Bonus Κεφάλαιο ~Η γέννηση ενός Θεού~
Γραμμένο για τον διαγωνισμό των WaveDreamers
Αφορά τα Δώδεκα Βασίλεια, στην αρχή της Δυναστείας των Γουάιατ, περί το 160 με 170.
Καλή Ανάγνωση!
Συνέβη τότε· εκατόν εβδομήντα ένα έτη μετά την απόβαση του Βασιλέως Ντάμον του Πρώτου στα Δώδεκα Βασίλεια, δεκατρείς ηγεμόνες μετά τον Ντάμον τον Πρώτο και την αλλαγή της δυναστείας του από μια άλλη, ισχυρότερη μα με ολιγόζωους ηγεμόνες. Εκείνο το έτος, κάπου μέσα στον Ιούνιο, λίγο πριν το θερινό ηλιοστάσιο, ο Ήλιος εξαφανίστηκε από τον ουρανό και μαύρο σκοτάδι έπληξε ολόκληρη την Επικράτεια για μερόνυχτα.
Ο Βασιλιάς Γιούνορ ο Πρώτος, γενάρχης της Δυναστείας των Γουάιατ και γιος της σχεδόν θρυλικής Βασίλισσας Αμαρυλλίδος, είχε πεθάνει αιφνιδίως το έτος 167, σε ηλικία τριάντα εφτά ετών, αφήνοντας ένα πένθιμο έθνος να θρηνεί έναν σπουδαίο ηγεμόνα και μεταρρυθμιστή μα και τρεις γιούς· τους δίδυμους Θελόνιους κι Έγκις και τον Ντάριους. Ο τελευταίος επρόκειτο για εκ γενετής παραμορφωμένο πλάσμα, εξαπατημένο στα χαρακτηριστικά από την υποκριτική φύση· μια ειδεχθής καμπούρα ξεφύτρωνε στην πλάτη του, ενώ το αριστερό του χέρι ατροφούσε επικίνδυνα και κύρτωνε σχεδόν αναπόφευκτα στο πλευρό του σαν αγκίστρι από σάρκα και οστά. Ήταν εμφανές ότι ο Πρίγκιπας Ντάριους, μολονότι ήταν ο πρωτότοκος του Βασιλιά Γιούνορ, δε θα γινόταν ποτέ Βασιλιάς, με βάση τον νόμο περί Βασιλικής Αρτιμέλειας.
Ο Βασιλιάς, για να καθίσει στον θρόνο επάξια και να κρίνεται απόλυτα κατάλληλος κυβερνήτης και επικεφαλής των Δώδεκα Βασιλείων, απαιτείται να διαθέτει πλήρη αρτιμέλεια, χωρίς μακροχρόνια νοσήματα, εκ γενετής σημάδια ή παραμορφώσεις.
Ο Βασιλιάς πατέρας του, όμως, αγαπούσε τον Ντάριους και δεν τον ξεχώριζε από τους δίδυμους λεβέντες του, διότι ήταν βαθιά καλόκαρδος, ευγενής, σεβαστικός και φιλομαθής, καλλιεργώντας μέσα από αμέτρητες ώρες στη Βιβλιοθήκη του Μεγάλου Παλατιού μια σπάνια ευρυμάθεια κι ιδιοφυΐα γύρω από τις επιστήμες, την πολιτική και τη ρητορική. Για αυτό, στα δεκαεφτά του χρόνια, ο πατέρας του τον έστειλε για περαιτέρω σπουδές στις μακρινές Αρχαίες Γαίες, την κορωνίδα των γραμμάτων και των τεχνών παγκοσμίως, το λίκνο των περισσότερων επιστημών, την απέραντη χώρα όπου ο θρύλος συμβίωνε αρμονικά με την πραγματικότητα.
