρέψουμε ποτέ και συμφωνούσα· ήθελα να μείνει για πάντα κοντά μας, να μας γηροκομίσει και κλείσει τα μάτια. Όταν ο Βασιλιάς Δάντης, μέσα από τον εκπρόσωπο Άρχοντα Μπράιτον Καστέλ βεβαίως, τη ζήτησε γυναίκα του, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ο Ρέζεν ήταν άρρωστος βαριά για χρόνια κι όσο εγώ κυβερνούσα το Ποσπέριους για χάρη του, έπρεπε να αποφασίσω εάν θα δρούσα εγωιστικά, κρατώντας τον θησαυρό μου, προκαλώντας το μίσος του Καστέλ ή υπέρ του καλού της Περιφέρειας μας, ώστε να δημιουργήσουμε δεσμούς άρρηκτους με τη Ρέισαν. Ω Θεοί, αν γεννούσε αγόρι η Όβια, θα είχαν λυθεί όλα μας τα προβλήματα! Αντ'αυτού, γέννησε τη Γκαέλ, που τόσο τρομακτικά της μοιάζει και την παράτησε ο πατέρας της, μαζί με το πτώμα του παιδιού μου. Κι ενώ ακόμη πάλευα να χωνέψω τον θάνατο της αγαπημένης μου κόρης, ήρθε η Εκστρατεία. Όλοι μου οι γιοί, διψώντας για καταξίωση, δόξα και τιμή, ακολούθησαν τον φιλόδοξο Δάντη και συνετρίβησαν μαζί του. Έξι έστειλα και μονάχα ο Βέρνον γύρισε, ο πιο δειλός, αδύναμος και ανόητος. Σαν έμαθε ο Ρέζεν μου για τον θάνατο των παιδιών μας, δεν άντεξε άλλο κι έτσι ο Βέρνον από τιποτένιος τριτότοκος γιος, έγινε Άρχοντας του Ποσπέριους, ένας χήρος με πέντε κόρες και μια ορφανή ανιψιά. Οι Θεοί με ευλόγησαν κι ύστερα με καταράστηκαν μα τώρα μου χαμογελούν ξανά!» Έπαψε να κοιτά αόριστα στο υπερπέραν και τα μάτια της καρφώθηκαν στην Αντέλ. «Όβια, φως μου, τα έμαθες; Η τρελή εγγονή του Καστέλ τον αποκαφαλισε δημοσίως, πάει το σκουλήκι στη γη του Δαίμονα, όπου ανήκει!»

«Κοιμήσου, τώρα,» την προέτρεψε αυθόρμητα η Αντέλ, μολονότι σιγανά δάκρυα έτρεχαν στα νεανικά της μάγουλα, όπως και στων ξαδέλφων της, που έσπευσαν να βοηθήσουν τη γιαγιά τους να τακτοποιηθεί στο κρεβάτι ξανά. «Αναπαύσου.»

Με το που τα γέρικα μάτια της Αζέλια έκλεισαν, άκουσαν την πόρτα να χτυπά διακριτικά. Έτρεξε κι άνοιξε η Ελοντί, αποκαλύπτοντας την ίδια τη Φοίβη.

«Συγγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα, όπως είχα δεσμευθεί, ήμουν εξαντλημένη,» δικαιολογήθηκε, αφότου τους ευχήθηκε καλημέρα. Όταν τη βεβαίωσαν πως δε χρειάζονταν κάτι παραπάνω για εκείνες ή την Αρχόντισσα Αζέλια, τράβηξε παράμερα την Αντέλ, μιλώντας χαμηλόφωνα, για να μην ενοχλήσει την κοιμωμένη.

«Προ ολίγου, είχαμε κι άλλες επισκέψεις,» της αποκάλυψε με προσοχή. «Ήρθε ο Άρχοντας Ροσφόρ, για να ευχηθεί στην κόρη του για τη γέννα της μα έφερε μαζί και τον Ρόιμπεν!»

Γούρλωσαν τα πράσινα μάτια της Αντέλ έντρομα. Ο ερχομός του πατέρα της Άγκνες ήταν αναμενόμενος -αν κι όχι τόσο νωρίς- μα ο Ρόιμπεν, αυτός δυσκόλευε τα πράγματα. Ο σύζυγος της Ροζλύν ερχόταν μόνο και μόνο για να δυσχεράνει την κατάσταση της μεγάλης τους αδελφής.

«Η Ροζλύν το γνωρίζει;»

«Φυσικά,» απάντησε ευθύς η Φοίβη. «Δεν πρόκειται να βγει σήμερα από την κάμαρη της.»

Η Αντέλ ένευσε καταφατικά, ανιχνεύοντας στη φωνή της μικρής μια δόση πικρίας κι αποδοκιμασίας.

«Θαρρώ δεν εγκρίνεις κάτι εδώ.»

Η Φοίβη έσκυψε το κεφάλι, λίγο ντροπαλά μα κυρίως εκνευρισμένα που είχε διαβαστεί η έκφρασή της.

«Δεν μπορεί να κρύβεται για πάντα η Ροζλύν,» εξήγησε αργά και σταθερά. «Κι αυτή η διαρκής υπεκφυγή, δεν της αρμόζει. Πρέπει να της μιλήσω.»

Έφυγε ευθύς αμέσως, μετά από χαιρετισμούς με τις δυο ξαδέλφες και εγκάρδιες ευχές για ανάρρωση της Αζέλια. Δεσμεύτηκε να στείλει σύντομα τον ανδράδελφο της Γκρίφιθ, ο οποίος θα τους κρατούσε θαυμάσια συντροφιά. Εξήλθε κι έκλεισε το μάτι με συνωμοτική πονηριά στην Ελοντί, ώστε το αγνό της πρόσωπο κοκκίνισε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Για πόσο ακόμα θα κρύβεσαι, Ροζλύν;»

«Μέχρι να φύγει αυτός, τουλάχιστον.»

«Γιατί τόσο πείσμα;» Απόρησε, απυηδισμένη η Φοίβη. «Τι σου έχει κάνει πλέον ο Ρόιμπεν και του κρύβεσαι; Αν ήταν άνδρας σου σωστός, θα σεβόταν την επιθυμία σου χωρίς δεύτερη κουβέντα.»

«Πού ζεις, εσύ, μικρή;» Απόρησε η Ροζλύν, ανασηκώνοντας τα φρύδια της απότομα. «Σίγουρα σε έναν κόσμο αλλοτινό, εξωπραγματικό και ιδανικό. Σε αυτόν τον κόσμο που οι δυο μας τώρα συζητάμε, οι άνδρες αποζητούν μονάχα να μας καταπατήσουν και καταπιέσουν, μέχρι να στραγγίξουν από μέσα μας και την ύστατη σταγόνα αίματος.»

«Επίτρεψε μου, δεδομένου ότι ο δικός μου γάμος είναι ολοκληρωμένος, να διαφωνήσω,» διάλεξε τα λόγια της με προσοχή. «Μεγαλώνοντας στη συντροφιά των βιβλίων, μολονότι ζούσα σε ένα νανώδες νησί, ένιωσα πως έζησα χιλιάδες ζωές, έμαθα αμέτρητα πολύτιμα πράγματα κι έχω ακόμη πολλά να διδαχθώ. Οι γυναίκες έχουμε μεγάλη δύναμη, Ροζλύν, η οποία δεν πηγάζει μόνο από τα χέρια και τα σιδερένια όπλα μα και από τον νου, από όλα όσα διαθέτουμε κι οι άνδρες όχι. Θαρρώ πως αυτή τη δύναμη πρέπει να αξιοποιήσεις, για να επιβληθείς στον άνδρα σου.»

