Κεφάλαιο 13ο - Η αλήθεια

"Λοιπόν θα μου πεις;" με ξαναρώτησε και με απέσπασε από τις σκέψεις μου.

Ένας χτύπος στην πόρτα όμως με γλύτωσε.

"Κατεβείτε κάτω. Μικρό ήρθαν οι γονείς σου" η φωνή του Κωνσταντίνου ακούστηκε πίσω από την πόρτα και σηκώθηκα αμέσως στο άκουσμα του.

"Δεν την γλιτώνεις, να το ξέρεις!" με προειδοποίησε ενώ σηκώθηκε από το κρεβάτι κι εκείνη.

Αφού χτενιστήκαμε και φορέσαμε πιο ευπρεπή ρούχα κατεβήκαμε στον κάτω όροφο.

"Κάποιες πέρασαν καλά στην πρώτη τους έξοδο, ε;" μας πείραξαν οι γονείς μου ενώ η Μαρία έτρεξε να τους χαιρετήσει.

"Πόσο μου λείψατε" αναφώνησε ενώ τους αγκάλιαζε σφιχτά και τους δύο.

"Νομίζω πως ο αέρας του Λονδίνου σου πηγαίνει, μυλαίδη!" την πείραξε ο μπαμπάς μου κι εκείνη κόκκινησε ενώ όλοι οι υπόλοιποι γελάσαμε.

"Πάντα ήταν πανέμορφη!" βιάστηκε να διαμαρτυρηθεί η μαμά μου και της άφησε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. Πόσο μου είχαν λείψει αυτά τα οικογένεια τραπέζια!

Αφού βοηθήσαμε με το στρώσιμο, είχαμε κάτσει όλοι στην τραπεζαρία και τρώγαμε το υπέροχο ρόλο κοτόπουλο που είχε φτιάξει η κυρία Νίκη. Μία ήρεμη συζήτηση είχε αρχίσει να αναπτύσσεται περί ανέμων και υδάτων όταν οι γονείς μου έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τον Κωνσταντίνο. Εκείνος, ήταν η μεγάλη αδυναμία τους! Όχι πως η Μαρία δεν ήταν, όμως εκείνος λίγο περισσότερο μιας που δεν είχαν αποκτήσει γιο όμως τον είχαν μεγαλώσει μαζί με τους γονείς του μέχρι να γεννηθώ εγώ!

"Για πες μας Κωνσταντίνε, πως σου φάνηκε το Λονδίνο;" το λόγο πήρε πρώτος ο μπαμπάς μου κι εγώ γύρισα να κοιτάξω αμέσως τον Κωνσταντίνο, περιμένοντας για την απάντησή του.

"Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε. Δεν με πειράζει η βροχή, ούτε το κλίμα του, βέβαια...σαν την Ελλάδα δεν έχει!" απάντησε εκείνος χαμογελώντας και αυθόρμητα χαμογέλασα κι εγώ βλέποντάς τον να χαμογελάει.

"Οπότε δε θα σου είναι δύσκολο να προσαρμοστείς εκεί;" ρώτησε η μαμά μου και για μια στιγμή νόμιζα πως παράκουσα. Δεν κατάλαβα την ερώτησή της για αυτό έστρεψα το βλέμμα της πάνω του περιμένοντας με κομμένη την ανάσα την απάντηση του.

"Πιστεύω πως όχι" απάντησε και πάλι και γύρισε να με κοιτάξει.

"Αλήθεια, σε πόσα πανεπιστήμια έκανες αίτηση;" ξαναρώτησε ο μπαμπάς μου κι ένιωθα το λαιμό μου να κλείνει, τα πνευμόνια μου να φράζουν, κι ένας κόμπος άρχισε να σχηματίζεται στο στήθος μου.

Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε από την Μαρία στον Κωνσταντίνο κι έπειτα πάλι σε εκείνην. Εκείνη το κατάλαβε και χαμήλωσε το κεφάλι της, ενώ πλέον ο Κωνσταντίνος με κοιτούσε μες τα μάτια.

"Σε τρία" απάντησε και πάλι κι ένιωθα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια.

