Λάθος ώρα... Λάθος μέρος... 3
Η Κάρα έφτασε πριν από την Μαίρη, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει τώρα την ηρεμία που απλωνόταν γύρω της, και τα αραιά κελαϊδίσματα των πουλιών. Περπάτησε στον ξεφτισμένο τάπητα του γηπέδου κρατώντας στα χέρια της τις ρακέτες και ένα μικρό αθλητικό τσαντάκι το οποίο χρησιμοποιούσε μόνο όταν ερχόταν εδώ. Εκεί χωρούσαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου της, τα τσιγάρα με τον αναπτήρα και το κινητό της τίποτε άλλο δεν ήταν απαραίτητο.
Πέταξε κάτω τα πράγματά της, προσγειώθηκε και η ίδια απλώνοντας τα άκρα της προς κάθε κατεύθυνση. Ύστερα από λίγο όμως έβγαλε τα τσιγάρα της και ανακάθισε, κοιτάζοντας το δάσος γύρω της με περιέργεια, αλλά το βλέμμα της παρέμεινε παραπάνω στον ουρανό, καθώς παρακολουθούσε τα σύννεφα να αλλάζουν σχήματα και να παρασέρνονται από τον ήπιο αέρα. Κάποια στιγμή είχε ξεχωρίσει μια νυχτερίδα και έναν λύκο να στέκουν ο ένας απέναντι από τον άλλον, μα γρήγορα ο αέρας τους έκανε να μοιάζουν με μια ακατανόητη μουντζούρα στον ουρανό.
Τρία τσιγάρα της κράτησαν συντροφιά μέχρι τελικά η τσιρίδα της Μαίρης να ταράξει την υπέροχη γαληνή.
«Δεν πας καλά» είπε η Κάρα ήρεμη, με μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας. «Τι τσιρίζεις; Πάσχεις από κάποια ψυχασθένεια; Πήρες έκταση; Ή καβάλησες τελικά το πτώμα;» συμπλήρωσε ανέκφραστη.
«Έλα κόψε το δούλεμα. Ηλίθια... είναι δυνατόν για ανώμαλη με περνάς;» είπε η Μαίρη καθώς στεκόταν τώρα πάνω από τη Κάρα, με το ένα χέρι της πάνω στο γοφό της που ήταν περισσότερο προτεταμένος.
«Άσε με... μη μου το θυμίζεις, μόνο που θυμάμαι τον ενθουσιασμό σου στο τηλέφωνο, μου ανεβαίνει πάλι ο εμετός. Ακόμη να βάλω μπουκιά στο στόμα μου» σήκωσε το άνω κόκκινο χείλος της η Κάρα σε ένδειξη αηδίας. Τα καστανά σχιστά μάτια της κοιτούσαν στο κενό πλάι της. Ήταν ανόρεκτη ωστόσο ήθελε να ακούσει τα νέα της τρελής φίλης της.
«Λοιπόν τι ήταν αυτό που έφερε τέτοια λάμψη στο πρόσωπό σου;» σηκώθηκε τινάζοντας το μαύρο κοντό σορτσάκι της από τις σκόνες και πευκοβελόνες που κάλυπταν τον ξεθωριασμένο τάπητα. Πήρε τις ρακέτες στα χέρια της, πετώντας τη μια στη Μαίρη, ενώ η ίδια πήρε το μπαλάκι με τα φτερά και άρχισε να βηματίζει προς το κέντρο του γηπέδου.
Η Μαίρη την ακολούθησε ως που πήραν τις θέσεις τους η μία απέναντι από την άλλη. Ξεκίνησαν το παιχνίδι χωρίς πολλές πολλές κουβέντες. Στην αρχή -όπως πάντα άλλωστε μέχρι να ζεσταθούν- το μπαλάκι ερχόταν συνεχώς σε επαφή με το έδαφος. Έπειτα αφού ζεστάθηκαν αρκετά, έτρεχαν πέρα δώθε ώστε να το στέλνουν η μία στην άλλη και το χαμόγελο της Κάρα επέστρεφε.
«Δεν μου απάντησες!» φώναξε κάποια στιγμή απωθώντας τη φτερωτή μπάλα με δύναμη.
Η οικειότητα μεταξύ τους ήταν τέτοια που δεν υπήρχε αναγκαιότητα μιας συνεχόμενης συζήτησης. Έτσι πολλές φορές ξεχνιόντουσαν μέσα στις δικές της σκέψεις η κάθε μια.
«Α ναι!» αναφώνησε η Μαίρη στέλνοντας το μπαλάκι στη φίλη της.
Ο ήλιος αν και κοντά στη δύση του εξακολουθούσε να θερμαίνει τα σώματα που άγγιζε με αποτέλεσμα οι δυο κοπέλες να σκουπίζουν συνεχώς τον ιδρώτα από τα πρόσωπά τους, ύστερα από μισή ώρα παιχνιδιού.
«Το έκανα με τον Γκρέγκορ!» φώναξε η Μαίρη.
Η ρακέτα της Κάρας έμεινε μετέωρη στον αέρα και το μπαλάκι έπεσε πάνω στο κούτελό της. Το σαγόνι της έπεσε σε μια έκφραση έκπληξης.
«Ε;» κατάφερε μόνο να πει.
«Μπε!» αντιγύρισε η άλλη βαδίζοντας προς το μέρος που είχαν αφήσει τα πράγματά τους, αρπάζοντας το μπουκάλι με το νερό που είχε φέρει.
Η Κάρα την κοιτούσε ακόμη αποσβολωμένη. Δειλά δειλά έκανε να πλησιάσει στη φίλη της. Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε ανήμπορη να πιστέψει αυτό που άκουγε.