«Όπως έκανες εσύ;» Την ειρωνεύτηκε η Ροζλύν, σταυρώνοντας τα πόδια στην καρέκλα της. Απολάμβανε τη θέα της νευρικής Φοίβης, που περιφερόταν στο δωμάτιο αδιάκοπα σαν ταραγμένο πτηνό.

«Δεν είναι ίδια η κατάσταση σου με τη δική μου,» τόνισε, εμμένοντας στο επιχείρημα της. «Ο Βενέδικτος πρόκειται για αγρίμι, θηρίο. Όσα χρόνια ζω εγώ, εκείνος περνούσε την ημέρα του καταστρέφοντας τον εαυτό του σε πορνεία και ταβέρνες βρωμερές. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος, για να τον ημερώσω μα θα τα καταφέρω. Ο Ρόιμπεν Ροσφόρ, κρίνοντας από την ευγενέστατη αδελφή του, πρέπει να είναι ήρεμος και συνετός. Η Άγκνες μου είχε μιλήσει για την οικογένεια της και ποτέ δεν αναφέρθηκε στον αδελφό της με πικρία ή με κακό λόγο. Τη γνωρίζω την ανδράδελφη μου· ούτε εξιδανικεύει ούτε θέλει να κολακέψει τον οποιονδήποτε. Για ώρα πολλή μου μιλούσε για την υπερβολικά αθώα αδελφή της μα για τον Ρόιμπεν δε βρήκε τίποτα κακό. Τι σε ενοχλεί σε αυτόν, τέλος πάντων;»

«Τον διάλεξε η μητέρα μου χωρίς καν να με ρωτήσει!» Ούρλιαξε σχεδόν, φανερά αγανακτισμένη η Πριγκίπισσα των Ελεύθερων. «Προτού καν το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα παντρεμένη, φυλακισμένη, ολότελα ανελεύθερη.»

«Μπορείς να είσαι παντρεμένη κι ελεύθερη. Στο χέρι σου είναι.»

«Φυσικά,» συμφώνησε επιτέλους κάπου μαζί της και τα δάχτυλα της έσφιξαν το ξίφος στη δερμάτινη ζώνη. «Μπορώ να τον σκοτώσω και να τελειώνω μαζί του.»

«Μην τολμήσεις!» Ύψωσε επιτακτικά τη φωνή της η Φοίβη. «Αν τον σκοτώσεις, θα προκαλέσεις διαμάχη μεταξύ των Ελεύθερων Γυναικών και του Ροσφόρ, θα αναπαραχθεί ολόκληρος ο Βορράς. Επιπλέον, θα ατιμάσεις τον Οίκο μας, τη φιλοξενία μας και θα βεβηλώσεις την ευγενή φήμη του ονόματος μας, εμπλέκοντας μας σε πόλεμο το δίχως άλλο!»

Άθελα της, η Ροζλύν γέλασε.

«Ορίστε, λοιπόν, πώς ο γάμος καταστρέφει μια γυναίκα!» Αναφώνησε πικρά. «Κάποτε, όταν σε μάθαινα να ξιφομαχείς στους κήπους του Παλατιού, μου είχες πει πως δεν έχεις σπίτι ούτε οικογένεια και για αυτό είσαι ανεξάρτητη. Τόσο εύκολα τα ξεπούλησες όλα και δεσμεύτηκες, δηλώνοντας μέλος του Οίκου;»

«Είναι τιμή μου να ανήκω στην οικογένεια των Άνταλον, με τη βαθιά ιστορία, γεμάτη ανδραγαθήματα, ηρωισμό και αβρότητα,» αποκρίθηκε αμέσως η Φοίβη με απόλυτη ειλικρίνεια, καθώς θυμόταν εκείνο το υπέροχο απόγευμα στη Ρέισαν.

Απρίλιος. Η Άνοιξη είχε εδραιωθεί. Κι όσο οι μέλισσες κι οι πεταλούδες πετούσαν ανέμελα γύρω από τα ολάνθιστα κηπάρια, όσο η Φύση βούιζε και αναγεννιόταν σε πανηγύρι οσμών, χρωμάτων κι ήχων μυρίων, η μεγαλύτερη κι η μικρότερη κόρη του Βασιλιά Δάντη εξασκούνταν στην ξιφομαχία.

Η Φοίβη μαχόταν αργά και σταθερά, υπολογίζοντας τις κινήσεις, δρώντας αλάνθαστα μα καθυστερημένα ενίοτε. Η Ροζλύν βαριόταν μα κι ενθουσιαζόταν με την πνευματική της προσέγγιση. Όσο εύκολα αποστήθιζε τις κινήσεις που τις δίδασκε, τόσο δυσκολευόταν στην ορμή του πολεμιστή. Αναρωτήθηκε εάν κάποιος είχε αποπειραθεί να τη διδάξει στο παρελθόν, στο κρυμμένο της σπίτι.

«Δεν έχω σπίτι,» είχε δηλώσει. «Ούτε ένα παρατημένο από τους Θεούς νησί ούτε ένας αδιάφορος πατέρας καθορίζουν τη θαλπωρή και ομορφιά ενός σπιτιού.»

Εμφανώς, είχε αλλάξει γνώμη μέσα στους τρεις μήνες που είχαν περάσει χωριστά.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ για εσένα ή να λυπηθώ,» είπε με όλη της την ειλικρίνεια η Πριγκίπισσα των Ελεύθερων.

«Δεν αποζητώ από εσένα παρά να επανέλθεις στη γυναίκα που γνώρισα στη Ρέισαν και θαύμασα,» η Φοίβη δεν υποχώρησε. «Πού είναι η δυναμική Ροζλύν, η τολμηρή, η άφοβη, η ανυπότακτη κι απτόητη; Γιατί κρύβεται πίσω από τοίχους πέτρινους σαν δειλό κοριτσάκι; Ακόμη και να μπορούσα να σου παρέχω άσυλο για πάντα, δε θα το έπραττα. Δε σου αξίζει να υπεκφεύγεις, να ξεγλιστράς από την πραγματικότητα σαν παιδαρέλι.» Αγκάλιασε τους φαρδιούς της ώμους και τα μάτια της έκαιγαν αποφασιστικά. «Αντιμετώπισε τους φόβους σου, Ροζλύν. Πάλεψε μαζί τους, νίκησε τους, επικράτησε και μη διστάσεις ποτέ. Η ίδια η ζωή φοβάται τη δύναμη σου, για αυτό σε εμποδίζει μα μη της χαριστείς. Πάρε τη στα χέρια σου, δάμασε την, κυριάρχησε.»

Η Φοίβη μετά βίας αναγνώριζε τον εαυτό της, όπως κι η Ροζλύν την αδελφή της. Η προηγούμενη νύχτα, είχε συμβάλει καθοριστικά κι η μικρή είχε αποκτήσει απίστευτο θάρρος και πυγμή, είχε νιώσει στον πυρήνα της ένταση, μένος και γυμνό πάθος, αισθανόταν πως κάτι μέσα της είχε κλειδώσει και αποκαλυφθεί. Σαν να ξυπνούσε ένας άλλος εαυτός, κοιμώμενος ή ανύπαρκτος ως τότε.

Θα σου μεταβιβάσω τη Δύναμη που σου κληροδοτεί η μητέρα σου.

