Πρώτη μέρα στο σχολείο
Πέρασε έτσι ο καιρός και έφτασε ο Σεπτέμβρης. Τα φύλλα τον δέντρων πήραν το χρυσαφί του χρώμα ενώ άλλα εγκατέλειπαν το κλαδί τους και έπεφταν στο έδαφος.
Η Ελίζα ήταν ενθουσιασμένη. Αυτή θα ήταν η πρώτη της μέρα στο σχολείο. Είχε ετοιμάσει την σάκα της από την προηγούμενη κιόλας μέρα. Το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Ανυπομονούσε να γνωρίσει καινούργιους ανθρώπους και να μάθει καινούρια πράγματα. Έμαθε να εκτιμάει όσα έχασε.
Είχε σχεδόν ξεχάσει εκείνο το όνειρο και αυτό γιατί η καλοσύνη με την οποία της φερόντουσαν οι Τζόουνς την έκανε να πιστέψει πως ήταν απλώς η φαντασία της. Και εξάλλου όσο μαγευτικό και να είναι ένα όνειρο κάποια στιγμή ξεχνιέται όσο κι αν προσπαθήσουμε να το κρατήσουμε. Έτσι και η Ελίζα έμεινε μόνο με την ανάμνηση των πράσινων ματιών που την κάρφωναν μέσα στο δωμάτιο.
Το επόμενο πρωί, ο ήλιος σήμανε την μεγάλη μέρα. Η Ελίζα σηκώθηκε από το κρεβάτι της και φόρεσε την πεντακάθαρη στολή της με το σήμα του σχολείου κεντημένο στην άκρη. Έπιασε τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα και βούρτσισε τα δόντια της. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Η αντανάκλασή της δεν της θύμιζε καθόλου τον εαυτό της . Ήταν τόσο περιποιημένη, τόσο λαμπερή, τόσο διαφορετική...
Βγήκε από το σπιτάκι της, αποχεραίτησε τους Τζόουνς και βγήκε από την μεγάλη έπαυλη. Όταν έφτασε στο χωριό, χεραίτησε τον μυλωνά, τον μανάβη και την τσαγκάρισσα. Φάνηκαν τόσο χαρούμενοι βλέποντας την τόσο όμορφη και περιποιημένη. Πάντα όλη στο χωριό την βοηθούσαν όσο μπορούσαν και την είχαν πλέον στην καρδιά τους.
Η Ελίζα έφτασε μπροστά στην μεγάλη καγκελόπορτα του νέου της σχολείου. Κοντοστάθηκε. Φοβήθηκε στη όψη αυτού του τεράστιου χώρου. Όλο το κουράγιο και ο ενθουσιασμός της εξαφανίστηκαν μονομιάς και έκανε να φύγει, όμως έπεσε κάτω. Έκλεισε τα μάτια και δάκρυσε σφίγγοντας τα χείλη της. Πως θα ταίριαζε εκείνη σε έναν τόσο διαφορετικό κόσμο; Δεν ήξερε καλούς τρόπους ούτε πως να φέρεται σαν πλούσια. Να την όμως, μπροστά σε ένα τεράστιο κτήριο, με την πεντακάθαρη στολή της, σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Έσφιξε τα δόντια προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό της και να διώξει αυτές τις σκέψεις.
Άκουσε τότε μια γνώριμη φωνή. Όταν θυμήθηκε από πού την ήξερε, γύρισε από την άλλη μεριά. Δεν ήθελε να κοιτάξει. Ήλπιζε πως ήταν ένα ακόμα όνειρο. Πως θα ξυπνούσε στο μικρό σπιτάκι της πάνω στο κρεβάτι της και θα αντίκριζε τον ήλιο. Αντιλήφθηκε κάποιον τόσο κοντά της που ένιωθε την ανάσα του.
"Είσαι καλά;" ρώτησε η γνώριμη φωνή.
