10 χρόνια.... 1


Βανκούβερ 2013

Η Μαίρη καθόταν πλάι στο χειρουργικό τραπέζι έχοντας τις παλάμες της ανάμεσα στα γόνατά της, το σώμα της κινούνταν μπρος πίσω στη θέα του κοριτσιού πάνω στην επιφάνεια του παγωμένου του κρεβατιού.

Μόλις είκοσι πέντε χρονών τόσο αδικοχαμένη, σκεφτόταν η Μαίρη με τα δάκρυά της να τρέχουν πάνω στα μάγουλά της ασταμάτητα. Με μια φευγαλέα ματιά στο λευκό ρολόι απέναντί της, αδυνατούσε να πιστέψει πως εδώ κα μία ώρα καθόταν άπραγη, ανήμπορη να προχωρήσει με τη δουλεία της.

Σε τέσσερεις ώρες θα έρθουν να παραλάβουν τη σορό, ωστόσο το κορίτσι δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Πολλαπλοί μώλωπες και σκισίματα κάλυπταν το νεκρό της πρόσωπο, τα οποία έπρεπε σχολαστικά να κρυφτούν και η όψη της νεκρής κοπέλας να μοιάζει όσο το δυνατών πιο φυσιολογική. Όχι τόσο νεκρή. Όχι τόσο παγωμένη. Όχι τόσο απόμακρη και ξένη.

«Τόσο νέα... αδικοχαμένη» ψέλλισε η Μαίρη καθώς σκούπιζε τα δάκρυά της με την αντιστροφή της παλάμης της και σηκωνόταν από την καρέκλα.

Τράβηξε το καροτσάκι πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα όλα τα απαραίτητα για το μακιγιάζ των νεκρών της πελατών.

Μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών η Μαίρη με λίγη βοήθεια από τους θετούς γονείς της, είχε αγοράσει την επιχείρηση του γραφείου τελετών στο βόριο Βανκούβερ, όχι πολύ μακριά από το σπίτι της.

Πάντα τη γοήτευε ο θάνατος, δεν φοβόταν τους νεκρούς, μα όπως και να χει χρειάζονται και αυτοί φροντίδα πριν οδηγηθούν στην τελευταία τους οικία. Ανέλαβε να τους φροντίζει με τον καλύτερο τρόπο, πλένοντάς τους, ντύνοντάς τους, βάφοντας και χτενίζοντάς τους.

«Οι νεκροί δεν πληγώνουν, οι νεκροί δεν κρίνουν, οι νεκροί μόνο ακούν... μόνο απολαμβάνουν τον αιώνιο ύπνο τους» συνέχισε τον μονόλογό της η Μαίρη.

Η απόφασή της να δουλέψει σε ένα τέτοιο μέρος είχε σοκάρει τους θετούς γονείς της, παρόλα αυτά δεν κατέκριναν την απόφασή της μα ίσα ίσα τη στήριξαν σε κάθε της προσπάθεια για ανεξαρτητοποίηση.

«Άρε Λένα κρίμα... τόσο κρίμα. Αν έστριβε, είπαν, το τιμόνι πιο αριστερά θα είχατε σωθεί και οι δύο... καλά μου παιδία σώσατε τη ζωή του ελαφιού μα χάσατε τη δική σας...» από την άλλη πλευρά της Μαίρης στο διπλανό τραπέζι κείτονταν το αγόρι της Λένας. Ο Τζέισον, ετών είκοσι επτά.

Κι άλλα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της. Δύο νέοι λίγο μεγαλύτεροί της, τις σορούς των οποίων έπρεπε να περιποιηθεί.

Τους είχε ήδη πλύνει. Φόρεσε τα γαμπριάτικά στο νεκρό νεαρό και το νυφικό στη νεκρή νύφη. Μόνο το μακιγιάζ έμεινε και θα ήταν το τέλειο νεκρό, σαν ζωντανό ζευγάρι.

Περνούσε πλέον τη δεύτερη στρώση του Make up στο πρόσωπο της Λένας, καλύπτοντας κάθε ατέλεια. Λίγο ρουζ. Ροζ κραγιόν. Μάσκαρα στις πλούσιες βλεφαρίδες της και έτοιμη η νύφη.