Η Γυναίκα. Είχε παλέψει να την ξεχάσει μα διαρκώς επανερχόταν στο μυαλό της, με αποκορύφωμα την ημέρα εκείνη. Τόσα αλλόκοτα συναισθήματα την είχαν πλημμυρίσει, τόσες ανεξήγητες σκέψεις, οράματα, όνειρα δυσπρόσιτα, φαινομενικά ασήμαντα. Είχε γεμίσει απορίες που κανένας δε φαινόταν ικανός να απαντήσει κι έτσι βυθιζόταν στη νωθρή σιωπή, χαρούμενη στην άγνοια μα ο νους δεν έπαυε να ταράζεται. Μαινόταν μέσα της μάχη σιγανή, άγρια, πρωτόγνωρη. Ένα κομμάτι του εαυτού της πέθαινε κι ένα άλλο γεννιόταν. Παρέμενε στωική κι ανέμενε καρτερικά την ολοκλήρωση των αλλαγών, αδημονώντας για τα αποτελέσματα.

Κι η φωνή μέσα της ούρλιαξε, κουφαίνοντας τη στιγμιαία.

Ήρθε η ώρα, για να ειπωθεί η αλήθεια. Μάζεψε τα στάχυα κι αποκάλυψε τη. Μόνο εσύ τη γνωρίζεις. Μόνο εσύ μπορείς να αποτρέψεις το κακό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Είσαι σίγουρη πως μπορείς να βγεις έξω με τόσο κρύο;» Αναρωτιόταν διαρκώς ο Άζριελ, μη συμφωνώντας με την ξαφνική ορμή της λεχώνας συζύγου του να εξέλθει του πέτρινου μα ζεστού κάστρου.

«Απολύτως,» τον διαβεβαίωσε για πολλοστή φορά η Υβέτ, δένοντας τον πράσινο μανδύα της σφιχτά γύρω από τους ώμους. «Ήδη καθυστέρησα πολύ. Έπρεπε να τους είχα επισκεφθεί αμέσως αφότου επιστρέψαμε, με πλέον μοναδική μου προτεραιότητα είναι ο γιος μου.»

«Ακόμα αδυνατώ να καταλάβω πώς μια γερόντισσα σου φαινόταν τόσο σπουδαία,» εξέφρασε προσεκτικά την απορία του.

Μέρες του είχε δηλώσει την επιθυμία της να επισκεφτεί την οικογένεια της νεκρής Φάρουα η Υβέτ μα ποτέ δεν είχε αιτιολογηθεί. Υπεξέφευγε χαριτωμένα κάθε απάντηση, επικαλούμενη το ανθρώπινο ενδιαφέρον. Τόσοι και τόσοι πέθαιναν καθημερινώς, ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί τόσο για κανέναν. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από τον γάμο τους, πίστευε πλέον πως τη γνώριζε καλά.

Αναστέναξε βαθιά, προτού του απαντήσει.

«Θα έπρεπε να χαίρεσαι,» αποκρίθηκε κοφτά, με τον κορμό στητό, μηχανικά περήφανο.

«Να χαίρομαι;» Ανασήκωσε το αριστερό του φρύδι σε τέλεια καμπύλη. «Επειδή η γυναίκα μου τριγυρνά στις γειτονιές, για να συλλυπηθεί μια ασήμαντη οικογένεια; Για όνομα των Θεών, Υβέτ, αιωνόβια ήταν, με τρισέγγονα συνομήλικά μας, δε χάθηκε δα κανένας νέος άνθρωπος αδίκως.»

«Γίνεσαι ασεβής,» τον επέπληξε ευγενικά. «Θα έπρεπε να χαίρεσαι, όμως, που θα λείψω, θα σε αφήσω ελεύθερο να συνωμοτήσεις όσο λαχταράς με τα ξαδέλφια και τον θείο μου! Θαρρείς δε γνωρίζω τι σχεδιάζετε πίσω από την πλάτη μου;»

Αυθόρμητα, οι προφυλάξεις του διαλύθηκαν, θρυμματίστηκαν κι έμεινε εκτεθειμένος στην καλοκάγαθη σύζυγο του, που ήξερε εμφανώς πώς να αιφνιδιάσει. Δεν θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει ότι θα του κρατούσε κρυφό κάτι τόσο σημαντικό, εκτός κι αν το είχε μόλις μάθει, πράγμα αδύνατον, διότι η τελευταία του συνάντηση με τον Άρχοντα Ντάνιελ του Σαντόρουμ και τους γιούς του ήταν πριν τέσσερις περίπου ημέρες. Συνεπώς, το γνώριζε τουλάχιστον για τόσο και δεν του είχε πει λέξη. Υποχθόνια δε θα τη χαρακτήριζε ποτέ μα έτσι ακριβώς φάνταζε εκείνη τη στιγμή, καθώς ο θρίαμβος λικνιζόταν στα λαμπερά της μάτια. Η Υβέτ Ιζαμπέλ, η πάντοτε πράα και μετρημένη, η υποδειγματική σύζυγος και μητέρα, έδειχνε επιτέλους για πρώτη φορά τα άρτια κρυμμένα της νύχια.

«Δε θέλω να ξέρω πώς έμαθες, μονάχα τι σκοπεύεις να κάνεις.»

«Θέλω να δω τον Άρχοντα θείο μου, τώρα,» τον πρόσταξε με φωνή απόλυτα ήρεμη και γαλήνια, μα γεμάτη κύρος κι αυταρχικότητα. «Δεν μπορώ να φύγω από το κάστρο χωρίς να επιλυθεί αυτό το ζήτημα.»

Την ώρα εκείνη, ο Άρχοντας Ντάνιελ κι ο διάδοχος του, ο Έριαν, παρακολουθούσαν επίδειξη νέων όπλων που εισήγαγαν από το μακρινό μα πάντοτε καινοτόμο Γκάντεβυ. Ήταν πανάκριβα μα -όπως αποδεικνυόταν εμπρός τους- επάξια.

Οι δυο νεότεροι γιοί του Άρχοντα Ντάνιελ, ο Ντοράν κι ο Έλιαν, διαφωνούσαν σθεναρά με την απόφαση του πατέρα τους, θεωρώντας τη καθαρή σπατάλη. Άλλωστε, διήγαγαν καιρό ειρήνης και σύμπνοιας. Ο Άρχοντας Ντάνιελ, ωστόσο, σε πλήρη συμφωνία με τον Άζριελ, θεωρούσε πως μια εκστρατεία στη Ρέισαν θα αρκούσε για να εξασφαλίσουν το Στέμμα για την Υβέτ. Η αγορά προηγμένων όπλων που θα κοσμούσε τους άρτια εκπαιδευμένους άνδρες των στρατοπέδων του, θεωρούσε πως θα του εξασφάλιζαν τη νίκη. Εν τέλει, ο ίδιος είχε υπάρξει ήρωας πολέμου και μέγας στρατηλάτης κατά την Εκστρατεία του συγχωρεμένου Βασιλέως Δάντη ανατολικά των Βασιλείων. Μια πολιορκία δεν του φαινόταν δύσκολη, μολονότι επρόκειτο για την τεθωρακισμένη Ρέισαν, την πρακτικά απόρθητη.

Όταν άκουσε πως τον ζητούσε η Πριγκίπισσα ανίψια του, απόρησε. Εφόσον επέμενε, συμφώνησε να συναντηθούν αμέσως στο γραφείο του. Όταν εισήλθε, λασπωμένος από τη βροχή που είχε ξαφνικά ξεσπάσει, βρήκε την Υβέτ να τον περιμένει ήδη, όρθια και τεταμένη. Έλαβε τη θέση του μα εκείνη έμεινε ορθή, κοιτώντας τον δεσποτικά.

