Το αντίο πονάει...
Η Ελίζα ξύπνησε ιδρωμένη, το δέρμα της κολλημένο πάνω στα σεντόνια. Η μόνη σκέψη που τριγυρνούσε στο μυαλό της ήταν ότι δεν γινόταν αυτό που της είπε ο άνδρας. Δεν υπήρχε λογική εξήγηση, δεν γίνεται απλά να διαγράψεις την ύπαρξη ενός ανθρώπου από τις αναμνήσεις κάποιου.
Έτσι;
Η αντικρουόμενη σκέψη ωστόσο ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και ότι πλέον, η καινούρια της ζωή, τα πράγματα που ήξερε, έδιναν περιθώριο στην απειλή του μάγου να γίνει πραγματικότητα, την τρομοκρατούσε.
Τικ τοκ πριγκίπισσα. Η ώρα περνάει και δεν θα μπορέσεις ούτε να τους αποχαιρετήσεις... άκουσε μια φωνή να αντηχεί στο κεφάλι της, σαν δεύτερο υποσυνείδητο και πετάχτηκε από το κρεβάτι της.
Άλλαξε ρούχα και έτρεξε έξω από το σπιτάκι της αρπάζοντας την σχολική της τσάντα. Στην διαδρομή έστρωσε τα μαλλιά της με τα δάχτυλά της ενώ με το άλλο χέρι συγκρατούσε το σακίδιο της έτσι ώστε να μην γλιστρήσει από τους ώμους της.
Πέρασε την μεγάλη καγκελόπορτα και κοίταξε γύρω της για τον Κρίστιαν, για τον Όλιβερ, ακόμα και για τον κύριο Άνταμς! Το κεφάλι της στριφογύριζε.
Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος. σκεφτόταν αγχωμένη μέχρι που ένιωσε το βλέμμα κάποιου πάνω της.
Γύρισε προς το μέρος του και είδε τον Κρίστιαν να κάθεται σε ένα παγκάκι γυρισμένος προς το μέρος της. Στραβοκατάπιε και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του, με βήματα βιαστικά και πόδια που έτρεμαν.
Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια. Σε αυτά τα πράσινα μάτια που τόσες φορές έγιναν η φυλακή της λογικής της και το χαμόγελο τον ονείρων της. Σηκώθηκε και εκείνος όρθιος και την κοίταξε απορημένος. Εκείνη έκανε μύτες και τον αγκάλιασε. Ένα δάκρυ κύλισε στα μάγουλά της και του είπε το δικό της, προσωρινό –ευχόταν– αντίο.
"Θυμάσαι τι μου είχες πει; Θυμάσαι που πίστευες ότι ήμουν ξεχωριστή;" ρώτησε βιαστικά πνιγμένα, προσπαθώντας να κρατήσει τους λυγμούς της.
"Ελίζα τι γίνεται;" ρώτησε πίσω μέσα στο αυτί της, καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
"Μην το ξεχάσεις εντάξει; Να με θυμάσαι και να κάνεις ό,τι μπορείς. Να θυμάσαι την αποστολή σου. Σώσε τον κόσμο γιατί εγώ δεν θα μπορώ μόνη μου. Είπα ψέματα. Δεν είμαι αρκετά δυνατή ή ξεχωριστή ή τίποτα για να το διαχειριστώ μόνη μου όλο αυτό και θα σας χάσω όλους" του απάντησε νευρικά τρίβοντας ασυναίσθητα το σβέρκο.
"Ελίζα την έχουμε κάνει ήδη αυτήν την συζήτηση" της απάντησε σοβαρός μα εκείνη δεν απομακρύνθηκε.
"Τα πράγματα θα είναι διαφορετικά από εδώ και πέρα. Θεέ μου, υπάρχουν τόσα πράγματα που ήθελα να σου πω και ο χρόνος είναι υπερβολικά λίγος..." του είπε αγνοώντας την δήλωση του και γέλασε μέσα στον πανικό της.
"Απλά ευχαριστώ που με ανέχτηκες και μου με βοήθησες και... που πραγματικά άλλαξες την ζωή μου και σου είμαι ευγνώμων για αυτό και λυπάμαι τόσο πολύ που δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω"
"Ελίζα εγώ-" άρχισε να λέει αλλά εκείνη απομακρυνόταν ήδη, αφήνοντάς τον άφωνο και σοκαρισμένο στην μέση της αυλής.
