Οι 7 φυλές
Η κοπέλα του ονείρου. Στεκόταν εκεί μπροστά της.
"Και τι είσαι;" ήταν πλέον μια πολύ λογική ερώτηση.
Όσο και να φαινόταν δεδομένο να την εμπιστεύεται η Ελίζα θεώρησε απαραίτητο να πάρει τα μέτρα της, μετά από όσα είχε δει. Έτσι πήρε μια διστακτική στάση απέναντι στην κοκκινομάλλα κοπέλα.
"Είμαι το πνεύμα του καθρέφτη" απάντησε με ηρεμία, ενώ το σώμα της φαινόταν να εκπέμπει φως.
Η Ελίζα έμεινε άναυδη. Ο καθρέφτης είχε πνεύμα; Και γιατί δεν την είχε ξαναδεί ποτέ;
"Και τι κάνεις εδώ;" ρώτησε προσπαθώντας να μην δείξει την έκπληξη –ή την καχυποψία- στην φωνή της.
"Δεν ξέρεις;" είπε και γύρισε προς τα αγόρια τα οποία κατέβασαν κατευθείαν το κεφάλι τους στο πάτωμα.
"Είχαμε ένα μικρό θεματάκι" άρχισε ο Ντάνιελ.
"Με τον μάγο" συμπλήρωσε ο Κρίστιαν.
"Μάλιστα... Είναι πιο σοβαρό από όσο νόμιζα" απάντησε και αφήνοντας το χέρι της Ελίζας και προχώρησε πάλι προς το τραπέζι.
"Ελίζα πλησίασε" είπε ήρεμα η Τζάνετ και άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις με το χέρι της πάνω από το γυάλινο τραπέζι του Ντάνιελ.
Η Ελίζα έκανε μερικά μικρά βήματα, μέχρι που έφτασε μπροστά στο τραπέζι. Έσκυψε λίγο και είδε ένα χάρτη να είναι σχηματισμένος πάνω στο γυαλί.
"Αυτός είναι ένας παγκόσμιος χάρτης;" ρώτησε θυμούμενη ότι τον είχε δει στον τοίχο μίας από τις τάξεις του σχολείου.
"Ναι. Αλλά τώρα κοίτα λίγο πιο προσεκτικά" είπε και κάνοντας μια κίνηση πάνω από τον χάρτη, του άλλαξε μορφή.
Τα χρώματα που όριζαν τις διαφορετικές περιοχές άλλαξαν. Χώρες και πόλεις των οποίων τα ονόματα η Ελίζα δεν είχε ποτέ ξανακούσει, εμφανίστηκαν στον χάρτη.
"Κάποτε τα πλάσματα του κόσμου μας ζούσαν όλα μαζί αρμονικά και ασφαλή από τους ανθρώπους" ξεκίνησε να λέει και εικόνες άρχισαν να παίζουν πάνω στο γυαλί, που αναπαριστούσαν τα λόγια της Τζάνετ.
"Την αρμονία την διατηρούσα εγώ. Όμως μια μάγισσα θέλησε να εξαφανίσει ότι καλό που με κόπο είχαν αποκτήσει. Έτσι, με έκλεψε και έβαλε ένα ξόρκι πάνω μου. Ότι όποια μεριά με είχε, θα υπερισχούσε και θα κυριαρχούσε. Με έδωσε στους Σκοτεινούς, τους φύλακες του σκότους. Όλες οι φυλές όμως πάλεψαν και με έδωσαν πίσω στους Φύλακες, τους υπερασπιστές του φωτός. Μερικούς αιώνες μετά όμως γεννήθηκε ο Ογκάστους. Ένας φύλακας της Λούξινους με μαγικές δυνάμεις. Ήθελε να βοηθήσει, να κάνει τους Φύλακες πιο δυνατούς. Όμως κανείς δεν τον άφηνε. Τυφλωμένοι από την ζήλια, τον έδιωξαν. Έτσι εκείνος έριξε μια κατάρα στην Λούξινους. Όποιος την αποκτούσε θα έπαιρνε και ένα κομμάτι από την δική του ενέργεια. Μέχρι τώρα όμως κανείς δεν ήταν τόσο δυνατός ώστε να πάρει ένα τόσο μεγάλο φορτίο όσο εσύ. Και αυτό τον ξύπνησε. Όλες οι άλλες φυλές μένουν κρυμμένες και στηρίζουν πάντα εσάς"
"Περίμενε... Ποιες είναι οι άλλες φυλές;" ρώτησε σηκώνοντας το βλέμμα της από το τραπέζι.