«Είμαι η κόρη του Βασιλέως Δάντη και της αδελφής σου της Αθίρα ή όχι;» Ρώτησε ευθέως κι ευθαρσώς.

«Φυσικά κι είσαι, αγαπητή μου,» τη διαβεβαίωσε για το προφανές. «Το αμφισβήτησε κανείς αυτό.»

«Αν τους κατονομάσω, θα σπαταλήσω αμφοτέρων τον χρόνο, σεβαστέ μου θείε, διότι είμαι βέβαιη ότι γνωρίζεις ποιοί είναι καλύτερα από εμένα. Ποιό αγρίμι, εξάλλου, δεν αναγνωρίζει το συγγενές του;»

«Προς τι η ειρωνεία κι οι υπαινιγμοί, Υβέτ;» Ύψωσε τη φωνή του, προφανώς ενοχλημένος.

«Προσπαθώ να παραμείνω ευγενική, διότι ομολογώ πως πολύ χειρότεροι χαρακτηρισμοί αναδύονται στο μυαλό μου, όταν νιώθω πως με εκμεταλλεύονται,» η Υβέτ διατήρησε απόλυτη ψυχραιμία ξανά. «Ωστόσο, μολονότι μοιραζόμαστε το αίμα, δε μοιάζουμε στις συνήθειες, ευτυχώς. Εγώ δεν είμαι δόλια κι ύπουλη, ούτε αρέσκομαι σε σκιερές, μυστικές συναντήσεις και συνομωσίες, όπως εσύ. Για αυτό, θα είμαι ξεκάθαρη. Δεν παρακαλώ μα απαιτώ να πάψει κάθε απόπειρα εξέγερσης κατά της Ρέισαν και του Παλατιού.»

«Είσαι ανόητη, μικρή μου;» Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξη του θείου της, που αγνόησε πλήρως τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. «Αυτό που ζητάς είναι παράλογο. Εγώ κι ο σύζυγος σου οργανώνουμε με κάθε λεπτομέρεια μια εκστρατεία που το δίχως άλλο, θα σε στέψει Βασίλισσα το πολύ σε έναν μήνα!»

«Δεν το επιθυμώ αυτό, όχι με αυτόν τον τρόπο!» Επέμεινε η Υβέτ. Το είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά το ζήτημα και δεν άλλαζε γνώμη. Ο Δάντης κοιμόταν ειρηνικά τα βράδια κι έτσι είχε χρόνο άπλετο ησυχίας και περισυλλογής. Είχε καιροφυλακτήσει κι επιλέξει την καταλληλότερη στιγμή. «Αρνούμαι να απειλήσω την πόλη σαν τύραννος!»

«Ήδη κυβερνάται από μια τύραννο, μαζί κι όλη η Επικράτεια!»

«Μια τύραννο που είναι αδελφή μου κι εστεμμένη επισήμως.»

«Εσύ η ίδια μου είπες πως ήθελε να σε διώξει από το παλάτι κι όταν γεννούσες, διέταξε να μη σε βοηθήσει κανείς;» Επισήμανε ο Άρχοντας Ντάνιελ.

«Είναι η ίδια γυναίκα που προ ολίγου έχασε ένα δικό της παιδί,» απάντησε στωικά η Υβέτ. «Οι Θεοί αντίκρισαν την αδικία κι εκδικήθηκαν. Ποιά είμαι εγώ, για να την τιμωρήσω διπλά;»

«Μα για αυτό ακριβώς σου αρμόζει ο θρόνος περίτρανα!» Δεν υποχώρησε ο θείος της. «Εσένα, σε ευλόγησαν οι Θεοί. Γέννησες έναν γιο υγιέστατο που μεγαλώνει και θεριεύει, είσαι μεγαλύτερη της στην ηλικία κι απολύτως λογική, ενώ εκείνη έχει παραφρονήσει κι αποκτά διαρκώς εχθρούς. Με ανοιχτές αγκάλες θα σε υποδεχτούν, ως σωτήρα!»

«Ακόμη κι αν είναι έτσι, αδυνατώ να βλάψω τη Βίνας,» κατέληξε η Υβέτ κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Σε προειδοποιώ, θείε. Αν παραβείς την απαίτηση μου και εκστρατεύσεις στη Ρέισαν, πχι μόνο δε θα σε ακολουθήσω μα και θα αποποιηθώ των δικαιωμάτων μου στον θρόνο με επίσημο έγγραφο. Εγώ Βασίλισσα θα γίνω ειρηνικά και αναίμακτα. Ειδάλλως, δε θα γίνω ποτέ!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Άρχοντας Φερδινάνδος γλίστρησε στην κάμαρη της Βασίλισσας και τη βρήκε να κοιμάται γαλήνια και μόνη. Ήταν μεσημέρι κι ο Πέρσιβαλ παρέμενε ξύπνιος, φροντίζοντας το άλογο του στον στάβλο, όπως λάτρευε να πράττει. Η Μεγαλειοτάτη κοιμόταν μετά από χορήγηση ηρεμιστικών βοτάνων, γιατί όλο το βράδυ ξαγρυπνούσε, στοιχειωμένη από εφιάλτες.

Δε δίστασε στιγμή. Εμφάνισε το εγχειρίδιο που έκρυβε στο γιλέκο του, λιλιπούτειο, μικρότερο από την παλάμη του μα εξίσου θανάσιμο με το θρυλικό ξίφος του Βασιλέως Ντάμον του Κατακτητή, που έφτανε το ένα μέτρο στο μήκος. Με σταθερό χέρι, βρίθοντας από αποφασιστικότητα κι ορμή, πλησίασε την κοιμωμένη, απροστάτευτη Βασίλισσα κι εκδικήθηκε τον θάνατο του Μπράιτον Καστέλ κοφτά κι ερμητικά. Το μαχαίρι τρύπησε τη νεανική σάρκα, γεμίζοντας τα μεταξένια σκεπάσματα με αίμα. Δεν πρόλαβε καν να ουρλιάξει, να φωνάξει βοήθεια, να παλέψει. Πέθανε ακαριαία, διότι το μαχαίρι είχε τρυπήσει την καρδιά της. Ο ύστατος ήχος που άκουσε ήταν το ειδεχθές γέλιο του Άρχοντα Φερδινάνδου, γάργαρο, κελαρυστό, ξέχειλο από προδοσία και μίσος. Η τελευταία της γεύση ήταν εκείνη της οικτρής ήττας.

Τότε, η Βίνας ξύπνησε. Πετάχτηκε στον ύπνο της τρέμοντας σύγκορμη, σαν να κοιμόταν στο πιο κρύο δωμάτιο του κόσμου, σαν να μην καλυπτόταν με τριπλή γούνα αρκούδας και το τεράστιο τζάκι της να μην έκαιγε παραδίπλα.

Πονούσε όλο της το σώμα από την αϋπνία. Οι εφιάλτες πράγματι δεν την είχαν αφήσει σε ησυχία το προηγούμενο βράδυ κι εμφανώς όχι και το μεσημέρι. Όχι μόνο το ηλίθιο τραγούδι που ταλάνιζε την ίδια και τις αδελφές της χωρίς κανέναν προφανή λόγο μα κι αυτό. Το είχε ονειρευτεί μετρητές φορές ήδη, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο μα η κατάληξη ήταν ίδια. Ο Άρχοντας Φερδινάνδος της Γάνδης, ο ίδιος της ο πεθερός, τη σκότωνε.