«Για ξαναπές το αυτό... έτσι... πιο καθαρά.... Είσαι τρελή;» φώναξε ξαφνικά.
«Αχά. Τώρα το πήρες χαμπάρι;» τη ρώτησε η Μαίρη με το μεγάλο μπουκάλι νερού στο χέρι της ατάραχη.
«Καλά... πως;» δεν τη χωρούσε τη Κάρα.
«Ώρα για τσιγάρο;» πέταξε η Μαίρη, όπως καθόταν κάτω στη γη.
Έβγαλε από το δικό της τσαντάκι τον καπνό της, στρίβοντας στο λεπτό ένα τέλειο τσιγάρο.
Η Κάρα έκατσε απέναντί της.
«Ξεκίνα!» διέταξε τη φίλη της, λύνοντας τα μαύρα μαλλιά της που είχε πιασμένα σε έναν κότσο, αν και η πλάτη της έσταζε με ιδρώτα, προτίμησε να απαλλαχτεί από τον πόνο στο κεφάλι που της προκαλούσε το σφιχτό κράτημα του λάστιχου γύρω από τα μαλλιά της.
https://youtu.be/8v0xJkxyjjM
Στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή...
«Λοιπόν τι συμβαίνει με τους δικούς σας; Τι βρήκαν πάλι να μας προσάψουν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Κυρίλ, ελέγχοντας ταυτόχρονα το χώρο γύρω του, για τυχών ανεπιθύμητα μάτια και αυτιά.
«Χαιρετάει πρώτα ο κόσμος... δίνει μια αγκαλιά στον παλιόφιλο» αποκρίθηκε ο Ντέρεκ, τυλίγοντας τα μπράτσα του γύρω από το παγωμένο σώμα του φίλου του. «Ξενέρωτε! Μου έλειψες ρε και ήθελα να δω τους αστραφτερούς κοπτήρες σου» αστειεύτηκε.
«Αχα, ναι σίγουρα!» σάρκασε ο Κυρίλ, χτυπώντας τον άλλον φιλικά στην πλάτη, έπειτα χαϊδεύοντάς τον απαλά, μιας και γνώριζε την επόμενη αντίδρασή του.
«Εεε! Τι το πέρασες εδώ; Δεν είμαι κουτάβι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ντέρεκ.
«Δεν απέχεις και πολύ» πέταξε ο παγωμένος φίλος του και γέλασε σιγανά.
«Κοφ το» ο Ντέρεκ τον έσπρωξε ελάχιστα, καθώς ο Κυρίλ συνέχιζε να γελά.
«Κύρ έχουμε θέμα... οι νεογέννητοι δικοί σας, δε γνωρίζουν τι πάει να πει όριο...» ξεκίνησε να λέει ο Ντέρεκ σοβαρά, μα ο Κυρίλ σήκωσε την παλάμη του προς τα πάνω σταματώντας τον.
Τα ρουθούνια του πετάρισαν απότομα.
«Δεν ήμαστε μόνοι εδώ!» οι κυνόδοντές του αμέσως επιμηκύνθηκαν και τα χείλη του ανασηκώθηκαν.
Η αντίδραση του Ντέρεκ ήταν και αυτή άμεση. Τα μάτια του έλαμψαν με μια χρυσαφιά λάμψη και το πρόσωπό του παραμορφώθηκε, αποκτώντας μια ημιτελής όψη του λύκου που ήταν.
Ο Κυρίλ ήδη τον είχε προσπεράσει κινούμενος με αστραπιαία ταχύτητα.
Ο Ντέρεκ τον έφτασε στο ίδιο κιόλας δευτερόλεπτο. Σταμάτησαν πίσω από τα κάγκελα του γηπέδου, με προστατευτική ασπίδα τα άπειρα κλωνάρια άγριων μούρων.
«Ο άνεμος είναι με το μέρος μας, δε μπορούν να μας εντοπίσουν» κοίταζαν τώρα τις δύο γυναίκες που καθόταν στο δάπεδο.
«Μια λύκαινα...» ψιθύρισε ο Ντέρεκ.
«Και μια δικιά μας... γιατί μοιάζουν τόσο ανθρώπινες;» αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Κυρίλ με τα σκούρα φρύδια του να σμίγουν πάνω από τα κόκκινα τώρα μάτια του.
Ο Ντέρεκ ανασήκωσε τους ώμους του μπερδεμένος. «Τί να σου πω τώρα... και τι δουλειά έχουν μαζί;» είπε.
Ο Κυρίλ του έριξε μια δολοφονική ματιά. «Εμείς τί δουλειά έχουμε μαζί;» τόνισε την τελευταία λέξη συρίζοντας.
Ο Ντέρεκ στράφηκε στον φίλο του κοιτάζοντάς τον σα να έβλεπε μπροστά του κάποιον ηλίθιο. «Πας καλά; Τι λες; Άλλο εμείς!» ήθελε να ουρλιάξει αλλά η φωνή του βγήκε βραχνή και χαμηλή.
«Σκάσε τώρα, να ακούσουμε τι λένε. Τί δουλειά έχουν εδώ;» ξαναείπε ο Ντέρεκ, εστιάζοντας το βλέμμα του πάλι πάνω στα κορίτσια.
«Θα μάθουμε... θα μάθουμε» ψέλλισε ο Κυρίλ με τα μάτια του να εγκλωβίζονται στην παρουσία της Κάρα, ενώ ο Ντέρεκ είχε απορροφηθεί από την αύρα που εξέπεμπε η Μαίρη.
Τζα!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top