Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό


Του κουδούνι χτυπάει και σημαίνει την λήξη των μαθημάτων.

Η Ελίζα μάζεψε την σάκα της. Όλη την υπόλοιπη μέρα προσπαθούσε να αποφύγει τον Όλιβερ, ο οποίος την κυνηγούσε σε όλο το σχολείο. Της μουρμούριζε, της ψιθύριζε, μια φορά πήγε να την τραβήξει από το χέρι, αλλά η Ελίζα ήταν πολύ μπερδεμένη με τα δικά της προβλήματα για να ασχοληθεί και με αυτό. Προς το παρόν δεν την αφορούσε και ήθελε να παραμείνει έτσι.

Βγήκε από το σχολείο και άρχισε να προχωράει μέσα στην ήσυχη πλέον πόλη. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Την σιωπή διέκοπτε μόνο το σύρσιμο των ποδιών της πάνω στον χωμάτινο δρόμο.

Μετά από λίγο, τον ήχο των βημάτων της, συνόδευσε ο θόρυβος από την μηχανή ενός αυτοκινήτου. Η Ελίζα γύρισε πίσω και είδε ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο, με ένα ασημένιο οικόσημο στο καπό. Το οικόσημο έδειχνε ένα πουλί, με μεγάλα φτερά.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα στην Ελίζα και από το παράθυρο ξεπρόβαλε το κεφάλι του Όλιβερ.

"Δεσποινίς Τζόουνς, θα μπορούσα εγώ και η μητέρα μου να σας συνοδεύσουμε σπίτι;" ρώτησε ευγενικά με ένα στραβό χαμόγελο.

Η Ελίζα τον κοίταξε σηκώνοντας το ένα φρύδι.

"Ναι γλυκιά μου έλα μαζί μας. Το σπίτι σου είναι στον δρόμο μας" συμπλήρωσε ευγενικά τον γιο της και η Ελίζα την κοίταξε γλυκαίνοντας την έκφρασή της.

"Εμ σας ευχαριστώ αλλά δεν είναι ανάγκη θέλω να περπατήσω" τους απαντάει προσπαθώντας να τους αποφύγει.

"Καλά τότε" παραδίνεται και γυρνάει μπροστά της.

Το παράθυρο άρχισε να κλείνει και η Ελίζα άφησε μια ανάσα ανακούφισης. Ήξερε ότι αν έμπαινε εκεί μέσα δεν θα μπορούσε παρά να μιλήσει στον Όλιβερ για το τι έγινε σήμερα. Τις σκέψεις της διέκοψαν τα λόγια της μαμάς του Όλιβερ και η επανάληψη του ήχου που έκαναν τα παράθυρα ανοίγοντας.

"Όλιβερ θα συνοδεύσεις την δεσποινίδα στο σπίτι της. Δεν γίνεται να κυκλοφορείς έτσι μόνη σου στον δρόμο γλυκιά μου" είπε στοργικά η μητέρα του Όλιβερ.

Εκείνος διατηρώντας το ίδιο στραβό χαμόγελο και κοίταξε την Ελίζα. Εκείνη πήγε να ανοίξει το στόμα της για να αρνηθεί, αλλά ο Όλιβερ την πρόλαβε.

"Φυσικά μητέρα" είπε και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, βγαίνοντας γρήγορα έξω.

Το αυτοκίνητο ξαναξεκίνησε, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης και τα δύο παιδιά να κοιτάζονται.

"Τι θες;" ρωτάει απότομα γνωρίζοντας πως πλέον δεν μπορεί να τον αποφύγει.

"Νομίζω πως εγώ πρέπει να ρωτήσω τι είδες" την κοίταξε σοβαρός πλέον.

Εκείνη ξεροκατάπιε. Να του έλεγε τι πραγματικά είδε; Ίσως να της έδινε κάποιες απαντήσεις... Αλλά, θα τις έπαιρνε; Μήπως της έλεγε και εκείνος ψέματα;

"Λοιπόν;" είπε εκείνος κάνοντάς της νόημα να ξεκινήσει.

"Είδα κάτι να περνάει έξω από το παράθυρο. Μετά, όταν σε ακολούθησα, σε είδα να στέκεσαι μπροστά σε μία μεγάλη λάμψη. Το μόνο που μπόρεσα να διακρίνω ήταν δύο μεγάλα φτερά. Αυτά. Τίποτα άλλο" απάντησε ειλικρινά.

"Μάλιστα εσύ τι είσαι;" της απευθύνεται σαν να είναι μια ερώτηση ρουτίνας.