Ανατρίχιασε. Ήταν μόνη. Φώναξε για βοήθεια. Η πόρτα άνοιξε ευθύς κι εισήλθε αυτοπροσώπως η Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς, η Νταϊάνα η Ατρόμητη.

«Μεγαλειοτάτη, τι συνέβη;» Απόρησε η γιγαντόσωμη γυναίκα, κραδαίνοντας το σπαθί της στην προδήλως αόρατη απειλή της. Το δωμάτιο ήταν άδειο.

«Νταϊάνα, δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο έτσι,» ψέλλισε, παλεύοντας να διώξει από το πρόσωπο της μερικές άναρχες τούφες ολόχρυσων μαλλιών. Τα χέρια της δεν την υπάκουαν, τρέμοντας ακατάπαυστα, ανεξέλεγκτα. «Αδυνατώ να ανέχομαι την προδοσία μπροστά στα μάτια μου.»

«Πες μου τι έχει συμβεί και θα βοηθήσω ως δύναμαι καλύτερα,» προσπάθησε να την καθησυχάσει η Αρχηγός της Βασιλικής Φρουράς και στάθηκε μπροστά της στητή, σαν βράχος περήφανος ή κέδρος αιωνόβιος.

«Η κυριαρχία μου, το Στέμμα, απειλούνται από το ίδιο μου το αίμα,» αποκάλυψε με μάτια γουρλωμένα και φωνή ακαθόριστη. «Ο πατέρας του συζύγου μου -το όνομα αρνούμαι να το προφέρω- είναι ένα επίβουλο σκουλήκι, Νταϊάνα. Σχεδιάζει να με σκοτώσει, αυτό είναι βέβαιο. Για αυτό, επιθυμώ να λυτρωθώ από την απειλή του καθοριστικά. Θέλω να μου φέρεις το κεφάλι του σε σάκο κι αμέσως να κρεμαστεί για παραδειγματισμό στην πύλη του Παλατιού. Οι προδότες θα τιμωρούνται, όσο σιμά μου κι αν βρίσκονται!»

Η Νταϊάνα, μαθημένη από παιδί να υπηρετεί το Στέμμα χωρίς ενδοιασμό ή δεύτερη σκέψη, ένευσε κι υποκλίθηκε.

«Θα γίνει όπως προστάζεις,» δεσμεύτηκε.

Είχε λάβει όρκο ιερό να πράττει κατά τις διαταγές του Στέμματος και μονάχα εκεί λογοδοτούσε. Αν ο ηγεμόνας της το ζητούσε, θα έπεφτε και στη φωτιά. Τυφλή αφοσίωση απαιτούσε η βαρύτιμος θέση της κι αυτό ακριβώς επιδείκνυε καθημερινά. Άλλωστε, ο Άρχοντας Φερδινάνδος δεν ήταν κι αξιολύπητος ή αθώος. Μα σίγουρα, ο ταχύς θάνατος του, χωρίς δίκη ή διερεύνηση στοιχείων, θα τη στοίχειωνε, γεγονός που δε θα ίσχυε για τη Βασίλισσα, που έλαμπε από ανακούφιση και παρανοϊκή χαρά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Φτάνοντας στο φτωχικό σπίτι που κάποτε διέμενε η Φάρουα, η Υβέτ έβαλε τα δυνατά της να μη χαμογελά διάπλατα, όπως αισθανόταν, μα να λυπάται, ως όφειλε. Μετά τη θριαμβευτική συνάντηση με τον θείο της και την υπογεγραμμένη του υπόσχεση να μη δράσει πίσω από την πλάτη της ποτέ, ένιωθε Βασίλισσα του κόσμου. Είχε διακόψει το πραξικόπημα και πλέον θα κοιμόταν με συνείδηση καθαρή.

Την οδήγησαν στην πρεσβύτερη εγγονή της αποθανούσας. Από τα παιδιά της, μόνο μια κόρη ζούσε μα αρκετά μακριά, στο Βέργκον, κι είχε επιστρέψει εκεί μετά την κηδεία. Η εγγονή της λεγόταν Αλιένα και φαινόταν εξαίρετα εύμορφη, με ζωηρά πράσινα μάτια και καστανόξανθα μαλλιά σε αυστηρή πλεξούδα, παρά τα σαράντα της και πλέον έτη.

Κάθισαν σε δυο αντικριστές καρέκλες κι η Υβέτ της χαμογέλασε άχνα, φιλικά, παρηγορητικά.

«Λυπάμαι πολύ για την απώλεια σας,» δήλωσε μα όλη της την καρδιά. «Επρόκειτο για σοφή γυναίκα, πραγματικά. Αισθάνομαι τυχερή που τη γνώρισα έστω και για λίγο.»

«Κι εκείνη έλεγε το ίδιο για εσένα, Υψηλότατη, όπως και για την ευγενή μητέρα σου,» παραδέχτηκε η Αλιένα. «Σας εκτιμούσε πολύ, έλεγε πως είστε γεννημένες για μεγαλεία.»

«Τη μητέρα μου δεν τη γνώρισα, δυστυχώς,» είπε η Υβέτ κι έστρεψε το κεφάλι με χάρη, για να κρυφτεί το δάκρυ που κύλησε στο δεξί της μάγουλο. «Και μεγαλείο δικό μου θεωρώ τη γέννηση κι ανατροφή του γιού μου. Συνεπώς, την ευχαριστώ ακόμη κι αν δεν πρόλαβα να της το εκφράσω.»

«Η γιαγιά επέμενε πως είσαι πολλά περισσότερα από όσα πιστεύεις,» επισήμανε η μεγαλύτερη γυναίκα κι η προσοχή της Πριγκίπισσας της ανήκε ολοκληρωτικά. «Στις τελευταίες της ημέρες, σε μνημόνευε τακτικά. Επαναλάμβανε πολλές φορές πως το Έρθχορν σε περιμένει, σε απόλυτη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια.»

«Το Έρθχορν;» Εξεπλάγη η Υβέτ. Το μυστηριώδες όνομα που ακόμη δεν είχε ξεδιαλύνει, επανερχόταν.

«Δεν έχω ιδέα πού αναφερόταν,» κούνησε το κεφάλι η Αλιένα. «Ίσως δε σήμαινε τίποτα, ίσως παραληρούσε μόνο. Έλεγε πως εκεί θα βρεθεί, εκεί θα περιμένει εσένα, μαζί με τη μητέρα σου. Για αυτό, πιστεύω ότι είχε παρανοήσει. Είσαι ζωντανή κι ακμαία, δεν έχεις καμία δουλειά με νεκρούς, Υψηλότατη.»