Η Ελίζα σκούπισε τα δάκρυά της και γύρισε προς το μέρος του. Όταν είδε το πρόσωπό του κατάλαβε πως οι σιωπηλές προσευχές της δεν έπιασαν. Είδε πως και εκείνος ήταν το ίδιο έκπληκτος.
"Ελίζα;" αναφώνησε έκπληκτος ξεροκαταπίνοντας.
"Συγνώμη έχουμε ξανασυναντηθεί;" ρώτησε η Ελίζα, ελπίζοντας πως ό,τι είχε ζήσει έμεινε μέσα στο υποσυνείδητό της.
Αλλιώς θα έπρεπε να αποδεχτεί μια διαφορετική πραγματικότητα που θα άλλαζε ό,τι ήξερε μέχρι τότε.
"Τόσο πολύ άλλαξα;" ρώτησε ειρωνικά.
"Δεν ονειρεύομαι έτσι;" απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση του και τσίμπησε διακριτικά το πόδι της.
"Πώς είναι δυνατόν;" μουρμούρισε σοκαρισμένη.
"Το ότι συναντηθήκαμε σε ένα όνειρο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχω και στην πραγματικότητα ξέρεις" είπε χαμογελώντας στραβά με τα χέρια στις τσέπες.
"Λοιπόν; Τι θες εδώ, Κρίστιαν;" ρωτάει τονίζοντας το όνομά του.
"Εσένα" απάντησε γρήγορα.
Η Ελίζα δάγκωσε τα χείλη της κοιτώντας τριγύρω άβολα.
"Ε, δεν το εννοούσα έτσι!" απάντησε εκείνος γουρλώνοντας τα μάτια του.
"Μα πώς ήξερες τι-" πήγε να ρωτήσει πιο πολύ τρομαγμένη παρά σοκαρισμένη.
"Μεγάλη ιστορία... "μουρμούρισε και εκείνη αποφάσισε να μην συνεχίσει την συζήτηση.
Η Ελίζα χασκογέλασε. Ο Κρίστιαν την βοήθησε να σηκωθεί. Ήταν χαρούμενη που τον ξαναέβλεπε. Εκείνος ωστόσο, όσο κι αν χαμογελούσε φαινόταν προβληματισμένος. Η Ελίζα το ένιωθε. Κυριολεκτικά, η αύρα που εξέπεμπε το σώμα του Κρίστιαν την έκανε να νιώθει πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
"Μπορεί να είμαστε μαζί στην τάξη" είπε λίγο αργότερα προσπαθώντας να σπάσει την άβολη σιωπή.
"Μακάρι δεν ξέρω κανέναν εδώ πέρα" απάντησε μέσα από τα δόντια του ο Κρίστιαν κοιτώντας γύρω του.
Κάθισαν σε ένα από τα φρεσκοβαμμένα κόκκινα παγκάκια και μιλούσαν. Ο Κρίστιαν άρχισε να τις αφηγείται όσα πέρασε τα τελευταία χρόνια και εκείνη του είπε όλη την ιστορία της. Μιλούσαν πολλή ώρα, μέχρι που το κουδούνι διέκοψε με αγένεια. Σηκώθηκαν και πήγαν στην σειρά τους για τον αγιασμό. Τελικά, ήταν και οι δύο στην ίδια τάξη.
Μπήκανε στην αίθουσα. Η Ελίζα κάθισε στο θρανίο της μπροστά μπροστά και έβγαλε τα βιβλία από την σάκα της. Έψαξε με το βλέμμα της τον Κρίστιαν και είδε ότι καθόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Την κοίταξε και εκείνος και της έκλεισε το μάτι. Εκείνη του χαμογέλασε και ξεφύσισε γυρνώντας τα μάτια της. Ήταν αγχωμένη καθώς πολλές σκέψεις την απασχολούσαν. Θα ήταν καλός ο καθηγητής; Θα την συμπαθούσε; Τα μαθήματα θα είναι δύσκολα; Και αν δεν τα πήγαινε καλά; Και αν δεν έπαιρνε καλούς βαθμούς; Απορροφημένη από τις σκέψεις της, άργησε να καταλάβει τα δάχτυλα που χτυπούσαν διστακτικά την πλάτη της.
