Κεφάλαιο 20ο - Η αλήθεια

Μόλις είχαμε κάνει έρωτα στην βροχή κι ένιωθα υπέροχα! Όλα ήταν απίστευτα... Αυτή η στιγμή, αυτός, η βροχή, όλα έμοιαζαν τόσο σωστά. Δε θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα άλλο για να είμαι ευτυχισμένη.

Ήμασταν ήδη στο δρόμο της επιστροφής φορώντας τα βρεγμένα ρούχα μας ενώ κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον και γελούσαμε. Είχε βάλει το χέρι μου μέσα από το δικό του και κρατούσε κι εμένα μαζί με το λεβιέ ταχυτήτων.

"Θα έρθεις να κοιμηθούμε μαζί;" με ρώτησε αυθόρμητα κι εγώ γύρισα να τον κοιτάξω. "Τι; Δε θέλω να τελειώσει έτσι αυτή η βραδιά. Θέλω να κοιμηθούμε μαζί" είπε τη τελευταία λέξη ανασηκώνοντας τους ώμους του κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

Έπιασα το κινητό στα χέρια μου και έστειλα μήνυμα στην μαμά μου πως θα κοιμόμουν στης Μαρίας απόψε. Η απάντηση δεν άργησε και μου είπε πως αύριο θέλει να βρεθούμε για να της πω πως τα πέρασα και τι αποφάσισα.

"Εντάξει" είπα χαμογελώντας και σήκωσε το χέρι μου, το έφερε στα χείλη του και το φίλησε.

Μπήκαμε στο σπίτι του προσπαθώντας να μη κάνουμε φασαρία και μας ακούσουν. Δε θέλαμε να τους ξυπνήσουμε. Κατευθυνθήκαμε γρήγορα και αθόρυβα στο δωμάτιό του, μου έδωσε  μια στεγνή μπλούζα δικιά του κι ένα μποξεράκι του να φορέσω.

"Σου πανε τόσο πολύ τα ρούχα μου" ψιθύρισε ερωτικά στο αυτί μου και με τράβηξε προς το κρεβάτι.

Με ξάπλωσε απαλά πάνω σε αυτό και ανέβηκε κι αυτός πάνω μου. Άρχισε να με φιλάει απαλά και ήμουν σίγουρη πως αυτή η νύχτα θα ήταν πολύ μεγάλη!

Το επόμενο πρωινό μας βρήκε αγκαλιασμένους κάτω από τα σκεπάσματά του. Η πόρτα άνοιξε και κάποιος μπήκε μέσα. Μέσα στον ύπνο μου είχα ξεχάσει πως είχα περάσει το βράδυ στο σπίτι του Κωνσταντίνου, κι ότι κανένας δεν γνώριζε τίποτα γι' αυτό.

"Κωνσταντίνε, σήκω θα αργήσουμε για το σχολείο!" ακούστηκε η φωνή της Μαρίας που μόλις μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

"Κωνσταντίνε τι στο καλό; Ποια...;" πήγε να ρωτήσει όμως κατάλαβε πως ήμουν εγώ. Σηκώθηκα γρήγορα και είδα μία Μαρία να με κοιτάει θυμωμένα.

"Καλημέρα" ψέλισσα κι εκείνη βγήκε από το δωμάτιο δίχως να μου μιλήσει καν.

Τι έπαθε; αναρωτήθηκα και σηκώθηκα βιαστικά για να την ακολουθήσω κι εγώ.

"Καλημέρα όμορφη" αναφώνησε ο Κωνσταντίνος με βραχνή φωνή από τον ύπνο. Τον καλημέρισα με ένα πεταχτό φιλί και έφυγα αμέσως για το δωμάτιο της Μαρίας.

Άνοιξα την πόρτα και μπήκα δειλά μέσα.

"Πέντε μηνύματα και τρεις κλήσεις" είπε μόλις μπήκα μέσα. "Περίμενα η κολλητή μου να μου απαντήσει για να της πω κάτι σοβαρό! Ή έστω θα μπορούσε να με πάρει για να μου πει πως τα πέρασε. Να μάθαινα εγώ πρώτη τι είχε συμβεί στο ραντεβού σου κι όχι να σε έβλεπα εδώ το πρωί. Νόμιζα ότι τα χαρούμενα νέα θα ήθελες να τα μοιραστείς και μαζί μου, αλλά απ' ό,τι βλέπω όχι. Δύο εβδομάδες τώρα έχουμε χαθεί. Δε σε βλέπω ποτέ, και όσο και να με πείραζε έλεγα δεν πειράζει. Καταλάβαινα πως ήθελες να περνάς χρόνο με τον Κωνσταντίνο, ήταν και το στοίχημα στη μέση και όλα τα μαθήματα... αλλά κι εγώ ήθελα την κολλητή μου. Σου έχω σταθεί στα πάντα! Σε συμβούλευα πάντα για το καλό σου, ακόμη και για τον αδερφό μου πάντα ήθελα να μην πληγωθείς εσύ, εσύ όμως... Ποτέ με σκέφτηκες εμένα; Δύο εβδομάδες τώρα πότε ήσουν δίπλα μου; Ποτέ σε ένοιαξε κάτι για μένα ή να με ρωτήσεις το οτιδήποτε για μένα... Πες μου μία φορά που μιλήσαμε για 'μένα από τότε που άρχισε το σχολείο!" μου ζητούσε εξηγήσεις φωνάζοντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα.