Έφευγε... Έφευγε μακριά μου... Και ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα. Έλειπαν όλο το καλοκαίρι υποτίθεται για να ναι με τους συγγενείς τους, όμως στην πραγματικότητα είχαν πάει για να κάνει αιτήσεις ο Κωνσταντίνος για το Πανεπιστήμιο. Τα μασημένα λόγια της Μαρίας κάθε φορά που την ρωτούσα γιατί πήγαιναν πρώτη φορά διακοπές στην Αγγλία και γιατί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Οικογενειακές υποθέσεις ήταν μονίμως η απάντηση της κι εγώ δε ρωτούσα τίποτα περαιτέρω. Και ξαφνικά, με το που γύρισαν η συμβουλή της ήταν να τον ξεχάσω γιατί σε λίγους μήνες θα φύγει. Φυσικά και θα έφευγε. Όμως πίστευα πως θα περνούσε σε κάποια σχολή εδώ κοντά, ή έστω στην Ελλάδα. Όχι στο εξωτερικό... Όχι στο κρύο και βροχερό Λονδίνο.

Ένιωσα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια μου και μερικούς λυγμούς να ανεβαίνουν στο στόμα μου. Σηκώθηκα σιγά από τη θέση μου και δίχως να κοιτάξω κανέναν τους στα μάτια είπα με όση δύναμη είχα: "Με συγχωρείτε. Μου κόπηκε η όρεξη" κι έφυγα από την τραπεζαρία με κατεύθυνση τον πάνω όροφο.

Τα πόδια μου με οδήγησαν προς το δωμάτιο του και δίχως να το σκεφτώ μπήκα μέσα σε αυτό. Τόσες αναμνήσεις εδώ, από όταν ειμασταν μικρά παιδιά μέχρι τώρα...και τώρα όλα θα χαθούν...αυτός θα φύγει.

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλα μου μα δεν τα σταμάτησα, δεν μπορούσα άλλωστε. Η πόρτα άνοιξε πίσω μου μα δε γύρισα να κοιτάξω ποιος είναι, ήμουν σίγουρη πως η Μαρία με είχε ακολουθήσει. Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου μα δεν έκανα καμία κίνηση. Τότε ένιωσα ένα άλλο χέρι στη μέση μου, το οποίο με γύρισε προς το μέρος του και με τύλιξε στην αγκαλιά του. Τελικά έκανα λάθος. Ήταν εκείνος που ήρθε να δει πως είμαι.

"Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό!" προσπαθούσε να με ηρεμήσει καθώς με το ένα του χέρι με κρατούσε σφιχτά και με το άλλο χάιδευε την πλάτη μου.

Δεν μπορούσα να μιλήσω, τι να του έλεγα άλλωστε; Δεν είχα τίποτα μαζί του, με την φίλη μου τα είχα που δεν με προειδοποίησε. Τον έσφιξα περισσότερο πάνω μου, ενώ έκλαιγα δίχως να μπορέσω να σταματήσω.

"Γι'αυτό δεν ήθελα να το μάθεις. Σε παρακαλώ..."με παρακαλούσε να σταματήσω και πραγματικά προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου.

"Γιατί φεύγεις;" ρώτησα μέσα από τους λυγμούς μου. Τι ανόητη ερώτηση... Όμως το παράπονο μου αυτό ηταν... δεν ήθελα να φύγει.

"Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Όμως το ξέρεις πάντα θα σε προσέχω όσο θα είμαι εδώ! Σε νιώθω το ίδιο με την Μαρία!" τα λόγια του όσο συγκινητικά κι αν ήταν, με αποτελείωσαν.

Και τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα ξεχνούσα τον Κωνσταντίνο που με έβλεπε απλά σαν την μικρή του αδερφή και θα επικεντρωνόμουν πλέον στον Μανώλη. Έπρεπε να τον βγάλω από το μυαλό μου, από την καρδιά μου, από τη ζωή μου. Ένα νέο κύμα θλίψης έκανε την εμφάνιση του και τώρα το παράπονο μου ήταν άλλο.

"Γιατί μου το έκρυψε;" ρώτησα όλο παράπονο και καινούρια δάκρυα άρχισαν να κυλούν και πάλι στα μάγουλα μου.

"Εγώ της το ζήτησα. Μέχρι να σιγουρευτώ ότι θα περάσω κάπου δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Απ' ό,τι φαίνεται όμως η μητέρα μου το είπε στη δικιά σου" απάντησε απαλά ενώ ακόμη με χάιδευε.

Εκείνη όμως έπρεπε να μου το πει, να μην μου το κρύψει. Έπρεπε να με προετοιμάσει... Ήξερε πως ένιωθα για εκείνον και πόσο θα με πείραζε η φυγή του... Δεν το περίμενα αυτό από εκείνην. Και πραγματικά, δεν ξέρω τι με πείραξε περισσότερο. Ότι θα φύγει ο Κωνσταντίνος ή ότι η Μαρία δεν μου είπε την αλήθεια;

Ίσως τελικά δεν έκρυβα μόνο εγώ πράγματα από εκείνην! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top