Πόλεμος
Οι μήνες κυλούσαν γρήγορα και ο χρόνος έτρεχε μπροστά από τα μάτια της Ελίζας πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει.
Αντιπρόσωποι από κάθε μεριά του βασιλείου έφταναν στο παλάτι. Το πρόγραμμά της ήταν γεμάτο συζητήσεις για στρατηγική, για επιθέσεις, για προμήθειες και οπλισμό. Παρακολουθούσε τους στρατιώτες της να εξασκούνται. Οι βαριές ανάσες, ο μεταλλικός ήχος των ξιφών που χτυπούσαν το ένα το άλλο και η μυρωδιά του ιδρώτα, γέμιζαν τους διαδρόμους ολόκληρου του παλατιού.
Η Ελίζα ένιωθε να απορροφάται από μία παλαιότερη εποχή. Εκεί όπου οι δικοί της άνθρωποι θα χρησιμοποιούσαν πιστόλια, χειροβομβίδες και απειλητικά οχήματα, οι πολεμιστές της μάθαιναν να χειρίζονται ξίφη, μακριά ακόντια και να ιππεύουν άλογα. Η ίδια, τα απογεύματα της εξάσκησης της με τον Κρίστιαν είχε επιλέξει το τόξο. Όπλο που βασιζόταν σε μία σχεδόν ανώφελη ελπίδα τίποτα να μην έφτανε αρκετά κοντά, ώστε να χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το βαρύ ξίφος που κρεμόταν από τον γοφό της.
"Πιο ψηλά τον αγκώνα. Στόχευε με όλο σου το σώμα" η φωνή του Κρίστιαν ακουγόταν επιτακτική και διέλυε την σιωπή της πίσω αυλής του παλατιού.
Ήταν εκείνο το μέρος της έκτασης στο οποίο σχεδόν ενάμισι χρόνο πριν είχε προσγειωθεί η Ελίζα τρέχοντας μακριά από το παλάτι. Εκείνη η απόφαση, εκείνη η περίοδος της ζωής της είχε χαθεί ανάμεσα σε πανοπλίες και χάρτες.
Ακολούθησε την συμβουλή του και άφησε το βέλος να γλιστρήσει από τα δάχτυλά της, ελευθερώνοντας ταυτόχρονα μία ανάσα. Εκείνο προσγειώθηκε δύο κύκλους πριν το κέντρο του στόχου. Η Ελίζα έβρισε διακριτικά μέσα από τα δόντια της.
"Προσπάθησε άλλη μία φορά και ξεκινάμε ακόντιο, η τεχνική σου εκεί... επιδέχεται βελτίωση" σχολίασε ειρωνικά -βγάζοντας το βέλος από εκεί που καρφώθηκε και επιστρέφοντας της το- και, όταν η Ελίζα τον κοίταξε δολοφονικά δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν ένα γελάκι.
Για εκατοστή φορά εκείνη την ημέρα συγκεντρώθηκε στον τρόπο που τα ακροδάχτυλα της αγκάλιαζαν τα φτερά στην άκρη του βέλους της και σαν να ήταν προέκταση του βλέμματός της το άφησε, παρακολουθώντας το να χτυπάει τον κέντρο του στόχου απέναντί της. Κοίταξε τον Κρίστιαν με το σπάνιο αυτάρεσκο βλέμμα της.
Η Ελίζα έβγαλε με προσοχή το τόξο πάνω από το κεφάλι της και το άφησε στο έδαφος δίπλα στην θήκη με τα βέλη της. Ξάπλωσε λαχανιασμένη στο έδαφος με κλειστά τα μάτια και έδωσε την άδεια στον απαλό αέρα να πάρει για λίγο από πάνω της την σκέψη του πολέμου. Ο Κρίστιαν της έδωσε ένα μπουκάλι νερό και μουρμουρίζοντας ένα απαλό 'ευχαριστώ' ήπιε μερικές γουλιές.
