~Έυρικ~ {With Gifs}

~Αυτό το κεφάλαιο είναι πάρα πολύ σημαντικό. You've been warned.~

Η πρώτη γυναίκα που στέφθηκε Βασίλισσα υπογράφοντας ως ηγεμόνας κι όχι ως σύζυγος αρσενικού ηγεμόνα ήταν η Άλκηστη, η σύζυγος του βασιλιά Κάλιερ, του δεύτερου ηγεμόνα της δυναστείας των Ρόβεναρ. Η Άλκηστη ήταν κόρη του Βασιλιά Κονστίν του Έβδομου, του τελευταίου της Δυναστείας των Παλλογαίων, που κυβερνούσαν τις Αρχαίες Γαίες για τρεις αιώνες. Ο πεθερός της, ο μέγας Βασιλεύς, κατακτητής κι εξερευνητής Ντάμον ο Πρώτος, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο για να διαλέξει σύζυγο του πρωτότοκου γιου του κι επέλεξε την πριγκίπισσα Άλκηστη όχι για την ομορφιά μα για την εξυπνάδα και την καθαρότητα του χαρακτήρα της.

Ο γάμος της με τον πρίγκιπα Κάλιερ έγινε λίγους μήνες μετά τη στέψη του βασιλιά Ντάμον. Δυο δεκατριάχρονα έφηβα παιδιά ένωσαν τις ζωές τους για πάντα, χωρίς να ξέρουν τις φορτούνες που τους περίμεναν. Η Άλκηστη δυσκολεύτηκε πολύ να γεννήσει. Μέσα σε τέσσερα χρόνια έμεινε τέσσερις φορές έγκυος και μόνο την τέταρτη κατάφερε να γεννήσει ένα υγιές κορίτσι, που ονόμασαν Γκλεν.

Λίγο μετά τη γέννα της μικρής Γκλεν, ο βασιλιάς Ντάμον δολοφονήθηκε αιφνιδίως, αφήνοντας πίσω τον γιο του Κάλιερ και την Άλκηστη με την κόρη τους. Η στέψη τους έγινε το βράδυ μετά την κηδεία του βασιλιά, παρουσία ελαχίστων αρχόντων και κληρικών, κυρίως για λόγους οικονομίας, μια που το νέο παλάτι της Ρέισαν χτιζόταν κι ήταν το όνειρο των βασιλέων Ντάμον και Κάλιερ να γίνει το ωραιότερο παλάτι του κόσμου. Αυτό φυσικά απαιτούσε οικονομική λιτότητα για να επιτευχθεί.

Μετά τη στέψη τους, η Άλκηστη έμεινε έγκυος ξανά και γέννησε δίδυμες, που ονόμασαν Κρισπίνα και Φλαβία. Στο τέλος του έτους 4, εγκαινιάστηκε το παλάτι και τη πρώτο γεγονός στους τοίχους του ήταν η βάφτιση των δίδυμων κοριτσιών.

Χρειάστηκε να περάσουν άλλα εννιά χρόνια γεμάτα αποβολές, γεννήσεις νεκρών παιδιών κι άλλων δυο κοριτσιών, της Ρουφίνα και της Ελέιν, η Άλκηστη κατόρθωσε να γεννήσει ένα αγόρι, τον πολυπόθητο διάδοχο του θρόνου της νεοσύστατης Επικράτειας, που βάφτισαν Κάλιερ, σαν τον πατέρα του.

Το έτος 20, στην έβδομη επέτειο της γέννησης του πρίγκιπα Κάλιερ, το βασιλικό ζεύγος ανακοίνωσε τους γάμους της μεγάλης τους κόρης, της πριγκίπισσας Γκλεν, με τον Άρχοντα Χάιντεν του τότε ανεξάρτητου Νησιού Γκάρντνερ, που σήμερα λέγεται Νησί του Ερημίτη κι είναι ακατοίκητο. Ο γάμος τελέστηκε λαμπρά κι οι δυο πλευρές φαίνονταν εξίσου ευχαριστημένες.

Μόλις δυο χρόνια μετά, το έτος 22, ο βασιλιάς Κάλιερ πέθανε από εβλογιά κι ο Άρχοντας Χάιντεν από δυσεντερία. Η Άλκηστη κι η Γκλεν, μάνα και κόρη, χήρεψαν μέσα έναν μήνα. Η Γκλεν δεν είχε παιδιά με τον σύζυγό της κι έτσι η Άλκηστη ανέλαβε να της βρει τον επόμενο, για να γλιτώσει το μοναστήρι. Η χήρα βασίλισσα όμως είχε έναν εννιάχρονο γιο που ήταν ο διάδοχος κι άπειρους εχθρούς στο παλάτι, που φθονούσαν τον δυναμισμό και την οξυδέρκειά της.

Αν και τριάντα πέντε ετών, η Άλκηστη ακόμα διατηρούσε την ομορφιά της κι έτσι παντρεύτηκε τον Άρχοντα Ίθαν Άνταλον του Γουίντεργουολ του Βορρά, ο οποίος την ερωτεύτηκε σφόδρα κι έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε να εγκαθιδρύσει τη θέση της στον θρόνο ως Βασίλισσα κι όχι Επίτροπος του διαδόχου.

Το έτος 23 ήταν το χείριστο για την εστεμμένη πλέον Κυβερνήτη της Επικράτειας. Στις Αρχαίες Γαίες, την πατρίδα της, επικρατούσε κρίση, διότι ο πατέρας της, ο σεβαστός Κονστίν ο Έβδομος, πέθανε χωρίς αρσενικό διάδοχο κι η Άλκηστη ήταν η μόνη ζωντανή κόρη του. Θέλοντας να επιβληθεί στον θρόνο που δικαιωματικά της ανήκε, χωρίς να αφήσει την Επικράτεια ακέφαλη, η Άλκηστη πάντρεψε τη χήρα κόρη της Γκλεν με τον Όμερ Νωκ, τον Αρχιστράτηγο των Αρχαίων Γαιών, χρίζοντας τον αυτόματα Βασιλιά. Κι ενώ όλα πλέον φαίνονταν να έχουν ηρεμήσει κι η Βασίλισσα Άλκηστη ξεκίνησε να χτίζει νέα έργα στην πρωτεύουσα Ρέισαν, το καλοκαίρι του ίδιου έτους ξέσπασε μια ανταρσία στον λαό, υποκινούμενη από τους αυλικούς που τη μισούσαν και τον Άρχοντα της γειτονικής Γάνδης, τον Πέρσιβαλ τον Άσεμνο, ο οποίος την είχε ερωτευτεί και αρνούνταν να αποδεχτεί ότι είχε διαλέξει για άνδρα της τον Άρχοντα του Βορρά κι όχι εκείνον. Οι επαναστάτες κατάφεραν να μπουν στο παλάτι, αιχμαλωτίζοντας τις τέσσερις κόρες της, την Κρισπίνα, τη Φλαβία, τη Ρουφίνα και την Ελέιν, τις οποίες βίασαν, έγδαραν κι έκαψαν δημοσίως. Κι όλα αυτά η Άλκηστη τα παρακολούθησε από την κρυψώνα της στα κρυφά δώματα του παλατιού, κρατώντας τον γιο της τον Κάλιερ, νιώθοντας την καρδιά της να ξεσκίζεται και να σπάει σε αμέτρητα κομμάτια. Όταν ο στρατός κατόρθωσε να κατευνάσει την ανταρσία, η Βασίλισσα συνέλαβε όλους τους Άρχοντες της Ρέισαν που την είχαν υποκινήσει και τους εκτέλεσε δημοσίως, αποκεφαλίζοντας τους η ίδια.