«Πράγματι, δίκιο έχεις, καλή μου,» συμφώνησε μηχανικά η Υβέτ μα μέσα της απομνημόνευε τα λόγια λέξη προς λέξη, για να αποπειραθεί να τα ερμηνεύσει αργότερα. Το πείσμα των Πορφυρογόννων μέσα της φούντωσε. Το Έρθχορν αποτελούσε έναν γρίφο αδιόρατο μα απίστευτα γοητευτικό. Ήταν πλέον αποφασισμένη να τον λύσει πάση θυσία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Πέρσιβαλ εισήλθε στην Αίθουσα του Θρόνου δριμύς και μαινόμενος, έχοντας τρομοκρατηθεί κι αηδιάσει από το θέαμα των πυλών. Το παλουκωμένο κεφάλι του πατέρα του, του είχε προκαλέσει τόση έκπληξη, ανείπωτη θλίψη και φόβο, ώστε είχε κάνει εμετό στην τάφρο, έφιππος ακόμη, καθώς επέστρεφε από μια βόλτα στα λιβάδια, για να εξασκήσει το αδρανές του άλογο. Δεν μπορούσε ούτε με την πιο τρελή του φαντασία να συλλάβει το γεγονός ότι ο Άρχοντας πατέρας του είχε αποκεφαλιστεί σαν τιποτένιος, πόσο μάλλον με εντολή της αγαπημένης του γυναίκας. Στην αποτρόπαια σκέψη, έτρεμαν τα γόνατα του και συστρέφονταν ξανά τα εντόσθια του.

Βρήκε τη Βίνας περιτριγυρισμένη από φρουρούς και διάφορους ευγενείς, σε προγραμματισμένες ακροάσεις.

«Αγαπημένη,» τη χαιρέτησε βιαστικά χωρίς υπόκλιση. «Σε παρακαλώ, εξήγησε μου γιατί βρίσκεται το κεφάλι του Άρχοντα πατέρα μου στην πύλη.»

«Δεν είναι ήδη πασιφανές;» Απόρησε η Βασίλισσα, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους. «Ήταν προδότης κι εγκληματίας κατά του Στέμματος.»

«Πώς;» Ο Πέρσιβαλ κόντευε να λιποθυμήσει από τη ντροπή και τον τρόμο που τον κατέβαλε. «Έχεις αποδείξεις; Πότε έγινε η δίκη του;»

«Ως ηγεμόνας, έχω το δικαίωμα να εκτελώ άνδρες που θεωρώ επικίνδυνους χωρίς δίκη. Δε με αποτρέπει κανείς.»

«Καταλαβαίνεις το σφάλμα σου;» Αναφώνησε ο άνδρας της, ενώ η Βασιλική Φρουρά άδειαζε το δωμάτιο από τους ευγενείς. Ας έμενε το Βασιλικό Ζεύγος μόνο. «Εκτέλεσες έναν από τους έντεκα Άρχοντες των Βασιλείων, τους πιο επιφανείς υπηκόους σου, τον ίδιο σου τον πεθερό, για όνομα των Έρκας, τον πατέρα μου!»

«Σιγά τον πατέρα,» γέλασε ειρωνικά η Βίνας, καθήμενη στον θρόνο της ακόμα. «Χειρότερος κι από τον δικό μου ήταν. Δεν έχανε ευκαιρία να σε υποτιμήσει κι εξευτελίσει, για να εκθειάσει την υπέροχη αδελφή σου!»

«Τον αγαπούσα, καλή μου, πατέρας μου ήταν!» Απελπίστηκε ο Πέρσιβαλ και σωριάστηκε γονατιστός στα υποπόδια του θρόνου της, ώστε τα χείλη του ακουμπούσαν ευλαβικά τα γυαλιστερά της παπούτσια. «Όφειλα να τον αγαπώ, όπως αγαπώ και λατρεύω εσένα, ως γυναίκα μου. Ο χαμός του με συγκλονίζει και θλίβει.»

«Αν με αγαπάς υποχρεωτικά, καλύτερα να με μισείς,» του πέταξε αυθόρμητα η Βίνας, πικραμένη από την ταραχώδη του παραδοχή.

«Δεν το εννοούσα έτσι, μονάχα προσπαθούσα να σε πείσω ότι αγαπούσα τον άνθρωπο που εσύ κατέσφαξες! Για όνομα, βγάλε το κεφάλι από εκεί, για να θαφτεί μαζί με το σώμα!»

«Αποκλείεται,» διαφώνησε κάθετα. «Αυτό το κεφάλι που τόλμησε να με απειλήσει, θα φαγωθεί από όρνια στις πύλες. Το υπόλοιπο κουφάρι, σου ανήκει. Δε θέλω, όμως να θαφτεί εδώ. Γράψε στην αγαπημένη κόρη του πατέρα σου να έρθει από τη Γάνδη και να το παραλάβει. Αν αρνηθεί, θα το ταΐσω στα σκυλιά. Ακόμη κι αν δεν το δεχτεί ακέφαλο, η Ελισαβέλλα πρέπει να βρίσκεται εδώ για εσένα.»

«Γιατί;» Ο Πέρσιβαλ αδυνατούσε να σκεφτεί καθαρά και να ερμηνεύσει τα κρύφια λόγια της.

«Ο Άρχοντας της Γάνδης πέθανε κι ο μόνος του γιος είσαι εσύ, καλέ μου.» Η Βίνας άγγιξε το πρόσωπο του, καθώς οι ματιές τους συναντήθηκαν. Η γυμνή παράνοια στα φωτεινά της μάτια τον ανατρίχιασε και στέγνωσε ο λαιμός του. «Επομένως, εγώ ως Βασίλισσα, θα χρίσω εσένα Άρχοντα της Γάνδης.» Τα χέρια της βρήκαν τους ώμους του και τον τράβηξαν ψηλά, για να σταθεί ξανά ορθός εμπρός της. «Πήγαινε και γράψε της τάχιστα. Επιπλέον, βρες τον Έπερτεν και πες του ότι αποφάσισα για την Κονταρομαχία. Θα την υλοποιήσουμε, τελικά. Θαρρώ ο λαός επιβάλλεται να θυμηθεί πόσο σπλαχνική και γενναιόδωρη Βασίλισσα διαθέτει.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Ρόιμπεν Ροσφόρ είχε τακτοποιηθεί μετά από υπόδειξη της Φοίβης, σε κάμαρη όχι τόσο μεγάλη όσο του άρμοζε μα εξαιρετικά πλησίον της Ροζλύν, στον ίδιο διάδρομο και πτέρυγα του Οίκου. Μάλιστα, αυτοπροσώπως είχε φροντίσει να ενημερώσει και τη μεγάλη της αδελφή για το γεγονός, υποστηρίζοντας πως δε θα σκεφτόταν ποτέ να την αναζητούσε κάτω από τη μύτη του. Στην πραγματικότητα, όμως, η ριψοκινδύνευση εκείνη συνέβαινε διότι η Φοίβη ήλπιζε σε μια ταχεία και καταλυτική εξέλιξη. Αυτήν ακριβώς εξέλαβε.

Επιστρέφοντας από το δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν των και των φιλοξενούμενων από το Ποσπέριους, ο Ρόιμπεν σκόπευε να αποκοιμηθεί ευθύς, εξαντλημένος από το ολοήμερο ταξίδι στην πλάτη του αλόγου του. Η ιππασία πάντοτε τον κούραζε αφάνταστα, μολονότι αμφότερες οι αδελφές του την αγαπούσαν. Όταν η Άγκνες του είχε αποκαλύψει πως δεν έβλεπε την ώρα να ιππεύσει ξανά μετά τη λοχεία κι η νεογνή ανιψιά του είχε γουργουρίσει σαν περιστέρι λες και συμφωνούσε, είχε επιτρέψει στον εαυτό του ακόμη και να χαμογελάσει.

Χαιρόταν απέραντα με την ευτυχία της μεγάλης αδελφής του, ωστόσο δεν μπορούσε να αγνοήσει τη σύγχυση που επικρατούσε στη ζωή του. Παρόλο που είχε παντρευτεί την Πριγκίπισσα Ροζλύν, δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν ή τι της είχε συμβεί.