"Οι φυλές είναι 7 συνολικά. Οι 4 από αυτές είναι με το μέρος του φωτός. Οι άλλες 3 είναι με το σκότος. Οι πρώτες τέσσερις είναι: οι Φύλακες, οι Άγγελοι, οι Γοργόνες και οι Βρυκόλακες, ενώ οι άλλες τρεις οι Σκοτεινοί, οι Δαίμονες και οι Λυκάνθρωποι"
"Γιατί είναι οι βρικόλακες με τους καλούς ενώ οι λυκάνθρωποι με τους κακούς; Εννοώ και οι δύο είναι πρωταγωνιστές περίπου στις ίδιες ιστορίες"
"Γιατί μερικούς αιώνες πριν, εκείνοι μας πρόδωσαν. Οι λυκάνθρωποι δεν λειτουργούν με την λογική. Το μόνο που θέλουν είναι η σάρκα. Και θα έδιναν τα πάντα για αυτήν. Οι βρυκόλακες προέρχονται βασικά από ανθρώπους με ελάχιστα διαφορετικά γονίδια. Κάποιος γίνεται βρυκόλακας είτε εκ γενετής είτε από δάγκωμα. Έτσι μπορούν και σκέφτονται πριν δράσουν"
"Και τώρα τι κάνουμε; Γιατί είσαι εδώ;" συνέχισε τις ερωτήσεις, κι όμως είχε τόσες πολλές ακόμα.
"Τελικά η απειλή του μάγου είναι μεγαλύτερη από όσο περιμέναμε. Θα καλέσω αντιπροσώπους από κάθε φυλή του φωτός. Πρέπει εξάλλου και εσύ να τους γνωρίσεις. Είσαι η δεύτερη σημαντικότερη μετά από εμένα σε αυτόν τον κόσμο" απάντησε χαμογελώντας και της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα.
Έκανε μερικά βήματα προς την μεγάλη βιβλιοθήκη που κάλυπτε τον έναν τοίχο του μεγάλου γραφείου και τράβηξε ένα παλιό μπορντό με χοντρό εξώφυλλο. Η βιβλιοθήκη μετακινήθηκε δεξιά αποκαλύπτοντας ένα τεράστιο χώρο. Μέσα υπήρχε ένα ακόμα μεγαλύτερο γραφείο και δίπλα μια μεγάλη τρύπα με νερό.
Οι τοίχοι από γυαλί, σου επέτρεπαν να δεις έξω. Όμως αυτό που έβλεπε η Ελίζα δεν ήταν η μικρή πόλη της. Δεν ήταν οι έρημοι δρόμοι και τα μικρά σπιτάκια.
Ήταν λιβάδια. Με λουλούδια πολύχρωμα. Μέλισσες βούιζαν και πουλιά κελαηδούσαν. Ο ουρανός γαλάζιος και απέραντος. Ο ήλιος φωτεινός και μεγαλειώδης, σκέπαζε το πανέμορφο τοπίο. Στο βάθος ένας καταρράκτης χυνόταν με ορμή σε ένα κρυστάλλινο ποτάμι. Δίπλα στο ποτάμι φαινόταν ένα μικρό χωριό.
