Το τρίτο όνειρο

Η Ελίζα ήταν ακόμα σοκαρισμένη από ότι προηγήθηκε στο σχολείο με τον Κρίστιαν. Ήταν δυνατόν να συμβαίνουν όλα όσα της περιέγραψε; Μα ήξερε ήδη την απάντηση, κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί.

Τον ξέρεις μόνο δύο μέρες, πόσο ανώριμη μπορεί να είσαι για να ερωτευτείς κάποιον που ξέρεις μόλις δύο μέρες; της φώναζε το υποσυνείδητό της κάνοντας το στομάχι της να σφιχτεί.

Μα δεν μπορούσε να παραβλέψει το πόσο αληθινά ακούγονταν τα λόγια του, το πόσο αληθινό το αισθάνθηκε όταν απείχε μόλις μερικά εκατοστά από τα χείλη της. Ένιωθε την ανάσα του, την καρδιά του, την ζεστασιά του, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια ένιωθε πως ήταν πραγματικά στο σπίτι της.

Τα βλέφαρά της βάρυναν και την παρέδωσαν για ακόμα μια φορά στα χέρια ενός ονείρου.

Η Ελίζα άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν σε ένα δάσος. Ένα πολύ πυκνό δάσος με πολλά δέντρα και διαφορετικά είδη θάμνων και λουλουδιών. Ήταν τρομαγμένη. Πρώτον ήταν μόνη της σε ένα δάσος μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, όπως μαρτυρούσε το χλωμό και γεμάτο φεγγάρι από πάνω της. Δεύτερον δεν ήξερε πως βρέθηκε εκεί, αλλά ήταν σίγουρη ότι όσο είχε τα λογικά της ποτέ δεν θα πήγαινε μόνη της σε ένα τόσο... σκοτεινό μέρος.

Κάνοντας μια στάση και κοιτώντας τριγύρω της η Ελίζα επανεξέτασε τι σήμαινε το σκοτάδι για εκείνη. Για εκείνη δεν ήταν απλώς ο μεγαλύτερος και χειρότερος φόβος της αλλά και ένας πολύ καλός λόγος για να πέσει στο έδαφος, να κουλουριαστεί και -για το μεγάλο φινάλε- να βάλει τα κλάματα. Έτσι κατάλαβε γρήγορα πως αυτό το όνειρο επρόκειτο για έναν εφιάλτη.

Η Ελίζα είχε κοκαλώσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να τρέξει; Να φωνάξει για βοήθεια; Ή να ακολουθήσει το σχέδιο που αναφέρθηκε νωρίτερα; Και έτσι μες στην απελπισία της, άκουσε μια φωνή να της λέει: «Προχώρα δεν έχεις πολύ χρόνο! Πρέπει να τον βοηθήσεις!».

Η Ελίζα άρχισε να τρέχει προς μια κατεύθυνση. Μετά από λίγη ώρα άκουσε μια κραυγή. Αυτό την έκανε να επιταχύνει το βήμα της, ακολουθώντας την φωνή. Ένιωθε τα παπούτσια της να βυθίζονται μέσα στο μαλακό χώμα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρεί από που προερχόταν η κραυγή. Τελικά έφτασε σε ένα ξέφωτο, όπου υπήρχε ένας άντρας με σκληρά χαρακτηριστικά.

Ήταν τεράστιος. Φαινόταν μεγάλος και αναμφίβολα δυνατός. Καθόταν μπροστά από μια μεγάλη σκηνή με σταυρωμένα τα χέρια και ένα σοβαρό βλέμμα απλωμένο στο αξύριστο πρόσωπό του.

Η Ελίζα δεν ήθελε να πλησιάσει ούτε εκατοστό παραπάνω, αλλά εκείνη η φωνούλα συνέχιζε να φωνάζει "Συνέχισε και μην φοβάσαι. Είσαι πιο δυνατή από αυτόν". Η Ελίζα σκεφτόταν πως ίσως αυτή η φωνή δεν έβλεπε καλά ή απλώς ήθελε ντε και καλά να την πείσει να προχωρήσει προς τον μεγαλόσωμο άνδρα. Από πού κι ως πού ένα 16χρονο κορίτσι ήταν δυνατότερο από κάποιον τόσο μεγαλόσωμο; Παρ' όλα αυτά, η Ελίζα μάζεψε κάθε σταγόνα θάρρους που είχε στο κορμί της και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του. Καθώς τον πλησίαζε, εκείνος την κοίταξε και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

Η Ελίζα προχωρούσε διστακτικά προς εκείνον, όταν άκουσε βήματα πίσω της. Τότε κάποιος την ακινητοποίησε πιάνοντάς την από τον λαιμό και κρατώντας το μπράτσο της. Η Ελίζα άρχισε να αντιστέκεται, όμως η κρύα λεπίδα που ένιωσε πάνω στον λαιμό της, την έκανε να σταματήσει.

"Τι να την κάνουμε;" ρωτάει ο ένας άγνωστος.

"Θα την πάμε μαζί με τον άλλον που μαζέψαμε νωρίτερα" απαντάει ο φύλακας.

Ο άνδρας που την απειλούσε, χαμογέλασε πονηρά και έγνεψε καταφατικά. Ήταν ψηλός, λεπτός και είχε κόκκινα γένια. Τα δόντια του κιτρίνιζαν και τα δάχτυλά του παρόλο που έδινα την εντύπωση πως ήταν άχαρα, χειριζόταν την λεπίδα με απίστευτη μαεστρία.