Άρχισε να τρέχει προς την πίσω αυλή, ψάχνοντας τον Όλιβερ. Τον είδε να κάθεται σε έναν τοίχο και να μιλάει με άλλα τρία αγόρια. Άρχισε να προχωράει προς το μέρος τους. Όταν σταμάτησε λίγο πιο πέρα τον είδε να την κοιτάει. Εκείνος έκανε νόημα στους άλλους και άρχισε να την πλησιάζει.
Έπιασε τους ώμους της και τους έτριψε γλυκά.
"Γιατί κλαις μικρή;" ρώτησε γλυκά.
"Αστεία ιστορία, αλλά ίσως τελικά να ήταν καλό η ζωή μας να ήταν λίγο πιο φυσιολογική" ρούφηξε την μύτη της.
"Πες μου τι έγινε;" ξαναρώτησε πιο σοβαρός.
Τικ τοκ τικ τοκ... ξαναάκουσε την φωνή στο κεφάλι της και αγχώθηκε ακόμα περισσότερο.
"Ο μάγος... Θα με διαγράψει από τις μνήμες όλων σας. Δεν θα έχω υπάρξει ποτέ για κανέναν σας. Και αυτό είναι τόσο... Τόσο απαίσιο. Είναι σαν να με σκοτώνει και να με αναγκάζει να σας βλέπω να ζείτε τις ζωές σας πιθανώς πολύ πιο ήρεμοι χωρίς εμένα" του χαμογέλασε πικρά και εκείνος με πληγωμένο βλέμμα την τραβάει στην αγκαλιά του.
"Αντίο μαγισσάκι... Λυπάμαι"
"Αντίο πουλερικό... Κι εγώ λυπάμαι" του απάντησε και απομακρύνθηκε.
Όλα άρχισαν να πηγαίνουν πιο αργά. Η Ελίζα μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκε μόνη στο κέντρο της αυλής. Είχε αρχίσει. Το ένιωθε.
Άρχισε να προχωράει με βαριά βήματα προς την τάξη της. Μπήκε μέσα μαζί με τους άλλους μαθητές και έκατσε στην θέση της. Το σημάδι της ήταν ακόμα χαραγμένο εκεί πάνω. Τουλάχιστον το θρανίο δεν είχε ξεχάσει...
Μπήκε μέσα, χωρίς να την πάρει είδηση κάποιος και ακολούθησε ο κύριος Άνταμς χαιρετώντας τους μαθητές. Μετά από λίγο την κοίταξε απορημένος.
"Γιατί δεν με ενημερώνουν ποτέ έγκαιρα για καινούριους;" ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του και όλη η τάξη γύρισε να την κοιτάξει.
Κοίταξε γύρω της, όταν όλοι σταμάτησαν να μιλάνε καρφώνοντας την. Είδε τον Κρίστιαν να την κοιτάει παραξενεμένος, όπως και ο Όλιβερ και η Μαίρη.
"Λυπάμαι. Δικό μου λάθος" απάντησε κοιτώντας τον καθηγητής της και εκείνος ένευσε επικριτικά.
Γύρισε να κοιτάξει όσο πιο διακριτικά μπορούσε τον Κρίστιαν, μα μιλούσε με μία κοπέλα στο διπλανό θρανίο χαμογελώντας πλάγια. Σε εκείνη ποτέ δεν χαμογελούσε έτσι.
Ένα κύμα ανακούφισης την κατέκλυσε, όταν γύρισε μπροστά του ρολάροντας τα μάτια του, καθώς η κοπέλα χαζογελούσε με την φίλη της.
Ο ήλιος και το φεγγάρι θα έλκονται από όταν το πεπρωμένο τους ξεκινήσει μέχρι ο ουρανός σταματήσει να υπάρχει. σκέφτηκε από μέσα της με την ελπίδα πως θα την άκουγε, μα το βλέμμα του παρέμεινε παγωμένο στον πίνακα.
Ο πόνος που ένιωσε η Ελίζα έγινε σχεδόν σωματικός.
[...]