"Θες να σταματήσουμε για σήμερα;" ρώτησε ανήσυχα ο Κρίστιαν και έκατσε δίπλα της με την μπλούζα του να τινάζεται ελαφριά κάτω από τον αέρα.
"Μόνο για λίγο" του απάντησε κουρασμένα χωρίς να ανοίξει τα μάτια της.
Ο Κρίστιαν σε απάντηση ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της και η Ελίζα πήρε μία βαθιά ανάσα, ανασηκώνοντας το σώμα της προς το μέρος του. Μετά από λίγο ο Κρίστιαν απομακρύνθηκε ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό της.
"Πιστεύεις ότι θα πάει καλά;" τον ρώτησε συγκεντρωμένη στον ρυθμό της αναπνοής του.
"Δεν θα σου πω ότι δεν φοβάμαι, γιατί θα είναι ψέματα"
Η σκέψη του εκείνη την στιγμή ήταν τόσο έντονη, που ακόμα κι αν εκείνος δεν το ήθελε η Ελίζα την άκουσε τόσο δυνατά λες και το είπε μέσα στο αυτί της. Όχι για μένα, για όλους τους υπόλοιπους, για εσένα.
Της έδωσε ένα ακόμα φιλί στο μέτωπο και ξάπλωσε δίπλα της.
"Δεν ξέρω τι να περιμένω. Έχουμε νομίζω αρκετούς στρατιώτες. Και όλοι εκπαιδεύονται μήνες τώρα. Έχουμε ελέγξει τα σχέδια και τις διαδρομές εκατοντάδες φορές και δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι ότι μπορεί κάτι να μας ξέφυγε. Και αν πάθεις κάτι επειδή-" η συνήθειά του να μην δείχνει τα συναισθήματά του, όποια κι αν ήταν αυτά, τον σταμάτησε για μία στιγμή πριν συνεχίσει στραβοκαταπίνοντας.
"Επειδή παρέλειψα εγώ κάτι, επειδή έκανα εγώ ένα λάθος, θα... Δεν ξέρω αν θα το αντέξω" συμπλήρωσε με ένα πικρό γέλιο στην προσπάθειά του να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα που ξαφνικά του πλάκωνε το στήθος.
Η Ελίζα γύρισε ολόκληρη προς το μέρος του για να τον καθησυχάσει, για να του εξηγήσει πως ήξερε αυτόν τον φόβο, πως ό,τι κι αν γινόταν θα ήταν εκεί μαζί του και, αν συνέβαινε κάτι, δεν θα ήταν δικό του λάθος. Ωστόσο, ένας στρατιώτης, που μόλις είχε βγάλει την πανοπλία του και είχε μείνει με το ελαφρύ πουκάμισο και το καφέ παντελόνι του, ξεπρόβαλε λαχανιασμένος, τρομαγμένος, από την γωνία του τοίχου.
"Με... Μεγαλειοτάτη... Σας ζητάνε στους... Στους στάβλους" η λαχανιασμένη φωνή του σφύριζε καθώς έβγαινε από τα χείλη του.
Ο Κρίστιαν και η Ελίζα πετάχτηκαν όρθιοι κοιτώντας τον ταραγμένοι. Πήρε δύο βαθιές ανάσες πριν συνεχίσει.
"Το άλογό σας..." δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του.
Η Ελίζα άρχισε να τρέχει προς τους στάβλους και ο Κρίστιαν την ακολούθησε κατά πόδας με τον στρατιώτη στο πλευρό του. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ένα πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο σε ένα συγκεκριμένο σημείο έξω από τους στάβλους. Οι ψίθυροι τους και οι ανήσυχες φωνές γέμιζαν τον αέρα.