Από τότε δεν ηρέμησε ποτέ, ούτε έβγαλε από πάνω της τα πένθιμα ρούχα, ούτε ποτέ την είδαν να χαμογελά. Ένα ζωντανό κουφάρι, που ζούσε χωρίς να υπάρχει. Ήταν τριάντα έξι χρονών κι έμοιαζε εξήντα από τον πόνο και την οδύνη που δε θα την άφηναν ποτέ. Έμεινε έγκυος από τον αγαπημένο της Ίθαν του Γουίντεργουολ και το έτος 24 γέννησε ένα αγοράκι, που βάφτισαν Γιουτζήν και το ζευγάρι ήλπιζε ότι αυτός θα γινόταν η αρχή μιας ευτυχισμένης ζωής.

Ωστόσο, υπήρχε ένας Άρχοντας τον οποίο η Άλκηστη είχε αφήσει ζωντανό κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πέρσιβαλ τον Άσεμνο, που δεν είχε πάψει να τη μισεί. Όταν έμαθε ότι γέννησε γιο από τον Άρχοντα Ίθαν, εξαγριώθηκε και πήρε ο ίδιος τον στρατό του, για να πολιορκήσει τη Ρέισαν.

Μόλις έμαθε η Άλκηστη για την προέλασή του, έστειλε με πλοίο τον άνδρα της και τους δυο γιους της στο Γουίντεργουολ, σίγουρη ότι εκεί θα ήταν ασφαλείς, κι έμεινε μόνη της στη Ρέισαν, περιμένοντας τον εχθρό.

Η μόνη απαίτηση των πολιορκητών ήταν να παραδοθεί η Βασίλισσα. Η Άλκηστη παραδόθηκε αμέσως, μη θέλοντας να ταλαιπωρήσει τον λαό της με τα δεινά της πολιορκίας. Μόλις έπεσε στα χέρια του Άρχοντα Πέρσιβαλ, βασανίστηκε για οχτώ μέρες και την ένατη αποκεφαλίστηκε μπροστά στον λαό της.

Μετά τον άδικο θάνατό της, στέφθηκε βασιλιάς ο αδερφός του νεκρού της συζύγου, ο Ρόντιαν ο Πρώτος, που δολοφονήθηκε το έτος 38 από τον Άρχοντα Ίθαν και τον πρίγκιπα Κάλιερ που επαναστάτησαν μαζί. Ο τελευταίος στέφθηκε βασιλιάς σε ηλικία 25 ετών, με Πρωθυπουργό τον ετεροθαλή αδερφό του τον Γιουτζήν και τότε επικράτησε ειρήνη στην Επικράτεια.

Το έτος 29, στις μακρινές Αρχαίες Γαίες, η βασίλισσα πλεον Γκλεν, γέννησε δίδυμα. Μια κόρη που ονόμασε Άλκηστη κι έναν γιο που ονόμασε Ηρακλή. Τα δίδυμα αυτά ταξίδεψαν στη γη των Δράκων και κατάφεραν να δαμάσουν τέσσερις από αυτούς. Το έτος 45, ο Ηρακλής στέφθηκε βασιλιάς των Αρχαίων Γαιών και ξεκίνησε την πιο κραταιή δυναστεία, τη δυναστεία των Δράκων, που κυβερνούν τις Αρχαίες Γαίες μέχρι σήμερα.

"Ρόβεναρ: Η Οικογένεια που ένωσε τα Δώδεκα Βασίλεια"
Θελόνιους Γκρης, Διδασκάλου στο Ιερό της θεάς Ευαδώρα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Στα αλήθεια έκανες αυτή την επιλογή συζύγου;" Απόρησε για τέταρτη φορά ο Άρχοντας Εδουάρδος του Κόντορ. Η Νυμέρια του είχε μόλις ανακοινώσει ποιον σκόπευε να παντρευτεί κι η επιλογή της τον ευχαριστούσε και τον ξάφνιαζε ταυτόχρονα.

"Θείε, η απόφασή μου δεν αλλάζει," αποκρίθηκε ήρεμα η ανιψιά του. "Ο Ντάνιελ Κένταρ είναι ο σύζυγος που επιθυμώ. Σκέψου τα οφέλη από αυτόν τον γάμο. Τον γνωρίζω ήδη, γιατί αυτός κι αδερφή του με συνόδευσαν στη Ρέισαν, κι ακόμη είναι ο μοναχογιός του Άρχοντα Φίλιξ του Δάμπονις, άρα ο γάμος θα εξασφαλίσει άρτιες σχέσεις μεταξύ του Κόντορ και του Δάμπονις. Για να δούμε τώρα αν τα πλοία τους θα σε εμποδίζουν στο εμπόριο που θα είστε συμπέθεροι."

Ο Άρχοντας Εδουάρδος χαίρονταν πολύ με την απόφαση της ανιψιάς του, η οποία μόνο οφέλη είχε να προσφέρει, όμως δεν ήταν σίγουρος αν αποφάσιζε το μυαλό ή η καρδιά της.

"Είσαι σίγουρη ότι διαλέγεις αυτόν;" Τη ρώτησε ξανά. "Θα τον παντρευτείς, θα ζήσεις μαζί του μέχρι το υπόλοιπο της ζωής σου. Αν το κάνεις μόνο και μόνο για τη συμμαχία μας με το Δάμπονις, τότε στο δαίμονα να πάνε όλα! Μονάχα την ευτυχία σου να υπολογίσεις."

"Θείε σε διαβεβαιώ, είμαι σίγουρη ότι ο Ντάνιελ Κένταρ θα με κάνει ευτυχισμένη."

"Ας είναι," της είπε χαμογελαστός. "Θα γράψω αμέσως τώρα στον Άρχοντα Φίλιξ. Είναι βέβαιο ότι θα πάρει στα σοβαρά την πρότασή μας."