Τα μαθήματα τέλειωσαν και άρχισε να προχωράει προς το σπίτι της. Δεν θα χρειαζόταν να δικαιολογηθεί στους Τζόουνς. Είχαν τόσες πολλές υπηρέτριες, που δεν θα την πρόσεχαν καν.
Αυτή ήταν ασυζητητί η χειρότερη μέρα της ζωής της μετά τον θάνατο των γονιών της. Όλοι την προσπερνούσαν σαν να ήταν φάντασμα. Μερικά αδιάκριτα βλέμματα έπεφταν πάνω της, και κουτσομπολιά ακούγονταν για την καινούρια κοπέλα, μα κανείς δεν έδωσε περισσότερη σημασία στην αρχή.
Έπιασε τον Όλιβερ να την κοιτάει γελώντας υπεροπτικά μερικές φορές και ντροπιασμένη γυρνούσε μπροστά της. Τον Κρίστιαν τον είχε πετύχει στα διαλείμματα στην αυλή, κάτω από το δέντρο που είχαν μιλήσει την πρώτη μέρα.
Το στομάχι της σφίχτηκε στην ανάμνηση αυτή, καθώς περνούσε την καγκελόπορτα της έπαυλης.
Μπήκε στο σπιτάκι της και έπεσε πάνω στο κρεβάτι της, κλείνοντας τα μάτια της και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Όσο ήρεμη και να φαινόταν απ' έξω της μέσα της ένιωθε σαν να γινόταν έκρηξη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και προχώρησε προς το συρτάρι του γραφείου της. Δεν ήξερε πώς ή αν θα βοηθούσε αυτό που θα έκανε, αλλά δεν είχε και τίποτα να χάσει.
Δεν είχε απολύτως τίποτα.
Πήρε τον καθρέφτη και έκατσε ξανά οκλαδόν στο κρεβάτι της.
"Σε παρακαλώ. Βοήθησε με. Ξέρω πως δεν θες το κακό μου, και ξέρω πως επίσης θες την βοήθειά μου, μα εγώ θέλω την δική τους" είπε και ένα δάκρυ της ξέφυγε και αφού κύλησε κατά μήκος του προσώπου της, έπεσε από το μάγουλό της και προσγειώθηκε πάνω στον καθρέφτη.
Ξαφνικά ένα απέραντο λευκό φως απλώθηκε στο δωμάτιο, αναγκάζοντας την Ελίζα να κλείσει τα μάτια της. Μετά από λίγο τα ξανάνοιξε και, αφού τα μάτια της συνήθισαν, κατάλαβε πως βρισκόταν σε ένα τεράστιο λευκό δωμάτιο. Χωρίς έπιπλα ή παράθυρα.
"Αν θες να τους κάνεις να θυμηθούν, θύμισε τους το γιατί δεν ήθελαν να σε ξεχάσουν" ακούστηκε μια φωνή σαν ηχώ στο δωμάτιο.
Η φράση συνέχισε να επαναλαμβάνεται, αλλά πουθενά δεν φαινόταν κάποιος άλλος πέρα από την Ελίζα.
"Πώς θα το κάνω αυτό;" φώναξε στο κενό.
Μα καμία απάντηση δεν ακούστηκε, η φωνή συνεχιζόταν να ακούγεται χωρίς σταματημό.
"Ο μάγος έσβησε τις αναμνήσεις τους, όχι το μυαλό τους ούτε τις αποφάσεις που πήραν όσο σε ήξεραν. Βρες το κουμπί που θα τις ξαναβγάλει στην επιφάνεια. Κάνε τους να νιώσουν όπως ένιωθαν μαζί σου. Αδιαφορία που μετατράπηκε σε ενδιαφέρον και θαυμασμό, φόβος που μετατράπηκε σε κουράγιο. Θύμισε τους ποια είσαι. Η μαγεία είναι κάτι που μας προσφέρει η φύση και η φύση απαιτεί ισορροπίες. Βρες το παραθυράκι" άκουσε ξαφνικά να λέει η φωνή και ξαφνικά, από τις σκιές βγήκε μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια, φορώντας ένα μακρύ μπλε φόρεμα.
Και με αυτήν την εικόνα Ελίζα βρέθηκε ξανά στο σπιτάκι της.