Στις Αρχαίες Γαίες, οι κάτοικοι συζούσαν με το υπερφυσικό, το φαινομενικά μυθικό, το αναντίρρητα θεϊκό στοιχείο. Στις ακτές τους ενίοτε εμφανίζονταν γοργόνες, στα ψηλά κι απάτητα βουνά τους φώλιαζαν γρύπες, σφίγγες, χίμαιρες και στο βορειότερο τμήμα τους βρισκόταν η Κοιλάδα των Δράκων, όπου τα πιο θανατηφόρα πλάσματα της οικουμένης ζούσαν και απειλούσαν με εξολόθρευση τους ανεπιθύμητους παραθεριστές τους. Ωστόσο, τίποτα σε εκείνη την επικράτεια δεν ήταν πιο αξιοθαύμαστο από τη Βασιλική της Οικογένεια. Οι Δράκοντες Βασιλείς αποτελούσαν επίγειους θεούς, ζωντανούς θρύλους και προορισμένους ήρωες. Οι μοναδικοί άνθρωποι που μπορούσαν να δαμάσουν τους δράκους από την Κοιλάδα τους και να τους φέρουν στο παλάτι της Γάιας, της πρωτεύουσας των Αρχαίων Γαιών.
Ο Πρίγκιπας Ντάριους βρέθηκε εκεί το έτος 160, σε ηλικία δεκαεφτά ετών, ενήλικος, γεμάτος νιότη κι όρεξη για ζωή. Είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια ως την ενηλικίωση του στο γειτονικό των Αρχαίων Γαιών Βασίλειο της Ανατολής, όπου ολόκληρη η οικογένεια του φιλοξενούταν, μέχρι ο πατέρας του να άρπαζε την ευκαιρία, για να καθίσει στον θρόνο των Δώδεκα Βασιλείων.
Μονάχα έναν χρόνο είχε διαμείνει στα Δώδεκα Βασίλεια ο Ντάριους. Ο Βασιλιάς πατέρας του θεωρούσε πως η διαμονή του στις Αρχαίες Γαίες -επ'αόριστον όπως είχε φροντίσει- θα τον γέμιζε πολύτιμες, ασύγκριτες εμπειρίες, σμιλεύοντας τελικά έναν εξαίρετα μορφωμένο διπλωμάτη ή νομοθέτη, που θα βοηθούσε τον διάδοχό του Θελόνιους στη διακυβέρνηση και θα αποδεικνυόταν ανεκτίμητος σύμβουλος.
Εκείνη ακριβώς τη χρονιά, οι Αρχαίες Γαίες βρίσκονταν σε μια μεταβατική περίοδο. Ο νέος τους Βασιλιάς, ο Αλκαίος, Πρώτος στη σειρά του ονόματος του, ανέβαινε στον θρόνο του πατέρα του Ακρίσιου, ακριβώς συνομήλικος του Ντάριους, ως ο πιο υποσχόμενος ηγεμόνας που είχαν ποτέ όχι μόνο οι Αρχαίες Γαίες μα κι η πανίσχυρη δυναστεία των Δρακόντων.
Ο Αλκαίος είχε επισκεφτεί την Κοιλάδα των Δράκων στα έξι του χρόνια κι ενώ όλοι οι πρόγονοι του επέστρεφαν με έναν δράκο μονάχα, εκείνος είχε επιστρέψει στους γονείς του υπερήφανα με πέντε· τον γαλανό Διός, τον κίτρινο Ηραίων, τον πράσινο Αμπνέρις, τον πορφυρό Αστέριο και τον κατάμαυρο Λέξους. Δεν ήταν διόλου υπερβολικοί οι σύγχρονοι του που τον παρομοιάζαν με Θεό Ολύμπιο σαν τους δικούς τους. Η στέψη του, μάλιστα, αποτέλεσε θέαμα μοναδικό, το οποίο ο Πρίγκιπας Ντάριους είχε την τύχη να παρακολουθήσει με τα μάτια του. Όταν κάθισε στον θρόνο των πατέρων του ο δεκαεφτάχρονος Αλκαίος, οι πέντε δράκοι του σίριξαν μαζικά, δημιουργώντας έναν ήχο ασύγκριτο. Οι τοίχοι του παλατιού έτρεμαν ρυθμικά ως κύμβαλα, ολόκληρη η πρωτεύουσα Γάια γέμισε δέος στο άκουσμα των δρακόντειων βρυχηθμών, το μεγαλείο της μοναδικής στιγμής πλημμύρισε κάθε έμβιο κι άβιο ον. Όλη αυτή η απέραντη Επικράτεια, αγαλλίασε, γιόρτασε, γλέντησε εκείνη την ημέρα, σημαδεύοντας τη για πάντα ως την αρχή μιας νέας, ένδοξης, μεγαλειώδους εποχής.