"Εμ περιστέρι διασταύρωση με λαμπραντόρ. Τι να είμαι ρε συ; Πας καλά;" αναφωνεί νευριασμένη από την ανόητη ερώτησή του.

"Όχι δεν είσαι άνθρωπος. Αφού είδες ό,τι είδα και εγώ, πρέπει να είσαι κάτι άλλο. Λέγε τι; Άγγελος, βρικόλακας, λυκάνθρωπος;" συνέχισε στο ίδιο ύφος.

Η Ελίζα τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Πέρα από το σημείο του ότι κατάλαβε ότι δεν ήταν άνθρωπος, όλα τα πλάσματα που ανέφερε ήταν μόνο πρωταγωνιστές σε παραμύθια. Πρέπει να συνηθίσει ότι πλέον και αυτή αυτό είναι.

"Είμαι φύλακας" απαντάει λακωνικά και ο Όλιβερ νεύει.

"Μάλιστα... Τότε εντάξει" σχολιάζει ικανοποιημένος.

"Βασικά έχει και συνέχεια. Έχω την δύναμη "Λούξινους" και τώρα εξαιτίας μιας αρχαίας κατάρας είμαι ΚΑΙ μάγισσα. Τέλειο;" αναφωνεί ειρωνικά.

Εκείνος την κοίταξε παγωμένος.

"Σαν πολλά δεν είναι;" ρώτησε εξίσου ειρωνικά.

"Εμένα μου λες..." απάντησε γελώντας.

"Τι ήταν όλα αυτά που είπες; Λυκάνθρωποι; Βρικόλακες; Υπάρχουν και αυτά τα πλάσματα;"

"Είσαι μάγισσα και κολλάς σε αυτά; Έπρεπε μέχρι τώρα να είχες καταλάβει ότι δεν υπάρχουν παραμύθια στον κόσμο μας. Όλα είναι αληθινά. Γοργόνες, νεράιδες...Όλα είναι εδώ, απλά κρύβονται" εξηγεί ήρεμα.

"Εσύ τι είσαι;" ρωτάει με την σειρά της.

"Εγώ είμαι άγγελος" απαντάει και η Ελίζα χαμογελάει εντυπωσιασμένη.

"Αλήθεια;"

"Ναιπ" επιβεβαίωσε περήφανος.

"Και που είναι τα φτερά σου;" ρώτησε με σκοπό να εξετάσει αν της λέει την αλήθεια.

Εκείνος κοίταξε τριγύρω του και αφού σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν ήταν τριγύρω την οδήγησε σε ένα σοκάκι.

Στάθηκε λίγα μέτρα μακρυά της, κλείνοντας τα μάτια του και με τα χέρια του γροθιές. Μια στιγμιαία λάμψη εμφανίστηκε. Τόσο δυνατή που η Ελίζα χρειάστηκε να κλείσει τα μάτια της.

Όταν το φως χαμήλωσε η Ελίζα άνοιξε τα μάτια της. Μπροστά της στεκόταν ο Όλιβερ με άσπρα ρούχα και δύο μεγάλα πουπουλένια φτερά.

"Κλείσε το στόμα μην μπει κάποια μύγα" σχολίασε χαμογελώντας αυτάρεσκα.

"Δεν φοβάσαι μην δει κάποιος τα φτερά σου;" ψιθυρίζει ρίχνοντας που και που καχύποπτες ματιές γύρω τους.

"Όχι... Μόνο εκείνοι από τον δικό μας κόσμο μπορούν να δουν πως πραγματικά είμαι. Όταν έχω την κάλυψη βέβαια. Όταν χρειάζομαι όλες τις δυνάμεις μου βγάζω την κάλυψη"

"Δηλαδή πετάς με αυτά;"

"Όχι είναι διακοσμητικά. Όπου και να δεις, όποιος έχει φτερά πετάει!" αναφωνεί ειρωνικά

"Όχι" ανταπαντά κοφτά.

"Τι όχι;" αναρωτιέται κοιτώντας την μπερδεμένος.

"Οι πιγκουίνοι και οι κότες δεν πετάνε"

"Σου μοιάζω για κάτι από τα δύο;" ρωτάει δείχνοντας τα τεράστια φτερά του.

"Όχι. Πιγκουίνε." το τελευταίο το είπε πιο σιγά και της ξέφυγε ένα γελάκι.

"Το προσπερνώ" σχολιάζει σαρκαστικά.