Όταν γύρισε, είδε ένα κορίτσι να κάθεται στο θρανίο από πίσω της. Στους ώμους της χύνονταν τα μακριά ξανθά μαλλιά της και φορούσε γυαλιά. Ήταν μικροκαμωμένο και φαινόταν εξίσου φοβισμένο με εκείνη.
"Μπορώ να βοηθήσω;" ρώτησε ευγενικά η Ελίζα.
"Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ. Είμαι η Μαίρη" απάντησε σε ένα γλυκό και ήσυχο τόνο χαμογελώντας ελαφρά.
"Είμαι η Ελίζα και ναι, είμαι καινούρια" της είπε χαμογελώντας όσο πιο πλατιά της επέτρεπαν οι σκέψεις της.
"Σε προειδοποίησε κανείς για τον καθηγητή;" ρώτησε σοβαρά, όμως η Ελίζα δεν πρόλαβε να απαντήσει.
Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά τρίζοντας. Η σκιά μια ψηλόλιγνης φιγούρας απλώθηκε στο πάτωμα. Πέρασε μέσα και στάθηκε μπροστά από τον πίνακα, κοιτώντας με ένα βλοσυρό βλέμμα όλη την τάξη.
"Λοιπόν δεν θα σηκωθείτε; Κανένας σεβασμός στον καθηγητή σας;" φώναξε με την βαριά φωνή του.
Όλοι σηκώθηκαν βιαστικά και στάθηκαν προσοχή. Τότε ο δάσκαλος έκατσε στην έδρα και τους έκανε νόημα να κάτσουν.
"Είμαι ο κύριος Άνταμς. Θα είμαι ο δάσκαλός σας για φέτος. Οι κανόνες μου είναι οι εξής: Δεν θα μιλάτε, δεν θα γελάτε, δεν θα μουρμουρίζετε, ούτε θα ψιθυρίζετε. Όποιος έρχεται αδιάβαστος θα μπαίνει τιμωρία. Στα διαγωνίσματα δεν θα αντιγράφετε ούτε θα μιλάτε πριν παραδοθούν όλα τα γραπτά. Δεν θα φωνάζετε ούτε θα παίζετε κατά τις διδακτικές ώρες. Εδώ είναι σχολείο όχι γήπεδο"
"Με τόσους κανόνες πιο πολύ φυλακή θυμίζει" μουρμούρισε ένα μαθητής από τα πίσω θρανία.
Όλα τα παιδιά γέλασαν με αυτό το αστειάκι. Ο δάσκαλος σηκώθηκε και πλησίασε τον μαθητή με έναν μεγάλο χάρακα. Τον σήκωσε από το αυτί και βγήκαν και οι δύο έξω από την τάξη. Φωνές και βογγητά κατέκλυσαν τον διάδρομο. Η Ελίζα δεν μπορούσε να ακούει και έκλεισε τα αφτιά της, ήξερε όμως πως αυτό ήταν ανώφελο. Έβαλε το πρόσωπό της στα χέρια της παίρνοντας βαθιές ανάσες. Η Μαίρη την πλησίασε και της χάιδεψε την πλάτη σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει. Η Ελίζα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της και σηκώθηκε όρθια. Έστρωσε σοβαρή την στολή της και περπάτησε προς την πόρτα.
Όταν βγήκε έξω είδε το κύριο Άνταμς, με τον χάρακα στο χέρι, έτοιμος να χτυπήσει για ακόμα μια φορά τον συμμαθητή της. Προχώρησε δυναμικά προς το μέρος τους και έπιασε τον καρπό του κύριου Άνταμς στο χέρι που κρατούσε τον χάρακα.