Εξαιτίας της κοινής τους ηλικίας μα κι ενδιαφερόντων, ο νέος Βασιλιάς με το εβένινο αίμα κι ο Πρίγκιπας Ντάριους δέθηκαν με μια φιλία πανίσχυρη, που εξελίχθηκε στον έρωτα, όπως οι φιλόσοφοι των Αρχαίων Γαιών όρισαν· μια βαθιά ψυχική σύνδεση, μια συνάντηση μεγάλων πνευμάτων, ένας τεράστιος αλληλοσεβασμός, μια αλάνθαστη αλληλοκατανόηση τους ένωσε διά βίου, ώστε έμοιαζαν ως μια ψυχή κι όχι δυο.
Εφτά χρόνια έμεινε ο Πρίγκιπας Ντάριους στις Αρχαίες Γαίες και γέμισε το μυαλό του γνώσεις, εμπειρίες και πολύτιμες εικόνες υψηλότητας, μαγείας, θεϊκότητας. Τότε, το 167, ενώ ο Βασιλιάς Αλκαίος κι η σύζυγος του Δεύκη ήταν φίλοι καρδιακοί του κι ο ίδιος είχε δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, δυο γιους και μια κόρη, με μια γυναίκα που ποτέ δεν είχε δώσει σημασία στη δυσμορφία μα στην πανέμορφη ψυχή του, την Καλυψώ, πέθανε ο Βασιλιάς πατέρας του Γιούνορ κι εκείνος επέστρεψε εσπευσμένα στα Δώδεκα Βασίλεια, πιστός στην υπόσχεση του πατέρα του να σταθεί αρωγός και σύμβουλος στον μεγάλο του αδελφό και διάδοχο Θελόνιους.
Για να διασχίσει τις Αρχαίες Γαίες, τη γειτονική τους Θάναγκαρτ και να περάσει στα Δώδεκα Βασίλεια μέσω της Μεγάλης Θάλασσας θα χρειαζόταν δυο μήνες περίπου. Ωστόσο, χρειάστηκε έξι, διότι μια ισχυρή, χειμερινή θαλασσοταραχή, τον ανάγκασε να μείνει στη Θάναγκαρτ για αρκετό καιρό. Όταν, επιτέλους, επέστρεψε στην πατρίδα του, δε βρήκε τίποτα όπως το περίμενε. Στα Βασίλεια κυριαρχούσε η φτώχεια, η εγκληματικότητα, οι ευκατάστατοι κλειδώνονταν στους πύργους και στα κάστρα τους, τα πάντα παράπαιαν και στον θρονο δεν καθόταν ο πρώτος του αδελφός μα ο δεύτερος, ο Έγκις. Αργότερα, έμαθαν πως η φιλοδοξία του τον είχε σπρώξει να προκαλέσει τον ίδιο του τον δίδυμο αδελφό σε μονομαχία, όπου υπερίσχυσε. Ο Θελόνιους είχε βασιλέψει για μόλις πέντε μήνες.