Η Ελίζα χώρισε το πλήθος και γονάτισε δίπλα στο αγαπημένο της άλογο. Το άλογο με το οποίο έφτασε στο παλάτι σχεδόν έξι μήνες πριν. Το άλογο με το οποίο εξασκούνταν τόσο καιρό. Το ίδιο άλογο βρισκόταν στο έδαφος παίρνοντας μικρές , ασθενικές ανάσες με τα μάτια του ορθάνοιχτα και κατάμαυρα.
"Ισαβέλλα..." μουρμούρισε βουρκωμένη η Ελίζα, χαϊδεύοντας την ράχη του αλόγου.
Ο Κρίστιαν έφτασε πίσω της και η Ελίζα δεν πρόλαβε να δει την τρομαγμένη έκφρασή του.
"Κρίστιαν-"
"Ελίζα απομακρύνσου!" της φώναξε, μα εκείνη δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Το άλογο παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανασηκώθηκε και όρμησε κατά πάνω της. Η Ελίζα έπεσε πίσω στο έδαφος και το πλήθος απομακρύνθηκε τρομαγμένο από γύρω της.
"Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος σου, κοριτσάκι! Εγώ και οι δικοί μου μυρίζουμε την δειλία από χιλιόμετρα μακριά!" η φωνή του Ογκάστους βγήκε αφύσικα από το στόμα του αλόγου -αν η κατάσταση, τα λόγια, ή ο λέγων ήταν διαφορετικά, η Ελίζα θα γελούσε.
"Ο πόλεμος θα είναι δίκαιος. Αν νομίζεις ότι θα υποχωρήσουμε μπροστά στις κούφιες απειλές σου, τότε θα έπρεπε να ανησυχείς περισσότερο για το δικό σου κουράγιο παρά για το δικό μας" του αντιγύρισε με ύφος σοβαρό.
Η καρδιά της βροντοχτυπούσε το στήθος της με τόση δύναμη, ώστε φοβήθηκε μήπως ακουστεί ο ήχος της πάνω στον μεταλλικό θώρακά της. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να δείξει ότι φοβόταν. Όχι όταν τόσος κόσμος την παρακολουθούσε, όχι όταν ο μάγος την παρακολουθούσε. Και σίγουρα όχι όταν οι άνθρωποι, τους οποίους έπρεπε να πείσει ότι ήταν αρκετά γενναία για να πολεμήσει, παρατηρούσαν κάθε αντίδρασή της.
"Είμαστε πιο δυνατοί και το γνωρίζεις. Άκου τον χρησμό και παραιτήσου. Ή μήπως είσαι τόσο απελπισμένη για να αποδείξεις κάτι, ώστε αγνοείς την αλήθεια;"
Τα λόγια του έκαναν την Ελίζα να συνοφρυωθεί.
"Ποιόν χρησμό;" ρώτησε, όμως ένιωσε τον κόσμο γύρω της να κρατάει την ανάσα του.
"Φύγε! Θα έχεις την μάχη σου!" φώναξε ο Κρίστιαν κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του.
Μα η φωνή του αποκάλυπτε φόβο. Τα νύχια της Ελίζας έσκαψαν το χώμα, καθώς έσφιγγε το σαγόνι της.
"Ποιόν χρησμό;" ρώτησε για ακόμα μία φορά, με το βλέμμα της καρφωμένο στον Κρίστιαν και τον τρόπο που εκείνος δεν είχε γυρίσει ακόμα προς το μέρος της.
"Ω", ένα δηλητηριώδες γέλιο βγήκε τραχύ από το δαιμονισμένο άλογο, "οι αγαπημένοι σου φίλοι δεν σου λένε πάντα την αλήθεια, ε;"
Κρίστιαν.
Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες, σκοτεινές. Την κρατούσε για πρώτη φορά στον καιρό της γνωριμίας τους έξω από αυτές. Η πικρή γεύση της προδοσίας την έκανε να στραβοκαταπιεί. Την άφηνε να ρεζιλευτεί μπροστά στον εχθρό τους, της έκρυβε πάλι κάτι, τώρα που τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ, τώρα που η ειλικρίνεια μεταξύ τους ήταν αναγκαία, όχι προαιρετική. Την έκανε να δείχνει αδύναμη.