"Τι κάνεις αναιδέστατη; Πώς τολμάς;" της φωνάζει ο κύριος Άνταμς.
" Αν νομίζετε πως θα κάθομαι άπραγη και θα σας αφήσω να χτυπάτε όποιον άτυχο τολμήσει να ανοίξει το στόμα του τότε είστε γελασμένος" είπε αποφασιστικά η Ελίζα κοιτώντας τα μικρά μάτια του κύριου Άνταμς.
"Και γιατί παρακαλώ νομίζεις ότι έχεις το δικαίωμα να συμπεριφέρεσαι έτσι σε έναν καθηγητή σου;" ανταπάντησε απότομα
"Έχω το δικαίωμα να είμαι σωστός άνθρωπος. Αυτό δεν θα έπρεπε να μας διδάσκετε τώρα αντί να χτυπάτε έναν μαθητή σας;¨"
"Πιστεύεις ειλικρινά ότι εσύ, ένα κακομαθημένο μυξιάρικο, μπορείς να με σταματήσεις;" την ρώτησε γελώντας.
Στο άκουσμα και μόνο αυτών των λέξεων, η Ελίζα θύμωσε τόσο πολύ, που θα μπορούσε απλά να τον πνίξει με ένα δάχτυλο, πράγμα που παρεμπιπτόντως έμαθε να κάνει όσο ζούσε στον δρόμο.
Γιατί να το πει αυτό; Δεν την γνώριζε, δεν ήξερε τι είχε περάσει τι είχε δει. Τις δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει, εκείνος δεν θα μπορούσε ούτε να τις φανταστεί. Και επειδή ξαφνικά πάει σε ένα καλό σχολείο την κατατάσσει σε αυτήν την κατηγορία; Αυτό η Ελίζα δεν μπορούσε να το ανεχτεί!
Έτσι πήρε τον χάρακα από το χέρι του δασκάλου της και τον έσπασε σε δύο κομμάτια. Τον πέταξε κάτω και βοήθησε το αγόρι να σηκωθεί.
"Δεν μου το επιτρέπει η διαγωγή μου, κύριε" τόνισε την τελευταία λέξη και εκείνος την κοίταξε στρώνοντας το σακάκι του και επιστρέφοντας στην τάξη.
Τότε ένιωσε κάτι μέσα της να καίει. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της και προσπαθώντας να στηριχτεί στον τοίχο, σκόνταψε και έπεσε πάνω στο αγόρι.
Ο- Πρόσεχε. αναφώνησε απότομα πιάνοντας την μέση της.
Εκείνη του χαμογέλασε και αφού συστήθηκαν και έμαθε ότι τον λένε Όλιβερ, στάθηκε πάλι στα πόδια της.
Κοίταξε τον Κρίστιαν μέσα από το παράθυρο της τάξης. Εκείνος κοιτούσε τον δάσκαλο, που συνέχιζε το μάθημα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Παρατηρώντας τον Κρίστιαν είδε τον θυμό που είχε απλωθεί στο πρόσωπό του και την σφιγμένη του γροθιά πάνω στο θρανίο. Έμοιαζε σοβαρός, αλλά στο βλέμμα του είχε ένα ίχνος ικανοποίησης.
Στο διάλειμμα η Ελίζα και ο Κρίστιαν περπατούσαν στην αυλή. Κανείς τους δεν μιλούσε, μέχρι που η Ελίζα πήρε πρωτοβουλία.
"Γιατί δεν μιλάς;"
"Σκέφτομαι" απάντησε ψυχρά.
"Και γιατί είσαι θυμωμένος μαζί μου;" ρώτησε διστακτικά.
"Δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου. Είμαι θυμωμένος μαζί μου"
"Μα γιατί;"
Ο Κρίστιαν της έπιασε το χέρι και την πήγε πίσω από ένα δέντρο. Την άφησε και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε μουρμουρίζοντας πως δεν ήταν αρκετά δυνατός για να αποφύγει το πεπρωμένο του. Η Ελίζα τον έπιασε από τους ώμους, τον ταρακούνησε και στην συνέχεια τον ρώτησε:
"Τι στο καλό συμβαίνει μαζί σου;" ρώτησε φωνάζοντας σχεδόν και εκείνος την κοίταξε απολογητικά στα μάτια.
"Εσύ κι εγώ, έχουμε γραμμένες μοίρες Ελίζα. Το δικό μου πεπρωμένο δεν είναι μόνο να σε συνοδεύσω, καθώς εκπληρώνεις το δικό σου. Η προφητεία έγραφε πως ο ήλιος και το φεγγάρι θα έλκονται από όταν το πεπρωμένο τους ξεκινήσει μέχρι ο ουρανός σταματήσει να υπάρχει" απήγγειλε τα λόγια που είχε προφανώς αποστηθήσει.
"Δεν καταλαβαίνω" είπε μπερδεμένη και κούνησε το κεφάλι της.
"Η τελευταία δύναμη που πρέπει να ελέγξεις είναι η αγάπη. Και είναι γραμμένο πως εγώ θα σε βοηθήσω σε αυτό"
Το ένα βλέφαρο της Ελίζας συσπάστηκε. Τι;
"Για αυτό έπρεπε να 'κλείσω' τον καθρέφτη. Το ένιωσα να ξεκινάει Ελίζα και από όταν ξεκινήσει, δεν θα μπορώ να το σταματήσω" εξήγησε και ξαφνικά το βλέμμα της Ελίζα σοβάρεψε.
"Τι εννοείς έκλεισες τον καθρέφτη;" ρώτησε με ένα αχνό ειρωνικό χαμόγελο.
Ο Κρίστιαν στραβοκατάπιε και κοίταξε τα παπούτσια του.
"Ξέρεις πόσες ερωτήσεις είχα; Ξέρεις πόσο ανάγκη είχα κάποιον που θα μπορούσε να με καταλάβει; Ξέρεις πόσο χρειαζόμουν να πιστέψω ότι ήσουν όντως αληθινός και όχι απλώς η φαντασία μου;" ψιθυροφώναξε και εκείνος την κοίταξε σφίγγοντας το σαγόνι του.
Ο Κρίστιαν έκανε να φύγει, αλλά η Ελίζα τον έπιασε αποφασιστικά από το μπράτσο και τον γύρισε προς το μέρος της, με αποτέλεσμα να απέχουν ξαφνικά ο ένας από τον άλλον μόλις μερικά εκατοστά. Εκείνη ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά και οι πεταλούδες που χόρευαν σαν τρελές μέσα στο στομάχι της κόντεψαν να την ρίξουν κάτω. Όμως δεν ήταν μόνο η δική της καρδιά που ένιωθε. Ήταν και η δική του.
"Συγχαρητήρια σήμερα κατάφερες να ελέγξεις την δύναμη του κουράγιου" ανακοίνωσε σοβαρά.
Η Ελίζα πληγωμένη απομάκρυνε το χέρι της. Ένιωσε το κρύο να την τυλίγει καθώς έκανε ένα ακόμα βήμα μακριά του. Την ψυχή της όμως κατάφερε να παγώσει το πλέον ψυχρό του βλέμμα.
Ο Κρίστιαν άρχισε να απομακρύνεται, πριν όμως είναι αρκετά μακριά για να μην μπορεί να τον ακούσει η Ελίζα, σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι του ώστε μόνο το προφίλ του να είναι ορατό στην Ελίζα.
"Και για να ξες. Ο δεσμός ξεκινάει από μια απλή έλξη. Θα καταλήξει όμως ως κάτι πολύ παραπάνω. Και έχει αρχίσει ήδη"
Αν και την τελευταία του πρόταση μόλις την ψιθύρισε η Ελίζα κατάφερε να το ακούσει και ήταν αρκετό για να της κόψει την ανάσα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top