Μόλις αντίκρισε ο Μεγαλειότατος τον μεγάλο, παραμορφωμένο του αδελφό, με τρία υγιή παιδιά και σύζυγο κοντά του, εξαγριώθηκε, θαρρώντας πως εποφθαλμιούσε το στέμμα του. Είχε πλήρως λησμονήσει τον ιερό σκοπό που είχε ανατεθεί στον Ντάριους από τον πατέρα τους κι έτσι τους φυλάκισε όλους στα χείριστα μπουντρούμια του παλατιού, υπό τις αθλιότερες συνθήκες διαβίωσης. Ο Ντάριους είχε κλειστεί χωριστά από την οικογένειά του κι εκείνο ήταν που τον πλήγωνε περισσότερο· ούτε η συγκατοίκηση με ποντικούς, ούτε το έρεβος του κελιού, ούτε καν η ελάχιστη τροφοδοσία· μονάχα το γεγονός ότι δεν μπορούσε από μακριά καν να δει τα παιδιά του και τα πράσινα μάτια της Καλυψούς, που πάντα τον γαλήνευαν.
Τρία χρόνια έμειναν φυλακισμένοι· τρία εφιαλτικά, ζοφερά και βασανιστικά χρόνια, όπου η θλίψη τους συνέτριψε κι η ατέρμονη πείνα και δίψα τους έκανε να μπερδεύουν την πραγματικότητα με την παραίσθηση. Ώσπου, μια νύχτα με κατακόκκινη πανσέληνο, μέσα στο κατακαλόκαιρο του 171, ένα κοράκι ήρθε και κάθισε στα κάγκελα του μπουντρουμιού του Ντάριους. Στην αρχή, το πέρασε για άλλη μια παραίσθηση από τις άπειρες που τον κατέκλυζαν συνεχώς, μα όταν συνέβη το απίστευτο, το αφάνταστο, βεβαιώθηκε πως ήταν εντελώς πραγματικό.
«Μη φοβάσαι, Ντάριους. Με στέλνει ο πνευματικός αδελφός σου, ο Βασιλιάς Αλκαίος,» άκουσε το ειδεχθές πτηνό να του λέει με ανθρώπινη λαλιά.
«Τι είσαι;» Κατάφερε να τραυλίσει μετά από αρκετές στιγμές αυθόρμητης αφωνίας από την έκπληξη.
«Είμαι αγγελιαφόρος του Θεάρεστου Άρχοντα μου. Σου φέρνω μια ευχάριστη είδηση, που ήθελε να μοιραστεί μαζί σου, μα βλέπω πως βρίσκεσαι σε άθλια κατάσταση.»
«Πες μου την είδησή σου, για να χαρώ κι εγώ. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που χάρηκα,» τον προέτρεψε ο Ντάριους βραχνά. Ίσως είχε χρόνια να μιλήσει.
«Ο Βασιλιάς Αλκαίος κι η Βασίλισσα Δεύκη προσευχήθηκαν στους Θεούς για παιδιά κι εκείνοι εισάκουσαν. Πλέον, έχουν δυο δίδυμες κόρες, την Κασσάνδρα και την Ανδρομέδα.»
«Αγία η στιγμή που μου το ανήγγειλες,» ψιθύρισε ο Πρίγκιπας, χαμογελώντας αχνά μα αληθινά, νιώθοντας την ευτυχία του φίλου του.
«Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Απόρησε το κοράκι, κοιτώντας αινιγματικά, με το κεφάλι του να κυρτώνει απότομα προς μια πλευρά. Δεν ήταν βέβαιος αν αποτελούσε ένδειξη απορίας ή απλώς υπόδειξη της απρόσμενης του κατοικίας.
«Τα πράγματα τελικά δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενα,» αποπειράθηκε να του εξηγήσει, προσπαθώντας να μη χασκογελάσει με την παράνοια της υπόθεσης. Ω Θεοί, καθόταν και συζητούσε με ένα κοράκι.
«Τι θα κάνεις για αυτό;» Ήρθε η απρόσμενη ερώτησή του.
