Κεφάλαιο 10ο - Το κλαμπ

Το φόρεμα που είχε διαλέξει ο Κωνσταντίνος για μένα ήταν ένα απλό μπορντό σατινέ μέχρι το γόνατο, με βε λαιμό και λεπτές τιράντες. Ήταν όλο στενό και αγκάλιαζε υπέροχα το κορμί μου, τόνιζε το στήθος μου και τους γλουτούς μου ενώ είχε ένα σχίσιμο στην μπροστινή αριστερή πλευρά, αφήνοντας έτσι ακάλυπτο το μπούτι μου. Η αλήθεια ήταν πως μου πήγαινε αρκετά και ήταν σαν ραμμένο για 'μένα!

Η Μαρία από την άλλη, φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα μέχρι το γόνατο, στενό στο στήθος και τη μέση όμως πιο κάτω άνοιγε σε αέρινο. Ταίριαζε απόλυτα με το ανοιχτόχρωμο δέρμα της και της καθόταν γάντι! Ήμασταν και οι δύο πανέμορφες!

Μπήκαμε στο αμάξι και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το κλαμπ. Προσπάθησα να το παίξω χαλαρή όμως ένιωθα το βλέμμα του Κωνσταντίνου πάνω μου, και η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα. Ένιωθα να τρέμω, πρώτη φορά μου συνέβαινε αυτό. Εκείνος ξερόβηξε, και μόνο τότε έστρεψα το βλέμμα μου προς το μέρος του.

"Λοιπόν, μερικοί κανόνες και για τις δύο σας" είχε πάρει το σοβαρό του ύφος και είχε πλήρως την προσοχή μας. "Εννοείται πως δεν πίνετε αλκοόλ, αλλά ούτε οτιδήποτε άλλο που μπορεί να σας προσφέρει κάποιος. Δε θέλω να σας δω να μιλάτε με αγνώστους και ούτε να απομακρυνθείτε πολύ από το τραπέζι μας. Οτιδήποτε συμβεί θα έρθετε αμέσως να με βρείτε και να μου το πείτε, εντάξει;" συμπλήρωσε κι εμείς απαντήσαμε ταυτόχρονα, "Μάλιστα!".

Φτάσαμε έξω από το κλαμπ, και παρκάραμε κοντά στην είσοδο. Ο χώρος στάθμευσης ήταν γεμάτος από αυτοκίνητα αλλά και από κόσμο. Σίγουρα υπήρχαν περισσότερα άτομα εδώ, απ' όσα πήγαιναν στο σχολείο μας.

"Πάμε;" ρώτησε ο Κωνσταντίνος και άνοιξε την πόρτα για να βγει από το αμάξι.

"Πάμε να το κάψουμε!" αναφώνησε ενθουσιασμένη η Μαρία κι εγώ χαμογέλασα πλατιά.

Βγήκαμε, και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς την είσοδο, προσπερνώντας πολύ κόσμο που στεκόταν στην ουρά για να περάσουν μέσα στο κλαμπ. Φτάνοντας στην πόρτα υπήρχαν παιδιά από το δεκαπενταμελές του σχολείου μας και αφού έκαναν μια χειραψία με τον Κωνσταντίνο μας έδωσαν τα εισιτήριά μας για να μπούμε μέσα. Από πίσω μας ακούστηκαν διάφορες φωνές και διαμαρτυρίες που μπήκαμε εκτός σειράς, όμως το ότι ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρόεδρος του δεκαπενταμέλους είχε και τα θετικά του!

Μόλις μπήκαμε μέσα, η μουσική ξεχύθηκε στα αυτιά μας και ο ρυθμός σχεδόν μας συνεπήρε για να αρχίσουμε να χορεύουμε. Κοιταχτήκαμε με την Μαρία και γελούσαν μέχρι και τα αυτιά μας. Δεν το πιστεύαμε πως ήρθε αυτή η μέρα, και είμαστε πλέον στην πρώτη μας νυχτερινή εξοδο!

Το μέρος ήταν αρκετά μεγάλο και σίγουρα κάποιος μπορούσε να χαθεί εδώ μέσα! Στη μέση βρισκόταν μία μεγάλη πίστα όπου πολλοί χόρευαν ξέφρενα, ενώ γύρω γύρω την κοσμούσαν μικρά τραπεζάκια για το κόσμο. Στα δεξιά της αίθουσας βρισκόταν ένα μεγάλο μπαρ το οποίο είχε και σταντ για να μπορέσει κάποιος να καθίσει εάν ήθελε, ενώ στα αριστερά ήταν ένα πιο μικρό δίχως σκαμπό. Τέρμα στο βάθος βρισκόταν η πίστα του Dj και μια τεράστια οθόνη πίσω του με διάφορα μοτίβα που άλλαζαν σχέδιο, χρώμα και κίνηση αναλόγως με το ρυθμό της μουσικής. Στις δύο γωνίες, δίπλα από τον Dj βρισκόντουσαν ξύλινες σκάλες που σε ανέβαζαν στον πάνω όροφο, στο μπαλκόνι που υπήρχε ακριβώς από πάνω μας.