Αμέσως, έπιασε χαρτί και μελάνι κι άρχισε να γράφει με το φτερό γαλοπούλας του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Φοίβη ανέβηκε τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσε και ευχαρίστησε σιωπηλά τη Βίνας που με τις φανφάρες και την υπερβολική προετοιμασία είχε συγκεντρώσει όλους τους παλατιανούς στο ισόγειο, ερημώνοντας πλήρως τους άλλους τρεις ορόφους. Ωστόσο, θα στοιχημάτιζε τα πάντα ότι στο δωματιάκι με τα ελάχιστα έπιπλα και το μικροσκοπικό γραφείο θα έβρισκε τον άνθρωπο που αναζητούσε.

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Στον όροφο επικρατούσε σιγή. Έριξε μια προσεκτική ματιά στα ενδότερα του δωματίου κι είδε τον Ρόουαν να συντάσσει μια επιστολή. Διστακτική κι αποφασισμένη συνάμα, έσπρωξε την πόρτα αρκετά για να περάσει μέσα.

"Θα μπορούσες να είχες χτυπήσει," άκουσε τη βαθιά φωνή του, χωρίς να σηκώνεται το πρόσωπό του από το χαρτί. Ένιωσε μια επιθυμία να το αρπάξει, για να έχει όλη του την προσοχή, όμως αναθεώρησε, γιατί μόνο ένας ανόητος θα υποτιμούσε την αξία του γραπτού.

"Δε σε ξαναείδα από την κηδεία του βασιλιά."

"Ήμουν κρυμμένος πίσω από δυο κολώνες. Πώς με είδες;" Απόρησε ο Ρόουαν, σταματώντας λίγο για να ανανεώσει το μελάνι του φτερού κόρακα που χρησιμοποιούσε. Δε σήκωσε τα μάτια του στα δικά της.

"Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάς τον έλεγχό μου στον χώρο που βρίσκομαι," του αποκάλυψε η Φοίβη, με φωνή πειραχτική. "Έχω μάτια κι αυτιά ανοιχτά συνεχώς. Σε παρακολουθούσα σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας κι αναρωτιόμουν αν θα με πλησίαζες."

"Δε συνηθίζω να μιλώ σε κανέναν όταν είμαι έξω από αυτό το δωμάτιο," ομολόγησε ο Ρόουαν. "Φαντάζεσαι πώς θα αντιδρούσαν αν με έβλεπαν να ανταλλάσσω έστω κι ένα βλέμμα μαζί σου;"

"Θα φύγω από την πόλη," του αποκάλυψε απότομα η πριγκίπισσα. "Θέλω να γνωρίσω την οικογένεια που μεγάλωσε τη μητέρα μου στον Βορρά."

Αυτό έμοιασε να τραβά την προσοχή του νέου περισσότερο. Άφησε το φτερό και το χαρτί του και την αντίκρισε στωικά.

"Αν ήρθες για να σου ευχηθώ καλό δρόμο, στο εύχομαι."

"Ήρθα για να σου πω ότι δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω στη Ρέισαν. Όμως, θα ήθελα μέχρι τότε να με βοηθήσεις."

"Τι θες να κάνω;" Ρώτησε ευθέως ο Ρόουαν.

"Ψάξε στα αρχεία του παλατιού, στα χαρτιά του Πρωθυπουργού ή του βασιλιά. Μάθε τι συνέβη στη μητέρα μου και στον πατέρα σου. Αν είναι ένοχοι ή αθώοι και ποιός τους καταδίκασε."

"Γιατί θες να το κάνω αυτό;"

"Γιατί το παρελθόν θα με στοιχειώνει για πάντα και θα μου αμαυρώνει την εικόνα σαν υποψήφια βασίλισσα. Αλλά κι επειδή θέλω να ξέρω αν η μητέρα μου ήταν στα αλήθεια άπιστη και αμαρτωλή. Έχω κάθε δικαίωμα να ξέρω."

"Τόσα χρόνια δεν το είχα κάνει γιατί φοβόμουν την περίπτωση του να ήταν όλα αλήθεια. Θα την αντέξεις;"

"Αν αυτή είναι η αλήθεια, τότε θα τη δεχτώ," απάντησε με σιγουριά η Φοίβη.

"Θα κάνω ό,τι μπορώ για να αποκαλύψω την πραγματικότητα, στο ορκίζομαι," δεσμεύτηκε ο Ρόουαν, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του.

Μετά από αυτό βασίλεψε μια βαριά και περίεργη σιωπή. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, δεν ακουγόταν τίποτα παρά οι ανάσες τους. Η Φοίβη αισθανόταν άβολα κι όμως είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω στα δικά του, αναζητώντας κάποιο ίχνος ψεύδους, χωρίς να βρίσκει. Από την άβολη σιωπή τους έβγαλε ο Ρόουαν.

"Αν περάσεις από το Ιωδέως και μείνεις εκεί έστω και για δυο ώρες, να συναντηθείς με τον παππού μου, τον Άρχοντα Έβινρουτ. Είναι πάρα πολύ σοφός και ειλικρινής άνθρωπος και ξέρει τους πάντες στον Βορρά. Θα σου λύσει κάθε απορία για την οικογένεια των Άνταλον."

"Εσύ τους έχεις γνωρίσει ποτέ;" Τον ρώτησε αυθόρμητα η Φοίβη.

"Η τελευταία φορά που τους είδα ήταν πριν τον θάνατο των γονιών μας," απάντησε ο Ρόουαν, χωρίς καθόλου σκέψη. "Είναι καθαροί άνθρωποι, όπως όλοι στον Βορρά. Δε φοβούνται να πουν αυτό που σκέφτονται, δεν κρύβονται πίσω από το ψέμα. Ο Άρχοντας Ριχάρδος Άνταλον μπορεί να σου φανεί αυστηρός, όμως θέλει να δώσει το παράδειγμα στους γιους του, που τους λατρεύει όλους. Χήρεψε λίγες μέρες μετά το θάνατο της μητέρας σου και δεν ξαναπαντρεύτηκε, επειδή πίστευε ότι μια δεύτερη σύζυγος θα αλλοίωνε την ανάμνησή τους για την πρώτη κι ήθελε μόνο εκείνη να θυμούνται."

"Σε ευχαριστώ," του είπε με ένα μειδίαμα η Φοίβη, ενώ προχώρησε προς την πόρτα.

"Για ποιό πράγμα;" Απόρησε ο Ρόουαν και σηκώθηκε από το γραφείο του για να την ακολουθήσει.

"Για όλα όσα έχεις κάνει για μένα, για τις πληροφορίες και για όσα θα κάνεις," αποκρίθηκε, καθώς τον έβλεπε να την πλησιάζει.

"Θα σου γράψω σύντομα," της υποσχέθηκε και στάθηκε απέναντί της, σε ελάχιστα εκατοστά απόσταση.

"Θα σου γράψω πρώτη εγώ," δεσμεύτηκε εκείνη. "Ας ξέρεις πού βρίσκομαι προτού στείλεις τον αετό."

"Όπως θέλεις," υποχώρησε εκείνος, νιώθοντας την ατμόσφαιρα να βαραίνει ξανά, με διαφορετικό τρόπο όμως.

