Κεφάλαιο 12ο - Δύσκολο πράγμα ο έρωτας
Μερικές ηλιαχτίδες μπήκαν μες το δωμάτιο και έσφιξα σφιχτά τα μάτια μου αφού ένιωθα το φως να με χτυπάει δυνατά. Το κεφάλι μου πονούσε υπερβολικά πολύ και τα βλέφαρα μου ήταν τόσο βαριά που δεν μπορούσα καν να τα ανοίξω. Τι στο καλό συνέβη χθες βράδυ;
Πήρα με δυσκολία το σεντόνι με τα χέρια μου και το έφερα πάνω από το κεφάλι μου για να καλύψω το πρόσωπο μου από το δυνατό φως του ήλιου. Ήμουν τόσο χάλια σήμερα. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου και με μεγάλη δυσκολία τα κατάφερα. Ένα γνωστό άρωμα κατέκλυσε το σώμα μου κι αμέσως ανατριχιάσα.
Γιατί μύριζα σαν τον Κωνσταντίνο; Γιατί τα σεντόνια μου μύριζαν σαν εκείνον; αναρωτήθηκα όταν κατάλαβα πως τα πάντα γύρω μου μύριζαν τελικά το άρωμα του.
Έβγαλα το πρόσωπο μου από το σεντόνι και σήκωσα το σώμα μου. Τι στο καλό; Βρισκόμουν στο δωμάτιο του Κωνσταντίνου. Τι δουλειά είχα εγώ εδώ; Μη μου πεις πως... Όχι όχι όχι!
Γύρισα το βλέμμα μου γύρω έντρομη με το τι θα αντικρύσω όμως το διπλό κρεβάτι δίπλα μου ήταν άδειο. Σήκωσα το σεντόνι να με κοιτάξω και φορούσα μια κοντομάνικη μπλούζα του. Γιατί φοράω τα ρούχα του Κωνσταντίνου; Και τι γυρεύω εγώ στο δωμάτιο του;
Σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι όμως η ζαλάδα επέστρεψε και ξανά έκατσα άτσαλα πάνω σε αυτό. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε από τον πόνο και δε θυμόμουν τίποτα από τη χθεσινή νύχτα. Ξαναπροσπάθησα να σηκωθώ κι αυτήν τη φορά δεν ζαλίστηκα. Έπρεπε να μάθω τι είχε γίνει, τι είχα κάνει και για ποιο λόγο κοιμήθηκα εδώ και συγκεκριμένα στο κρεβάτι του... Ένας τρόπος υπήρχε μόνο για να μάθω. Να ρωτούσα την Μαριά.
Άρχισα να κατευθύνομαι προς την πόρτα όταν ξαφνικά εκείνη άνοιξε κι εγώ έμεινα άγαλμα. Ο Κωνσταντίνος μπήκε μέσα φορώντας μόνο μια βερμούδα κι εγώ έμεινα να τον κοιτάζω σαν χάνος. Είχα ξεχάσει τη δική μου γύμνια και μόνο όταν είδα το βλέμμα του να πλανάται στο σώμα μου τράβηξα την μπλούζα όσο πιο κάτω μπορούσα για να καλύψω τους μηρούς μου.
"Συγγνώμη" ψέλισσε κι εγώ έσκυψα αμέσως το κεφάλι μου κάτω φανερά ντροπιασμένη.
"Κωνσταντίνε..." πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω, έπρεπε να ξέρω αν είχε συμβεί κάτι μεταξύ μας. "Έγινε κάτι χθες;" ρώτησα δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου και γύρισα ελάχιστα το πρόσωπό μου προς τα πάνω για να τον κοιτάξω στα μάτια.
"Έγιναν πολλά χθες μικρή" απάντησε δίχως να μου δώσει να καταλάβω και πολλά. Αλλά από ποτέ με φωνάζει μικρή και όχι μικρό;
"Εγώ... Εσύ...;" δεν μπορούσα καν να το ξεστομίσω, ένιωθα να πεθαίνω από την ντροπή μου. Κι αν του είχα εκμυστηρεύτει τον έρωτα μου; Κι αν κάναμε κάτι κι εγώ είχα ξεχάσει την πρώτη μας φορά;
"Όχι... Όχι, όχι!" απάντησε αμέσως αυστηρά αφού κατάλαβε τι εννοούσα και η αλήθεια είναι πως ανακουφίστηκα, όμως ένιωσα κι ένα μικρό τσίμπημα στο στήθος μου.
"Συγγνώμη..." είπα μετανιωμένη για οποιαδήποτε συμπεριφορά μου που μπορεί να τον ενοχλήσε χθες, ούτος ή άλλος εγώ δε θυμόμουν και πολλά, όμως από τον τόνο του φαινόταν... απογοητευμένος ίσως.