Βγαίνοντας από τις σκέψεις μου ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει. Ήταν η Μαρία, η οποία ακολουθούσε τον Κωνσταντίνο για να μη χαθούμε μέσα σε όλον αυτόν τον κόσμο. Το μέρος ήταν όντως μαγευτικό. Κινηθήκαμε δεξιά της πίστας χορού και φτάσαμε στην ξύλινη σκάλα. Την ανεβήκαμε και βρεθήκαμε πάνω στο μπαλκόνι. Υπήρχαν παντού τοποθετημένοι καναπέδες με τραπεζάκια έως και για οκτώ άτομα, και ήδη είχαν γεμίσει. Από εδώ πάνω μπορούσες να δεις τα πάντα, ό,τι συνέβαινε κάτω.

Περνώντας δύο τρία τραπέζια, σταματήσαμε και είδα αμέσως γνωστές φυσιογνωμίες. Η παρέα του Κωνσταντίνου ήταν εδώ. Ο Άγγελος, ο Νίκος, ο Βασίλης κάθονταν στον έναν καναπέ, ενώ ο Μανώλης στον άλλον απέναντί τους. Αφού τους χαιρέτησαμε εγώ με την Μαρία καθίσαμε στον καναπέ δίπλα στον Μανώλη, ο οποίος παρέμεινε στη μέση του καναπέ. Κοίταξα στιγμιαία τον Κωνσταντίνο και σχημάτισε με τα χείλη του τη φράση: "Κανόνας νούμερο 1".

Εκείνη την ώρα ο σερβιτόρος έφερε ένα μπουκάλι βότκα, ποτήρια, πάγο και δύο χυμούς, έναν πορτοκάλι κι ένα λεμόνι. Ο Κωνσταντίνος του ζήτησε μία καρέκλα, και τα παιδιά άρχισαν να μας σερβίρουν. Εγώ διάλεξα χυμό λεμόνι αφού ο Κωνσταντίνος μας είχε απαγορεύσει να πιούμε, και η Μαρία πορτοκάλι. Μετά από λίγο, μας έφεραν και την καρέκλα του Κωνσταντίνου κι εκείνος έκατσε δίπλα στην Μαρία.

Αρχίσαμε να συζητάμε και να γελάμε, και το κλίμα ήταν πολύ ζεστό. Ταυτόχρονα κουνιόμασταν στο ρυθμό της μουσικής ενώ που και που όλοι ψιθυρίζαμε και τους στίχους από τραγούδια που ξέραμε. Είχε περάσει αρκετή ώρα, όμως κανένας μας δεν είχε κάνει το πρώτο βήμα για να σηκωθεί να χορέψει. Κοιτούσα τον Κωνσταντίνο, όταν ένιωσα το χέρι του Μανώλη στα μαλλιά μου, να μου τα βάζει όλα προς τα πίσω για να τα βγάλει από τη μέση και να πλησιάζει στο αυτί μου για να μου πει κάτι.

"Τι λες όμορφη, θέλεις να χορέψουμε;" αυθόρμητα στο άκουσμα τον λέξεων του γύρισα να κοιτάξω τον Κωνσταντίνο, λες και είχα κάνει κάτι κακό. Εκείνος μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε.

Τι στο καλό ήταν αυτό τώρα; Αφού εγώ τον τήρησα τον κανόνα...

"Ναι, δώσε μου δύο λεπτά να πάω να φρεσκαριστώ πρώτα!" φώναξα για να με ακούσει και σηκώθηκα από τη θέση μου.

Η Μαρία με ρώτησε αν ήθελα να έρθει μαζί μου, όμως της έγνεψα όχι και ο Άγγελος μου έδειξε την πόρτα για τις τουαλέτες. Κατευθυνθήκα με γοργό βήμα προς τα εκεί, και χάρηκα όταν είδα πως δεν είχε καθόλου κόσμο. Μπήκα μέσα και έκατσα μπροστά από τον καθρέφτη, προσπαθούσα να μην το δείξω αλλά είχα στεναχωρηθεί με την συμπεριφορά του Κωνσταντίνου. Δεν μου είχε κάνει κάτι βέβαια, όμως με είχε πειράξει το ότι δεν μου έδινε καθόλου σημασία. Ίσως τελικά να έπρεπε να τον διαγράψω μία και καλή από την καρδιά και το μυαλό μου. Είχε έρθει η ώρα να δώσω μια ευκαιρία στον Μανώλη και να αξιοποιήσω σωστά τους κανόνες, έτσι ώστε να τον κάνω να με ερωτευτεί.

Έβαλα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου και μόλις γύρισα προς την έξοδο για να βγω από την τουαλέτα με σταμάτησε ένα ζευγαράκι που εισερχόταν μέσα σε αυτήν. Γελούσαν και φιλιόντουσαν ενώ το αγόρι από πίσω την έσπρωχνε για να μπουν μέσα σε κάποια από τις τουαλέτες. Γέλασα στη θέα τους όμως όταν έφτασαν δίπλα μου, το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι.

Κωνσταντίνε... ψέλισσα δίχως να ξέρω αν το στόμα μου κατάφερε να βγάλει κάποιον ήχο, κι έφυγα τρέχοντας από εκεί μέσα ενώ ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top