Η Φοίβη παρατήρησε την αλλαγή και άθελα της αισθάνθηκε τα μάγουλά της να ανεβάζουν θερμοκρασία.

"Οι καιροί αλλάζουν," του εκμυστηρεύτηκε σχεδόν ψιθυριστά. "Τώρα σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ. Θέλω να είσαι τα μάτια και τα αυτιά μου στο παλάτι."

"Όπως προστάζεις, βασίλισσά μου."

Η απόσταση μεταξύ τους ελαττώθηκε επικίνδυνα. Η καρδιά της χτυπούσε μανιασμένα και στο στομάχι της ένιωσε ένα περίεργο τρέμουλο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ.

"Εις το επανειδείν," ευχήθηκε ξεψυχισμένα, βγαίνοντας από το δωμάτιο όπως ακριβώς είχε μπει.

Καθώς προχωρούσε προς τις σκάλες τον άκουσε να της εύχεται Καλό Ταξίδι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ξεκίνησαν για το Βορρά αμέσως μετά την άφιξή της στην πύλη, όπου την περίμεναν οι Σερ Άντριου και Έκτωρ, με την άμαξα να είναι έτοιμη και τις αποσκευές τους στοιβαγμένες.

Όταν βγήκαν από το βασίλειο του Ζεφύρ, ακολούθησαν την Οδό του Έγκις, τον κύριο δρόμο που φτιάχτηκε επί βασιλέως Έγκις, και στα αριστερά τους αντίκρισαν ένα κάστρο που έμοιαζε αρχαίο. Τουλάχιστον τριακοσίων ετών, φτιαγμένο με παλιές αρχιτεκτονικές και πέτρες που μαύριζαν, ενώ ιπποτικά λάβαρα κυμάτιζαν στις επάλξεις του.

"Αυτό είναι το Νορθάμπελαντ, Φοίβη," την πληροφόρησε ο Σερ Άντριου. " Πατρίδα μου."

"Μοιάζει πολύ παλιό, ωστόσο είναι πανέμορφο," σχολίασε με θαυμασμό η πριγκίπισσα.

"Μπορώ να σου ζητήσω κάτι;" Τη ρώτησε με δισταγμό.

"Σε ακούω."

"Η αδελφή μου δεν είναι καθόλου καλά στην υγεία της. Σήμερα το πρωί με ειδοποίησαν ότι υποτροπίασε. Θα ήθελα να πάω κοντά της. Όταν σταθεροποιηθεί η κατάσταση, θα έρθω κι εγώ στον Βορρά. Αν όμως θέλεις να έρθω μαζί σου, τότε δεν πρόκειται να-"

"Καταλαβαίνω, Σερ Άντριου," τον διέκοψε η Φοίβη. "Πήγαινε στο σπίτι σου, αφού σε χρειάζονται εκεί. Πιστεύω ότι με τον Σερ Έκτωρ θα παραμείνω ασφαλής."

"Σε ευχαριστώ πολύ," της είπε και τους αποχαιρέτησε, φιλώντας ευλαβικά το χέρι της.

"Εις το επανειδείν," τον αποχαιρέτησε η Φοίβη, ενώ ο Έκτωρ πίσω της ένευσε το κεφάλι του.

Έτσι, συνέχισαν μόνοι τους και προχώρησαν με τα άλογα και την άμαξα ως την οροσειρά Λόνγκαρκ, το φυσικό σύνορο μεταξύ Ανατολής και Δύσης της Επικράτειας. Η Φοίβη προτίμησε να ακολουθήσουν τον δρόμο της Ανατολής, ώστε να μην τους διακόψει το ταξίδι η βροχή, που σίγουρα θα έπιανε στη Δύση.

Τότε, ο Έκτωρ πρότεινε να ξαποστάσουν και να ξεκουραστούν. Ο ήλιος είχε δύσει για τα καλά και σε λίγο θα γινόταν επικίνδυνη η κυκλοφορία, μια που ξεμύτιζαν οι ληστές των περαστικών.

Άναψαν φωτιά, έφαγαν πρόχειρα κι η Φοίβη του ζήτησε να κοιμηθεί. Θα τον ξυπνούσε, όταν θα μεσουρανούσε το φεγγάρι. Ο Έκτωρ δέχτηκε με μισή καρδιά. Κι έτσι η πριγκίπισσα έμεινε μόνη με τα βιβλία της και το κίτρινο φως της φωτιάς.

Καθώς μελετούσε τα κατορθώματα του ηρωικού βασιλιά Κάλιερ του Δεύτερου, του γιου της βασίλισσας Άλκηστη, άκουσε έναν ασυνήθιστο ήχο. Είχε άπνοια κι όμως άκουσε τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν. Ίσως ήταν όλα στο μυαλό της, ωστόσο σηκώθηκε όρθια και αποφάσισε να δει με τα μάτια της τι προκαλούσε την κίνηση των φύλλων. Πριν όμως φτάσει στα δέντρα, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της κι ευχήθηκε να ήταν ο Έκτωρ.

"Εμένα ψάχνεις," άκουσε μια γυναικεία φωνή πίσω της και της πάγωσε το αίμα. Γύρισε τρεμάμενη κι αντίκρισε μια γυναίκα με δέρμα λευκό σαν σεντόνι και μαλλιά ολόμαυρα. Δεν έμοιαζε να είχε ηλικία. Θα μπορούσε να ήταν δεκαπέντε ή και σαράντα πέντε χρονών. Τα σκοτεινά μάτια της έκρυβαν κάτι το απόκοσμο, το αρχαίο κι αυτό την έκανε να ανατριχιάσει.

"Ποιά είσαι;" Ψέλλισε, ενώ προσπαθούσε να φανεί γενναία. Δεν είχε ιδέα τι μπορούσε να πάθει.

"Δε χρειάζεται να μάθεις ποτέ το όνομά μου. Είμαι απλώς η Γυναίκα," της απάντησε η ξένη με μια φωνή άδεια και βαθιά. "Ήρθα για να σε ετοιμάσω για όσα θα έρθουν."

"Τι θέλεις από εμένα; Δε σε ξέρω και ποτέ κανένας δε μου μίλησε για σένα."

"Δε θέλω τίποτα. Θα σου δώσω μόνο αυτό που μου εμπιστεύτηκε η μητέρα σου λίγες μέρες πριν πεθάνει."

Αυτό όξυνε την περιέργεια της Φοίβης, που ήθελε όσο τίποτα να μάθει όσα περισσότερο μπορούσε για τη νεκρή της μητέρα, όμως διατηρούσε τις καχυποψίες της.

"Και πού ξέρεις εσύ ποιά ήταν η μητέρα μου;"

"Όλοι την ήξεραν την Ανδρομέδα των Αρχαίων Γαιών, ή τη Έμπερ Άνταλον όπως τη φώναζαν σε αυτά τα μέρη," αποκρίθηκε με σιγουριά η άγνωστη. "Είχε κι αυτή μαύρο αίμα σαν το δικό σου."