"Μαρία, έχεις δίκιο, συγγνώμη..." ψέλισσα ανάμεσα στους λυγμούς μου κι εγώ. Είχε τόσο δίκιο σε όλα.

Τον τελευταίο καιρό το μόνο που με ένοιαζε ήταν ο εαυτός μου και ο Κωνσταντίνος.  Είχα κάνει τα πάντα στην άκρη και μόνο με αυτό ασχολιόμουν.

Η πόρτα άνοιξε και ο Κωνσταντίνος μπήκε μέσα.

"Μην της φωνάζεις. Δεν φταίει εκείνη για χθες" προσπάθησε να με δικαιολογήσει εκείνος και η Μαρία άφησε ένα γελάει να βγει.

"Σας παρακαλώ παρατήστε με!" αναφώνησε και βγήκε έξω από το δωμάτιο αφού σκούντηξε τους ώμους και των δύο μας.

"Θα ηρεμήσει και θα καταλάβει" προσπάθησε να με παρηγορήσει ο Κωνσταντίνος ενώ με είχε βάλει στην αγκαλιά του και χάιδευε απαλά τα μαλλιά μου.

Το κλίμα στο σαλόνι δεν ήταν καλύτερο. Όσο κι αν προσπάθησε η κυρία Νίκη να μας συμφιλιώσει, η Μαρία ήταν ανένδοτη, και με το δίκιο της. Βγήκε από το σπίτι με νεύρα και μας περίμενε έξω στο αμάξι.

"Σας ευχαριστώ για την προσπάθεια, αλλά πραγματικά έχω κάνει τόσα λάθη το τελευταίο διάστημα που θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να τα διορθώσω" την αγκάλιασα σφιχτά κι εκείνη φίλησε το μέτωπό μου.

"Σημασία έχει ότι αναγνωρίζεις το λάθος σου και θες να το διορθώσεις. Όλα τα υπόλοιπα θα φτιάξουν! Είστε από την κούνια μαζί!" χαμογέλασε εκείνη και μας αποχαιρέτησε.

"Πήγαινε σπίτι σου να αλλάξεις, μην πας με αυτό το φόρεμα σχολείο" σχολίασε κι εγώ γέλασα. "Α! Και... συγχαρητήρια!" μου έκλεισε το μάτι και βγήκα βιαστικά από το σπίτι.

Αφού περάσαμε από το σπίτι μου για να αλλάξω και να πάρω την τσάντα μου -ευτυχώς οι γονείς μου δε βρισκόντουσαν εκεί, γιατί θα είχα να δώσω κι άλλες εξηγήσεις-, συνεχίσαμε τη σιωπηλή διαδρομή μας προς το σχολείο.

Πέρασαν επτά ώρες με εμένα να προσπαθώ να μιλήσω στην Μαρία κι εκείνη να κάνει πως δεν υπάρχω. Χτύπησε το κουδούνι για να φύγουμε κι εκείνη έγινε καπνός στο λεπτό. Μάζεψα κι εγώ βιαστικά τα πράγματά μου και άρχισα να κατευθύνομαι προς το γνωστό στέκι μας.

Βγαίνοντας από το κτίριο,μου κίνησε την περιέργεια που πολύς κόσμος είχε μαζευτεί στην πίσω αυλή και ζητωκραύγαζε. Είχα ένα κακό προαίσθημα και άρχισα να πλησιάζω κι εγώ δειλά. Όσο πιο πολύ πλησίαζα, άρχισα να καταλαβαίνω πως κάποιος τσακωνόταν. Πέρασα το πλήθος για να μπορέσω να δω ποιος ήταν και μόλις έφτασα μπροστά η ανάσα μου σταμάτησε.

"Λες κι εσύ είσαι καλύτερος!" φώναζε ο Μανώλης ενώ ο Κωνσταντίνος βρισκόταν από πάνω του και τον χτυπούσε.

"Πως μπόρεσες να βάλεις στοίχημα για εκείνην;" ρώτησε ο Κωνσταντίνος και δεν καταλάβαινα σε τι αναφέρονταν.

"Γιατί δεν το σταμάτησες τότε; Ή μήπως επειδή και για 'σένα αυτό ήταν η Ελένη, ένα στοίχημα!" φώναξε ο Μανώλης και τότε ο Κωνσταντίνος άρχισε να τον χτυπάει με μανία.

Είχαν βάλει στοίχημα για μένα; τα μάτια μου άρχισαν να βουρκώνουν, δεν μπορούσα να το πιστέψω!

Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα, δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο κι άρχισα να βγαίνω από το πλήθος για να φύγω, να πάω σπίτι μου. Ένα χέρι έπιασε τον ώμο μου σταματώντας με και γύρισα να κοιτάξω ποιος ήταν. Η Μαρία...

"Ελένη..." ψέλισσε και με αγκάλιασε σφιχτά όμως εγώ ήμουν μαρμαρωμένη στη θέση μου.

"Το ήξερες;" ρώτησα κι εκείνη με άφησε και με κοίταξε στα μάτια, ενώ ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα της κάτω.

Δε χρειαζόμουν τίποτα άλλο... μου τα είχε πει όλα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top