"Ξέρεις και εσύ μπορείς να πετάξεις"

"Με τι; Με αυτά εδώ τα τεράστια φτερά ε; Ναι. Απλά δεν χωράνε από την πόρτα του σπιτιού" είπε δήθεν προβληματισμένα και έδειξε ουσιαστικά το τίποτα πίσω από την πλάτη της.

"Διάνοια... Τι κάνουν οι μάγισσες στα παραμύθια;"

"Μαγικά"

"Άρα;"

"Ααα... Ναι αλλά εγώ δεν ξέρω ακόμα πως να τα χρησιμοποιώ τα μαγικά. Σήμερα το έμαθα"

"Καλά ότι πεις... Να σε πάω σπίτι;"

"Ναι αφού είπαμε. Έχω άλλη επιλογή;" ρωτάει κουρασμένα.

"Δεν εννοούσα με τα πόδια" απαντάει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και η Ελίζα σοβαρεύει απότομα.

Χλομιάζει και στραβοκαταπίνει, προσπαθώντας να μην πάθει κρίση πανικού. Απέτυχε.

"Ξέρεις δεν έχω μόνο σκοταδοφοβία. Έχω και υψοφοβία. Ξέρεις τι είναι η υψοφοβία; Φίλε μου είσαι τυχερός που δεν ξέρεις. Κοιτάω κάτω και πιάνεται το στομάχι μου. Γίνεται κόμπος λέμε! Και μετά μπορεί να λιποθυμήσω ή κοκαλώνω" άρχισε να λέει πάρα πολύ γρήγορα και ο Όλιβερ την κοιτούσε χαμένος.

Κούνησε απότομα το κεφάλι του και την πλησίασε.

"Ετοιμάσου να την ξεπεράσεις λοιπόν" είπε 'σπάζοντας' τις αρθρώσεις του.

"Μμ μμ... Δεν θέλω" απάντησε κουνώντας το κεφάλι της δεξιά και αριστερά και σταυρώνοντας τα χέρια της και χτυπώντας το πόδι της στο έδαφος.

"Εντάξει" απαντάει απλά σταματώντας μπροστά της.

"Αλήθεια; Γιατί νόμιζα πως-" δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της.

Ο Όλιβερ την είχε αρπάξει από την μέση και μέσα σε λίγα δεύτερα πετούσαν πάνω από την πόλη.

"Όλιβερ! Είπες εντάξει! Αυτό δεν είναι καθόλου εντάξει!" του φωνάζει προσπαθώντας να μην κοιτάξει κάτω.

"Δεν είπα ότι με ένοιαξε τι είπες" απάντησε γελώντας και ανέβηκε λίγο πιο ψηλά.

"Προσγειώσου τώρα! Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα να πω σε κάποιον..." είπε περισσότερο στον εαυτό της γελώντας.

"Ηρέμησε και απόλαυσε την διαδρομή!" απαντάει απότομα και η Ελίζα αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει.

Η Ελίζα κοίταξε κάτω. Τεράστιες εκτάσεις με αγρούς και λιβάδια υπήρχαν από κάτω της. Σπίτια μεγάλα και μικρά. Και σε όλα αυτά, φόντο τα μεγαλειώδη βουνά από πίσω.

"Γουάου..." είπε άφωνη από την πανέμορφη θέα.

"Είσαι πολύ τυχερός που μπορείς να το κάνεις αυτό όποτε θέλεις" σχολιάζει.

"Είναι ένα από τα λίγα πλεονεκτήματα του να είσαι άγγελος που μπορώ να απολαμβάνω, δεδομένου του ότι ζω προς το παρόν στον κόσμο των θνητών"

Μετά από λίγα λεπτά, άρχισαν να κόβουν ύψος μέχρι που τα πόδια τους ακούμπησαν το έδαφος.

Η Ελίζα έσκυψε κάτω και αγκάλιασε το χώμα.

"Μην με ξανααφήσεις ποτέ" είπε χαμογελώντας.

"Έλα που δεν σου άρεσε!"

"Καλά καλά δεν λέω... Ωραία ήταν..."

"Να πω την αλήθεια δεν ξέρω αν έχω πλέον κάποιον γνωστό που να είναι... φυσιολογικός!"

"Τυχερή είσαι. Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό" της είπε κλείνοντας της το μάτι.

"Τα λέμε αύριο μάγισσα" είπε και άρχισε να ξαναπετάει.

"Ό,τι πεις πουλερικό" του απάντησε πριν χαθεί μέσα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top