Και δεν θα επέστρεφε στο αδύναμο κορίτσι που σέρβιρε σούπα.
"Ρώτησα κάτι" η φωνή της ψυχρή, απότομη, καρφώθηκε σαν μαχαίρι στο πρόσωπο του αλόγου.
Με την περιφερειακή της όραση είδε τον Κρίστιαν που γύρισε προς το μέρος της, μα δεν θα τον κοιτούσε. Όχι μέχρι να πάρει μία απάντηση, την οποία προφανώς γνώριζε μα δεν θα της έδινε.
"Θα πεθάνεις, στο πεδίο της μάχης" απάντησε ο μάγος.
Και με αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε. Τα μάτια του αλόγου επανήλθαν στο κανονικό τους -ψυχρά, απύθμενα, νεκρά. Το ζώο έπεσε σαν δέντρο δίπλα στα πόδια της Ελίζας, πλακώνοντας τις πατούσες της, μα τις τράβηξε απορρίπτοντας την βοήθεια του Κρίστιαν που έτρεξε δίπλα της.
"Ελίζα-"
Αυτήν την φορά, εκείνη το έκλεισε έξω από τις σκέψεις της.
"Ούτε που να το σκέφτεσαι" τον διέκοψε απότομα και καρφώνοντας το ξίφος της στο έδαφος μπροστά από τα πόδια του, κινήθηκε προς το εσωτερικό του παλατιού.
Πώς μπόρεσε; Πώς της το έκανε αυτό; Πάλι. Ακόμα δεν την εμπιστευόταν, ακόμα έπαιρνε αποφάσεις που την αφορούσαν, χωρίς να την ρωτήσει. Ό,τι κι αν έκανε δεν θα ήταν ποτέ αρκετό για εκείνον.
Ξαφνικά η ανάσα της πιάστηκε στα πνευμόνια της. Η όρασή της θόλωσε, καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια προς την πύλη. Τα πόδια της μπερδεύτηκαν το ένα με το άλλο και όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να τα σηκώσει. Το πρόσωπό της προσγειώθηκε πάνω στο κρύο μάρμαρο και το κεφάλι της έκανε ένα περίεργο θόρυβο. Και με τελευταία εικόνα που της ήρθε στο μυαλό το νερό με την περίεργη γεύση που της είχε δώσει ο Κρίστιαν, ένα κύμα ζαλάδας την παρέσυρε στο σκοτάδι.
[...]
Η Ελίζα άνοιξε τα μάτια της αργά και σταθερά, νιώθοντας τα κοκαλωμένα από τον ύπνο. Το δυνατό πρωινό φως την ανάγκασε να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της αρκετές φορές, μέχρι τα τα θολά σχήματα γύρω της να πάρουν μορφή και να συνειδητοποιήσει ότι ήταν στο δωμάτιό της.
Με μία βαθιά κοφτή ανάσα πετάχτηκε όρθια, σαν να βγήκε από εφιάλτη. Με δηλητηρίασαν;
Το κεφάλι της στριφογύριζε τόσο γρήγορα που αναγκάστηκε να καθίσει πίσω στο κρεβάτι της με έναν γδούπο. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Είχε πλέον συνηθίσει να ξυπνάει με τον ήχο των στρατιωτών που προπονούνταν. Μα τώρα, τίποτα.
Η πόρτα της άνοιξε και μέσα μπήκε μία από τις καμαριέρες της, η Ρούμπι. Η μικροκαμωμένη κοπέλα γύρισε και κλείδωσε την πόρτα πίσω της, χωρίς να απομακρυνθεί από μπροστά της.
"Ρούμπι, τι συμβαίνει;" ρώτησε καχύποπτα η Ελίζα.
Η Ρούμπι στραβοκατάπιε και δεν τόλμησε να την κοιτάξει στα μάτια.