Ο κοκκινομάλλης άνδρας μάζεψε την λεπίδα και την οδήγησε μέσα στην σκηνή. Εκεί είδε ένα αγόρι δεμένο σε μια καρέκλα. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Όταν ο άνδρας την άφησε και άρχισε να της δένει τα χέρια, ο φύλακας του ψιθύρισε κάτι και εκείνος έγνεψε το κεφάλι του καταφατικά.

"Εγώ είμαι ο Τζέρεμυ" είπε δήθεν ευγενικά αφού την έδεσε.

Τότε πλησίασε το αγόρι και καθώς τον γυρνούσε είπε: "Τώρα θα έχετε και παρέα...".

Η καρέκλα γύρισε. Όχι, όχι, όχι... Μπροστά της ήταν ο Κρίστιαν σχεδόν λιπόθυμος και χτυπημένος άσχημα. Το στομάχι της Ελίζας έγινε κόμπος και η καρδιά της πονούσε και μόνο στην εικόνα.

Κι έχει αρχίσει ήδη... άκουσε την φωνή του στο κεφάλι της.

"Κρίστιαν!" φώναξε σε μια προσπάθεια να του τραβήξει την προσοχή.

Εκείνος σήκωσε ελαφρά το μελανιασμένο και γεμάτο αίματα πρόσωπό του. Μόλις την αντίκρισε το πρόσωπό του φωτίστηκε.

"Φύγε όσο ακόμα μπορείς" μουρμούρισε λίγο πριν παραδοθεί ξανά στην αδυναμία του και ο Τζέρεμυ δέσει ένα κάποτε λευκό πανί γύρω από το στόμα του.

"Βλέπω γνωρίζεστε. Ελπίζω εσύ να είσαι πιο διαφωτιστική από τον φίλο σου, γιατί δεν έχω κανένα πρόβλημα με το να χτυπάω κορίτσια" την απείλησε ο κοκκινομάλλης και εκείνη τον κοίταξε αποδοκιμαστικά.

Ρίχνοντας μια ακόμα ματιά στον Κρίστιαν δάκρυσε.

"Τι ξέρεις για τον καθρέφτη κοριτσάκι;" ρώτησε τραγουδιστά, αλλά η Ελίζα δεν έκανε καν τον κόπο να τον κοιτάξει.

"Ρώτησα κάτι" συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο, αλλά η Ελίζα ανένδοτη κοιτούσε ανέκφραστα μπροστά της.

Το χαστούκι που της έδωσε ο Τζέρεμυ ήταν εκκωφαντικό. Ο Κρίστιαν σήκωσε το κεφάλι του και προσπαθώντας να κρύψει ελαφρά βογγητά όσο πάλευε με τα σκοινιά που τον κρατούσαν στην καρέκλα του, αλλά ήταν μάταιο.

Η Ελίζα δάκρυσε αλλά παρέμεινε στην θέση της.

"Σκότωσε με αν θες... ξεκίνησε να λέει άχρωμα, κερδίζοντας ένα δυνατό γρύλισμα από τον Κρίστιαν.

"Αλλά δεν θα σου πω τίποτα" συμπλήρωσε κοιτώντας με ένα βλέμμα ανωτερότητας τον Τζέρεμυ ο οποίος εξοργισμένος έφτυσε στο έδαφος.

"Κρίμα... Τώρα θα πρέπει να δεις τον φίλο σου να πεθαίνει μπροστά στα μάτια σου και δεν θα μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα για αυτό" είπε και ένα παρανοϊκό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.

Ο φύλακας άρχισε να πλησιάζει τον Κρίστιαν με αργά και σίγουρα βήματα. Έφτασε πίσω του και σήκωσε αργά το κεφάλι του. Έβγαλε από την τσέπη του το μαχαίρι με το οποίο πριν από λίγο απειλούσε την Ελίζα. Το σήκωσε σιγά σιγά με προορισμό τον λαιμό το Κρίστιαν.

"Όχι" είπε τότε η Ελίζα.

Ο Τζέρεμυ σταμάτησε την κίνησή του και το χαμόγελο εξαφανίστηκε από τα χείλη του.

"Πως είπες;" ρώτησε ειρωνικά. αλλά για ακόμα μια φορά το πρόσωπό του έβραζε από θυμό.

"Είπα όχι. Μην τολμήσεις καν να τον αγγίξεις" απαίτησε η Ελίζα.

"Καλά ότι πεις..." της απάντησε αδιάφορα και ακούμπησε την λεπίδα στον λαιμό του Κρίστιαν.

Μια λεπτή κόκκινη γραμμή άρχισε να διαγράφεται στον λαιμό του.

"Είπα όχι!" φώναξε και ένα ζεστό φως βγήκε από μέσα της.

Ο Τζέρεμυ, ο Κρίστιαν, όλα εξαφανίστηκαν και η Ελίζα πετάχτηκε από το κρεβάτι της, σαστισμένη από αυτόν τον τρομερό εφιάλτη. Κούνησε λίγο το κεφάλι της και μόλις βρήκε την ανάσα της πήγε να σηκωθεί. Όταν όμως στάθηκε όρθια ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν και ξαφνικά όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top