Η Φοίβη μετά βίας έκρυψε την έκπληξή της κι αναρωτιόταν πώς αυτή ήξερε για το μαύρο αίμα. Ίσως τα κουτσομπολιά του πλυσταριού είχαν ξεφύγει από το παλάτι.

"Το αίμα μου δεν είναι μαύρο-"

"Μην προσπαθείς να με κοροϊδέψεις. Το ξέρω ότι είναι," τη διέκοψε με αγένεια η Γυναίκα. "Είσαι γνήσιο παιδί του Δράκου. Αυτός που έχει μάτια το βλέπει."

"Τι είναι αυτά που λες;" Απόρησε η Φοίβη, καθώς αμέτρητα ερωτηματικά γεννιούνταν μέσα της. "Πώς είμαι παιδί του Δράκου; Ο πατέρας μου-"

"Μόλις πάρεις αυτό που είχε κάποτε η μητέρα σου, θα τα καταλάβεις όλα," τη διαβεβαίωσε η ξένη. "Όμως, πριν σου παραδώσω τη Δύναμη, θα πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα, ώστε να μη χάσεις τα λογικά σου."

"Σε ακούω."

"Στον Βορρά που θα πας, θα κληθείς να λάβεις τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής σου. Επέλεξε με το μυαλό κι όχι με την καρδιά. Τρεις φορές θα παντρευτείς και χίλιες θα πονέσεις. Την πρώτη φορά θα είναι από το μυαλό, τη δεύτερη από ανάγκη και την τρίτη από φιλοδοξία. Τους Δράκους σου θα τους δεις βασιλείς του κόσμου, μα όλοι τους θα πεθάνουν πριν από σένα. Αυτά όμως θα αργήσουν να συμβούν. Προς το παρόν να θυμασαι·

Έξι είναι τα κλαριά
Έξι είναι και τα στάχυα
Μονάχα ένα αν κοπεί
Όλα μαζί στα βράχια.

Κανένα τους δε θα σωθεί
Όσο και αν το θέλει
Πάνω στον χρόνο που συμβεί
Ο θάνατος του μέλλει. "

Μόλις η Φοίβη άκουσε τη Γυναίκα να απαγγέλει το τραγούδι που τριβέλιζε το μυαλό της και των αδελφών της για τόσο καιρό, κόντεψε να ουρλιάξει από τον τρόμο.

"Πώς στον Δαίμονα το ξέρεις αυτό;"

"Βλέπω το γνωρίζεις ήδη," παρατήρησε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης η άγνωστη.

"Εμφανίστηκε στο μυαλό μου την ημέρα του θανάτου του πατέρα μου. Κι όχι μόνο σε εμένα, αλλά και στις αδελφές μου."

"Τις ετεροθαλείς," τη διόρθωσε ειρωνικά η Γυναίκα. "Δε γνωρίζω από ποιόν προέρχεται, αλλά ξέρω τι σημαίνει."

"Τι σημάνει;"

"Έξι κλαδιά γέννησαν έξι στάχυα, όπως έξι διαφορετικές μάνες γέννησαν από τον ίδιο άνδρα έξι κόρες. Μονάχα ένα στάχυ αν κοπεί, μια κόρη αν πεθάνει, όλα μαζί στα βράχια, όλες οι άλλες κόρες θα την ακολουθήσουν στον θάνατο. Καμία δε θα ξεφύγει της μοίρας της. Μέσα σε έναν χρόνο από τον θάνατο μιας αδελφής, όλες οι υπόλοιπες θα πεθάνετε."

Η πριγκίπισσα έμεινε να την κοιτά εμβρόντητη.

"Γιατί θα συμβεί αυτό; Γιατί οι ζωές μας συνδέονται;"

"Γιατί έτσι όρισε η μητέρα σου λίγο πριν πεθάνει," απάντησε η ξένη ξερά. "Γνώριζε ότι μετά τον θάνατο του βασιλιά πατέρα σου θα επικρατούσε πόλεμος και σφαγή και φοβόταν ότι δε θα ήσουν έτοιμη κι ότι θα χανόσουν άδικα. Για αυτό, χρησιμοποίησε τη μαγεία που είχε απομείνει μέσα της μετά τα βασανιστήρια, φρόντισε να δεθούν οι μοίρες σας κι έτσι κατάφερε να σε προστατεύσει."

"Γιατί το έκανε αυτό;"

"Γιατί έχεις έναν πολύ μεγαλύτερο σκοπό να επιτελέσεις, ένα πεπρωμένο πέρα από τα Βασίλεια. Θα ήταν άδικο να σκοτωθείς."

"Για ποιά μαγεία μίλησες πριν; Τι ήταν η μητέρα μου;"

"Δε μπορώ να σου πω άλλα," την ξέκοψε η ξένη. "Όλα τα υπόλοιπα θα τα μάθεις όταν έρθει η σωστή στιγμή. Μέχρι τότε, θα σου μεταβιβάσω τη Δύναμη που σου κληροδοτεί η μητέρα σου."

Πριν αντιδράσει η Φοίβη, η Γυναίκα γράπωσε τους καρπούς της δυνατά και την έσφιξε.

"Σου εύχομαι καλή τύχη και μακάρι να φανείς αντάξια της μοίρας σου."

Αμέσως, έκλεισε τα μάτια της κι όταν τα ξανάνοιξε έλαμπαν με μια αλλόκοτη γαλάζια λάμψη κι ένα εκτυφλωτικό φως. Από το στόμα της ξεπήδησε μια φλόγα που όρμησε πάνω στη Φοίβη και την έκανε να λιποθυμήσει.

Όταν ξύπνησε, βρήκε τον Σερ Έκτωρ να γυαλίζει το μαχαίρι του, έναν μαύρο μανδύα που δε θυμόταν ότι είχε πάρει μαζί της και τη φωνή της Γυναίκας στο μυαλό της.

Πέντε άνθρωποι έχουν γεννηθεί για να σε βοηθήσουν στην τέλεση του σκοπού σου. Όταν συναντήσεις τον Έυρικ, μην τον αφήσεις να προσπεράσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Αντέλ μπήκε στο γραφείο του Άρχοντα Βέρνον όσο πιο αθόρυβα και διακριτικά μπορούσε, μια που τον βρήκε ιδιαίτερα προβληματισμένο πάνω από μια επιστολή.

"Με ζήτησες, θείε;"

"Ναι, Αντέλ. Κάθισε, κορίτσι μου."

Η Πριγκίπισσα υπάκουσε σιωπηλά και περίμενε να μιλήσει εκείνος.

"Έλαβα δυο γράμματα που σε αφορούν και με μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Το ένα από τη μητέρα μου και γιαγιά σου."