Ο γάμος τους ήταν μια συμφωνία μα έτσι συνηθιζόταν, δεν ανέμενε κάτι καλύτερο ο ίδιος. Αντιθέτως, είχε αισθανθεί μεγάλη τιμή, όταν η Βασίλισσα Ραέλ τον είχε επιλέξει για σύζυγο της μοναχοκόρης της, ήταν μια τύχη που δε θα μπορούσε καν να ονειρευτεί. Αναγνώριζε τα καθήκοντα του απέναντι στη νέα του σύζυγο, συμβιβάστηκε με την επιθυμία της να μην ολοκληρώσουν τον γάμο μέχρι εκείνη να άλλαζε γνώμη και συμφώνησε, αναμένοντας. Όταν, ωστόσο, είχε εξαφανιστεί, είχε νιώσει μη ηθελημένα προδομένος, φαιδρός κι άχρηστος. Αν αδυνατούσε να κρατήσει τη γυναίκα του δίπλα του, δεν είχε καμία ελπίδα να διοικήσει το Ροσφόρ, μόλις ο πατέρας του άφηνε τον μάταιο τούτο κόσμο.

Έκλεισε την πόρτα ή μάλλον την άκουσε να κλείνει, δεν ήταν βέβαιος. Ξεφορτώθηκε τις μπότες και το γιλέκο του, ώστε έμεινε μονάχα με το εσωτερικό του χιτώνιο, το οποίο θα έβγαζε ομοίως, αν δεν ένιωθε μια ατσάλινη, παγερή αιχμή στα πλευρά του. Πέντε λεπτά και σταθερά δάχτυλα του έκλεισαν το στόμα κι ήταν υπερβολικά έντρομος για να πράξει οτιδήποτε παρά να ακινητοποιηθεί στη λαβή του μυστηριώδους του αιχμαλωτίζοντα.

«Μην τολμήσεις να φωνάξεις ή να πεις σε κανέναν ότι βρίσκομαι εδώ, διότι δεν το έχω σε τίποτα να σε σκοτώσω, εκτός από το γεγονός ότι σέβομαι αυτό το σπίτι και τη φιλοξενία που μου έχει προσφερθεί,» ψιθύρισε με φωνή φαρμακερή η Ροζλύν, προκαλώντας ρίγη και κρύο ιδρώτα στη ράχη του.

Δεν πίστευε στα αυτιά του. Η γυναίκα του όχι μόνο κρυβόταν σε κοινή θέα μα και τον είχε αιφνιδιάσει εκπληκτικά. Δεν κουνήθηκε, μονάχα ανέπνεε διακριτικά. Αδυνατούσε να προβλέψει την επόμενη της κίνηση ή τον λόγο για τον οποίο του είχε παρουσιαστεί.

«Φαίνεσαι αδύναμος, ευάλωτος, εύθραυστος και δε θέλω να έχω τέτοιον άνδρα,» μίλησε ξανά και κάθε της λέξη ήταν βασανιστήριο κι ύβρις. «Τώρα είμαστε μόνοι μας. Η μητέρα μου είναι πολύ μακριά κι ο πατέρας σου θα τρωγοπίνει με τον Άρχοντα Ριχάρδο ως το ξημέρωμα. Θέλω να μάθω αν είσαι πράγματι ανήμπορος να σταθείς δίπλα μου κι έχω δίκιο, δε θα με ξαναδεί ποτέ κανείς σας. Αν έχω άδικο, δε θα σε αφήσω ποτέ.»

Με μια κίνηση αστραπιαία, το ξίφος της εξαφανίστηκε από την απειλητική του θέση, ενώ έστρεψε όλο το σώμα του, για να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Ρόιμπεν δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν η σύζυγος του ένωσε τα χείλη τους απότομα. Ήταν η δεύτερη φορά που συνέβαινε, μετά το τελετουργικό του γάμου τους. Για άλλη μια φορά, είχε αιφνιδιαστεί κι αφέθηκε στην υπέροχη της αίσθηση σαν υπνωτισμένος, μόνο που η κατάληξη ήταν εξίσου απρόσμενη. Το φιλί τους τελείωσε όσο βίαια είχε ξεκινήσει και η επόμενη της κίνηση ήταν μια ακριβής, σθεναρή, αυθάδης γροθιά στον αριστερό του κρόταφο, που τον αφύπνισε ολοκληρωτικά και καθαίρεσε την κούρασή του.

«Πάλεψε,» τον πρόσταξε και για πρώτη φορά αναγνώριζε μπροστά του την πολεμίστρια που τύλιγε τη φήμη της. «Πολέμησε με. Απόδειξε μου τι αξίζεις, ότι δεν είσαι νιάνιαρο και αγοράκι πλέον!»

Πάγωσε. Από την πρώτη στιγμή που είχαν γνωριστεί, το ταίριασμα τους διέθετε μια χροιά παραλόγου, η οποία πια γινόταν πρόδηλη. Μονάχα ως αστείο μπορούσε πια να θυμηθεί το παρελθόν τους, το ανύπαρκτο, το γεμάτο γκρίνια, αμηχανία κι επιβολές. Για πρώτη φορά, του δινόταν η ευκαιρία να αλλάξει τα πάντα και να επιφέρει τη γαλήνη, τη σύμπνοια μεταξύ τους τουλάχιστον. Αναγνώριζε ότι ως σύζυγος, το καθήκον του βρισκόταν πρωτίστως μαζί της, συνεπώς άξιζε μια προσπάθεια, έστω κι αποτυχημένη.

Τα μάτια της, τα θαυμάσια αμυγδαλωτά μάτια της, έλαμπαν τόσο εκτυφλωτικά εκείνη τη στιγμή, στο ημίφως των κεριών, προσδίδοντας της αιθέρια ομορφιά. Είχε χαθεί ολότελα η θυμωμένη γυναίκα της πρώτης τους νύχτας, η πικρόχολη, η ειρωνική, είχε μείνει μονάχα η μαχήτρια, το ευκίνητο αιλουροειδές, που άρτια έλαβε τη θέση μάχης της κι εφόρμησε καταπάνω του αγρίως.

Λειτούργησε ενστικτωδώς, άλλωστε δεν ήταν αγνοών στην τέχνη του πολέμου. Ως μοναδικός διάδοχος του Ροσφόρ, υποχρεούταν να είναι όσο πιο άριστος πολεμιστής όσο μπορούσε. Εμπόδισε το ορμητικό της χτύπημα στον λαιμό του με τον καρπό. Η γροθιά της συγκρούστηκε αμέσως με το δεξί του πλευρό κι αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, ασθμαίνοντας. Σύντομα, συνήλθε κι άρπαξε το πόδι της, καθώς εκείνη στρεφόταν, για να τον κλωτσήσει στο κεφάλι. Σωριάστηκαν δίπλα δίπλα στο δάπεδο, ανασαίνοντας ηχηρά.

Η Ροζλύν δεν πτοήθηκε. Τον κλώτσησε στο καλάμι και στάθηκε όρθια ξανά, για να απομακρυνθεί, όσο εκείνος σηκωνόταν με δυσκολία μα πείσμα. Στέκονταν σε αντικριστούς τοίχους κι η ματιά της έφερε μια χαλύβδινη θεώρηση, η οποία του προκαλούσε ανατριχίλα ως το μεδούλι. Αν ήταν στο χέρι του, αυτοστιγμεί θα την πετούσε στη φιλόξενη κλίνη, για να πράξουν όσα όφειλαν εβδομάδες πριν. Μα όχι, εκείνη είχε τον έλεγχο κι εκείνη θα αποφάσιζε πώς θα προχωρούσαν.