«Τίποτα,» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους, πράγμα που αυτοστιγμεί μετάνιωσε, επειδή ένας σουβλερός πόνος τον ξάφνιασε. «Ο Βασιλιάς Έγκις μπορεί να είναι βασανιστής μου μα είναι κι αδελφός μου. Δεν μπορώ να του αντιταχθώ, δε σημαίνω τίποτα για τη Δυναστεία. Είμαι ο ανάπηρος, ο σημαδεμένος, ο εκ γενετής καταραμένος, αυτός που βάσει νόμου δεν μπορεί ποτέ να διεκδικήσει τον θρόνο του ως πρωτότοκος.»
Το κοράκι για μπόλικη ώρα στεκόταν ακίνητο και τον παρακολουθούσε. Βαριανάσαινε, άσθμαινε σαν να είχε τρέξει μίλια ολόκληρα. Απρόσμενα, ο λόγος του είχε ξυπνήσει στην καρδιά του συναισθήματα που για καιρό είχε θάψει και σχεδόν απεμπολήσει· θάρρος, θυμό απέναντι στην αδικία, πικρία, μνησικακία, μένος για αυταπόδειξη. Βρισκόταν εφτά χρόνια στη γη των Θεών -στις Αρχαίες Γαίες- κι είχε κατορθώσει να κατευνάσει τα φαύλα αισθήματα που ανήκαν στη ζοφερή του πατρίδα. Όσο, όμως, κι αν είχε παλέψει να τη φωτίσει, η σκοτεινή του πλευρά δε θα εξαλειφόταν ποτέ και πλέον ερχόταν στο προσκήνιο για τα καλά.
«Τα λόγια σου θα μεταφερθούν στα πρόθυμα να τα ακούσουν αυτιά,» υπήρξε η μοναδική απόκριση του πτηνού, προτού ανοίξει τα φτερά του και χαθεί τόσο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τέσσερις ημέρες μετά τη μοιραία νύχτα της Πανσέληνου, ο Ήλιος έσβησε ολοκληρωτικά κι ένα μαύρο σύννεφο καπνού, στάχτης και θειαφιού πλημμύρισε τα Δώδεκα Βασίλεια απ'άκρη σε άκρη.
Η τελευταία φορά που ακούστηκε βρυχηθμός δράκου στα Βασίλεια, σήμανε τον φόνο μιας Βασίλισσας. Εκείνη την ημέρα, που ακούστηκαν πέντε βρυχηθμοί, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε.
Ο Βασιλιάς Αλκαίος εθεάθη πρώτα από τους παρατηρητές του Ρέιβενχιλ στο νησί Κόντορ, στην πλάτη του γαλανού Διός, ενώ δίπλα του η Βασίλισσα Δεύκη επέβαινε στον μαύρο Λέξους. Οι άλλοι τρεις δράκοι τους ακολουθούσαν πειθήνια κι όλοι μαζί προσγειώθηκαν στην πρωτεύουσα Ρέισαν, όπου η Βασίλισσα έμεινε να κρατεί τα θεόρατα πλάσματα, όσο ο Αλκαίος μαζί με τον Διός πορεύθηκαν στο παλάτι.
Βρήκαν τον Βασιλιά Έγκις στο μπαλκόνι της κάμαρης του να ρεμβάζει και εκεί ακριβώς αποβιβάστηκαν. Σαν αντίκρισε ο Μεγαλειότατος τον πανύψηλο άνδρα με τα εβένινα μαλλιά και τα σκούρα μπλε μάτια και το γιγαντιαίο τέρας δίπλα του που μονάχα η φαντασία θα μπορούσε να δημιουργήσει, έμεινε άναυδος.