"Ρούμπι, δώσε μου τα κλειδιά"
Η φωνή της Ελίζας ήταν αργή, προειδοποιητική. Μα και πάλι η κοπέλα δεν κουνήθηκε.
Η Ελίζα έτρεξε στο παράθυρο της και είδε τους άδειους στάβλους.Τα άδεια πεδία προπόνησης.
Ω όχι.
Η σιωπή. Αυτή η τρομακτική ησυχία και η άδεια αυλή.
"Έφυγαν" αυτή η λέξη έκανε την Ρούμπι να ξεσπάσει σε κλάματα.
"Είπαν ότι θα πεθαίνατε κυρία. Είπαν ότι... Ότι αν σας αφήσω να φύγετε το αίμα σας θα είναι στα δικά μου χέρια και δεν πρέπει να πεθάνετε, κανείς δεν το θέλει αυτό. Είστε εδώ τρεις μέρες και εκείνοι έφυγαν προχτές. Η μάχη έχει ήδη ξεκινήσει, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Ο κύριος Κρίστιαν-" η κοπέλα ξεφούρνιζε τις λέξεις γρήγορα, μπερδεμένες ανάμεσα από τους λυγμούς της.
Η Ελίζα συγκράτησε το τεράστιο κύμα θυμού που ένιωσε να την κατακλύζει. Σηκώθηκε σταθερή στα πόδια της. Φόρεσε πρώτα τον θώρακά της και στην συνέχεια όλα τα μέρη της πανοπλίας της.
"Κυρία τι κάνετε;" ρώτησε ανήσυχα η Ρούμπι, χωρίς να τολμήσει να απομακρυνθεί από την πόρτα.
"Μην με αναγκάσεις να το κάνω αυτό, Ρούμπι..." η Ελίζα σήκωσε το χέρι της προς την κοπέλα.
Όταν εκείνη στάθηκε μπροστά στην πόρτα πιο γενναία, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της και έσφιξε το κλειδί στο χέρι της, η Ελίζα ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
"Somnus" μουρμούρισε, νιώθοντας τα μάτια της να λάμπουν στιγμιαία και η Ρούμπι σωριάστηκε με έναν απαλό γδούπο στο πάτωμα.
"Συγγνώμη" της ψιθύρισε η Ελίζα, καθώς έπαιρνε το κλειδί από το χέρι της και άνοιξε την πόρτα, τρέχοντας προς την έξοδο όσο πιο γρήγορα και ήσυχα μπορούσε.
Μα ανώφελα. Το παλάτι ήταν άδειο. Τα πόδια της βυθίζονταν στο μαλακό έδαφος μέχρι να φτάσει στην αποθήκη και να πάρει τα όπλα της. Έδεσε το ξίφος της γύρω από την μέση της, πέρασε την θήκη με τα βέλη της πάνω από τον ώμο της και έπιασε με σίγουρα δάχτυλα το τόξο της.
Στις πύλες του παλατιού συνάντησε δύο από τους ελάχιστους στρατιώτες που είχαν μείνει για περιπολίες, μα πριν καν προλάβουν να την δουν τους άφησε να κοιμούνται στην γωνία της πύλης.
Η σκέψη της έτρεχε συνεχώς στον Κρίστιαν και τους υπόλοιπους. Παρά το πόσο πληγωμένη ένιωθε, το δηλητήριο του θυμού και της προδοσίας δεν έμεινε αρκετά στο αίμα της. Μία απλή σκέψη, μία τόση δα ιδέα την ηρέμησε: θα έκανε το ίδιο αν η προφητεία αφορούσε οποιονδήποτε από εκείνους.
Ο δρόμος δεν ήταν μεγάλος. Τα ίχνη που είχαν αφήσει πίσω οι στρατιώτες ήταν ακόμα φρέσκα -σπασμένα κλαδιά, το βαθιά σκαμμένο χώμα από τις ρόδες της άμαξας, ένα σπασμένο πεταμένο βέλος. Και σε λίγο η Ελίζα δεν χρειαζόταν να ψάχνει τα σημάδια.