"Τι στον Δαίμονα θέλει αυτή από εμένα;" Γρύλισε η Αντέλ, που ήλπιζε ότι θα απαλλάσσονταν από τη γριά εφόσον δεν εμένε μαζί της.

"Ρωτά γιατί δεν επέστρεψες στον Πύργο της και σε καλεί εκεί το συντομότερο δυνατό."

"Θα της γράψω πως δε θα γυρίσω. Έχω αποφασίσει να μείνω εδώ, ώσπου να παντρευτώ και να μείνω με τον άνδρα μου ή ακόμα και να γίνω βασίλισσα," αποκρίθηκε αποφασισμένη η Αντέλ.

"Αντέλ, δεν είναι σωστό να παρακούν τη γιαγιά σου. Σε έχει στηρίξει και σε έχει κοντά της από τότε που ήσουν μωρό," θέλησε να τη μεταπείσει ο θείος της.

"Θείε, η Αζέλια δε με αγαπάει," του δήλωσε η νεαρή. "Με εκμεταλλεύεται για να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες της. Πρώτος από όλους εσύ έπρεπε να το καταλάβαινες αυτό. Έχει δείξει ποτέ να νοιάζεται για τις κόρες σου και ξαδέλφες μου; Ποτέ· επειδή δεν της χρησιμεύουν σε τίποτα παρά ως νύφες για ρήτρες συμφωνιών. Δεν μπορεί να νιώσει τίποτα, όλα έχουν πετρώσει μέσα της. Για αυτό, θέλω να μείνω εδώ μαζί σας. Εσείς με αγαπάτε αληθινά κι οι ξαδέλφες μου είναι η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να ζητήσω ποτέ."

Ο Άρχοντας Βέρνον αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια του ψηλά.

"Ας είναι. Όπως επιθυμείς," της είπε υποχωρητικά. "Μην πας πίσω στον Πύργο. Πρέπει, όμως, όσο είσαι εδώ να κάνεις κάτι εποικοδομητικό για σένα. Δε γίνεται όλη μέρα να περιφέρεσαι στο παλάτι άπραγη. Υπάρχει μήπως κάποια τέχνη που θα ήθελες να μάθεις;"

Η Αντέλ άθελά της χαμογέλασε. Πράγματι υπήρχε μια τέχνη που ήθελε να εμφυσήσει από πολύ μικρή, όμως η γριά δε θα της το επέτρεπε ποτέ. Δε θα έβλαπτε όμως να το ζητήσει τώρα από τον θείο της.

"Την τέχνη του πολέμου, θείε," του απάντησε με απόλυτη σιγουριά.

Ο Άρχοντας Βέρνον την κοίταξε με μια ανάμειξη απορίας κι έκπληξης, υποδεικνύοντας ότι δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Ωστόσο, ανέκτησε την ψυχραιμία του γρήγορα και της έκανε μια απόλυτα ήρεμη ερώτηση.

"Αυτή είναι η απαίτησή σου;"

Η Αντέλ ένευσε καταφατικά. Για λίγο ο Άρχοντας του Ποσπέριους έμεινε να σκέφτεται και δε θέλησε να τον διακόψει. Λογάριαζε τη λογική της επιλογής της, το κόστος, το οφέλη της, μα και την αντίδραση της μητέρας του, που δε θα εμένε ευχαριστημένη. Τελικά, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και της ανακοίνωσε την απόφασή του.

"Από αύριο κιόλας θα αρχίσω να ψάχνω τον κατάλληλο δάσκαλο για να σου μάθει όσα πρέπει για τον πόλεμο."

Η Αντέλ ήθελε να χοροπηδήσει από χαρά. Έτρεξε ζωηρά προς τον Βέρνον για να τον πάρει αγκαλιά. Εκείνος όμως τη σταμάτησε με μισή καρδιά.

"Θα το κάνω υπό έναν όρο," της είπε με αυστηρότητα. "Μέσα στους επόμενους δύο μήνες θέλω να αρραβωνιαστείς, για να πάψει επιτέλους η γιαγιά σου να σε προξενεύει και να ξοδεύει τα χρήματά μας σε τραπέζια που δε μας ωφελούν."

Η λέξη αρραβωνιαστείς ξύπνησε στην Αντέλ αυθόρμητα τις αναμνήσεις της από τη Ρέισαν και τον Έινταν του Πέντοκρατ. Είχε προσπαθήσει να μην τον σκέφτεται συνέχεια, όμως πλέον φάνταζε αδύνατον.

"Στο υπόσχομαι θείε ότι θα επιλέξω τον σύζυγό μου το συντομότερο."

"Εξαίρετα," είπε χαμογελαστά ο Άρχοντας Βέρνον και την αγκάλιασε προτού το κάνει εκείνη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Νυμέρια έσφιξε τη λαβή της στο σπαθί και επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά δεν το περίμενε. Την ξάφνιασε κι αυτό ήταν αρκετό για μια επιπόλαιη απόφαση. Έστριψε το ξίφος στα αριστερά κι η Νυμέρια ήξερε ότι ήταν η πιο αδύναμή της κίνηση. Με ένα απλό σπρώξιμο της σώριασε κάτω και ακούμπησε το στήθος της απαλά με την άκρη του ξίφους, ως ένδειξη νίκης. Ύστερα, τη βοήθησε να σηκωθεί και πέταξαν ταυτόχρονα τα σπαθιά τους.

"Είσαι πιο απρόσεχτη από ό,τι συνηθίζεις," παρατήρησε η Πριγκίπισσα του Κόντορ. "Μήπως δεν έκανες προπόνηση όταν ήμασταν στο παλάτι;"

"Απλώς είμαι κουρασμένη," παραδέχτηκε η Ιζόλδη, η ξαδέλφη της. "Είναι η εβδομάδα του αίματος μου και έχω εξαντληθεί."

"Τότε, ας μη συνεχίσουμε," πρότεινε η Νυμέρια κι η ξαδέλφη της συμφώνησε.

"Έμαθα ότι διάλεξες άνδρα," της είπε περήφανα. "Μακάρι να σε αξίζει."

"Πιστεύω ότι έκανα τη σωστή επιλογή," της εκμυστηρεύτηκε η Νυμέρια, ενώ άφηνε τα μαλλιά της ελεύθερα από τον πρόχειρο κότσο που είχε πιάσει. "Αν με δεχτεί κι αυτός, το Κόντορ θα συμμαχήσει με έναν από τους πιο ψυχρούς του γείτονες."

"Κάτι μου λέει όμως ότι δεν το έκανες μόνο για αυτό. Μη νομίζεις πως είμαι τυφλή κι ότι δεν έχω δει πόσο όμορφος και αξιοζήλευτος γαμπρός είναι. Και να ξέρεις ότι δε θα γίνει εύκολα ο γάμος. Είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος σου κι έχει αρνηθεί ήδη πέντε γαμήλιες προτάσεις."

"Καμία πρόκληση δε με έκανε να την εγκαταλείψω στον παρελθόν," ήταν η μόνη απόκριση της Νυμέρια.