«Είμαι ο Βασιλιάς Αλκαίος των Αρχαίων Γαιών,» ξεκίνησε ανυπόμονα ο ξένος, μιλώντας άπταιστα τη γλώσσα των Βασιλείων, όπως τον είχε διδάξει ο Ντάριους. «Ήρθα εδώ με τη γυναίκα μου κι άλλους τέσσερις δράκους που με υπακούν ως σκύλοι, για να ελευθερώσω κάποιον που έχεις αδικήσει. Απαιτώ την απελευθέρωση του Πρίγκιπα Ντάριους κι αδελφού σου.»
«Αποκλείεται,» αρνήθηκε κατηγορηματικά ο Έγκις. «Ο αδελφός μου είναι επικίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους και του θρόνου μου.»
«Τότε, άφησε τη σύζυγο και τα παιδιά του που είναι αθώοι,» τον δοκίμασε εσκεμμένα ο Αλκαίος.
«Εκείνοι αποτελούν το μέγιστο πρόβλημα και κίνδυνο,» αποκρίθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Βασιλιάς. «Δε θα ελευθερώσω κανέναν. Πάρε τη σαύρα σου και φύγετε.»
Ο Αλκαίος γέλασε. Έκλινε το κεφάλι του πίσω κι άφησε ένα γέλιο γάργαρο, γεμάτο ειρωνεία, απογοήτευση και κρυφό ενθουσιασμό.
«Στο ορκίζομαι στο μαύρο αίμα που κυλά στις φλέβες μου,» τον προειδοποίησε τελικά. «Θα μετανοιώσεις πικρά για αυτή σου την αποκοτιά. Θα έπρεπε να κατακάψω το παλάτι σου μαζί με εσένα μα δε θα το κάνω, γιατί ο Ντάριους θα λυπηθεί για τον χαμό σου. Συνεπώς, θα σου διαλύσω τα Βασίλεια. Από εδώ και στο εξής, θα βασιλεύει το Χάος.»
«Ώστε θα σκοτώσεις ακόμα περισσότερους;»
«Όχι,» ένευσε ο Βασιλιάς των Αρχαίων Γαιών. «Υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούν πέντε δράκοι να κατορθώσουν.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Αλκαίος πήρε μαζί του τον Διός και τον Ηραίων, ενώ η Δεύκη τον Λέξους, τον Αμπνέρις και τον Αστέριο. Πέταξαν γοργά και διέταξαν τους δράκους να εκπνέουν θειάφι και καπνό από όπου περνούσαν. Μέχρι το βράδυ, τα Δώδεκα Βασίλεια είχαν καλυφθεί με μια σκοτεινή ομίχλη, έναν πυκνό ζόφο, που ερμήνευσαν ως τον χείριστο των θεϊκών οιωνών. Από όπου περνούσαν, κραύγαζαν· Έτσι εκδικείται ο Αλκαίος την αδικία.
Ο λαός παρακολουθούσε τους δράκους με δέος κι ακόμα περισσότερο τους αφέντες τους, ενώ πάλευαν να καταλάβουν ποιός ήταν εκείνος ο Αλκαίος. Ποιός Θεός είχε έρθει, για να εκδικηθεί την αδικία;
Η θρησκεία των Δώδεκα Βασιλείων αποτελείτο από δώδεκα Θεούς, εκ των οποίων ο ένας ήταν άγνωστος, ανώνυμος, κρυφός, κανένας δε γνώριζε το όνομα του. Τότε, μετά την έλευση του Αλκαίου, του οποίου το όνομα στη γλώσσα των Βασιλείων μεταφραζόταν Αρθούρ, άρχισαν σταδιακά οι ερμηνείες κι οι ψίθυροι των θρύλων, πως τελικά το όνομα του αγνώστου Θεού είχε βρεθεί κι ήταν Αρθούρ. Εκείνος ο Θεός είχε κατέβει από τον θρόνο του και τιμωρούσε τον Βασιλιά Έγκις για τη σκληρότητα που σε όλους είχε επιδείξει.