Μπορούσε να τα ακούσει.
Ο μεταλλικός ήχος των ξιφών δεν ήταν ίδιος με εκείνον πίσω στο παλάτι. Η Ελίζα δεν ήξερε για ποιόν ακριβώς λόγο: ίσως επειδή τώρα τα χτυπήματα ήταν πιο δυνατά, πιο βίαια ή ίσως επειδή μπορούσε μόλις να τα ακούσει κάτω από τα φριχτά ουρλιαχτά.
Το στομάχι της σφίχτηκε τόσο πολύ, ώστε νόμισε ότι θα έκανε εμετό. Όχι από το σοκ, ή από την ίδια την μυρωδιά του θανάτου που είχε αρχίσει να αγγίζει τα ρουθούνια της, αλλά από τις αναμνήσεις που της έφερναν οι αισθήσεις της. Μισούσε τον πόλεμο. Ο πόλεμος της είχε πάρει τα πάντα και, σύμφωνα με την προφητεία, ο συγκεκριμένος θα της έπαιρνε και την ζωή.
Μα δεν μπορούσε να αγνοήσει το πώς ο μάγος έκανε όλη αυτήν την σκηνή με το άλογο αν δεν σήμαινε κάτι. Την ήθελε νεκρή σωστά; Γιατί να της πει να υποχωρήσει;
Γιατί αν η Ελίζα πέθαινε, θα νικούσαν τον πόλεμο.
Έφτασε στην κορυφή ενός λόφου από όπου μπορούσε να δει όλο το πεδίο της μάχης. Καθώς κατέβαινε, τα πόδια της βυθίζονταν στον νωπό χώμα -για μία στιγμή τρομοκρατήθηκε στην σκέψη ότι η λάσπη δεν οφειλόταν σε βροχή. Κραυγές και θάνατος. Και όπλα και πόνος και θάνατος. Άνθρωποι κουρασμένοι, πληγωμένοι με κάθε δυνατό τρόπο, σήκωναν ξανά και ξανά τα όπλα τους.
Την στιγμή που είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το πεδίο και ένας στρατιώτης την πρόσεξε, η Ελίζα σταμάτησε τον χρόνο. Με γενναία βήματα προχώρησε ανάμεσά τους, επιβεβαιώνοντας ότι τα μάτια των δικών της πολεμιστών και των αντιπάλων, αναγνώρισαν την παρουσία της. Φτάνοντας στο κέντρο χτύπησε τα δάχτυλά της και ο χρόνος ξαναξεκίνησε.
Το χέρι της παρέμεινε ψηλά και ο πόλεμος για μία στιγμή σταμάτησε. Τα όπλα και τα τόξα χαμηλώσανε και όλοι κοιτούσανε έκπληκτοι το κορίτσι που τόλμησε να σταθεί ανάμεσα τους. Μερικοί την αναγνώρισαν από το πρόσωπό της, αλλά από τις δυνάμεις της. Μερικοί μουρμούρισαν μεταξύ τους για το ποια θα μπορούσε να είναι πριν γυρίσουν να την κοιτάξουν πιο έκπληκτοι από πριν.
Την σιωπή έσπασε ένας λυκάνθρωπος ο οποίος γρυλίζοντας όρμησε κατά πάνω της.
"Ελίζα!" η κραυγή του Κρίστιαν σχεδόν την απέσπασε, αλλά αντανακλαστικά έκανε δύο βήματα πίσω αφήνοντας τον λύκο να πέσει στο έδαφος και σε ζήτημα δευτερολέπτων στεκόταν από πάνω του με ένα βέλος να στοχεύει το μάτι του.
"Somnus" ψιθύρισε και ο λύκος έκλεισε τα μάτια του, με μία ανάσα να ξεφεύγει από τα χείλη του καθώς βυθιζόταν σε ύπνο.