"Και μιας και λέμε για γαμπρούς, ο πατέρας άρχισε ξανά το ψάξιμο νύφης για τον Ρετ," πρόσθεσε με ένα πονηρό χαμόγελο η Ιζόλδη.

"Καλή τύχη με αυτό," σχολίασε διασκεδάζοντας η Νυμέρια.

"Ο Ρετ είναι υπερβολικά ρομαντικός. Επιμένει να παντρευτεί από έρωτα. Και μέχρι να ερωτευτεί, θα περάσει τα τριάντα, θα του δώσουμε καμία απελπισμένη δεκάχρονη φτωχή κι όλοι θα μας κοροϊδεύουν, μαζί κι οι συμπέθεροι στο Δάμπονις," συμπλήρωσε η Ιζόλδη, χτυπώντας την παιχνιδιάρικα με τον αγκώνα της.

Οι δυο ξαδέλφες γέλασαν με την καρδιά τους, ενώ προχωρούσαν εύθυμα προς τον Γαλάζιο Πύργο. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και μόνο αν βιάζονταν θα προλάβαιναν το δείπνο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Από την ημέρα της φυγής τους πέρασαν τρεις εβδομάδες. Είκοσι μία μέρες μετά την ταραχώδη συνάντηση με τη Γυναίκα, που έγινε σκόνη μετά την λιποθυμία της, διότι μόνο έτσι εξηγούνταν το βουνό άμμου που βρήκε δίπλα της όταν ξύπνησε, μαζί με τον μαύρο μανδύα. Τίποτα δεν έμοιαζε να είχε αλλάξει ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει η Φοίβη.

Αν έδινε βάση σε όλα όσα της είπε η Γυναίκα, της είχε διοχετεύσει μια Δύναμη μοναδική και αξεπέραστη, που μόνο η μητέρα της διέθετε και τώρα ήταν δική της. Κι ακόμη το πεπρωμένο της επιφύλασσε στιγμές μεγαλειώδεις. Αναρωτιόταν ποιό θα ήταν το τίμημα αυτού του μεγαλείου, αν αλήθευαν τα λόγια της.

Αυτό όμως που δεν είχε πάψει να τριβελίζει το μυαλό τις αυτές τις είκοσι μια μέρες ήταν η τελευταία της φράση.

Πέντε άνθρωποι έχουν γεννηθεί για να σε βοηθήσουν στην τέλεση του σκοπού σου. Όταν συναντήσεις τον Έυρικ, μην τον αφήσεις να προσπεράσει.

Ποιός ήταν ο Έυρικ; Πότε θα τον συναντούσε, αν τον συναντούσε; Και πώς δεν θα τον άφηνε να προσπεράσει; Αμέτρητα ερωτήματα μέσα στο μυαλό της και ήταν σίγουρη ότι θα αργούσαν να απαντηθούν κι ίσως να έμεναν για πάντα αναπάντητα. Πιθανόν να ήταν όπλα ψέματα ή φαντασιώσεις μιας αλλοπαρμένης γυναίκας. Όμως είχε δει τη φλόγα να βγαίνει από εκείνη και να μπαίνει μέσα της, είχε νιώσει μια έκρηξη στην καρδιά και στο μυαλό της πριν λιποθυμήσει κι αυτό την έκανε να ελπίζει ότι υπήρχε μια μικρή αλήθεια μέσα σε όλες αυτές τος ασυναρτησίες.

Περνούσαν από το τελευταίο χωριό του βασιλείου του Δάμπονις. Την επόμενη ημέρα σίγουρα θα έμπαιναν στο Ιωδέως κι επιτέλους στον Βορρά.

"Το σκοτάδι εμποδίζει τα άλογα κι η ομίχλη θα μας δυσκολέψει," άκουσε τον Σερ Έκτωρ στα δεξιά της. "Ας μείνουμε κάπου για τη νύχτα και το πρωί συνεχίζουμε."

"Βρες ένα ξέφωτο," τον διέταξε εκείνη. Περνούσαν από το Δάσος Λίφμπριτ, που ήταν κατάφυτο με οξιές, ιτιές και βελανιδιές. Επέλεξαν αυτό παρόλη την αγριότητά του, διότι ο δρόμος των εμπόρων ήταν επικίνδυνος και σίγουρα θα έπεφταν θύματα ληστειών.

Μετά από λίγη ώρα, βρήκαν το ποθητό ξέφωτο και έστησαν πρόχειρα δυο σκηνές, όπως είχαν μάθει αυτές τις τρεις εβδομάδες. Ο Σερ Έκτωρ θεώρησε επικίνδυνη και παράτολμη τη διαμονή τους σε πανδοχείο κι έτσι τα είχαν αποφύγει εσκεμμένα.

Ενώ έψηναν μερικούς ξηρούς καρπούς στην πρόχειρη φωτιά τους, η Φοίβη αντίκρισε δυο μάτια να τους παρακολουθούν κρυμμένα μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Ήταν κίτρινα, ούτε κεχριμπαρένια, ούτε καστανά· κατακίτρινα σαν τους κρίνους που φύτρωναν στο Νησί του Ερημίτη.

Η Φοίβη έδιωξε βίαια τις νοσταλγικές σκέψεις από το μυαλό της και συγκεντρώθηκε στα μάτια. Με μεγάλη της έκπληξη αντίκρισε άλλο ένα ζευγάρι. Σκούντησε διακριτικά τον Έκτωρ.

"Μας παρακολουθούν. Κοίτα μπροστά μου," του ψιθύρισε στο αυτί.

Ο ιππότης έπιασε το σπαθί του κι ετοιμάστηκε για πιθανή επίθεση. Η Φοίβη πήρε δυο ξύλα από τη φωτιά με καρβουνιασμένες άκρες. Κι αυτό ήταν το λάθος της, γιατί ο αέρας είχε κοπάσει και μαζί του έσβησε κι η φωτιά.

Μέσα στο έρεβος και το απειροελάχιστο φως του φεγγαριού, διέκριναν κι άλλα κίτρινα μάτια. Η επόμενη τους εικόνα ήταν μια αγέλη λύκων, τουλάχιστον δώδεκα αρσενικοί, να ορμούν καταπάνω τους.

Ο Σερ Έκτωρ ξεθηκάρωσε το σπαθί του.

"Άναψε ξανά τη φωτιά," είπε στη Φοίβη. "Τους τρομάζει και θα μπορέσουμε να τους διώξουμε."

Η πριγκίπισσα έσπευσε να υπακούσει και άρχισε να τρίβει μανιασμένα ξύλα και να χτυπά πέτρες, αναζητώντας τη μοναδική σπίθα που θα τους έσωζε.