Οι πρώτες δυο ημέρες στο απόλυτο σκοτάδι κύλησαν σχεδόν ομαλά. Ωστόσο, κατά την τρίτη ημέρα, εμφανίστηκαν σημαντικές δυσλειτουργίες παντού στα Βασίλεια. Οι άνθρωποι έχασαν την αίσθηση του χρόνου, τα προγράμματα καταρρίφθηκαν, οι νωθροί βρήκαν την τέλεια ευκαιρία να τεμπελιάσουν κι όσοι έλεγχαν τους φανούς φαίνονταν οι μόνοι κυρίαρχοι. Σε ορισμένες πόλεις και χωριά, δεν υπήρχαν καν φανοστάτες στους δρόμους, οπότε οι φιλήσυχοι κλειδώνονταν στα σπίτια τους ολημερίς κι ήλπιζαν να μην εισέβαλε κανένας εγκληματίας, για να βλάψει τους αγαπημένους του. Όλα τα Βασίλεια ζούσαν στον τρόμο και στον φόβο, ενώ στο Ιερό της Θεάς Ευαδώρα ήταν πλέον σίγουροι πως επρόκειτο για θεϊκή επιφάνεια. Ο άγνωστος Θεός είχε φανερωθεί κι ήδη είχαν ξεκινήσει να του φτιάχνουν αγάλματα σε υπόγειες στοές.
Μετά το πέρας της πρώτης εβδομάδας, ο Έγκις λύγισε. Πλέον, δεν είχε τον έλεγχο ούτε στο παλάτι του, αφού οι μισοί στρατιώτες κι υπηρέτες είχαν γυρίσει στις πατρικές τους εστίες αυθαίρετα. Τη συγκεκριμένη ημέρα, όταν ο Αλκαίος τον επισκέφθηκε στο μπαλκόνι του με τον πορφυρό Αστέριο, διέκρινε αμέσως την απελπισία στα μάτια του και αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί, για να εγκαταστήσει τον φίλο του στη θέση που του άρμοζε.
«Θα ελευθερώσω τον αδελφό μου και την οικογένεια του,» του είπε ο Έγκις, «μονάχα αν τους πάρεις και επιστρέψετε στη γη σου. Δεν τους θέλω εδώ. Ας συνεχίσουν να ζουν στα μέρη που γνωρίζουν.»
«Θα τους ελευθερώσεις και θα παραδώσεις το στέμμα στον Ντάριους,» αντιπρότεινε ο Αλκαίος.
«Γιατί να το κάνω αυτό;» Χασκογέλασε εκείνος.
«Γιατί είσαι προφανώς άχρηστος να κυβερνήσεις. Έσβησα τον Ήλιο με τους δράκους μου, η Επικράτεια σου βυθίστηκε στη σύγχυση κι εσύ δεν έκανες απολύτως τίποτα, παρά κάθεσαι εδώ μέσα και περιμένεις τη θεία επιφώτιση ή λύτρωση. Είσαι ανάξιος του θρόνου που κάθεσαι κι είμαι βέβαιος πως ο Ντάριους θα αποδειχθεί χιλιάδες φορές καλύτερος σου. Παραιτήσου αξιοπρεπώς τώρα, για να μη σε εκθρονίσω εγώ ντροπιαστικά. Τώρα σου χαρίζω τη ζωή, αργότερα δε θα φανώ τόσο ελεήμων.»
Ο Έγκις φάνηκε να θορυβείται από την ξεκάθαρη απειλή του μα το θράσος του δεν υποχώρησε.
«Αν τολμήσεις να κηρύξεις πόλεμο σε έναν εστεμμένο ηγεμόνα, κανένας δε θα δεχτεί τον Ντάριους για Βασιλιά του. Πρώτον, επειδή καταρρίπτει έναν θεμελιώδη νόμο του κράτους μας και δεύτερον, γιατί θα τον έχει επιβάλει ένας ξένος, άσχετος με τα Βασίλεια.»