Κουρασμένη από την σημερινή μέρα, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και τα βλέφαρά της έκλεισαν βυθίζοντας σε έναν ήρεμο ύπνο...
[...]
1 μήνας αργότερα.
Πρωί. Η Ελίζα σηκώνεται σιγά από το κρεβάτι και κρύβει τον καθρέφτη μέσα στο συρτάρι.
Τον τελευταίο μήνα, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Προσπάθησε να πλησιάσει στην αρχή τα αφεντικά της μα όπως και σε όλες τις υπόλοιπες υπηρέτριες τους δεν της απαντούσαν καν.
Οι άνθρωποι του χωριού φαινόντουσαν καχύποπτοι προς το καινούριο κορίτσι που εμφανίστηκε από το πουθενά και η Ελίζα πονούσε βλέποντας τα ψυχρά τους βλέμματα. Άνθρωποι που αγαπούσε και την βοήθησαν της φερόντουσαν σαν ξένη.
Στην ζωή το θέμα δεν είναι να κρατάς καλά χαρτιά, αλλά να παίζεις καλά ένα κακό χαρτί. της είχε πει κάποτε η μαμά της.
Αυτό ήταν ένα κακό χαρτί. Ένα πολύ κακό χαρτί. Διότι τώρα μια λάθος κίνηση θα μπορούσε να της στοιχίσει το παιχνίδι...
Η Μαίρη στο σχολείο την απέφευγε, το άγχος και ο πανικός που αναγραφόταν στα μάτια της την πρώτη μέρα που την γνώρισε δεν είχε φύγει από τα μάτια της και δεν έβρισκε ποτέ την ευκαιρία να μιλήσουν όταν απομακρυνόταν τρέχοντας σχεδόν με το κεφάλι της χωμένο σε ένα βιβλίο.
Τον Όλιβερ προσπάθησε να τον πλησιάσει μερικές φορές, μα γνώρισε μια μεριά του που δεν ήξερε από την αρχή. Οι φίλοι του ήταν πάντα γύρω του, με καυστικά σχόλια κάθε φορά που έκανε να τους μιλήσει, με πονηρά γελάκια και αδιάκριτα βλέμματα. Φήμες άρχισαν να βγαίνουν πάνω στο τι είδους σχέση μοιράζονταν οι δύο τους οπότε και η Ελίζα τα παράτησε.
Ο Κρίστιαν όμως φαινόταν πιο χαμένος από όλους. Τα μαλλιά του ανακατωμένα, τα μάτια του κουρασμένα, κάτω από τα μανίκια του πουκαμίσου του η Ελίζα διέκρινε μελανιές και μαύρες φλέβες. Άραγε να την έψαχνε; Να έψαχνε τον άνθρωπο με την Λούξινους τον οποίο θα στήριζε στον πόλεμο; Να έψαχνε την Ελίζα και κάτι να τον εμπόδιζε; Να ξεχνούσε κάθε στοιχείο που επέστρεφε στο μυαλό του εξαιτίας του μάγου;
Μα όλα αυτά ήταν απλώς εικασίες, χωρίς την βοήθεια του καθρέφτη και πλέον το μέρος το οποίο αντιμετώπιζε αρχικά ως την νέα ευκαιρία της, είχε γίνει η προσωπική της κόλαση.
Και πάλι εδώ. Μπροστά στο τεράστιο επιβλητικό κτήριο, όπου έγιναν πιο πολλά πράγματα απ' όσα θα ήθελε ποτέ να γίνουν η Ελίζα.
Στον ουρανό από πάνω, σύννεφα άρχισαν να πλησιάζουν το ένα το άλλο, μαυρίζοντας τον και δημιουργώντας διάφορα σχήματα.
Μία σταγόνα έπεσε στο κεφάλι της και αυτήν την σταγόνα ακολούθησαν πολλές... Όλοι άρχισαν να τρέχουν μέσα. Η Ελίζα όμως στάθηκε στο κέντρο της αυλής και κλείνοντας τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό. Πόσο όμορφη ήταν η βροχή... Πάντα της άρεζε... Διότι όταν περπατάς στην βροχή κανείς δεν σε βλέπει να κλαις...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top