"Πού είναι ο Ογκάστους;" η φωνή της ακούστηκε δυνατή, άγρια πάνω από τους ψιθύρους των πολεμιστών και στα δεξιά της, οι στρατιώτες χωρίστηκαν απότομα στην μέση.
Ο Ογκάστους άρχισε να διασχίζει το κενό που δημιούργησε και να προχωράει με τα χέρια του σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του.
"Τελικά εμφανίστηκες. Και πάνω που έλεγα ότι η γενναία πριγκίπισσα με την Λούξινους, τελικά παράτησε τους στρατιώτες της στην τύχη τους"
"Όχι με την θέλησή μου" απάντησε απότομα και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα βλέμμα προς την μεριά του Κρίστιαν που την είχε πλησιάσει, κρατώντας την απόστασή του.
"Αυτή η μάχη είναι ανάμεσα στους δυο μας, Ογκάστους. Δεν χρειάζεται να πεθάνει κανένα άλλο πλάσμα"
"Αφού ξέρεις ότι θα πεθάνεις, γιατί το συνεχίζεις;"
"Γιατί δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ, γιατί φοβόσουν τόσο να έρθω, εφόσον θα πέθαινα ούτως ή άλλως"
Το σφίξιμο που ένιωσε στο στήθος της δεν ήταν δικό της. Το βλέμμα της ξέφυγε για ακόμα μία φορά στην κατεύθυνση του Κρίστιαν και παρατήρησε το αξύριστο πρόσωπό του, την φρέσκια πληγή κάτω από το δεξί του μάτι, το αίμα που έσταζε από το ξίφος του.
"Δεν φοβάμαι. Εγώ βγαίνω νικημένος ούτως ή άλλως"
"Ναι αλλά αν κερδίσουμε τον πόλεμο, εσύ μπορεί να πάρεις τις δυνάμεις σου, αλλά όλοι αυτοί που παλεύουν για εσένα;"
Η αμφιβολία άρχισε να αιωρείται στο αέρα σαν σκόνη.
"Μονομαχία" απαίτησε η Ελίζα και όλοι αναφώνησαν, γυρνώντας προς τον Ογκάστους για να δουν την αντίδραση του.
-Ελίζα στο ορκίζομαι, αν κάνεις αυτό που πας να κάνεις...
"Όχι" απάντησε ο μάγος.
Η ανακούφιση που ένιωσε να απλώνεται στο στήθος της, πάλι δεν ανήκε στην ίδια.
"Γιατί;" ρώτησε ενοχλημένη, αποφεύγοντας τον Κρίστιαν στις σκέψεις της.
"Θέσαμε μερικούς κανόνες" της υπενθύμισε κοιτώντας την προειδοποιητικά.
"Και παίζεις εσύ σύμφωνα με τους κανόνες;" ρώτησε ειρωνικά η Ελίζα και ο μάγος πήρε μία βαθιά ανάσα.
"Εκτός αν φοβάσαι" συνέχισε την σκέψη της και ο Ογκάστους έπαψε να προσπαθεί να κρύψει τον θυμό του.
"Σταμάτα να το λες αυτό!" ούρλιαξε και μία σφαίρα φωτιάς έφυγε από το χέρι του και προσγειώθηκε στα πόδια της Ελίζας, παραλίγο καίγοντας την.
"Μονομαχία λοιπόν" της ανακοίνωσε και έκαναν ταυτόχρονα νόημα στους στρατιώτες τους να υποχωρήσουν.
-Πρόσεχε μικρή. Δεν ξέρεις που πήγες κι έμπλεξες.
Μην ανησυχείς για εμένα. του απάντησε και πήρε θέση.
Άφησε τα όπλα της. Εκείνη την στιγμή, δεν χρειαζόταν τίποτα από αυτά.
Ο πόλεμος μόλις ξεκίνησε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top