«Δεν είμαι ξένος πια,» επισήμανε ο Αλκαίος. «Δεν τα έμαθες ακόμα; Οι ιερείς σας με ονόμασαν Θεό, έναν από τους δώδεκα δικούς σας, ακόμα και τον δράκο μου αν τους παρουσιάσω για Βασιλιά, θα τον δεχτούν. Έχασες, Έγκις. Η τριετής σου τυραννίδα έλαβε τέλος. Αύριο απαιτώ να παραδώσεις το στέμμα στον Ντάριους, ειδάλλως θα σου το πάρω διά της βίας.»
Πράγματι, την επόμενη ημέρα, ο Ντάριους επανενώθηκε επιτέλους με την οικογένεια του κι ελεύθεροι βγήκαν από τα μπουντρούμια, μαθαίνοντας για την έλευση και τις πράξεις του Αλκαίου και της Δεύκης. Το ίδιο πρωινό, η τελευταία πήρε όλους τους δράκους πλην του Διός και καθάρισαν τον ουρανό των Βασιλείων από τα σκοτεινά νέφη και την ομίχλη. Η ζωή έμοιαζε να επιστρέφει στους ρυθμούς της.
Στο παλάτι, ο Έγκις κάλεσε τον Ντάριους κι ενώπιον όλων των ευγενών κι Αρχόντων της Άυλης, ετοιμάστηκε να του παραδώσει το στέμμα.
«Μετά τη δοκιμασία που μας υπέβαλαν οι Θεοί κι ο άγνωστος δωδέκατος αποκαλύφθηκε, αφιερώθηκα σε περίσκεψη και περισυλλογή. Είναι μεγάλη η θλίψη μου για όσα έπληξαν τα Βασίλεια κι έτσι θεώρησα τον εαυτό μου ανίκανο να κυβερνήσει πλέον. Συνεπώς, έλαβα μια απόφαση που θα επιφέρει σπουδαίες αλλαγές.»
Έκανε μια εσκεμμένη παύση, πλησίασε τον μεγάλο αδελφό του και στάθηκε σε απόσταση αναπνοής εμπρός του. Αντάλλαξαν μια ματιά κατανόησης και τα χέρια του βρέθηκαν μια ανάσα μακριά από το στέμμα.
«Αποφάσισα πως ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο αδελφός μου!» Ούρλιαξε σχεδόν ο Έγκις κι αντί για το στέμμα, έβγαλε ένα μαχαίρι που έκρυβε μέσα από τον μανδύα του. Ο Πρίγκιπας Ντάριους λαβώθηκε στο στέρνο και σωριάστηκε στο δάπεδο ημιθανής.
Κανένας δεν πρόλαβε να ελέγξει την αντίδραση του Αλκαίου. Μέσα σε μια στιγμή, σήμανε στους δράκους του, υποδεικνύοντας τον Έγκις και φώναξε Πυρ. Τα πέντε τεράστια στόματα των τεράτων άνοιξαν και εξαπέλυσαν μια πύρινη λαίλαπα κατευθείαν στον Βασιλιά, καίγοντας τον ολοκληρωτικά, μαζί με το στέμμα που τόσο αρνιόταν να αποχωριστεί. Δεν έμεινε τίποτα από εκείνον και την οίηση του παρά στάχτες.
Οι παρευρισκόμενοι υποκλίθηκαν μπροστά στη θεία δική του Θεού Αρθούρ, όπως ακριβώς υποκλίθηκαν μπροστά στον θρόνο του νέου Βασιλέως Ντάριους λίγες ημέρες αργότερα. Τι κι αν ο εστεμμένος ήταν δύσμορφος, τι κι αν είχε ζήσει μονάχα έναν χρόνο στα Βασίλεια ως ελεύθερος, επρόκειτο για επιλογή ενός Θεού και το ακατανόητο θεϊκό θέλημα δεν μπορούσε κανείς ποτέ να εξηγήσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top