Στο μεταξύ, ο Σερ Έκτωρ προσπαθούσε να παλέψει με τους λύκους και να τους αναχαιτίσει. Κατάφερε να πληγώσει μερικούς, όμως έρχονταν περισσότεροι. Κάποια στιγμή η Φοίβη άκουσε τον ήχο της σάρκας να σκίζεται και δεν ήθελε να γυρίσει, φοβούμενη ότι ο Σερ Έκτωρ ήταν ήδη νεκρός. Κι αυτή η σπίθα ακόμα δεν είχε εμφανιστεί.

Ένιωσε δόντια να αρπάζουν τον μανδύα της και να τη σέρνουν στο χώμα. Προσπάθησε να ξεφύγει, λύνοντας τον μανδύα της, όμως ο λύκος της όρμησε από μπροστά και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το τέρας.

Τότε, ήχησε μια κραυγή, μια εντελώς απάνθρωπη κι ανθρώπινη συνάμα φωνή που φάνηκε να παγώνει ακόμα και το αίμα των λύκων. Μια τεράστια μάζα πετάχτηκε από τον κορμό μιας βελανιδιάς και ξεπάστρεψε με μια μόνο κίνηση δυο λύκους. Η σκιά συνέχισε και χτύπησε άλλους τρεις. Αυτό ήταν αρκετό για τη Φοίβη, που με αναζωογονημένη ελπίδα και θάρρος, σήκωσε το καμένο ξύλο που κρατούσε και χτύπησε δυνατά το κεφάλι του λύκου που της είχε επιτεθεί. Κατάφερε να τον ζαλίσει και να τον πετάξει μακριά. Χωρίς να χάνει χρόνο, επέστρεψε στη σβησμένη φωτιά και πάλευε να την επαναφέρει.

Την ίδια στιγμή που η σκιά εξόντωσε έναν γιγαντιαίο μαύρο λύκο, η Φοίβη εμφάνισε μια σπίθα φωτιάς και αμέσως έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της με τα δόντια και τη φούντωσε, ανάβοντας τα ξύλα που είχαν μείνει. Στη θέα της φλόγας, οι λύκοι τρομοκρατήθηκαν κι υποχώρησαν πίσω στο έρεβος του δάσους, αφήνοντας πίσω ρυάκια αίματος και πτώματα.

Η Φοίβη ένιωσε την αδρεναλίνη να την αφήνει και τα γόνατά της να κόβονται. Ωστόσο, δεν ενέδωσε στην εξάντληση και άρχισε να ψάχνει για τον Σερ Έκτωρ. Μετά από αρκετή αναζήτηση ανάμεσα στους σκοτωμένους λύκους δεν τον βρήκε κι ένιωσε να πανικοβάλλεται.

"Αν ψάχνεις τον φίλο σου, είναι εδώ," άκουσε μια φωνή από πίσω της.

Γύρισε κι αντίκρισε τη σκιά που τους είχε σώσει. Όμως, αυτή τη φορά είχε βγάλει τον μαύρο του μανδύα, αποκαλύπτοντας έναν πανύψηλο άνδρα, με δέρμα ηλιοκαμένο και όψη άγρια, που όμως έμοιαζε να έκρυβε κάτι το ευγενές, κάτι το αρχοντικό.

Η Φοίβη κοίταξε στα πόδια του γίγαντα κι είδε τον Σερ Έκτωρ κουλουριασμένο και σε άθλια κατάσταση, ζωντανό όμως, αφού παρατήρησε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει. Έτρεξε κοντά του και εξέτασε τις πληγές του.

"Θα γίνει καλά," της είπε ο σωτήρας τους. "Ίσως του αφήσουν σημάδι, αλλά αυτά αρέσουν σε εσάς τις γυναικες, έτσι δεν είναι;"

Η Φοίβη του έριξε μια παραξενεμένη ματιά, τελικά όμως ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.

"Θα σε βοηθήσω με αυτόν," πρόσθεσε ο ξένος κι αμέσως σήκωσε στα χέρια του τον Σερ Έκτωρ και τον κουβάλησε ως τη σκηνή του, όπου μαζί με τη Φοίβη ξεκίνησαν να καθαρίζουν και να δένουν τις πληγές του με κομμάτια ύφασμα από το φόρεμά της.

"Πρέπει να θάψουμε τα πτώματα έξω," σύστησε ο γίγαντας. "Η μπόχα και τα όρνια δε θα σας αφήσουν σε ησυχία-"

"Ας τα κάψουμε," πρότεινε η πριγκίπισσα. "Το σόι τους θα δει τη φωτιά και θα φοβηθεί περισσότερο."

Έτσι κι έγινε. Μόλις τελείωσαν τη φροντίδα του Σερ Έκτωρ, που είχε από ώρα χάσει τις αισθήσεις του, έκαψαν τα νεκρά ζώα κι έμειναν να χαζεύουν και να ζεσταίνονται μπροστά στην πυρά.

"Σε ευχαριστώ πολύ," του είπε ειλικρινά η Φοίβη. "Έσωσες τη ζωή μου και του φίλου μου. Θα στο χρωστάω."

"Δε μου χρωστάς τίποτα," απάντησε ο ξένος. "Άκουσα τα γρυλίσματα των λύκων και κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε. Αυτοί οι μπάσταρδοι είναι οι πιο μισητοί μου, τους σιχαίνομαι πιο πολύ κι από τους καταραμένους βατράχους."

Η πριγκίπισσα απολάμβανε την ευθύτητά του. Ήταν ο δεύτερος άνθρωπος μετά τον Ρόουαν που συναντούσε και της φερόταν απλά κι όχι σαν Αρχόντισσα και σίγουρα ο πρώτος που έβριζε μπροστά της.

"Μπορώ να μάθω το όνομά σου;" Τον ρώτησε.

"Οι γυναίκες προηγούνται."

Η Φοίβη μείδισε με το εκφραστικό του λάθος.

"Ονομάζομαι Φοίβη. Σειρά σου."

"Έυρικ."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λοιπόν, λοιπόν...

Σήμερα οι Έξι Αδελφές γίνονταν δυο χρονών και το γιορτάζουμε με αυτό το αποκαλυπτικό κεφάλαιο, ενώ μέχρι το τέλος της εβδομάδας ευελπιστώ να έχουμε και το Q&A.

Έχετε ωστόσο χρόνο να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη.

Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε:

·Αν ο Έυρικ θα προσπεράσει ή όχι.

·Τη μοίρα της κόμησσας Μερσιάνα, του Σερ Άλφεν Κέλπαρ, του Αρχηγού της Βασιλικής Φρουράς και του Σερ Άντριου του Νορθάμπελαντ.

·Τα σχέδια της μάνας της Ροζλύν για την κόρη της.

·Την απάντηση των Κένταρ για τον γάμο της Νυμέρια.

·Την παραμονή της Υβέτ στο σπίτι του Άρχοντα Πλαττ.

·Μια άφιξη σημαντική. Κάποια ιδέα;

Αυτά και πολλά άλλα θα δείτε στο επόμενο κεφαλαιο

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top