Τον προσπέρασα και άνοιξα δειλά την πόρτα. Δεν με σταμάτησε ούτε μου είπε κάτι άλλο, βγήκα έξω από αυτήν κι αφού την έκλεισα με δύναμη με γοργό βήμα κατευθυνθήκα προς το δωμάτιο της Μαρίας. Μπήκα σαν κυνηγημένη μέσα, και έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ενώ η Μαρία με κοιτούσε παραξενεμένη.
"Σε κυνηγάει κανείς;" με ρώτησε όταν είδε πως ήμουν πάνω στην πόρτα λες και προσπαθούσα να την κρατήσω κλειστή με κάποιον τρόπο.
"Μόνο οι συνέπειες των πράξεών μου" απάντησα ενώ πήγα προς το γραφείο της να κάτσω. Εκείνη ήταν ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κι έπαιζε με το κινητό της.
"Τι έγινε χθες;" την ρώτησα για να μάθω κι εγώ επιτέλους τι είχα κάνει, ενώ κάλυψα το πρόσωπο μου μέσα στις παλάμες μου.
"Εκτός του ότι μεθύσες, άρχισες να χορεύεις προκλητικά με τον Μανώλη και λιποθύμησες...νομίζω τίποτα το σπουδαίο" απάντησε εκείνη και σκόρπιες στιγμές από χθες άρχισαν να μου κάνουν επίθεση.
"Δεν το πιστεύω! Είμαι τόσο χαζή!" αναφώνησα κι εκείνη γέλασε.
"Δεν έγινε και τίποτα. Ίσως να άναψες λίγο τον Μανώλη, αλλά κατά τα άλλα, όλα καλά!" χαχάνισε και με έκανε να γελάσω κι εγώ.
"Ο αδερφός σου τι είπε;" γύρισα να την κοιτάξω και ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της.
"Έβριζε και φώναζε πως μας ειδοποίησε να μην πιούμε, πως δεν ήθελε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο..."άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε για λίγο πριν ξαναπάρει το λόγο. "Είπε και κάτι άλλο, που δεν κατάλαβα γιατί, και ούτε μου εξήγησε τι εννοεί..." ξανακάνει παύση και κρεμόμουν στην κυριολεξία από τα χείλη της. "Ότι εκείνος φταίει" είπε τελικά και ανασήκωσε τους ώμους της.
Εκείνος γιατί να φταίει; Επειδή μας άφησε μόνες μας κι εγώ ήπια στα κρυφά; Επειδή δέχτηκε να μας πάρει μαζί του; Η μήπως... Επειδή τον είδα με την άλλη και γι'αυτό ήπια; Μα δεν έβγαζε νόημα! Ο Κωνσταντίνος δε γνώριζε για τα συναισθήματά μου.
"Και γιατί με φέρατε εδώ και δεν με πήγατε σπίτι μου;" θέλησα να μάθω.
"Δεν ήθελε να σε πάμε σπίτι σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, οπότε πρότεινε να κοιμηθείς σε μας και ειδοποίησα εγώ την μαμά σου" απάντησε απλά και την κοίταξα τρομαγμένη.
"Ηρέμησε! Της είπα πως σε πήρε ο ύπνος καθοδόν και ότι θα έμενες σε μένα!" βιάστηκε να πει αφού είδε ότι παραλίγο να πάθω δύο εγκεφαλικά μαζί.
"Και γιατί δεν με ήθελες για παρέα στο δωμάτιό σου;" ρώτησα και σήκωσα το φρύδι μου.
"Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να κοιμηθείς στο δικό του για να 'σουν πιο άνετα, κι αυτός θα κοιμόταν στον καναπέ" αναφώνησε κι έγνεψα.
"Και ποιος με έγδυσε;" ρώτησα τρομαγμένη όταν παρατήρησα και πάλι τα γυμνά μου πόδια.
"Εγώ φυσικά!" ανταπάντησε αμέσως κι άφησα μια βαθιά ανάσα να βγει.
"Δεν πρόκειται να ξαναπιώ ποτέ μου" δήλωσα κατηγορηματικά και η επόμενη ερώτηση της Μαρίας με έπιασε απροετοίμαστη.
"Αλήθεια, γιατί ήπιες εξαρχής;" θέλησε να μάθει κι εγώ στραβοκατάπια.
Τι στο καλό έπρεπε να της πω εγώ τώρα; Ότι ζήλεψα την κοπέλα που είδα με τον Κωνσταντίνο; Ότι είμαι ερωτευμένη μαζί του και δεν νομίζω να τον ξεχάσω ποτέ; Ότι χρησιμοποίησα τον Μανώλη για να τον κάνω να ζηλέψει; Ή ότι παραλίγο να εξομολογηθώ τα πάντα στον Κωνσταντίνο;
Αχχχ, τι δύσκολο πράγμα ο έρωτας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top