Στιγμιαία, νόμισε πως αναγνώρισε μια σπίθα πάθους στα μάτια της μα το αγνόησε, θεωρώντας το ψευδαίσθηση. Με ένα φαύλο χαμόγελο, του επιτέθηκε ξανά.

Με μεγάλη προσοχή απέκρουε τις λαβές της, μέχρι που άνοιξε τα χέρια του απροσδόκητα και την έκλεισε εκεί, το στήθος του στην πλάτη της. Η Ροζλύν ένιωθε τη θέρμη του σώματος του, που διαπερνούσε το λεπτό του χιτώνιο και την εξίσου ανάλαφρη ενδυμασία της, στην οποία αποδιδόταν κι η ευλυγισία. Η πάλη τους είχε ανάψει το αίμα της.

«Πρώτη φορά σε είδα να χαμογελάς κι απορώ γιατί τόσο καιρό στεκόσουν βλοσυρή,» ψιθύρισε στο αυτί της κι έτρεμε σύγκορμος. Όλη η φωτιά της ανάσας του έπεφτε στον γυμνό της λαιμό μα όχι για πολύ. Τράβηξε επιδέξια τις τρεις καρφίτσες που τα στερεώναν κι έλυσε τα μαλλιά της γυναίκας του, ώστε έπεσαν γλυκύτατα ανάμεσα τους κι ανάσανε μια μυρωδιά ονειρική, από πεύκα και κέδρο.

Η Ροζλύν τον αιφνιδίασε για ύστατη φορά, καθώς στράφηκε αρμονικά και τον φίλησε με πρωτοφανή κι απόλυτη αναγκαιότητα, μόνο που αυτή τη φορά, τον βρήκε σθεναρό στην ανταπόκριση. Τα χέρια του ταξίδεψαν ευλαβικά στη μέση της και τη σήκωσαν με ευκολία, καθώς τα δικά της αγκιστρωθήκαν στα κοντά του μαλλιά. Μα και τότε, ο Ρόιμπεν διάλεξε να διακόψει το φιλί, όχι όμως και τον εναγκαλισμό τους. Την κοίταξε εξεταστικά, αναζητώντας κάποιο σήμα ή υπόδειξη για τη συνέχεια. Η ματιά της έκαιγε, όπως και τα παρθενικά της μάγουλα.

«Είσαι δικός μου, όπως είμαι δική σου. Όσο μου ανήκεις, σου ανήκω. Αν στέκεσαι δίπλα κι όχι μπροστά μου, δε θα υπάρξει ποτέ πιο ευτυχής σύζυγος από εσένα,» του είπε, σε όρκο σιωπηλό και δέσμευση ιερή μόνο για τα αυτιά του.

Γονάτισε μπροστά της κι υποκλίθηκε, με σεβασμό και λατρεία.

«Βασίλισσα μου,» ψέλλισε στην παραζάλη του πόθου που πλέον τον κατέβαλε.

Δεν του απάντησε. Μονάχα άρπαξε τον χιτώνα του και τον πέταξε από πάνω του μα ζηλευτή ταχύτητα. Με χέρια τρεμάμενα τη βοήθησε να ξεφορτωθεί τα ρούχα της και χέρι με χέρι, πορεύθηκαν στο κρεβάτι, εκεί όπου αποφάσισαν να σφραγίσουν την ένωση του γάμου τους για πάντα. Ο Ρόιμπεν σκόπευε να τη λατρεύει σαν θεά κι εκείνη να διατηρήσει τον έλεγχο, όπως την είχε νουθετήσει η Φοίβη. Παρόλα αυτά, το βράδυ εκείνο, προτίθεντο αμφότεροι να απολαύσουν την αρχή της νέας τους, αμοιβαίας ζωής, που φάνταζε πρόκληση μα σαγηνευτική.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έξι είναι τα κλαριά
Έξι είναι και τα στάχυα
Μονάχα ένα αν κοπεί
Όλα μαζί στα βράχια.

Κανένα τους δε θα σωθεί
Όσο και αν το θέλει
Πάνω στον χρόνο που συμβεί
Ο θάνατος του μέλλει!

Η Βίνας ξύπνησε μέσα στη νύχτα κι ο Πέρσιβαλ δίπλα της πετάχτηκε εξίσου, έτοιμος να την καθησυχάσει.

Η Νυμέρια αφυπνίστηκε μόνη, στην άδεια, παρθενική της κάμαρη, κοιτώντας το ξύλινο ταβάνι για να ηρεμήσει.

Η Υβέτ πήρε στην αγκαλιά της τον μικρό Δάντη και τον κουνούσε στοργικά, λαχταρώντας να απορροφήσει έστω και λίγη από τη γαλήνη του.

Η Φοίβη, η Αντέλ κι η Ροζλύν ξύπνησαν μέσα στον Οίκο κι ενστικτωδώς βγήκαν από τις κάμαρες τους, αναζητώντας η μια την άλλη και βρέθηκαν στις σκάλες, κρατώντας κεριά, αναμαλλιασμένες, τρεμάμενες. Με μια ματιά, κατάλαβαν πως είχαν ονειρευτεί ξανά τον ίδιο ειδεχθή εφιάλτη.

Τότε, η Φοίβη θέλησε να αποκαλυφθεί, να τους ανοιχτεί ως όφειλε, μήπως κι έβρισκαν λίγη ησυχία επιτέλους.

«Θαρρώ πως γνωρίζω τι σημαίνει το τραγούδι,» ψιθύρισε προσεκτικά, εισπράττοντας έκπληκτες ματιές από τις αδελφές της. «Ακούστε με· σας διαβεβαιώ πως όσα θα σας διηγηθώ είναι αληθινά. Δώστε μου τουλάχιστον την ευκαιρία να εξηγηθώ, άλλωστε το μαύρο μου αίμα αποδεικνύει πως πολλά παράξενα συμβαίνουν στον κόσμο.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το κεφάλαιο!!! Καλό μήνα να έχουμε!

Πώς σας φάνηκε;

Τώρα που η Φοίβη θα αποπειραθεί να λύσει το μυστήριο, τώρα που η Βίνας κι η Υβέτ αγρίεψαν με διαφορετικούς τρόπους, τώρα που η Ροζλύν αποφάσισε να παίξει έξυπνα, τι επακολουθεί άραγε;;;

·)Εμφανώς, το Συμβούλιο της Βίνας μπάζει και του λείπουν αρκετοί Ευγενείς, οπότε όλο και κάτι πρέπει να γίνει για αυτό 😈

·) Η Υβέτ παίρνει τη ζωή στα χέρια της πλήρως

·) Η Φοίβη προσπαθεί να σώσει τις αδελφές της από βέβαιο θάνατο

·) Ο Πέρσιβαλ απελπίζεται

·) Η Νυμέρια και τα ξαδέλφια της ξεκινούν

·) Στην Κονταρομαχία της Βίνας, θα γίνει το ΣΩΣΕ. Δε θα πω άλλα, αλλά θα συντελεστούν πράγματα ιδιαίτερα ανατρεπτικά για τη συνέχεια.

Θέλετε το επόμενο κεφάλαιο σύντομα; Παρακαλώ, σχολιάστε, για να γνωρίζω πως υπάρχει ενδιαφέρον ❤️❤️

Να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top