Σηκώθηκε από την στριφογυριστή καρέκλα της βαδίζοντας προς το ανάκατο γραφείο της. Οι λαστιχένιες σόλες των vans της πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο παρήγαγαν έναν ανατριχιαστικό ήχο καθώς σέρνονταν στα λευκά πλακάκια του θαλάμου προετοιμασίας.

Έψαξε για λίγο να βρει τα απαραίτητα έγγραφα για την ταφή της Λένας. Τα κοίταξε ξανά και ξανά μη μπορώντας να εντοπίσει πέρα από μια βεβαίωση θανάτου τίποτε περισσότερο.

«Τι στο διάολο;» αναρωτήθηκε φωναχτά.

Έψαξε αμέσως το τηλέφωνο του νοσοκομείου στο οποίο είχαν πάει το κορίτσι για νεκροψία. Πάτησε βιαστικά τον αριθμό, κοιτάζοντας αφηρημένα το όνομα της ιατροδικαστού.

Κάρα Ουίλσον.

Μέσα από το μυαλό της ξεπήδησαν εικόνες από το ορφανοτροφείο και την κολλητή της με το ίδιο όνομα, μα το επίθετο... καμία σχέση.

Ρουμανία 2003

«Μαίρη θα μας κάνουν μαύρες στο ξύλο, αν καταλάβουν πως ξετρυπώσαμε πάλι έξω στο δάσος. Θυμάσαι την τελευταία φορά; Με άφησαν νηστικιά για πέντε μέρες, χώρια που ο μαλάκας ο διευθυντής με έγδυνε και χάιδευε με τα αηδιαστικά χοντρά δάχτυλά του τα βυζιά μου και με έγλυφε με την... μπλιάξ... απαίσια γέρικη γλώσσα του. Αυτή ήταν η δικιά μου τιμωρία. Δεν θέλω να το ζήσω ξανά αυτό» παραπονέθηκε η δεκαεξάχρονη Κάρα, προσποιούμενη πως κάνει εμετό.

Είχανε μόλις δύο χρόνια διαφορά με τη Μέρη, μα ταίριαξαν από την πρώτη ματιά που είχαν ανταλλάξει δέκα χρόνια πριν, όταν ανακαλύψανε η μία την άλλη ανάμεσα σε τόσα άλλα ορφανά.

Η Μαίρη γέλασε σιγανά. «Και μετά να φανταστώ τριβόσουν για ώρες με το σφουγγάρι κάτω από την ντουζιέρα;» τη ρώτησε παιχνιδιάρικα.

«Αχα... ναι αλλά δεν έμεινε εκεί το πράμα. Ο Ολέγκ κατάλαβε την πολύωρη απουσία μου και ήρθε και με βρήκε στα λουτρά... ε και μπορείς να φανταστείς τί επακολούθησε» απάντησε η Κάρα την ώρα που παραμέριζε τα κλαδιά του πυκνού δάσους για να φτάσουν στον προορισμό τους.

«Όχι δεν μπορώ... για πες» η Μαίρη λαχταρούσε να μάθει όλες τις ζουμερές λεπτομέρειες.

«Εεε, τι να σου πω τώρα. Καταρχήν με βρήκε σε κατάσταση υστερίας. Με παρηγόρησε ας πούμε, ρωτώντας ταυτόχρονα τί μου είχε κάνει ο γέρος. Εεε, και γω του εξιστορήθηκα τα πάντα. Και μετά ξέρεις, όλο με χάιδευε και με φιλούσε. Είχε βραχεί και εκείνος κάτω από το νερό που έτρεχε. Έβγαλε τα ρούχα του... έχει υπέροχο σώμα» ξεφώνισε ξαφνικά με έναν αναστεναγμό. «Και αφού με έφερε σε οργασμό με τα δάχτυλά του δύο φορές, πήγαμε στα κενά αποδυτήρια και.... Έχασα την παρθενιά μου» παραδέχτηκε κάπως ένοχα η Κάρα, αν και από το ύφος της καταλάβαινε κανείς πως δεν είχε διόλου μετανιώσει.

Η Μαίρη από την άλλη την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό σοκαρισμένη, μόλο που εκείνη ήταν μόλις δεκατεσσάρων.

https://youtu.be/c5_ZHL2n9mc

Βανκούβερ 2013

«Παρακαλώ» ακούστηκε από την άλλη γραμμή μια γυναικεία αυστηρή φωνή.