Η Ελίζα κοιτούσε μαγεμένη το πανέμορφο τοπίο.
"Είναι σαν από παραμύθι" είπε.
"Αυτό είναι το βασίλειό σου" είπε και υποκλίθηκε.
Γύρισε το κεφάλι της και είδε τον Κρίστιαν και τον Ντάνιελ γονατισμένους και με σκυμμένο κεφάλι.
Η Ελίζα κοίταξε γύρω της και έφερε τα χέρια της στο στόμα της. Ήταν όλα αυτά δικά της; Διέθετε κάτι περισσότερο από μερικά χιλιομπαλωμένα φορέματα και παλιά παπούτσια;
Ακούμπησε το ένα χέρι της στο τζάμι απαλά, λες και θα έσπαγε μόνο με ένα φύσημα του αέρα και κλείνοντας τα μάτια της κάθισε στα γόνατα.
"Τι έγινε;" την πλησίασε πιάνοντας τους ώμους της.
"Είναι η πρώτη φορά σε όλη μου την ζωή που θα μπορούσα όντως να κλάψω από ευτυχία από ευτυχία" του απάντησε γελώντας και εκείνος τις έσφιξε του ώμους καθησυχαστικά.
Η Τζάνετ πήγε προς το μέρος τους και την βοήθησε να σηκωθεί.
"Γλυκιά μου, το δώρο που σου έχει δοθεί, θα είναι δυστυχώς πολλές φορές η αιτία του να κλαις, όμως ακόμα περισσότερες φορές, του να γελάς... Θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να σκεφτείς όλες τις φυλές που σου είπα πριν. Αυτές του φωτός. Κάλεσέ τες. Μέσα σου υπάρχει μια φωνή που θα ακουστεί καθαρά, χωρίς να χρειαστεί να πεις λέξη δυνατά"
Η Ελίζα ακολούθησε τις οδηγίες της Τζάνετ. Για λίγο δεν συνέβη τίποτα, όμως ξαφνικά ένας θόρυβος ακούστηκε. Γύρισε το κεφάλι της και είδε μια κοπέλα, με ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια να κολυμπάει μέσα στο νερό. Την πλησίασε και είδε πως είχε μια πανέμορφη γαλαζοπράσινη ουρά, που γυάλιζε στο φως.
"Μεγαλειοτάτη, είμαι η Γιολάντα, αρχηγός των γοργονών. Τιμή μου να σας γνωρίζω" είπε σκύβοντας το κεφάλι της.
"Η χαρά είναι δική μου! Αλλά λέγε με Ελίζα, σε παρακαλώ" απάντησε και έσκυψε προς το μέρος της σφίγγοντας το χέρι της.
Είχε μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλά της και τα νύχια της ήταν μακριά, ενώ τα λέπια στην επιφάνεια του δέρματος της έλαμπαν στο φως του ηλίου.
"Χάρηκα Μεγαλειοτάτη, είμαι ο Τζέικ" άκουσε από πίσω της και όταν γύρισε είδε ένα αγόρι με γαλανά μάτια και καστανόξανθα μαλλιά να υποκλίνεται και να της χαμογελάει αφήνοντας τους μακριούς κυνόδοντες του να φανούν.
"Ελίζα. Θα μου πάρει καιρό μέχρι να συνηθίσω το Μεγαλειοτάτη οπότε απλώς Ελίζα... Χαίρομαι για την γνωριμία" απάντησε χαμογελαστά πλησιάζοντας τον και σφίγγοντας το παγωμένο και χλομό χέρι του.
"Θα πρεπε πάντως... Μεγαλειοτάτη" είπε ειρωνικά ένα άλλο αγόρι που στεκόταν πίσω της.
Η Ελίζα γύρισε να τον κοιτάξει νευριασμένη από τον ειρωνικό τόνο της φωνής του.
"Κι εσύ είσαι ο;" ρώτησε σηκώνοντας το ένα φρύδι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top