«Εμ, Καλησπέρα, τηλεφωνώ από το γραφείο τελετών Sweet Good Bay, όσον αφορά τη σορό της νεαρής κοπέλας της οποίας τη νεκροψία διεξήγαγε κάποια Κάρα Ουίλσον. Θα μπορούσα να μιλήσω με την ίδια παρακαλώ» ζήτησε ευγενικά η Μαίρη.

«Η κα. Ούλσον απουσιάζει αυτή τη στιγμή. Θα είναι όμως εδώ σε λιγότερο από μισή ώρα. Θα θέλατε μήπως να την ενημερώσω ώστε να σας καλέσει πίσω;» της απάντησε μάλλον κάποια από τις νοσηλεύτριες, υπέθεσε η Μαίρη.

«Μμμ, τι να πω... χρειάζομαι τη ιατροδικαστική έρευνα και την άδεια ταφής. Δε μου έχουν φέρει και την ληξιαρχική πράξη θανάτου, χωρίς την οποία δεν θα πραγματοποιηθεί η ταφή. Οπότε μάλλον θα αναγκαστώ να έρθω εκεί χωρίς να χάνω άλλο χρόνο. Σε λιγότερο από δύο ώρες πρέπει να μεταφέρω τις σορούς στις οικίες τους. Τέλος πάντων μη σας ζαλίζω με τα δικά μου, έρχομαι από εκεί. Αν έρθει η κα. Ουίλσον, παρακαλώ ενημερώστε την ώστε να έχει έτοιμα τα έντυπα που χρειάζομαι» τελείωσε τη φράση με μια ανάσα.

«Φυσικά» απάντησε η γυναίκα στην άλλη γραμμή και το έκλεισαν ταυτόχρονα και οι δύο.

Μη χάνοντας άλλο χρόνο η Μαίρη πέταξε από πάνω της τη ρόμπα της, η οποία προσγειώθηκε στην πολυθρόνα του γραφείου της. Έπλυνε για άλλη μια φορά τα χέρια της με το αντιβακτηριδιακό σαπούνι. Άρπαξε τα κλειδιά του Cherokee της και με βιαστικό βηματισμό αποχώρισε από το χώρο στον οποίο το νεαρό ζευγάρι είχε ετοιμαστεί για το τελευταίο του ταξίδι.

Η Κάρα μόλις είχε πληροφορηθεί από τη Ρόζα για τον ερχομό της Μαίρης έχοντας έτοιμα τα χαρτιά που της είχαν ζητηθεί. Ξεκουράζοντας το ταλαιπωρημένο από την πολύωρη εργασία σώμα της πάνω στο μικρό καναπέ του γραφείου της επέτρεψε στον εαυτό της να κλείσει για λίγο τα βαριά βλέφαρά της.

Δυο χτύποι στην πόρτα την έκαναν να αναπηδήσει από τον δίλεπτο ύπνο της.

«Περάστε» απάντησε αμέσως και σηκώθηκε σιάζοντας την λευκή ποδιά της.

Μπροστά της τώρα στεκόταν μια νεαρή κοπέλα απλά ντυμένη με ένα ανοιχτόχρωμο τζιν, βαμβακερή λευκή μπλούζα, ενώ τους ώμους και τα μπράτσα της σκέπαζε μια μακριά γκρι ζακέτα που έφτανε στη μέση περίπου της κνήμης της. Τα μαλλιά της είχαν γκρίζο χρώμα, μια απόλυτα πετυχημένη βαφή, που έφταναν λίγο πιο κάτω από τους ώμους της, στον έναν από τους οποίους ήταν περασμένο το λουρί της Lois Vuitton τσάντας της.

Τα μάτια της ήταν μεγάλα και έλαμπαν σε μια πράσινη απόχρωση που έστειλε την Κάρα δέκα χρόνια πίσω στο μέρος που είχε μισήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ωστόσο το κορίτσι που αντίκριζε τώρα μπροστά της μόνο ευχάριστα συναισθήματα είχε να της επαναφέρει στην επιφάνεια.

«Κάρα»

«Μαίρη»

Ξεφώνισαν κοιτάζοντας με περιέργεια, χαρά αλλά και αγωνία η μια την άλλη.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top